Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΕΞΟΔΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 (ΚΒ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΑΝ δέ τις κλέψῃ μόσχον ἢ πρόβατον καὶ σφάξῃ ἢ ἀποδῶται, πέντε μόσχους ἀποτίσει ἀντὶ τοῦ μόσχου καὶ τέσσαρα πρόβατα ἀντὶ τοῦ προβάτου. 1 Εάν κανείς κλέψη μοσχάρι η πρόβατον και το σφάξη, δια να το φάγη η το πωλήση, θα πληρώση πέντε μόσχους αντί του ενός και τέσσαρα πρόβατα αντί του ενός προβάτου. 1 Εὰν δὲ κάποιος κλέψῃ μοσχάρι ἢ πρόβατον καὶ τὸ σφάξῃ ἢ τὸ πωλήσῃ, θὰ πληρώσῃ σὰν ἀποζημίωσιν πέντε μοσχάρια ἀντὶ τοῦ ἑνὸς ποὺ ἔκλεψε, καὶ τέσσερα πρόβατα ἀντὶ τοῦ ἑνὸς προβάτου, ποὺ εἶχε κλέψει.
2 ἐὰν δὲ ἐν τῷ διορύγματι εὑρεθῇ ὁ κλέπτης καὶ πληγεὶς ἀποθάνῃ, οὐκ ἔστιν αὐτῷ φόνος· 2 Εάν δε ο κλέπτης γίνη αντιληπτός την ώραν, που επιχειρεί την διάρρηξιν, και κτυπηθείς αποθάνη, δεν θα καταλογισθή ενοχή φόνου στον φονέα. 2 Καὶ ἐὰν γίνῃ ἀντιληπτὸς ὁ κλέπτῃς κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς διαρρήξεως μέσα εἰς τὸ σκοτάδι καὶ κτυπηθῇ θανάσιμα, τότε αὐτὸς ποὺ τὸν ἐσκότωσε δὲν θὰ θεωρῆται φονεύς.
3 ἐὰν δὲ ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος ἐπ᾿ αὐτῷ, ἔνοχός ἐστιν, ἀνταποθανεῖται. ἐὰν δὲ μὴ ὑπάρχῃ αὐτῷ, πραθήτω ἀντὶ τοῦ κλέμματος. 3 Εάν όμως φονεύση κανείς τον νυκτερινόν κλέπτην μετά την ανατολήν του ηλίου, ο φονεύς είναι ένοχος και θα καταδικασθή εις θάνατον. Εάν ο κλέπτης δεν έχη να πληρώση την επιβληθείσαν ποινήν, να πωληθή ως δούλος, δια να πληρώση το κλοπιμαίον. 3 Ἐὰν ὅμως φονεύσῃ τὸν κλέπτην μετὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, τότε εἶναι φονεὺς καὶ ἀντὶ τοῦ φόνου, ποὺ διέπραξε, πρέπει νὰ θανατωθῇ καὶ ὁ ἴδιος. Ὁ κλέπτῃς πρέπει νὰ καταβάλῃ τὴν ἀποζημίωσιν, ποὺ ὡρίσθη προηγουμένως. Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχῃ αὐτὴν τὴν δυνατότητα, πρέπει νὰ πωληθῇ ὁ ἴδιος σὰν δοῦλος εἰς ἀντικατάστασιν αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον ἔκλεψε.
4 ἐὰν δὲ καταληφθῇ καὶ εὑρεθῇ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὸ κλέμμα ἀπό τε ὄνου ἕως προβάτου ζῶντα, διπλᾶ αὐτὰ ἀποτίσει. 4 Εάν ο κλέπτης συλληφθή και ευρεθή εις την κατοχήν του το κλεμμένον ζώον, από όνου μέχρι προβάτου, θα πληρώση στο διπλούν αυτά που έκλεψε. 4 Ἐὰν ὄμως, ὅταν συλληφθῇ ὁ κλέπτῃς, εὑρεθοῦν ζωντανὰ ὑπὸ τὴν κατοχήν του ὅσα ἔκλεψε, ἀπὸ ὄνου καὶ ἕως προβάτου, τότε δὲν θὰ πληρώσῃ εἰς τὸ πενταπλάσιον ἢ τετραπλάσιον, ἀλλὰ εἰς τὸ διτιλάσιον τὴν ἀξίας τοῦ κάθε ζώου, ποὺ ἔκλεψε.
5 ἐὰν δὲ καταβοσκήσῃ τις ἀγρὸν ἢ ἀμπελῶνα καὶ ἀφῇ τὸ κτῆνος αὐτοῦ καταβοσκῆσαι ἀγρὸν ἕτερον, ἀποτίσει ἐκ τοῦ ἀγροῦ αὐτοῦ κατὰ τὸ γέννημα αὐτοῦ· ἐὰν δὲ πάντα τὸν ἀγρὸν καταβοσκήσῃ, τὰ βέλτιστα τοῦ ἀγροῦ αὐτοῦ καὶ τὰ βέλτιστα τοῦ ἀμπελῶνος αὐτοῦ ἀποτίσει. 5 Εάν κανείς βόσκη το ζώον του στον αγρόν η την άμπελόν του και το αφήση να βοσκήση άλλον αγρόν, θα πληρώση από τον ιδικόν του αγρόν την ζημία, την οποίαν έχει προκαλέσει στον άλλον. Εάν δε βοσκήση και καταστρέψη όλον τον αγρόν, θα καταβάλη ως αποζημίωσιν τα καλύτερα προϊόντα του αγρού του και του αμπελώνας του. 5 Ἐὰν δὲ κάποιος βόσκῃ τὸ ζῶον του εἰς τὸ χωράφι ἢ τὸ ἀμπέλί του καὶ τὸ ἀφήσῃ νὰ βοσκήσῃ εἰς ξένον χωράφι, θὰ πληρώσῃ ἀποζημίωσιν ἀπὸ τὸ χωράφι του ἀναλόγως πρὸς τὸ εἰσόδημά του καὶ τὴν ζημίαν ποὺ προεκλήθη. Ἐὰν δὲ ἀφήσῃ τὸ ζῶον του νὰ βοσκήσῃ ὅλο τὸ ξένον χωράφι, πρέπει νὰ πληρώσῃ ἀποζημίωσιν, μὲ τὸ νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν ἄλλον τὰ καλύτερα προϊόντα ἀπὸ τὸ χωράφι ἢ ἀπὸ τὸ ἀμπέλι του.
6 ἐὰν δὲ ἐξελθὸν πῦρ εὕρῃ ἀκάνθας καὶ προσεμπρήσῃ ἅλωνα ἢ στάχυς ἢ πεδίον, ἀποτίσει ὁ τὸ πῦρ ἐκκαύσας. 6 Εάν κανείς ανάψη φωτιά, αυτή δε επεκταθή εις ακάνθας και γίνη πυρκαϊά και καταστρέψη αλώνι η χωράφι με στάχεις η πεδιάδα, θα πληρώση πρόστιμον αυτός που ήναψε την φωτιάν. 6 Καὶ ἐὰν κάποιος ἀνάψῃ φωτιὰν καὶ αὐτὴ ἀπλωθῃ καὶ εὕρῃ ἀγκάθια καὶ μεγαλώσ καὶ καύσῃ θημωνιὲς εἰς ξένον ἀλῶνι, ἢ ἀνεπτυγμένα σιτηρὰ ἢ καὶ μόνον τὸ χωράφι, θὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν ζημίαν αὐτός, ποὺ ἔβαλε τὴν φωτιάν.
7 ἐὰν δέ τις δῷ τῷ πλησίον ἀργύριον ἢ σκεύη φυλάξαι, καὶ κλαπῇ ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν εὑρεθῇ ὁ κλέψας, ἀποτίσει τὸ διπλοῦν· 7 Εάν κανείς δώση στον πλησίον του χρήματα η σκεύη προς φύλαξιν, και κλαπούν από την οικίαν του ανθρώπου αυτού, εάν ο κλέπτης συλληφθή θα καταβάλη εκείνος στον ιδιοκτήτην τα διπλάσια 7 Ἐὰν δὲ κάποιος δώσῃ εἰς ἕνα γνωστόν του χρήματα ἢ διάφορα σκεύη, διὰ νὰ τοῦ τὰ διαφυλάξῃ καὶ κλαποῦν αὐτὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, τότε ἐὰν μὲν εὑρεθῇ ὁ κλέπτῃς, θὰ πληρώσῃ ὁ ἴδιος κλέπτῃς ὡς ἀποζημίσιν ποσὸν διπλάσιον τῆς ἀξίας ἐκείνου ποὺ ἔκλεψεν.
8 ἐὰν δὲ μὴ εὑρεθῇ ὁ κλέψας, προσελεύσεται ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὀμεῖται ἦ μὴν μὴ αὐτὸν πεπονηρεῦσθαι ἐφ᾿ ὅλης τῆς παρακαταθήκης τοῦ πλησίον. 8 Εάν όμως δεν ευρεθή ο κλέπτης, θα παρουσιασθή ο κύριος της οικίας ενώπιον του υπό του Θεού ορισθέντος δικαστηρίου και θα ορκισθή ότι ουδέποτε εσκέφθη κάτι πονηρόν, δεν εσκέφθη ποτέ να καταχρασθή την κατάθεσιν του πλησίον. 8 Ἐὰν ὅμως δὲν εὑρεθῇ ὁ κλέπτῃς, πρέπει ὁ οἰκοδεσπότης ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχαν δοθῇ πρὸς φύλαξιν τὰ χρήματα ἢ τὰ σκεύη, νὰ παρουσιασθῇ ἐνώπιον τῶν Κριτῶν, ποὺ ὥρισεν ὁ Θεὸς καὶ ἐκεῖ,ἐνώπιον τοῦ τόπου τῆς λατρείας, νὰ ὁρκισθῇ ὅτι δὲν τοῦ ἐπέρασε καμμία πονηρὰ ἐπιθυμία διὰ κάθε ἀγαθόν, ποὺ τοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ γνωστός του.
9 κατὰ πᾶν ρητὸν ἀδίκημα, περί τε μόσχου καὶ ὑποζυγίου καὶ προβάτου καὶ ἱματίου καὶ πάσης ἀπωλείας τῆς ἐγκαλουμένης, ὅ,τι οὖν ἂν ᾖ, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐλεύσεται ἡ κρίσις ἀμφοτέρων, καὶ ὁ ἁλοὺς διὰ τοῦ Θεοῦ ἀποτίσει διπλοῦν τῷ πλησίον· 9 Αυτό θα γίνεται δια κάθε αδίκημα, είτε το κλαπέν είναι μόσχος η υποζύγιον η πρόβατον η ιμάτιον, δια κάθε καταγγελλομένην απώλειαν, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή, ενώπιον του Θεού θα γίνη η κρίσις των αντιδίκων. Εάν από το δικαστήριον ευρεθή ένοχος κατακρατήσεως ξένης περιουσίας εκείνος στον οποίον είχε γίνει η κατάθεσις, θα καταδικασθή να πληρώση στον πλησίον του διπλασίαν την αξίαν του απολεσθέντος. 9 Δι' ὁποιοδήποτε συγκεκριμένον παράπτωμα ποὺ θὰ καταγγελθῇ ἁρμοδίως, εἴτε πρόκειται διὰ μοσχάρι, ἢ δι' ὄνον, ἢ διὰ πρόβατον, ἢ δι' ἔνδυμα, ἢ διὰ κάθε ἀπώλειαν, ὁποιαδήποτε καὶ ἐὰν εἶναι ατή, πρέπει τελικῶς νὰ φθάσῃ ἡ κρίσις τῶν δύο ἀντιδίκων ἐνώπιον τοῦ κριτηρίου, ποὺ ὥρισεν ὁ Θεός. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀποδειχθῇ ἔνοχος ἀπὸ τὸ κριτήριον τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ πληρώσῃ διπλασίαν ἀποζημίωσιν εἰς τὸν συνάνθρωπόν του, τὸν ὁποῖον ἐζημίωσεν.
10 ἐὰν δέ τις δῷ τῷ πλησίον ὑποζύγιον ἢ μόσχον ἢ πρόβατον ἢ πᾶν κτῆνος φυλάξαι, καὶ συντριβῇ ἢ τελευτήσῃ ἢ αἰχμάλωτον γένηται, καὶ μηδεὶς γνῷ, 10 Εάν κανείς δώση στον πλησίον του προς φύλαξιν υποζύγιον η μοσχάρι η πρόβατον η οιονδήποτε άλλο κατοικίδιον ζώον, και συμβή ώστε αυτό να πάθη κάταγμα η να αποθάνη η να κλαπή και δεν υπάρχη κανείς μάρτυς να επιβεβαίωση τούτο, 10 Ἐὰν δὲ κάποιος δώσῃ εἰς τὸν συνάνθρωπόν του πρὸς φύλαξιν ὄνον ἢ μοσχάρι ἢ πρόβατον ἢ ὁποιοδηήποτε ζῶον καὶ συμβῇ ὥστε τὸ ζῶον αὐτὸ νὰ πάθῃ ἕνα κάταγμα, ἢ νὰ ψοφήσῃ, ἢ νὰ ἁρπαγῇ καὶ νὰ μεταφερθῇ εἰς ἄλλον τόπον καὶ δὲν ὑπάρχῃ κάποιος αὐτόπτης μάρτυς ποὺ νὰ βεβαιώσῃ τὶ ἀκριβῶς συνέβη,
11 ὅρκος ἔσται τοῦ Θεοῦ ἀνὰ μέσον ἀμφοτέρων, ἦ μὴν μὴ αὐτὸν πεπονηρεῦσθαι καθόλου τῆς παρακαταθήκης τοῦ πλησίον· καὶ οὕτως προσδέξεται ὁ κύριος αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἀποτίσει. 11 θα γίνη ενώπιον του δικαστηρίου του Θεού όρκος από τον λαβόντα προς φύλαξιν το απολεσθέν ζώον, ότι ποτέ δεν είχε σκεφθή κάτι το πονηρόν εις βάρος της εμπιστευθείσης εις αυτόν καταθέσεως. Η ένορκος αυτή διαβεβαίωσις πρέπει να γίνη δεκτή και θα απαλλαγή πάσης αποζημιώσεως ο ορκισθείς. 11 τότε πρέπει νὰ δοθῇ ὅρκος ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ ἀπὸ αὐτόν, ποὺ ἐδέχθη πρὸς φύλαξιν τὸ ζῶον τοῦ ἄλλου, ὅτι δὲν ἐσκέφθη τίποτε πονηρὸν εἰς βάρος τῆς περιουσίας, ποὺ τοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ συνάνθρωπός του. Καὶ ἔτσι θὰ συμφωνήσῃ ὁ ἰδιοκτήτης καὶ δεν θὰ πληρώσῃ ὁ ἄλλος καμμίαν ἀποζημίωσιν.
12 ἐὰν δὲ κλαπῇ παρ᾿ αὐτοῦ, ἀποτίσει τῷ κυρίῳ. 12 Εάν όμως αποδειχθή ότι ο φύλαξ του ζώου το έκλεψε, θα πληρώση στον κύριον του ζώου αποζημίωσιν. 12 Ἐὰν ὅμως ἀποδειχθῇ κλέπτης αὐτός, ποὺ ἀνέλαβε τὴν φύλαξιν, πρέπει νὰ πληρώσῃ ἀποζημίωσιν εἰς τὸν ἰδιοκτήτην.
13 ἐὰν δὲ θηριάλωτον γένηται, ἄξει αὐτὸν ἐπὶ τὴν θήραν καὶ οὐκ ἀποτίσει. 13 Εάν το παραδοθέν προς φάλαξιν ζώον κατασπαραχθή υπό θηρίου, θα οδηγήση ο φύλαξ τον κύριον του ζώου εκεί, όπου αυτό είχε φαγωθή από το θηρίον, και δεν θα πληρώση αποζημίωσιν. 13 Ἐὰν δὲ τὸ ζῶον ποὺ κάποιος ἀνέλαβε νὰ τὸ φυλάξῃ φαγωθῇ ἀπὸ ἄγρια θηρία, πρέπει ἐκεῖνος ποὺ ἀνέλαβε τὴν φύλαξιν νὰ ὁδηγήσῃ τὸν ἰδιοκτήτην τοῦ ζώου εἰς τὸν τόπον, ὅπου κατεσπαράχθη, διὰ νὰ βεβαιωθῇ ὁ ἴδιος μὲ τὰ μάτια του καὶ ἔτσι δὲν θὰ τοῦ πληρώσῃ καμμίαν ἀποζημίωσιν.
14 ἐὰν δὲ αἰτήσῃ τις παρὰ τοῦ πλησίον, καὶ συντριβῇ ἢ ἀποθάνῃ ἢ αἰχμάλωτον γένηται, ὁ δὲ κύριος μὴ ᾖ μετ᾿ αὐτοῦ, ἀποτίσει· 14 Εάν ζητήση κανείς και πάρη από τον πλησίον σκεύος η ζώον και συμβή ώστε το σκεύος να συντριβή η το ζώον να αποθάνη η κλαπή, αν ο δανεισθείς δεν ευρίσκετο εις την περιοχήν εκείνην, θα πληρώση αποζημίωσιν. 14 Ἐὰν δὲ κάποιος ζητήσῃ δανεικὸν ἀπὸ τὸν συνάνθρωπόν του ἕνα ζῶον καὶ αὐτὸ πάθη κάποιο κάταγμα, ἢ ψοφήση, ἢ ἁρπαγῇ καὶ μεταφερθῇ εἰς ἄλλον τόπον, καθ' ἣν στιγμὴν δὲν ἦτο παρὼν αὐτός, ποὺ τὸ εἶχε λάββει ὑπὸ τὴν κυριότητά του, πρέπει νὰ πληρώσῃ ἀποζημίωσιν, διότι ἔδειξεν ἀδιαφορίαν διὰ τὴν ξένην ἰδιοκτησίαν.
15 ἐὰν δὲ ὁ κύριος ᾖ μετ᾿ αὐτοῦ, οὐκ ἀποτίσει· ἐὰν δὲ μισθωτὸς ᾖ, ἔσται αὐτῷ ἀντὶ τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ. 15 Εάν όμως ο δανεισθείς ήτο πλησίον των δανεισθέντων και αυτά χαθούν, δεν θα πληρώση αποζημίωσιν. Εάν ο λαβών ήτο ημερομίσθιος εργάτης, θα κρατηθή ο μισθός αυτού ως αποζημίωσις δια το απολεσθέν αντικείμενον. 15 Ἐὰν ὅμως ἦτο παρών αὐτός, ποὺ τὸ εἶχεν ὑπὸ τὴν κυριότητά του καὶ ἐν τούτοις συνέβη τὸ ἀτύχημα εἰς τὸ ζῶον ποὺ ἐδανείσθη, δὲν πρέπει νὰ πληρώσῃ ἀποζημίωσιν. Καὶ ἐὰν αὐτὸς ποὺ ἐδανείσθη εἶναι μισθωτὸς ἐργάτης, πρέπει νὰ ὑπολογισθῇ ἡ ζημία εἰς τὸν μισθόν του,
16 ᾿Εὰν δὲ ἀπατήσῃ τις παρθένον ἀμνήστευτον καὶ κοιμηθῇ μετ᾿ αὐτῆς, φερνῇ φερνιεῖ αὐτὴν αὐτῷ γυναῖκα. 16 Εάν κανείς απατήση παρθένον, η οποία δεν έχει μνηστευθή και κοιμηθή με αυτήν, θα καταβάλη την προίκα της στον πατέρα της και θα την νυμφευθή. 16 Ἐὰν δὲ κάποιος ἐξαπατήσῃ μίαν παρθένον κόρην ἡ ὁποία δὲν ἔχει μνηστευθῇ,καὶ ἐλθῃ εἰς γενετήσιον σχέσιν μαζί της, πρέπει νὰ πληρώσῃ ὁ ἴδιος ὅσα χρειάζονται διὰ τὴν προῖκα τῆς νύφης καὶ νὰ τὴν νυμφευθῇ.
17 ἐὰν δὲ ἀνανεύων ἀνανεύσῃ καὶ μὴ βούληται ὁ πατὴρ αὐτῆς δοῦναι αὐτὴν αὐτῷ γυναῖκα, ἀργύριον ἀποτίσει τῷ πατρὶ καθ᾿ ὅσον ἐστὶν ἡ φερνὴ τῶν παρθένων. 17 Εάν όμως ο πατήρ επιμόνως αρνήται και δεν συγκατατίθεται να δώση την θυγατέρα του εις εκείνον γυναίκα, εκείνος θα καταβάλη στον πατέρα την κανονικήν προίκα των παρθένων. 17 Ἐὰν ὅμως ὁ πατέρας της δὲν δεχθῇ ἐπ' οὐδενὶ λόγῳ νὰ τοῦ δώσῃ τὴν κόρην του ὡς σύζυγον, πρέπει αὐτός, ποὺ τὴν ἐξηπάτησε, να καταβάλῃ εἰς τὸν πατέρα της χρηματικὸν ποσὸν ἀνάλογον πρὸς τὴν προῖκα τῶν παρθένων.
18 φαρμακοὺς οὐ περιποιήσετε. 18 Μαγους δεν θα αφήσετε να ζουν. 18 Δὲν πρέπει να τιμᾶτε καὶ νὰ ἀφήνετε νὰ ὑπάρχουν μεταξύ σας μάγοι.
19 πᾶν κοιμώμενον μετὰ κτήνους, θανάτῳ ἀποκτενεῖτε αὐτούς. 19 Καθε κτηνοβάτην θα τον τιμωρήτε με θάνατον. 19 Νὰ σκοτώνετε κάθε κτηνοβάτην, ποὺ ἁμαρτάνει μὲ ζῶα.
20 ὁ θυσιάζων θεοῖς θανάτῳ ἐξολοθρευθήσεται, πλὴν Κυρίῳ μόνῳ. 20 Εκείνος που προσφέρει θυσίαν εις τα είδωλα, θα καταδικάζεται, και θα εξολοθρεύεται δια θανάτου. Μονον στον Κυριον θα προσφέρετε θυσίας. 20 Ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει θυσίας εἰς ψευδεῖς θεούς πλὴν μόνον τοῦ Κυρίου, πρέπει να θανατώνεται καὶ νὰ ἑξαφανίζεται ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς.
21 καὶ προσήλυτον οὐ κακώσετε, οὐδὲ μὴ θλίψητε αὐτόν· ἦτε γὰρ προσήλυτοι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ. 21 Δεν θα αδικήσετε και δεν θα στενοχωρήσετε ξένον, διότι και σεις υπήρξατε κάποτε ξένοι εις την Αίγυπτον. 21 Κάθε ξένον καὶ πάροικον δὲν πρέπει νὰ τὸν κακομεταχειρίζεσθε, οὔτε νὰ τὸν καταπιέζετε. Διότι κάποτε ὑπήρξατε καὶ σεῖς ξένοι καὶ πάροικοι εἰς τὴν Αἴγυπτον,
22 πᾶσαν χήραν καὶ ὀρφανὸν οὐ κακώσετε· 22 Καμμίαν χήραν και κανένα ορφανόν δεν θα αδικήσετε. 22 Νὰ μὴ κάνετε κακὸν εἰς καμμίαν χήραν καὶ εἰς κανένα ὀρφανόν.
23 ἐὰν δὲ κακίᾳ κακώσητε αὐτούς, καὶ κεκράξαντες καταβοήσωσι πρός με, ἀκοῇ εἰσακούσομαι τῆς φωνῆς αὐτῶν 23 Εάν αδικήσετε αυτούς και κράξουν προς εμέ εναντίον σας, εγώ θα ακούσω την φωνήν των 23 Διότι ἐὰν φερθῆτε μὲ κακὸν τρόπον πρὸς αὐτοὺς καὶ κράξουν μέσα εἰς τὴν θλῖψιν των πρὸς Ἐμέ, τότε Ἐγὼ ὁ Κύριος θὰ ἀκούσω τὴν φωνήν των ὁπωσδήποτε,
24 καὶ ὀργισθήσομαι θυμῷ καὶ ἀποκτενῶ ὑμᾶς μαχαίρᾳ, καὶ ἔσονται αἱ γυναῖκες ὑμῶν χῆραι καὶ τὰ παιδία ὑμῶν ὀρφανά. 24 και θα οργισθώ, και θα επιτρέψω να φονευθήτε εν στόματι μαχαίρας και έτσι αι γυναίκες σας θα γίνουν χήραι και τα παιδιά σας ορφανά, ωσάν εκείνα που σεις ηδικήσατε. 24 καὶ θὰ ἐκδηλώσω τὴν δικαίαν ὀργήν μου καὶ θὰ ἐπιτρέψω νὰ φονευθῆτε μὲ μαχαίρι, ὥστε νὰ χηρεύσουν καὶ αἱ ἰδικαί σας γυναῖκες καὶ νὰ ὀρφανεύσουν καὶ τὰ ἰδικά σας παιδιά.
25 ἐὰν δὲ ἀργύριον ἐκδανείσῃς τῷ ἀδελφῷ τῷ πενιχρῷ παρὰ σοί, οὐκ ἔσῃ αὐτὸν κατεπείγων, οὐκ ἐπιθήσεις αὐτῷ τόκον. 25 Εάν δανείσης χρήματα στον πτωχόν αδελφόν σου, δεν θα καταπιέσης αυτόν να σου επιστρέψη το δάνειον, ούτε θα του επιβάλης τόκον. 25 Καὶ ἐὰν δώσῃς χρηματικὸν δάνειον εἰς τὸν ἀδελφόν σου, τὸν πτωχὸν συνάνθρωπόν σου, δεν πρέπει νὰ τὸν βιάζῃς διὰ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ δανείου, οὔτε νὰ τοῦ βάλῃς τόκον σὰν τοκογλύφος.
26 ἐὰν δὲ ἐνεχύρασμα ἐνεχυράσῃς τὸ ἱμάτιον τοῦ πλησίον, πρὸ δυσμῶν ἡλίου ἀποδώσεις αὐτῷ· 26 Εάν δε πάρης ως ενέχυρον το ιμάτιον του πλησίον, να του το επιστρέψης πριν δύση ο ήλιος. 26 Ἐὰν δὲ πάρῃς σὰν ἐνέχυρον διὰ κάτι ποὺ σοῦ ὀφείλει ὁ συνάνθρωπός σου τὸ ἐξωτερικὸν ἔνδυμά του, τὸ ἐπανωφόρι το, πρέπει νὰ τοῦ τὸ ἐπιστρέψῃς πρὶν ἀπὸ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου.
27 ἔστι γὰρ τοῦτο περιβόλαιον αὐτοῦ, μόνον τοῦτο τὸ ἱμάτιον ἀσχημοσύνης αὐτοῦ· ἐν τίνι κοιμηθήσεται; ἐὰν οὖν καταβοήσῃ πρός με, εἰσακούσομαι αὐτοῦ· ἐλεήμων γάρ εἰμι. 27 Διότι αυτό είναι το σκέπασμά του στον ύπνον του, το μοναδικόν του ένδυμα, με το οποίον καλύπτει την γύμνωσίν του. Αν εσύ το κρατήσης, με τι εκείνος θα σκεπασθή; Εάν δε κράξη αυτός προς εμέ εναντίον σου, εγώ θα ακούσω την φωνήν του, διότι είμαι εύσπλαγχνος. 27 Διότι αὐτὸ τὸ ἔνδυμα εἶναι τὸ μόνον μὲ τὸ ὁποῖον σκεπάζεται, διὰ νὰ ζεσταθῇ, αὐτὸ τὸ ἴδιο μὲ τὸ ὁποῖον καλύπτει καὶ τὴν γύμνωσίν του. Ἂν δὲν τὸ ἔχῃ, πῶς θὰ κοιμηθῇ; Ἐὰν λοιπὸν δὲν τοῦ τὸ ἐπιστρέψῃς καὶ κραυγάσῃ πρὸς Ἑμὲ μέσα εἰς τὴν συμφοράν του, θὰ τὸν ἀκούσω ὁπωσδήποτε καὶ θὰ ἀναλάβω τὴν προστασίαν του, διότι εἶμαι ἐλεήμων, συμπαθὴς καὶ φιλάνθρωπος.
28 θεοὺς οὐ κακολογήσεις καὶ ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐ κακῶς ἐρεῖς. 28 Να μην κακολογής τους δικαστάς και γενικώς τους ανωτέρους σου, ούτε να κατακρίνης τον άρχοντα του λαού σου. 28 Δὲν πρέπει νὰ ὑβρίσῃς ποτε τοὺς Κριτάς, ποὺ σὰν ἐκπρόσωποι τοῦ Θεοῦ ἀπονέμουν τὴν δικαιοσύνην, οὔτε νὰ κακολογήσῃς ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου (ποὺ ἔλαβεν ἀπὸ Ἑμὲ τὴν ἐξουσίαν του διὰ τὴν κοινωνικὴν εὐταξίαν).
29 ἀπαρχὰς ἅλωνος καὶ ληνοῦ σου οὐ καθυστερήσεις· τὰ πρωτότοκα τῶν υἱῶν σου δώσεις ἐμοί. 29 Τας απαρχάς του σίτου από το αλώνι σου και του οίνου από τον ληνόν σου δεν πρέπει να καθυστερήσης να τα δώσης στον Κυριον. Τα πρωτοτόκα εκ των παιδιών σου θα τα δώσης εις εμέ. 29 Δὲν θὰ καθυστερήσῃς νὰ προσφέρῃς εἰς Ἐμὲ τμῆμα τῆς πρώτης ἐσοδείας τῶν σιτηρῶν ἀπὸ τὸ ἁλῶνι σου καὶ τῶν κρασιῶν ἀπὸ τὸ πατητήρι σου. Θὰ μοῦ προσφέρης ἐπίσης καὶ αὐτοὺς ποὺ γεννῶνται πρῶτοι ἀπὸ τοὺς υἱούς σου.
30 οὕτω ποιήσεις τὸν μόσχον σου καὶ τὸ πρόβατόν σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου· ἑπτὰ ἡμέρας ἔσται ὑπὸ τὴν μητέρα, τῇ δὲ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ ἀποδώσεις μοι αὐτό. 30 Το ίδιο επίσης θα κάμης και δια το μοσχάρι σου και δια το πρόβατόν σου και δια το μεταφορικόν σου μέσον. Επτά ημέρας θα θηλάζη την μητέρα του, κατά δε την ογδόην ημέραν θα το προσφέρης εις εμέ. 30 Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ κάνῃς καὶ διὰ τὸ μοσχάρι σου καὶ διὰ τὸ πρόβατόν σου καὶ διὰ τὴν ὄνον σου. Ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας μετὰ τὴν γέννησίν των νὰ μένουν εἰς τὴν μητέρα των. Κατὰ τὴν ὀγδόην ὅμως ἡμέραν πρέπει νὰ τὰ προσφέρης εἰς Ἐμέ.
31 καὶ ἄνδρες ἅγιοι ἔσεσθέ μοι. καὶ κρέας θηριάλωτον οὐκ ἔδεσθε, τῷ κυνὶ ἀπορρίψατε αὐτό. 31 Εάν τηρήσετε όλα αυτά, θα είσθε αγνοί και καθαροί ενώπιόν μου. Κρέας ζώου κατασπαραχθέντος από θηρίον δεν θα το φάγετε, θα το ρίψετε στο σκυλί. 31 Καὶ νὰ εἶσθε ἄνθρωποι ἅγιοι, πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι εἰς Ἐμὲ τὸν ἅγιον Θεόν. Δὲν πρέπει δὲ νὰ τρώγετε κρέας ζώου, ποὺ τὸ κατεσπάραξεν ἄγριον θηρίον, ἀλλὰ νὰ τὸ πετάτε εἰς τὸ σκυλί.