Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΞΟΔΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33 (ΛΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· προπορεύου, ἀνάβηθι ἐντεῦθεν σὺ καὶ ὁ λαός σου, οὓς ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου, εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσα τῷ ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ λέγων· τῷ σπέρματι ὑμῶν δώσω αὐτήν. 1 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “προχώρει, ανέβα από εδώ συ και ο λαός σου, τον οποίον έβγαλες από την γην της Αιγύπτου, και βάδιζε δια την χώραν, την οποίαν ωρκίσθην να δώσω στον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ λέγων· Εις τους απογόνους σας θα δώσω αυτήν την χώραν. 1 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Προχώρει! Ἀνέβα ἀπὸ ἐδῶ σὺ καὶ ὁ λαός σου, οἱ Ἰσραηλῖται, ποὺ τοὺς ἔβγαλες ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ βαδίζετε πρὸς τὴν γῆν, διὰ τὴν ὁποίαν ὠρκίσθηκα εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ καὶ εἶπα: «Θὰ δώσω αὐτὴν τὴν γῆν εἰς τοὺς ἀπογόνους σας».
2 καὶ συναποστελῶ τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, καὶ ἐκβαλεῖ τὸν ᾿Αμορραῖον καὶ Χετταῖον καὶ Φερεζαῖον καὶ Γεργεσαῖον καὶ Εὐαῖον καὶ ᾿Ιεβουσαῖον καὶ Χαναναῖον. 2 Μαζή σου, ως οδηγόν σου, θα στείλω τον άγγελόν μου έμπροσθέν σου, ο οποίος θα εκδιώξη τον Αμορραίον, τον Χετταίον, τον Φερεζαίον, τον Γεργεσαίον, τον Ευαίον, τον Ιεβουσαίον και τον Χαναναίον. 2 Θὰ στείλω δὲ μαζί σου, διὰ νὰ προπορεύεται, τὸν ἄγγελόν μου καὶ αὐτὸς θὰ ἐκδιώξῃ τοὺς Ἀμορραίους καὶ Χετταίους καὶ Φερεζαίους καὶ Γεργεσαίους καὶ Εὐαίους καὶ Ἰεβουσαίους καὶ τοὺς Χαναναίους.
3 καὶ εἰσάξω σε εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι· οὐ γὰρ μὴ συναναβῶ μετὰ σοῦ, διὰ τὸ λαὸν σκληροτράχηλόν σε εἶναι, ἵνα μὴ ἐξαναλώσω σε ἐν τῇ ὁδῷ. 3 Θα εισαγάγω και θα εγκαταστήσω σε εις την γην της επαγγελίας, εις χώραν ρέουσαν γάλα και μέλι. Αλλά εγώ δεν θα ανεβώ μαζή σου, ισραηλιτικέ λαέ, διότι είσαι σκληροκάρδιος και ανυπότακτος, δια να μη σε εξολοθρεύσω καθ' οδόν, αν τυχόν και αμαρτήσης απέναντί μου”. 3 Καὶ θὰ σὲ ὁδηγήσω μέσα εἰς μίαν πλουσίαν χώραν, ὅπου τρέχει γάλα καὶ μέλι. Ἐγὼ ὅμως δὲν θὰ ἀνεβῶ μαζί σας πρὸς τὴν Χαναάν, διότι εἶσθε λαὸς σκληροτράχηλος καὶ ἀτίθασος καὶ ὑπάρχει φόβος λόγῳ τῆς συμπεριφορᾶς σας νὰ σᾶς ἐξοντώσω, ἐνῷ θὰ εὑρίσκεσθε καθ' ὁδόν».
4 καὶ ἀκούσας ὁ λαὸς τὸ ρῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο, κατεπένθησεν ἐν πενθικοῖς. 4 Ακούσας ο λαός την βαρείαν αυτήν απόφασιν του Θεού κατελήφθη από πένθος και εφόρεσε τα ενδύματα του πένθους. 4 Ὅταν δὲ ἤκουσεν ὁ λαὸς τὸν πικρὸν αὐτὸν λόγον, ἐλυπήθη πολὺ καὶ ἐφόρεσαν ὅλοι πένθιμα ἐνδύματα.
5 καὶ εἶπε Κύριος τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ· ὑμεῖς λαὸς σκληροτράχηλος· ὁρᾶτε, μὴ πληγὴν ἄλλην ἐπάξω ἐγὼ ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἐξαναλώσω ὑμᾶς. νῦν οὖν ἀφέλεσθε τὰς στολὰς τῶν δοξῶν ὑμῶν καὶ τόν κόσμον, καὶ δείξω σοι ἃ ποιήσω σοι. 5 Οταν επέρασε το πένθος των και εφόρεσαν πάλιν τας λαμπράς στολάς των λησμονήσαντες την αμαρτίαν των, είπεν ο Κυριος προς αυτούς· “σεις είσθε λαός σκληροτράχηλος, προσέχετε, μήπως και αμαρτήσετε πάλιν ενώπιόν μου και επιφέρω εναντίον σας άλλην τιμωρίαν και σας εξολοθρεύσω όλους. Τωρα, λοιπόν, βγάλετε από πάνω σας τας λαμπράς στολάς σας και τα κοσμήματα και θα σας δείξω όσα εγώ θα πράξω προς χάριν σας”. 5 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας: «Σεῖς εἶσθε λαὸς σκληροτράχηλος καὶ ἀτίθασος. Προσέχετε λοιπὸν εἰς τὸ ἑξῆς οὕτως, ὥστε νὰ μὴ σᾶς στείλω ἄλλην τιμωρίαν καὶ σᾶς ἐξοντώσω. Τώρα λοιπὸν βγάλετε ὁριστικῶς ἀπὸ ἐπάνω σας τὰς λαμπρὰς στολάς σας καὶ τὰ κοσμήματα καὶ θὰ σᾶς φανερώσω ὅσα θὰ κάνω διὰ σᾶς».
6 καὶ περιείλαντο οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὸν κόσμον αὐτῶν καὶ τὴν περιστολὴν ἀπὸ τοῦ ὄρους τοῦ Χωρήβ. 6 Οι Ισραηλίται πράγματι εκεί στο όρος Χωρήβ έβγαλαν τα κοσμήματα και τας λαμπράς στολάς των. 6 Καὶ ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην τῆς ἀναχωρήσεώς των ἀπὸ τὸ Χωρὴβ ἔβγαλαν οἱ Ἰσραηλῖται τὰ κοσμήματα καὶ τὰς στολάς των.
7 Καὶ λαβὼν Μωυσῆς τὴν σκηνὴν αὐτοῦ ἔπηξεν ἔξω τῆς παρεμβολῆς, μακρὰν ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἐκλήθη σκηνὴ μαρτυρίου· καὶ ἐγένετο, πᾶς ὁ ζητῶν Κύριον ἐξεπορεύετο εἰς τὴν σκηνὴν τὴν ἔξω τῆς παρεμβολῆς. 7 Ο Μωϋσής επήρε την σκηνήν του και την έστησεν έως και μακράν από την κατασκήνωσιν των Εβραίων, και ωνομάσθη η σκηνή του, σκηνή μαρτυρίου. Καθένας δέ, ο οποίος εζήτει να προσέλθη στον Κυριον, έβγαινε έξω από την κατασκήνωσιν και επήγαινε εις την σκηνήν του Μωϋσέως. 7 Ὁ δὲ Μωυσῆς, ἀφοῦ ἐπῆρε τὴν σκηνήν του, τὴν ἔστησεν ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν μακρυὰ ἀπὸ τὴν κατασκήνωσιν των καὶ ὠνομάσθη ἡ σκηνὴ ἐκείνη σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου. Εἰς τὸ ἑξῆς δὲ ὁποιοσδήποτε ἤθελε νὰ ἀπευθυνθῇ εἰς τὸν Κύριον ἔβγαινε καὶ ἐπήγαινεν εἰς τὴν σκηνήν, ποὺ ἦτο ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον.
8 ἡνίκα δ᾿ ἂν εἰσεπορεύετο Μωυσῆς εἰς τὴν σκηνὴν ἔξω τῆς παρεμβολῆς, εἱστήκει πᾶς ὁ λαὸς σκοπεύοντες ἕκαστος παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ κατενοοῦσαν ἀπιόντος Μωυσῆ ἕως τοῦ εἰσελθεῖν αὐτὸν εἰς τὴν σκηνήν. 8 Οταν ο Μωϋσής εισήρχετο εις την έξω από το στρατόπεδον των Εδραίων σκηνήν του, όλος ο ισραηλιτικός λαός, ο καθένας όρθιος κοντά εις την θύραν της σκηνής του, παρετήρει με σεβασμόν τον Μωϋσήν, καθώς αυτός αναχωρούσεν από το στρατόπεδον, έως ότου εισήρχετο εις την σκηνήν του. 8 Κάθε φορὰ δὲ ποὺ ἐπήγαινεν ὁ Μωυσῆς καὶ εἰσήρχετο εἰς τὴν σκηνήν, ποὺ ἦτο ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον, ἔστεκεν ὅλος ὁ λαός, καθένας κοντὰ εἰς τὴν θύραν τῆς σκηνῆς του καὶ ἔβλεπαν μὲ προσοχὴν καὶ μὲ ἐξεταστικὸν βλέμμα τὸν Μωϋσῆν, καθὼς ἐκεῖνος ἐβάδιζεν, ἕως ὅτου περάσῃ μέσα εἰς τὴν σκηνήν.
9 ὡς δ᾿ ἂν εἰσῆλθε Μωυσῆς εἰς τὴν σκηνήν, κατέβαινεν ὁ στῦλος τῆς νεφέλης, καὶ ἵστατο ἐπὶ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς, καὶ ἐλάλει Μωυσῇ· 9 Οταν δε εισήρχετο ο Μωϋσής εις την σκηνήν, κατέβαινεν ο στύλος της νεφέλης και ίστατο εις την θύραν της σκηνής του, ο δε Θεός ωμίλει εκεί προς τον Μωϋσήν. 9 Καὶ μόλις εἰσήρχετο ὁ Μωυσῆς εἰς τὴν σκηνήν, κατέβαινεν ὁ στῦλος τῆς νεφέλης καὶ ἔστεκεν εἰς τὴν θύραν τῆς σκηνῆς καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Κύριος ὠμιλοῦσε πρὸς τὸν Μωϋσῆν.
10 καὶ ἑώρα πᾶς ὁ λαὸς τὸν στῦλον τῆς νεφέλης ἑστῶτα ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς, καὶ στάντες πᾶς ὁ λαὸς προσεκύνησαν ἕκαστος ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ. 10 Ολος δε ο ισραηλιτικός λαός έβλεπε τον στύλον της νεφέλης να ίσταται εις την θύραν της σκηνής του Μωϋσέως και γεμάτοι σεβασμόν όλοι προσεκύνουν ο καθένας από την θύραν της σκηνής του την νεφέλην αυτήν του Θεού. 10 Ἔβλεπε δὲ ὅλος ὁ λαὸς τὸν στῦλον τῆς νεφέλης νὰ στέκεται εἰς τὴν εἴσοδον τῆς σκηνῆς. Καὶ ἐστάθησαν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται καὶ προσεκύνησάν με εὐλάβειαν καθένας ἀπὸ τὴν εἴσοδον τῆς σκηνῆς του.
11 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ὡς εἴ τις λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον. καὶ ἀπελύετο εἰς τὴν παρεμβολήν, ὁ δὲ θεράπων ᾿Ιησοῦς υἱὸς Ναυῆ νέος οὐκ ἐξεπορεύετο ἐκ τῆς σκηνῆς. 11 Εκεί ωμίληοεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν κατά τρόπον προσωπικόν και οικείον, όπως ομιλεί κανείς προς τον φίλον του. Οταν ο Μωϋσής, αναχωρών από την σκηνήν του, επεσκέπτετο το στρατόπεδον, ο Ιησούς, ο υιός του Ναυή, νέος που τον υπηρέτει, δεν εξήρχετο από την σκηνήν, αλλά έμενε μέσα εις αυτήν. 11 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν μὲ οἰκειότητα, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ὅπως θὰ ὡμιλοῦσε κάποιος πρὸς τὸν φίλον του. Μετὰ δὲ τὴν συνομιλίαν ὁ Μωϋσῆς ἐπέστρεφεν εἰς τὸ στρατόπεδον. Ὁ δὲ νεαρὸς βοηθός του, ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, δεν ἔβγαινε καὶ δὲν ἀπεμακρύνετο ἀπὸ τὴν σκηνήν.
12 Καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Κύριον· ἰδοὺ σύ μοι λέγεις· ἀνάγαγε τὸν λαὸν τοῦτον, σὺ δὲ οὐκ ἐδήλωσάς μοι, ὃν συναποστελεῖς μετ᾿ ἐμοῦ· σὺ δέ μοι εἶπας· οἶδά σε παρὰ πάντας, καὶ χάριν ἔχεις παρ᾿ ἐμοί. 12 Είπε δε ο Μωϋσής προς τον Κυριον· “ιδού, συ μου λέγεις· Οδήγησε τον λαόν αυτόν. Αλλά συ δεν μου εφανέρωσες, ποίος είναι εκείνος, τον οποίον θα αποστείλης μαζή μου. Συ μου είπες· Γνωρίζω ότι συ είσαι από όλους τους ανθρώπους ο πλέον εκλεκτός και δι' αυτό έχεις την αγάπην μου και την εύνοιάν μου. 12 Καὶ εἶπεν ὁ Μωϋσῆς πρὸς τὸν Κύριον. «Νά, σὺ μοῦ λέγεις· ὁδήγησε τὸν λαὸν αὐτόν! Δὲν μοῦ ἐφανέρωσες ὅμως αὐτόν, ποὺ θὰ στείλῃς μαζί μου σὰν ὁδηγόν. Μοῦ εἶπες δὲ καὶ τὸ ἑξῆς: Σὲ γνωρίζω καὶ σὲ θεωρῷ ὡς πιστόν μου ἄνθρωπον καλύτερον ἀπὸ κάθε ἄλλον καὶ σὲ ἐκτιμῶ καὶ σὲ ἀγαπῶ ἰδιαιτέρως.
13 εἰ οὖν εὕρηκα χάριν ἐναντίον σου, ἐμφάνισόν μοι σεαυτὸν γνωστῶς, ἵνα ἴδω σε, ὅπως ἂν ὦ εὑρηκὼς χάριν ἐναντίον σου, καὶ ἵνα γνῶ ὅτι λαός σου τὸ ἔθνος τὸ μέγα τοῦτο. 13 Εάν λοιπόν ευρήκα χάριν ενώπιόν σου, φανέρωσε εις εμέ τον εαυτόν σου κατά ένα τρόπον αισθητόν, δια να σε ίδω με τα ίδια μου τα μάτια και έτσι να πεισθώ ότι έχω εύρει χάριν ενώπιόν σου και ότι το μέγα τούτο έθνος είναι λαός ιδικός σου”. 13 Ἐὰν λοιπὸν εὑρῆκα ἰδιαιτέραν χάριν ἐνώπιόν σου καὶ μὲ συμπαθῇς, φανέρωσε τὸν ἑαυτόν σου εἰς ἐμέ μὲ τρόπον σαφῆ καὶ καταληπτόν, διὰ νὰ σὲ ἴδω καὶ νὰ βεβαιωθῶ ὅτι πράγματι ἔχω εὐρεῖ χάριν ἐνώπιόν σου καὶ διὰ νὰ καταλάβω ὅτι τὸ μέγα αὐτὸ ἔθνος τῶν Ἰσραηλιτῶν εἶναι πράγματι ἐκλεκτὸς λαός σου».
14 καὶ λέγει· αὐτὸς προπορεύσομαί σου καὶ καταπαύσω σε. 14 Ο Κυριος του απήντησεν· “εγώ θα προπορευθώ ως οδηγός, θα σε οδηγήσω και θα σε αναπαύσω εις την γην της επαγγελίας”. 14 Καὶ ἀπαντᾷ ὁ Θεὸς πρὸς αὐτόν: «Ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ προχωρῶ πρὶν ἀπὸ σὲ καὶ θὰ σοῦ χαρίσω ἀναψυχήν».
15 καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· εἰ μὴ αὐτὸς σὺ συμπορεύῃ, μή με ἀναγάγῃς ἐντεῦθεν· 15 Είπεν ο Μωϋσής προς τον Θεόν· “εάν συ ο ίδιος δεν συμπορευθής μαζή μου, μη με μετακινήσης από εδώ. 15 Ὁ δὲ Μωϋσῆς λέγει πρὸς τὸν Θεόν: «Ἐὰν δὲν πρόκειται νὰ προχωρῇς σὺ ὁ ἴδιος μαζί μου, τότε νὰ μὴ μὲ μετακινήσῃς ἀπὸ ἐδῶ.
16 καὶ πῶς γνωστὸν ἔσται ἀληθῶς, ὅτι εὕρηκα χάριν παρὰ σοί, ἐγώ τε καὶ ὁ λαός σου, ἀλλ᾿ ἢ συμπορευομένου σου μεθ᾿ ἡμῶν; καὶ ἐνδοξασθήσομαι ἐγώ τε καὶ ὁ λαός σου παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, ὅσα ἐπὶ τῆς γῆς ἐστι. 16 Πως δε θα μάθω και θα πεισθώ απολύτως ότι εγώ και ο λαός σου έχομεν εύρει χάριν ενώπιόν σου, παρά μόνον όταν συ συμπορεύεσαι μαζή μας; Τοτε θα δοξασθώ εγώ και ο λαός σου περισσότερον από όλα τα έθνη, που υπάρχουν επί της γης”. 16 Διότι μὲ ποῖον ἄλλον τρόπον θὰ καταλάβω ὅτι ἔχω εὕρει χάριν ἐνώπιόν σου καὶ συμπαθεῖς καὶ ἐμὲ καὶ τὸν λαόν σου, παρὰ μὲ τὸ νὰ προχωρῇς καὶ σὺ μαζί μας; Καὶ ἔτσι θὰ δοξασθῶ καὶ ἐγὼ καὶ ὁ λαός σου περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ἔθνη, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὴν γῆν».
17 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· καὶ τοῦτόν σοι τὸν λόγον, ὃν εἴρηκας, ποιήσω· εὕρηκας γὰρ χάριν ἐνώπιον ἐμοῦ, καὶ οἶδά σε παρὰ πάντας. 17 Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “και αυτό το αίτημά σου, το οποίον μου είπες, θα το πραγματοποιήσω. Θα συμπορευθώ μαζή σας, διότι έχεις εύρει χάριν ενώπιόν μου και σε γνωρίζω ως εκλεκτόν και άξιον της αγάπης μου περισσότερον από κάθε άλλον”. 17 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Καὶ αὐτὴν τὴν ἐπιθυμίαν, ποὺ ἐξέφρασες, θὰ σοῦ τὴν ἐκπληρώσω. Διότι ἔχεις εὕρει χάριν ἐνώπιόν μου καὶ σὲ ἐκτιμῶ ἰδιαιτέρως περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον».
18 καὶ λέγει· ἐμφάνισόν μοι σεαυτόν, 18 Τοτε ο Μωϋσής του είπε· “δείξε εις εμέ τον εαυτόν σου”. 18 Καὶ λέγει πάλιν ὁ Μωϋσῆς: «Φανέρωσε τὸν ἑαυτόν σου εἰς ἐμέ».
19 καὶ εἶπεν· ἐγὼ παρελεύσομαι πρότερός σου τῇ δόξῃ μου καὶ καλέσω τῷ ὀνόματί μου, Κύριος ἐναντίον σου· καὶ ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω ὃν ἂν οἰκτείρω. 19 Ο Κυριος απήντησεν· “εγώ θα διέλθω και θα προχωρήσω εμπρός από σε με την θείαν δόξαν μου, θα αναγγείλω και θα ακούσης το όνομά μου “Κυριος είναι ενώπιόν σου”. Εγώ ελεώ εκείνον τον οποίον θέλω να ελεήσω, λυπούμαι και συμπαθώ εκείνον που θέλω να συμπαθήσω, χωρίς κανείς να με υποχρεώνη προς τούτο”. 19 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός: «Θὰ περάσω ἐγὼ πρὶν ἀπὸ σὲ μὲ τὴν λάμψιν τῆς δόξης μου καὶ θὰ ἀναγγείλω τὸ ὄνομά μου: «Ὁ Κύριος εἶναι ἐμπρός σου». Καὶ θὰ ἐλεήσω ἐγὼ αὐτόν, ποὺ κρίνω ἄξιον τοῦ ἐλέους μου καὶ θὰ εὐσπλαγχνισθῶ αὐτόν, ποὺ θεωρῶ ἄξιον τῆς εὐσπλαγχνίας μου».
20 καὶ εἶπεν· οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου· οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται. 20 Και ο Θεός εξηκολούθησε· “δεν θα ημπορέσης να ίδης το πρόσωπόν μου· διότι κανείς άνθρωπος δεν ημπορεί να με αντικρύση εις όλην μου την δόξαν και να ζήση”. 20 Καὶ εἶπεν ἐπίσης ὁ Θεός:»Δεν θὰ ἠμπορέσῃς νὰ ἰδῇς τὸ πρόσωπόν μου. Διότι δεν εἶναι δυνατὸν νὰ ἰδῇ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ νὰ ζήσῃ».
21 καὶ εἶπε Κύριος· ἰδοὺ τόπος παρ᾿ ἐμοί, στήσῃ ἐπὶ τῆς πέτρας· 21 Και συνέχισεν ο Κυριος· “ιδού τόπος εδώ πλησίον. Στάσου όρθιος επάνω εις αυτόν τον βράχον. 21 Καὶ εἶπε πάλιν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωϋσῆν: «Βλέπεις αὐτὸν τὸν τόπον ἐδῶ κοντά μου; Στάσου λοιπὸν εἰς αὐτὸν τὸν βράχον.
22 ἡνίκα δ᾿ ἂν παρέλθῃ ἡ δόξα μου, καὶ θήσω σε εἰς ὀπὴν τῆς πέτρας καὶ σκεπάσω τῇ χειρί μου ἐπὶ σέ, ἕως ἂν παρέλθω· 22 Οταν διέρχεται η θεία μου δόξα, θα σε θέσω εις την οπήν του βράχου, θα σκεπάσω με το χέρι μου το πρόσωπόν σου, έως ότου περάσω. 22 Καὶ ὅταν θὰ περάσῃ ἡ λάμψις τῆς δόξης μου,θὰ σὲ βάλω μέσα εἰς μίαν σχισμὴν (τρῦπαν) τοῦ βράχου καὶ θὰ σὲ σκεπάσω μὲ τὸ χέρι μου, μέχρι νὰ περάσω.
23 καὶ ἀφελῶ τὴν χεῖρα, καὶ τότε ὄψει τὰ ὀπίσω μου, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ ὀφθήσεταί σοι. 23 Θα αφαιρέσω το χέρι μου από το πρόσωπόν σου και θα με ίδης εκ των όπισθεν, αλλά το πρόσωπόν μου δεν θα το ίδης”. 23 Καὶ θὰ σηκώσω κατόπιν τὸ χέρι μου καὶ τότε θὰ ἰδῇς τὰ νῶτα μου. Δὲν πρόκειται ὅμως νὰ ἰδῇς τὸ πρόσωπόν μου».