Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40 (Μ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΓΕΝΕΤΟ δὲ μετὰ τὰ ρήματα ταῦτα ἥμαρτεν ὁ ἀρχιοινοχόος τοῦ βασιλέως Αἰγύπτου καὶ ὁ ἀρχισιτοποιὸς τῷ κυρίῳ αὐτῶν βασιλεῖ Αἰγύπτου. 1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά συνέβη το εξής επεισόδιον· ο αρχιοινοχόος του βασιλέως της Αιγύπτου, όπως επίσης και ο αρχισιτοποιός παρηνόμησαν απέναντι του κυρίου των, του βασιλέως της Αιγύπτου, του Φαραώ. 1 Μετὰ τὴν συκοφαντίαν ἐναντίον τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τὴν φυλάκισίν του συνέβησαν τὰ ἀκόλουθα γεγονότα: Δύο ὑψηλοὶ ἀξιωματοῦχοι τῆς αὐλῆς τοῦ Φαραώ, ὁ ἀρχιοινοχόος, ποὺ ἐφρόντιζε καὶ ἐπιστατοῦσε διὰ τὸ κρασί, τὸ ὁποῖον ὁ ίδίος προσέφερεν εἰς τὸν Φαραώ, καὶ ὁ ἀρχισιτοποιός, ποὺ ἐφρόντιζε καὶ ἐπιστατοῦσε διὰ τὴν προετοιμασίαν τοῦ ψωμιοῦ (καὶ τοῦ φαγητοῦ), τὸ ὁποῖον ὁ ἴδιος ἔδιδεν εἰς τὸν Φαραώ, ἔπταισαν εἰς τὸν κύριόν των, τὸν βασιλέα τῆς Αἰγύπτου.
2 καὶ ὠργίσθη Φαραὼ ἐπὶ τοῖς δυσὶν εὐνούχοις αὐτοῦ, ἐπὶ τῷ ἀρχιοινοχόῳ καὶ ἐπὶ τῷ ἀρχισιτοποιῷ, 2 Ωργίσθη ο Φαραώ εναντίον των δύο αυτών αυλικών του, του αρχιοινοχόου και του αρχισιτοποιού, 2 Καὶ ὁ Φαραὼ ἐξωργίσθη ἐναντίον τῶν δύο αὐτῶν εὐνούχων ἀξιωματούχων του, ἐναντίον τοῦ ἀρχιοινοχόου καὶ τοῦ ἀρχισιτοποιοῦ,
3 καὶ ἔθετο αὐτοὺς ἐν φυλακῇ εἰς τὸ δεσμωτήριον, εἰς τὸν τόπον, οὗ ᾿Ιωσὴφ ἀπῆκτο ἐκεῖ. 3 και έρριψεν αυτούς στο δεσμωτήριον να τους φρουρούν εκεί, όπου είχεν οδηγηθή και ο Ιωσήφ. 3 καὶ διέταξε νὰ τοὺς φυλακίσουν εἰς τὸ ἴδιον δεσμωτήριον, εἰς τὸ ὁποῖον εἶχεν ὁδηγηθῆ καὶ ἐκρατεῖτο ὡς φυλακισμένος καὶ ὁ Ἰωσήφ.
4 καὶ συνέστησεν ὁ ἀρχιδεσμώτης τῷ ᾿Ιωσὴφ αὐτούς, καὶ παρέστη αὐτοῖς· ἦσαν δὲ ἡμέρας ἐν τῇ φυλακῇ. 4 Ο αρχιδεσμοφύλαξ ανέθεσεν αυτούς στον Ιωσήφ, ο οποίος και εφρόντισε δι' αυτούς. Ευρίσκοντο μερικάς ημέρας εις την φυλακήν. 4 Ὁ ἀρχιδεσμοφύλακας τοὺς παρέδωσε καὶ τοὺς ἀνέθεσεν εὶς τὸν Ἰωσήφ, αὐτὸς δὲ τοὺς ἐφρόντιζε, τοὺς παρηγορούσε καὶ τοὺς ἐνίσχυε. Οἰ δὲ δύο ἀξιωματοῦχοι ἔμειναν ἐπὶ ἡμέρες (κα' ἄλλην γραφήν, ἐπὶ ἀρκετὲς ἡμέρες) εἰς τὴν φυλακήν.
5 καὶ εἶδον ἀμφότεροι ἐνύπνιον ἐν μιᾷ νυκτί· ἡ δὲ ὅρασις τοῦ ἐνυπνίου τοῦ ἀρχιοινοχόου καὶ ἀρχισιτοποιοῦ, οἳ ἦσαν τῷ βασιλεῖ Αἰγύπτου, οἱ ὄντες ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ, ἦν αὕτη. 5 Και οι δύο είδον κατά την ιδίαν νύκτα όνειρον. Τα δε όνειρα, που είδον ο αρχιοινοχόος και ο αρχισιτοποιός, οι αυλικοί του βασιλέως που ευρίσκοντο εις την φυλακήν, ήσαν τα εξής, όπως τα απεκάλυψαν στον Ιωσήφ. 5 Καὶ οἰ δύο φυλακισμένοι ἀξιωματοῦχοι εἶδαν τὴν ἰδίαν νύκτα ἀπὸ ἕνα ὄνειρον. Τὸ δὲ περιεχόμενον τῶν ὀνείρων, ποὺ εἶδαν ὁ ἀρχιοινοχόος καὶ ὁ ἀρχισιτοποιός, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὑψηλοὶ αὐλικοὶ τοῦ βασιλέως τῆς Αἰγύπτου καὶ ποὺ τώρα ἦσαν φυλακισμένοι, ἦταν τὸ ἀκόλουθον, ὅπως τὸ διηγήθησαν εἰς τὸν Ἰωσήφ.
6 εἰσῆλθε δὲ πρὸς αὐτοὺς ᾿Ιωσὴφ τῷ πρωΐ καὶ εἶδεν αὐτούς, καὶ ἦσαν τεταραγμένοι. 6 Επλησίασεν ο Ιωσήφ προς αυτούς κατά την πρωΐαν και είδεν ότι ήσαν τεταραγμένοι. 6 Ὁ Ἰωσὴφ ἐμπῆκε τὸ πρωΐ εἰς τὸ διαμέρισμα τῆς φυλακῆς, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκρατοῦντο, καὶ παρετήρησεν ὅτι ἦσαν ἀνήσυχοι καὶ ταραγμένοι.
7 καὶ ἠρώτα τοὺς εὐνούχους Φαραώ, οἳ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ φυλακῇ παρὰ τῷ κυρίῳ αὐτοῦ, λέγων· τί ὅτι τὰ πρόσωπα ὑμῶν σκυθρωπὰ σήμερον; 7 Η ρώτησε τους δύο αυτούς αυλικούς του Φαραώ, τους φυλακισμένους εις την φυλακήν του οίκου Πετεφρή, λέγων· “διατί είναι σήμερον σκυθρωπά τα πρόσωπά σας;” 7 Ἐπειδὴ ὁ Ἰωσὴφ ἐθεωροῦσε ὡς σπουδαῖον ἔργον τὴν παρηγορίαν των, ἐρώτησε μὲ συμπάθειαν καὶ στοργὴν τοὺς δύο ἀξιωματούχους τοῦ Φαραώ, ποὺ ἦσαν μαζί του εἰς τὴν φυλακήν, εἰς τὸ σπίτι τοῦ κυρίου του, τοῦ Πετεφρῆ, καὶ τοὺς εἶπε: «Διατὶ σήμερα εἶναι σκυθρωπὰ καὶ ταραγμένα τὰ πρόσωπά σας; Τί σᾶς συμβαίνει καὶ εἶσθε μελαγχολικοὶ καὶ ἀνήσυχοι;»
8 οἱ δὲ εἶπαν αὐτῷ· ἐνύπνιον εἴδομεν, καὶ ὁ συγκρίνων οὐκ ἔστιν αὐτό. εἶπε δὲ αὐτοῖς ᾿Ιωσήφ· οὐχὶ διὰ τοῦ Θεοῦ ἡ διασάφησις αὐτῶν ἐστι; διηγήσασθε οὖν μοι. 8 Εκείνοι του απήντησαν· “είδομεν ένα όνειρον και δεν υπάρχει κανείς να μας το ερμηνεύση”. Ο Ιωσήφ τους είπεν· “με τον φωτισμόν του Θεού δεν γίνεται η ερμηνεία αυτών των ονείρων; Διηγηθήτε μου λοιπόν ποία είναι αυτά τα όνειρα”. 8 Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν: «Εἴδαμεν ὁ καθένας ἀπὸ ἕνα ὄνειρον σπουδαῖον καὶ συμβολικὸν καὶ δεν ὑπάρχει ἐδῶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ἠμπορέσῃ νὰ μᾶς τὸ ἐρμηνεύσῃ. Καὶ ὁ Ἰωσὴφ τοὺς εἶπε: «Μήπως μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ δὲν γίνεται ἡ ἐξήγησις τῶν ὀνείρων; Ἐκεῖνος μόνον τὰ ἑρμηνεύει καὶ τὰ ἀποκαλύπτει. Ἀλλὰ διηγηθῆτε λοιπὸν εἰς ἑμὲ τὸ περιεχόμενον τῶν ὀνείρων σας καὶ ἐγώ, φωτιζόμενος ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ τὰ ἐξηγήσω».
9 καὶ διηγήσατο ὁ ἀρχιοινοχόος τὸ ἐνύπνιον αὐτοῦ τῷ ᾿Ιωσὴφ καὶ εἶπεν· ἐν τῷ ὕπνῳ μου ἦν ἄμπελος ἐναντίον μου· 9 Ο αρχιοινοχόος διηγήθηκε το όνειρόν του στον Ιωσήφ και του είπεν· “είδα στον ύπνον, μου ότι ευρίσκετο μία κληματαριά ενώπιόν μου. 9 Τότε ὁ ἀρχιοινοχόος διηγήθη τὸ ὄνειρόν του εἰς τὸν Ἰωσὴφ καὶ εἶπεν: «Εἰς τὸν ὕπνον μου εἶδα ἐμπρός μου μίαν κληματαριάν.
10 ἐν δὲ τῇ ἀμπέλῳ τρεῖς πυθμένες, καὶ αὐτὴ θάλλουσα ἀνενηνοχυῖα βλαστούς· πέπειροι οἱ βότρυες σταφυλῆς. 10 Εις την κληματαριάν αυτήν υπήρχον τρεις κλάδοι. Η κληματαριά εβλάστησεν, επέταξε βλαστάρια και έφερε φύλλα, έπειπα δε ώριμα σταφύλια. 10 Εἰς τὴν κληματαριὰν ὑπῆρχαν τρεῖς μεγάλοι κορμοί· αὐτὴ ἐπέταξε βλαστοὺς καὶ φύλλα καὶ κατόπιν τὰ σταφύλια ὠρίμασαν.
11 καὶ τὸ ποτήριον Φαραὼ ἐν τῇ χειρί μου· καὶ ἔλαβον τὴν σταφυλὴν καὶ ἐξέθλιψα αὐτὴν εἰς τὸ ποτήριον καὶ ἔδωκα τὸ ποτήριον εἰς τὴν χεῖρα Φαραώ. 11 Το ποτήριον του Φαραώ ευρίσκετο στο χέρι μου. Επήρα το σταφύλι, το έστιψα στο ποτήρι και έδωσα αυτό στο χέρι του Φαραώ. 11 Τὸ κύπελλον δὲ τοῦ Φαραὼ ἦταν εἰς τὰ χέρια μου, τὸ ἐκρατοῦσα ἐγώ· ἐπῆρα τότε τὰ ὥριμα σταφύλια, τὰ ἔστιψα μέσα εἰς τὸ κύπελλον καὶ ἔδωκα τὸ κύπελλον εἰς τὸ χέρι τοῦ Φαραώ, διὰ νὰ πιῇ».
12 καὶ εἶπεν αὐτῷ ᾿Ιωσήφ· τοῦτο ἡ σύγκρισις αὐτοῦ· οἱ τρεῖς πυθμένες τρεῖς ἡμέραι εἰσίν· 12 Είπεν εις αυτόν ο Ιωσήφ· “ιδού ποία είναι η ερμηνεία του ονείρου σου· οι τρεις βλαστοί της κληματαριάς είναι τρεις ημέραι. 12 Ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ ἄκουσε τὸ περιεχόμενον τοῦ ὀνείρου, εἶπεν εἰς τὸν ἀρχιοινοχόον: «Ἡ ἐξήγησις τοῦ ὀνείρου σου εἶναι αὐτή· οἱ τρεῖς κορμοὶ τῆς κληματαριᾶς εἶναι τρεῖς ἡμέρες.
13 ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ μνησθήσεται Φαραὼ τῆς ἀρχῆς σου καὶ ἀποκαταστήσει σε ἐπί τὴν ἀρχιοινοχοΐαν σου, καὶ δώσεις τὸ ποτήριον Φαραὼ εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ κατὰ τὴν ἀρχήν σου τὴν προτέραν, ὡς ἦσθα οἰνοχοῶν. 13 Επειτα από τας τρεις αυτάς ημέρας ο Φαραώ θα ενθυμηθή το αξίωμα, που κατείχες, θα σε αποκαταστήση πάλιν στο αξίωμα του αρχιοινοχόου και θα δώσης το ποτήρι με το κρασί στο χέρι του, όπως έπραττες και προηγουμένως, όταν ήσο ο οινοχόος του. 13 Μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ σήμερα ὁ Φαραὼ θὰ ἐνθυμηθῇ τὸ ἀξίωμά σου, θὰ σὲ συγχωρήσῃ, θὰ σὲ ἀποφυλακίσῃ καὶ θὰ σὲ ἀποκαταστήσῃ εἰς τὴν ἀρχιοινοχοΐαν σου. Τότε θὰ δώσῃς τὸ κύκελλον εἰς τὸ χέρι τοῦ Φαραὼ γεμᾶτο κράσί, συμφώνως πρὸς τὸ ἀξίωμα, ποὺ εἶχες προηγουμένως, ὅταν ἤσουν ὁ ἀρχιοινοχόος του.
14 ἀλλὰ μνήσθητί μου διὰ σεαυτοῦ, ὅταν εὖ γένηταί σοι, καὶ ποιήσεις ἐν ἐμοὶ ἔλεος καὶ μνησθήσει περὶ ἐμοῦ πρὸς Φαραὼ καὶ ἐξάξεις με ἐκ τοῦ ὀχυρώματος τούτου· 14 Αλλά, σε παρακαλώ, όταν θα ευτυχήσης πάλιν, να ενθυμηθής και εμέ, να θελήσης να δείξης συμπάθειαν και καλωσύνην προς εμέ και να μη με λησμονήσης ενώπιον του Φαραώ. Φρόντισε, ώστε να με βγάλης από την φυλακήν αυτήν. 14 Ἀλλά, ὅταν θὰ εὐτυχήσῃς πάλιν, σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ ἐνθυμηθῇς καὶ νὰ μὲ εὐσπλαγχνισθῇς· μὴ λησμονήσῃς νὰ μὲ βοηθήσῃς, ὅταν θὰ εὐρίσκεσαι ἐμπρὸς εἰς τὸν Φαραώ, ὥστε νὰ μὲ βγάλῃς ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὠχυρωμένην φυλακήν·
15 ὅτι κλοπῇ ἐκλάπην ἐκ γῆς ῾Εβραίων καὶ ὧδε οὐκ ἐποίησα οὐδέν, ἀλλ᾿ ἐνέβαλόν με εἰς τὸν λάκκον τοῦτον. 15 Αν είμαι δούλος, είμαι διότι μερικοί άνθρωποι με έκλεψαν από την χώραν των Εβραίων και εδώ εις την χώραν αυτήν δεν έχω κάμει κανένα κακόν και με έρριψαν εις αυτήν την φυλακήν αδίκως”. 15 διότι εὑρίσκομαι εἰς αὐτήν, ἐπειδὴ μὲ ἔκλεψαν ἀπὸ τὴν πατρίδα μου, τὴν χώραν τῶν Ἑβραίων, καὶ ἐνῷ ἐδῶ εἰς τὴν Αἴγυπτον δὲν ἔκαμα κανένα κακὸν καὶ εἶμαι ἀθῶος, μὲ ἔρριψαν ἀδίκως εἰς αὐτὸν τὸν λάκκον τῆς φυλακῆς».
16 καὶ εἶδεν ὁ ἀρχισιτοποιός, ὅτι ὀρθῶς συνέκρινε, καὶ εἶπε τῷ ᾿Ιωσήφ· κἀγὼ εἶδον ἐνύπνιον καὶ ᾤμην τρία κανᾶ χονδριτῶν αἴρειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μου· 16 Ενόησεν ο αρχισιτοποιός ότι ορθώς ηρμήνευσε το όνειρον του αρχιοινοχόου ο Ιωσήφ και του είπε· “και εγώ είδα επίσης ένα όνειρον· μου εφάνη ότι εσήκωνα επάνω στο κεφάλι μου τρία κάνιστρα χονδροαλεσμένου αλεύρου. 16 Ὅταν ἄκουσε ὁ ἀρχισιτοποιὸς τὰ ὅσα εἶπεν ὁ Ἰωσὴφ εἰς τὸν ἀρχιοινοχόον διὰ τὸ ὄνειρόν του, καὶ ὅταν εἶδεν ὅτι ὀρθῶς τὸ ἐξήγησεν, ἐνόμισεν ὅτι καὶ τὸ ἰδικόν του ὄνειρον προεσήμαινε κάτι καλὸν καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἰωσήφ: «Εἶδα καὶ ἐγὼ ὄνειρον· μετέφερα εἰς τὸ κεφάλι μου τρία κάνιστρα ζυμαρικά (κατ’ ἄλλην γραφήν: Σιτάρι χονδροαλεσμένον).
17 ἐν δὲ κανῷ τῷ ἐπάνω ἀπὸ πάντων τῶν γενῶν, ὧν Φαραὼ ἐσθίει ἔργον σιτοποιοῦ, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατήσθιεν αὐτὰ ἀπὸ τοῦ κανοῦ τοῦ ἐπάνω τῆς κεφαλῆς μου. 17 Εις το επάνω κάνιστρον υπήρχον από όλα τα είδη των φαγητών, τα οποία τρώγει ο Φαραώ και τα οποία του ετοιμάζει ο αρτοποιός. Τα πτηνά του ουρανού κατήρχοντο και έτρωγαν αυτά τα φαγητά από το κάνιστρον, που ευρίσκετο εις την κεφαλήν μου”. 17 Εἰς δὲ τὸ ἐπάνω - ἐπάνω κάνιστρον ὑπήρχαν ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη τῶν φαγητῶν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τρώγει ὁ Φαραὼ καὶ τὰ ὁποῖα τοῦ παρασκευάζει ὁ σιτοποιός (ἢ ὁ ἀρτοποιός). Τὰ πουλιὰ ὅμως κατέβαιναν καὶ ἔτρωγαν τὰ φαγητά, ποὺ ἦσαν εἰς τὸ ἐπάνω - ἐπάνω κάνιστρον, τὸ ὁποῖον ἐκρατοῦσα εἰς τὸ κεφάλι μου».
18 ἀποκριθεὶς δὲ ᾿Ιωσὴφ εἶπεν αὐτῷ· αὕτη ἡ σύγκρισις αὐτοῦ· τὰ τρία κανᾶ τρεῖς ἡμέραι εἰσίν· 18 Απεκρίθη ο Ιωσήφ και του είπεν· “η ερμηνεία του ονείρου σου είναι αυτή· Τα τρία κάνιστρα σημαίνουν τρεις ημέρας. 18 Ὅταν ὁ Ἰωσὴφ ἄκουσε τὸ ὄνειρον αὐτὸ καὶ ἀφοῦ ἐδέχθη τὴν ἀποκάλυψιν τοῦ οὐρανοῦ, ἀπάντησε εἰς τὸν ἀρχισιτοποιόν: «Ἡ ἐξήγησις τοῦ ὀνείρου σου εἶναι αὐτή· τὰ τρία κάνιστρα εἶναι τρεῖς ἡμέρες.
19 ἔτι τριῶν ἡμερῶν καὶ ἀφελεῖ Φαραὼ τὴν κεφαλήν σου ἀπὸ σοῦ καὶ κρεμάσει σε ἐπὶ ξύλου, καὶ φάγεται τὰ ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ τὰς σάρκας σου ἀπὸ σοῦ. 19 Επειτα από τρεις ημέρας θα διατάξη ο Φαραώ να σου κόψουν την κεφαλήν, θα σε κρεμάση επάνω εις ένα ξύλον και τα όρνία του ουρανού θα καταφάγουν τας σάρκας σου”. 19 Μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἀπὸ σήμερα ὁ Φαραὼ θὰ σὲ ἀποκεφαλίσῃ καὶ θὰ σὲ κρεμάσῃ ἐπάνω εἰς τὸ ξύλον καὶ καθὼς θὰ εἶσαι κρεμασμένος, θὰ ἔρχωνται τὰ ὄρνια τοῦ οὐρανοῦ διὰ νὰ φάγουν τὶς σάρκες σου».
20 ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ἡμέρα γενέσεως ἦν Φαραώ, καὶ ἐποίει πότον πᾶσι τοῖς παισὶν αὐτοῦ. καὶ ἐμνήσθη τῆς ἀρχῆς τοῦ οἰνοχόου καὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ σιτοποιοῦ ἐν μέσῳ τῶν παίδων αὐτοῦ, 20 Οπως είπεν ο Ιωσήφ έτσι και έγινε. Την τρίτην, δηλαδή, ημέραν, ημέραν των γενεθλίων του Φαραώ, παρέθεσεν αυτός συμπόσιον εις όλους τους δούλους του. Ενεθυμήθη τότε μεταξύ των άλλων αυλικών του τον αρχιοινοχόον και τον αρχισιτοποιόν. 20 Πράγματι· κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν, ἡ ὁποία ἦταν ἡ ἡμέρα τῶν γενεθλίων τοῦ Φαραώ, ὁ Φαραὼ εἶχεν ὀργανώσει συμπόσιον δι’ ὅλους τοὺς ὑπηρέτες τῆς βασιλικῆς αὐλῆς του. Τότε ἐνεθυμήθη μεταξὺ τῶν ἄλλων ὑπηρετῶν του καὶ τὸν ἀρχιοινοχόον καὶ τὸν ἀρχισιτοποιόν του καὶ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακήν.
21 καὶ ἀποκατέστησε τὸν ἀρχιοινοχόον ἐπὶ τὴν ἀρχὴν αὐτοῦ, καὶ ἔδωκε τὸ ποτήριον εἰς τὴν χεῖρα Φαραώ, 21 Διέταξε και αποκατέστησεν στο προηγούμενον αξίωμα τον αρχιοινοχόον, ο οποίος και έδωσε το ποτήρι στο χέρι του Φαραώ. 21 Καὶ ἀποκατέστησε τὸν ἀρχιοινοχόον εἰς τὸ ἀξίωμά του, αὐτὸς δὲ ἔδωκε πάλιν τὸ κύπελλον εἰς τὸ χέρι τοῦ Φαραώ, τοῦ κυρίου του·
22 τὸν δὲ ἀρχισιτοποιὸν ἐκρέμασε, καθὰ συνέκρινεν αὐτοῖς ᾿Ιωσήφ. 22 Τον δε αρχισιτοποιόν τον εκρέμασε και έγιναν έτσι τα πράγματα, όπως ακριβώς είχεν ερμηνεύσει εις αυτούς τα όνειρά των ο Ιωσήφ. 22 τὸν ἀρχισιτοποιὸν ὅμως τὸν ἐκρέμασεν. Ὅλα δηλαδὴ ἔγιναν, ὅπως ἀκριβῶς τὰ εἶχε προείπει ὁ Ἰωσήφ, ὅταν ἐξήγησε τὰ ὄνειρά των.
23 καὶ οὐκ ἐμνήσθη ὁ ἀρχιοινοχόος τοῦ ᾿Ιωσήφ, ἀλλ᾿ ἐπελάθετο αὐτοῦ. 23 Ο αρχιοινοχόος όμως μέσα εις την χαράν της αποφυλακίσεως και της αποκαταστάσεώς του δεν ενεθυμήθη τον Ιωσήφ, αλλά τον ελησμόνησε. 23 Ἀλλὰ ὁ ἀρχιοινοχόος, τὸν ὁποῖον εἶχε παρακαλέσει ὁ Ἰωσήφ, δὲν ἐνεθυμήθη καθόλου τὸν δίκαιον· ὅταν ἔφυγεν ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ δὲν εἶχε πλέον ἀνάγκην τοῦ Ἰωσήφ, τὸν ἐλησμόνησεν ἐντελῶς.