Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΞΟΔΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΑΠΕΚΡΙΘΗ δὲ Μωυσῆς καὶ εἶπεν· ἐὰν μὴ πιστεύσωσί μοι, μηδὲ εἰσακούσωσι τῆς φωνῆς μου, ἐροῦσι γάρ, ὅτι οὐκ ὦπταί σοι ὁ Θεός, τί ἐρῶ πρὸς αὐτούς; 1 Ο Μωϋσής απήντησε προς τον Θεόν· “εάν δεν με πιστεύσουν, εάν δεν υπακούσουν εις τα λόγια μου, διότι είναι ενδεχόμενον να είπουν ότι δεν εφανερώθη εις σε ο Θεός, τι θα απαντήσω εγώ τότε προς αυτούς;” 1 Παρ’ ὅλας ὅμως τὰς διαβεβαιώσεις τοῦ Θεοῦ ὁ Μωϋσῆς ἐδίσταζε καὶ διὰ τοῦτο εἶπεν εἰς τὸν Θεόν: «Ἐάν οἱ Ἰσραηλῖται δὲν μὲ πιστεύσουν καὶ δὲν παραδεχθοῦν τὰ λόγια μου, διότι εἶναι πιθανὸν νὰ εἶπουν: «Ψεύδεσαι, δὲν ἐνεφανίσθη εἰς σὲ ὁ Θεός», τότε τί θὰ κάνω, τί θὰ τοὺς εἰπῶ;»
2 εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος· τί τοῦτό ἐστι τὸ ἐν τῇ χειρί σου; ὁ δὲ εἶπε· ράβδος. 2 Του είπε δε ο Κυριος· “τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου;” Εκείνος είπε· “ράβδος”. 2 Καὶ ὁ Θεός, διὰ νὰ διαλύσῃ τοὺς φόβους καὶ τοὺς δισταγμούς του, τοῦ εἶπε: «Τί κρατεῖς εἰς τὸ χέρι σου;» «Ἕνα ραβδί», ἀπεκρίθη ἐκεῖνος.
3 καὶ εἶπε· ρίψον αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ ἔρριψεν αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐγένετο ὄφις· καὶ ἔφυγε Μωυσῆς ἀπ᾿ αὐτοῦ. 3 Του είπεν ο Θεός· “ρίψε αυτήν κατά γης”. Ο Μωϋσής την έρριψεν εις την γην και η ράβδος έγινεν όφις. Ο Μωϋσής φοβηθείς έφυγεν από τον όφιν αυτόν. 3 Εἶπε πάλιν ὁ Θεός: «Ρῖξε το εἰς τὴν γῆν». Ὑπήκουσεν ὁ Μωϋσῆς καὶ ἔρριξε τὸ ραβδὶ εἰς τὴν γῆν καὶ ἀμέσως αὐτὸ ἔγινε φίδι. Ἐφοβήθη τότε ὁ Μωϋσῆς καὶ ἔτρεξε νὰ ἀπομακρυνθῃ ἀπὸ αὐτό.
4 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρα καὶ ἐπιλαβοῦ τῆς κέρκου· ἐκτείνας οὖν τὴν χεῖρα ἐπελάβετο τῆς κέρκου, καὶ ἐγένετο ράβδος ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ· 4 Είπε τότε ο Θεός στον Μωϋσήν· “άπλωσε το χέρι σου και πιάσε το φίδι από την ουράν”. Οταν ο Μωϋσής το έπιασεν, έγινεν ο όφις στο χέρι του πάλιν ράβδος. 4 Ὁ Κύριος ὅμως τοῦ εἶπε: «Ἄπλωσε τὸ χέρι σου καὶ ἅρπαξε τὸ φίδι ἀπὸ τὴν οὐρά». Ἄπλωσε τότε ἐκενος τὸ χέρι του καὶ ἔπιασε τὴν οὐρὰν καὶ τὸ φίδι ἔγινεν ἀμέσως ραβδὶ εἰς τὸ χέρι του.
5 ἵνα πιστεύσωσί σοι ὅτι ὦπταί σοι ὁ Θεὸς τῶν πατέρων αὐτῶν, Θεὸς ῾Αβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακώβ. 5 “Αυτό το σημείον θα κάμης, δια να πιστεύσουν τους λόγους σου οι Εβραίοι, ότι όντως εφανερώθη εις σε ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ”. 5 «Αὐτο», εἶπεν ὁ Κύριος, «θὰ βεβαιώσῃ τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ θὰ σὲ πιστεύσουν ὅτι πράγματι ἀπεκαλύφθη εἰς σὲ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων των, ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ».
6 εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος πάλιν· εἰσένεγκον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν κόλπον σου. καὶ εἰσήνεγκε τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ· καὶ ἐξήνεγκε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐκ τοῦ κόλπου αὐτοῦ, καὶ ἐγενήθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὡσεὶ χιών. 6 Είπε δε πάλιν εις αυτόν ο Κυριος· “βάλε το χέρι σου στον κόρφον σου”. Ο Μωϋσής εισήγαγε το χέρι του στον κόρφον του, το έβγαλε από τον κόρφον του και έγινε το χέρι του λευκό, ωσάν το χιόνι. 6 Εἶπε δὲ πάλιν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Μωϋσῆν: «Βάλε τὸ χέρι σου εἰς τὸν κόρφον σου». Ἔβαλε πράγματι ἐκεῖνος τὸ χέρι τοῦ εἰς τὸν κόρφον του καὶ μόλις τὸ ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν κόρφον του, ἔγινε λεπρόν, ὁλόλευκον, σὰν χιόνι.
7 καὶ εἶπε πάλιν· εἰσένεγκον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν κόλπον σου. καὶ εἰσήνεγκε τὴν χεῖρα εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ· καὶ ἐξήνεγκεν αὐτὴν ἐκ τοῦ κόλπου αὐτοῦ, καὶ πάλιν ἀποκατέστη εἰς τὴν χρόαν τῆς σαρκὸς αὐτῆς. 7 Του είπε πάλιν ο Θεός· “βάλε το χέρι σου στον κόρφον σου”. Εβαλε το χέρι του στον κόρφον του, το έβγαλεν από εκεί, και το χέρι του αποκατεστάθη και πάλιν εις την φυσικήν του προτέραν υγιά χροιάν. 7 Τοῦ εἶπε δὲ πάλιν ὁ Θεός: «Βάλε πάλιν τὸ χέρι σου εἰς τὸν κόρφον σου». Ὁ Μωϋσῆς ὑπήκουσε, ἔβαλε τὸ χέρι εἰς τὸν κόρφον του καὶ μόλις τὸ ἐτράβηξεν ἔξω ἀπὸ ἐκεῖ, τὸ χέρι ἐπανῆλθεν εἰς τὴν φυσικήν του κατάστασιν καὶ ἐπῆρε τὸ χρῶμα τοῦ ὑπολοίπου σώματός του.
8 ἐὰν δὲ μὴ πιστεύσωσί σοι, μηδὲ εἰσακούσωσι τῆς φωνῆς τοῦ σημείου τοῦ πρώτου, πιστεύσουσί σοι τῆς φωνῆς τοῦ σημείου τοῦ δευτέρου. 8 “Εάν δε δεν σε πιστεύσουν, και δεν πεισθούν εις την μαρτυρίαν του πρώτου θαύματος, θα πιστεύσουν εις την μαρτυρίαν του δευτέρου θαύματος. 8 «Ἐὰν λοιπόν», συνέχισεν ὁ Θεός, «δεὲν σὲ πιστεύσουν καὶ δεν ἀκούσουν τί τοὺς λέγει τὸ πρῶτον θαῦμα, ὁπωσδήποτε θὰ σὲ πιστεύσουν μὲ τὴν μαρτυρίαν τοῦ δευτέρου θαύματος.
9 καὶ ἔσται ἐὰν μὴ πιστεύσωσί σοι τοῖς δυσὶ σημείοις τούτοις, μηδὲ εἰσακούσωσι τῆς φωνῆς σου, λήψῃ ἀπὸ τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐκχεεῖς ἐπὶ τὸ ξηρόν, καὶ ἔσται τὸ ὕδωρ, ὃ ἐὰν λάβῃς ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ, αἷμα ἐπὶ τοῦ ξηροῦ. 9 Εάν όμως δεν πιστεύσουν εις τα δύο αυτά σημεία και δεν υπακούσουν εις τα λόγια σου, τότε θα πάρης νερό από τον ποταμόν, θα το χύσης στο ξηρόν έδαφος και θα γίνη το νερό, που θα έχης λάβει από τον ποταμόν, αίμα επάνω στο ξηρόν έδαφος”. 9 Εἰς περίπτωσιν ὅμως κατὰ τὴν ὁποίαν, μολονότι θὰ ἰδοῦν καὶ τὰ δύο αὐτὰ θαύματα, δὲν σὲ πιστεύσουν καὶ δεν ὑπολογίσουν τοὺς λόγους σου, τότε νὰ πάρῃς νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμὸν Νεῖλον, νὰ τὸ χύσῃς εἰς τὸ ξηρὸν χῶμα καὶ ἀμέσως τὸ νερὸ αὐτὸ τοῦ ποταμοῦ θὰ γίνῃ αἷμα εἰς τὸ χῶμα».
10 εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον· δέομαι, Κύριε, οὐχ ἱκανός εἰμι πρὸ τῆς χθές, οὐδὲ πρὸ τῆς τρίτης ἡμέρας, οὐδὲ ἀφ᾿ οὗ ἤρξω λαλεῖν τῷ θεράποντί σου· ἰσχνόφωνος καὶ βραδύγλωσσος ἐγώ εἰμι. 10 Περιδεής ο Μωϋσής δια την σοβαρότητα της αποστολής του είπε προς τον Θεόν· “Κυριε, σε παρακαλώ θερμώς, δεν έχω την ικανότητα εγώ να ομιλώ ούτε από την χθεσινήν ημέραν ούτε από την προχθεσινήν, από πολύν δηλαδή χρόνον, και μάλιστα από την στιγμήν, που ήρχισες συ ο Θεός να ομιλής προς εμέ τον δούλον σου! Εγώ έχω αδύνατον την φωνήν, είμαι δε και βραδύγλωσσος”. 10 Ὁ Μωϋσῆς ὅμως ἐδίσταζεν ἀκόμη νὰ ἀναλάβῃ τὴν εὐθύνην αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς καὶ διὰ τοῦτο εἶπε πρὸς τὸν Θεόν· «Ὦ, Κύριε, σὲ παρακαλῶ! Δὲν εἶμαι ἱκανός, νὰ ὁμιλῶ. Ὄχι δὲ ἀπὸ χθὲς ἢ προχθές, οὔτε ἐφ’ ὅτου ἄρχισες νὰ ὁμιλῇς εἰς ἑμὲ τὸν δοῦλον σου, ἀλλὰ παντοτε ἤμουν ἀδύνατος εἰς τὴν ὁμιλίαν. Εἶμαι βραδύγλωσσος. Δύσκολα ὁμιλῶ».
11 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· τίς ἔδωκε στόμα ἀνθρώπῳ, καὶ τίς ἐποίησε δύσκωφον καὶ κωφόν, βλέποντα καὶ τυφλόν; οὐκ ἐγὼ ὁ Θεός; 11 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ποιός έδωκε στόμα στον άνθρωπον, ποιός έκαμε βαρήκοον και κωφόν, βλέποντα η τυφλόν; Ουχί εγώ ο Θεός; 11 Διὰ νὰ τὸν ἐνθαρρύνῃ τότε ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: «Ποῖος ἔδωσε τὸ στόμα εἰς τὸν ἄνθρωπον; Καὶ ποῖος ἔκαμε τὸν βαρήκοον ἢ τὸν κωφόν, ἐκεῖνον ποὺ βλέπει ἢ τὸν τυφλόν; Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Θεός, ποὺ τὰ ρυθμίζω ὅλα;
12 καὶ νῦν πορεύου, καὶ ἐγὼ ἀνοίξω τὸ στόμα σου, καὶ συμβιβάσω σε, ὃ μέλλεις λαλῆσαι. 12 Και τώρα πήγαινε και εγώ θα ανοίξω το στόμα σου και θα σε καθοδηγήσω περί του τι πρέπει να είπης”. 12 Καὶ τώρα λοιπὸν πήγαινε χωρὶς φόβον, καὶ ἐγὼ θὰ ἀνοίξω τὸ στόμα σου καὶ θὰ σὲ διδάξω τί πρέπει να εἰπῇς».
13 καὶ εἶπε Μωυσῆς· δέομαι, Κύριε, προχείρισαι δυνάμενον ἄλλον, ὃν ἀποστελεῖς. 13 Παλιν ο Μωϋσής είπε· “θερμώς σε παρακαλώ, Κυριε, ανάδειξε κάποιον άλλον ικανόν, τον οποίον και να αποστείλης δια το έργον αυτό”. 13 Ὁ Μωϋσῆς ὅμως ᾐσθάνετο τὸν ἑαυτόν του ἀδύνατον καὶ διὰ τοῦτο εἶπε πάλιν: «Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, διάλεξε κάποιον ἄλλον ἰκανώτερον καὶ εἰς αὐτὸν νὰ ἀναθέσῃς αὐτὴν τὴν ἀποστολήν».
14 καὶ θυμωθεὶς ὀργῇ Κύριος ἐπὶ Μωυσῆν εἶπεν· οὐκ ἰδοὺ ᾿Ααρὼν ὁ ἀδελφός σου ὁ Λευΐτης; ἐπίσταμαι ὅτι λαλῶν λαλήσει αὐτός σοι· καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐξελεύσεται εἰς συνάντησίν σοι καὶ ἰδών σε χαρήσεται ἐν ἑαυτῷ. 14 Ωργίσθη ο Θεός εναντίον του Μωϋσέως και του είπεν· “ιδού ο Ααρών ο Λευΐτης δεν είναι αδελφός σου; Σου καθιστώ γνωστόν ότι αυτός αντί σου θα ομιλή. Αυτός θα εξέλθη εις συνάντησίν σου και όταν σε ίδη, θα χαρή με όλην του την καρδιά. 14 Ὠργίσθη τότε πολὺ ὁ Θεὸς ἐναντίον τοῦ Μωϋσέως καὶ εἶπε: «Δὲν ζῇ ὁ Ἀαρών, ὁ ἀδελφός σου ὁ Λευΐτης; Γνωρίζω, ὅτι ἠμπορεῖ νὰ ὁμιλῇ. Θὰ ὁμιλῇ αὐτὸς διὰ λογαριασμὸν ἰδικόν σου. Νά, αὐτὸς τώρα θὰ βγῇ εἰς συνάντησή σου καὶ θὰ χαρῇ πολὺ μέσα του μόλις σὲ ἰδῇ.
15 καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτὸν καὶ δώσεις τὰ ρήματά μου εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ· καὶ ἐγὼ ἀνοίξω τὸ στόμα σου καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ συμβιβάσω ὑμᾶς ἃ ποιήσετε. 15 Συ θα ομιλής προς αυτόν και θα θέτης τα λόγια μου στο στόμα του. Εγώ θα ανοίξω το στόμα σου και το στόμα εκείνου και θα σας καθοδηγήσω εις εκείνα, τα οποία θα κάμετε. 15 Καὶ θὰ ὁμιλῇς σὺ πρὸς αὐτὸν καὶ θὰ βάζῃς εἰς τὸ στόμα του τὰ λόγια μου. Ἐγὼ δὲ θὰ σᾶς καθοδηγῶ. Θὰ ἀνοίξω καὶ τὸ ἰδικόν σου καὶ τὸ ἰδικόν του στόμα καὶ θὰ σᾶς διδάξω ὅσα πρέπει νὰ κάνετε.
16 καὶ αὐτός σοι λαλήσει πρὸς τὸν λαόν, καὶ αὐτὸς ἔσται σου στόμα, σὺ δὲ αὐτῷ ἔσῃ τὰ πρὸς τὸν Θεόν. 16 Αυτός θα ομιλή αντί σου προς τον λαόν, αυτός θα είναι το στόμα σου, συ δε θα είσαι εις αυτόν αντί του Θεού, διότι από εμέ θα λαμβάνης και θα μεταφέρης τας εντολάς. 16 Ὁ ἀδελφός σου θὰ εἶναι βοηθός σου. Θὰ ὁμιλῇ ἐξ ὀνόματός σου εἰς τὸν λαόν. Αὐτὸς θὰ εἶναι τὸ στόμα σου, ἐνῷ σὺ θὰ εἶσαι δι’ αὐτὸν στόμα τοῦ Θεοῦ. Θὰ τοῦ ἀνακοινῶνῃς τὰς ἐντολάς μου καὶ θὰ ὁμιλῇς ἐξ ὀνόματός μου.
17 καὶ τὴν ράβδον ταύτην τὴν στραφεῖσαν εἰς ὄφιν λήψῃ ἐν τῇ χειρί σου, ἐν ᾗ ποιήσεις ἐν αὐτῇ τὰ σημεῖα. 17 Την δε ράβδον αυτήν, η οποία μετεβλήθη εις όφιν, θα πάρης στο χέρι σου, και με αυτήν θα κάμης τα σημεία, που σου είπα”. 17 Πάρε δὲ εἰς τὸ χέρι σου καὶ αὐτὸ τὸ ραβδί, ποὺ ἔγινε προηγουμένως φίδι. Μὲ αὐτὸ θὰ κάμνῃς τὰ θαύματα».
18 ᾿Επορεύθη δὲ Μωυσῆς καὶ ἀπέστρεψε πρὸς ᾿Ιοθὸρ τὸν γαμβρὸν αὐτοῦ καὶ λέγει· πορεύσομαι καὶ ἀποστρέψω πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ καὶ ὄψομαι, εἰ ἔτι ζῶσι. καὶ εἶπεν ᾿Ιοθὸρ Μωυσῇ· βάδιζε ὑγιαίνων. μετὰ δὲ τὰς ἡμέρας τὰς πολλὰς ἐκείνας ἐτελεύτησεν ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου. 18 Υπήκουσεν ο Μωϋσής εις την διαταγήν του Θεού, ανεχώρησεν από εκεί, επέστρεψε προς τον πενθερόν του τον Ιοθόρ και του είπε· “θα υπάγω και θα επανέλθω προς τους αδελφούς μου εις την Αίγυπτον, δια να ίδω, εάν ακόμη ζουν”. Ο Ιοθόρ είπε προς τον Μωϋσήν· “πήγαινε στο καλό». Επειτα από ικανόν χρόνον, απέθανε κατά τας ημέρας εκείνας ο βασιλεύς της Αιγύπτου. 18 Χωρὶς καμμίαν πλέον ἀμφιβολίαν ὁ Μωυσῆς ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ πεθεροῦ του Ἰοθόρ. Καὶ ἐπειδὴ ἦτο ἄνθρωπος ταπεινὸς καὶ συνετός, δὲν τὰ ἐφανέρωσεν ὅλα εἰς τὸν πεθερόν του, ἀλλὰ τοῦ εἶπε: «Θὰ φύγω καὶ θὰ ἐπιστρέψω εἰς τοὺς ἀδελφούς μου ποὺ εἶναι εἰς τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ μάθω ἐὰν ἀκόμη ζοῦν ἢ ὄχι». Καὶ εἶπε χωρὶς καμμίαν ἀντίρρησιν ὁ Ἰοθὸρ εἰς τὸν Μωυσήν: «Πήγαινε εἰς τὸ καλὸ μὲ ὑγείαν». Ἐν τῷ μεταξὺ ἔπειτα ἀπὸ τὸ μεγάλο αὐτὸ χρονικὸν διάστημα ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου.
19 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐν Μαδιάμ· βάδιζε, ἄπελθε εἰς Αἴγυπτον· τεθνήκασι γὰρ πάντες οἱ ζητοῦντές σου τὴν ψυχήν. 19 Είπε δε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν, ο οποίος ευρίσκετο ακόμη εις την Μαδιάμ· “βάδιζε και πήγαινε εις την Αίγυπτον, διότι έχουν πλέον αποθάνει, εκείνοι, οι οποίοι εζητούσαν την ζωήν σου”. 19 Εἶπε λοιπὸν ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν, ἐνῷ εύρίσκετο εἰς τὴν Μαδιάμ: «Προχώρει καὶ πήγαινε εἰς τὴν Αἴγυπτον. Δὲν διατρέχεις κανένα κίνδυνον πλέον, διότι ὅλοι, ὅσοι ἤθελαν νὰ ἐκδικηθοῦν καὶ νὰ σὲ σκοτώσουν, εἶναι νεκροί».
20 ἀναλαβὼν δὲ Μωυσῆς τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδία ἀνεβίβασεν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ὑποζύγια καὶ ἐπέστρεψεν εἰς Αἴγυπτον· ἔλαβε δὲ Μωυσῆς τὴν ράβδον τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ. 20 Παρέλαβεν ο Μωϋσής την γυναίκα και τα παιδιά του, ανεβίβασε τα παιδιά του εις τα υποζύγια και επέστρεψεν εις την Αίγυπτον. Είχε δε στο χέρι του την ράβδον του Θεού. 20 Χωρὶς ἀναβολὴν λοιπὸν ὁ Μωυσῆς, ἐπῆρε τὴν γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του, τὰ ἀνέβασεν εἰς τὰ ὑποζύγια καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Αἴγυπτον. Ἐπῆρε δὲ εἰς τὸ χέρι του καὶ τὸ θαυματουργὸ ραβδὶ τοῦ Θεοῦ.
21 εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· πορευομένου σου καὶ ἀποστρέφοντος εἰς Αἴγυπτον, ὅρα πάντα τὰ τέρατα, ἃ δέδωκα ἐν ταῖς χερσί σου, ποιήσεις αὐτὰ ἐναντίον Φαραώ· ἐγὼ δὲ σκληρυνῶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ, καὶ οὐ μὴ ἐξαποστείλῃ τὸν λαόν. 21 Είπε δε προς τον Μωυσήν ο Θεός· “τώρα, που μεταβαίνεις και επιστρέφεις εις την Αίγυπτον, πρόσεξε, ώστε να κάμης ενώπιον του Φαραώ όλα τα μεγάλα θαύματα, που έδωσα εις τα χέρια σου. Σου προαναγγέλλω όμως ότι εγώ θα αφήσω να σκληρυνθή η καρδία του, ώστε εκείνος να μη συγκατατεθή και αφήση αμέσως ελεύθερον τον λαόν μου. 21 Εἶπεν ἀκόμη ὁ Κύριος εἰς τὸν Μωϋσῆν: «Τώρα ποὺ πηγαίνεις πάλιν πίσω εἰς τὴν Αἴγυπτον πρόσεχε νὰ κάνης ἐμπρὸς εἰς τὸν Φαραὼ ὅλα τὰ μεγάλα θαύματα ποὺ σοῦ ἔχω δώσει τὴν δύναμιν νὰ κάνῃς μὲ τὰ χέρια σου. Σοῦ λέγω ὅμως ἐκ τῶν προτέρων ὅτι, ἐπειδὴ ὁ Φαραὼ δὲν ἔχει καλὴν διάθεσιν, θὰ ἐπιτρέψω νὰ σκληρυνθῇ ἡ καρδία του καὶ δεν θὰ θελήσῃ νὰ ἀφήσῃ τὸν λαὸν νὰ φύγῃ.
22 σὺ δὲ ἐρεῖς τῷ Φαραώ· τάδε λέγει Κύριος· υἱὸς πρωτότοκός μου ᾿Ισραήλ· 22 Αλλά συ θα είπης στον Φαραώ· Αυτά λέγει ο Κυριος προς σέ· ο ισραηλιτικός λαός είναι ο πρωτότοκος υιός μου· 22 Παρ’ ὃλην τὴν σκληρότητά του ὃμως σὺ θὰ μιλήσῃς μὲ θάρρος καὶ θὰ εἴπῃς εἰς τὸν Φαραώ: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ποὺ τὸν ἔχεις δοῦλον σου, εἶναι υἱός μου ἀγαπητός, τόσον ἀγαπητὸς ὅσον εἶναι εἰς τὸν πατέρα ὁ πρωτότοκος υἱός του.
23 εἶπα δέ σοι· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι λατρεύσῃ· εἰ μὲν οὖν μὴ βούλει ἐξαποστεῖλαι αὐτούς, ὅρα οὖν, ἐγὼ ἀποκτενῶ τὸν υἱόν σου τὸν πρωτότοκον. 23 σε διατάσσω, άφησε τον λαόν μου ελεύθερον να αναχωρήση, δια να με λατρεύση εκεί που εγώ θα τον οδηγήσω. Εάν δε και δεν θελήσης να αφήσης αυτούς ελευθέρους, πρόσεξε πολύ, εγώ θα φονεύσω τον πρωτότοκον υιόν σου”. 23 Σοῦ λέγω λοιπὸν νὰ ἀφήσῃς ἐλεύθερον τὸν λαόν μου, νὰ βγῇ εἰς τὴν ἔρημον, διὰ νὰ μὲ λατρεύσῃ. Ἐὰν δὲν θελήσῃς νὰ τοὺς ἀφήσῃς νὰ φύγουν, πρόσεχε, θὰ σὲ τιμωρήσω σκληρά. Θὰ θανατώσω ἐγὼ τὸν ἀγαπητόν σου υἱόν, τὸν πρωτότοκον».
24 ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἐν τῷ καταλύματι συνήντησεν αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου καὶ ἐζήτει αὐτὸν ἀποκτεῖναι. 24 Ενώ ο Μωϋσής εβάδιζε προς την Αίγυπτον, καθ' οδόν, εις κάποιο κατάλυμα, συνήντησεν αυτόν άγγελος Κυρίου και εζήτει να τον θανατώση- διότι το παιδί του ήτο απερίτμητον. 24 Καθὼς λοιπὸν ἐβάδιζεν ὁ Μωϋσῆς πρὸς τὴν Αἴγυπτον ἔμεινεν εἰς κάποιο κατάλυμα καθ’ ὁδόν. Ἐκεῖ τὸν συνήντησεν ἄγγελος τοῦ Κυρίου καὶ ἤθελε νὰ τὸν θανατώσῃ, διότι εἶχε συγκατατεθῇ εἰς τὴν σύζυγόν του καὶ δεν ἐφρόντισε νὰ περιτμηθῇ ὁ υἱός του συμφώνως πρὸς ρητὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ.
25 καὶ λαβοῦσα Σεπφώρα ψῆφον περιέτεμε τὴν ἀκροβυστίαν τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ προσέπεσε πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἔστη τὸ αἷμα τῆς περιτομῆς τοῦ παιδίου μου. 25 Η Σεπφώρα έλαβε τότε μίαν κοπτερήν πέτραν, περιέταμε τον υιόν της, έπεσεν εμπρός εις τα πόδια του αγγέλου και του είπεν· “η περιτομή ετελείωσε, διότι εσταμάτησεν η αιμορραγία από την περιτομήν του παιδιού”. 25 Μόλις ἡ Σεπφώρα εἶδε τὸν κίνδυνον, ποὺ διέτρεχεν ὁ σύζυγός της, συνῃσθάνθη τὸ σφάλμα των, ἐπῆρεν ἀμέσως μίαν κοπτερὴν πέτραν, ἔκανε τὴν περιτομὴν τοῦ υἱοῦ της, ποὺ δὲν εἶχε περιτμηθῇ καὶ κατόπιν ἔπεσεν ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια τοῦ ἀγγέλου καὶ εἶπεν: «Ἐσταμάτησε νὰ τρέχῃ τὸ αἷμα τῆς περιτομῆς τοῦ υἱοῦ μου. Ἔγινε πλέον ἡ περιτομή».
26 καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ, διότι εἶπεν· ἔστη τὸ αἷμα τῆς περιτομῆς τοῦ παιδίου μου. 26 Ο άγγελος του Κυρίου ανεχώρησε, διότι η γυνή του Μωϋσέως του είπεν· Εσταμάτησεν η αιμορροή από την περιτομήν του παιδιού μου, γεγονός το οποίον μαρτυρεί ότι η περιτομή ωλοκληρώθη. 26 Τότε ὁ ἄγγελος ἄφησε ἥσυχον τὸν Μωϋσῆν καὶ ἔφυγε, ἐπειδὴ τὸ εἶπεν ἡ ἰδία ἡ σύζυγός του: «Ἡ περιτομὴ ἔγινε πλέον. Ἐσταμάτησε νὰ τρέχῃ τὸ αἷμα τῆς περιτομῆς τοῦ υἱοῦ μου».
27 Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς ᾿Ααρών· πορεύθητι εἰς συνάντησιν Μωυσῆ εἰς τὴν ἔρημον· καὶ ἐπορεύθη καὶ συνήντησεν αὐτῷ ἐν τῷ ὄρει τοῦ Θεοῦ, καὶ κατεφίλησαν ἀλλήλους. 27 Καθ' ον χρόνον ο Μωϋσής εβάδιζε προς την Αίγυπτον, είπεν ο Κυριος προς τον Ααρών· “πήγαινε να συναντήσης τον Μωϋσήν εις την έρημον”. Επορεύθη ο Ααρών, συνήντησε τον Μωϋσήν στο όρος του Θεού, στο Σινά, και κατεφίλησεν ο ένας τον άλλον. 27 Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Κύριος, ποὺ ρυθμίζει τὰ πάντα, εἶπε πρὸς τὸν Ἄαρων: «Πήγαινε εἰς τὴν ἔρημον, διὰ νὰ συναντήσῃς τὸν Μωϋσῆν». Ὑπήκουσεν ἀμέσως ἐκεῖνος εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου καὶ ἐπῆγε καὶ συνήντησε τὸν Μωϋσῆν εἰς τὸ βουνό, ὅπου ὁ Θεὸς τοῦ ἔκαμε προηγουμένως αἰσθητὴν τὴν παρουσίαν του. Οἱ δύο ἀδελφοὶ συνεκινήθησαν, διότι εἶχαν πολλὰ χρόνια νὰ ἰδωθοῦν καὶ ἐφιλήθησαν μεταξύ των.
28 καὶ ἀνήγγειλε Μωυσῆς τῷ ᾿Ααρὼν πάντας τοὺς λόγους Κυρίου, οὓς ἀπέστειλε, καὶ πάντα τὰ σημεῖα, ἃ ἐνετείλατο αὐτῷ. 28 Ανήγγειλεν ο Μωϋσής στον Ααρών όλα όσα του είχεν είπει ο Κυριος και όλα τα σημεία, τα οποία τον διέταξε να κάμη. 28 Ἔπειτα ὁ Μωϋσῆς ἐνημέρωσε τὸν Ἀαρὼν καὶ τοῦ εἶπεν ὅλα τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἀπέστειλε καθὼς καὶ ὅλα τὰ θαύματα, ποὺ τοῦ παρήγγειλε νὰ κάμῃ.
29 ἐπορεύθη δὲ Μωυσῆς καὶ ᾿Ααρὼν καὶ συνήγαγον τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ. 29 Επορεύθη ο Μωϋσής μαζή με τον Ααρών προς τους Ισραηλίτας, συνεκέντρωσαν την γερουσίαν των Ισραηλιτών, 29 Μαζὶ μὲ τὸν Ἀαρὼν λοιπὸν ὁ Μωυσῆς ἦλθεν εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ συνεκέντρωσαν ἐκεῖ ὅλους τοὺς προεστούς, δηλαδὴ τὴν γερουσίαν τῶν Ἰσραηλιτῶν.
30 καὶ ἐλάλησεν ᾿Ααρὼν πάντα τὰ ρήματα ταῦτα, ἃ ἐλάλησεν ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν, καὶ ἐποίησε τὰ σημεῖα ἐναντίον τοῦ λαοῦ. 30 και ο Ααρών ανεκοίνωσεν εις αυτούς όλα αυτά τα λόγια, τα οποία είπεν ο Θεός προς τον Μωϋσήν, ο δε Μωϋσής έκαμεν ενώπιον του ισραηλιτικού λαού τα σημεία εκείνα. 30 Τότε ὁ Ἀαρὼν ὡμίλησεν ἐκ μέρους τοῦ Μωϋσέως καὶ τοὺς ἀνεκοίνωσεν ὅλα τὰ λόγια ποὺ εἶπεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Μωϋσῆν, ὁ δὲ Μωϋσῆς ἔκανε ἐνώπιον τοῦ Ἑβραϊκοῦ λαοῦ τὰ θαύματα, ποὺ τοῦ εἶπεν ὁ Θεός.
31 καὶ ἐπίστευσεν ὁ λαὸς καὶ ἐχάρη, ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ καὶ ὅτι εἶδεν αὐτῶν τὴν θλίψιν· κύψας δὲ ὁ λαὸς προσεκύνησε. 31 Ο ισραηλιτικός λαός επίστευσεν, εχάρη, διότι ο Θεός είδε τας ταλαιπωρίας των και επεσκέφθη τους Ισραηλίτας. Ολος ο λαός έσκυψε με ευγνωμοσύνην και σεβασμόν και προσεκύνησε τον Θεόν. 31 Καὶ ὁ λαὸς ἐπίστευσεν ἀμέσως καὶ ἐχάρη, διότι ὁ Θεὸς ἐπεσκέφθη τοὺς Ἰσραηλίτας, ἐπειδὴ εἶδε τὴν συμφοράν των καὶ ἐπενέβη ὑπὲρ αὐτῶν. Ἔσκυψε δὲ ὁ λαὸς μὲ εὐγνωμοσύνην καὶ προσεκύνησε μὲ εὐλάβειαν τὸν Θεόν.