Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28 (ΚΗ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΠΡΟΣΚΑΛΕΣΑΜΕΝΟΣ δὲ ᾿Ισαὰκ τὸν ᾿Ιακὼβ εὐλόγησεν αὐτὸν καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ λέγων· οὐ λήψῃ γυναῖκα ἐκ τῶν θυγατέρων τῶν Χαναναίων· 1 Εκάλεσεν ο Ισαάκ τον Ιακώβ, τον ευλόγησε και του έδωσε πατρικήν υποθήκην και εντολήν λέγων· “δεν θα πάρης σύζυγον από τας θυγατέρας των Χαναναίων· 1 Ο Ἰσαάκ, ἂν καὶ δεν ἐγνώριζε τὰ φονικὰ σχέδια τὸν Ἡσαῦ, ὅταν ἄκουσε τὰ ὅσα τοῦ εἶπεν ἡ Ρεβέκκα, ἐκάλεσε τὸν Ἰακώβ, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ ἔδωκε τὴν πατρικὴν ἐντολήν· «δὲν θὰ πάρῃς σύζυγον ἀπὸ τὶς θυγατέρες τῶν Χαναναίων
2 ἀναστὰς ἀπόδραθι εἰς τὴν Μεσοποταμίαν, εἰς τὸν οἶκον Βαθουὴλ τοῦ πατρὸς τῆς μητρός σου καὶ λάβε σεαυτῷ ἐκεῖθεν γυναῖκα ἐκ τῶν θυγατέρων Λάβαν τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητρός σου. 2 αλλά σήκω και φύγε εις την Μεσοποταμίαν, στον οίκον του Βαθουήλ, του πατρός της μητρός σου, και πάρε σύζυγόν σου από εκεί, από τας θυγατέρας του Λαβαν, του αδελφού της μητρός σου. 2 σήκω καὶ φύγε εἰς τὴν Μεσοποταμίαν· πήγαινε εἰς τὸ σπίτι τοῦ Βαθουήλ, τοῦ πατέρα τῆς μητέρας σου, καὶ πάρε σύζυγον ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν αὐτήν, ἀπὸ τὶς θυγατέρες τοῦ Λάβαν, τοῦ ἀδελφοῦ τῆς μητέρας σου».
3 ὁ δὲ Θεός μου εὐλογήσαι σε καὶ αὐξήσαι σε καὶ πληθύναι σε, καὶ ἔσῃ εἰς συναγωγὰς ἐθνῶν· 3 Ο δε Θεός μου ας σε ευλογήση, ας σε αυξήση και ας σε πληθύνη, και έτσι θα αναδειχθής γενάρχης πολλών λαών. 3 Ὁ γέρων Ἰσαὰκ διὰ νὰ ἐνθαρρύνῃ τὸν Ἰακὼβ ἐπρόσθεσεν· «εἴθε νὰ σὲ εὐλογήσῃ ὁ παντοδύναμος Θεός μου καὶ νὰ σὲ αὐξήσῃ καὶ νὰ σὲ πληθύνῃ καὶ νὰ σὲ ἀναδείξῃ γενάρχην πολλῶν λαῶν·
4 καὶ δῴη σοι τὴν εὐλογίαν ῾Αβραὰμ τοῦ πατρός μου σοὶ καὶ τῷ σπέρματί σου μετὰ σέ, κληρονομῆσαι τὴν γῆν τῆς παροικήσεώς σου, ἣν ἔδωκεν ὁ Θεὸς τῷ ῾Αβραάμ. 4 Είθε να δώση την ευλογίαν του πατρός μου του Αβραάμ εις σε προσωπικώς και στους κατόπιν από σε απογόνους σου, ώστε να κληρονομήσης την χώραν, όπου σήμερον μένεις, και την οποίαν ο Θεός έχει δώσει στον Αβραάμ”. 4 καὶ τὴν εὐλογίαν, ποὺ ἔδωκεν εἰς τὸν πατέρα μου Ἀβραάμ, εἴθε νὰ τὴν δώσῃ καὶ εἰς σὲ τὸν ἴδιον προσωπικῶς καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἀπογόνους σου, ὥστε νὰ κληρονομήσῃς τὴν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν σήμερον κατοικεῖς καὶ τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἔδωκεν ὡς κληρονομίαν εἰς τὸν Ἀβραάμ».
5 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ισαὰκ τὸν ᾿Ιακὼβ καὶ ἐπορεύθη εἰς τὴν Μεσσοποταμίαν πρὸς Λάβαν τὸν υἱὸν Βαθουὴλ τοῦ Σύρου, ἀδελφὸν Ρεβέκκας τῆς μητρὸς ᾿Ιακὼβ καὶ ῾Ησαῦ. 5 Εστειλεν ο Ισαάκ τον Ιακώβ εις την Μεσοποταμίαν, όπου πράγματι αυτός επορεύθη προς τον Λαβαν, τον υιόν Βαθουήλ του Συρου, αδελφόν της Ρεβέκκας, της μητρός του Ιακώβ και του Ησαύ. 5 Ὁ Ἰσαὰκ ἀπέστειλε τὸν υἱόν του εἰς Μεσοποταμίαν μὲ τὴν ἐνθάρρυνσιν αὐτὴν καὶ μὲ τὰ πνευματικὰ αὐτὰ ἐφόδια, ποὺ ὑπενθύμιζαν εἰς τὸν Ἰακὼβ τὴν ἐπιστροφὴν καὶ τὴν κληρονομίαν τῆς χώρας καὶ τὴν αὔξησίν του. Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἐπῆγεν εἰς τὴν Μεσοποταμίαν εἰς τὸν Λάβαν, τὸν υἱὸν τοῦ Βαθουὴλ τοῦ Σύρου, τὸν ἀδελφὸν τῆς Ρεβέκκας, τῆς μητέρας τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Ἡσαῦ.
6 Εἶδε δὲ ῾Ησαῦ ὅτι εὐλόγησεν ᾿Ισαὰκ τὸν ᾿Ιακώβ, καὶ ἀπῴχετο εἰς τὴν Μεσοποταμίαν Συρίας λαβεῖν ἑαυτῷ γυναῖκα ἐκεῖθεν ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ λέγων· οὐ λήψῃ γυναῖκα ἐκ τῶν θυγατέρων τῶν Χαναναίων, 6 Είδεν ο Ησαύ ότι ο Ισαάκ ευλόγησε τον Ιακώβ. Ο Ιακώβ λαβών την ευλογίαν του Ισαάκ ανεχώρησεν εις την Μεσοποταμίαν της Συρίας, δια να πάρη από εκεί σύζυγόν του. Κατά δε την ώραν της ευλογίας του έδωσεν ο πατήρ του την εντολήν· “δεν θα πάρης σύζυγον από τας θυγατέρας των Χαναναίων”. 6 Ὁ Ἡσαῦ ἔμαθεν, ὅτι ὁ Ἰσαὰκ εὐλόγησε τὸν Ἰακὼβ καὶ ὅτι ὁ ἀδελφός του ἔφυγεν εἰς τὴν Μεσοποταμίαν τῆς Συρίας, διὰ νὰ πάρῃ ἀπὸ ἐκεῖ γυναῖκα, συμφώνως πρὸς τὴν ἐντολὴν καὶ τὴν εὐλογίαν τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπεν· «δὲν θὰ πάρῃς γυναῖκα ἀπὸ τὶς θυγατέρες τῶν Χαναναίων».
7 καὶ ἤκουσεν ᾿Ιακὼβ τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθη εἰς τὴν Μεσοποταμίαν Συρίας. 7 Ο Ιακώβ υπήκουσεν στον πατέρα και την μητέρα του, εδέχθη την εντολήν και επορεύθη εις την Μεσοποταμίαν της Συρίας. 7 Ὁ Ἡσαῦ ἐπληροφορήθη ἐπίσης, ὅτι ὁ Ἰακὼβ ἐπειθάρχησεν εἰς τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του καὶ ἀνεχώρησε διὰ τὴν Μεσοποταμίαν τῆς Συρίας.
8 ἰδὼν δὲ καὶ ῾Ησαῦ ὅτι πονηραί εἰσιν αἱ θυγατέρες Χαναὰν ἐναντίον ᾿Ισαὰκ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, 8 Ο δε Ησαύ επειδή είδεν ότι ο πατέρας του είχε κακήν ιδέαν δια τας θυγατέρας των Χαναναίων, δια να ευχαριστήση αυτόν, 8 Ὁ Ἡσαῦ διὰ νὰ ἐξευμενίσῃ καὶ εὐχαριστήσῃ τὸν πατέρα του καὶ διὰ νὰ διορθώσῃ τὸ λάθος του, ποὺ ἐπῆρε γυναῖκες ἀπὸ τοὺς Χαναναίους, τῶν ὁποίων οἱ θυγατέρες ἐφέροντο μὲ ἀσέβειαν καὶ περιφρόνησιν πρὸς τὸν Ἰσαάκ,
9 ἐπορεύθη ῾Ησαῦ πρὸς ᾿Ισμαὴλ καὶ ἔλαβε τὴν Μαελὲθ θυγατέρα ᾿Ισμαὴλ τοῦ υἱοῦ ῾Αβραάμ, ἀδελφὴν Ναβεώθ, πρὸς ταῖς γυναιξὶν αὐτοῦ γυναῖκα. 9 επορεύθη προς την περιοχήν όπου κατοικούσεν ο Ισμαήλ, και εκτός των δύο γυναικών, που είχε, έλαβεν από εκεί και άλλην σύζυγον την Μαελέθ, θυγατέρα του Ισμαήλ, υιού του Αβραάμ, αδελφήν του Ναβεώθ. 9 ἐσηκώθη καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν Ἰσμαήλ (τὸν υἱὸν τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τῆς δούλης τοῦ Ἄγαρ τῆς Αἰγυπτίας). Ἀπὸ αὐτὸν ἐζήτησε καὶ ἐπῆρε ὡς τρίτην σύζυγον, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δύο γυναῖκες ποὺ εἶχε, τὴν Μαελέθ, τὴν κόρην τοῦ Ἰσμαήλ, υἱοῦ τοῦ Ἀβραάμ, τὴν ἀδελφὴν τοῦ Ναβεώθ.
10 Καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιακὼβ ἀπὸ τοῦ φρέατος τοῦ ὅρκου καὶ ἐπορεύθη εἰς Χαρράν. 10 Ο Ιακώβ εν τω μεταξύ ανεχώρησεν από το Φρέαρ του Ορκου, δια να μεταβή εις την Χαρράν της Μεσοποταμίας. 10 Καὶ ὁ Ἰακώβ, ποὺ ἐμεγάλωσεν εἰς τὸ σπίτι καὶ δεν ἔκαμε ποτὲ ὁδοιπορίαν οὕτε ἔζησεν εἰς τὰ ξένα οὔτε εἶχε πεῖραν κακοπαθείας, ἔφυγεν ἀπὸ τὸ πηγάδι τοῦ Ὅρκου, τὴν Βηρσαβεέ, κατευθυνόμενος πρὸς τὴν Χαρρὰν τῆς Μεσοποταμίας.
11 καὶ ἀπήντησε τόπῳ καὶ ἐκοιμήθῃ ἐκεῖ· ἔδυ γὰρ ὁ ἥλιος· καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τῶν λίθων τοῦ τόπου, καὶ ἔθηκε πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ ἐκοιμήθη ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ. 11 Εφθασεν εις κάποιον τόπον, εις την Βαιθήλ, και εκοιμήθη εκεί, διότι είχε δύσει ο ήλιος. Επήρε από τους λίθους του τόπου, έβαλεν αυτούς ως προσκεφάλαιον κάτω από την κεφαλήν του και εκοιμήθη στον τόπον εκείνον. 11 Καὶ ἔφθασεν εἰς κάποιον τόπον, τὴν Βαιθήλ, καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ, διότι ἔδυσεν ὁ ἥλιος καὶ τὸν ἐπιασεν ἡ νύκτα. Καὶ ἐπῆρε πέτρες ἀπὸ ἐκεῖνες, ποὺ ὑπῆρχαν ἐκεῖ, τὶς ἔβαλεν ὡς προσκέφαλον καὶ ἐκοιμήθη εἰς τὸν ἔρημον τόπον ξαπλωμένος εἰς τὸ χῶμα καὶ ἥσυχος μὲ τὴν ἐλπίδα του εἰς τὸν Θεόν.
12 καὶ ἐνυπνιάσθη, καὶ ἰδοὺ κλίμαξ ἐστηριγμένη ἐν τῇ γῇ, ἧς ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινον καὶ κατέβαινον ἐπ᾿ αὐτῆς. 12 Εκεί είδεν ένα όνειρον. Είδε μίαν κλίμακα, της οποίας η βάσις ήτο στερεωμένη εις την γην, η δε κορυφή της έφθανεν στον ουρανόν· άγγελοι δε του Θεού ανέβαινον και κατέβαινον δι' αυτής. 12 Ἐνῷ ἐκοιμᾶτο, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ ἴδῃ ἕνα θεῖον καὶ ἱερὸν δρᾶμα. Εἶδεν εἰς τὸν ὕπνον του τὸ ἑξῆς ὄνειρον: Εἶδε μίαν πανύψηλη σκάλα, τῆς ὁποίας ἡ βάσις ἦταν στηριγμένη εἰς τὸ ἔδαφος, καὶ ἡ κορυφὴ τῆς ἔφθανεν εἰς τὸν οὐρανον. Οἱ δὲ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν ἐπάνω εἰς αὐτήν.
13 ὁ δὲ Κύριος ἐπεστήρικτο ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς ῾Αβραὰμ τοῦ πατρός σου, καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ισαάκ· μὴ φοβοῦ· ἡ γῆ, ἐφ᾿ ἧς σὺ καθεύδεις ἐπ᾿ αὐτῆς, σοὶ δώσω αὐτήν, καὶ τῷ σπέρματί σου. 13 Ο Θεός είχε στηριχθή στο άνω μέρος της κλίμακος αυτής, και είπεν· “εγώ είμαι ο Θεός Αβραάμ, του πατρός σου, και ο Θεός του Ισαάκ. Μη φοβήσαι, διότι αυτήν την γην, επί της οποίας συ τώρα κοιμάσαι, θα δώσω εις σε και στους απογόνους σου. 13 Ὁ δὲ Θεὸς εἶχε στηριχθῇ εἰς τὸ ἐπάνω μέρος τῆς σκάλας καὶ τοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ προφητικὰ καὶ παρηγορητικὰ λόγια: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς Ἀβραάμ, τοῦ πάππου σου, καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαάκ, τοῦ πατέρα σου»· αὐτὸς ποὺ ἐδόξασε καὶ τοὺς δυο τόσον πολύ. «Μὴ φοβῆσαι» λοιπόν· ὅπως ἐξεπλήρωσα τὶς ὑποσχέσεις μου εἰς ἐκείνους, Ἔτσι θὰ κάμω καὶ σὲ ἄξιον τῆς φροντίδος μου. Ἔχε θάρρος, πίστευε εἰς ὅσα σοῦ λέγω. Μὴ νομίσῃς ὅτι, ἐπειδὴ φεύγεις, θὰ στερηθῇς αὐτὴν τὴν γῆν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐγεννήθηκες. «Διότι τὴν γῆν αὐτήν, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν τώρα κοιμᾶσαι, εἰς σὲ θὰ τὴν δώσω καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους σου.
14 καὶ ἔσται τὸ σπέρμα σου ὡς ἡ ἄμμος τῆς γῆς καὶ πλατυνθήσεται ἐπὶ θάλασσαν καὶ ἐπὶ λίβα καὶ ἐπὶ βορρᾶν, καὶ ἐπ᾿ ἀνατολάς, καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου. 14 Οι δε απόγονοί σου θα πληθυνθούν και θα αυξηθούν εις αριθμόν μέγαν ωσάν την άμμον της θαλάσσης, και θα επεκταθούν προς Δυσμάς, προς Νοτον, προς Βορράν και προς Ανατολάς. Ολοι δε οι λαοί της γης, θα ευλογηθούν δια μέσου ενός από τους απογόνους σου (δια του Χριστού). 14 Οἱ δὲ ἀπόγονοί σου θὰ αὐξηθοῦν καὶ θὰ γίνουν ἀναρίθμητοι, ὅπως ἡ ἄμμος τῆς γῆς. Καὶ οἰ ἀπόγονοί σου θὰ ἐπεκταθοῦν πρὸς τὰ δυτικά, ὅπου εἶναι ἡ Μεσόγειος θάλασσα, πρὸς τὰ νότια, πρὸς τὰ βόρεια καὶ πρὸς τὰ ἀνατολικά», δηλαδὴ παντοῦ. «Ὅλες δὲ οἰ φυλὲς τῆς γῆς θὰ λάβουν τὶς εὐλογίες καὶ τὶς χάριτες τοῦ Θεοῦ διὰ σοῦ, διὰ μέσου ἐνὸς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους σου» (τοῦ ἐκλεκτοῦ καὶ ἁγίου καὶ ἀναμαρτήτου Χριστοῦ).
15 καὶ ἰδοὺ ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ διαφυλάσσων σε ἐν τῇ ὁδῷ πάσῃ, οὗ ἂν πορευθῇς, καὶ ἀποστρέψω σε εἰς τὴν γῆν ταύτην, ὅτι οὐ μή σε ἐγκαταλίπω, ἕως τοῦ ποιῆσαί με πάντα ὅσα ἐλάλησά σοι. 15 Και ιδού εγώ είμαι και θα είμαι μαζή σου, θα σε προφυλάσσω και θα σε καθοδηγώ στον κάθε δρόμον σου, οπουδήποτε και αν μεταβής, και θα σε επαναφέρω εις την γην αυτήν. Δεν θα σε εγκαταλείψω και θα πραγματοποιήσω όλα, όσα σου υπεσχέθην”. 15 Σοῦ ὑπόσχομαι ὅμως καὶ ἄλλα: «Νά· ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζί σου, διὰ νὰ σὲ προστατεύω εἰς τὸν μακρινὸν καὶ ἄγνωστον δρόμον, ποὺ βαδίζεις, ὁπουδήποτε καὶ ἂν πᾶς». Μὴ φοβηθῇς δὲ ὅτι θὰ μείνῃς διὰ πάντα εἰς τὴν ξένην χώραν, «διότι ἑγὼ θὰ σὲ φέρω πάλιν πίσω εἰς τὴν γῆν αὐτήν· δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω μέχρις ὅτου πραγματοποιήσω μὲ κάθε ἀκρίβειαν ὅλα, ὅσα σοῦ ἔχω ὑποσχεθῇ».
16 καὶ ἐξηγέρθη ᾿Ιακὼβ ἐκ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ὅτι ἔστι Κύριος ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, ἐγὼ δὲ οὐκ ᾔδειν. 16 Εξύπνησεν ο Ιακώβ από τον ύπνον του και γεμάτος ιερόν δέος είπεν· “ο Κυριος υπάρχει στον τόπον αυτόν και εγώ δεν το εγνώριζα”. 16 Καὶ ἐζυπνησεν ὁ Ἰακὼβ ἀπὸ τὸν ὕπνον τοῦ καὶ εἶπεν: «Ἀληθῶς· ὁ Κύριος εἶναι εἰς αὐτὸν τὸν ἔρημον τόπον καὶ ἑγὼ δὲν τὸ ἐγνωριζα».
17 καὶ ἐφοβήθη καὶ εἶπεν· ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾿ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ. 17 Εφοβήθη και είπε· “πόσον φοβερός είναι ο τόπος αυτός ! Αυτός βεβαίως είναι οίκος Θεού και αυτή είναι η πύλη του ουρανού !” 17 Ἐφοβήθη ὁ Ἰακὼβ τὴν μεγάλην εὔνοιαν τοῦ Θεοῦ καὶ εἶπε: «Πόσον φοβερὸς εἶναι ὁ τόπος αὐτός! Ὁ τόπος αὐτὸς δὲν εἶναι ἔρημος, ὅπως μοῦ ἐφάνη εἰς τὴν ἀρχήν. Αὐτὸς ἀσφαλῶς εἶναι οἶκος καὶ σπίτι τοῦ Θεοῦ· καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ πόρτα, ποὺ συνδέει τὴν γῆν μὲ τὸν οὐῥανόν».
18 καὶ ἀνέστη ᾿Ιακὼβ τὸ πρωΐ καὶ ἔλαβε τὸν λίθον, ὃν ὑπέθηκεν ἐκεῖ πρὸς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ ἔστησεν αὐτὸν στήλην καὶ ἐπέχεεν ἔλαιον ἐπὶ τὸ ἄκρον αὐτῆς. 18 Εξύπνησε δε την πρωΐαν, επήρε τον λίθον, τον οποίον είχε θέσει ως προσκεφάλαιον εις την κεφαλήν του, έστησεν αυτόν ως στήλην εις ανάμνησιν του μεγάλου τούτου γεγονότος, και εις ένδειξιν καθιερώσεως έχυσεν έλαιον εις την κορυφήν αυτής. 18 Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἰακὼβ ἔγινεν ἄξιος τόσον μεγάλου δράματος καὶ εἶδε καὶ αὐτὴν τὴν πόρταν τοῦ οὐρανοῦ, ὅταν ἐσηκώθη τὸ πρωί, ἐπῆρε τὴν πέτραν, ποὺ ἔβαλεν ὡς προσκέφαλον διὰ νὰ κοιμηθῇ, καὶ τὴν ἔστησεν ὀρθίαν ὡς κολώναν ἀναμνηστικὴν καὶ ἔχυσε λάδι εἰς τὸ ἐπάνω μέρος τῆς κολώνας. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐφανέρωνε, ὅτι τὸ στήσιμον τῆς κολώνας ἐκείνης δὲν ἦταν κάτι τὸ συνηθισμένον, ἀλλὰ κτίσμα ἱερόν, τὸ ὁποῖον καθαγιάζεται.
19 καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Οἶκος Θεοῦ· καὶ Οὐλαμλοὺζ ἦν ὄνομα τῇ πόλει τὸ πρότερον. 19 Ωνόμασε δε τον τόπον εκείνον “Οίκος Θεού”. Η πόλις, κοντά εις την οποίαν εκοιμήθη, ωνομάζετο την εποχήν εκείνην Ουλαμλούζ. 19 Καὶ διὰ νὰ μείνῃ ἡ ἐνθύμησις τοῦ γεγονότος ἐκείνου εἰς τοὺς μεταγενεστέρους, ὠνόμασε τὸν τόπον Βαιθήλ, ποὺ σημαίνει «οἶκος Θεοῦ». Τὸ ὄνομα τῆς πόλεως ἐκείνης, κοντὰ εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε κοιμηθή, ἦταν τότε Οὐλαμλούζ.
20 καὶ ηὔξατο ᾿Ιακὼβ εὐχὴν λέγων· ἐὰν ᾖ Κύριος ὁ Θεὸς μετ᾿ ἐμοῦ καὶ διαφυλάξῃ με ἐν τῇ ὁδῷ ταύτῃ, ᾗ ἐγὼ πορεύομαι, καὶ δῷ μοι ἄρτον φαγεῖν καὶ ἱμάτιον περιβαλέσθαι 20 Εκαμε δε εκεί ο Ιακώβ τάξιμον και είπεν· “εάν ο Κυριος και Θεός είναι μαζή μου και με διαφύλαξη στον δρόμον, τον οποίον εγώ βαδίζω, και μου δώση άρτον προς τροφήν και ιμάτιον εις ενδυμασίαν, μου δώση όσα μου χρειάζονται κατά τους χρόνους της ξενητιάς μου, 20 Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἰακὼβ ἀνέπεμψεν εἰς τὸν φιλάνθρωπον Θεὸν εὐχὴν γεμάτην εὐγνωμοσύνην καὶ βαθεῖαν εὐσέβειαν, ἔκαμε τάξιμον καὶ εἶπεν: «Ἐὰν ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς εἶναι μαζί μου καὶ μὲ προφυλάξῃ εἰς τὸν τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον πηγαίνω· ἐάν μοῦ δώσῃ ὁ Κύριος ὄχι πολλὰ πράγματα, ἀλλὰ μόνον ψωμὶ διὰ νὰ φάγω καὶ ροῦχα διὰ νὰ σκεπάσω τὴν γυμνότητά μου, δηλαδὴ τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα διὰ τὴν ζωὴν καὶ τὴν συντήρησίν μου·
21 καὶ ἀποστρέψῃ με μετὰ σωτηρίας εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου, καὶ ἔσται Κύριός μοι εἰς Θεόν, 21 εάν με καθοδηγήση και επιστρέψω πάλιν σώος στο σπίτι του πατρός μου, αυτός θα είναι ο Κυριος μου και ο Θεός μου. 21 καὶ ἐάν με βοηθήσῃ νὰ ἐπιστρέψω πάλιν εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου χωρὶς νὰ πάθω τίποτε», ὅπως ἀκριβῶς μοῦ τὸ ὑπεσχέθη, τότε θὰ ἀφοσιωθῶ ἐξ ὁλοκλήρου εἰς αὐτόν· «αὐτὸν θὰ ἀναγνωρίζω με τὰ λόγια καὶ τὴν ζωήν μου Κύριόν μου καὶ Θεόν μου.
22 καὶ ὁ λίθος οὗτος, ὃν ἔστησα στήλην, ἔσται μοι οἶκος Θεοῦ, καὶ πάντων, ὧν ἐάν μοι δῷς, δεκάτην ἀποδεκατώσω αὐτά σοι. 22 Και ο λίθος αυτός, τον οποίον εγώ έστησα όρθιον εις ανάμνησιν του γεγονότος, θα γίνη ο θεμέλιος λίθος του ναού του Θεού. Από όλα δε τα αγαθά, όσα ήθελε μου δώσει ο Θεός, εγώ θα προσφέρω εις αυτόν το εν δέκατον”. 22 Καὶ ἡ πέτρα αὐτή, τὴν ὁποίαν ἔστησα ἐδῶ ὡς ἀνάμνηστικὴν κολώναν, θὰ γίνη ὁ θεμέλιος λίθος τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ θυσιαστηρίου, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ λατρεύω τὸν Θεόν. Τὸ θυσιαστήριον τοῦτο, Κύριε, δὲν θὰ εἶναι ἁπλῶς ἕνας σωρὸς ἀπὸ πέτρες, ἀλλὰ εἰς αὐτὸ θὰ προσφέρω εἰς Σὲ τὸ ἕνα δέκατον ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ εἰσοδήματα, τὰ ὁποῖα θά μου δώσῃς».