Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 47 (ΜΖ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΛΘΩΝ δὲ ᾿Ιωσὴφ ἀπήγγειλε τῷ Φαραὼ λέγων· ὁ πατήρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ τὰ κτήνη καὶ οἱ βόες αὐτῶν καὶ πάντα τὰ αὐτῶν ἦλθον ἐκ γῆς Χαναὰν καὶ ἰδού εἰσιν ἐν γῇ Γεσέμ. 1 Επεσκέφθη ο Ιωσήφ τον Φαραώ και του ανήγγειλεν ότι· “ο πατήρ μου, οι αδελφοί μου, τα ποίμνιά των, τα βόδια των και όλα τα υπάρχοντά των ήλθον από την γην Χαναάν και ιδού, ευρίσκονται τώρα εις την χώραν της Γεσέμ”. 1 Αφοῦ ὁ Ἰωσὴφ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Γεσέμ, ἐπέστρεψεν εἰς τὸν Φαραώ, τοῦ ἀνεκοίνωσε τὴν εἴδησιν καὶ τοῦ εἶπε: «Ὁ πατέρας μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ τὰ ζῶα καὶ τὰ βόδια των καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά των ἦλθαν ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Χαναὰν καὶ νά· εὑρίσκονται τώρα εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Γεσέμ».
2 ἀπὸ δὲ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ παρέλαβε πέντε ἄνδρας καὶ ἔστησεν αὐτοὺς ἐναντίον Φαραώ. 2 Είχε δε πάρει μαζή του πέντε από τους αδελφούς του και τους παρουσίασεν ενώπιον του Φαραώ. 2 Παρέλαβε δὲ πέντε ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του καὶ τοὺς παρουσίασεν εἰς τὸν Φαραώ.
3 καὶ εἶπε Φαραὼ τοῖς ἀδελφοῖς ᾿Ιωσήφ· τί τὸ ἔργον ὑμῶν; οἱ δὲ εἶπαν τῷ Φαραώ· ποιμένες προβάτων οἱ παῖδές σου, καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν. 3 Ηρώτησε δε ο Φαραώ τους αδελφούς του Ιωσήφ· “ποίον είναι το επάγγελμά σας; Ποία η εργασία σας;” Εκείνοι του απήντησαν· “ποιμένες προβάτων είμεθα οι δούλοι σου, και ημείς και οι πρόγονοί μας”. 3 Καὶ ὁ Φαραὼ ἐρώτησε τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Ἰωσήφ· «ποιὰ εἶναι ἡ ἐργασία σας;» Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν· «οἱ δοῦλοι σου εἴμεθα βοσκοὶ προβάτων, κτηνοτρόφοι, ὅπως καὶ οἱ πρόγονοί μας».
4 εἶπαν δὲ τῷ Φαραώ· παροικεῖν ἐν τῇ γῇ ἥκαμεν· οὐ γάρ ἐστι νομὴ τοῖς κτήνεσι τῶν παίδων σου, ἐνίσχυσε γὰρ ὁ λιμὸς ἐν γῇ Χαναάν· νῦν οὖν κατοικήσωμεν οἱ παῖδές σου ἐν γῇ Γεσέμ. 4 Είπαν δε ακόμη στον Φαραώ· “έχομεν δε έλθει, δια να κατοικήσωμεν προσωρινώς εις την χώραν αυτήν. Και τούτο, διότι δεν υπάρχει βοσκή δια τα ζώα των δούλων σου επειδή ο λιμός έχει ενταθή πολύ εις την γην Χανααν. Ας κατοικήσωμεν λοιπόν τώρα οι δούλοι σου εις την περιοχήν Γεσέμ”. 4 Καὶ ἐπρόσθεσαν εἰς τὸν Φαραώ: «Ἤλθαμεν ἐδῶ, διὰ νὰ κατοικήσωμεν προσωρινῶς ὡς μετανάστες εἰς τὴν χώραν αὐτήν. Ἤλθαμεν ἐδῶ, ἐπειδὴ εἰς τὴν χώραν τῆς Χαναὰν δεν ὑπάρχει βοσκὴ διὰ τὰ κοπάδια τῶν δούλων σου, διότι ἡ πεῖνα ἔγινε πολὺ μεγάλη καὶ βαρειὰ εἰς τὴν χώραν τῆς Χαναάν. Τώρα λοιπόν, σὲ παρακαλοῦμεν, δῶσε τὴν ἄδειαν νὰ ἐγκατασταθῶμεν προσωρινῶς οἱ δοῦλοι σου εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Γεσέμ».
5 εἶπε δὲ Φαραὼ τῷ ᾿Ιωσήφ· κατοικείτωσαν ἐν γῇ Γεσέμ· εἰ δὲ ἐπίστῃ ὅτι εἰσὶν ἐν αὐτοῖς ἄνδρες δυνατοί, κατάστησον αὐτοὺς ἄρχοντας τῶν ἐμῶν κτηνῶν. ῏Ηλθον δὲ εἰς Αἴγυπτον πρὸς ᾿Ιωσὴφ ᾿Ιακὼβ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, καὶ ἤκουσε Φαραὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου. 5 Είπε δε ο Φαραώ προς τον Ιωσήφ· “ναι, ας κατοικήσουν εις την Γεσέμ. Εάν δε γνωρίζης ότι μεταξύ αυτών υπάρχουν άνδρες ικανοί και ισχυροί να τους διορίσης αρχιποίμενας εις τα ιδικά μου κοπάδια των ζώων”. Ετσι ήλθαν εις την Αίγυπτον προς τον Ιωσήφ ο Ιακώβ και τα παιδιά του και επληροφορήθη τούτο ο Φαραώ, ο βασιλεύς της Αιγύπτου. 5 Τότε ὁ Φαραὼ εἶπε πρὸς τὸν Ἰωσήφ: «Μάλιστα· ἂς κατοικήσουν εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Γεσέμ. Ἐὰν δὲ γνωρίζῃς ὅτι μεταξύ των ὑπάρχουν ἄνδρες ἱκανοί, διόρισέ τους ὡς ἀρχιποίμενας τῶν ἰδικῶν μου κοπαδιῶν». Ἀφοῦ ἐγκατεστάθησαν εἰς τὴν Γεσέμ, ἦλθαν εἰς τὴν Αἴγυπτον εἰς τὸν Ἰωσὴφ ὁ Ἰακὼβ καὶ οἱ υἱοί του· ἐπληροφορήθη δὲ τὴν ἄφιξίν των ὁ Φαραώ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου,
6 καὶ εἶπε Φαραὼ πρὸς ᾿Ιωσὴφ λέγων· ὁ πατήρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἥκασι πρὸς σέ· ἰδοὺ ἡ γῆ Αἰγύπτου ἐναντίον σου ἐστίν· ἐν τῇ βελτίστῃ γῇ κατοίκισον τὸν πατέρα σου καὶ τοὺς ἀδελφούς σου. 6 Εἶπεν ο Φαραώ προς τον Ιωσήφ και τα εξής· “είδα ότι ο πατέρας σου και οι αδελφοί σου έχουν έλθει προς σέ. Ιδού ενώπιόν σου ευρίσκεται η χώρα της Αιγύπτου εις την διάθεσίν σου. Εις την καλυτέραν περιοχήν να εγκαταστήσης τον πατέρα σου και τους αδελφούς σου. 6 ὁ ὁποῖος καὶ εἶπε πρὸς τὸν Ἰωσήφ: « Ὁ πατέρας καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἦλθαν κοντά σου· νά, ἡ χώρα τῆς Αἰγύπτου εἶναι ἐμπρός σου. Ἐγκατάστησε τὸν πατέρα σου καὶ τοὺς ἀδελφούς σου εἰς τὸ καλύτερον καὶ εὐφορώτερον μέρος τῆς χώρας».
7 εἰσήγαγε δὲ ᾿Ιωσὴφ ᾿Ιακὼβ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐναντίον Φαραώ, καὶ ηὐλόγησεν ᾿Ιακὼβ τὸν Φαραώ. 7 Ο Ιωσήφ ωδήγησε τον πατέρα του τον Ιακώβ και τον παρουσίασεν ενώπιον του Φαραώ. Ο δε Ιακώβ ευλόγησε τον Φαραώ. 7 Ἔφερε δὲ ὁ Ἰωσὴφ τὸν πατέρα του τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν παρουσίασεν εἰς τὸν Φαραώ, καὶ ὁ Ἰακὼβ εὐλόγησε τὸν Φαραώ.
8 εἶπε δὲ Φαραὼ τῷ ᾿Ιακώβ· πόσα ἔτη ἡμερῶν τῆς ζωῆς σου; 8 Ο Φαραώ ηρώτησε τον Ιακώβ· “πόσων ετών είσαι;” 8 Καὶ ὁ Φαραὼ εἶπεν εἰς τὸν Ἰακώβ: «Πόσων χρόνων εἶσαι;»
9 καὶ εἶπεν ᾿Ιακὼβ τῷ Φαραώ· αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν τῆς ζωῆς μου, ἃς παροικῶ, ἑκατὸν τριάκοντα ἔτη· μικραὶ καὶ πονηραὶ γεγόνασιν αἱ ἡμέραι τῶν ἐτῶν τῆς ζωῆς μου, οὐκ ἀφίκοντο εἰς τὰς ἡμέρας τῶν ἐτῶν τῆς ζωῆς τῶν πατέρων μου, ἃς ἡμέρας παρῴκησαν. 9 Ο δε Ιακώβ του απήντησε· “τα έτη της ζωής μου, κατά τα οποία κατοικώ εις την γην, ανέρχονται εις εκατόν τριάκοντα. Ολίγα και γεμάτα θλίψεις και περιπετείας είναι τα έτη της ζωής μου. Δεν έφθασα εις τα έτη των προγόνων μου, τα οποία έζησαν εκείνοι ως πάροικοι εις την γην”. 9 Ὁ Ἰακὼβ ἀπάντησε εἰς τὸν Φαραώ: «Οἱ ἡμέρες τῶν χρόνων τῆς ζωῆς μου, κατὰ τὶς ὁποῖες εἶμαι διαβάτης, μετανάστης καὶ προσωρινὸς κάτοικος τῆς γῆς, εἶναι ἑκατὸν τριάντα χρόνια. Οἱ ἡμέρες τῶν χρόνων τῆς ζωῆς μου εἶναι μικρὲς καὶ ὀλίγες, γεμᾶτες θλίψεις, πόνους, δοκιμασίες καὶ βάσανα καὶ δὲν ὁμοιάζουν οὔτε ἔφθασαν τὶς πολλὲς ἡμέρες τῆς ζωῆς τῶν προγόνων μου, τὶς ὁποῖες ἔζησαν καὶ ἐκεῖνοι ὡς ξένοι καὶ ταξιδιῶτες εἰς τὴν γῆν».
10 καὶ εὐλογήσας ᾿Ιακὼβ τὸν Φαραὼ ἐξῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ. 10 Ο Ιακώβ ευχηθείς και πάλιν τον Φαραώ, εξήλθεν από τα ανάκτορα αυτού. 10 Ὁ Ἰακώβ, ἀφοῦ εὐλόγησε πάλιν τὸν Φαραώ, ἔφυγε ἀπὸ τὸ παλάτι.
11 καὶ κατῴκισεν ᾿Ιωσὴφ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς κατάσχεσιν ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἐν τῇ βελτίστῃ γῇ, ἐν γῇ Ραμεσσῆ, καθὰ προσέταξε Φαραώ. 11 Ο Ιωσήφ εγκατέστησε τον πατέρα και τους αδελφούς του, σύμφωνα με το πρόσταγμα του Φαραώ, εις την ωραιοτάτην περιοχήν της Αιγύπτου, εις την χώραν Ραμεσσή, την Γεσέμ, την οποίαν και έδωσεν εις αυτούς ως ιδιοκτησίαν. 11 Καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἐγκατέστησε τὸν πατέρα του καὶ τοὺς ἀδελφούς του εἰς τὴν Αἴγυπτον, εἰς τὴν καλύτερη καὶ εὐφορώτερη περιοχήν, εἰς τὴν χώραν τοῦ Ραμεσσῆ (δηλαδὴ τὴν Γεσέμ), σύμφωνα μὲ τὴν προσταγὴν τοῦ Φαραώ.
12 καὶ ἐσιτομέτρει ᾿Ιωσὴφ τῷ πατρὶ αὐτοῦ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς καὶ παντὶ τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ σῖτον κατὰ σῶμα. 12 Κατά δε την διάρκειαν του λιμού εχορήγει ο Ιωσήφ στον πατέρα του και τους αδελφούς του και εις όλα τα μέλη των οικογενειών του οίκου του πατρός του, σιτάρι αναλόγως με τα άτομα που είχεν εκάστη. 12 Κατὰ τὴν διάρκειαν δὲ τῆς πείνας ὁ Ἰωσὴφ ἐπρομήθευε σιτάρι εἰς τὸν πατέρα του καὶ τοὺς ἀδελφούς του καὶ εἰς ὅλα τὰ πρόσωπα τῆς οἰκογενείας τοῦ πατέρα του· τοὺς ἐπρομήθευε τόσον, ὅσον ἦταν ἀρκετὸν διὰ τὸν καθένα των ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ στερῆται κανείς (ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν, ἀναλόγως τῶν ἀτόμων, ποὺ εἶχεν ἡ κάθε μία οἰκογένεια).
13 Σῖτος δὲ οὐκ ἦν ἐν πάσῃ τῇ γῇ· ἐνίσχυσε γὰρ ὁ λιμὸς σφόδρα. ἐξέλιπε δὲ ἡ γῆ Αἰγύπτου καὶ ἡ γῆ Χαναὰν ἀπὸ τοῦ λιμοῦ. 13 Σίτος δε δεν υπήρχε πλέον εις όλην την χώραν, διότι ο λιμός ενετάθη πολύ. Η χώρα της Αιγύπτου και η χώρα της Χαναάν εξηντλήθησαν ένεκα του λιμού. 13 Σιτάρι δὲ δὲν ὑπῆρχεν εἰς ὅλην τὴν χώραν καὶ τὶς γειτονικὲς μὲ αὐτὴν περιοχές, διότι ἡ πεῖνα εἶχε δυναμώσει πάρα πολύ. Ἡ χώρα τῆς Αἰγύπτου καὶ ἡ χώρα τῆς Χαναὰν ἐμαράνθησαν καὶ ἐξηντλήθησαν ἀπὸ τὴν πεῖναν.
14 συνήγαγε δὲ ᾿Ιωσὴφ πᾶν τὸ ἀργύριον τὸ εὑρεθὲν ἐν γῇ Αἰγύπτου καὶ ἐν γῇ Χαναὰν τοῦ σίτου, οὗ ἠγόραζον, καὶ ἐσιτομέτρει αὐτοῖς, καὶ εἰσήνεγκεν ᾿Ιωσὴφ πᾶν τὸ ἀργύριον εἰς τὸν οἶκον Φαραώ. 14 Ο δε Ιωσήφ συνεκέντρωσεν όλα τα χρήματα, που υπήρχον εις την Αίγυπτον και εις την Χαναάν, πωλών τον σίτον, τον οποίον ηγόραζον οι κάτοικοι. Ετσι δε ο Ιωσήφ συνεκέντρωσεν όλον το αργύριον στον οίκον του Φαραώ. 14 Καὶ ὁ Ἰωσὴφ συνεκέντρωσεν ὅλα τὰ χρήματα, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ εἰς τὴν χώραν τῆς Χαναάν, διὰ τὸ σιτάρι ποὺ ἀγόραζαν καὶ τὸ ὁποῖον τοὺς ἐπωλοῦσε ὁ Ἰωσήφ. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ὁ Ἰωσὴφ συνεκέντρωσε καὶ κατέθεσεν ὅλα τὰ χρήματα τῶν εἰσπράξεων εἰς τὸ βααιλικὸν ταμεῖον τοῦ Φαραώ.
15 καὶ ἐξέλιπε πᾶν τὸ ἀργύριον ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἐκ γῆς Χαναάν. ἦλθον δὲ πάντες οἱ Αἰγύπτιοι πρὸς ᾿Ιωσήφ, λέγοντες· δὸς ἡμῖν ἄρτους, καὶ ἱνατί ἀποθνήσκομεν ἐναντίον σου; ἐκλέλοιπε γὰρ τὸ ἀργύριον ἡμῶν. 15 Ενεκα του συνεχιζόμενου λιμού και της αγοράς του σίτου εξηντλήθησαν τα χρήματα των ανθρώπων της Αιγύπτου και της Χαναάν. Δεν είχον πλέον με τι να αγοράσουν σίτον. Δια τούτο ήλθαν προς τον Ιωσήφ και του είπον· “δος μας ψωμί· διατί να αποθάνωμεν ενώπιόν σου; Τα χρήματά μας έχουν πλέον εξαντληθή”. 15 Καὶ ἐξηντλήθησαν ὅλα τὰ χρήματα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ τὴν Χαναάν, ἐπειδὴ ὅλα εἶχαν συγκεντρωθῆ εἰς τὸ βασιλικὸν θησαυροφυλάκιον. Δι’αὐτὸ ἦλθαν ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι πρὸς τὸν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ εἶπαν: «Δῶσε μας ψωμί. Κάμε κάτι διὰ νὰ ζήσωμεν. Διατὶ νὰ ἀποθάνωμεν ἀπὸ τὴν πεῖναν ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια σου; Ὅλα τὰ χρήματά μας ἐξηντλήθησαν!»
16 εἶπε δὲ αὐτοῖς ᾿Ιωσήφ· φέρετε τὰ κτήνη ὑμῶν, καὶ δώσω ὑμῖν ἄρτους ἀντὶ τῶν κτηνῶν ὑμῶν, εἰ ἐκλέλοιπε τὸ ἀργύριον ὑμῶν. 16 Ο Ιωσήφ τους είπεν· “αφού δεν έχετε άλλα χρήματα, φέρετέ μου τα ζώα σας και αντί αυτών θα σας δώσω άρτους, αφού έχουν εξαντληθή πλέον τα χρήματά σας”. 16 Ὁ Ἰωσὴφ τοὺς ἀπάντησε: «Φέρτε καὶ δῶστε μου τὰ ζῶα σας καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω ψωμιὰ εἰς ἀντάλλαγμα τῶν ζώων σας, ἐφ’ ὅσον ἐξηντλήθησαν τὰ χρήματά σας».
17 ἤγαγον δὲ τὰ κτήνη αὐτῶν πρὸς ᾿Ιωσήφ, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ᾿Ιωσὴφ ἄρτους ἀντὶ τῶν ἵππων καὶ ἀντὶ τῶν προβάτων καὶ ἀντὶ τῶν βοῶν καὶ ἀντὶ τῶν ὄνων καὶ ἐξέθρεψεν αὐτοὺς ἐν ἄρτοις ἀντὶ πάντων τῶν κτηνῶν αὐτῶν ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ. 17 Εφεραν λοιπόν τα ζώα των οι Αιγύπτιοι προς τον Ιωσήφ και εκείνος τους έδωσεν άρτους αντί των ίππων και αντί των προβάτων, αντί των βοών και αντί των όνων και διέθρεψεν αυτούς κατά το έτος εκείνο με άρτους αντί όλων των κτηνών, που είχε πάρει υπό την κατοχήν του. 17 Ἔφεραν δὲ τὰ ζῶα των εἰς τὸν Ἰωσὴφ καὶ αὐτὸς τοὺς ἔδωσε ψωμιά (τρόφιμα) εἰς ἀντάλλαγμα τῶν ἀλόγων καὶ τῶν προβάτων καὶ τῶν βοδιῶν καὶ τῶν ὄνων καὶ τοὺς ἔθρεψε μὲ ψωμιά (τρόφιμα) εἰς ἀντάλλαγμα ὅλων τῶν ζώων των κατὰ τὸ πρῶτον ἐκεῖνο ἔτος τῆς πείνας.
18 ἐξῆλθε δὲ τὸ ἔτος ἐκεῖνο, καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν ἐν τῷ ἔτει τῷ δευτέρῳ καὶ εἶπαν αὐτῷ· μή ποτε ἐκτριβῶμεν ἀπὸ τοῦ κυρίου ἡμῶν; εἰ γὰρ ἐκλέλοιπε τὸ ἀργύριον ἡμῶν καὶ τὰ ὑπάρχοντα καὶ τὰ κτήνη πρὸς σὲ τὸν κύριον, καὶ οὐχ ὑπολέλειπται ἡμῖν ἐναντίον τοῦ κυρίου ἡμῶν ἀλλ᾿ ἢ τὸ ἴδιον σῶμα καὶ ἡ γῆ ἡμῶν. 18 Επέρασε και το έτος εκείνο της πείνας, έφθασε το δεύτερον έτος, κατά το οποίον επανήλθον οι Αιγύπτιοι προς αυτόν και του είπαν· “δος μας τρόφιμα. Μηπως, τάχα, και θα επιτρέψης ποτέ συ ο κύριός μας να εξοντωθώμεν όλοι από την πείναν; Εφ' όσον έχουν εξαντληθή τα χρηιματά μας, η δε κινητή περιουσία μας και τα ζώα μας είναι πλέον ιδικά σου, δεν υπολείπεται πλέον εις ημάς ει μη μόνον να θέσωμεν υπό την εξουσίαν σου τον εαυτόν μας και τα χωράφια μας, να γίνωμεν ακτήμονες δούλοι σου. 18 Ἐπέρασε δὲ τὸ πρῶτον ἔτος καὶ πάλιν ἦλθαν πρὸς τὸν Ἰωσὴφ τὸ δεύτερον ἔτος καὶ τοῦ εἶπαν: «Δῶσε μας σιτάρι. Θὰ ἐπιτρέψῃς σύ, ὁ κύριος μας, νὰ ἀποθάνωμεν ἐμπρός σου ἀπὸ τὴν πεῖναν; Ἐφ’ ὅσον ἔχουν ἐξαντληθῆ ὅλα τὰ χρήματά μας καὶ ὅλη ἡ περιουσία μας καὶ τὰ ζῶα μας ἀνήκουν εἰς σέ, τὸν κύριόν μας, δὲν μᾶς ἀπέμεινε τίποτε ἄλλο νὰ παρουσιάσωμεν ἐμπρός σου (νὰ σοῦ προσφέρωμεν ὡς ἀντάλλαγμα) παρὰ μόνον τὸ σῶμα μας (τὸν ἑαυτόν μας) καὶ τὰ χωράφια μας.
19 ἵνα οὖν μὴ ἀποθάνωμεν ἐναντίον σου καὶ ἡ γῆ ἐρημωθῇ, κτῆσαι ἡμᾶς καὶ τὴν γῆν ἡμῶν ἀντὶ ἄρτων, καὶ ἐσόμεθα ἡμεῖς καὶ ἡ γῆ ἡμῶν παῖδες τῷ Φαραώ· δὸς σπέρμα, ἵνα σπείρωμεν καὶ ζῶμεν καὶ μὴ ἀποθάνωμεν καὶ ἡ γῆ οὐκ ἐρημωθήσεται. 19 Δια να μην αποθάνωμεν, λοιπόν, από την πείναν ενώπιόν σου και μείνη έρημος από ανθρώπους η χώρα της Αιγύπτου, αγόρασε ημάς και τα χωράφια μας, αντί των άρτων, που θα μας δώσης. Θα είμεθα ημείς δούλοι του Φαραώ και οι αγροί μας ιδιοκτησία του. Δος μας σίτον προς σποράν, δια να σπείρωμεν και θερίσωμεν, έτσι δε να ζήσωμεν, να μη αποθάνωμεν και ερημωθή πλέον ο τόπος”. 19 Διὰ νὰ μὴ ἀποθάνωμεν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πεῖναν ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια σου καὶ διὰ νὰ μὴ ἐρημώσουν τὰ χωράφια μας, ἀγόρασε ἐμᾶς τοὺς ἰδίους καὶ τὰ χωράφια μας εἰς ἀντάλλαγμα τοῦ ψωμιοῦ (τῶν τροφίμων), ποὺ θὰ μᾶς δώσῃς· καὶ ἐμεῖς θὰ γίνωμεν δοῦλοι εἰς τὸν Φαραώ, τὰ δὲ χωράφια μας θὰ γίνουν ἰδιοκτησία του. Δῶσε μας σπόρον (σιταριοῦ), διὰ νὰ σπείρωμεν, ὥστε νὰ ζήσωμεν καὶ νὰ μὴ ἀποθάνωμεν καὶ διὰ νὰ μὴ ἐρημώσουν τὰ χωράφια μας».
20 καὶ ἐκτήσατο ᾿Ιωσὴφ πᾶσαν τὴν γῆν τῶν Αἰγυπτίων τῷ Φαραώ· ἀπέδοντο γὰρ οἱ Αἰγύπτιοι τὴν γῆν αὐτῶν τῷ Φαραώ, ἐπεκράτησε γὰρ αὐτῶν ὁ λιμός· καὶ ἐγένετο ἡ γῇ τῷ Φαραώ, 20 Ετσι δε ο Ιωσήφ ηγόρασε δια τον Φαραώ όλην την χώραν των Αιγυπτίων. Διότι οι Αιγύπτιοι επώλησαν την χώραν των στον Φαραώ, επειδή ο μεγάλος λιμός διήρκεσε πολύ. Η Αίγυπτος έγινεν ιδιοκτησία του Φαραώ. 20 Καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀγόρασε ὅλα τὰ χωράφια τῶν Αἰγυπτίων διὰ λογαριασμὸν τοῦ Φαραώ. Διότι ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι ἀναγκάσθηκαν νὰ πωλήσουν τὰ χωράφια των εἰς τὸν Φαραώ, ἐπειδὴ ἡ πεῖνα ἦταν πολὺ μεγάλη καὶ δεν ἠμποροῦσαν νὰ ἀνθέξουν. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἡ χώρα τῆς Αἰγύπτου ἔγινε ἰδιοκτησία τοῦ Φαραώ.
21 καὶ τὸν λαὸν κατεδουλώσατο αὐτῷ εἰς παῖδας ἀπ᾿ ἄκρων ὁρίων Αἰγύπτου ἕως τῶν ἄκρων, 21 Και τον λαόν ακόμη τον έκαμε δούλον στον Φαραώ από το ένα έως το άλλο άκρον και καθ' όλα τα όρια της γης Αιγύπτου, 21 Ἀκόμη ὁ Ἰωσὴφ ὑπεδούλωσεν ὅλον τὸν λαὸν εἰς τὸν Φαραὼ ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τῆς Αἰγύπτου μέχρι τὸ ἄλλο.
22 χωρὶς τῆς γῆς τῶν ἱερέων μόνον· οὐκ ἐκτήσατο ταύτην ᾿Ιωσήφ, ἐν δόσει γὰρ ἔδωκε δόμα τοῖς ἱερεῦσι Φαραώ, καὶ ἤσθιον τὴν δόσιν, ἣν ἔδωκεν αὐτοῖς Φαραώ· διὰ τοῦτο οὐκ ἀπέδοντο τὴν γῆν αὐτῶν. 22 Εκτός μόνον της χώρας των ιερέων. Αυτήν δεν την ηγόρασεν ο Ιωσήφ, διότι ο Φαραώ έδιδε δωρεάν στους ιερείς το απαραίτητον ποσόν του σίτου και ετρέφοντο από την χορηγίαν αυτήν, δια τούτο δε και δεν επώλησαν εκείνοι την περιοχήν των. 22 Τὰ μόνα χωράφια ποὺ δὲν ἔγιναν ἰδιοκτησία τοῦ Φαραώ, ἦσαν τὰ χωράφια ποὺ ἀνῆκαν εἰς τοὺς ἱερεῖς. Ὁ Ἰωσὴφ δὲν ἀγόρασε τὰ χωράφια αὐτά, διότι οἱ ἱερεῖς ἐτρέφοντο ἀπὸ τὴν ἐπιχορήγησιν, ποὺ τοὺς ἐδιδεν ὁ Φαραώ. Διὰ τοῦτο δὲν εὐρέθηκαν εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ πωλήσουν τὰ χωράφια των.
23 εἶπε δὲ ᾿Ιωσὴφ πᾶσι τοῖς Αἰγυπτίοις· ἰδοὺ κέκτημαι ὑμᾶς καὶ τὴν γῆν ὑμῶν σήμερον τῷ Φαραώ· λάβετε ἑαυτοῖς σπέρμα καὶ σπείρατε τὴν γῆν, 23 Είπε τότε ο Ιωσήφ προς όλους τους άλλους Αιγυπτίους· “ιδού, σήμερον έχω αγοράσει δια τον Φαραώ και σας ως δούλους του και την χώραν σας ως ιδιοκτησίαν του. Λαβετε λοιπόν τώρα δια τον εαυτόν του ο καθένας σίτον προς σποράν και σπείρατε τα χωράφια σας. 23 Καὶ ὁ Ἰωσὴφ εἶπεν εἰς ὅλους τοὺς Αἰγυπτίους: «Νά· ὅπως βλέπετε, σήμερα ἀγόρασα σᾶς καὶ τὰ χωράφια σας διὰ λογαριασμὸν τοῦ Φαραώ. Πάρτε λοιπὸν τώρα σπόρους διὰ τὸν ἑαυτόν σας καὶ σπείρετε μὲ αὐτοὺς τὰ χωράφια σας.
24 καὶ ἔσται τὰ γεννήματα αὐτῆς καὶ δώσετε τὸ πέμπτον μέρος τῷ Φαραώ, τὰ δὲ τέσσαρα μέρη ἔσται ὑμῖν αὐτοῖς εἰς σπέρμα τῇ γῇ καὶ εἰς βρῶσιν ὑμῖν καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν. 24 Ομως κατά τον θερισμόν των αγρών σας θα δώσετε το εν πέμπτον του σίτου στον Φαραώ τα δε τέσσερα πέμπτα θα τα κρατήσετε προς σποράν και προς διατροφήν όλων των ανθρώπων του οίκου σας”. 24 Ἀλλὰ κατὰ τὴν περίοδον τοῦ θερισμοῦ θὰ κάμετε τοῦτο: Θὰ δώσετε τὸ ἕνα πέμπτον ἀπὸ τὴν ἐσοδείαν σας εἰς τὸν Φαραώ, τὰ δὲ ὑπόλοιπα τέσσερα πέμπτα θὰ τὰ κρατήσετε ἰδικά σας, δι’ἀμοιβὴν τῶν κόπων σας, ὥστε νὰ τὰ χρησιμοποιήσετε διὰ τὴν σπορὰν καὶ διὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἰδικῆς σας διατροφῆς καὶ ὅλων τῶν μελῶν τῶν οἰκογενειῶν σας».
25 καὶ εἶπαν· σέσωκας ἡμᾶς, εὕρομεν χάριν ἐναντίον τοῦ κυρίου ἡμῶν καὶ ἐσόμεθα παῖδες τῷ Φαραώ. 25 Εκείνοι δε ευχαριστημένοι απήντησαν· “μας έσωσες ! Ευρήκαμεν ενώπιόν σου χάριν, ενώπιον του κυρίου μας. Θα είμεθα δούλοι στον Φαραώ”. 25 Τότε οἱ Αἰγύπτιοι, γεμᾶτοι εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Ἰωσὴφ διὰ τὴν εὐεργεσίαν αὐτήν, τοῦ εἶπαν: «Μᾶς ἔσωσες τὴν ζωήν! Ἐδείχθης καλὸς ἀπεναντί μας. Εὑρήκαμεν χάριν ἐνώπιον σου, τοῦ κυρίου μας, καὶ ἔχομεν τὴν εὔνοιάν σου. Διὰ τοῦτο καὶ ἐμεῖς θὰ εἴμεθα δοῦλοι, σκλάβοι τοῦ Φαραώ».
26 καὶ ἔθετο αὐτοῖς ᾿Ιωσὴφ εἰς πρόσταγμα ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ἐπὶ γῆς Αἰγύπτου τῷ Φαραὼ ἀποπεμπτοῦν, χωρὶς τῆς γῆς τῶν ἱερέων μόνον· οὐκ ἦν τῷ Φαραώ. 26 Τοτε δε εξέδωσε και διαταγήν δια τους Αιγυπτίους ο Ιωσήφ, η οποία ισχύει και μέχρι σήμερον· να δίδεται από τα προϊόντα της γης Αιγύπτου το εν πέμπτον στον Φαραώ, εκτός της γης των ιερέων. Η γη αυτή δεν ανήκεν στον Φαραώ. 26 Ὁ Ἰωσὴφ ἐνομοθέτησε, καὶ ὁ νόμος αὐτὸς ἰσχύει μέχρι σήμερα εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὥστε νὰ δίδεται τὸ ἕνα πέμπτον τῆς ἐσοδείας τῶν καρπῶν εἰς τὸν Φαραώ. Ὁ νόμος αὐτὸς δὲν ἴσχυε μόνον διὰ τὰ χωράφια τῶν ἱερέων αὐτὰ δὲν ἔγιναν ἰδιοκτησία τοῦ Φαραώ.
27 Κατῴκησε δὲ ᾿Ισραὴλ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἐπὶ γῆς Γεσὲμ καὶ ἐκληρονόμησαν ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν σφόδρα. 27 Ο Ιακώβ εγκατεστάθη εις την χώραν της Αιγύπτου, εις την περιοχήν Γεσέμ, την οποίαν επήραν ως ιδιοκτησίαν των. Εκεί δε οι απόγονοι του Ισραήλ ηυξήθησαν και επληθύνθησαν πάρα πολύ. 27 Ἐγκατεστάθη δὲ ὁ Ἰσραὴλ καὶ τὰ παιδιά του εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, εἰς τὴν περιοχὴν Γεσὲμ καὶ ἀπέκτησαν εἰς αὐτὴν περιουσίες καὶ αὐξήθηκαν καὶ ἐπληθύνθησαν πάρα πολύ.
28 ἐπέζησε δὲ ᾿Ιακὼβ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ δεκαεπτὰ ἔτη· καὶ ἐγένοντο αἱ ἡμέραι ᾿Ιακὼβ ἐνιαυτῶν τῆς ζωῆς αὐτοῦ ἑκατὸν τεσσαρακονταεπτὰ ἔτη. 28 Εζησε δε ακόμη ο Ιακώβ εις την χώραν της Αιγύπτου δεκαεπτά έτη· και αι ημέραι της ζωής του ανήλθον εις εκατόν τεσσαράκοντα επτά έτη. 28 Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἔζησεν ἀκόμη εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου ἄλλα δεκαεπτὰ χρόνια. Ἑπομένως οἱ ἡμέρες, ποὺ ἔζησεν ὁ Ἰακώβ, ἔφθασαν τὰ ἑκατὸν σαράντα ἑπτὰ χρόνια.
29 ἤγγισαν δὲ αἱ ἡμέραι ᾿Ισραὴλ τοῦ ἀποθανεῖν, καὶ ἐκάλεσε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ᾿Ιωσὴφ καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰ εὕρηκα χάριν ἐναντίον σου, ὑπόθες τὴν χεῖρά σου ὑπὸ τὸν μηρόν μου καὶ ποιήσεις ἐπ᾿ ἐμὲ ἐλεημοσύνην καὶ ἀλήθειαν τοῦ μή με θάψαι ἐν Αἰγύπτῳ, 29 Επλησίασαν αι ημέραι να αποθάνη. Προσεκάλεσε τότε τον υιόν του τον Ιωσήφ και του είπεν· “εάν έχω εύρει χάριν ενώπιόν σου- όπως και πράγματι ευρήκα- βάλε το χέρι σου κάτω από τον μηρόν μου και ορκίσου ότι θα μου προσφέρης και αυτήν την καλωσύνην, ότι πιστώς θα εκπληρώσης την τελευταίαν μου εντολήν· να μη με θάψης εις την Αίγυπτον. 29 Ὅταν δὲ ἐπλησίασαν οἱ ἡμέρες τοῦ θανάτου τοῦ Ἰσραήλ, ἔστειλε καὶ ἐκάλεσε κοντά του τὸν υἱόν του Ἰωσὴφ καὶ τοῦ εἶπεν: «Ἐὰν εὑρῆκα χάριν ἐνώπιόν σου, βάλε τὸ χέρι σου κάτω ἀπὸ τὸν μηρόν μου καὶ ὁρκίσου, ὅτι θὰ συμπεριφερθῇς ἀπέναντί μου μὲ ἐλεημοσύνην, μὲ πίστιν, ὑπακοὴν καὶ ἀκρίβειαν· ὅτι θὰ ἐκπληρώσῃς τὴν τελευταίαν μου ἐπιθυμίαν, ἡ ὁποία εἶναι: Ὅταν θὰ ἀποθάνω, νὰ μὴ μὲ θάψῃς εἰς τὴν Αἴγυπτον.
30 ἀλλὰ κοιμηθήσομαι μετὰ τῶν πατέρων μου, καὶ ἀρεῖς με ἐξ Αἰγύπτου καὶ θάψεις με ἐν τῷ τάφῳ αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπεν· ἐγὼ ποιήσω κατὰ τὸ ρῆμά σου. 30 Αλλά θα ενταφιασθώ μαζή με τους πατέρας μου εις την Χαναάν. Θα με μεταφέρης από την Αίγυπτον και θα με θάψης στον τάφον των”. Ο Ιωσήφ είπε· “θα κάμω, όπως μου είπες”. 30 Θέλω νὰ ταφῶ εἰς τὴν Χαναάν, εἰς τὸν ἴδιον τόπον μὲ τοὺς πατέρας μου. Θὰ μὲ μεταφέρῃς λοιπὸν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον εἰς τὴν Χαναὰν καὶ θὰ μὲ θάψῃς εἰς τὸ ἰδικόν των μνημεῖον». Καὶ ὁ Ἰωσὴφ τοῦ ἀπάντησε: «Σοῦ ὑπόσχομαι, ὅτι θὰ κάμω ὅπως μοῦ εἶπες».
31 εἶπε δέ· ὄμοσόν μοι. καὶ ὤμοσεν αὐτῷ. καὶ προσεκύνησεν ᾿Ισραὴλ ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ράβδου αὐτοῦ. 31 Του είπε δε ο Ιακώβ· “ορκίσου” και ο Ιωσήφ ωρκίσθη ενώπιον του πατρός του. Τοτε ο Ιακώβ προσεκύνησεν στο άκρον της ράβδου του υιού του, η οποία εσυμβολιζε την βασιλικήν του εξουσίαν. 31 Ὁ Ἰακὼβ ὅμως ἐπέμεινε καὶ τοῦ εἶπεν: «Ὁρκίσου μου ὅτι θὰ τὸ κάμῃς. Καὶ ὁ Ἰωσὴφ ὡρκίσθη εἰς τὸν πατέρα του. Τότε ὁ Ἰσραήλ, ἐπειδὴ ἐπίστευσεν ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἐβοηθοῦσε, ὥστε νὰ μεταφερθῇ ἡ σορός του εἰς τὴν Χαναὰν διὰ νὰ ταφῇ ἐκεῖ, ἔσκυψε καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Θεόν, ἀφοῦ ἀκούμβησε τὴν κεφαλήν του εἰς τὴν ἄκρην τοῦ ραβδιοῦ του, εἰς τὸ ὁποῖον ἐστηρίζετο λόγῳ τῆς γεροντικῆς ἀδυναμίας του. Μὲ τὴν προσκύνησιν αὐτὴν ἐξέφραζε τὴν εὐγνωμοσύνην του πρὸς τὸν Θεόν.