Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΞΟΔΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37 (ΛΖ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ ἐποίησαν τῇ σκηνῇ δέκα αὐλαίας, 1 Κατεσκεύασαν δια την Σκηνήν του Μαρτυρίου δέκα τεμάχια υφάσματος. 1 Έκαναν δὲ διὰ τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου δέκα τεμάχια ὑφάσματος, σὰν κουρτίνας.
2 ὀκτὼ καὶ εἴκοσι πήχεων μῆκος τῆς αὐλαίας τῆς μιᾶς (τὸ αὐτὸ ἦν πάσαις) καὶ τεσσάρων πήχεων τὸ εὖρος τῆς αὐλαίας τῆς μιᾶς. 2 Το μήκος εκάστου από αυτά ήτο είκοσι οκτώ πήχεις και το πλάτος του τέσσαρες πήχεις, αυτάς τας διαστάσεις είχον όλα τα τεμάχια. 2 Κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ τεμάχια αὐτὰ εἶχε μῆκος εἴκοσι ὀκτὼ πήχεις καὶ πλάτος τέσσαρες πήχεις. Ὅλα τὰ τεμάχια εἶχαν τὰς ἰδίας διαστάσεις.
3 καὶ ἐποίησαν τὸ καταπέτασμα ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίνου νενησμένου καὶ βύσσου κεκλωσμένης, ἔργον ὑφάντου Χερουβίμ, 3 Κατεσκεύασαν το καταπέτασμα από λινόν γνεσμένον ύφασμα, χρώματος κυανού, πορφυρού και κοκκίνου, από λεπτόν λινόν στριμμένον ύφασμα. Επ' αυτού ειδικός τεχνίτης ύφανε Χερουβίμ. 3 Καὶ ἔφτιαξαν τὸ Καταπέτασμα, ποὺ θὰ ἐχώριζεν εἰς δύο μέρη τὸ ἐσωτερικὸν τῆς Σκηνῆς, ἀπὸ γνεσμένα νήματα μὲ χρῶμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο καὶ βαθὺ κόκκινο, καθὼς καὶ ἀπὸ γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου. Ἦτο ἔργον ἐπιδεξίου ὑφαντοῦ καὶ εἶχε ἐπάνω του μορφὰς Χερουβίμ.
4 καὶ ἐπέθηκαν αὐτὸ ἐπὶ τέσσαρας στύλους ἀσήπτους κατακεχρυσωμένους ἐν χρυσίῳ καὶ αἱ κεφαλίδες αὐτῶν χρυσαῖ, καὶ αἱ βάσεις αὐτῶν τέσσαρες ἀργυραῖ. 4 Το καταπέτασμα τούτο έθεσαν εις τέσσαρας από ξύλα άσηπτα στύλους, επιχρυσωμένους και των οποίων τα κιονόκρανα ήσαν χρυσά, αι δε τέσσαρες βάσεις των αργυραί. 4 Καὶ ἔβαλαν τὸ Καταπέτασμα αὐτὸ ἐπάνω εἰς τέσσαρας στύλους ἀπὸ ξύλα, ποὺ δὲν σαπίζουν. Οἱ στῦλοι ἦσαν σκεπασμένοι με πολὺ χρυσάφι. Τὰ κιονόκρανά των ἦσαν χρυσᾶ, αἱ δὲ τέσσαρες βάσεις, ὅπου ἐστηρίζοντο οἱ στῦλοι αὐτοί, ἦσαν ἀπὸ ἄσημι.
5 καὶ ἐποίησαν τὸ καταπέτασμα τῆς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίνου νενησμένου καὶ βύσσου κεκλωσμένης, ἔργον ὑφάντου Χερουβίμ, 5 Κατεσκεύασαν το καταπέτασμα της θύρας της Σκηνής του Μαρτυρίου από νήματα χρώματος κυανού, πορφυρού και κοκκίνου, από λινόν στριμμένον ύφασμα, και επ' αυτού ειδικός τεχνίτης ύφανε Χερουβίμ. 5 Ἔφτιαξαν καὶ τὸ Καταπέτασμα τῆς εἰσόδου τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου ἀπὸ γνεσμένα νήματα μὲ χρῶμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο καὶ βαθὺ κόκκινο καὶ ἀπὸ γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου. Ἦτο ἔργον ἐπιδεξίου ὑφαντοῦ καὶ εἶχεν ἐπάνω του μορφὰς Χερουβίμ.
6 καὶ τοὺς στύλους αὐτοῦ πέντε καὶ τοὺς κρίκους· καὶ τὰς κεφαλίδας αὐτῶν καὶ τὰς ψαλίδας αὐτῶν κατεχρύσωσαν χρυσίῳ, καὶ αἱ βάσεις αὐτῶν πέντε χαλκαῖ. 6 Δια την ανάρτησιν αυτού κατεσκεύασαν πέντε στύλους και τους κρίκους. Τα κιονόκρανα και τας ράβδους αναρτήσεως επεχρύσωσαν. Τα πέντε βάθρα, επί των οποίων εστηρίζοντο οι στύλοι, ήσαν χαλκά. 6 Κατεσκεύασαν καὶ τοὺς πέντε στύλους, εἰς τοὺς ὁποίους θὰ ἐστηρίζετο τὸ παραπέτασμα αὐτὸ καὶ τοὺς κρίκους, ἀπὸ ὅπου θὰ τὸ ἐκρεμοῦσαν. Ἐσκέπασαν δὲ μὲ πολὺ χρυσάφι τὰ κιονόκρανα τῶν στύλων, καθὼς καὶ τὰ κοντάρια ποὺ ἦσαν μεταξὺ τῶν στύλων καὶ ἐχρησίμευαν διὰ νὰ κρέμεται τὸ ὕφασμα. Αἱ δὲ πέντε βάσεις, ὅπου ἐστηρίζοντο αὐτοὶ οἱ στῦλοι, ἦσαν ἀπὸ χαλκόν.
7 Καὶ ἐποίησαν τὴν αὐλήν· τὰ πρὸς λίβα ἱστία τῆς αὐλῆς ἐκ βύσσου κεκλωσμένης ἑκατὸν ἐφ᾿ ἑκατόν, 7 Κατεσκεύασαν την αυλήν. Τα προς νότον παραπετάσματα της αυλής ήσαν κατασκευασμένα από λινόν στριμμένον ύφασμα δια μήκος χώρου εκατόν πήχεων. Ομοίας κατασκευής και ίσων διαστάσεων ήσαν και τα παραπετάσματα της βορείου πλευράς. 7 Κατεσκεύασαν ἐπίσης καὶ τὴν αὐλὴν τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου. Τὰ παραπετάσματα τῆς αὐλῆς, ποὺ ἦσαν πρὸς νότον ἔγιναν μὲ γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου καὶ εἶχαν μῆκος ἑκατὸν πήχεις, ὅπως ἑκατὸν ἦσαν καὶ αἱ πήχεις τῆς ἀπέναντι πλευρᾶς.
8 καὶ οἱ στῦλοι αὐτῶν εἴκοσι, καὶ αἱ βάσεις αὐτῶν εἴκοσι· 8 Οι στύλοι εκάστης πλευράς δια την ανάρτησιν των παραπετασμάτων ήσαν είκοσι, τα δε βάθρα των στύλων επίσης είκοσι. 8 Οἱ δὲ στῦλοι, ποὺ ἐβάσταζαν τὰ παραπετάσματα, ἦσαν εἴκοσι καὶ αἱ βάσεις, ὅπου ἐστηρίζοντο οἱ στῦλοι, ἐπίσης εἴκοσι.
9 καὶ τὸ κλίτος τὸ πρὸς βοῤῥᾶν ἑκατὸν ἐφ᾿ ἑκατὸν καὶ τὸ κλίτος τὸ πρὸς νότον ἑκατὸν ἐφ᾿ ἑκατόν, καὶ οἱ στῦλοι αὐτῶν εἴκοσι, καὶ αἱ βάσεις αὐτῶν εἴκοσι· 9 Η βορεία πλευρά της αυλής ήτο εκατόν πήχεων μήκους και η νοτία πλευρά αυτής εκατόν πήχεων μήκους. Οι στύλοι εκάστης πλευράς ήσαν είκοσι και τα βάθρα των στύλων είκοσι. 9 Καὶ ἡ πλευρὰ τῆς αὐλῆς ποὺ εὑρίσκετο πρὸς βορρᾶν εἶχε μῆκος ἑκατὸν πήχεις, ὅσον καὶ τὸ μῆκος τῶν παραπετασμάτων της, ὅπως ἑκατὸν πήχεις ἦτο καὶ τὸ μῆκος τῆς νοτίας πλευρᾶς καὶ τῶν παραπετασμάτων της. Οἱ δὲ στῦλοι των ἦσαν εἴκοσι καὶ αἱ βάσεις των ἐπίσης εἴκοσι.
10 καὶ τὸ κλίτος τὸ πρὸς θάλασσαν αὐλαῖαι πεντήκοντα πήχεων, στῦλοι αὐτῶν δέκα, καὶ αἱ βάσεις αὐτῶν δέκα· 10 Προς δυσμάς ήσαν παραπετάσματα μήκους πεντήκοντα πήχεων, οι στύλοι αυτών δέκα και αι βάσεις των στύλων δέκα. 10 Ἡ δὲ πλευρὰ πρὸς δυσμὰς εἶχεν ὑφαντὰ παραπετάσματα μήκους πενήντα πήχεων. Οἱ στῦλοι ποὺ ἐβάσταζαν αὐτὰ τὰ παραπετάσματα ἦσαν δέκα, ὅπως καὶ αἱ βάσεις., ὅπου ἐστηρίζοντο οἱ στῦλοι, ἐπίσης δέκα.
11 καὶ τὸ κλίτος τὸ πρὸς ἀνατολὰς πεντήκοντα πήχεων, ἱστία 11 Η ανατολική πλευρά ήτο μήκους πεντήκοντα πήχεων. Τα παραπετάσματα αυτής, 11 Καὶ ἡ πλευρὰ τῆς αὐλῆς, ποὺ ἦτο πρὸς ἀνατολάς, ὅπου εὑρίσκετο καὶ ἡ εἴσοδος, εἶχε μῆκος ἐπίσης πενήντα πήχεις. Ἐκεῖ, ἀπὸ τὴν μίαν πλευρὰν τῆς εἰσόδου, ὑπῆρχαν παραπετάσματα μήκους δέκα πέντε πήχεων, οἱ δὲ στῦλοι, ποὺ τὰ ἐβάσταζαν ἦσαν τρεῖς, ὅπως τρεῖς ἦσαν καὶ αἱ βάσεις των.
12 πεντεκαίδεκα πήχεων τὸ κατὰ νώτου, καὶ οἱ στῦλοι αὐτῶν τρεῖς, καὶ αἱ βάσεις αὐτῶν τρεῖς, 12 προς το εν μέρος ήσαν μήκους δεκαπέντε πήχεων, οι στύλοι αυτών ήσαν τρεις και τα βάθρα των στύλων τρία. 12 Καὶ ἡ πλευρὰ τῆς αὐλῆς, ποὺ ἦτο πρὸς ἀνατολάς, ὅπου εὑρίσκετο καὶ ἡ εἴσοδος, εἶχε μῆκος ἐπίσης πενήντα πήχεις. Ἐκεῖ, ἀπὸ τὴν μίαν πλευρὰν τῆς εἰσόδου, ὑπῆρχαν παραπετάσματα μήκους δέκα πέντε πήχεων, οἱ δὲ στῦλοι, ποὺ τὰ ἐβάσταζαν ἦσαν τρεῖς, ὅπως τρεῖς ἦσαν καὶ αἱ βάσεις των.
13 καὶ ἐπὶ τοῦ νώτου τοῦ δευτέρου ἔνθεν καὶ ἔνθεν κατὰ τὴν πύλην τῆς αὐλῆς αὐλαῖαι πεντεκαίδεκα πήχεων, καὶ οἱ στῦλοι αὐτῶν τρεῖς καὶ αἱ βάσεις αὐτῶν τρεῖς. 13 Το αυτό ήτο και δια το άλλο μέρος, ώστε εκατέρωθεν της πύλης της αυλής ήσαν παραπετάσματα μήκους δεκαπέντε πήχεων κρεμάμενα εις τρεις στύλους, οι οποίοι πάλιν εστηρίζοντο εις τρία βάθρα. 13 Ἀπὸ δὲ τὴν ἄλλην πλευρὰν τῆς εἰσόδου, διὰ νὰ ὑπάρχῃ συμμετρία δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἀπὸ τὴν πύλην, ὑπῆρχαν ἐπίσης παραπετάσματα μήκους δέκα πέντε πήχεων. Καὶ οἱ στῦλοι, ποὺ ἐβάσταζαν αὐτὰ τὰ παραπετάσματα ἦσαν τρεῖς, ὅπως τρεῖς ἦσαν καὶ αἱ βάσεις των.
14 πᾶσαι αἱ αὐλαῖαι τῆς σκηνῆς ἐκ βύσου κεκλωσμένης, 14 Ολα τα παραπετάσματα της Σκηνής ήσαν από λινόν στριμμένον ύφασμα. 14 Ὅλα τὰ ὑφαντὰ παραπετάσματα τῆς αὐλῆς τῆς Σκηνῆς εἶχαν γίνει με γνεσμένα λευκὰ νήματα βύσσου.
15 καὶ αἱ βάσεις τῶν στύλων αὐτῶν χαλκαῖ, καὶ αἱ ἀγκύλαι αὐτῶν ἀργυραῖ, καὶ αἱ κεφαλίδες αὐτῶν περιηργυρωμέναι ἀργυρίῳ, καὶ οἱ στῦλοι περιηργυρωμένοι ἀργυρίῳ, πάντες οἱ στῦλοι τῆς αὐλῆς. 15 Αι βάσεις των στύλων ήσαν χαλκαί και τα άγκιστρα αυτών αργυρά, τα κιονόκρανά των επηργυρωμένα, όπως επίσης επηργυρωμένοι ήσαν όλοι οι στύλοι της αυλής. 15 Αἱ δὲ βάσεις, ὅπου ἐστηριζοντο οἱ στῦλοι ποὺ ἐβάσταζαν τὰ παραπετάσματα, ἦσαν ἀπὸ χαλκόν. Οἳ δὲ γάντζοι τῶν στύλων ἦσαν ἀπὸ ἀσῆμι καὶ τὰ κιονόκρανά των σκεπασμένα μὲ ἀσῆμι. Ὅλοι δὲ οἱ στῦλοι τῆς αὐλῆς εἶχαν καλυφθῆ μὲ ἀσῆμι.
16 καὶ τὸ καταπέτασμα τῆς πύλης τῆς αὐλῆς ἔργον ποικιλτοῦ ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίνου νενησμένου καὶ βύσσου κεκλωσμένης, εἴκοσι πήχεων τὸ μῆκος, καὶ τὸ ὕψος καὶ τὸ εὖρος πέντε πήχεων ἐξισούμενον τοῖς ἱστίοις τῆς αὐλῆς· 16 Το παραπέτασμα της πύλης επί της ανατολικής πλευράς της αυλής ήτο έργον κεντητόν, από λινόν στριμμένον ύφασμα χρώματος κυανού, πορφυρού και κοκκίνου, μήκους είκοσι πήχεων. Το ύψος των στύλων, όπως και η μεταξύ των απόστασις, ήσαν πέντε πήχεις, όσον ήτο το ύψος των άλλων παραπετασμάτων της αυλής. 16 Τὸ δὲ ὑφαντὸν παραπέτασμα τῆς πύλης τῆς αὐλῆς τῆς Σκηνῆς ἦτο ἔργον ἐπιδεξίου διακοσμητοῦ, κατεσκευασμένον μὲ νήματα πορφύρας μὲ χρῶμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο καὶ βαθὺ κόκκινο, καθὼς καὶ μὲ λευκὰ νήματα βύσσου. Τὸ μῆκος του ἦτο εἴκοσι πήχεις, τὸ δὲ ὕψος καὶ τὸ πλάτος του ἦτο πέντε πήχεις, ἴσον πρὸς τὸ ὕψος τῶν ὑπολοίπων παραπετασμάτων τῆς αὐλῆς τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου.
17 καὶ οἱ στῦλοι αὐτῶν τέσσαρες, καὶ αἱ βάσεις αὐτῶν τέσσαρες χαλκαῖ, καὶ αἱ ἀγκύλαι αὐτῶν ἀργυραῖ, καὶ αἱ κεφαλίδες αὐτῶν περιηργυρωμέναι ἀργυρίῳ· 17 Οι στύλοι της πύλης αυτής ήσαν τέσσαρες και τα βάθρα των τέσσαρα χαλκά, τα άγκιστρά των αργυρά, τα δε κιονόκρανά των επηργυρωμένα. 17 Οἱ δὲ στῦλοι, ποὺ ἐβάσταζαν τὸ Καταπέτασμα τῆς πύλης τῆς αὐλῆς, ἦσαν τέσσαρες ὅπως τέσσαρες ἦσαν καὶ αἱ χάλκιναι βάσεις, ὅπου ἐστηρίζοντο. Οἱ δὲ γάντζοι τῶν στύλων ἦσαν ἀπὸ ἀσῆμι καὶ τὰ κιονόκρανα των σκεπασμένα μὲ ἀσῆμι.
18 καὶ πάντες οἱ πάσσαλοι τῆς αὐλῆς κύκλῳ χαλκοῖ, καὶ αὐτοὶ περιηργυρωμένοι ἀργυρίῳ. 18 Ολοι οι πάσσαλοι γύρω από την αυλήν ήσαν χαλκοί ειτηργυρωμένοι. 18 Ὅλοι δὲ οἱ πάσσαλοι, ποὺ ἐστερέωναν τοὺς στύλους τῆς αὐλῆς ὁλόγυρα, ἦσαν χάλκινοι, σκεπασμένοι καὶ αὐτοὶ μὲ ἀσῆμι.
19 Καὶ αὕτη ἡ σύνταξις τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου, καθὰ συνετάγη Μωυσῇ, τὴν λειτουργίαν εἶναι τῶν Λευιτῶν διὰ Ἰθάμαρ τοῦ υἱοῦ Ἀαρὼν τοῦ ἱερέως. 19 Αυτή ήτο η σύνθεσις, η κατασκευή, της Σκηνής του Μαρτυρίου σύμφωνα με την διαταγήν του Θεού προς τον Μωϋσήν, δια να λειτουργούν εις αυτήν οι Λευίται εποπτευόμενοι από τον Θαμαρ, υιόν του Ααρών του αρχιερέως. 19 Αὐτὴ λοιπὸν ἦτο ἡ σύνθεσις καὶ διαρρύθμισις τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, ὅπως ὡρίσθη ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τὸν Μωϋσῆν, διὰ νὰ ὑπηρετοῦν καὶ λειτουργοῦν ἐκεῖ οἱ Λευῖται μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἰθάμαρ, τὸν υἱὸν τοῦ ἀρχιερέως Ἀαρών.
20 καὶ Βεσελεὴλ ὁ τοῦ Οὐρίου, ἐκ φυλῆς Ἰούδα, ἐποίησε καθὰ συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ, 20 Ο Βεσελεήλ, ο υιός του Ουρίου, από την φυλήν Ιούδα, έκαμεν, όπως διέταξεν ο Κυριος τον Μωϋσήν. 20 Καὶ ὁ Βεσελεήλ, ὁ υἱὸς τοῦ Οὐρίου ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα κατεσκεύασε τὰ πάντα, ὅπως ἀκριβῶς διέταξεν ὁ Κύριος τὸν Μωϋσῆν.
21 καὶ Ἐλιὰβ ὁ τοῦ Ἀχισαμάχ, ἐκ φυλῆς Δάν, ὃς ἠρχιτεκτόνησε τὰ ὑφαντὰ καὶ τὰ ῥαφιδευτὰ καὶ ποικιλτικὰ ὑφᾶναι τῷ κοκκίνῳ καὶ τῇ βύσσῳ. 21 Και ο Ελιάβ, ο υιός του Αχισαμάχ από την φυλήν του Δαν, ήτο εκείνος ο οποίος επρωτοστάτησε και επεστάτησεν εις τα υφαντά, τα ραπτά και τα κεντητά υφάσματα, χρώματος κοκκίνου και από νήματα λινού. 21 Ὁ δὲ Ἐλιάβ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀχισαμὰχ ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Δάν, ἦτο αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὰ σχέδια καὶ ἐφρόντισε νὰ γίνουν τὰ ὑφαντὰ καὶ τὰ ραπτὰ καὶ νὰ ὑφανθοῦν πλουμιστὰ μὲ κόκκινα νήματα πορφύρας καὶ λευκὰ βύσσου.