Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:35
Δύση: 20:12
Σελ. 18 ημ.
117-249
16ος χρόνος, 5914η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34 (ΛΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΞΗΛΘΕ δὲ Δείνα ἡ θυγάτηρ Λείας, ἣν ἔτεκε τῷ ᾿Ιακώβ, καταμαθεῖν τὰς θυγατέρας τῶν ἐγχωρίων. 1 Η Δείνα, η θυγάτηρ του Ιακώβ και της Λείας, εβγήκεν από την περιοχήν, όπου είχεν εγκατασταθή ο πατήρ της, δια να γνωρίση τας γυναίκας της πόλεως Συχέμ. 1 Κάποιαν ἡμέραν ἡ Δείνα, ἡ θυγατέρα τὴν ὁποίαν ἡ Λεία ἐγέννησεν εἰς τὸν Ἰακώβ, ἔφυγεν ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἔμενεν ὁ Ἰακὼβ καὶ ἐπῆγε νὰ ἐπισκεφθῇ, να περιεργασθῇ καὶ νὰ γνωρίσῃ τὶς θυγατέρες τῶν κατοίκων τῆς Συχέμ.
2 καὶ εἶδεν αὐτὴν Συχὲμ ὁ υἱὸς ᾿Εμμὼρ ὁ Εὐαῖος, ὁ ἄρχων τῆς γῆς καὶ λαβὼν αὐτήν, ἐκοιμήθη μετ᾿ αὐτῆς καὶ ἐταπείνωσεν αὐτήν. 2 Ο Συχέμ, ο υιός του Εμμώρ, ο ανήκων εις την φυλήν των Ευαίων, άρχων της χώρας εκείνης, ήρπασε την Δείναν, εκοιμήθη μετ' αυτής και την διέφθειρε. 2 Καὶ τὴν εἶδεν ὁ Συχέμ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἐμμώρ, ὁ ὁποῖος ἀνῆκεν εἰς τὴν φυλὴν τῶν Εὐαίων (ἢ τῶν Χορραίων) καὶ ἦταν ὁ ἄρχων καὶ ὁ ἡγεμὼν τῆς περιοχῆς αὐτῆς, τὴν ἅρπαξε καὶ τὴν ἐπῆγεν εἰς τὸ σπίτι του, ἐκοιμήθη μαζί της καὶ τὴν ἐβίασε.
3 καὶ προσέσχε τῇ ψυχῇ Δείνας τῆς θυγατρὸς ᾿Ιακὼβ καὶ ἠγάπησε τὴν παρθένον καὶ ἐλάλησε κατὰ τὴν διάνοιαν τῆς παρθένου αὐτῇ. 3 Και προσεκολλήθη με όλην του την ψυχήν εις την Δείναν, την θυγατέρα του Ιακώβ, ωμίλησε προς αυτήν κατά την καρδίαν της, ώστε την κατέκτησε. 3 Ἡ καρδιᾲ τοῦ Συχὲμ εἶχεν αἰχμαλωτισθῆ τελείως ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰν τῆς Δεῖνας, τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰακώβ, καὶ ἔτσι ἐρωτεύθηκε τὴν νεαρὰν κόρην καὶ ἐπροσπάθησε μὲ λόγια, ποὺ ἦσαν ἱκανὰ νὰ κερδίσουν τὴν ἀγάπην της,νὰ τὴν παρασύρῃ καὶ νὰ τὴν κατακτήσῃ.
4 εἶπε Συχὲμ πρὸς ᾿Εμμὼρ τὸν πατέρα αὐτοῦ λέγων· λαβέ μοι τὴν παῖδα ταύτην εἰς γυναῖκα. 4 Είπε δε ο Συχέμ προς τον πατέρα του τον Εμμώρ· “φρόντισε με κάθε τρόπον, να πάρω σύζυγόν μου την κόρην αυτήν”. 4 Καὶ ὁ Συχὲμ ἐμίλησεν εἰς τὸν πατέρα τοῦ Ἐμμὼρ καὶ τοῦ εἶπε: «Φρόντισε νὰ πάρω τὴν κόρην αὐτὴν ὡς γυναῖκα μου».
5 ᾿Ιακὼβ δὲ ἤκουσεν, ὅτι ἐμίανεν ὁ υἱὸς ᾿Εμμὼρ Δείναν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ· οἱ δὲ υἱοὶ αὐτοῦ ἦσαν μετὰ τῶν κτηνῶν αὐτοῦ ἐν τῷ πεδίῳ. παρεσιώπησε δὲ ᾿Ιακὼβ ἕως τοῦ ἐλθεῖν αὐτούς. 5 Ο Ιακώβ επληροφορήθη ότι ο υιός του Εμμώρ διέφθειρε την θυγατέρα του, την Δείναν. Τα παιδιά του ευρίσκοντο με τα κοπάδια εις την πεδιάδα. Δεν είπε δε τίποτε, έως ότου επέστρεψαν τα παιδιά του. 5 Ὁ Ἰακὼβ ἐπληροφορήθη, ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Ἐμμώρ διέφθειρε καὶ ἀτίμασε τὴν θυγατέρα του Δείναν. Οἱ δὲ υἱοὶ τοῦ ἦσαν ἔξω εἰς τὰ χωράφια καὶ ἔβοσκαν τὰ ζῶα του. Διὰ τοῦτο ὁ Ἰακὼβ ἔσφιξε τὴν καρδιά του, συνεκράτησε τὴν στενοχώριαν του καὶ ἐσιώπησε· δεν εἶπεν οὔτε ἔκαμε τίποτε μέχρις ὅτου ἐπέστρεψαν τὰ παιδιά του.
6 ἐξῆλθε δὲ ᾿Εμμὼρ ὁ πατὴρ Συχὲμ πρὸς ᾿Ιακὼβ λαλῆσαι αὐτῷ. 6 Εν τω μεταξύ ο Εμμώρ, ο πατήρ του Συχέμ, μετέβη προς τον Ιακώβ, δια να συνομιλήση μαζή του σχετικά με την υπόθεσιν αυτήν. 6 Ἐπῆγε δὲ ὁ Ἐμμώρ, ὁ πατέρας τοῦ Συχέμ, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, εἰς τὸ μέρος ὅπου κατοικοῦσε ὁ Ἰακὼβ καὶ τὸν συνήντησε διὰ νὰ τοῦ ὁμιλήσῃ περὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ.
7 οἱ δὲ υἱοὶ ᾿Ιακὼβ ἦλθον ἐκ τοῦ πεδίου· ὡς δὲ ἤκουσαν, κατενύγησαν οἱ ἄνδρες, καὶ λυπηρὸν ἦν αὐτοῖς σφόδρα, ὅτι ἄσχημον ἐποίησεν ἐν ᾿Ισραὴλ κοιμηθεὶς μετὰ τῆς θυγατρός ᾿Ιακώβ, καὶ οὐχ οὕτως ἔσται. 7 Τοτε δε τα παιδιά του Ιακώβ επέστρεψαν από την πεδιάδα. Οταν δε ήκουσαν το γεγονός, επληγώθησαν και ηγανάκτησαν, διότι τους εφάνη πάρα πολύ οδυνηρόν το κακόν, το οποίον ο Συχέμ έκαμεν εναντίον της οικογενείας Ισραήλ κοιμηθείς με την θυγατέρα του Ιακώβ. Κατ ουδένα λόγον δεν έπρεπε να έχη γίνει τούτο. 7 Οἱ υἱοὶ τοῦ Ἰακὼβ ἐπέστρεψαν ἐν τῷ μεταξὺ ἀπὸ τὰ χωράφια. Ὅταν ἄκουσαν τὸ γεγονός, ἐπληγώθησαν καὶ ἐταράχθησαν ὠργίσθησαν καὶ ἐλυπήθησαν πάρα πολύ, διότι ὁ Συχὲμ μὲ τὸ νὰ κοιμηθῆ μὲ τὴν θυγατέρα τοῦ Ἰακὼβ καὶ νὰ τὴν βιάσῃ διέπραξεν ἀτιμίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐπρόσβαλε τοὺς Ἰσραηλῖτες, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἔπρεπε ποτὲ νὰ γίνῃ. Τὴν μεγάλην αὐτὴν προσβολὴν δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τὴν ἀνεχθοῦν.
8 καὶ ἐλάλησεν ᾿Εμμὼρ αὐτοῖς λέγων· Συχὲμ ὁ υἱός μου προείλετο τῇ ψυχῇ τὴν θυγατέρα ὑμῶν· δότε οὖν αὐτὴν αὐτῷ γυναῖκα 8 Ο Εμμώρ ωμίλησε τότε προς τον πατέρα και τους αδελφούς της Δείνας και είπεν· “η καρδιά του παιδιού μου, του Συχέμ, έχει ισχυρότατα προσκολληθή εις την θυγατέρα αας. Δώστε λοιπόν, σας παρακαλώ, αυτήν ως σύζυγόν του. 8 Ὁ Ἐμμώρ, ὁ πατέρας τοῦ Συχέμ, τοὺς ἐμίλησε καὶ τοὺς εἶπεν: «Ὁ υἱός μου Συχὲμ ἔχει ἐρωτευθῇ δυνατὰ τὴν Θυγατέρα σας· διὰ τοῦτο παρακαλῶ, δῶστε την, ὥστε νὰ νυμφευθῇ καὶ να γίνῃ σύζυγός του.
9 καὶ ἐπιγαμβρεύσασθε ἡμῖν· τὰς θυγατέρας ὑμῶν δότε ἡμῖν καὶ τὰς θυγατέρας ἡμῶν λάβετε τοῖς υἱοῖς ὑμῶν. 9 Από εδώ δε και στο εξής ας γίνωνται αμοιβαίοι γάμοι μεταξύ των λαών μας. Δώστε μας τας θυγατέρας σας ως συζύγους και πάρετε τας θυγατέρας μας ως συζύγους των υιών σας. 9 Ἂς συμφωνήσωμεν δὲ νὰ γίνωνται μεταξύ μας ἀμοιβαῖοι γάμοι. Δῶστε τὶς θυγατέρες σας εἰς γάμον μὲ τοὺς ἄνδρες τῆς φυλῆς μας· καὶ τὶς θυγατέρες μας λάβετε ὡς συζύγους διὰ τοὺς υἱοὺς τῆς φυλῆς σας.
10 καὶ ἐν ἡμῖν κατοικεῖτε, καὶ ἡ γῆ ἰδοὺ πλατεῖα ἐναντίον ὑμῶν· κατοικεῖτε καὶ ἐμπορεύεσθε ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ ἐγκτᾶσθε ἐν αὐτῇ. 10 Να κατοικήτε δε ελευθέρως μαζή μας. Η ιδική μας χώρα είναι μεγάλη και ευρύχωρος ενώπιόν σας. Κατοικείτε εις αυτήν και κινείσθε με ελευθερίαν όπου θέλετε, και αποκτήσατε ιδιοκτησίας εις αυτήν”. 10 Ἔτσι σεῖς θὰ ἠμπορέσετε νὰ μένετε καὶ νὰ κατοικῆτε εἰς τὴν χώραν μας. Νά, ἡ γῆ μας εἶναι πλατειά, εἶναι ἀνοικτὴ ἐμπρός σας καὶ σᾶς προσφέρεται· ὅλοι ἠμποροῦμεν νὰ χωρέσωμεν ἄνετα εἰς αὐτήν. Κατοικῆστε μεταξύ μας, κάνετε τὸ ἐμπόριον σας, κυκλοφορεῖτε ἐλεύθερα, καλλιεργεῖτε τὴν γῆν, ἐγκατασταθῆτε μονίμως εἰς αὐτὴν καὶ ἀποκτῆστε ἐδῶ περιουσίαν».
11 εἶπε δὲ Συχὲμ πρὸς τὸν πατέρα αὐτῆς καὶ πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῆς· εὕροιμι χάριν ἐναντίον ὑμῶν, καὶ ὃ ἐὰν εἴπητε, δώσομεν. 11 Ο ίδιος δε ο Συχέμ παρεκάλεσε τον πατέρα της Δείνας και τους αδελφούς της λέγων· “ας εύρω χάριν ενώπιόν σας και ας γίνη δεκτή η αίτησίς μας, και ο,τι μας ζητήσετε θα σας το δώσωμεν. 11 Κατόπιν ὁ Συχέμ, ποὺ ἔβλεπε τὴν φροντίδα τοῦ πατέρα του δι' αὐτὸν καὶ τὴν προθυμίαν του ὅλα νὰ τὰ πράξῃ προκειμένου νὰ τοῦ δοθῇ ὡς σύζυγος ἡ Δείνα, εἶπεν εἰς τὸν Ἰακὼβ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς κόρης: «Εἴθε νὰ εὕρω αὐτὴν τὴν χάριν ἐνώπιόν σας καὶ νὰ γίνῃ δεκτὴ ἡ αἴτησίς μας καὶ ὅ,τι ζητήσετε θὰ σᾶς τὸ δώσωμεν.
12 πληθύνατε τὴν φερνὴν σφόδρα, καὶ δώσω καθότι ἂν εἴπητέ μοι, καὶ δώσατέ μοι τὴν παῖδα ταύτην εἰς γυναῖκα. 12 Αυξήσατε πολύ την προίκα και θα σας δώσω ο,τι μου είπετε, αρκεί να μου δώσετε την κόρην αυτήν ως σύζυγον”. 12 Πέστε μου τί δῶρα ἐπιθυμεῖτε· αὐξῆστε τὸ ἀντίτιμον τῆς προῖκας διὰ τὴν νύμφην ὅσον θέλετε· θὰ σᾶς δώσω ὅ,τι μοῦ ζητήσετε· μόνον δεχθῆτε νὰ μοῦ δώσετε τὴν κόρην αὐτὴν ὡς σύζυγον».
13 ἀπεκρίθησαν δὲ οἱ υἱοὶ ᾿Ιακὼβ τῷ Συχὲμ καὶ ᾿Εμμὼρ τῷ πατρὶ αὐτοῦ μετὰ δόλου καὶ ἐλάλησαν αὐτοῖς, ὅτι ἐμίαναν Δείνα τὴν ἀδελφὴν αὐτῶν, 13 Τα παιδιά του Ιακώβ απεκρίθησαν με δολιότητα στον Συχέμ και τον Εμμώρ, διότι ήθελαν να τους εκδικηθούν, επειδή διέφθειραν την αδελφήν των την Δείναν, 13 Οἱ υἱοὶ τοῦ Ἰακὼβ ἐμίλησαν εἰς τὸν Συχὲμ καὶ εἰς τὸν πατέρα τοῦ Ἐμμὼρ μὲ πονηρίαν καὶ δόλον, χωρὶς νὰ τοῦ φανερώσουν τὶς πραγματικὲς τῶν σκέψεις καὶ ἀποφάσεις. Τοῦτο τὸ ἔκαμαν, ἐπειδὴ εἶχαν σκοπὸν νὰ τοὺς ἐκδικηθοῦν, διότι διέφθειραν καὶ ἐπρόσβαλαν τὴν ἀδελφήν των Δείναν.
14 καὶ εἶπαν αὐτοῖς Συμεὼν καὶ Λευὶ οἱ ἀδελφοὶ Δείνας· οὐ δυνησόμεθα ποιῆσαι τὸ ρῆμα τοῦτο, δοῦναι τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν ἀνθρώπῳ, ὃς ἔχει ἀκροβυστίαν· ἔστι γὰρ ὄνειδος ἡμῖν. 14 και είπαν προς αυτούς οι αδελφοί της Δείνας, ο Συμεών και ο Λευϊ· “δεν θα ημπορέσωμεν να εκπληρώσωμεν το αίτημά σας, να δώσωμεν την αδελφήν μας εις άνθρωπον απερίτμητον, διότι τούτο αποτελεί μεγάλην εντροπήν δι' ημάς. 14 Ὁ Συμεὼν καὶ ὁ Λευΐ, οἱ ἀδελφοὶ τῆς Δεῖνας (ἀπὸ τὴν ἰδίαν μητέρα, τὴν Λείαν) ὑπεκρίθησαν, ὅτι οἰ προτάσεις τοὺς ἐφάνησαν καλές, ἀλλὰ παρουσιάζετο ὡς ἐμπόδιον λόγος θρησκευτικός. Ἀπάντησαν λοιπὸν εἰς τὸν Ἐμμὼρ καὶ εἰς τὸν Συχέμ: «Δὲν θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ ἐκπληρώσωμεν τὸ αἴτημά σας, νὰ δώσωμεν δηλαδὴ τὴν ἀδελφήν μας ὡς σύζυγον εἰς ἄνθρωπον, ποὺ δεν ἔχει ὑποστῇ περιτομήν. Κάτι τέτοιο θεωρεῖται ἀπὸ ἡμᾶς ἐντροπὴ καὶ ἀσέβεια μεγάλη.
15 μόνον ἐν τούτῳ ὁμοιωθησόμεθα ὑμῖν κα’Ι κατοικήσομεν ἐν ὑμῖν, ἐὰν γένησθε ὡς ἡμεῖς καὶ ὑμεῖς ἐν τῷ περιτμηθῆναι ὑμῶν πᾶν ἀρσενικόν. 15 Μονον δια της πράξεως αυτής θα γίνωμεν όμοιοί σας και θα κατοικήσωμεν μαζή σας, εάν δηλαδή σεις γίνετε όπως ημείς, εάν περιτμηθή κάθε αρσενικόν τέκνον σας. 15 Μόνον τότε θὰ συμφωνήσωμεν μαζί σας καὶ θὰ κατοικήσωμεν μεταξύ σας, ἐὰν καὶ σεῖς γίνετε ὅπως εἴμεθα ἐμεῖς· ἐὰν δηλαδὴ ὑποβάλετε εἰς περιτομὴν ὅλα τὰ ἀρσενικὰ πρόσωπα.
16 καὶ δώσομεν τὰς θυγατέρας ἡμῶν ὑμῖν καὶ ἀπό τῶν θυγατέρων ὑμῶν ληψόμεθα ἡμῖν γυναῖκας καὶ οἰκήσομεν παρ᾿ ὑμῖν καὶ ἐσόμεθα ὡς γένος ἕν. 16 Τοτε θα δώσωμεν τας θυγατέρας μας εις σας ως συζύγους, και ημείς θα πάρωμεν από τας θυγατέρας σας ως συζύγους, θα κατοικήσωμεν κοντά σας και θα γίνωμεν ως εάν είμεθα μία φυλή. 16 Τότε θὰ δώσωμεν τὶς θυγατέρες μας εἰς σᾶς ὡς συζύγους καὶ ἐμεῖς θὰ λάβωμεν ὡς γυναῖκες τὶς θυγατέρες σας καὶ θὰ κατοικήσωμεν κοντά σας καὶ θὰ γίνωμεν ὡς ἕνας λαός, ὡς μία φυλή.
17 ἐὰν δὲ μὴ εἰσακούσητε ἡμῶν τοῦ περιτεμέσθαι, λαβόντες τὴν θυγατέρα ἡμῶν ἀπελευσόμεθα. 17 Εάν όμως δεν δεχθήτε την πρότασίν μας και δεν θελήσετε να περιτμηθήτε, ημείς θα πάρωμεν την κόρην μας την Δείναν και θα φύγωμεν”. 17 Ἐὰν ὅμως δὲν ἀποδεχθῆτε τὴν πρότασίν μας καὶ δὲν δεχθῆτε νὰ περιτμηθῆτε, τότε θὰ ἀποχωρήσωμεν, ἀφοῦ πάρωμεν μαζί μας τὴν θυγατέρα μας Δείναν».
18 καὶ ἤρεσαν οἱ λόγοι ἐναντίον ᾿Εμμὼρ καὶ ἐναντίον Συχὲμ τοῦ υἱοῦ ᾿Εμμώρ. 18 Ηρεσαν οι λόγοι αυτοί στον Εμμώρ και τον υιόν του Συχέμ. 18 Τὰ λόγια αὐτὰ καὶ οἱ ὅροι τῶν παιδιῶν τοῦ Ἰακὼβ ἄρεσαν εἰς τὸν Ἐμμὼρ καὶ εἰς τὸν Συχέμ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἐμμώρ. Ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ πάρουν τὴν κόρην, δὲν εὑρῆκαν ἀπαράδεκτον οὔτε βαρειὰν τὴν πρότασιν.
19 καὶ οὐκ ἐχρόνισεν ὁ νεανίσκος τοῦ ποιῆσαι τὸ ρῆμα τοῦτο· ἐνέκειτο γὰρ τῇ θυγατρὶ ᾿Ιακώβ· αὐτὸς δὲ ἦν ἐνδοξότατος πάντων τῶν ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. 19 Δεν εβράδυνε δε ο νεαρός Συχέμ να περιτμηθή, διότι είχε δώσει πλέον την καρδιά του εις την θυγατέρα του Ιακώβ. Αυτός δε ήτο ενδοξότατος μεταξύ όλων εις την οικογένειαν του πατρός του. 19 Καὶ ὁ νεαρὸς Συχὲμ δὲν ἐδίστασεν οὔτε καθυστέρησε νὰ κάμῃ αὐτό, ποὺ τοῦ ἐζήτησαν τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακώβ, διότι ἀγαποῦσε μὲ δυνατὸν ἔρωτα τὴν θυγατέρα τοῦ Ἰακώβ· αὐτὸς δὲ (ὁ Συχὲμ) ἦταν ὁ πλέον ἰσχυρός, λαμπρὸς καὶ σπουδαῖος ἀπὸ ὅλην τὴν οἰκογένειαν τοῦ πατέρα του.
20 ἦλθε δὲ ᾿Εμμὼρ καὶ Συχὲμ ὁ υἱὸς αὐτοῦ πρὸς τὴν πύλην τῆς πόλεως αὐτῶν καὶ ἐλάλησαν πρὸς τοὺς ἄνδρας τῆς πόλεως αὐτῶν λέγοντες· 20 Ο Εμμώρ και ο Συχέμ, ο υιός του, ήλθον εις την πύλην της πόλεως, στον τόπον της συγκεντρώσεως των ανδρών, ελάλησαν προς τους άνδρας της πόλεως και είπαν προς αυτούς· 20 Ἐπῆγαν δὲ ὁ Ἐμμὼρ καὶ ὁ υἱός του ὁ Συχὲμ εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως των, ποὺ ἦταν ὁ τόπος συναντήσεως καὶ ἐκδικάσεως ὅλων τῶν δημοσίων καὶ ἰδιωτικῶν ὑποθέσεων. Ἐκεῖ συνεζήτησαν μὲ τοὺς συμπολίτες των, τοὺς ἐμίλησαν καὶ τοὺς εἶπαν:
21 οἱ ἄνθρωποι οὗτοι εἰρηνικοί εἰσι, μεθ᾿ ἡμῶν οἰκείτωσαν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐμπορευέσθωσαν αὐτήν, ἡ δὲ γῆ ἰδοὺ πλατεῖα ἐναντίον αὐτῶν. τὰς θυγατέρας αὐτῶν ληψόμεθα ἡμῖν γυναῖκας καὶ τὰς θυγατέρας ἡμῶν δώσομεν αὐτοῖς. 21 “Αυτοί οι άνθρωποι είναι ειρηνικοί, ας κατοικήσουν μαζή με ημάς εις την χώραν αυτήν, ας κινούνται ελευθέρως εις αυτήν και ας την εκμεταλλεύωνται. Η χώρα μας άλλωστε είναι ευρύχωρος ενώπιον αυτών και έχει ανάγκην από την εργασίαν των. Τας θυγατέρας των θα τας λάβωμεν ημείς ως συζύγους και θα δώσωμεν εις αυτούς ως συζύγους τας θυγατέρας μας. 21 «Οἱ ξένοι αὐτοὶ ἄνθρωποι (ὁ Ἰακὼβ καὶ τὰ παιδιά του) εἶναι φιλικοὶ ἀπέναντί μας· εἶναι καλοδιάθετοι, εἰρηνικοὶ καὶ συμβιβαστικοί· ἂς τοὺς ἐπιτρέψωμεν νὰ κατοικήσουν μαζί μας εἰς τὴν γῆν αὐτήν, νὰ κινοῦνται καὶ νὰ ἐμπορεύωνται ἐλεύθερα. Νά· ἡ γῆ μᾶς εἶναι πλατειὰ καὶ εὐρύχωρη, ὥστε νὰ χωρῇ ἄνετα καὶ αὐτούς. Ἂς λάβωμεν τὶς θυγατέρες των ὡς γυναῖκας μας καὶ ἂς δώσωμεν καὶ ἐμεῖς εἰς αὐτοὺς τὶς θυγατέρες μας.
22 ἐν τούτῳ μόνον ὁμοιωθήσονται ἡμῖν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κατοικεῖν μεθ᾿ ἡμῶν, ὥστε εἶναι λαὸν ἕνα, ἐν τῷ περιτεμέσθαι ἡμῶν πᾶν ἀρσενικόν, καθὰ καὶ αὐτοὶ περιτέτμηνται. 22 Κατά τούτο μόνον θα γίνουν οι άνθρωποι αυτοί όμοιοι με ημάς, δια να κατοικούν μαζή μας, ώστε να γίνωμεν ένας λαός, εάν περιτμηθή κάθε αρσενικόν τέκνον μας, όπως και αυτοί έχουν περιτμηθή. 22 Οἱ ἄνθρωποι ὅμως αὐτοὶ τότε μόνον θὰ συμφωνήσουν νὰ κατοικήσουν καὶ νὰ ζήσουν μεταξύ μας, ὥστε νὰ γίνωμεν ἕνας λαός, μία φυλή, ἐὰν ὑποβάλωμεν εἰς περιτομὴν κάθε ἀρσενικόν, ὅπως συνηθίζουν καὶ αὐτοὶ νὰ περιτέμνωνται.
23 καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν καὶ τὰ τετράποδα καὶ τὰ ὑπάρχοντα αὐτῶν οὐχ ἡμῶν ἔσται· μόνον ἐν τούτῳ ὁμοιωθῶμεν αὐτοῖς, καὶ οἰκήσουσι μεθ᾿ ἡμῶν. 23 Ετσι δε και τα ζώα των, γενικώς δε τα τετράποδά των και όλα τα υπάρχοντά των, δεν θα είναι ιδικά μας; Μονον ως προς τούτο, ως προς την περιτομήν, ας γίνωμεν ομοιοι με αυτούς και εκείνοι θα κατοικούν μαζή μας”. 23 Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν δὲν θὰ εἶναι ἰδικά μας καὶ πρὸς ὄφελός μας ὅλα τὰ ζῶα των καὶ ὅλα τὰ τετράποδα καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά των; Μόνον ἂς συμφωνήσωμεν νὰ περιτμηθῶμεν, ὥστε νὰ τοὺς ὁμοιάσωμεν, καὶ τότε αὐτοὶ θὰ δεχθοῦν νὰ κατοικήσουν μαζί μας».
24 καὶ εἰσήκουσαν ᾿Εμμὼρ καὶ Συχὲμ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ πάντες οἱ ἐμπορευόμενοι τὴν πύλην τῆς πόλεως αὐτῶν καὶ περιετέμοντο τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτῶν πᾶς ἄρσην. 24 Ολοι οι ευρισκόμενοι τότε εις την πύλην της πόλεως και οι διερχόμενοι εδέχθησαν την πρότασιν του Εμμώρ και του υιού του Συχέμ και έτσι κάθε αρσενικόν των Συχεμιτών περιετμήθη. 24 Καὶ ὅλοι ὅσοι ἦσαν παρόντες καὶ ὅλοι ὅσοι ἔμπαιναν καὶ ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν πύλην τῆς πόλεως ἀπεδέχθησαν τὴν πρότασιν τοῦ Ἐμμὼρ καὶ τοῦ υἱού του Συχέμ· καὶ ὅλοι οἱ ἄνδρες ταυτοχρόνως ἐδέχθησαν τὸ σημάδι τῆς περιτομῆς εἰς σῶμα των.
25 ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ὅτε ἦσαν ἐν τῷ πόνῳ, ἔλαβον οἱ δύο υἱοὶ ᾿Ιακὼβ Συμεὼν καὶ Λευὶ ἀδελφοὶ Δείνας ἕκαστος τὴν μάχαιραν αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν ἀσφαλῶς καὶ ἀπέκτειναν πᾶν ἀρσενικόν· 25 Κατά την τρίτην ημέραν, όταν ευρίσκοντο στον παροξυσμόν του πόνου των, οι δύο υιοί του Ιακώβ, ο Συμεών και ο Λευϊ, οι αδελφοί της Δείνας επήραν ο καθένας την μάχαιράν του, εισώρμησαν εις την πόλιν, χωρίς να συναντήσουν δυσκολίαν, και εφόνευσαν κάθε αρσενικόν. 25 Καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν ἀπὸ τὴν περιτομὴν τῶν Συχεμιτῶν, δηλαδὴ τότε ἀκριβῶς ποὺ ἡ πληγή των ἦταν περισσότερον ὀδυνηρὴ (λόγῳ τῆς περιτομῆς), οἱ δύο υἱοὶ τοῦ Ἰακώβ, ὁ Συμεὼν καὶ ὁ Λευΐ, οἱ ὁμομήτριοι ἀδελφοὶ τῆς Δεῖνας, ἐπῆραν ὁ καθένας τὸ μαχαίρι του (τὸ ξίφος του) καὶ ὥρμησαν εἰς τὴν πόλιν τῆς Συχὲμ μὲ ἀσφάλειαν καὶ χωρὶς ἐμπόδιον, ἀφοῦ ὅλοι ἦσαν ξαπλωμένοι ἀπὸ τὴν περιτομὴν ὡς τραυματίες, καὶ ἔσφαξαν ὅλους τοὺς ἄρρενας κατοίκους.
26 τόν τε ᾿Εμμὼρ καὶ Συχὲμ τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἀπέκτειναν ἐν στόματι μαχαίρας. καὶ ἔλαβον τὴν Δείναν ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ Συχὲμ καὶ ἐξῆλθον. 26 Εφόνευσαν δια της μαχαίρας των και αυτόν ακόμη τον Εμμώρ και τον υιόν του τον Συχέμ. Επήραν την Δείναν από τον οίκον του Συχέμ και έφυγαν. 26 Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔσφαξαν καὶ τὸν Ἐμμὼρ καὶ τὸν υἱὸν τοῦ Συχέμ, ποὺ ἐπρόσβαλε τὴν ἀδελφήν των· καὶ κατόπιν ἐπῆραν τὴν ἀδελφήν των Δείναν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Συχὲμ καὶ ἔφυγαν.
27 οἱ δὲ υἱοὶ ᾿Ιακὼβ εἰσῆλθον ἐπὶ τοὺς τραυματίας καὶ διήρπασαν τὴν πόλιν, ἐν ᾗ ἐμίαναν Δείναν τὴν ἀδελφὴν αὐτῶν, 27 Οι δε άλλοι υιοί του Ιακώβ εισήλθον εις την πόλιν, όπου κατέκειντο οι σφαγιασθέντες και την ελεηλάτησαν εκδικούμενοι, διότι εις την πόλιν αυτήν είχον μιάνει την αδελφήν των. 27 Δὲν περιωρίσθησαν ὅμως εἰς αὐτὴν τὴν τιμωρίαν. Διότι καὶ τὰ ἄλλα παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ ἐτρεξαν καὶ ἐμπῆκαν καὶ αὐτὰ εἰς τὴν Συχέμ, ὅπου ὑπῆρχαν οἱ νεκροὶ καὶ εἰς ἐκδίκησιν ἐλεηλάτησαν τὴν πόλιν, διότι εἰς αὐτὴν διέφθειραν καὶ ἀτίμασαν τὴν ἀδελφήν των Δείναν.
28 καὶ τὰ πρόβατα αὐτῶν καὶ τοὺς βόας αὐτῶν καὶ τοὺς ὄνους αὐτῶν, ὅσα τε ἦν ἐν τῇ πόλει καὶ ὅσα ἦν ἐν τῷ πεδίῳ, ἔλαβον. 28 Επήραν ακόμη και τα πρόβατα αυτών και τα βόδια των και τους όνους των, όλα όσα υπήρχον εις την πόλιν και εις την πεδιάδα. 28 Καὶ ἅρπαξαν τὰ πρόβατὰ τῶν κατοίκων τῆς πόλεως καὶ τὰ βόδια των καὶ τοὺς ὄνους των, ὅλα ὅσα ἦσαν μέσα εἰς τὴν πόλιν καὶ ὅλα ὅσα ἔβοσκαν ἔξω εἰς τὴν πεδιάδα.
29 καὶ πάντα τὰ σώματα αὐτῶν καὶ πᾶσαν τὴν ἀποσκευὴν αὐτῶν καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν ᾐχμαλώτευσαν, καὶ διήρπασαν ὅσα τε ἦν ἐν τῇ πόλει καὶ ὅσα ἦν ἐν ταῖς οἰκίαις. 29 Συνέλαβαν δε και έσυραν αιχμαλώτους όλους τους μη φονευθέντας, τα παιδιά και τας γυναίκας των, και διήρπασαν όσα υπήρχον εις την πόλιν και όσα υπήρχον εις τας οικίας. 29 Καὶ ἅρπαξαν ὅλα τὰ πολύτιμα ἀντικείμενα (ἢ ἐπῆραν αἰχμαλώτους ὅσους δὲν ἐφονεύθησαν) καὶ ὅλην τὴν περιουσίαν των καὶ ἐπῆραν ὡς αἰχμαλώτους τὶς γυναῖκες των (καὶ τὰ παιδιά των) καὶ ἐλεηλάτησαν ὅλα τὰ ἀγαθά, ποὺ ὑπῆρχαν εἰς τὴν πόλιν καὶ μέσα εἰς τὰ σπίτια.
30 εἶπε δὲ ᾿Ιακὼβ πρὸς Συμεὼν καὶ Λευί· μισητόν με πεποιήκατε, ὥστε πονηρόν με εἶναι πᾶσι τοῖς κατοικοῦσι τὴν γῆν, ἔν τε τοῖς Χαναναίοις καὶ ἐν τοῖς Φερεζαίοις· ἐγὼ δὲ ὀλιγοστός εἰμι ἐν ἀριθμῷ, καὶ συναχθέντες ἐπ᾿ ἐμὲ συγκόψουσί με, καὶ ἐκτριβήσομαι ἐγὼ καὶ ὁ οἶκός μου. 30 Καταστενοχωρημένος δε ο Ιακώβ είπε προς τον Συμεών και τον Λευϊ “μισητόν με καταστήσατε με αυτό, που εκάματε, ώστε να θεωρούμαι κακός και δόλιος από όλους τους κατοίκους της χώρας αυτής, από τους Χαναναίους και τους Φερεζαίους. Ημείς δε είμεθα ολιγάριθμοι, ενώ αυτοί είναι πολυάριθμοι, και εάν συγκεντρωθούν και επιτεθούν εναντίον μας, θα μας κατακόψουν. Ετσι δε θα καταστραφώ εγώ και όλον μου το σπίτι”. 30 Ὅταν ὁ Ἰακὼβ εἶδεν αὐτὰ ποὺ ἔκαμαν τὰ παιδιά του, εἶπε γεμᾶτος λύπην εἰς τὸν Συμεὼν καὶ τὸν Λευΐ: «Μὲ τὴν πρᾶξιν σας αὐτὴν μὲ ἐκάματε μισητὸν καὶ ἀποκρουστικόν· μὲ αὐτὰ ποὺ ἐκάματε, θὰ μὲ θεωροῦν ἄγριον, βάρβαρον, ὕποπτον καὶ ἐχθρικὸν ὅλοι, ὅσοι κατοικοῦν εἰς τὴν περιοχὴν αὐτήν, δηλαδὴ οἱ Χαναναῖοι καὶ οἱ Φερεζαῖοι. Ἐγὼ δὲ δὲν ἔχω πολλοὺς ἄνδρες μαζί μου. Ἐὰν λοιπὸν αὐτοὶ συγκεντρωθοῦν καὶ συμμαχήσουν καὶ ὅλοι μαζὶ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον μου, θὰ μὲ κατασφάξουν καὶ ἔτσι θὰ ἐξολοθρευθῶ ἐγὼ καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά μου».
31 οἱ δὲ εἶπαν· ἀλλ᾿ ὡσεὶ πόρνῃ χρήσονται τῇ ἀδελφῇ ἡμῶν; 31 Εκείνοι απήντησαν· “ημπορεί να είναι βάσιμοι οι φόβοι σου. Αλλά τι; Επρεπε να μεταχειρισθούν την αδελφήν μας ως πόρνην;” 31 Οἱ υἱοὶ ὅμως τοῦ Ἰακώβ, ποὺ ἔμεναν ἀμετανόητοι διὰ τὴν πρᾶξιν των, ἀπάντησαν εἰς τὸν πατέρα των: «Ἀλλὰ τί ἤθελες νὰ κάμωμεν; Νὰ τοὺς ἀφήσωμεν να μεταχειρισθοῦν τὴν ἀδελφήν μας Δείναν ὡσὰν νὰ ἦταν πόρνη;»