Κυριακή, 06 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:26
Δύση: 19:02
Σελ. 4 ημ.
280-86
16ος χρόνος, 6077η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἤκουσε Δημήτριος ὅτι ἔπεσε Νικάνωρ καὶ αἱ δυνάμεις αὐτοῦ ἐν πολέμῳ, καὶ προσέθετο τὸν Βακχίδην καὶ τὸν ῎Αλκιμον ἐκ δευτέρου ἀποστεῖλαι εἰς γῆν ᾿Ιούδα καὶ τὸ δεξιὸν κέρας μετ᾿ αὐτῶν. 1 Ο Δημήτριος επληροφορήθη ότι ο Νικάνωρ έπεσε μαχόμενος, ότι αι δυνάμεις αυτού εξωλοθρεύθησαν στον πόλεμον και απεφάσισε να στείλη πάλιν τον Βακχίδην και τον Αλκιμον εις την, Ιουδαίαν, μαζή των δε και την δεξιάν πτέρυγα του στρατού του. 1 Όταν ὁ βασιλιᾶς Δημήτριος ἄκουσε ὅτι ὁ στρατηγὸς Νικάνωρ ἐφονεύθη καὶ οἱ στρατιωτικές του δυνάμεις κατεστράφησαν (εἰς κάποιαν μάχην), ἔστειλε πάλιν διὰ δευτέραν φορὰν τὸν Ἠακχίδην καὶ τὸν Ἄλκιμον εἰς τὴν Ἰουδαίαν μαζὶ μὲ τὴν δεξιὰν πτέρυγα τοῦ στρατοῦ του.
2 καὶ ἐπορεύθησαν ὁδὸν τὴν εἰς Γάλγαλα καὶ παρενέβαλον ἐπὶ Μαισαλὼθ τὴν ἐν ᾿Αρβήλοις καὶ προκατελάβοντο αὐτὴν καὶ ἀπώλεσαν ψυχὰς ἀνθρώπων πολλάς. 2 Αυτοί ηκολούθησαν την οδόν, που φέρει εις Γαλγαλα, και εστρατοπέδευσαν εις την Μαισαλώθ, η οποία ευρίσκετο εις την χώραν των Αρβήλων. Εκυρίευσαν την πόλιν αυτήν και εφόνευσαν πάρα πολλούς ανθρώπους. 2 Ὅλοι αὐτοὶ ἐπροχώρησαν ἀπὸ τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὰ Γάλγαλα, καὶ ἐστρατοπέδευσαν εἰς τὴν Μαισαλώθ, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν (περιοχὴν) Ἄρβηλα, τὴν κατέλαβαν καὶ ἐθανάτωσαν πάρα πολλοὺς ἀνθρώπους.
3 καὶ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου ἔτους τοῦ δευτέρου καὶ πεντηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ παρενέβαλον ἐπὶ ῾Ιερουσαλήμ· 3 Κατά τον πρώτον μήνα του εκατοστού πεντηκοστού δευτέρου έτους της χρονολογίας των Σελευκιδών εστρατοπέδευσαν αυτοί απέναντι από την Ιερουσαλήμ. 3 Καὶ κατὰ τὸν πρῶτον μῆνα τοῦ ἑκατοστοῦ πεντηκοστοῦ δευτέρου ἔτους (152ου) τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ τὸν Ἀπρίλιον /Μάϊον τοῦ 160 π.Χ.) ἐστρατοπέδευσαν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
4 καὶ ἀπῇραν καὶ ἐπορεύθησαν εἰς Βερέαν ἐν εἴκοσι χιλιάσιν ἀνδρῶν καὶ δισχιλίᾳ ἵππῳ. 4 Επειτα εσηκώθησαν και μετέβησαν εις Βερέαν με είκοσι χιλιάδας άνδρας πεζούς και δύο χιλιάδας ιππείς. 4 Ἀπὸ ἐκεῖ ἐσηκώθησαν καὶ μετέβησαν εἰς τὴν Βερέαν μὲ εἴκοσι χιλιάδες (20.000) πεζοὺς καὶ δύο χιλιάδες (2.000) ἱππικόν.
5 καὶ ᾿Ιούδας ἦν παρεμβεβληκὼς ἐν ᾿Ελασά, καὶ τρισχίλιοι ἄνδρες ἐκλεκτοὶ μετ᾿ αὐτοῦ. 5 Ο Ιούδας είχε στρατοπεδεύσει εις Ελασά με τρεις χιλιάδας εκλεκτούς άνδρας του. 5 Ὁ Ἰούδας ἦταν στρατοπεδευμένος εἰς τὴν Ἐλασὰ μαζὶ μὲ τρεῖς χιλιάδες (3.000) ἐκλεκτοὺς ἄνδρες.
6 καὶ εἶδον τὸ πλῆθος τῶν δυνάμεων ὅτι πολλοί εἰσι, καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα· καὶ ἐξερρύησαν πολλοὶ ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς, οὐ κατελείφθησαν ἐξ αὐτῶν ἀλλ᾿ ἢ ὀκτακόσιοι ἄνδρες. 6 Οταν οι Ιουδαίοι στρατιώται είδαν το πλήθος των εχθρικών δυνάμεων, ότι είναι αυτοί πολλοί και ισχυροί, εφοβήθησαν πάρα πολύ. Διέρρευσαν πολλοί από το στρατόπεδον και δεν απέμειναν από αυτούς, ει μη μόνον οκτακόσιοι άνδρες. 6 Ὅταν ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι εἶδαν τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν ἐχθρικῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων καὶ ὅτι οἱ ἐχθροὶ ἦσαν ἰσχυροί, ἐκυριεύθησαν ἀπὸ μεγάλον φόβον τότε πολλοὶ διέρρευσαν, ἐγκατέλειψαν τὸ στρατόπεδον καὶ δὲν ἔμειναν ἀπὸ τὸν στρατὸν τοῦ Ἰούδα παρὰ μόνον ὀκτακόσιοι (800) ἄνδρες.
7 καὶ εἶδεν ᾿Ιούδας ὅτι ἀπερρύη ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ καὶ ὁ πόλεμος ἔθλιβεν αὐτόν, καὶ συνετρίβη τῇ καρδίᾳ, ὅτι οὐκ εἶχε καιρὸν συναγαγεῖν αὐτούς, 7 Ο Ιούδας όταν είδεν ότι ο στρατός του διέρρευσε και ότι η επικειμένη σύρραξις θα ήτο καταθλιπτική δι' αυτόν, ησθάνθη την καρδίαν του να συντρίβεται, διότι δεν είχε πλέον καιρόν να συγκεντρώση τους άνδρας του. 7 Ὅταν ὁ Ἰούδας εἶδεν ὅτι ὁ στρατός του διέρρευσε καὶ τὰ πράγματα τὸν ἐπίεζαν, ὁ δὲ πόλεμος καθίστατο ἀναπόφευκτος, ἐκυριεύθη ἀπὸ κατάπληξιν, ἀπογοήτευσιν καὶ συντριβήν, διότι δὲν εἶχε χρόνον νὰ συναθροίσῃ καὶ νὰ ἀνασυντάξῃ τοὺς ἄνδρες του.
8 καὶ ἐξελύθη καὶ εἶπε τοῖς καταλειφθεῖσιν· ἀναστῶμεν καὶ ἀναβῶμεν ἐπὶ τοὺς ὑπεναντίους ἡμῶν, ἐὰν ἄρα δυνώμεθα πολεμῆσαι αὐτούς. 8 Ησθάνθη τον εαυτόν του να παραλύη από την αδυναμίαν εις την περίστασιν αυτήν· εν τούτοις είπεν στους υπολειφθέντας· “ας σηκωθώμεν και ας προχωρήσωμεν εναντίον των εχθρών μας. Ισως και ημπορέσωμεν να τους καταπολεμήσωμεν”. 8 Ὅμως, παρ’ ὅλον ὅτι ἀπεθαρρύνθη πολὺ καὶ κατεβλήθη, εἶπεν εἰς ὅσους εἶχαν ἀπομείνει: Ἂς σηκωθῶμεν καὶ ἂς ἐπιτεθῶμεν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας καὶ ἴσως ἠμπορέσωμεν νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσωμεν καὶ νὰ τοὺς νικήσωμεν.
9 καὶ ἀπέστρεφον αὐτὸν λέγοντες· οὐ μὴ δυνώμεθα, ἀλλ᾿ ἢ σῴζωμεν τὰς ἑαυτῶν ψυχὰς τὸ νῦν καὶ ἐπιστρέψωμεν μετὰ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ πολεμήσωμεν πρὸς αὐτούς, ἡμεῖς δὲ ὀλίγοι. 9 Εκείνοι όμως τον απέτρεπαν και του έλεγαν· “δεν θα ημπορέσωμεν να επιτύχωμεν νίκην. Το μόνον, που ημπορούμεν να κάμωμεν είναι, να σώσωμεν σήμερον την ζωήν μας και να επανέλθωμεν να πολεμήσωμεν αυτούς βραδύτερον μαζή με τους άλλους τους περισσοτέρους αδελφούς μας. Ημείς τώρα είμεθα πολύ ολίγοι. 9 Ἀλλ' οἱ ἄνδρες του προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἀποτρέψουν καὶ νὰ τὸν μεταπείσουν καὶ τοῦ ἔλεγαν: Δὲν θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσωμεν ἀδύνατον δι’ αὐτὸ ἂς προσπαθήσωμεν νὰ σώσωμεν τὴν ζωήν μας τώρα, νὰ ἐπιστρέψωμεν δὲ ἀργότερα μὲ ἄλλους ἀδελφούς μας Ἰουδαίους καὶ τότε νὰ πολεμήσωμεν ἐναντίον των· τώρα, μόνοι μας, εἴμεθα πολὺ ὀλίγοι.
10 καὶ εἶπεν ᾿Ιούδας· μή μοι γένοιτο ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο, φυγεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ εἰ ἤγγικεν ὁ καιρὸς ἡμῶν, καὶ ἀποθάνωμεν ἐν ἀνδρείᾳ χάριν τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ μὴ καταλίπωμεν αἰτίαν τῇ δόξῃ ἡμῶν. 10 Ο Ιούδας απήντησεν εις αυτούς· “Θεός φυλάζοι να πράξω εγώ αυτό, το οποίον με συμβουλεύετε, να φύγω ενώπιον αυτών. Εάν ήλθεν η ώρα μας, ας αποθάνωμεν γενναίως χάριν των αδελφών μας και ας μη αφήσωμεν σκιαν εις την δόξαν μας”. 10 Ὁ Ἰούδας ὅμως τοὺς ἀπάντησε: Μὴ γένοιτο ποτὲ ἐγὼ νὰ κάμω τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ νὰ τραπῶ εἰς φυγὴν ἀπὸ ἐμπρός των! Ἐὰν ἦλθεν ἡ ὥρα μας νὰ ἀποθάνωμεν, ἂς ἀποθάνωμεν τουλάχιστον μὲ γενναιότητα χάριν τῶν ἀδελφῶν μας καὶ ἂς μὴ ἀφήσωμεν καμμίαν κηλῖδα, ἡ ὁποία νὰ ἀμαυρώσῃ τὴν δόξαν μας καὶ νὰ λερώσῃ τὴν τιμή μας.
11 καὶ ἀπῇρεν ἡ δύναμις ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς καὶ ἔστησαν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς, καὶ ἐμερίσθη ἡ ἵππος εἰς δύο μέρη, καὶ οἱ σφενδονῆται καὶ οἱ τοξόται προεπορεύοντο τῆς δυνάμεως, καὶ οἱ πρωταγωνισταὶ πάντες οἱ δυνατοί· 11 Η στρατιωτική δύναμις των Συρων εξήλθεν από το στρατόπεδον και κατηυθύνετο εις συνάντησιν των Ιουδαίων. Το εχθρικόν ιππικόν διηρέθη εις δύο σώματα, οι σφενδονήται και οι τοξόται επροπορεύοντο από τον στρατόν, οι δε γενναιότεροι μεταξύ αυτών ευρίσκοντο εις την πρώτην σειράν. 11 Ὁ Συριακὸς στρατὸς ἐγκατέλειψε τὸ στρατόπεδόν του, ἐπροχώρησε καὶ ἔλαβε θέσιν διὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὴν ἐπίθεσιν τῶν Ἰουδαίων.Τὸ ἱππικὸν τῶν Σύρων ἐχωρίσθη εἰς δύο σώματα - ἴλες· αὐτοὶ δὲ ποὺ ἐπολεμοῦσαν μὲ σφενδόνην καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπολεμοῦσαν μὲ τόξον, ἐπροπορεύοντο τῆς κυρίας δυνάμεως τοῦ στρατοῦ, ἐνῷ οἱ ἐκλεκτότεροι καὶ γενναιότεροι ἄνδρες εὑρίσκοντο εἰς τὴν πρώτην σειράν.
12 Βακχίδης δὲ ἦν ἐν τῷ δεξιῷ κέρατι. καὶ ἤγγισεν ἡ φάλαγξ ἐκ τῶν δύο μερῶν καὶ ἐφώνουν ταῖς σάλπιγξι, 12 Ο Βακχίδης ήτο εις την δεξιάν πτέρυγα του στρατού του. Ολη η φάλαγξ του εχθρικού στρατού, που απετελείτο από τας δύο πτέρυγας, προχωρούσε και αι σάλπιγγες αυτών εσάλπιζαν τα πολεμικά συνθήματα. 12 Ὁ Βακχίδης εὑρίσκετο ἐπὶ κεφαλῆς τῆς δεξιᾶς πτέρυγος τοῦ στρατοῦ.Καὶ ἡ φάλαγγα - ὅλος ὁ Συριακὸς στρατός - ἐπροχωροῦσε καὶ ἐπλησίαζε καὶ μὲ τὶς δύο πτέρυγες, οἱ δὲ σάλπιγγές των ἐσάλπιζαν πολεμικὰ σαλπίσματα.
13 καὶ ἐσάλπισαν οἱ παρὰ ᾿Ιούδᾳ καὶ αὐτοὶ ταῖς σάλπιγξι· καὶ ἐσαλεύθη ἡ γῆ ἀπὸ τῆς φωνῆς τῶν παρεμβολῶν, καὶ ἐγένετο ὁ πόλεμος συνημμένος ἀπὸ πρωΐθεν ἕως ἑσπέρας. 13 Εσάλπισαν επίσης και οι άνδρες του Ιούδα με τας ιεράς των σάλπιγγας. Η γη συνεκλονίσθη από τον μεγάλον θόρυβον των δύο στρατών. Η μάχη ήρχισεν από το πρωϊ και διήρκεσεν έως το βράδυ. 13 Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνδρες τοῦ Ἰούδα ἐσάλπισαν ἐπίσης πολεμικὰ σαλπίσματα μὲ τὶς ἱερές των σάλπιγγες.Καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη ἀπὸ τὴν πολὺ δυνατὴν φωνὴν καὶ τὸν μεγάλον θόρυβον τῶν δύο στρατῶν, ὁ δὲ πόλεμος, ἡ στρατιωτικὴ σύγκρουσις, διήρκεσεν ἀπὸ τὸ πρωῒ μέχρι τὸ βράδυ.
14 καὶ εἶδεν ᾿Ιούδας ὅτι Βακχίδης καὶ τὸ στερέωμα τῆς παρεμβολῆς ἐν τοῖς δεξιοῖς, καὶ συνῆλθον αὐτῷ πάντες οἱ εὔψυχοι τῇ καρδίᾳ, 14 Ο Ιούδας είδεν ότι ο Βακχίδης και το ισχυρότερον μέρος του στρατού του ευρίσκοντο εις την δεξιάν πτέρυγα. Συνεκέντρωσε, λοιπόν, γύρω του όλους τους γενναίους κατά την καρδίαν Ιουδαίους, 14 Ὅταν ὁ Ἰούδας εἶδεν ὅτι ὁ Βακχίδης καὶ ἡ κυρία καὶ ἐκλεκτὴ δύναμις τοῦ στρατοῦ του εὑρίσκοντο εἰς τὴν δεξιὰν πτέρυγα, διέταξε καὶ συνεκεντρώθησαν γύρω του ὅλοι οἱ γενναιόκαρδοι ἄνδρες του,
15 καὶ συνετρίβη τὸ δεξιὸν κέρας ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἐδίωκεν ὀπίσω αὐτῶν ἕως ᾿Αζώτου ὄρους. 15 επετέθη εναντίον της δεξιάς πτέρυγας των πολεμίων, την συνέτριψε και κατεδίωκε τους φεύγοντας στρατιώτας μέχρι του όρους της Αζώτου. 15 καὶ μὲ αὐτοὺς ἐπετέθη καὶ συνέτριψε τὴν δεξιὰν πτέρυγα τῶν Σύρων ὁ δὲ Ἰούδας τοὺς κατεδίωκε μέχρι τὸ ὄρος Ἄζωτον.
16 καὶ εἰς τὸ ἀριστερὸν κέρας εἶδον ὅτι συνετρίβη τὸ δεξιὸν κέρας, καὶ ἐπέστρεψαν κατὰ πόδας ᾿Ιούδα καὶ τῶν μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ τῶν ὄπισθεν. 16 Οι απαρτίζοντες όμως την αριστεράν πτέρυγα Σύροι στρατιώται, όταν είδον ότι συνετρίβη η δεξιά των πτέρυξ, εστράφησαν πίσω από τον Ιούδαν και επετέθησαν εναντίον αυτού και των ανδρών του εκ των όπισθεν. 16 Ἀλλ’ ὅταν οἱ Σύροι τῆς ἀριστερᾶς πτέρυγος εἶδαν, ὅτι συνετρίβη ἡ δεξιὰ πτέρυγα τοῦ στρατοῦ των, ἐστράφησαν πίσω, ἀκολούθησαν κατὰ πόδας τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἄνδρες του καὶ τοὺς ἐπετέθησαν ἀπὸ πίσω.
17 καὶ ἐβαρύνθη ὁ πόλεμος, καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοὶ ἐκ τούτων καὶ ἐκ τούτων. 17 Η μάχη έγινε πολύ σκληρά. Επεσαν πολλοί νεκροί από την παράταξιν των Συρων και των Ιουδαίων. 17 Ἡ μάχη ἔγινε πολὺ σκληρὴ καὶ λυσσώδης, ἔπεσαν δὲ πολλοὶ νεκροὶ ἀπὸ τὸν στρατὸν τῶν Σύρων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν στρατὸν τοῦ Ἰούδα.
18 καὶ ᾿Ιούδας ἔπεσε, καὶ οἱ λοιποὶ ἔφυγον. 18 Επεσε δε και ο Ιούδας ηρωϊκώς μαχόμενος, ενώ οι άλλοι άνδρες του ετράπησαν εις φυγήν. 18 Ἔπεσεν ἐπίσης νεκρὸς καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰούδας, οἱ δὲ ὑπόλοιποι ἀπὸ τοὺς ἄνδρες του ἐτράπησαν εἰς φυγήν.
19 καὶ ᾖραν ᾿Ιωνάθαν καὶ Σίμων ᾿Ιούδαν τὸν ἀδελφὸν αὐτῶν καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν τῷ τάφῳ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν Μωδεΐν. 19 Ο Ιωνάθαν και ο Σιμων εσήκωσαν και επήραν το πτώμα του αδελφού των και το έθαψαν στον τάφον των πατέρων των εις Μωδεΐν. 19 Ὁ Ἰωνάθαν καὶ ὁ Σίμων παρέλαβαν τὴν σορὸν τὸν ἀδελφοῦ των Ἰούδα καὶ τὴν ἔθαψαν εἰς τὸν οἰκογενειακόν των τάφον εἰς τὴν Μωδεΐν.
20 καὶ ἔκλαυσαν αὐτὸν καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς ᾿Ισραὴλ κοπετὸν μέγαν καὶ ἐπένθουν ἡμέρας πολλὰς καὶ εἶπον· 20 Ολοι οι Ισραηλίται τον έκλαυσαν με κοπετούς και θρήνους. Επένθησαν επί πολλάς ημέρας και είπαν· 20 Καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἔκλαυσαν τὸν Ἰούδαν καὶ τὸν ἐθρήνησαν μὲ μεγάλον καὶ ἰσχυρὸν θρῆνον, τὸν ἐπενθοῦσαν δὲ ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες καὶ ἔλεγαν:
21 πῶς ἔπεσε δυνατὸς σῴζων τὸν ᾿Ισραήλ; 21 “πως έπεσεν ο μεγάλος αυτός ήρως, ο οποίος έσωζεν έως τώρα τον Ισραήλ;” 21 Πῶς ἔγινε καὶ ἔπεσεν, ἀλήθεια, ὁ ἥρως αὐτός, ὁ σωτῆρας τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ;
22 καὶ τὰ περισσὰ τῶν λόγων ᾿Ιούδα καὶ τῶν πολέμων καὶ τῶν ἀνδραγαθιῶν, ὧν ἐποίησε, καὶ τῆς μεγαλωσύνης αὐτῶν οὐ κατεγράφη, πολλὰ γὰρ ἦν σφόδρα. 22 Τα υπόλοιπα από την ιστορίαν του Ιούδα και των πολέμων και των ανδραγαθημάτων, τα οποία έκαμε, και τα της μεγάλης αυτού δόξης δεν κατεγράφησαν, διότι ήσαν πάρα πολλά. 22 Τὰ ὑπόλοιπα ἔργα τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰούδα, οἱ πόλεμοί του καὶ τὰ ἀνδραγαθήματα, τὰ ὁποῖα ἐπέτυχε, καὶ ὅλοι οἱ τίτλοι τῆς δόξης καὶ τοῦ μεγαλείου των δὲν κατεγράφησαν, διότι ἦσαν πάρα πολλά.
23 Καὶ ἐγένετο, μετὰ τὴν τελευτὴν ᾿Ιούδα ἐξέκυψαν οἱ ἄνομοι ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις ᾿Ισραήλ, καὶ ἀνέτειλαν πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀδικίαν. 23 Μετά τον θάνατον του Ιούδα, οι εξωμόται από τους Ιουδαίους ανεθάρρησαν, επρόβαλαν εις όλην την περιοχήν της Ιουδαίας και εσήκωσαν το κεφάλι των όλοι οι εργάται της αδικίας. 23 Συνέβη δὲ τοῦτο: Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἰούδα οἱ ἀποστάται, ἐξωμόται Ἰουδαῖοι ἐβγῆκαν ἀπὸ τοὺς κρυψῶνες των καὶ παρουσιάσθησαν ἀνεθάρρησαν δὲ καὶ ἐνεθαρρύνθησαν εἰς ὅλην τὴν Ἰουδαίαν· παρουσιάσθησαν καὶ ὕψωσαν κεφαλὴν ὅλοι, ὅσοι εἰργάζοντο τὴν ἀδικίαν.
24 ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐγενήθη λιμὸς μέγας σφόδρα, καὶ ηὐτομόλησεν ἡ χώρα μετ᾿ αὐτῶν. 24 Κατά τας ημέρας εκείνας έπεσε πολύ μεγάλη πείνα. Το έδαφος ωσάν να ηρνήθη την ευφορίαν του και να ετάχθη με το μέρος των παρανόμων Ιουδαίων. 24 Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἔγινε πάρα πολὺ μεγάλη καὶ φοβερὴ πεῖνα· ἕνεκα δὲ τῆς πείνας ὅλος ὁ πληθυσμὸς τῆς χώρας ἐγκατέλειψε τὴν ὀρθὴν πίστιν καὶ κατέφυγεν εἰς τοὺς Σύρους.(Κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Καὶ τὸ ἔδαφος τῆς Ἰουδαίας ἐδείχθη ἄγονον καὶ ἔτσι ἐπρόδωσε καὶ αὐτὸ καὶ ἐγκατέλειψε πεινασμένους τοὺς Ἰουδαίους).
25 καὶ ἐξέλεξε Βακχίδης τοὺς ἀσεβεῖς ἄνδρας καὶ κατέστησεν αὐτοὺς κυρίους τῆς χώρας. 25 Ο Βακχίδης επωφελούμενος της περιστάσεως εξέλεξε τους ασεβείς αυτούς άνδρας της Ιουδαίας και τους εγκατέστησε κυρίους ολοκλήρου της χώρας. 25 Ὑπὸ τὶς συνθῆκες αὐτὲς ὁ Βακχίδης ἐδιάλεξε ἐλευθέρως καὶ μὲ εὐκολίαν τοὺς ἀποστάτες Ἰουδαίους καὶ τοὺς ἐγκατέστησε κυβερνῆτες καὶ κυρίους τῆς Ἰουδαίας.
26 καὶ ἐξεζήτουν καὶ ἐξηρεύνων τοὺς φίλους ᾿Ιούδα καὶ ἦγον αὐτοὺς πρὸς Βακχίδην, καὶ ἐξεδίκει ἐν αὐτοῖς καὶ ἐνέπαιζεν αὐτοῖς. 26 Αυτοί ερευνούσαν και αναζητούσαν τους φίλους του Ιούδα, τους έφεραν προς τον Βακχίδην, ο οποίος τους ετιμώρει και τους ενέπαιζε. 26 Οἱ ἀποστάται αὐτοὶ ἐξηχνίαζαν καὶ ἀνεκάλυπταν τοὺς φίλους τοῦ Ἰούδα καὶ τοὺς ὠδηγοῦσαν ἐνώπιον τοῦ Βακχίδη, ὁ ὁποῖος τοὺς ἐκακομετεχειρίζετο, τοὺς ἐτιμωροῦσε καὶ τοὺς ἐχλεύαζε διὰ τὴν θρησκείαν των.
27 καὶ ἐγένετο θλῖψις μεγάλη ἐν τῷ ᾿Ισραήλ, ἥτις οὐκ ἐγένετο ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας οὐκ ὤφθη προφήτης ἐν αὐτοῖς. 27 Επεσε πολύ μεγάλη και βαρεία θλίψις μεταξύ των Ισραηλιτών, όμοια της οποίας δεν είχε γίνει αφ' ης εποχής δεν ενεφανίσθη προφήτης μεταξύ των Ιουδαίων. 27 Ἔγινε δὲ στενοχωρία μεγάλη, φοβερὴ καταπίεσις εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν τέτοια στενοχώρια καὶ καταπίεσις δὲν εἶχε γίνει ἀπὸ τότε, ποὺ οἱ ΙΙροφῆται ἔπαυσαν νὰ ἐμφανίζωνται μεταξὺ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ.
28 καὶ ἠθροίσθησαν πάντες οἱ φίλοι ᾿Ιούδα καὶ εἶπον τῷ ᾿Ιωνάθαν· 28 Τοτε όλοι οι φίλοι του Ιούδα συνεκεντρώθησαν και είπαν προς τον Ιωνάθαν· 28 Τότε συνεκεντρώθησαν ὅλοι οἱ φίλοι τοῦ Ἰούδα καὶ εἶπαν εἰς τὸν Ἰωνάθαν:
29 ἀφ᾿ οὗ ὁ ἀδελφός σου ᾿Ιούδας τετελεύτηκε, καὶ ἀνὴρ ὅμοιος αὐτῷ οὐκ ἔστιν ἐξελθεῖν πρὸς τοὺς ἐχθροὺς καὶ Βακχίδην, καὶ ἐν τοῖς ἐχθραίνουσιν τοῦ ἔθνους ἡμῶν· 29 “Από τότε που ο αδελφός σου Ιούδας απέθανε, δεν υπάρχει πλέον ανήρ όμοιος προς αυτόν, δια να εξέλθη εναντίον των εχθρών, εναντίον του Βακχίδου και εναντίον παντός εχθρού του έθνους μας. 29 Ἀπὸ τότε ποὺ ἀπέθανεν ὁ ἀδελφός σου Ἰούδας, δὲν ὑπάρχει πλέον ἄλλος ἄνθρωπος, ὅμοιος μὲ αὐτόν, διὰ νὰ ἀναλάβῃ τὴν ἡγεσίαν τῆς ἀντιστάσεως ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας· ἐναντίον τοῦ Βακχίδη καὶ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι μισοῦν καὶ ἐχθρεύονται τὸ ἔθνος μας.
30 νῦν οὖν σε ᾑρετισάμεθα σήμερον τοῦ εἶναι ἀντ᾿ αὐτοῦ ἡμῖν εἰς ἄρχοντα καὶ ἡγούμενον τοῦ πολεμῆσαι τὸν πόλεμον ἡμῶν. 30 Σημερον λοιπόν σε εκλέγομεν άρχοντά μας αντ' αυτού και στρατηγόν, δια να διεξαγάγης τους πολέμους μας”. 30 Δι' αὐτὸ σήμερον ἔχομεν ἐκλέξει σέ, διὰ νὰ τὸν διαδεχθῇς καὶ νὰ εἶσαι ὁ κυβερνήτης (ἀρχιστράτηγος) καὶ ὁ ἡγέτης μας, διὰ νὰ ἡγῆσαι καὶ νὰ διεξάγῃς τοὺς πολέμους μας ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας.
31 καὶ ἐπεδέξατο ᾿Ιωνάθαν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ τὴν ἥγησιν καὶ ἀνέστη ἀντὶ ᾿Ιούδα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. 31 Ο Ιωνάθαν εδέχθη κατά τον καιρόν εκείνον την αρχηγίαν και ανέλαβε την εξουσίαν αντί του Ιούδα του αδελφού του. 31 Μετὰ τὴν ἀπόφασίν των αὐτὴν ὁ Ἰωνάθαν ἀπεδέχθη κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον τὴν ἡγεσίαν καὶ ἔτσι διεδέχθη τὸν Ἰούδαν, τὸν ἀδελφόν του.
32 Καὶ ἔγνω Βακχίδης καὶ ἐζήτει αὐτὸν ἀποκτεῖναι. 32 Ο Βακχίδης επληροφορήθη την εκλογήν αυτήν και επεζήτει ευκαιρίαν νο φονεύση τον Ιωνάθαν. 32 Ὁ Βακχίδης ἐπληροφορήθη τὴν εἴδησιν περὶ τῆς ἐκλογῆς καὶ ἀναλήψεως τῆς ἀρχηγίας τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὸν Ἰωνάθαν καὶ ἐζητοῦσε να τὸν φονεύσῃ.
33 καὶ ἔγνω ᾿Ιωνάθαν καὶ Σίμων ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ· καὶ πάντες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἔφυγον εἰς τὴν ἔρημον Θεκωὲ καὶ παρενέβαλον ἐπὶ τὸ ὕδωρ λάκκου ᾿Ασφάρ. 33 Αλλά ο Ιωνάθαν και ο Σιμων ο αδελφός του και όλοι, όσοι ήσαν μαζή του, έμαθαν την απόφασιν αυτήν του Βακχίδου και κατέφυγαν εις την έρημον Θεκωέ και εστρατοπέδευσαν πλησίον του ύδατος της δεξαμενής Ασφάρ. 33 Ὅταν ὁ Ἰωνάθαν καὶ ὁ ἀδελφός του Σίμων καὶ ὅλοι, ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦσαν, ἐπληροφορήθησαν τὶς προθέσεις τοῦ Βακχίδη, κατέφυγαν εἰς τὴν ἔρημον Θεκωὲ καὶ ἐστρατοπέδευσαν κοντὰ εἰς τὸ νερὸν τῆς δεξαμενῆς Ἀσφάρ.
34 καὶ ἔγνω Βακχίδης τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων καὶ ἦλθεν αὐτὸς καὶ πᾶν τὸ στράτευμα αὐτοῦ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου. 34 Ο Βακχίδης κατά κάποιον Σαββατον επληροφορήθη το γεγονός αυτό και ήλθεν αυτός και όλος ο στρατός του πέραν από τον Ιορδάνην. 34 Ὁ Βακχίδης ἔμαθε τὴν κίνησιν αὐτὴν τοῦ Ἰωνάθαν καὶ τῶν ἀνδρῶν του κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, καὶ τότε αὐτὸς καὶ ὅλος ὁ στρατός του διέβησαν τὸν Ἰορδάνην.
35 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιωνάθαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἡγούμενον τοῦ ὄχλου καὶ παρεκάλεσε τοὺς Ναβαταίους φίλους αὐτοῦ παραθέσθαι αὐτοῖς τὴν ἀποσκευὴν αὐτῶν τὴν πολλήν. 35 Ο Ιωνάθαν έστειλε τον αδελφόν του ως αρχηγόν του λαού και παρεκάλεσε τους Ναβαταίους φίλους του, να αναλάβουν υπό την προστασίαν των τον πολύν άμαχον πληθυσμόν και τας πολλάς αποσκευάς των. 35 Ὁ Ἰωνάθαν ἔστειλε τὸν ἀδελφόν του Ἰωάννην, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχηγούς - ἀξιωματικοὺς τοῦ στρατοῦ του, καὶ παρεκάλεσε τοὺς φίλους του τοὺς Ναβαταίους νὰ δεχθοῦν, ὥστε νὰ ἐμπιστευθῇ εἰς αὐτοὺς τὸν ἄμαχον πληθυσμόν (γυναῖκες, παιδιά, ἠλικιωμένους), τὰ ζῶα, τὰ τρόφιμα κ.τ.ὅ., τὰ ὁποῖα ἦσαν πάρα πολλά.
36 καὶ ἐξῆλθον υἱοὶ ᾿Ιαμβρὶ ἐκ Μηδαβὰ καὶ συνέλαβον ᾿Ιωάννην καὶ πάντα, ὅσα εἶχε, καὶ ἀπῆλθον ἔχοντες. 36 Οι απόγονοι όμως του Ιαμβρί εξήλθον από την Μηδαβά, συνέλαβαν και επήραν μαζή των τον Ιωάννην και όλα όσα είχε και απήλθον αποκομίζοντες αυτούς. 36 Ἀλλὰ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν Μηδαβὰ οἱ υἱοὶ τοῦ Ἰαμβρί, τοὺς ἀνέκοψαν, συνέλαβαν τὸν Ἰωάννην καὶ ὅλα, ὅσα εἶχε μαζί του (ἀμάχους, ζῶα, τρόφιμα κ.τ.ὅ.), καὶ ἀνεχώρησαν μὲ αὐτά.
37 μετὰ δὲ τοὺς λόγους τούτους ἀπήγγειλαν τῷ ᾿Ιωνάθαν καὶ Σίμωνι τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ὅτι οἱ υἱοὶ ᾿Ιαμβρὶ ποιοῦσι γάμον μέγαν καὶ ἄγουσι τὴν νύμφην ἀπὸ Ναδαβάθ, θυγατέρα ἑνὸς τῶν μεγάλων μεγιστάνων Χαναὰν μετὰ παραπομπῆς μεγάλης. 37 Ολίγον χρόνον έπειτα από τα γεγονότα αυτά ανήγγειλαν στον Ιωνάθαν και στον Σιμωνα τον αδελφόν του, ότι οι απόγονοι του Ιαμβρί τελούν μεγαλοπρεπή γάμον με μεγάλην ακολουθίαν και πομπήν. Παίρνουν από Ναβαβάθ ως νύμφην την θυγατέρα ενός από τους μεγάλους μεγιστάνας της Χαναάν. 37 Ὀλίγον χρόνον μετὰ τὴν ληστρικὴν αὐτὴν ἐπιχείρησιν τῶν Ἰαμβριτῶν, ἐπληροφόρησαν τὸν Ἰωνάθαν καὶ τὸν Σίμωνα, τὸν ἀδελφόν του, ὅτι οἱ υἱοὶ Ἰαμβρὶ κάμνουν σπουδαῖον καὶ ἐπίσημον γάμον καὶ ὅτι φέρουν τὴν νύμφην ἀπὸ τὴν Ναδαβὰθ μαζὶ μὲ μεγάλην ἀκολουθίαν.Ἡ νύμφη δὲ εἶναι θυγατέρα ἐνὸς τῶν μεγάλων μεγιστάνων τῆς Χαναάν.
38 καὶ ἐμνήσθησαν ᾿Ιωάννου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν καὶ ἀνέβησαν καὶ ἐκρύβησαν ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ ὄρους. 38 Τοτε οι αδελφοί Ιωνάθαν και Σιμων ενεθυμήθησαν τον φονευθέντα από εκείνους αδελφόν των Ιωάννην, ανέβησαν και εκρύβησαν κάτω από κάποιαν εξοχήν του όρους. 38 Τότε ὁ Ἰωνάθαν καὶ ὁ Σίμων ἐνεθυμήθησαν πῶς ἀπήχθη καὶ ἐφονεύθη ἀπὸ τοὺς υἱοὺς Ἰαμβρὶ ὁ ἀδελφός των Ἰωάννης· καὶ ἀνέβησαν μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρες των καὶ ἐκρύβησαν εἰς κάποιαν κρύπτην τοῦ ὄρους.
39 καὶ ᾖραν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ θροῦς καὶ ἀποσκευὴ πολλή, καὶ ὁ νυμφίος ἐξῆλθε καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἰς συνάντησιν αὐτῶν μετὰ τυμπάνων καὶ μουσικῶν καὶ ὅπλων πολλῶν. 39 Εσήκωσαν τα μάτια των και παρετήρησαν ότι ηκούετο μεγάλη βοή όχλου πολλού. Εξήλθεν ο νυμφίος και οι φίλοι του και οι αδελφοί του προς συνάντησιν της νύμφης με τύμπανα, με μουσικά όργανα και με πολλά όπλα. 39 Ὅταν δὲ ἐσήκωσαν τὰ μάτια των καὶ ἐκύτταξαν γύρω - γύρω, εἶδαν καὶ ἄκουσαν μεγάλην ὀχλοβοὴν καὶ πλῆθος κόσμου μὲ γυναικόπαιδα καὶ ἀποσκευές.Εἶδαν ἐπίσης ὅτι ἐβγῆκε καὶ ὁ νυμφίος ἀκολουθούμενος ἀπὸ τοὺς φίλους του καὶ τοὺς ἀδελφούς (συγγενεῖς) του, διὰ νὰ συναντήσουν τὴν νύμφην καὶ τὴν ἀκολουθίαν της· ὁ νυμφίος καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἐπροχωροῦσαν εἰς συνάντησιν τῆς νυμφικῆς πομπῆς μὲ τύμπανα, μὲ μουσικὰ ὄργανα καὶ ὅπλα πολλά.
40 καὶ ἐξανέστησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ ἐνέδρου οἱ περὶ τὸν ᾿Ιωνάθαν καὶ ἀπέκτειναν αὐτούς, καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοί, καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἔφυγον εἰς τὸ ὄρος· καὶ ἔλαβον πάντα τὰ σκῦλα αὐτῶν. 40 Τοτε ώρμησαν εναντίον αυτών από την ενέδραν των οι περί τον Ιωνάθαν και τους εφόνευσαν. Πολλοί ήσαν εκείνοι, που έπεσαν νεκροί, ενώ οι άλλοι πανικόβλητοι έφυγαν στο όρος. Οι Ιουδαίοι επήραν όλα τα λάφυρά των. 40 Τότε ὁ Ἰωνάθαν καὶ οἱ ἄνδρες του ὥρμησαν ἀπὸ τὸ κρησφύγετον τῆς ἐνέδρας των ἐναντίον των καὶ τοὺς ἐσκότωσαν.Ἐφονεύθησαν πολλοί, οἱ δὲ ὑπόλοιποι κατέφυγαν πανικόβλητοι εἰς τὸ ὅρος διὰ νὰ σωθοῦν.Οἱ Ἰουδαῖοι δὲ ἔλαβαν ὅλα τὰ λάφυρα, ποὺ εἶχαν ἀπομείνει ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς φυγάδες.
41 καὶ μετεστράφη ὁ γάμος εἰς πένθος καὶ ἡ φωνὴ μουσικῶν αὐτῶν εἰς θρῆνον. 41 Ετσι δε ο γάμος μετεβλήθη εις πένθος και αι χαρμόσυναι αρμονίαι των μουσικών εις θρήνον. 41 Ἔτσι τὸ χαρμόσυνον γεγονὸς τοῦ γάμου μετετράπη εἰς πένθος καὶ ὁ χαρούμενος ἦχος τῶν μουσικῶν ὀργάνων εἰς θρῆνον.
42 καὶ ἐξεδίκησαν τὴν ἐκδίκησιν αἵματος ἀδελφοῦ αὐτῶν καὶ ἀπέστρεψαν εἰς τὸ ἕλος τοῦ ᾿Ιορδάνου. 42 Αφού εξεδικήθησαν τον θάνατον του αδελφού των, ο Ιωνάθαν και ο Σιμων επέστρεψαν στο έλος κοντά στον Ιορδάνην. 42 Ἀφοῦ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐξεδικήθησαν πλήρως τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ των, ὁ Ἰωνάθαν καὶ ὁ Σίμων ἐπέστρεψαν εἰς τὴν ἑλώδη περιοχὴν πλησίον τοῦ Ἰορδάνη.
43 καὶ ἤκουσε Βακχίδης καὶ ἦλθε τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἕως τῶν κρηπίδων τοῦ ᾿Ιορδάνου ἐν δυνάμει πολλῇ. 43 Ο Βακχίδης επληροφορήθη το γεγονός και κατά την ημέραν του Σαββάτου ήλθε μέχρι της αποκρήμνου όχθης του Ιορδάνου με πολλήν δύναμιν. 43 Μόλις ὁ Βακχίδης ἐπληροφορήθη τοῦτο, ἦλθε κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου μέχρι τῶν ἀποκρήμνων ὀχθῶν τοῦ Ἰορδάνη μὲ μεγάλην δύναμιν στρατοῦ.
44 καὶ εἶπεν ᾿Ιωνάθαν τοῖς παρ᾿ αὐτοῦ· ἀναστῶμεν νῦν καὶ πολεμήσωμεν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, οὐ γάρ ἐστι σήμερον ὡς ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν· 44 Ο Ιωνάθαν είπεν στους άνδρας, που είχε μαζή του· “ας σηκωθώμεν τώρα και ας πολεμήσωμεν δια την ζωήν μας, διότι η σημερινή ημέρα δεν είναι, όπως η χθεσινή και η προχθεσινή. 44 Καὶ ὁ Ἰωνάθαν εἶπεν εἰς τοὺς ἄνδρες του: Τώρα ἂς σηκωθῶμεν καὶ ἂς πολεμήσωμεν διὰ τὴν ζωήν μας· διότι σήμερον εἴμεθα εἰς δυσκολωτέραν καταστάσιν ἀπὸ ἐκείνην ποὺ ἤμεθα ἄλλοτε.
45 ἰδοὺ γὰρ ὁ πόλεμος ἐξεναντίας ἡμῶν καὶ ἐξόπισθεν ἡμῶν, τὸ δὲ ὕδωρ τοῦ ᾿Ιορδάνου ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ ἕλος καὶ δρυμός, οὐκ ἔστι τόπος τοῦ ἐκκλῖναι· 45 Ιδού ότι οι πολέμιοί μας ευρίσκονται εμπρός μας και όπισθεν από ημάς. Το ύδωρ του Ιορδάνου είναι και από εδώ και από εκεί. Επίσης και έλος και δάσος υπάρχει γύρω μας, και δεν φαίνεται από πουθενά τόπος, να διαφύγωμεν και σωθώμεν. 45 Νά! Ὁ ἐχθρὸς εἶναι ἐμπρός μας καὶ πίσω μας, τὸ νερὸν τοῦ Ἰορδάνη καὶ ἀπὸ δεξιὰ καὶ ἀπὸ ἀριστερά, ἀλλὰ καὶ ἕλη, βάλτοι καὶ θάμνοι, καλαμιῶνες.Δὲν ὑπάρχει διέξοδος νὰ φύγωμεν καὶ νὰ σωθῶμεν.
46 νῦν οὖν κεκράξατε εἰς οὐρανόν, ὅπως διασωθῆτε ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν ὑμῶν. 46 Τωρα λοιπόν κραυγάσατε με δύναμιν προς τον Θεόν του ουρανού, δια να βοηθήσή και διασωθήτε από τας χείρας των εχθρών σας”. 46 Φωνάξετε λοιπὸν τώρα μὲ ἰσχυρὰν φωνὴν εἰς τὸν Οὐρανὸν ζητοῦντες τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ σωθῆτε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σας, ποὺ ἐλέγχουν τὴν κατάστασιν.
47 καὶ συνῆψεν ὁ πόλεμος· καὶ ἐξέτεινεν ᾿Ιωνάθαν τὴν χεῖρα αὐτοῦ πατάξαι τὸν Βακχίδην, καὶ ἐξέκλινεν ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω. 47 Η σύγκρουσις ήρχισεν. Ο Ιωνάθαν ήπλωσε το χέρι του να κτυπήσή τον Βακχίδην αλλά εκείνος εξέκλινεν από αυτόν και ερρίφθη εις τα οπίσω, δια να αποφύγή το κτύπημα. 47 Ὁ πόλεμος ἄρχισε, ὁ δὲ Ἰωνάθαν ἄπλωσε τὸ χέρι του νὰ κτυπήσῃ τὸν Βακχίδην, ἀλλ’ ὁ Βακχίδης, διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὸ θανατηφόρον κτύπημα, ἐγεῖρε μὲ ἀπότομον κίνησιν πρὸς τὰ πίσω.
48 καὶ ἐνεπήδησεν ᾿Ιωνάθαν καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸν ᾿Ιορδάνην καὶ διεκολύμβησαν εἰς τὸ πέραν, καὶ οὐ διέβησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς τὸν ᾿Ιορδάνην. 48 Τοτε ο Ιωνάθαν μαζή με τους συντρόφους του επήδησεν στον Ιορδάνην, εκολύμβησαν και έφθασαν εις την αντίπεραν όχθην. Οι Σύροι όμως δεν διέβησαν τον Ιορδάνην, δια να τους καταδιώξουν. 48 Κατόπιν τούτου ὁ Ἰωνάθαν ἐπήδησε μέσα εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν καὶ μὲ τοὺς ἄνδρες του τὸν διέσχισαν κολυμβῶντες καὶ ἔφθασαν εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην ἀλλ' οἱ ἐχθροὶ δὲν διέσχισαν τὸν Ἰορδάνην πρὸς καταδίωξιν των.
49 καὶ διέπεσον παρὰ Βακχίδου τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς χιλίους ἄνδρας. 49 Κατά την ημέραν εκείνην έπεσαν από τον στρατόν του Βακχίδου χίλιοι στρατιώται. 49 Ὁ στρατὸς τοῦ Βακχίδη ἔχασε κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην περὶ τοὺς χιλίους (1.000) ἄνδρες.
50 καὶ ἐπέστρεψεν εἰς ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ᾠκοδόμησαν πόλεις ὀχυρὰς ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ, τὸ ὀχύρωμα τὸ ἐν ῾Ιεριχὼ καὶ τὴν ᾿Αμμαοὺς καὶ τὴν Βαιθωρὼν καὶ τὴν Βαιθὴλ καὶ τὴν Θαμναθὰ Φαραθωνὶ καὶ τὴν Τεφὼν ἐν τείχεσιν ὑψηλοῖς καὶ πύλαις καὶ μοχλοῖς· 50 Ο Βακχίδης έπειτα από το γεγονός αυτό επέστρεψεν εις την Ιερουσαλήμ, ανοικοδόμησαν δε κατ' εντολήν του πόλεις οχυράς ανά την Ιουδαίαν, το φρούριον το ευρισκόμενον πλησίον της Ιεριχούς, την Αμμαούς, την Βαιθωρών, την Βαιθήλ, την Θαμναθά Φαραθωνί και την Τεφών ωχύρωσε με υψηλά τείχη και με πύλας και μοχλούς. 50 Ὁ Βακχίδης ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἄρχισε νὰ κτίζῃ καὶ νὰ ὀχυρώνῃ μὲ ὑψηλὰ τείχη καὶ πύλες μὲ μοχλοὺς μερικὲς πόλεις εἰς τὴν Ἰουδαίαν: Τὸ φρούριον εἰς τὴν Ἱεριχώ, τὴν Ἀμμαούς, τὴν Βαιθωρών, τὴν Βαιθήλ, τὴν Θαμναθά - Φαραθωνὶ καὶ τὴν Τεφών·
51 καὶ ἔθετο φρουρὰν ἐν αὐτοῖς τοῦ ἐχθραίνειν τῷ ᾿Ισραήλ. 51 Εθεσεν εις αυτάς φρουράς στρατιωτών, δια να κάνουν εχθροπραξίας κατά των Ιουδαίων. 51 Εἰς ὅλες αὐτὲς τὶς πόλεις ἐτοποθέτησε φρουρὰν διὰ νὰ παρενοχλῇ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
52 καὶ ὠχύρωσε τὴν πόλιν τὴν ἐν Βαιθσούρᾳ καὶ τὴν Γάζαρα καὶ τὴν ἄκραν καὶ ἔθετο ἐν αὐταῖς δυνάμεις καὶ παραθέσεις βρωμάτων. 52 Ωχύρωσεν επίσης την πόλιν Βαιθσούραν, την πόλιν Γαζαρα και την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, και εγκατέστησεν εις αυτάς στρατεύματα και μεγάλας αποθηκεύσεις τροφίμων. 52 Ὠχύρωσεν ἐπίσης τὴν πόλιν Βαιθσούρα, τὴν πόλιν Γάζαρα καὶ τὴν ἀκρόπολιν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐγκατέστησε δὲ εἰς αὐτὲς στρατιωτικὲς δυνάμεις καὶ ἀποθήκευσε προμήθειες τροφίμων.
53 καὶ ἔλαβε τοὺς υἱοὺς τῶν ἡγουμένων τῆς χώρας ὅμηρα καὶ ἔθετο αὐτοὺς ἐν τῇ ἄκρᾳ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ἐν φυλακῇ. 53 Επήρεν ως ομήμους τα παιδιά των αρχηγών της χώρας, τα οποία και έκλεισεν εις την φυλακήν της ακροπόλεως της Ιερουσαλήμ. 53 Συνέλαβεν ἐπίσης ὡς ὁμήρους τοὺς υἱοὺς τῶν ἀρχηγῶν τῆς χώρας καὶ τοὺς ἐφυλάκισεν εἰς τὴν ἀκρόπολιν τῆς Ἱερουσαλήμ.
54 Καὶ ἐν ἔτει τρίτῳ καὶ πεντηκοστῷ καὶ ἑκατοστῷ μηνὶ τῷ δευτέρῳ ἐπέταξεν ῎Αλκιμος καθαιρεῖν τὸ τεῖχος τῆς αὐλῆς τῶν ἁγίων τῆς ἐσωτέρας· καὶ καθεῖλε τὰ ἔργα τῶν προφητῶν καὶ ἐνήρξατο τοῦ καθαιρεῖν. 54 Κατά το εκατοστόν πεντηκοστόν τρίτον έτος, τον δεύτερον μήνα, ο Αλκιμος διέταξε να κρημνίσουν το τείχος της εσωτερικής αυλής του ναού και έτσι κατέστρεψε τα έργα των προφητών. Ηρχισε η καταστροφή του τείχους. 54 Καὶ κατὰ τὸν δεύτερον μῆνα τοῦ ἑκατοστοῦ πεντηκοστοῦ τρίτου (153ου) ἔτους τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ τὸν Ἀπρίλιον /Μάϊον τοῦ 159 π.Χ.) ὁ Ἄλκιμος διέταξε τὴν κατεδάφισιν τοῦ τείχους τῆς ἐσωτερικῆς αὐλῆς τοῦ Ναοῦ· μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον κατέστρεψε τὸ ἔργον τῶν Προφητῶν καὶ ἔτσι ἄρχισε ἡ κατεδάφισις τοῦ τείχους.
55 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐπλήγη ῎Αλκιμος καὶ ἐνεποδίσθη τὰ ἔργα αὐτοῦ, καὶ ἀπεφράγη τὸ στόμα αὐτοῦ, καὶ παρελύθη καὶ οὐκ ἐδύνατο ἔτι λαλῆσαι λόγον καὶ ἐντείλασθαι περὶ τοῦ οἴκου αὐτοῦ. 55 Κατά τον καιρόν όμως εκείνον ο Αλκιμος εκτυπήθη από τον Θεόν και εμποδίσθη πλέον η συνέχεια των καταστρεπτικών του έργων. Το στόμα του δηλαδή εφράγη, διότι προσεβλήθη από παραλυσίαν και δεν ημπορούσε να είπη ούτε μίαν λέξιν. Δεν ήτο εις θέσιν να δώση ούτε μίαν εντολήν δια τον οίκον του. 55 Ἀλλὰ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ποὺ ἄρχισε ἡ κατεδάφισις, ὁ Ἄλκιμος ὑπέστη κτύπημα ἀπὸ τὸν Θεόν, γεγονὸς ποὺ διέκοψε καὶ ἐσταμάτησε αὐτὲς τὶς δραστηριότητές του.Τὸ στόμα τοῦ Ἄλκιμου ἔκλεισε καὶ παρέλυσε καὶ δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ προφέρῃ οὔτε μίαν λέξιν, οὔτε νὰ δώσῃ ὁποιανδήποτε ἐντολὴν καὶ ὁδηγίαν διὰ τὴν διαχείρισιν τῶν οἰκογενειακῶν του ὑποθέσεων!
56 καὶ ἀπέθανεν ῎Αλκιμος ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ μετὰ βασάνου μεγάλης. 56 Ετσι δε απέθανεν ο Αλκιμος κατά τον καιρόν εκείνον εν μέσω πολλών πόνων. 56 Ἔτσι ὁ Ἄλκιμος ἀπέθανε κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον μέσα εἰς μεγάλην ἀγωνίαν καὶ πολλὰ βάσανα.
57 καὶ εἶδε Βακχίδης ὅτι ἀπέθανεν ῎Αλκιμος, καὶ ἀπέστρεψε πρὸς τὸν βασιλέα. καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ ᾿Ιούδα ἔτη δύο. 57 Είδεν ο Βακχίδης ότι απέθανεν ο Αλκιμος και επέστρεψεν εις την Αντιόχειαν προς τον βασιλέα, η δε χώρα της Ιουδαίας ησύχασεν επί δύο έτη. 57 Ὅταν ὁ Βακχίδης ἐπληροφορήθη ὅτι ἀπέθανεν ὁ Ἄλκιμος, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, εἰς τὸν βασιλιᾶ Δημήτριον, καὶ ἡ χώρα τῆς Ἰουδαίας ἔμεινεν ἥσυχη καὶ εἰρηνικὴ ἀπὸ πολέμους ἐπὶ δύο ἔτη.
58 Καὶ ἐβουλεύσαντο πάντες οἱ ἄνομοι λέγοντες· ἰδοὺ ᾿Ιωνάθαν καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ ἐν ἡσυχίᾳ κατοικοῦσι πεποιθότες· νῦν οὖν ἄξομεν τὸν Βακχίδην, καὶ συλλήψεται αὐτοὺς πάντας ἐν νυκτὶ μιᾷ. 58 Τοτε όλοι οι παράνομοι Ιουδαίοι συνήλθον εις σύσκεψιν και είπαν· “ιδού, ο Ιωνάθαν και οι οπαδοί του ζουν εν ειρήνή με την πεποίθησιν ότι ευρίσκονται εν ασφαλεία. Τωρα, λοιπόν, είναι καιρός να φέρωμεν τον Βακχίδην και να τους συλλάβη όλους κατά το διάστημα μιας και μόνης νυκτός”. 58 Τότε ὅλοι οἱ ἐξωμόται Ἰουδαῖοι συνεσκέφθησαν καὶ εἶπαν: Νά! Ὁ Ἰωνάθαν καὶ οἱ σύντροφοί του ζοῦν ἥσυχα, εἰρηνικὰ καὶ ἐν ἀσφαλείᾳ.Τώρα λοιπὸν εἶναι ὁ κατάλληλος καιρὸς νὰ φέρωμεν πίσω τὸν Βακχίδην, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ τοὺς συλλάβῃ ὅλους μέσα εἰς μίαν νύκτα.
59 καὶ πορευθέντες συνεβουλεύσαντο αὐτῷ. 59 Επήγαν, ανεκοίνωσαν στον Βακχίδην το σχέδιόν των και τον συνεβουλεύθησαν. 59 Ἔτσι ἐπῆγαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν καὶ συνεσκέφθησαν μαζί του.
60 καὶ ἀπῇρε τοῦ ἐλθεῖν μετὰ δυνάμεως πολλῆς καὶ ἀπέστειλεν ἐπιστολὰς λάθρᾳ πᾶσι τοῖς συμμάχοις αὐτοῦ τοῖς ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ, ὅπως συλλάβωσι τὸν ᾿Ιωνάθαν καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ οὐκ ἐδύναντο, ὅτι ἐγνώσθη αὐτοῖς ἡ βουλὴ αὐτῶν. 60 Εκείνος πράγματι εσηκώθη και με στρατιωτικήν δύναμιν πολλήν ήλθε και έστειλε κρυφίως γράμματα προς όλους τους συμμάχους του, που ευρίσκοντο εις την Ιουδαίαν, να συλλάβουν αιφνιδίως τον Ιωνάθαν και τους οπαδούς του. Αλλά δεν επέτυχαν να φέρουν εις πέρας το πονηρόν των σχέδιον, διότι αυτό περιήλθεν εις γνώσιν των οπαδών του Ιωνάθαν. 60 Καὶ ὁ Βακχίδης ἀνεχώρησε, διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Ἰουδαίαν, μὲ μεγάλην στρατιωτικὴν δύναμιν.Ἔστειλε δὲ κρυφὰ ἐπιστολὲς εἰς ὅλους τοὺς ὁμόφρονας καὶ ὑποστηρικτάς του εἰς τὴν Ἰουδαίαν, μὲ τὴν ὁδηγίαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἰωνάθαν καὶ τοὺς συντρόφους του.Δὲν ἠμπόρεσαν ὅμως νὰ τοὺς συλλάβουν, διότι τὸ σχέδιόν των ἀπεκαλύφθη καὶ ἔγινε γνωστὴ ἡ ἐγκληματική των πρόθεσις.
61 καὶ συνέλαβον ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν τῆς χώρας τῶν ἀρχηγῶν τῆς κακίας εἰς πεντήκοντα ἄνδρας καὶ ἀπέκτειναν αὐτούς. 61 Αυτοί μάλιστα και συνέλαβαν από τους κατοίκους της χώρας και από τους αρχηγούς αυτής της πονηρίας πεντήκοντα άνδρας και τους εφόνευσαν. 61 Συνέλαβαν δὲ ὁ Ἰωνάθαν καὶ οἱ ἄνδρες του περίπου πενῆντα ἀπὸ τοὺς ἄνδρες τῆς χώρας, τοὺς ἀρχηγοὺς τῆς συνωμοσίας αὐτῆς, καὶ τοὺς ἐθανάτωσαν.
62 καὶ ἐξεχώρησεν ᾿Ιωνάθαν καὶ Σίμων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς Βαιθβασὶ τὴν ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ᾠκοδόμησε τὰ καθῃρημένα αὐτῆς, καὶ ἐστερέωσαν αὐτήν. 62 Επειτα ο Ιωνάθαν μαζή με τον Σιμωνα και με εκείνους, που ήσαν μαζή των, ανεχώρησαν και μετέβησαν εις Βαιθβασί, η οποία ευρίσκετο εις την έρημον. Ανοικοδόμησαν τα κατεστραμμένα οικήματα και τα τείχη της και την ωχύρωσαν. 62 Κατόπιν ὁ Ἰωνάθαν καὶ ὁ Σίμων καὶ ὅσοι ἦσαν μαζί των ἀνεχώρησαν καὶ κατέφυγαν εἰς τὴν Βαιθβασί, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὴν ἔρημον, ἀνοικοδόμησαν δὲ τὰ κατεστραμμένα τείχη της καὶ τὴν ὠχύρωσαν.
63 καὶ ἔγνω Βακχίδης καὶ συνήγαγε πᾶν τὸ πλῆθος αὐτοῦ καὶ τοῖς ἐκ τῆς ᾿Ιουδαίας παρήγγειλε· 63 Ο Βακχίδης επληροφορήθη τούτο και συνεκέντρωσεν όλον το πλήθος του στρατού του, παρήγγειλε δε και στους φιλικώς προς αυτόν διακειμένους Ιουδαίους να τον βοηθήσουν. 63 Ὅταν ὁ Βακχίδης ἐπληροφορήθη τὴν ἐνέργειαν αὐτὴν τοῦ Ἰωνάθαν, συνεκέντρωσεν ὅλον τὸν στρατόν του καὶ παρήγγειλεν εἰς τοὺς πιστοὺς ὀπαδούς του, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν, νὰ τὸν βοηθήσουν.
64 καὶ ἐλθὼν παρενέβαλεν ἐπὶ Βαιθβασὶ καὶ ἐπολέμησεν αὐτὴν ἡμέρας πολλὰς καὶ ἐποίησε μηχανάς. 64 Ηλθε και εστρατοπέδευσε πλησίον της Βαιθβασί, επολέμησεν εναντίον αυτής επί πολλάς ημέρας, εχρησιμοποίησε δε και πολιορκητικάς μηχανάς. 64 Ἔπειτα ἐπροχώρησε καὶ ἐστρατοπέδευσεν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Βαιθβασί, ἐπολέμησεν ἐναντίον της ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες καὶ ἐχρησιμοποίησε κατὰ τὴν ἐπίθεσίν του πολιορκητικὲς μηχανές.
65 καὶ ἀπέλιπεν ᾿Ιωνάθαν Σίμωνα τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῇ πόλει καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὴν χώραν καὶ ἐξῆλθεν ἐν ἀριθμῷ. 65 Ο Ιωνάθαν αφήκεν εις την πόλιν τον αδελφόν του τον Σιμωνα και αυτός εξήλθεν εις την ύπαιθρον χώραν με μετρημένους ολίγους άνδρας. 65 Ὁ Ἰωνάθαν ὅμως ἀφῆκεν εἰς τὴν Βαιθβασὶ τὸν ἀδελφόν του Σίμωνα, αὐτὸς δὲ ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν πολιορκημένην πόλιν εἰς τὴν ὕπαιθρον· ἐβγῆκε μὲ ἐλαχίστους ἄνδρες.
66 καὶ ἐπάταξεν ῾Οδομηρὰ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς υἱοὺς Φασιρὼν ἐν τῷ σκηνώματι αὐτῶν, καὶ ἐξήρξατο τύπτειν καὶ ἀναβαίνειν ἐν ταῖς δυνάμεσι. 66 Εκτύπησε τον Οδομηρά και τους αδελφούς του, όπως επίσης και τους υιούς Φασιρών εις τας σκηνάς των. Κατόπιν με αξιολόγους δυνάμεις ήρχισε να κτυπά τους Συρους και να προελαύνη με τας δυνάμeiw του. 66 Καὶ ἐπετέθη ἐναντίον τοῦ Ὀδομηρὰ καὶ τῶν ἀδελφῶν του καὶ ἐναντίον τῶν υἱῶν Φασιρὼν εἰς τὶς σκηνές των.Ἔπειτα ἄρχισε νὰ κτυπᾷ (τοὺς Σύρους) καὶ νὰ προχωρῇ μὲ ἀξιόλογον δύναμιν πρὸς τὴν πολιορκουμένην Βαιθβασί.(Κατ’ ἄλλην γραφήν: Κατόπιν τούτου ὁ Ὀδομηρὰ μὲ τοὺς ἀδελφούς του καὶ οἱ υἱοὶ Φασιρὼν συνετάχθησαν μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ Ἰωνάθαν εἰς τὸν πόλεμον κατὰ τῶν Σύρων).
67 καὶ Σίμων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐξῆλθον ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἐνεπύρισαν τὰς μηχανάς· 67 Αλλά και ο Σιμων μαζή με τους ιδικούς του άνδρας έκαναν εξορμήσεις από την πόλιν και έκαψαν τας πολιορκητικάς μηχανάς των εχθρών. 67 Ἐπίσης ὁ Σίμων μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρες του ἐξώρμησαν ἀπὸ τὴν πολιορκουμένην Βαιθβασὶ καὶ ἐπυρπόλησαν τὶς πολιορκητικὲς μηχανὲς τῶν Σύρων.
68 καὶ ἐπολέμησαν πρὸς τὸν Βακχίδην, καὶ συνετρίβη ὑπ᾿ αὐτῶν. καὶ ἔθλιβον αὐτὸν σφόδρα, ὅτι ἦν ἡ βουλὴ αὐτοῦ καὶ ἡ ἔφοδος αὐτοῦ κενή. 68 Ολοι δε αυτοί εντός και εκτός της πόλεως Ιουδαίοι κατεπολέμησαν τον Βακχίδην, ο οποίος και συνετρίβη από αυτούς. Τον έφεραν εις πολύ δύσκολον θέσιν, διότι είδε πλέον ότι το σχέδιόν του και η εξόρμηοίς του έπεσαν στο κενόν. 68 Ἔτσι ὅλοι αὐτοὶ ἀπὸ ἀμυνόμενοι ἔγιναν ἐπιτιθέμενοι καὶ ἐπολεμοῦσαν ἐναντίον τοῦ Βακχίδη καὶ τὸν ἐνικοῦσαν.Οἱ ἐπιτιθέμενοι Ἰουδαῖοι τὸν ἐπίεζαν πάρα πολύ.Ὁ Βακχίδης περιῆλθεν εἰς δύσκολον θέσιν, διότι τὸ σχέδιόν του καὶ ἡ ἐκστρατεία του ἀπεδείχθησαν ἄκαρπα καὶ ἀπέτυχαν ὁλοσχερῶς.
69 καὶ ὠργίσθη θυμῷ τοῖς ἀνδράσι τοῖς ἀνόμοις τοῖς συμβουλεύσασιν αὐτῷ ἐλθεῖν εἰς τὴν χώραν καὶ ἀπέκτειναν ἐξ αὐτῶν πολλοὺς καὶ ἐβουλεύσατο τοῦ ἀπελθεῖν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ. 69 Ωργίσθη με θυμόν μεγάλον εναντίον των παρανόμων Ιουδαίων, που τον είχαν συμβουλεύσει να έλθη εις την χώραν των και εφόνευσε πολλούς από αυτούς. Επήρε δε την απόφασιν να επιστρέψη εις την χώραν του, την Αντιόχειαν. 69 Ἕνεκα τούτου ὁ Βακχίδης ὠργίσθη πάρα πολύ, ἄναψε ὁ θυμός του ἐναντίον τῶν ἐξωμοτῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐζήτησαν καὶ τὸν συνεβούλευσαν νὰ εἰσβάλῃ εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας· διὰ τοῦτο διέταξε καὶ ἐφόνευσαν πολλοὺς ἀπὸ αὐτούς.Ἔπειτα ὁ Βακχίδης ἀπεφάσισε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν χώραν του, τὴν Ἀντιόχειαν.
70 καὶ ἐπέγνω ᾿Ιωνάθαν καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρέσβεις τοῦ συνθέσθαι πρὸς αὐτὸν εἰρήνην καὶ ἀποδοῦναι αὐτοῖς τὴν αἰχμαλωσίαν. 70 Ο Ιωνάθαν επληροφορήθη τας αποφάσεις αυτάς του Βακχίδου και έστειλε προς αυτόν πρέσβεις να συνάψουν ειρήνην μεταξύ των και να αποδώση εκείνος εις αυτούς τους αιχμαλώτους Ιουδαίους. 70 Ὅταν ὁ Ἰωνάθαν ἐπληροφορήθη τὴν ἀπόφασιν αὐτὴν τοῦ Βακχίδη, ἔστειλε πρὸς αὐτὸν πρέσβεις νὰ διαπραγματευθοῦν μαζί του ὄρους εἰρήνης καὶ τὴν ἐπιστροφὴν τῶν Ἰουδαίων αἰχμαλώτων.
71 καὶ ἀπεδέξατο καὶ ἐποίησε κατὰ τοὺς λόγους αὐτοῦ καὶ ὤμοσεν αὐτῷ μὴ ἐκζητῆσαι αὐτῷ κακὸν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ· 71 Ο Βακχίδης εδέχθη ευμενώς τους πρέσβεις και έπραξε σύμφωνα με τας προτάσστου Ιωνάθαν. Υπεσχεθη δι' όρκου στον Ιωνάθαν, ποτέ άλλοτε καθ' όλας τας ημέρας της ζωής του να μη επιζητήση να πράξη κακόν εναντίον της ζωής του. 71 Ὁ Βακχίδης ἔκαμε δεκτοὺς τοὺς ὄρους καὶ συνεμορφώθη πρὸς τὶς προτάσεις τοῦ Ἰωνάθαν· ὑπεσχέθη δὲ μὲ ὅρκον, ὅτι δὲν θὰ τοῦ προξενήσῃ κακὸν καθ' ὅλην τὴν διαρκειαν τῆς ζωῆς του.
72 καὶ ἀπέδωκεν αὐτῷ τὴν αἰχμαλωσίαν, ἣν ᾐχμαλώτευσε τὸ πρότερον ἐκ γῆς ᾿Ιούδα, καὶ ἀποστρέψας ἀπῆλθεν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ καὶ οὐ προσέθετο ἔτι ἐλθεῖν εἰς τὰ ὅρια αὐτῶν. 72 Παρέδωσεν εις αυτόν τους αιχμαλώτους που είχε συλλάβει προηγουμένως από την Ιουδαίαν, έπειτα δε επέστρεψε και επανήλθεν εις την χώραν του. Και δεν επήρε πλέον την απόφασιν και την τόλμην να επανέλθη εις τα όρια της Ιουδαίας. 72 Τοῦ ἐπέστρεψε δὲ τοὺς αἰχμαλώτους, τοὺς ὁποίους εἶχεν αἰχμαλωτίσει προηγουμένως ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας· καὶ ἀφοῦ ἀπεσύρθη, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν χώραν του, τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ οὐδέποτε πλέον εἰσῆλθεν εἰς τὴν περιοχὴν τῆς χώρας τῶν Ἰουδαίων.
73 καὶ κατέπαυσε ρομφαία ἐξ ᾿Ισραήλ· καὶ ᾤκησεν ᾿Ιωνάθαν ἐν Μαχμάς. καὶ ἤρξατο ᾿Ιωνάθαν κρίνειν τὸν λαὸν καὶ ἠφάνισε τοὺς ἀσεβεῖς ἐξ ᾿Ισραήλ. 73 Ετσι δε εσταμάτησεν η ρομφαία να πλήττη και να αφανίζη τους Ιουδαίους. Ο Ιωνάθαν εγκατεστάθη εις Μαχμάς, και ήρχισε να διοική με ειρήνην τον λαόν. Εξηφάνισε δε όλους τους ασεβείς Ιουδαίους εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού. 73 Ἔτσι ἡ ρομφαία ἔπαυσε πλέον νὰ κτυπᾷ καὶ νὰ φονεύῃ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν - ὁ πόλεμος ἐσταμάτησε εἰς τὴν Ἰουδαίαν.Ὁ Ἰωνάθαν ἐγκατεστάθη εἰς τὴν Μαχμὰς καὶ ἄρχισε νὰ διοικῇ τὸν λαόν, ἐξηφάνισε δὲ τοὺς ἀσεβεῖς ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.