Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:35
Δύση: 20:12
Σελ. 18 ημ.
117-249
16ος χρόνος, 5914η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39 (ΛΘ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΙΩΣΗΦ δὲ κατήχθη εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἐκτήσατο αὐτὸν Πετεφρὴς ὁ εὐνοῦχος Φαραώ, ὁ ἀρχιμάγειρος, ἀνὴρ Αἰγύπτιος, ἐκ χειρῶν τῶν ᾿Ισμαηλιτῶν, οἳ κατήγαγον αὐτὸν ἐκεῖ. 1 Ο Ιωσήφ μετεφέρθη από τους Ισμαηλίτας εις την Αίγυπτον. Εκεί δε ηγόρασεν αυτόν από τους Ισμαηλίτας ο Πετεφρής, ένας από τους αυλικούς, ο αρχιμάγειρος του Φαραώ. 1 Ο Ἰωσὴφ δὲ μετεφέρθη εἰς Αἴγυπτον. Καὶ τὸν ἀγόρασε ἀπὸ τοὺς Ἰσμαηλῖτες ἐμπόρους, οἱ ὁποῖοι τὸν μετέφεραν ἐκεῖ κάτω εἰς τὴν Αἴγυπτον, ὁ Αἰγύπτιος Πετεφρῆς, ὁ εὐνοῦχος τοῦ Φαραώ, ὁ ὁποῖος εἶχεν εἰς τὸ παλάτι τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιμαγείρου.
2 καὶ ἦν Κύριος μετὰ ᾿Ιωσήφ, καὶ ἦν ἀνὴρ ἐπιτυγχάνων καὶ ἐγένετο ἐν τῷ οἴκῳ παρὰ τῷ κυρίῳ αὐτοῦ τῷ Αἰγυπτίῳ. 2 Ο δε Θεός ήτο πάντοτε μαζή με τον Ιωσήφ. Δια τούτο και ήρχοντο όλα εις αυτόν κατ' ευχήν. Εμενε δε στον οίκον του Πετεφρή του Αιγυπτίου αυτού κυρίου του. 2 Καὶ ὁ Κύριος ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσήφ, ἡ δὲ χάρις τοῦ Θεοῦ παρεμέριζεν ὅλες τὶς δυσκολίες, δι’ αὐτὸ εἰς ὅλα τὰ ἔργα του εὐδοκιμοῦσε καὶ ἐπετύγχανε. Καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἐζοῦσε εἰς τὸ σπίτι τοῦ Πετεφρῆ, τοῦ Αἰγυπτίου κυρίου του.
3 ᾔδει δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ, ὅτι ὁ Κύριος ἦν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ὅσα ἐὰν ποιῇ, Κύριος εὐοδοῖ ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ. 3 Ο δε κύριος του Ιωσήφ εγνώριζεν ότι ο Θεός ήτο μαζή με τον Ιωσήφ και ότι όσα αυτός έπραττε, τα έφερεν ο Θεός εις αίσιον πέρας. 3 Ἐγνώριζε δὲ ὁ κύριός του, ὅτι ὁ Θεὸς ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ ὅτι τὸν συνώδευε θεία χάρις καὶ ὅτι ὅσα κάμνει ὁ Ἰωσήφ, κάθε ἔργον καὶ κάθε πρᾶξις, εἶχαν πάντοτε ἐπιτυχημένην ἔκβασιν.
4 καὶ εὗρεν ᾿Ιωσὴφ χάριν ἐναντίον τοῦ κυρίου αὐτοῦ, καὶ εὐηρέστησεν αὐτῷ, καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ πάντα, ὅσα ἦν αὐτῷ, ἔδωκε διὰ χειρὸς ᾿Ιωσήφ. 4 Απέκτησεν ο Ιωσήφ την εκτίμησιν του κυρίου του, ήτο ευάρεστος και αφωσιωμένος εις αυτόν και εκείνος τον διώρισεν επιστάτην εις όλον το σπίτι του· και όλα όσα είχε τα παρέδωσε με εμπιστοσύνην εις τα χέρια του Ιωσήφ. 4 Δι’ ὅλα αὐτὰ καὶ ἐπειδὴ ὅλα τὰ ἔκαμνε μὲ πολλὴν ἀγάπην καὶ προθυμίαν, ὁ δοῦλος Ἰωσὴφ ἀπέκτησε σιγὰ - σιγὰ τὴν ἐκτίμησιν, ἐμπιστοσύνην καὶ εὐαρέσκειαν τοῦ Αἰγυπτίου κυρίου του. Διὰ τοῦτο ὁ Πετεφρῆς διώρισε τὸν Ἰωσήφ, παρ’ ὅλον ὅτι ἦταν νέος, ξένος καὶ δοῦλος, γενικὸν ἐπιστὰτην καὶ οἰκονόμον εἰς τὸ σπίτι του καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του τὰ παρέδωκεν εἰς τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸν ἀφῆκε νὰ τὰ διαχειρίζεται, ὅπως ἔκρινεν ὁ ἴδιος.
5 ἐγένετο δὲ μετὰ τὸ καταστῆναι αὐτὸν ἐπὶ τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ ἐπὶ πάντα, ὅσα ἦν αὐτῷ, καὶ ηὐλόγησε Κύριος τὸν οἶκον τοῦ Αἰγυπτίου διὰ ᾿Ιωσήφ, καὶ ἐγενήθη εὐλογία Κυρίου ἐν πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτῷ ἐν τῷ οἴκῳ καὶ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ. 5 Συνέβη δέ, ώστε, όταν ο Πετεφρής διώρισεν αυτόν επιστάτην στον οίκον του και εις όλα όσα είχεν, ηυλόγησεν ο κύριος τον οίκον του Αιγυπτίου αυτού άρχοντος προς χάριν του Ιωσήφ. Και η ευλογία αυτή απλώθηκε εις όλα όσα υπήρχον στον οίκον του και στους αγρούς του. 5 Ἀπὸ τὴν στιγμήν, ποὺ ὁ Πετεφρῆς διώρισε τὸν Ἰωσὴφ γενικὸν ἐπιστάτην καὶ οἰκονόμον εἰς τὸ σπίτι του καὶ ὅλα, ὅσα εἶχε,τὰ παρέδωκεν εἰς αὐτὸν νὰ τὰ διαχειρίζεται, ὁ Θεὸς εὐλόγησε τὸ σπίτι τοῦ Αἰγυπτίου χάριν τοῦ Ἰωσήφ. Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἦλθε πλούσια εἰς ὅλην τὴν περιουσίαν του, εἰς ὅλον τὸ σπίτι του καὶ εἰς ὅλα τὰ χωράφια του.
6 καὶ ἐπέτρεψε πάντα, ὅσα ἦν αὐτῷ, εἰς χεῖρας ᾿Ιωσὴφ καὶ οὐκ ᾔδει τῶν καθ᾿ αὑτὸν οὐδὲν πλὴν τοῦ ἄρτου, οὗ ἤσθιεν αὐτός. Καὶ ἦν ᾿Ιωσὴφ καλὸς τῷ εἴδει καὶ ὡραῖος τῇ ὄψει σφόδρα. 6 Δια τούτο ο Πετεφρής ενεπιστεύθη όλα όσα είχε πλήρως εις τα χέρια του Ιωσήφ και δεν εγνώριζεν ούτε εφρόντιζε να μάθη τίποτε άλλο πλην της τροφής αυτού. Είχε δε ο Ιωσήφ καλήν και ελκυστικήν εμφάνισιν, ωραιότατον δε το πρόσωπον. 6 Ἕνεκα τούτου ὁ Πετεφρῆς ἀνέθεσεν ἐν λευκῷ ὅλα, ὅσα εἶχεν, εἰς τὰ χέρια τοῦ δούλου τοῦ Ἰωσήφ, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε τόσην ἐμπιστοσύνην, ὥστε ὁ ἴδιος εν ἐγνώριζε τίποτε ἄλλο, οὔτε ἐνδιεφέρετο δι’ ἄλλο τίποτε σχετικὸν μὲ τὶς ὑποθέσεις καὶ τὰ συμφέροντά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ φαγητὸν ποὺ ἔτρωγεν. Ὁ δὲ Ἰωσὴφ δεν ἦταν μόνον ὡραῖος εἰς τὴν ψυχὴν ἦταν ὡραῖος καὶ εἰς τὴν ἐμφάνισιν καὶ εἰς τὸ παράστημα καὶ πάρα πολὺ ὄμορφος εἰς τὸ πρόσωπον.
7 καὶ ἐγένετο μετὰ τὰ ρήματα ταῦτα καὶ ἐπέβαλεν ἡ γυνὴ τοῦ κυρίου αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς ἐπὶ ᾿Ιωσὴφ καὶ εἶπε· κοιμήθητι μετ᾿ ἐμοῦ. 7 Επειτα από τα γεγονότα αυτά, η γυναίκα του Πετεφρή έστρεψε με επιμονήν και με πόθον τα βλέμματά της στον Ιωσήφ και του είπε· “κοιμήσου μαζή μου”. 7 Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Πετεφρῆς τοῦ εἶχεν ἐμπιστευθῆ τὴν ἐξουσίαν ὅλου τοῦ σπιτιοῦ καὶ τῆς περιουσίας του καὶ μετὰ τὶς πολλὲς τιμές, μὲ τὶς ὁποῖες τὸν ἐτίμησεν, ἡ γυναῖκα τοῦ κυρίου του ἐκάρφωσε τὸ βλέμμα της εἰς τὸ ὡραῖον παράστημα καὶ τὸ ὄμορφον πρόσωπον τοῦ Ἰωσὴφ μὲ πονηρὸν σκοπόν· ἐδέχθη κατόπιν τὴν σατανικὴν φωτιὰν τοῦ σαρκικοῦ πάθους εἰς τὴν ψυχήν της καὶ χωρὶς καμμίαν ἐντροπὴν ἐπρότεινεν εἰς τὸν δοῦλον της Ἰωσήφ: «Ἔλα νὰ καιμηθῇς μαζί μου».
8 ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, εἶπε δὲ τῇ γυναικὶ τοῦ κυρίου αὐτοῦ· εἰ ὁ κύριός μου οὐ γινώσκει δι᾿ ἐμὲ οὐδὲν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, καὶ πάντα, ὅσα ἐστὶν αὐτῷ, ἔδωκεν εἰς τὰς χεῖράς μου 8 Αυτός όμως δεν ήθελε και ηρνείτο συνεχώς λέγων εις την γυναίκα του Πετεφρή· “αφού ο κύριός μου έχει τόσην εμπιστοσύνην εις εμέ, ώστε τίποτε πλέον δεν γνωρίζει και δεν παρακολουθεί από τα εν τω οίκω του, μου έχει δε παραδώσει τα πάντα εις τα χέρια μου 8 Ἀλλὰ ὁ σώφρων Ἰωσὴφ δὲν ὑπάκουσε εἰς τὴν πρότασή της οὔτε ἐδέχετο τὰ λόγια τῆς ἀκολάστου γυναικός. Ταυτοχρόνως ἐπροσπαθοῦσε νὰ ἐλευθερώσῃ καὶ ἐκείνην ἀπὸ τὴν μανίαν τοῦ πάθους καὶ τὴν φωτιὰν τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας· διὰ τοῦτο ἔλεγεν εἰς τὴν γυναῖκα τοῦ κυρίου του: «Ἄφοῦ ὁ κύριός μου ἔχει τόσην ἐμπιστοσύνην εἰς ἐμέ, μέχρι σημείου ὥστε τίποτε νὰ μὴ γνωρίζῃ ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ τὶς ὑποθέσεις τοῦ σπιτιοῦ του καὶ ὅλα, ὅσα ἔχει, τὰ παρέδωσε εἰς τὴν ἀπόλυτον διαχείρισίν μου·
9 καὶ οὐχ ὑπερέχει ἐν τῇ οἰκίᾳ ταύτῃ οὐδὲν ἐμοῦ, οὐδὲ ὑπεξῄρηται ἀπ᾿ ἐμοῦ οὐδὲν πλὴν σοῦ, διὰ τὸ σὲ γυναῖκα αὐτοῦ εἶναι, καὶ πῶς ποιήσω τὸ ρῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο, καὶ ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ; 9 και κανείς δεν είναι ανώτερός μου εις αυτήν την οικίαν ούτε έχει εξαιρεθή από την δικαιοδοσίαν μου κανείς, πλην σου η οποία είσαι σύζυγός του, πως εγώ θα πράξω την πονηράν αυτήν πράξιν και θα αμαρτήσω ενώπιον του Θεού;” 9 καὶ ἀφοῦ ὁ κύριός μου ἔχει δώσει τόσην ἐλευθερίαν εὶς ἐμέ, ποὺ εἶμαι ξένος, ὑπηρέτης καὶ αἰχμάλωτός του, καὶ δεν εἶναι εἰς τίποτε ἀνώτερός μου μέσα εἰς αὐτὸ τὸ σπίτι (ἢ κατ’ ἄλλην γραφήν: Καὶ δὲν ὑπάρχει κανένας ἄλλος ἀνώτερός μου εἰς αὐτὸ τὸ σπίτι) οὔτε κρατεῖ τίποτε περισσότερον ἀπὸ ἑμέ, ἐκτὸς ἀπὸ σέ, διότι σὺ εἶσαι γυναῖκα του, πῶς ἐγὼ θὰ κάμω αὐτὴν τὴν τόσον πονηρὰν πρᾶξιν καὶ θὰ ἀτιμάσω ἕνα τέτοιον κύριον; Καὶ τὸ σπουδαιότερον, πῶς ἐγὼ θὰ ἁμαρτήσω ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τοῦ παναγίου Θεοῦ; Διότι καὶ ἂν ἀκόμη διαφύγωμεν τὴν προσοχὴν ὅλων, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποφύγωμεν τὸ ἄγρυπνον βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ βλέπει».
10 ἡνίκα δὲ ἐλάλει τῷ ᾿Ιωσὴφ ἡμέραν ἐξ ἡμέρας, καὶ οὐχ ὑπήκουεν αὐτῇ καθεύδειν μετ᾿ αὐτῆς τοῦ συγγενέσθαι αὐτῇ. 10 Μολονότι δε εκείνη κάθε ημέραν ωμίλει δελεαστικώς προς τον Ιωσήφ και προσεπάθει να τον παρασύρη, εκείνος δεν υπεχώρει, ώστε να κοιμηθή μαζή της και να έλθη εις συνάφειαν με αυτήν. 10 Παρ’ ὅλον ὅτι ἐκείνη ἐπροκαλοῦσε τὸν Ἰωσὴφ καθημερινῶς καὶ παρ’ ὅλον ὅτι ὁ πειρασμὸς τὸν ἐπολιορκοῦσε συνεχῶς, αὐτὸς ἀπέκρουε πάντοτε μὲ σταθερότητα τὶς δελεαστικὲς προτάσεις της νὰ κοιμηθῇ μαζί της καὶ νὰ ἔλθῃ εἰς σαρκικὴν ἕνωσιν μὲ αὐτήν.
11 ἐγένετο δὲ τοιαύτη τις ἡμέρα, καὶ εἰσῆλθεν ᾿Ιωσὴφ εἰς τὴν οἰκίαν ποιεῖν τὰ ἔργα αὐτοῦ, καὶ οὐδεὶς ἦν τῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔσω, 11 Καποιαν όμως ημέραν, όταν ο Ιωσήφ εισήλθεν εις την οικίαν, δια να ασχοληθή με τα συνήθη έργα του, και κανείς άλλος δεν ευρίσκετο στο εσωτερικόν του σπιτιού, 11 Ἐκείνη ὅμως δὲν ἐσταμάτησε τὶς προκλήσεις της. Κάποιαν ἡμέραν ὁ Ἰωσὴφ ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι τοῦ κυρίου του διὰ τὴν συνηθισμένην ὑπηρεσίαν του, διὰ νὰ ἐκτελέσῃ τὰ καθήκοντά του· τὴν ἡμέραν δὲ ἐκείνην δὲν ὑπῆρχε κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ὑπηρετοῦσαν μέσα εἰς τὸ σπίτι.
12 καὶ ἐπεσπάσατο αὐτὸν τῶν ἱματίων λέγουσα· κοιμήθητι μετ᾿ ἐμοῦ. καὶ καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῆς ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν ἔξω. 12 η γυνή του Πετεφρή επωφελήθη από την ευκαιρίαν αυτήν, ετράβηξεν αυτόν από το ένδυμα και του έλεγε· “κοιμήσου μαζή μου”. Ο Ιωσήφ αφήκεν εις τα χέρια της το ιμάτιον αυτού, έφυγε, και εβγήκεν έξω από το σπίτι. 12 Ἡ ἀκόλαστος γυναῖκα τοῦ Πετεφρῆ ἐξεμεταλλεύθη τὴν περίστασιν καὶ ὥρμησεν ἐπάνω εἰς τὸν νέον Ἰωσήφ, τὸν ἐκράτησε σφιγκτὰ ἀπὸ τὰ ροῦχα καὶ τοῦ εἶπε: «Ξάπλωσε εἰς τὸ κρεββάτι μαζί μου». Ἀλλὰ ὁ σώφρων Ἰωσήφ, ἐνισχυόμενος ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, δὲν συγκατετέθη καὶ δὲν ὑπέκυψε. Ἀφοῦ ἀφῆκε τὰ ροῦχα του εἰς τὰ χέρια της, ἔφυγε τρέχοντας καὶ ἐβγῆκε γρήγορα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι σχεδὸν γυμνός.
13 καὶ ἐγένετο ὡς εἶδεν, ὅτι καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῆς ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν ἔξω, 13 Εκείνη, όταν είδεν ότι ο Ιωσήφ αφήσας εις τα χέρια της το ιμάτιόν του, έφυγε και εξήλθεν από το σπίτι, κατελήφθη από αγρίαν μανίαν εκδικήσεως, 13 Ὅταν ἡ Αἰγυπτία εἶδεν, ὅτι ὁ νέος ἐγκατέλειψε τὰ ροῦχα του εἰς τὰ χέρια της καὶ ἔφυγε τρέχοντας καὶ ἐβγῆκε γρήγορα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἐπειδὴ (ἡ Αἰγυπτία) δὲν ὑπέφερε πλέον τὴν ἐντροπὴν καὶ τὴν προσβολὴν ποὺ ἔπαθε, ἀπεφάσισε νὰ τὸν ἐκδικηθῇ.
14 καὶ ἐκάλεσε τοὺς ὄντας ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ εἶπεν αὐτοῖς λέγουσα· ἴδετε, εἰσήγαγεν ἡμῖν παῖδα ῾Εβραῖον ἐμπαίζειν ἡμῖν· εἰσῆλθε πρός με λέγων· κοιμήθητι μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἐβόησα φωνῇ μεγάλῃ· 14 εφώναξε τους ανθρώπους, που ευρισκοντο εις την οικίαν, και τους είπεν· “ιδέτε, το σύζυγός μου έβαλε μέσα στο σπίτι μας αυτόν τον Εβραίον δούλον, δια να μας εξευτελίση. Αυτός εισήλθεν στον κοιτώνα μου και μου είπε· κοιμήσου μαζή μου. Εγώ όμως έβγαλα μεγάλην φωνήν. 14 Ἔτσι ἐκάλεσεν ὅλους, ὅσοι ὑπηρετοῦσαν εἰς τὸ σπίτι της, ἐπεχείρησε δὲ νὰ τοὺς ἐξαπατήσῃ μὲ συκοφαντίες κατὰ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοὺς εἶπε: «Κυττάξετε· ὁ σύζυγός μου ἔφερεν εἰς τὸ σπίτι νὰ μένῃ μαζί μας δοῦλον Ἑβραῖον, διὰ νὰ μᾶς προσβάλῃ καὶ νὰ μᾶς ἐξευτελίσῃ. Αὐτὸς ὁ Ἑβραῖος δοῦλος ἐμπῆκε μὲ ἀνήθικον σκοπὸν εἰς τὸ δωμάτιόν μου καὶ μοῦ εἶπε: «Ξάπλωσε εἰς τὸ κρεββάτι μαζί μοι». Ἐγὼ ὅμως δὲν ἐδέχθηκα καὶ ἐφώναξα ἀμέσως μὲ φωνὴν δυνατήν.
15 ἐν δὲ τῷ ἀκοῦσαι αὐτὸν ὅτι ὕψωσα τὴν φωνήν μου καὶ ἐβόησα, καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ παρ᾿ ἐμοὶ ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν ἔξω. 15 Εκείνος όταν ήκουσεν ότι ύψωσα την φωνήν μου και έκραζα, αφήκεν εις τα χέρια μου το ιμάτιόν του, έφυγε και εβγήκεν από το σπίτι”. 15 Αὐτὸς δέ, μόλις εἶδε ὅτι ἔβαλα τὶς φωνὲς καὶ ἐφώναζα δυνατά, ἀφοῦ ἀφῆκε τὰ ροῦχα του δίπλα μου, ἔφυγε γρήγορα καὶ ἐτρεξεν ἔξω».
16 καὶ καταλιμπάνει τὰ ἱμάτια παρ᾿ ἑαυτῇ, ἕως ἦλθεν ὁ κύριος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 16 Η γυναίκα αυτή αφήκε πλησίον της το ιμάτιον του Ιωσήφ, μέχρις ότου ήλθεν ο σύζυγός της εις την οικίαν, 16 Καὶ ἡ ἀσυνείδητη ἐκείνη γυναῖκα ἐκράτησε καὶ ἐφύλαξε τὰ ρουχα τοῦ ἀθώου καὶ ἀγνοῦ Ἰωσὴφ κοντά της, μέχρις ὅτου ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι του ὁ σύζυγός της.
17 καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ κατὰ τὰ ρήματα ταῦτα λέγουσα· εἰσῆλθε πρός με ὁ παῖς ὁ ῾Εβραῖος, ὃν εἰσήγαγες πρὸς ἡμᾶς, ἐμπαῖξαί μοι καὶ εἶπέ μοι· κοιμηθήσομαι μετὰ σοῦ· 17 προς τον οποίον αυτή είπε τα ίδια λόγια· “Ο Εβραίος αυτός δούλος, τον οποίον συ εισήγαγες γενικόν επόπτην στον οίκον, εισήλθεν στον κοιτώνα μου, δια να με εξευτελίση και μου είπε· θα κοιμηθώ μαζή σου. Αλλά εγώ εφώναξα με όλην μου την δύναμιν. 17 Καὶ τότε διηγήθη εἰς τὸν ἄνδρα της τὴν ἰδίαν συκοφαντικὴν ἱστορίαν καὶ τοῦ εἶπε: «Ἦλθεν εἰς τὸ δωμάτιόν μου ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ὁ Ἑβραῖος, τὸν ὁποῖον ἔφερες εἰς τὸ σπίτι μας καὶ τὸν ἔβαλες γενικὸν διαχειριστήν, διὰ νὰ μὲ προσβάλῃ καὶ νὰ μὲ ἐξευτελίσῃ καὶ μοῦ εἶπε: «Θὰ κοιμηθῶ μαζί σου».
18 ὡς δὲ ἤκουσεν ὅτι ὕψωσα τὴν φωνήν μου καὶ ἐβόησα, καταλιπὼν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ παρ᾿ ἐμοὶ ἔφυγε καὶ ἐξῆλθεν ἔξω. 18 Οταν δε εκείνος ήκουσεν ότι ύψωσα την φωνήν μου και εφώναξα, αφήκε το ιμάτιόν του κοντά μου, έφυγε και εβγήκε έξω από το σπίτι”. 18 Μόλις ὅμως ἄκουσε, ὅτι ἔβαλα τὶς φωνὲς καὶ ἐφώναζα δυνατά, ἀφοῦ ἀφῆκε τὰ ροῦχα του δίπλα μου, ἔφυγε γρήγορα καὶ ἔτρεξεν ἔξω».
19 ἐγένετο δέ, ὡς ἤκουσεν ὁ κύριος αὐτοῦ τὰ ρήματα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, ὅσα ἐλάλησε πρὸς αὐτόν, λέγουσα· οὕτως ἐποίησέ μοι ὁ παῖς σου, καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ. 19 Οταν ο κύριος του Ιωσήφ ήκουσε τα λόγια αυτά της γυναικός του, η οποία του είπεν ότι αυτά μου έκαμεν ο δούλος σου, κατελήφθη από μεγάλην οργήν. 19 Ὅταν ὁ κύριος τοῦ Ἰωσὴφ ἄκουσε τὰ λόγια τῆς συζύγου του καὶ ὅσα τοῦ διηγήθη λέγουσα «αὐτὰ μοῦ ἔκαμε καὶ ἔτσι μοῦ συμπεριεφέρθη ὁ δοῦλος σου», ἄναψε ἀπὸ θυμόν, ἐξωργίσθη.
20 καὶ λαβὼν ὁ κύριος ᾿Ιωσὴφ ἐνέβαλεν αὐτὸν εἰς τὸ ὀχύρωμα, εἰς τὸν τόπον, ἐν ᾦ οἱ δεσμῶται τοῦ βασιλέως κατέχονται ἐκεῖ ἐν τῷ ὀχυρώματι. 20 Και λαβών τον Ιωσήφ τον έρριψεν εις την οχυράν φυλακήν, στον τόπον, όπου οι φυλακισμένοι του βασιλέως κρατούνται κλεισμένοι. 20 Καὶ ἀφοῦ συνέλαβε τὸν ἀθῶον Ἰωσήφ, τὸν ἔρριψεν εἰς τὴν ὠχυρωμένην φυλακήν, εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ὅπου κρατοῦνται κλεισμένοι οἱ βαρυποινίτες τοῦ βασιλέως. Καὶ ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ ὑπέμεινε τὴν ἄδικον φυλάκισιν μὲ σιωπήν, πραότητα καὶ ὑπομονήν.
21 Καὶ ἦν Κύριος μετὰ ᾿Ιωσὴφ καὶ κατέχεεν αὐτοῦ ἔλεος καὶ ἔδωκεν αὐτῷ χάριν ἐναντίον τοῦ ἀρχιδεσμοφύλακος, 21 Ο Κυριος όμως και Θεός ήτο μαζή με τον Ιωσήφ, έστειλεν εις αυτόν το έλεός του, ώστε να βρη ο Ιωσήφ ευμενή υποδοχήν από τον αρχιδεσμοφύλακα. 21 Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος ἦταν μαζὶ μὲ τὸν ἀθῶον καὶ σώφρονα δοῦλον του εἰς τὴν φυλακήν, τὸν συνώδευε μὲ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν του καὶ τὸν εὐλογοῦσε. Ἔκαμε δὲ τὸν ἀρχιδεσμοφύλακα νὰ λυπηθῇ καὶ νὰ συμπαθήσῃ τὸν Ἰωσὴφ καὶ νὰ δείξῃ πρὸς αὐτὸν πολλὴν εὔνοιαν.
22 καὶ ἔδωκεν ὁ ἀρχιδεσμοφύλαξ τὸ δεσμωτήριον διὰ χειρὸς ᾿Ιωσὴφ καὶ πάντας τοὺς ἀπηγμένους, ὅσοι ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ, καὶ πάντα ὅσα ποιοῦσιν ἐκεῖ, αὐτὸς ἦν ποιῶν. 22 Ο αρχιδεσμοφύλαξ, επειδή εγνώρισε την εντιμότητα του Ιωσήφ, του ενεπιστεύθη την φυλακήν και όλους τους εγκλείστους στο δεσμωτήριον. Και έτσι περιήλθον εις τα χέρια του Ιωσήφ όλα, όσα γίνονται στο δεσμωτήριον. 22 Τόση δὲ ἦταν ἡ εὔνοια τοῦ ἀρχιδεσμοφύλακος πρὸς τὸν φυλακισμένον Ἰωσήφ, ὥστε ἐνεπιστεύθη εἰς τὰ χέρια του ὅλην τὴν φυλακὴν καὶ ὅλους, ὅσοι ἐκρατοῦντο εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ δι’ ὅλα, ὅσα ἔπρεπε νὰ γίνουν εἰς τὴν φυλακήν, εἶχεν ὁ Ἰωσὴφ τὴν ἐποπτείαν καὶ ἐκεῖνος τὰ ἐκανόνιζε, τὰ κατηύθυνε καὶ τὰ ἐξουσίαζε.
23 οὐκ ἦν ὁ ἀρχιδεσμοφύλαξ τοῦ δεσμωτηρίου γινώσκων δι᾿ αὐτὸν οὐδέν· πάντα γὰρ ἦν διὰ χειρὸς ᾿Ιωσὴφ διὰ τὸ τὸν Κύριον μετ᾿ αὐτοῦ εἶναι, καὶ ὅσα αὐτὸς ἐποίει, ὁ Κύριος εὐώδου ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ. 23 Ο δε αρχιδεσμοφύλαξ δια την εμπιστοσύνην που είχεν στον Ιωσήφ, τίποτε πλέον δεν εγνώριζεν από όσα εγίνοντο εις την φυλακήν διότι όλα ευρίσκοντο εις την συνετήν διαχείρισιν του Ιωσήφ, επειδή ο Κυριος ήτο μαζή του. Ολα δε όσα έπραττεν ο Ιωσήφ, τα κατευώδωνεν ο Κυριος και ευλογούσε τα έργα των χειρών του. 23 Ὁ ἀρχιδεσμοφύλακας εἶχε τόσον μεγάλην ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν Ἰωσήφ, ὥστε ὁ ἴδιος δὲν ἐγνώριζεν οὔτε ἤθελε νὰ μάθῃ τίποτε ἀπὸ ὅσα ἐγίνοντο εἰς τὴν φυλακήν. Καὶ τοῦτο, διότι ὅλα, ὅσα εὑρίσκοντο εἰς τὴν ἐξουσίαν καὶ τὴν διαχείρισιν τοῦ φυλακισμένου Ἰωσήφ, ἐγίνοντο πολὺ καλά, ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἦταν μαζί του. Ἕνεκα τούτου ὅλα, ὅσα ἔκαμνε καὶ ἐπιχειροῦσε ὁ Ἰωσήφ, ὁ Κύριος τὰ εὐλογοῦσε καὶ τὰ ἐφερνε εἰς αἴσιον πέρας καὶ ἔτσι εἶχαν ὅλα ἐπιτυχημένην ἔκβασιν.