Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33 (ΛΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΑΝΑΒΛΕΨΑΣ δὲ ᾿Ιακὼβ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε καὶ ἰδοὺ ῾Ησαῦ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐρχόμενος καὶ τετρακόσιοι ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ. καὶ διεῖλεν ᾿Ιακὼβ τὰ παιδία ἐπὶ Λείαν καὶ ἐπί Ραχὴλ καὶ τὰς δύος παιδίσκας. 1 Επειτα από το γεγονός αυτό και αφού πλέον είχεν ανατείλει ο ήλιος, εσήκωσε τα μάτια του ο Ιακώβ και είδε· και ιδού ο Ησαύ ο αδελφός του ήρχετο και μαζή με αυτόν τετρακόσιοι άνδρες, Ο Ιακώβ εμοίρασε τα παιδιά του εις τρεις ομάδας, την μίαν με την Λείαν, την άλλην με την Ραχήλ και την τρίτην με τας δύο δούλας. 1 Ο Ἰακὼβ ἐσήκωσεν ἀπὸ μακριὰ τὰ μάτια του καὶ εἶδε· καὶ νά, ὁ ἀδελφός του Ἡσαῦ ἤρχετο μαζὶ μὲ τετρακοσίους ἄνδρες. Ὅταν τὸν εἶδεν ὁ Ἰακὼβ καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζεν ἀκόμη τὶς διαθέσεις τοῦ Ἡσαῦ ἐμοίρασε τὰ παιδιά του εἰς τρεῖς ὁμάδες· τὴν μίαν μὲ τὴν Λείαν, τὴν ἄλλην μὲ τὴν Ραχὴλ καὶ τὴν τρίτην μὲ τὶς δοῦλες του.
2 καὶ ἔθετο τὰς δύο παιδίσκας καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν ἐν πρώτοις καὶ Λείαν καὶ τὰ παιδία αὐτῆς ὀπίσω καὶ Ραχὴλ καὶ ᾿Ιωσὴφ ἐσχάτους. 2 Εβαλε τας δύο δούλας μαζή με τα παιδιά, που είχεν αποκτήσει από αυτάς, εις την πρώτην σειράν, την Λείαν και τα παιδιά της πίσω από αυτήν, την δε Ραχήλ με τον Ιωσήφ έθεσε τελευταία. 2 Καὶ ἔβαλεν ἐμπρός, πρώτους - πρώτους, τὶς δύο δοῦλες μὲ τὰ παιδιά των, πίσω ἀπὸ αὐτὲς τὴν Λείαν καὶ τὰ παιδιά της καὶ τελευταίους ἔβαλε τὴν Ραχὴλ μὲ τὸ παιδί της τὸν Ἰωσήφ.
3 αὐτὸς δὲ προῆλθεν ἔμπροσθεν αὐτῶν καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν ἑπτάκις ἕως τοῦ ἐγγίσαι τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. 3 Ο ίδιος δε ο Ιακώβ επροχώρησεν εμπρός από αυτούς. Επτά φορές επρασκύνησε μέχρις εδάφους, έως ότου πλησιάση τον αδελφόν του. 3 Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Ἰακὼβ ἐπροχώρησε καὶ ἐμπῆκε ἐμπρὸς ἀπὸ ὅλους, ὥστε ὁ πρῶτος, ποὺ θὰ συναντοῦσε ὁ Ἡσαῦ, νὰ εἶναι αὐτός· ἔτσι θὰ ἀντιμετώπιζε τὸν κίνδυνον πρῶτος ὁ Ἰακώβ. Μόλις ὁ Ἡσαῦ ἐπλησίασεν, ὁ Ἰακὼβ ἐπροχώρησε πρὸς αὐτὸν ταπεινὰ καὶ μέχρις ὅτου φθάσῃ κοντά του τὸν ἐπροσκύνησεν ὡς μεγαλύτερον ἀδελφὸν μὲ γονάτισμα καὶ σκύψιμο βαθὺ ἕως τὴν γῆν ἑπτὰ φορές.
4 καὶ προσέδραμεν ῾Ησαῦ εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ περιλαβὼν αὐτὸν προσέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν καὶ ἔκλαυσαν ἀμφότεροι. 4 Ο δε Ησαύ έτρεξεν εις συνάντησιν του αδελφού του, τον ενηγκαλίσθη, έπεσεν στον τράχηλον αυτού και τον κατεφίλησε. Και οι δύο με βαθείαν συγκίνησιν έκλαυσαν. 4 Ὅταν ὁ Ἡσαῦ εἶδε τὸν Ἰακὼβ νὰ πλησιάζῃ μὲ τόσην ταπείνωσιν, συνεκινήθη καὶ ἔτρεξε καὶ αὐτὸς νὰ τὸν συναντήσῃ· καὶ ἀφοῦ τὸν ἀγκάλιασε μὲ τὰ δυό του χέρια, ἔπεσε τρυφερὰ εἰς τὸν τράχηλόν του καὶ τοῦ ἔδωκε πολλὰ καὶ στοργικὰ φιλήματα. Ἦταν δὲ τόση ἡ συγκίνησίς των, ὥστε ἔκλαυσαν καὶ οἱ δύο.
5 καὶ ἀναβλέψας ῾Ησαῦ εἶδε τὰς γυναῖκας καὶ τὰ παιδία καὶ εἶπε· τί ταῦτά σοι ἐστίν; ὁ δὲ εἶπε· τὰ παιδία, οἷς ἠλέησεν ὁ Θεὸς τὸν παῖδά σου. 5 Εσήκωσε τα μάτια του τότε ο Ησαύ, είδε τας γυναίκας και τα παιδιά και τον ηρώτησε· “τι σου είναι αυτά;” Και ο Ιακώβ απήντησεν· “είναι τα παιδιά, τα οποία ο Θεός ηλέησε τον δούλον σου να αποκτήση”. 5 Μετὰ τὴν πρώτην συγκίνησιν ὁ Ἡσαῦ ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακώβ, ποὺ εἶχαν ἐν τῷ μεταξὺ πλησιάσει, καὶ ἐρώτησε τὸν ἀδελφόν του: «Τὶ τὰ ἔχεις αὐτὰ τὰ παιδιά; Ποῖοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ εἶναι μαζί σου;» Ὁ Ἰακὼβ γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Θεὸν ἀπάντησεν: «Αὐτά, κύριέ μου, εἶναι τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεος καὶ τὴν πολλὴν τοῦ ἀγαθότητα ἐχάρισεν εἰς ἐμὲ τὸν δοῦλον σου».
6 καὶ προσήγγισαν αἱ παιδίσκαι καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν, 6 Επλησίασαν τον Ησαύ αι δούλαι και τα τέκνα των, και τον προσεκύνησαν. 6 Μετὰ τὴν σύστασιν καὶ γνωριμίαν αὐτὴν ἐπλησιάσαν οἱ δύο δοῦλες τοῦ Ἰακώβ, Ζελφὰ καὶ Βαλλά, μὲ τὰ παιδιά των καὶ ἐπροσκύνησαν ταπεινὰ τὸν Ἡσαῦ.
7 καὶ προσήγγισε Λεία καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ προσεκύνησαν. καὶ μετὰ ταῦτα προσήγγισε Ραχὴλ καὶ ᾿Ιωσὴφ καὶ προσεκύνησαν. 7 Επλησίασεν η Λεία και τα τέκνα της και τον προσεκύνηοαν. Επειτα δε επλησίασεν η Ραχήλ και ο Ιωσήφ και τον προσεκύνησαν. 7 Κατόπιν ἐπροχώρησαν καὶ ἐπλησίασαν ἡ Λεία μὲ τὰ παιδιά της καὶ ἐπροσκύνησαν καὶ αὐτοὶ ταπεινὰ τὸν Ἡσαυ. Τελευταῖοι κατέφθασαν καὶ ἐπλησίασαν ἡ Ραχὴλ καὶ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἐπροσκύνησαν καὶ αὐτοὶ ταπεινά.
8 καὶ εἶπε· τί ταῦτά σοι ἐστί, πᾶσαι αἱ παρεμβολαί αὗται, αἷς ἀπήντηκα; ὁ δὲ εἶπεν· ἵνα εὕρῃ ὁ παῖς σου χάριν ἐναντίον σου, κύριε. 8 Ηρώτησεν έπειτα ο Ησαύ· “τι είναι όλα αυτά τα κοπάδια των ζώων, τα οποία καθώς ηρχόμην συνήντησα;” Ο δε Ιακώβ απήντησε· “σου τα προσέφερα, κύριε, εγώ ο δούλος σου, δια να εύρω χάριν ενώπιόν σου και γίνω ευμενώς δεκτός”. 8 Ὁ Ἡσαυ εὐχαριστημένος καὶ ἰκανοποιημένος διὰ τὴν ἀναγνώρισιν καὶ τιμήν, ποὺ τοῦ ἔδειξεν ἡ οἰκογένεια τοῦ ἀδελφοῦ του, εἶπεν εἰς τὸν Ἰακώβ: «Τί σοῦ εἶναι ὅλα αὐτά, ποὺ συνάντησα εἰς τὸν δρόμον, οἱ ὁμάδες τῶν ἀνθρώπων με τὰ κοπάδια τῶν ζῳων; Τί ἐσήμαιναν αὐτά;» Ὁ Ἰακὼβ τοῦ ἀπάντησε: «Τὰ ἐπρόσφερα εἰς σέ, κύριέ μου, διὰ νὰ σὲ καλοκαρδίσω καὶ εὐχαριστήσω. Διὰ νὰ εὕρω χάριν ἐνώπιόν σου καὶ γίνω εὐμενῶς δεκτός».
9 εἶπε δὲ ῾Ησαῦ· ἔστι μοι πολλά, ἀδελφέ· ἔστω σοι τὰ σά. 9 “Αδελφέ, είπεν ο Ησαύ, έχω και εγώ πολλά. Κράτησε τα ιδικά σου. 9 Ὁ Ἡσαῦ ὅμως τοῦ ἀπάντησεν: «Ἀδελφέ μου, ἐγὼ ἔχω πολλὰ ζῶα καὶ στάνες. Αὐτὰ εἶναι ἰδικά σου καὶ πρέπει νὰ τὰ κρατήσῃς».
10 εἶπε δὲ ᾿Ιακώβ· εἰ εὗρον χάριν ἐναντίον σου, δέξαι τὰ δῶρα διὰ τῶν ἐμῶν χειρῶν· ἕνεκεν τούτου εἶδον τὸ πρόσωπόν σου, ὡς ἄν τις ἴδοι πρόσωπον Θεοῦ, καὶ εὐδοκήσεις με. 10 Είπεν ο Ιακώβ· “επειδή ευρήκα καλωσύνην και ευμένειαν ενώπιόν σου, δέξου σε παρακαλώ τα δώρα, που με τα ίδια μου τα χέρια σου προσφέρω. Δια την ευμενή αυτήν υποδοχήν, που μου έκαμες, είδα το πρόσωπόν σου, όπως βλέπει κανείς το πρόσωπον του Θεού. 10 Ὁ Ἰακώβ, ὡς περισσότερον φιλότιμος, τοῦ εἶπεν· «Ὄχι, δὲν θὰ τὰ κρατήσω. Ἐάν μὲ ἀγαπᾷς, ἐὰν εὑρῆκα χάριν ἐνώπιόν σου, δέξου τὰ δῶρα, ποὺ σοῦ προσφέρω μὲ τὰ ἴδια μου τὰ χέρια καὶ μὲ ὅλην τὴν καρδιάν μου» Χάρις εἰς τὴν εὐμενῆ ὑποδοχήν, ποὺ μοῦ ἔκαμες, καὶ τὴν ἀγάπην, ποὺ μοῦ ἔδειξες, εἶδα τὸ πρόσωπόν σου, ὅπως θὰ ἔβλεπε κανεὶς τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο θὰ μοῦ κάμῃς τὴν χάριν νὰ δεχθῇς τὰ δῶρα αὐτά.
11 λαβὲ τὰς εὐλογίας μου, ἃς ἤνεγκά σοι, ὅτι ἠλέησέ με ὁ Θεὸς καὶ ἔστι μοι πάντα. καὶ ἐβιάσατο αὐτὸν καὶ ἔλαβε· 11 Παρε λοιπόν τα δώρα αυτά της αγάπης και του σεβασμού μου, τα οποία σου προσφέρω, διότι ο Θεός με ηλέησε και έχω πλούσια τα πάντα”. Επέμεινε πολύ ο Ιακώβ, ώστε ο Ησαύ υπεχώρησε και τα έλαβε. 11 Παρακαλῶ νὰ ἀποδεχθῇς τὰ δῶρα τῆς ἀγάπης μου, ποὺ σοῦ ἔφερα, διότι ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς προσευχές μου, μὲ ἐλέησε, μὲ εὐλόγησε· καὶ ἔτσι ἔχω ἀρκετά, τὰ ἔχω ὅλα, ὅσα χρειάζομαι». Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἡσαῦ ἠρνεῖτο ἀκόμη νὰ δεχθῇ τὰ δῶρα, ὁ Ἰακὼβ ἐπέμεινε πολὺ καὶ τὸν ἐβίαζε· καὶ ὁ Ἡσαῦ τὰ ἔλαβε τελικῶς.
12 καὶ εἶπεν· ἀπάραντες πορευσώμεθα ἐπ᾿ εὐθεῖαν. 12 Ο Ησαύ είπε· “λοιπόν, ας σηκωθώμεν τώρα και ας βαδίσωμεν μαζή επί της ευθείας αυτής οδού”. 12 Μετὰ τὴν συμφιλίωσίν των ὁ Ἡσαῦ εἶπεν εἰς τὸν Ἰακώβ: «Ἂς σηκώσωμεν τὶς σκηνέςμας καὶ ἂς ἐτοιμασθῶμεν νὰ προχωρήσωμεν μαζὶ εἰς τὸν εὐθὺν αὐτὸν δρόμον».
13 εἶπε δὲ αὐτῷ· ὁ κύριός μου γινώσκει, ὅτι τὰ παιδία ἁπαλώτερα καὶ τὰ πρόβατα καὶ αἱ βόες λοχεύονται ἐπ᾿ ἐμέ· ἐὰν οὖν καταδιώξω αὐτὰ ἡμέραν μίαν, ἀποθανοῦνται πάντα τὰ κτήνη. 13 Ο δε Ιακώβ απήντησεν· “Ο Ησαύ, ο κύριός μου, βλέπει ότι τα παιδιά μου είναι μικρά και τρυφερά, τα πρόβατα και τα βόδια μου μόλις έχουν γεννήσει· εάν λοιπόν τα εξαναγκάσω να βαδίσουν, έστω και μίαν ημέραν, θα αποθάνουν όλα τα ζώα μου από την κόπωσιν. 13 Ὁ Ἰακὼβ ὅμὼς εἶπεν εἰς τὸν ἀδελφόν του: «Κύριοί μου, γνωρίζεις ὅτι τὰ παιδιά (μου) εἶναι μικρά, τρυφερά, ἀδύνατα· πρέπει ἀκόμη νὰ φροντίσω διὰ τὰ πρόβατα καὶ τὰ βόδια (μου), ποὺ αὐτὴν τὴν ἐποχὴν ἔχουν μικρὰ ἐὰν λοιπὸν τὰ ἀναγκάσω νὰ προχωρήσουν γρήγορα ἔστω καὶ μίαν ἡμέραν, θὰ ψοφήσουν ὅλα τὰ ζῶα ἀπὸ τὸν κόπον.
14 προελθέτω ὁ κύριός μου ἔμπροσθεν τοῦ παιδὸς αὐτοῦ, ἐγὼ δὲ ἐνισχύσω ἐν τῇ ὁδῷ κατὰ σχολὴν τῆς πορεύσεως τῆς ἐναντίον μου καὶ κατὰ πόδα τῶν παιδαρίων, ἕως τοῦ ἐλθεῖν με πρὸς τὸν κύριόν μου εἰς Σηείρ. 14 Ας προχωρήση ο κύριός μου εμπρός από τον δούλον του και εγώ θα καταβάλω προσπάθειαν να τον ακολουθήσω στον δρόμον, ανάλογα με την πορείαν των ζώων, που θα προπορεύωνται από εμέ και ανάλογα της αντοχής, που θα έχουν τα παιδιά μου στο βάδισμα, έως ότου καταφθάσω και συναντήσω τον κύριόν μου στο όρος Σηείρ. 14 Διὰ τοῦτο παρακαλῶ, κύριέ μου, προχώρησε σὺ ἐμπρὸς ἀπὸ ἐμὲ μὲ τοὺς ἄνδρες σου, ὅπως εἶσθε συνηθισμένοι εἰς πορείαν γρήγορον. Ἐγὼ δὲ θὰ ἀκολουθῶ σιγὰ - σιγὰ μαζὶ μὲ τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ τὰ ζῶα ἀναλόγως τῆς εὐκολίας καὶ τῶν ἀναγκῶν, ποὺ θὰ παρουαιάζωνται, μέχρις ὅτου σὲ συναντῆσω, κύριέ μου εἰς τὴν χώραν Σηείρ».
15 εἶπε δὲ ῾Ησαῦ· καταλείψω μετὰ σοῦ ἀπὸ τοῦ λαοῦ τοῦ μετ᾿ ἐμοῦ. ὁ δὲ εἶπεν· ἱνατί τοῦτο; ἱκανόν, ὅτι εὗρον χάριν ἐναντίον σου, κύριε. 15 Ο Ησαύ είπεν στον Ιακώβ· “θα αφήσω τότε μαζή σου μερικούς από τους ανθρώπους μου, δια να σε συνοδεύσουν”. Ο δε Ιακώβ είπε· “διατί να κάμης τούτο; Είναι αρκετόν, κύριε, ότι έγινα ευμενώς δεκτός από σέ”. 15 Ὁ Ἡσαῦ ὅμως δὲν ἀνεπαύετο νὰ ἐγκαταλείψῃ μόνον τὸν ἀδελφόν του εἰς τὴν πορείαν, δι' αὐτὸ τοῦ εἶπε: «Θὰ ἀφήσω μαζί σου ὡς συνοδείαν μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἄνδρες, ποὺ μὲ ἀκολουθοῦν». Ὁ Ἰακὼβ τοῦ ἀπάντησε: «Διατὶ νὰ τὸ κάμῃς αὐτό; Δεν ὑπάρχει λόγος νὰ καθυστεροῦν οἱ ἄνθρωποί σου ἀπὸ τὶς οἰκογένειες καὶ τὶς ἐργασίες των. Μοῦ εἶναι πολὺ ἀρκετόν, τὸ ὅτι ἔχομεν πάλιν ἀγαπηθῇ· τὸ ὅτι εὑρῆκα χάριν ἐνώπιόν σου καὶ ἔχω τὴν εὔνοιάν σου».
16 ἀπέστρεψε δὲ ῾Ησαῦ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς τὴν ὁδὸν αὐτοῦ εἰς Σηείρ. 16 Επέστρεψεν ο Ησαύ κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν εις Σηείρ δια της αυτής οδού, από την οποίαν είχεν έλθει. 16 Ἔτσι ὁ Ἡσαῦ ἐχωρίσθη εἰρηνικὰ ἀπὸ τὸν ἀδελφόν του τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ἐπέστρεψέ μὲ τοὺς ἄνδρες του εἰς τὴν Σηείρ, ἀπὸ ὅπου ἦλθεν.
17 Καὶ ᾿Ιακὼβ ἀπαίρει εἰς σκηνάς· καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ ἐκεῖ οἰκίας καὶ τοῖς κτήνεσιν αὐτοῦ ἐποίησε σκηνάς· διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Σκηναί. 17 Ο Ιακώβ επορεύθη τότε στοποθεσίαν, την οποίαν ωνόμασε “Σκηναί”. Εκεί δε ανοικοδόμησε οικίας δια τον εαυτόν του, δια δε τα κτήνη του κατεσκεύασε στάνες. Δια τούτο εκάλεσε το όνομα του τόπου εκείνου “Σκηναί”. 17 Μετὰ τὸν ἐγκάρδιον χωρισμὸν ὁ Ἰακὼβ ἐπροχώρησε καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν περιοχὴν Σκηναί. Ἐπειδὴ δὲ εὑρῆκε τὸ μέρος κατάλληλον διὰ τὰ ζῶα του, ἔκτισε διὰ τὸν ἑαυτόν του σπίτια, διὰ δὲ τὰ ζῶα του κατεσκεύασε στάνες. Διὰ τοῦτο ὠνόμασε τὴν τοποθεσίαν ἐκείνην «Σκηναί» (Σοκχώθ).
18 καὶ ἦλθεν ᾿Ιακὼβ εἰς Σαλὴμ πόλιν Σικίμων, ἥ ἐστιν ἐν γῇ Χαναάν, ὅτε ἐπανῆλθεν ἐκ τῆς Μεσοποταμίας Συρίας, καὶ παρενέβαλε κατὰ πρόσωπον τῆς πόλεως. 18 Μετέβη κατόπιν ο Ιακώβ από εκεί εις την Σαλήμ, πλησίον της πόλεως των Σικίμων (Συχεμιτών), η οποία ευρίσκεται εις την χώραν Χαναάν. Αυτά δε έγιναν, όταν επέστρεψεν από την Μεσοποταμίαν της Συρίας και εγκοττεστάθη πλησίον αυτής της πόλεως. 18 Ὁ Ἰακὼβ μετὰ τὴν Σοκχὼθ ἔφθασεν εἰς τὴν Σαλήμ, ἡ ὁποία ἦταν μία ἀπὸ τὶς πόλεις τῶν Σικίμων (τῶν Συχεμιτῶν), ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν γῆν Χαναάν, τὴν ὁποίαν τοῦ ὑπεσχέθη ὁ Θεός. Αὐτὰ ἔγιναν, ὅταν ὁ Ἰακὼβ ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν Μεσοποταμίαν τῆς Συρίας. Ὁ Πατριάρχης ἔστησε τὶς σκηνές του καὶ ἐγκατεστάθη κοντὰ εἰς τὴν πόλιν (ἢ ἀνατολικῶς τῆς πόλεως) Σαλήμ.
19 καὶ ἐκτήσατο τὴν μερίδα τοῦ ἀγροῦ, οὗ ἔστησεν ἐκεῖ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, παρὰ ᾿Εμὼρ πατρὸς Συχὲμ ἑκατὸν ἀμνῶν. 19 Ηγόρασε δε το τμήμα του αγρού, όπου εγκατεστάθη, από τον Εμμώρ τον πατέρα του Συχέμ, αντί εκατόν αμνών. 19 Καὶ ἀγόρασε τὸ μέρος τῆς γῆς, εἰς τὸ ὁποῖον ἐγκατεστάθη, ἀπὸ τὸν Ἐμμώρ, τὸν πατέρα τοῦ Συχέμ, ποὺ ὥριζε τὸν τόπον ἐκεῖνον, ἀντὶ τοῦ ποσοῦ τῶν ἑκατὸν «ἀμνῶν» (ἀργυρίων, κεσιτῶν).
20 καὶ ἔστησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον καὶ ἐπεκαλέσατο τὸν Θεὸν ᾿Ισραήλ. 20 Εκεί δε έκτισε και αφιέρωσε θυσιαστήριον και προσηυχήθη στον Θεόν του Ισραήλ. 20 Ἀντὶ ὅμως νὰ κτίσῃ ἀμέσως κατάλυμα διὰ νὰ στεγάσῃ τὴν οἰκογένειάν του, ἔκτισε πρῶτα ἐκεῖ θυσιαστήριον καὶ προσηυχήθη καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεόν.