Κυριακή, 06 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:26
Δύση: 19:02
Σελ. 4 ημ.
280-86
16ος χρόνος, 6077η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐν ἔτει ἑξηκοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἀνέβη ᾿Αλέξανδρος ὁ τοῦ ᾿Αντιόχου ὁ ᾿Επιφανὴς καὶ κατελάβετο Πτολεμαΐδα, καὶ ἐπεδέξαντο αὐτόν, καὶ ἐβασίλευσεν ἐκεῖ. 1 Κατά το εκατοστόν εξηκοστόν έτος ο Αλέξανδρος, ο υιός Αντιόχου του Επιφανούς, Επιφανής και αυτός επονομαζόμενος, ήλθε και κατέλαβε την Πτολεμαΐδα. Οι κάτοικοι της πόλεως τον υπεδέχθησαν και ανεκηρύχθη αυτός βασιλεύς εκεί. 1 Κατὰ τὸ ἑκατοστὸν ἑξηκοστὸν ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ φθινόπωρον τοῦ 153 ἢ ἄνοιξιν τοῦ 152 π.Χ.) ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀντιόχου Δ' τοῦ Ἐπιφανοῦς, ὁ ἐπονομαζόμενος Ἐπιφανής, ἀπεβιβάσθη εἰς τὴν Πτολεμαΐδα καὶ τὴν κατέλαβεν.Οἱ κάτοικοι τῆς Πτολεμαΐδος τὸν ὑπεδέχθησαν, αὐτὸς δὲ ἀνεκηρύχθη βασιλιᾶς ἐκεῖ.
2 καὶ ἤκουσε Δημήτριος ὁ βασιλεὺς καὶ συνήγαγε δυνάμεις πολλὰς σφόδρα καὶ ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν αὐτῷ εἰς πόλεμον. 2 Ο βασιλεύς Δημήτριος επληροφορήθη το γεγονός, συνεκέντρωσε πολύ μεγάλας στρατιωτικάς δυνάμεις και εξήλθεν εις πολεμικήν σύγκρουσιν εναντίον του Αλεξάνδρου. 2 Ὁ βασιλιᾶς Δημήτριος Α' ἐπληροφορήθη τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ σννεκέντρωσε πάρα πολὺ μεγάλην στρατιωτικὴν δύναμιν καὶ ἐπροχώρησε διὰ νὰ πολεμήσῃ ἐναντίον τοῦ Ἀλεξάνδρου.
3 καὶ ἀπέστειλε Δημήτριος πρὸς ᾿Ιωνάθαν ἐπιστολὰς λόγοις εἰρηνικοῖς ὥστε μεγαλῦναι αὐτόν. 3 Τοτε ο Δημήτριος ο βασιλεύς έστειλεν ειρηνικήν επιστολήν προς τον Ιωνάθαν, δια να τον μεγαλύνη και τον δοξάση. 3 Ταυτοχρόνως ὁ Δημήτριος Α' ἀπέστειλεν εἰς τὸν Ἰωνάθαν ἐπιστολὴν μὲ πολὺ φιλικὸν περιεχόμενον, διὰ τῆς ὁποίας τοῦ ὑπέσχετο ὅτι θὰ τὸν τιμήσῃ καὶ θὰ τὸν δοξάσῃ.
4 εἶπε γάρ· προφθάσωμεν τοῦ εἰρήνην θεῖναι μετ᾿ αὐτοῦ, πρὶν ἢ θεῖναι αὐτὸν μετὰ ᾿Αλεξάνδρου καθ᾿ ἡμῶν· 4 Διότι εσκέφθη, ας προφθάσωμεν να συνάψωμεν ειρήνην με αυτόν, πριν η αυτός κλείση ειρήνην με τον Αλέξανδρον εναντίον μας. 4 Διότι ὁ Δημήτριος ἐσκέφθη καὶ εἶπε καθ’ ἑαυτόν.· Ἂς βιασθῶμεν, ὥστε νὰ προλάβωμεν νὰ συνάψωμεν εἰρήνην μαζί του, πρὶν συνάψῃ ὁ Ἰωνάθαν εἰρήνην μὲ τὸν Ἀλέξανδρον ἐναντίον μας.
5 μνησθήσεται γὰρ πάντων τῶν κακῶν, ὧν συνετελέσαμεν πρὸς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ εἰς τὸ ἔθνος αὐτοῦ. 5 Διότι θα ενθυμηθή ασφαλώς όλα τα κακά, τα οποία διεπράξαμεν εναντίον αυτού και των αδελφών του και εναντίον του έθνους του. 5 Διότι ὁ Ἰωνάθαν θὰ ἐνθυμηθῇ ὅλα τὰ κακὰ καὶ τὴν βλάβην, ποὺ ἐκάμαμεν εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς του καὶ εἰς τὸ ἔθνος του.
6 καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ἐξουσίαν συναγαγεῖν δυνάμεις καὶ κατασκευάζειν ὅπλα καὶ εἶναι αὐτὸν σύμμαχον αὐτοῦ, καὶ τὰ ὅμηρα τὰ ἐν τῇ ἄκρᾳ εἶπε παραδοῦναι αὐτῷ. 6 Ο Δημήτριος έδωσεν στον Ιωνάθαν το δικαίωμα να συγκεντρώση τας στρατιωτικάς του δυνάμεις, να κατασκευάζη όπλα και να είναι σύμμαχός του. Διέταξε δε επίσης να αποδοθούν εις αυτόν οι όμηροι, οι οποίοι εκρατούντο εις την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ. 6 Ἔτσι ὁ Δημήτριος Α' ἔδωκεν εἰς τὸν Ἰωνάθαν τὴν ἐξουσίαν νὰ συγκεντρώνῃ στρατιωτικὲς δυνάμεις καὶ νὰ κατασκευάζῃ ὅπλα καὶ νὰ ὀνομάζεται σύμμαχός του· ἐπίσης ὁ Δημήτριος ἔδωκε διαταγὴν νὰ παραδώσουν εἰς τὸν Ἰωνάθαν τοὺς ὁμήρους, ποὺ ἐκρατοῦντο εἰς τὴν ἀκρόπολιν τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὴν Συριακὴν φρουράν.
7 καὶ ἦλθεν ᾿Ιωνάθαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἀνέγνω τὰς ἐπιστολὰς εἰς τὰ ὦτα παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐκ τῆς ἄκρας. 7 Ο Ιωνάθαν ήλθεν αμέσως εις την Ιερουσαλήμ, ανέγνωσε τας επιστολάς αυτάς εις επήκοον όλου του ισραηλιτικού λαού, ακόμη δε και εις επήκοον των Συρων στρατιωτών, που ευρίσκοντο εις την ακρόπολιν. 7 Κατόπιν τούτων ὁ Ἰωνάθαν ἦλθεν ἀμέσως εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐδιάβασε τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Δημητρίου εἰς ἐπήκοον ὅλου τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἀνδρῶν τῆς φρουρᾶς, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν ἀκρόπολιν,
8 καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν, ὅτι ἤκουσαν ὅτι ἔδωκεν ὁ βασιλεὺς ἐξουσίαν συναγαγεῖν δυνάμεις. 8 Οι εχθροί των Ιουδαίων εκυριεύθησαν από μεγάλον φόβον, όταν επληροφορήθησαν ότι ο βασιλεύς έδωσεν στον Ιωνάθαν εξουσίαν και δικαίωμα, να συγκεντρώση στρατιωτικάς δυνάμεις. 8 οἱ ὁποῖοι, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, ἐκυριεύθησαν ἀπὸ ὑπερβολικὸν φόβον, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ βασιλιᾶς ἔδωκεν ἐξουσίαν εἰς τὸν Ἰωνάθαν νὰ συγκεντρώνῃ στρατιωτικὲς δυνάμεις.
9 καὶ παρέδωκαν οἱ ἐκ τῆς ἄκρας ᾿Ιωνάθαν τὰ ὅμηρα, καὶ ἀπέδωκεν αὐτοὺς τοῖς γονεῦσιν αὐτῶν. 9 Οι φρουρούντες την ακρόπολιν στρατιώται παρέδωσαν στον Ιωνάθαν τους ομήρους και ο Ιωνάθαν τους παρέδωσεν στους γονείς των. 9 Οἱ Σύροι τῆς φρουρᾶς τῆς ἀκροπόλεως παρέδωκαν εἰς τὸν Ἰωνάθαν τοὺς ὁμήρους καὶ ὁ Ἰωνάθαν τοὺς ἀπέδωκεν εἰς τοὺς γονεῖς των.
10 καὶ ᾤκησεν ᾿Ιωνάθαν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἤρξατο οἰκοδομεῖν καὶ καινίζειν τὴν πόλιν. 10 Ο Ιωνάθαν εγκατεστάθη πλέον εις την Ιερουσαλήμ και ήρχισε να ανοικοδομή και να ανακαινίζη την πόλιν. 10 Ὁ Ἰωνάθαν ἐγκατεστάθη εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἄρχισε νὰ ἀνοικοδομῇ καὶ νὰ ἀνακαινίζῃ τὴν πόλιν.
11 καὶ εἶπε πρὸς τοὺς ποιοῦντας τὰ ἔργα οἰκοδομεῖν τὰ τείχη καὶ τὸ ὄρος Σιὼν κυκλόθεν ἐκ λίθων τετραγώνων εἰς ὀχύρωσιν· καὶ ἐποίησαν οὕτως. 11 Εδωσε δε εντολήν στους εργάτας να ανοικοδομήσουν τα τείχη της Ιερουσαλήμ και να ενισχύσουν την οχύρωσιν κύκλω από την Σιών με λίθους μεγάλους τετραγώνους. Εκείνοι έπραξαν, όπως τους είπε. 11 Διέταξε δὲ ὅσους ἠσχολοῦντο μὲ τὰ οἰκοδομικὰ ἔργα, νὰ ἀνοικοδομήσουν τὰ τείχη τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ ὀχυρώσουν τὴν πόλιν γύρω - γύρω μὲ τείχη ἀπὸ τετραγωνισμένους λίθους διὰ μεγαλυτέραν ἀσφάλειαν οἱ τεχνῖται καὶ οἱ ἐργάται ἔκαμαν, ὅπως τοὺς διέταξεν ὁ Ἰωνάθαν.
12 καὶ ἔφυγον οἱ ἀλλογενεῖς οἱ ὄντες ἐν τοῖς ὀχυρώμασιν, οἷς ᾠκοδόμησε Βακχίδης. 12 Τοτε και οι αλλοεθνείς, οι ευρισκόμενοι εις τα οχυρά, τα οποία Βακχίδης είχε κτίσει, έφυγον. 12 Ἔπειτα οἱ ἀλλοεθνεῖς μισθοφόροι, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὰ ὀχυρὰ φρούρια, τὰ ὁποῖα εἶχεν οἰκοδομήσει ὁ Βακχίδης, ἔφυγαν.
13 καὶ κατέλιπεν ἕκαστος τὸν τόπον αὐτοῦ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ. 13 Ο καθένας από αυτούς εγκατέλειψε την θέσιν του και επέστρεψεν εις την πατρίδα του. 13 Καθένας των ἐγκατέλειψε τὴν θέσιν του καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν χώραν του.
14 πλὴν ἐν Βαιθσούρᾳ ὑπελείφθησάν τινες τῶν καταλιπόντων τὸν νόμον καὶ τὰ προστάγματα, ἦν γὰρ αὐτοῖς φυγαδευτήριον. 14 Μερικοί μόνον από τους εξωμότας Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τον νόμον του Θεού και τα θεία του προστάγματα, παρέμειναν εις Βαιθσούραν, διότι εκείνη ήτο δι' αυτούς ασφαλές καταφύγιον. 14 Ἔμειναν μόνον εἰς τὴν Βαιθσούραν ὡρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἐξωμότες Ἰουδαίους, ὁ ὁποῖοι εἶχαν ἐγκαταλείψῃ τὸν Νόμον καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ· διότι ἡ Βαιθσούρα ἦταν δι’ αὐτοὺς ἀσφαλὲς καταφύγιον καὶ ἄσυλον.
15 Καὶ ἤκουσεν ᾿Αλέξανδρος ὁ βασιλεὺς τὰς ἐπαγγελίας, ὅσας ἀπέστειλε Δημήτριος τῷ ᾿Ιωνάθαν, καὶ διηγήσαντο αὐτῷ τοὺς πολέμους καὶ τὰς ἀνδραγαθίας, ἃς ἐποίησεν αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ τοὺς κόπους, οὓς ἔσχον, 15 Αλλά και ο βασιλεύς Αλέξανδρος επληροφορήθη τας υποσχέσεις και προσφοράς, τας οποίας έδωκεν ο Δημήτριος στον Ιωνάθαν. Ανέφεραν επίσης στον Αλέξανδρον τους πολέμους και τα ανδραγαθήματα, τα οποία είχαν πραγματοποιήσει ο Ιωνάθαν και οι αδελφοί του, όπως επίσης και τας ταλαιπωρίας, τας οποίας ούτοι είχαν υποστή από τους πολεμίους. 15 Ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος ἐπληροφορήθη δι’ ὅλες τὶς ὑποσχέσεις, τὶς ὅποιες ἔδωκεν ὁ βασιλιᾶς Δημήτριος εἰς τὸν Ἰωνάθαν.Ἐπίσης εἰς τὸν βασιλιᾶ Ἀλέξανδρον διηγήθησαν καὶ ἀνέφεραν τοὺς πολέμους καὶ τὰ ἡρωϊκὰ κατορθώματα, τὰ ὁποῖα ἐπέτυχεν ὁ Ἰωνάθαν καὶ οἱ ἀδελφοί του, καθὼς καὶ τὶς ταλαιπωρίες καὶ κακουχίες, ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς των.
16 καὶ εἶπε· μὴ εὑρήσομεν ἄνδρα τοιοῦτον ἕνα; καὶ νῦν ποιήσομεν αὐτὸν φίλον καὶ σύμμαχον ἡμῶν. 16 Ο Αλέξανδρος είπε· “μήπως είναι εύκολον να εύρωμεν άλλον ένα τέτοιον άνδρα σαν τον Ιωνάθαν; Λοιπόν, ας προσπαθήσωμεν τώρα να καταστήσωμεν αυτόν φίλον και σύμμαχόν μας”. 16 Τότε ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος ἀνεφώνησε: Μήπως ἠμποροῦμεν νὰ εὕρωμεν ἄλλον ἕνα τέτοιον ἄνθρωπον, ὅπως εἶναι ὁ Ἰωνάθαν; Τώρα λοιπὸν ἂς κάμωμεν αὐτὸν φίλον καὶ σύμμαχοό μας.
17 καὶ ἔγραψεν ἐπιστολὰς καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ κατὰ τοὺς λόγους τούτους λέγων· 17 Ο βασιλεύς Αλέξανδρος έγραψε τότε επιστολήν, την οποίαν και απέστειλε προς τον Ιωνάθαν και έγραφε προς αυτόν τα εξής· 17 Διὰ τοῦτο ὁ Ἀλέξανδρος ἔγραψεν ἐπιστολήν, τὴν ὁποίαν καὶ ἀπέστειλεν εἰς τὸν Ἰωνάθαν τὸ περιεχόμενον τῆς ἐπιστολῆς ἦταν:
18 «Βασιλεὺς ᾿Αλέξανδρος τῷ ἀδελφῷ ᾿Ιωνάθαν χαίρειν· 18 “Ο βασιλεύς Αλέξανδρος αποστέλλει τους χαιρετισμούς του προς τον αδελφόν του Ιωνάθαν. 18 Ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος πρὸς τὸν ἀδελφὸν Ἰωνάθαν, εὔχεται εἰς αὐτὸν νὰ χαίρῃ.
19 ἀκηκόαμεν περὶ σοῦ, ὅτι ἀνὴρ δυνατὸς ἰσχύϊ καὶ ἐπιτήδειος εἶ τοῦ εἶναι ἡμῖν φίλος. 19 Επληροφορήθημεν δια σέ, ότι είσαι άνθρωπος γενναίος και άξιος να είσαι φίλος μας. 19 Ἔχομεν πληροφορηθῆ περὶ σοῦ, ὅτι εἶσαι ἄνδρας γενναῖος καὶ ἠρωϊκὸς καὶ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀξίζεις νὰ γίνῃς καὶ νὰ εἶσαι φίλος μας.
20 καὶ νῦν καθεστάκαμέν σε σήμερον ἀρχιερέα τοῦ ἔθνους σου καὶ φίλον βασιλέως καλεῖσθαί σε (καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ πορφύραν καὶ στέφανον χρυσοῦν) καὶ φρονεῖν τὰ ἡμῶν καὶ συντηρεῖν φιλίαν πρὸς ἡμᾶς». 20 Δια τούτο σε εγκαθιστώμεν από σήμερον αρχιερέα στο έθνος σου και ορίζομεν να ονομάζεσαι φίλος του βασιλέως (μαζή δε με την επιπτολήν έστειλεν ο βασιλεύς εις αυτόν βασιλικήν πορφύραν και χρυσούν στέφανον). Επιθυμούμεν, λοιπόν, να διακατέχεσαι από τα αυτά με ημάς φρονήματα και να φυλάττης την φιλίαν σου προς ημάς”. 20 Ἕνεκα τούτου σὲ κατεστήσαμεν σήμερα ἀρχιερέα τοῦ ἔθνους σου καὶ ὁρίζομεν νὰ φέρῃς τὸν τίτλον Φίλος τοῦ βασιλέως (τοῦ ἀπέστειλε δὲ ὁ Ἀλέξανδρος ὡς ἐσθῆτα μάλλινον ροῦχον κόκκινον καὶ πανάκριβον, καθὼς ἐπίσης καὶ χρυσὸ στεφάνι) καὶ ἐπιθυμοῦμεν νὰ ὑποστήριζες τὰ συμφέροντα καὶ τὶς ὑποθέσείς μας καὶ νὰ διατηρῇς φιλικὲς σχέσεις μαζί μας.
21 καὶ ἐνεδύσατο ᾿Ιωνάθαν τὴν ἁγίαν στολὴν τῷ ἑβδόμῳ μηνὶ ἔτους ἑξηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ἐν ἑορτῇ σκηνοπηγίας καὶ συνήγαγε δυνάμεις καὶ κατεσκεύασεν ὅπλα πολλά. 21 Ο Ιωνάθαν ενεδύθη την αγίαν αρχιερατικήν στολήν κατά το εκατοστόν εξηκοστόν έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών, τον έβδομον μήνα, κατά την εορτήν της Σκηνοπηγίας. Συνεκέντρωσε δε στρατόν και κατεσκεύασεν όπλα πολλά. 21 Ἔτσι ὁ Ἰωνάθαν ἐφόρεσε τὴν ἱερὰν ἀρχιερατικὴν στολὴν κατὰ τὸν ἕβδομον μῆνα (τὸν Τισρί, δηλαδὴ τὸν ἰδικόν μσς Σεπτέμβριον / Ὀκτώβριον) τοῦ ἑκατοστοῦ ἑξηκοστοῦ (160οῦ) ἔτους τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (152 π.Χ.), κατὰ τὴν μεγάλην ἑβραϊκὴν ἑορτὴν τῆς Σκηνοπηγίας.Συνεκέντρωσε δὲ στρατιωτικὲς δυνάμεις καὶ κατεσκεύασεν ὅπλα πολλά.
22 Καὶ ἤκουσε Δημήτριος τοὺς λόγους τούτους καὶ ἐλυπήθη καὶ εἶπε· 22 Οταν επληροφορήθη αυτά ο Δημήτριος, ελυπήθη πολύ και είπε· 22 Ὅταν ὁ Δημήτριος ἐπληροφορήθη τὶς εἰδήσεις αὐτές, ἐλυπήθη, ἐπικράνθη καὶ εἶπε:
23 τί τοῦτο ἐποιήσαμεν ὅτι προέφθακεν ἡμᾶς ὁ ᾿Αλέξανδρος τοῦ φιλίαν καταθέσθαι τοῖς ᾿Ιουδαίοις εἰς στήριγμα; 23 “τι είναι αυτό το οποίον εκάναμεν, διότι ο Αλέξανδρος μας επρόφθασε και συνήψε φιλίαν με τους Ιουδαίους, ώστε να τους έχη στήριγμά του. 23 Τί ἔχομεν κάμει - πῶς τὰ ἐκαταφέραμε - ὥστε νὰ μᾶς προλάβῃ ὁ Ἀλέξανδρος καὶ νὰ κερδίσῃ τὴν φιλίαν τῶν Ἰουδαίων καὶ νὰ ἐνισχύσῃ ἔτσι τὴν θέσιν του;
24 γράψω αὐτοῖς κἀγὼ λόγους παρακλήσεως καὶ ὕψους καὶ δογμάτων, ὅπως ὦσι σὺν ἐμοὶ εἰς βοήθειαν. 24 Αλλά και εγώ θα γράψω προς αυτούς προτάσεις πειστικάς και ικανοποιητικάς περί προσφοράς εις αυτούς θέσεων και δώρων, δια να ταχθούν με το μέρος μου εις παροχήν βοηθείας”. 24 Θὰ ἀπευθύνω ὅμως καὶ ἐγὼ εἰς αὐτοὺς ἐπιστολὴν μὲ ἐνθαρρυντικὲς ὑποσχέσεις μεγάλων τιμῶν, ὑψηλῶν θέσεων καὶ μεγάλων δώρων ὡς ἐλκυστικὸν δόλωμα, διὰ νὰ εἶναι καὶ νὰ μείνουν μαζί μου ὡς ὑποστηρικταὶ καὶ βοηθοί μου.
25 καὶ ἀπέστειλεν αὐτοῖς κατὰ τοὺς λόγους τούτους· «Βασιλεὺς Δημήτριος τῷ ἔθνει τῶν ᾿Ιουδαίων χαίρειν. 25 Πράγματι έστειλε προς αυτούς επιστολάς με τας ακολούθους προτάσεις· “ο βασιλεύς Δημήτριος χαιρετίζει το έθνος των Ιουδαίων. 25 Ἔτσι ἀπέστειλε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἐπιστολὴν μὲ τὸ ἀκόλουθον περιεχόμενον: Ὁ βασιλιᾶς Δημήτριος πρὸς τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων, εὔχεται εἰς αὐτοὺς νὰ χαίρουν.
26 ἐπεὶ συνετηρήσατε τὰς πρὸς ἡμᾶς συνθήκας καὶ ἐνεμείνατε τῇ φιλίᾳ ἡμῶν καὶ οὐ προσεχωρήσατε τοῖς ἐχθροῖς ἡμῶν, ἠκούσαμεν καὶ ἐχάρημεν. 26 Επειδή επληροφορήθη μέν, ότι ετηρήσατε πιστώς τας συνθήκας φιλίας, που είχατε συνάψει προς ημάς, και εμείνατε πιστοί και σταθεροί εις την φιλίαν μας αυτήν και δεν προσεχωρήσατε με το μέρος των εχθρών μας, δια τούτο εχάρημεν πολύ. 26 Ἐπειδὴ ἐπληροφορήθημεν μὲ ἰκανοποίησιν, ὅτι ἐτηρήσατε τὶς συμφωνίες φιλίας, ποὺ συνήψατε μαζί μας, καὶ ἐμείνατε πιστοὶ καὶ σταθεροὶ εἰς τὴν φιλίαν μας αὐτὴν καὶ δὲν προσεχωρήσατε πρὸς τοὺς ἐχθρούς μας, ἐχαρήκαμε πάρα πολύ.
27 καὶ νῦν ἐμμείνατε ἔτι τοῦ συντηρῆσαι πρὸς ἡμᾶς πίστιν, καὶ ἀνταποδώσομεν ὑμῖν ἀγαθὰ ἀνθ᾿ ὧν ποιεῖτε μεθ᾿ ἡμῶν. 27 Τωρα λοιπόν σας προτρέπομεν να μείνετε με σταθερότητα και να τηρήτε την πίστιν σας προς ημάς, ημείς δε θα ανταποδώσωμεν εις σας αγαθά αντί εκείνων, τα οποία πράττετε προς ημάς. 27 Συνεχίστε λοιπὸν καὶ τώρα νὰ μένετε πιστοὶ καὶ σταθεροὶ εἰς τὴν φιλίαν μας, καὶ ἠμεῖς θὰ σᾶς ἀνταμείψωμεν μὲ ἀγαθά, δι’ ὅσα ἐργάζεσθε μὲ ἀφοσίωσιν καὶ πιστότητα μαζί μας.
28 καὶ ἀφήσομεν ὑμῖν ἀφέματα πολλὰ καὶ δώσομεν ὑμῖν δόματα. 28 Συγκεκριμένως θα παραχωρήσωμεν εις σας πολλάς απαλλαγάς από τους φόρους και θα σας δώσωμεν δώρα πολλά. 28 Ἠμεῖς θὰ σᾶς παραχωρήσωμεν πολλὲς φορολογικὲς ἁπαλλαγὲς καὶ θὰ σᾶς δώσωμεν πολλὰ δῶρα.
29 καὶ νῦν ἀπολύω ὑμᾶς καὶ ἀφίημι πάντας τοὺς ᾿Ιουδαίους ἀπὸ τῶν φόρων καὶ τῆς τιμῆς τοῦ ἁλὸς καὶ ἀπὸ τῶν στεφάνων, 29 Επί του παρόντος απαλλάσσω σας και όλους τους Ιουδαίους από τους φόρους, δηλαδή από τον φόρον του άλατος, από τον φόρον των βασιλικών στεφάνων. 29 Καὶ διὰ τοῦ παρόντος σᾶς ἀπαλλάσσω ἀπὸ τώρα καὶ ἐξαιρῶ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τοὺς φόρους καὶ ἀπὸ τὸν φόρον τοῦ ἅλατος καὶ τὸν στεφανίτην (ἢ στεφανιτικόν) φόρον.
30 καὶ ἀντὶ τοῦ τρίτου τῆς σπορᾶς καὶ ἀντὶ τοῦ ἡμίσους τοῦ καρποῦ τοῦ ξυλίνου τοῦ ἐπιβάλλοντός μοι λαβεῖν, ἀφίημι ἀπὸ τῆς σήμερον καὶ ἐπέκεινα τοῦ λαβεῖν ἀπὸ τῆς γῆς ᾿Ιούδα καὶ ἀπὸ τῶν τριῶν νομῶν τῶν προστιθεμένων αὐτῇ ἀπὸ τῆς Σαμαρείτιδος καὶ Γαλιλαίας, καὶ ἀπὸ τῆς σήμερον ἡμέρας καὶ εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον. 30 Σας απαλλάσσω επίσης από την προσφοράν του τρίτου της συγκομιδής των προϊόντων από τους αγρούς σας και από το ήμισυ των προϊόντων από τους καρπούς των καρποφόρων δένδρων, τα οποία, σύμφωνα με τους νόμους, μου ανήκουν. Από δε την σημερινήν ημέραν και εις όλον τον μετά ταύτα χρόνον παραιτούμαι να εισπράττω από την Ιουδαίαν και γενικώς από τους τρεις νομούς, ήτοι της Ιουδαίας και των ηνωμένων προς αυτήν νομών της Σαμαρείας και της Γαλιλαίας. 30 Ἐπίσης ἀπὸ σήμερα καὶ εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον σᾶς ἀπαλλάσσω ἀπὸ τὸ ἕνα τρίτον τῆς συγκομιδῆς τῶν γεννημάτων (σπόρων) τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τὸ ἥμισυ τῆς συγκομιδῆς τῶν καρπῶν τῶν δένδρων, ὁ ὁποῖος, μοῦ ἀνήκει ὡς πρόσοδος.Ἀπὸ σήμερα καὶ εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον δὲν θὰ ἀπαιτήσω τοὺς φόρους αὐτοὺς ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ ἀπὸ τοὺς τρεῖς διοικητικοὺς νομούς, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν προηγουμένως τμῆμα τῆς Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας καὶ τοὺς ὁποίους ἐνώνω τώρα καὶ προσθέτῳ εἰς τὴν Ἰουδαίαν
31 καὶ ῾Ιερουσαλὴμ ἤτω ἁγία καὶ ἀφειμένη καὶ τὰ ὅρια αὐτῆς, αἱ δεκάται καὶ τὰ τέλη. 31 Η Ιερουσαλήμ θα είναι αγία και απηλλαγμένη, όπως και τα περίχωρά της, από την καταβολήν της δεκάτης και των άλλων φόρων. 31 Ἡ δὲ Ἱερουσαλὴμ θὰ εἶναι ἁγία καὶ ἁπαλλαγμένη ἀπὸ φόρους, μαζὶ μὲ τὰ περίχωρά της, καὶ ἀπὸ τὶς προσόδους τῆς δεκάτης καὶ τῶν ἄλλων φόρων.
32 ἀφίημι καὶ τὴν ἐξουσίαν τῆς ἄκρας τῆς ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ δίδωμι τῷ ἀρχιερεῖ, ὅπως ἂν καταστήσῃ ἐν αὐτῇ ἄνδρας, οὓς ἂν ἐκλέξηται αὐτὸς τοῦ φυλάσσειν αὐτήν. 32 Παραιτούμαι από την επί της ακροπόλεως της Ιερουσαλήμ εξουσίαν μου και παραχωρώ αυτήν στον αρχιερέα, δια να εγκαταστήση εκεί άνδρας, τους οποίους αυτός ήθελεν εκλέξει με τον σκοπόν να την φρουρούν. 32 Ἐπίσης παραιτοῦμαι ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν ἐπὶ τῆς ἀκροπόλεως τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ παραδίδω τὴν ἐξουσίαν αὐτὴν εἰς τὸν ἀρχιερέα, διὰ νὰ ἐγκαταστήσῃ εἰς αὐτὴν ἄνδρας, τοὺς ὁποίους θὰ ἐκλέξῃ ὁ ἴδιος καὶ οἱ ὁποῖοι θὰ φρουροῦν τὴν ἀκρόπολιν.
33 καὶ πᾶσαν ψυχὴν ᾿Ιουδαίων τὴν αἰχμαλωτισθεῖσαν ἀπὸ γῆς ᾿Ιούδα εἰς πᾶσαν βασιλείαν μου ἀφίημι ἐλευθέραν δωρεάν· καὶ πάντες ἀφιέτωσαν τοὺς φόρους καὶ τῶν κτηνῶν αὐτῶν. 33 Αφήνω δε ελευθέρους χωρίς καμμίαν αμοιβήν όλους τους Ιουδαίους, οι οποίοι ωδηγήθησαν αιχμάλωτοι από την Ιουδαίαν εις τα διάφορα μέρη του βασιλείου μου. Ακόμη δε χαρίζω στους Ιουδαίους όλους τους φόρους και τους επί των κτηνών ακόμη φόρους. 33 Ὅλους τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ὠδηγήθησαν εἰς αἰχμαλωσίαν ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν εἰς ὅλα τὰ μέρη τῆς βασιλείας μου, ἀφήνω ἐλευθέρους χωρὶς λύτρα.Ὅλοι δὲ ἂς χαρίσουν τοὺς φόρους εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ἀκόμη καὶ αὐτοὺς τοὺς φόρους ἐπὶ τῶν ζώων των.
34 καὶ πᾶσαι αἱ ἑορταὶ καὶ τὰ σάββατα καὶ νουμηνίαι καὶ ἡμέραι ἀποδεδειγμέναι καὶ τρεῖς ἡμέραι πρὸ ἑορτῆς καὶ τρεῖς ἡμέραι μετὰ ἑορτὴν ἔστωσαν πᾶσαι αἱ ἡμέραι ἀτελείας καὶ ἀφέσεως πᾶσι τοῖς ᾿Ιουδαίοις τοῖς οὖσιν ἐν τῇ βασιλείᾳ μου. 34 Εις όλας τας επισήμους εορτάς των, δηλαδή εις τα Σαββατα, τας νουμηνίας και τας άλλας καθωρισμένας ημέρας των εορτών των, τρεις ημέρας προ πάσης εορτής από αυτάς και τρεις ημέρας κατόπιν θα είναι όλοι οι Ιουδαίοι καθ' όλην την έκτασιν του βασιλείου μου απηλλαγμένοι από κάθε φορολογίαν. 34 Εἰς ὅλες δὲ τὶς ἐπίσημες ἐορτές των, τὰ σάββατα, τὶς νουμηνίες καὶ τὶς καθωρισμένες ἑόρτιες ἡμέρες, ὅπως ἐπίσης τρεῖς ἡμέρες πρὸ τῶν ἑορτῶν αὐτῶν καὶ τρεῖς ἡμέρες μετά, θὰ εἶναι ἁπαλλαγμένοι ἀπὸ κάθε εἶδος φόρων ὅλοι οἰ Ἰουδαῖοι εἰς τὸ βασίλειόν μου,
35 καὶ οὐχ ἕξει ἐξουσίαν οὐδεὶς πράσσειν καὶ παρενοχλεῖν τινα αὐτῶν περὶ παντὸς πράγματος. 35 Κανείς δεν θα έχη το δικαίωμα κατά τας ημέρας αυτάς να καταδιώκη ένα από τους Ιουδαίους η να τον ενοχλή περί οιασδήποτε υποθέσεως. 35 καὶ κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτὲς κανεὶς δὲν θὰ ἔχῃ ἐξουσίαν νὰ ἀπαιτήσῃ ἐκβιαστικῶς πληρωμὴν ἢ νὰ ἐνοχλήσῃ ἢ νὰ βλάψῃ οἰονδήποτε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους δι’ ὁποιανδήποτε ὑπόθεσιν.
36 καὶ προγραφήτωσαν τῶν ᾿Ιουδαίων εἰς τὰς δυνάμεις τοῦ βασιλέως εἰς τριάκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν, καὶ δοθήσεται αὐτοῖς ξένια ὡς καθήκει πάσαις ταῖς δυνάμεσι τοῦ βασιλέως. 36 Ας καταγραφούν δε κατατασσόμενοι στον στρατόν του βασιλέως τριάκοντα χιλιάδες άνδρες εκ των Ιουδαίων, στους οποίους και θα δοθή ο μισθός ο καθωρισμένος δια τον μισθόν και του άλλου στρατού του βασιλέως. 36 Ἂς ἐγγραφοῦν καὶ ἂς καταταγοῦν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους εἰς τὶς στρατιωτικὲς δυνάμεις τοῦ βασιλιᾶ τριάντα χιλιάδες (30.000) ἄνδρες· εἰς αὐτοὺς θὰ δοθῇ ἱματισμός, μισθὸς καὶ διατροφή, ὅπως ἀκριβῶς ἁρμόζει καὶ ὅπως δίδεται εἰς ὅλον τὸν ὑπόλοιπον στρατὸν τοῦ βασιλιᾶ.
37 καὶ κατασταθήσεται ἐξ αὐτῶν ἐν τοῖς ὀχυρώμασι τοῦ βασιλέως τοῖς μεγάλοις, καὶ ἐκ τούτων κατασταθήσεται ἐπὶ χρειῶν τῆς βασιλείας τῶν οὐσῶν εἰς πίστιν· καὶ οἱ ἐπ᾿ αὐτῶν καὶ οἱ ἄρχοντες ἔστωσαν ἐξ αὐτῶν καὶ πορευέσθωσαν τοῖς νόμοις αὐτῶν. καθὰ καὶ προσέταξεν ὁ βασιλεὺς ἐν γῇ ᾿Ιούδα. 37 Από αυτούς τους στρατιώτας ένας αριθμός θα τοποθετηθή εις τας μεγάλας οχυράς θέσστου βασιλέως, πολλοί δε άλλοι από αυτούς θα αναλάβουν υπηρεσίαν ως υπάλληλοι εις εμπιστευτικάς θέσστου βασιλέως. Οι επί κεφαλής αρχηγοί των θα είναι από αυτούς τούτους τους Ιουδαίους. Ολοι δε θα ζουν σύμφωνα με τον Νομον των, όπως άλλως τε έχει διατάζει ο βασιλεύς και δια την χώραν της Ιουδαίας. 37 Ἀπὸ τοὺς στρατιώτας αὐτοὺς ὡρισμένοι θὰ ἐγκατασταθοῦν εἰς τὰ μεγάλα (τὰ κυριώτερα) βασιλικὰ φρούρια· ἄλλοι δὲ ἀπὸ αὐτοὺς θὰ τοποθετηθοῦν εἰς ἐμπιστευτικὲς θέσεις τοῦ βασιλείου.Οἱ διοικηταί - ἀξιωματικοὶ καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν ἀνδρῶν αὐτῶν θὰ προέρχωνται ἀπὸ τὸ ἴδιον ἔθνος μὲ αὐτούς, θὰ ζοῦν δὲ καὶ θὰ ἀναστρέφωνται σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς θρησκείας των, ὅπως ἀκριβῶς διέταξεν ὁ βασιλιᾶς διὰ τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας.
38 καὶ τοὺς τρεῖς νομοὺς τοὺς προστεθέντας τῇ ᾿Ιουδαίᾳ ἀπὸ τῆς χώρας Σαμαρείας προστεθήτω τῇ ᾿Ιουδαίᾳ πρὸς τὸ λογισθῆναι τοῦ γενέσθαι ὑφ᾿ ἕνα, τοῦ μὴ ὑπακοῦσαι ἄλλης ἐξουσίας ἀλλ᾿ ἢ τοῦ ἀρχιερέως. 38 Οι τρεις νόμοι της Σαμαρείας, που έχουν προστεθή εις την Ιουδαίαν, θα ενσωματωθούν οριστικώς εις αυτήν και θα θεωρηθούν ότι αποτελούν ένα με την Ιουδαίαν και δεν θα υπόκεινται υπό άλλην εξουσίαν ει μη μόνον υπό την εξουσίαν του αρχιερέως. 38 Καὶ οἱ τρεῖς νόμοι, ποὺ προσετέθησαν (προσηρτήθησαν) εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἀπὸ τὴν περιοχὴν τῆς Σαμαρείας, θὰ προσαρτηθοῦν εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ὥστε νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ μίαν ἑνιαίαν ἀρχὴν καὶ νὰ μὴ ὑπακούουν εἰς ἄλλην ἐξουσίαν, παρὰ μόνον εἰς ἐκείνην τοῦ ἀρχιερέως.
39 Πτολεμαΐδα καὶ τὴν προσκυροῦσαν αὐτῇ δέδωκα δόμα τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν ῾Ιερουσαλὴμ εἰς τὴν προσήκουσαν δαπάνην τοῖς ἁγίοις. 39 Επίσης δίδω την Πτολεμαΐδα και την γύρω από αυτήν περιοχήν ως δώρον δια τον ιερόν ναόν τον εις την Ιερουσαλήμ, δια να καλύπτωνται αι δαπάναι των ιερών αυτών τόπων. 39 Τὴν Πτολεμαΐδα καὶ τὴν γύρω περιοχήν, ποὺ ἀνήκει εἰς αὐτήν, τὴν προσφέρω ὡς δῶρον εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἱερουσαλὴμ διὰ τὴν ἀντιμετώπισιν τῶν ἐξόδων, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα διὰ τὴν δημοσίαν λατρείαν.
40 κἀγὼ δίδωμι κατ᾿ ἐνιαυτὸν δεκαπέντε χιλιάδας σίκλων ἀργυρίου ἀπὸ τῶν λόγων τοῦ βασιλέως ἀπὸ τῶν τόπων τῶν ἀνηκόντων. 40 Εγώ δε προσωπικώς θα δίδω κάθε έτος δεκαπέντε χιλιάδες αργυρούς σίκλους από τας βασιλικάς προσόδους των περιοχών, που ανήκουν εις εμέ. 40 Ἐγὼ δὲ προσωπικῶς θὰ προσφέρω ἐτησίως δεκαπέντε χιλιάδες ἀσημένιους σίκλους, οἱ ὁποῖοι θὰ λαμβάνωνται ἀπὸ τὰ βασιλικὰ ἔσοδα, ποὺ προέρχονται ἀπὸ περιοχές, οἱ ὁποῖες ἀνήκουν εἰς ἐμὲ καὶ εἶναι κατάλληλες (προσφορώτερες) διὰ τὴν εἴσπραξιν αὐτήν (διότι εἶναι εὔπορες οἰκονομικῶς).
41 καὶ πᾶν τὸ πλεονάζον, ὃ οὐκ ἀπεδίδοσαν οἱ ἀπὸ τῶν χρειῶν, ὡς ἐν τοῖς πρώτοις ἔτεσιν, ἀπὸ τοῦ νῦν δώσουσιν εἰς τὰ ἔργα τοῦ οἴκου. 41 Το επί πλέον ποσόν, το οποίον οι υπάλληλοι του δημοσίου ταμείου δεν έδωσαν στον ναόν κατά τα προηγούμενα έτη, θα τα καταβάλλουν από τώρα και στο εξής δια τα έργα του ναού. 41 Καὶ ὅλον τὸ ποσόν, ποὺ ὠφείλετο (καθυστερεῖτο) καὶ τὸ ὁποῖον δὲν κατεβλήθη ἀπὸ τοὺς ἀξιωματικοὺς τοῦ δημοσίου ταμείου, ὅπως κατὰ τὰ προηγούμενα χρόνια, ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς θὰ καταβληθῇ διὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἔργων τοῦ Ναοῦ.
42 καὶ ἐπὶ τούτοις πεντακισχιλίους σίκλους ἀργυρίου, οὓς ἐλάμβανον ἀπὸ τῶν χρειῶν τοῦ ἁγίου ἀπὸ τοῦ λόγου κατ᾿ ἐνιαυτόν, καὶ ταῦτα ἀφίεται διὰ τὸ ἀνήκειν αὐτὰ τοῖς ἱερεῦσι τοῖς λειτουργοῦσι. 42 Επί πλέον πέντε χιλιάδες αργυρούς σίκλους, τους οποίους κάθε έτος αφαιρούσαν από τας εισπράξστου ναού οι υπάλληλοί μου, και αυτά θα χαρισθούν στον ναόν, διότι ανήκουν στους ιερείς, που υπηρετούν εκεί. 42 Ἐπιπροσθέτως τὸ ποσὸν τῶν πέντε χιλιάδων ἀσημένιων σίκλων, ποὺ ἐλάμβανα ἀπὸ τὶς ἐτήσιες εἰσπράξεις τοῦ Ναοῦ, ὅπως φαίνεται εἰς τοὺς ἐτησίους ἀπολογισμούς, παραχωρεῖται καὶ αὐτὸ καὶ προσφέρεται, διότι τοῦτο ἀνήκει εἰς τοὺς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν εἰς τὸν Ναόν.
43 καὶ ὅσοι ἐὰν φύγωσιν εἰς τὸ ἱερὸν τὸ ἐν ῾Ιεροσολύμοις καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτοῦ ὀφείλοντες βασιλικὰ καὶ πᾶν πρᾶγμα, ἀπολελύσθωσαν καὶ πάντα, ὅσα ἐστὶν αὐτοῖς ἐν τῇ βασιλείᾳ μου. 43 Οσοι δε Ιουδαίοι ήθελον καταφύγει στον ιερόν ναόν της Ιερουσαλήμ και εις τας αυλάς αυτού, οφείλεται βασιλικών φόρων η άλλου χρέους, θα είναι ελεύθεροι μαζή με όλα τα αγαθά των, που έχουν στο βασίλειόν μου. 43 Καὶ ὅσοι τυχὸν καταφύγουν εἰς τὸν Ναὸν τῶν Ἱεροσολύμων ἢ εἰς οἰονδήποτε τμῆμα τοῦ ἱεροῦ περιβόλου του, διότι ὀφείλουν φόρους εἰς τὸν βασιλιᾶ ἢ οἰονδήποτε ἄλλο χρέος, θὰ εἶναι ἐλεύθεροι ἀπὸ ὁποιανδήποτε προσωπικὴν κράτησιν ἢ κατάσχεσιν τῆς περιουσίας των μέσα εἰς τὰ ὅρια τῆς βασιλείας μου.
44 καὶ τοῦ οἰκοδομηθῆναι καὶ τοῦ ἐπικαινισθῆναι τὰ ἔργα τῶν ἁγίων, καὶ ἡ δαπάνη δοθήσεται ἐκ τοῦ λόγου τοῦ βασιλέως. 44 Αι δαπάναι δια την ανοικοδόμησιν και την ανακαίνισιν του ιερού ναού θα δίδωνται από τας βασιλικάς προσόδους. 44 Ἡ δὲ δαπάνη διὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν καὶ τὴν ἐπιδιόρθωσιν τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ θὰ λαμβάνεται ἀπὸ τὰ ἔσοδα τοῦ βασιλικοῦ ταμείου.
45 καὶ τοῦ οἰκοδομηθῆναι τὰ τείχη ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ὀχυρῶσαι κυκλόθεν, καὶ ἡ δαπάνη δοθήσεται ἐκ τοῦ λόγου τοῦ βασιλέως, καὶ τοῦ οἰκοδομηθῆναι τὰ τείχη τὰ ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ». 45 Ακόμη αι δαπάναι δια την ανοικοδόμησιν του τείχους της Ιερουσαλήμ και δια την γύρω αυτής οχύρωσιν θα καταβάλλωνται από τα εισοδήματα του βασιλέως. Το ίδιον επίσης θα γίνη και δια την ανοικοδόμησιν των τειχών πόλεων της Ιουδαίας”. 45 Ὅπως ἐπίσης ἡ ἐπισκευὴ τῶν τειχῶν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῶν γύρω - γύρω ἀπὸ αὐτὴν ὀχυρωματικῶν ἔργων, καθὼς καὶ τῶν ὀχυρωματικῶν τειχῶν τῶν ἄλλων πόλεων τῆς Ἰουδαίας, θὰ γίνωνται δι' ἐξόδων, ποὺ θὰ λαμβάνωνται ἀπὸ τὶς προσόδους τοῦ βασιλικοῦ ταμείου.-
46 ῾Ως δὲ ἤκουσεν ᾿Ιωνάθαν καὶ ὁ λαὸς τοὺς λόγους τούτους, οὐκ ἐπίστευσαν αὐτοῖς οὐδὲ ἐπεδέξαντο, ὅτι ἐπεμνήσθησαν τῆς κακίας τῆς μεγάλης, ἧς ἐποίησεν ἐν ᾿Ισραὴλ καὶ ἔθλιψεν αὐτοὺς σφόδρα. 46 Οταν ο Ιωνάθαν και ο ιουδαϊκός λαός ήκουσαν τας προτάσεις αυτάς του Δημητρίου, δεν τας επίστευσαν και δεν τας εδέχθησαν, διότι ενεθυμήθησαν τα μεγάλα δεινά, τα οποία επέφερεν εναντίον των Ισραηλιτών και ότι κατέθλιψεν αυτούς πάρα πολύ. 46 Ὅταν ὁ Ἰωνάθαν καὶ ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς ἄκουσαν τὶς προτάσεις αὐτὲς τοῦ βασιλιᾶ Δημητρίου, δὲν τοὺς ἔδωκαν ἐμπιστοσύνην οὔτε καὶ τὶς ἀπεδέχθησαν, διότι ἐνεθυμήθησαν τὰ φοβερὰ δεινά, τὰ ὁποῖα ὁ βασιλιᾶς Δημήτριος ἐπροξένησε εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν τυραννικὴν καταπίεσιν, μὲ τὴν ὁποίαν τοὺς ἔθλιψε πάρα πολύ.
47 καὶ εὐδόκησαν ἐν ᾿Αλεξάνδρῳ, ὅτι αὐτὸς ἐγένετο αὐτοῖς ἀρχηγὸς λόγων εἰρηνικῶν, καὶ συνεμάχουν αὐτῷ πάσας τὰς ἡμέρας. 47 Ευμενώς μάλλον διετέθησαν υπέρ του Αλεξάνδρου, διότι αυτός προηγήθη από τον Δημήτριον εις ειρηνικάς προτάσεις. Δι' αυτό και έμειναν σύμμαχοί του καθ' όλας τας ημέρας. 47 Διὰ τοῦτο ἐφάνησαν εὐνοϊκοὶ ὑπὲρ τῶν προτάσεων τοῦ βασιλιᾶ Ἀλεξάνδρου, διότι αὐτὸς ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος, ποὺ τοὺς προσέφερε πρὶν ἀπὸ τὸν Δημήτριον προτάσεις εἰρηνικές· ἔτσι οἱ Ἰουδαῖοι ἔγιναν μόνιμοι σύμμαχοί του, καθ' ὅλην τὴν διαρκειαν τῆς βασιλείας του.
48 Καὶ συνήγαγεν ᾿Αλέξανδρος ὁ βασιλεὺς δυνάμεις μεγάλας καὶ παρενέβαλεν ἐξεναντίας Δημητρίου. 48 Ο βασιλεύς Αλέξανδρος συνεκέντρωσε μεγάλας στρατιωτικάς δυνάμεις και εξεστράτευσεν εναντίον του Δημητρίου. 48 Ὁ βασιλιᾶς Ἀλάξανδρος συνεκέντρωσεν ἰσχυρὰν στρατιωτικὴν δύναμιν καὶ ἐβάδισεν ἐναντίον τοῦ βασιλιὰ Δημητρίου Α'.
49 καὶ συνῆψαν πόλεμον οἱ δύο βασιλεῖς, καὶ ἔφυγεν ἡ παρεμβολὴ Δημητρίου, καὶ ἐδίωξεν αὐτὸν ὁ ᾿Αλέξανδρος καὶ ἴσχυσεν ἐπ᾿ αὐτούς. 49 Οι δύο βασιλείς συνεκρούσθησαν και ο στρατός του Δημητρίου ετράπη εις φυγήν. Ο Αλέξανδρος υπερίσχυσεν εναντίον αυτών και τους κατεδίωξεν. 49 Καὶ οἱ δύο βασιλεῖς συνεκρούσθησαν, ὁ δὲ στρατὸς τοῦ Δημητρίου ἐτράπη εἰς φυγήν.Τότε ὁ στρατὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου τὸν κατεδίωξε καὶ ὑπερίσχυσε τοῦ στρατοῦ τοῦ Δημητρίου.
50 καὶ ἐστερέωσε τὸν πόλεμον σφόδρα, ἕως ἔδυ ὁ ἥλιος, καὶ ἔπεσεν ὁ Δημήτριος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. 50 Ο Αλέξανδρος συνέχισε την καταδίωξιν και τον πόλεμον αυτόν με σφοδρότητα, μέχρις ότου έδυσεν ο ήλιος. Ο δε Δημήτριος εφονεύθη κατά την ημέραν αυτήν. 50 Ὁ Ἀλέξανδρος ἐπολέμησε μὲ γενναιότητα καὶ σφοδρότητα, μέχρις ὅτου ἔδυσεν ὁ ἥλιος, ὁ δὲ Δημήτριος Α' ἐφονεύθη κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην.
51 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Αλέξανδρος πρὸς Πτολεμαῖον βασιλέα Αἰγύπτου πρέσβεις κατὰ τοὺς λόγους τούτους λέγων· 51 Ο Αλέξανδρος έστειλε τότε προς τον Πτολεμαίον, βασιλέα της Αιγύπτου, πρέσβεις, δια να του αναγγείλουν τα εξής· 51 Τότε ὁ Ἀλέξανδρος ἔστειλε πρέσβεις εἰς τὸν Πτολεμαῖον ΣΤ' τὸν Φιλομήτορα, βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου, μὲ τὸ ἀκόλουθον μήνυμα, τὸ ὁποῖον ἔλεγεν:
52 «᾿Επεὶ ἀνέστρεψα εἰς γῆν βασιλείας μου καὶ ἐκάθισα ἐπὶ θρόνου πατέρων μου καὶ ἐκράτησα τῆς ἀρχῆς, καὶ συνέτριψα τὸν Δημήτριον καὶ ἐπεκράτησα τῆς χώρας ἡμῶν 52 “Εγώ επανήλθα εις την χώραν του βασιλείου μου και εκάθησα στον θρόνον των πατέρων μου. Επήρα την αρχήν και εξουσίαν, αφού συνέτριψα τον Δημήτριον και έγινα κύριος όλης της χώρας μας. 52 Ἐπειδὴ ἐπέστρεψα εἰς τὴν χώραν τοῦ βασιλείου μου καὶ ἐκάθισα πλέον εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον τῶν προγόνων μου καὶ κατέλαβα τὴν ἐξουσίαν, ἀφοῦ συνέτριψα τὸν Δημήτριον καὶ ἔγινα κύριος τῆς χώρας μας.
53 καὶ συνῆψα πρὸς αὐτὸν μάχην, καὶ συνετρίβη αὐτὸς καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ὑφ᾿ ἡμῶν, καὶ ἐκαθίσαμεν ἐπὶ θρόνου βασιλείας αὐτοῦ· 53 Συνήψα εναντίον του μάχην, αποτέλεσμα της οποίας ήτο να συντριβή αυτός και η στρατιωτική του δύναμις από ημάς. Ετσι δε ανήλθον εις τον θρόνον της βασιλείας του. 53 διότι συνῆψα μαζί του πόλεμον, εἰς τὸν ὁποῖον συνετρίβη αὐτὸς καὶ ἡ στρατιωτική του δύναμις ἀπὸ ἡμᾶς καὶ ἔτσι ἐκάθισα εἰς τὸν βασιλικὸν του θρόνον·
54 καὶ νῦν στήσωμεν πρὸς ἑαυτοὺς φιλίαν, καὶ νῦν δός μοι τὴν θυγατέρα σου εἰς γυναῖκα, καὶ ἐπιγαμβρεύσω σοι καὶ δώσω σοι δόματα καὶ αὐτῇ ἄξιά σου». 54 Και τώρα ας συνάψωμεν μεταξύ μας φιλίαν. Δος μου την θυγατέρα σου ως σύζυγόν μου και κάμε με γαμβρόν σου, εγώ δε θα δώσω εις σε και εις αυτήν δώρα αντάξιά σου”. 54 διὰ τοῦτο ἂς συνάψωμεν τώρα συνθήκην συμμαχίας καὶ φιλίας.Δός μου λοιπὸν τώρα τὴν θυγατέρα σου ὡς σύζυγον ἐγὼ δὲ θὰ γίνω γαμβρός σου καὶ θὰ δώσω εἰς σὲ καὶ εἰς αὐτὴν δῶρα ἀντάξια τῆς βασιλικῆς σου ἰδιότητος καὶ δυνάμεως.
55 Καὶ ἀπεκρίθη Πτολεμαῖος ὁ βασιλεὺς λέγων· «᾿Αγαθὴ ἡμέρα, ἐν ᾗ ἀνέστρεψας εἰς γῆν πατέρων σου καὶ ἐκάθισας ἐπὶ θρόνου βασιλείας αὐτῶν. 55 Ο Πτολεμαίος ο βασιλεύς απήντησε και είπε· “ευτυχής η ημέρα, κατά την οποίαν επανήλθες εις την χώραν των πατέρων σου και εκάθησες στον θρόνον της βασιλείας των. 55 Ὁ βασιλιᾶς Πτολεμαῖος ἀπάντησε ὡς ἀκολούθως: Εὐτυχισμένη εἶναι ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπέστρεψες εἰς τὴν χώραν τῶν προγόνων σου καὶ ἐκάθισες εἰς τὸν βασιλικόν των θρόνον!
56 καὶ νῦν ποιήσω σοι ἃ ἔγραψας, ἀλλ᾿ ἀπάντησον εἰς Πτολεμαΐδα, ὅπως ἴδωμεν ἀλλήλους, καὶ ἐπιγαμβρεύσω σοι, καθὼς εἴρηκας». 56 Εγώ τώρα θα εκπληρώσω προς σε όλα εκείνα, τα οποία έγραψες. Ελα όμως εις συνάντησίν μου εις την Πτολεμαΐδα, δια να ίδωμεν ο ένας τον άλλον και εκεί θα σε κάμω γαμβρόν σύμφωνα με όσα είπες”. 56 Καὶ τώρα θὰ κάμω διὰ σὲ ὅσα προτείνεις διὰ τῆς ἐπιστολῆς σου.Ἔλα ὅμως νὰ μὲ συναντήσῃς εἰς τὴν Πτολεμαΐδα, διὰ νὰ ἴδωμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ ἐκεῖ ἐγὼ θὰ σὲ κάμω γαμβρόν μου, σύμφωνα μὲ ὅσα μοῦ ἐζήτησες.
57 Καὶ ἐξῆλθε Πτολεμαῖος ἐξ Αἰγύπτου, αὐτὸς καὶ Κλεοπάτρα ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ, καὶ εἰσῆλθον εἰς Πτολεμαΐδα ἔτους δευτέρου καὶ ἑξηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ. 57 Ανεχώρησεν ο Πτολεμαίος και η θυγάτηρ του η Κλεοπάτρα από την Αίγυπτον και έφθασαν εις την Πτολεμαΐδα κατά το εκατοστόν εξηκοστόν δεύτερον έτος. 57 Ὁ Πτολεμαῖος ΣΤ' ὁ Φιλομήτωρ ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, αὐτὸς καὶ ἡ Κλεοπάτρα, ἡ θυγατέρα του, καὶ ἔφθασαν εἰς τὴν Πτολεμαΐδα κατὰ τὸ ἑκατοστὸν ἑξηκοστὸν δεύτερον (162ον) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ τὸ 150 π.Χ.).
58 καὶ ἀπήντησεν αὐτῷ ᾿Αλέξανδρος ὁ βασιλεύς, καὶ ἐξέδοτο αὐτῷ Κλεοπάτραν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ καὶ ἐποίησε τὸν γάμον αὐτῆς ἐν Πτολεμαΐδι καθὼς οἱ βασιλεὶς ἐν δόξῃ μεγάλῃ. 58 Ο βασιλεύς Αλέξανδρος τους προαπήντησε και ο Πτολεμαίος έδωκεν εις αυτόν ως σύζυγόν του την θυγατέρα του την Κλεοπάτραν. Εις την Πτολεμαΐδα έγινεν ο γάμος αυτής με κάθε μεγαλοπρέπειαν, όπως εσυνηθίζαν οι βασιλείς. 58 Ὁ δὲ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος τὸν προϋπάντησε, καὶ ὁ Πτολεμαῖος ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὴν θυγατέρα του Κλεοπάτραν ὡς σύζυγον.Ὁ γάμος τῆς Κλεοπάτρας ἐτελέσθη εἰς τὴν Πτολεμαΐδα μὲ κάθε μεγαλοπρέπειαν, ὅπως συνήθιζαν οἱ βασιλεῖς να τελοῦν τοὺς γάμους των.
59 καὶ ἔγραψεν ᾿Αλέξανδρος ὁ βασιλεὺς τῷ ᾿Ιωνάθαν ἐλθεῖν εἰς συνάντησιν αὐτῷ. 59 Ο δε βασιλεύς Αλέξανδρος έγραψεν στον Ιωνάθαν, να έλθη και αυτός εκεί εις συνάντησίν του. 59 Κατόπιν ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος ἔγραψεν εἰς τὸν Ἰωνάθαν νὰ ἔλθῃ διὰ νὰ τὸν συναντήσῃ.
60 καὶ ἐπορεύθη μετὰ δόξης εἰς Πτολεμαΐδα καὶ ἀπήντησε τοῖς δυσὶ βασιλεῦσι· καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ τοῖς φίλοις αὐτῶν καὶ δόματα πολλὰ καὶ εὗρε χάριν ἐναντίον αὐτῶν. 60 Ο Ιωνάθαν επήγε πράγματι με μεγάλην πομπήν εις την Πτολεμαΐδα και εκεί συνήντησε τους δύο βασιλείς. Εδωσεν εις αυτούς και στους φίλους των αργύριον και χρυσίον και πολλά άλλα δώρα. Ετσι δε ο Ιωνάθαν απέκτησε την αγάπην και την ευμένειαν των δύο βασιλέων. 60 Καὶ ὁ Ἰωνάθαν ἐπῆγε εἰς τὴν Πτολεμαΐδα μὲ μεγάλην πομπὴν καὶ συνοδείαν, ἀνταξίαν τῶν προσώπων ποὺ θὰ ἐσυναντοῦσε, καὶ συνήντησε τοὺς δύο βασιλεῖς.Ἔδωκε δὲ εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς τοὺς φίλους των ἀσῆμι καὶ χρυσάφι καὶ δῶρα πολλά· ἔτσι ὁ Ἰωνάθαν ἀπέκτησε τὴν εὔνοιαν καὶ ἐκέρδισε τὴν ἐμπιστοσύνην τῶν δύο βασιλέων.
61 καὶ ἐπισυνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ἄνδρες λοιμοὶ ἐξ ᾿Ισραήλ, ἄνδρες παράνομοι, ἐντυχεῖν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ οὐ προσέσχεν αὐτοῖς ὁ βασιλεύς. 61 Τοτε όμως ηνώθησαν εναντίον του Ιωνάθαν κακοήθεις άνδρες και παράνομοι από τους Ισραηλίτας, δια να τον κατηγορήσουν, όπως και τον κατηγόρησαν, στον βασιλέα Αλέξανδρον. Εκείνος όμως δεν έδωσε καμμίαν προσοχήν εις αυτούς. 61 Τότε ὅμως συνωμότησαν κατὰ τοῦ Ἰωνάθαν, συνεκεντρώθησαν καὶ παρουσιάσθησαν εἰς τὸν βασιλιᾶ ἄνδρες παράνομοι καὶ ἐξωμότες Ἰουδαῖοι, διὰ νὰ τὸν κατηγορήσουν εἰς τὸν Ἀλέξανδρον· ὁ βασιλιᾶς ὅμως δὲν ἔδωκε προσοχὴν εἰς αὐτούς.
62 καὶ προσέταξεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἐξέδυσαν ᾿Ιωνάθαν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν πορφύραν, καὶ ἐποίησαν οὕτως. 62 Αντιθέτως μάλιστα διέταξεν ο βασιλεύς και αφήρεσαν τα συνήθη ενδύματα του Ιωνάθαν και τον ενέδυσαν με βασιλικήν πορφύραν. Ετσι και έγινε. 62 Ἀπ' ἐναντίας ὁ βασιλιᾶς διέταξε νὰ ἐκδύσουν τὸν Ἰωνάθαν ἀπὸ τὰ συνηθισμένα του ἐνδύματα καὶ νὰ τοῦ φορέσουν ἐπίσημον μάλλινον ἔνδυμα, κόκκινον καὶ πανάκριβον.Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκαμαν.
63 καὶ ἐκάθισεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς μετ᾿ αὐτοῦ καὶ εἶπε τοῖς ἄρχουσιν αὐτοῦ· ἐξέλθετε μετ᾿ αὐτοῦ εἰς μέσον τῆς πόλεως καὶ κηρύξατε τοῦ μηδένα ἐντυγχάνειν κατ᾿ αὐτοῦ περὶ μηδενὸς πράγματος, καὶ μηδεὶς αὐτῷ παρενοχλείτω περὶ παντὸς λόγου. 63 Ο βασιλεύς τον έβαλε να καθήση τιμής ένεκεν πλησίον του και είπε στους αυλικούς του· “εξέλθετε μαζή με τον Ιωνάθαν στο κέντρον της πόλεως και διακηρύξατε, ότι κανείς δεν 63 Ἔπειτα ὁ βασιλιᾶς ἔβαλε τὸν Ἰωνάθαν νὰ καθίσῃ πλάϊ του καὶ εἶπεν εἰς τοὺς ἀξιωματούχους τῆς αὐλῆς του: Ἐξέλθετε μαζί του εἰς τὸ κέντρον τῆς πόλεως καὶ διακηρύξετε, ὅτι κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ παραπονῆται εἰς ἑμὲ ἐναντίον του διὰ κανένα πρᾶγμα ἢ ζήτημα καὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν ἐνοχλήσῃ ἢ νὰ τὸν βλάψῃ δι’ ὁποιανδήποτε αἰτίαν.
64 καὶ ἐγένετο ὡς εἶδον οἱ ἐντυγχάνοντες τὴν δόξαν αὐτοῦ, καθὼς ἐκήρυξε, καὶ περιβεβλημένον αὐτὸν πορφύραν, καὶ ἔφυγον πάντες. 64 Οταν οι κακοήθεις εκείνοι κατήγοροι είδον την δόξαν του Ιωνάθαν, η οποία μάλιστα εκηρύχθη δημοσία, αυτόν δε φορούντα την βασιλικήν πορφύραν, ετράπησαν εις φυγήν όλοι. 64 Μόλις δὲ οἱ κατήγοροί του εἶδαν τὴν μεγάλην τιμήν, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Ἰωνάθαν ἐδοξάσθη καὶ ἡ ὁποία διεκηρύχθη μὲ τὸν τόσον πανηγυρικὸν τρόπον καὶ μόλις τὸν εἶδαν νὰ φορῇ ἐπίσημον μάλλινον ἔνδυμα, κόκκινον καὶ πανάκριβον, ἐτράπησαν ὅλοι εἰς φυγήν.
65 καὶ ἐδόξασεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς καὶ ἔγραψεν αὐτὸν τῶν πρώτων φίλων καὶ ἔθετο αὐτὸν στρατηγὸν καὶ μεριδάρχην. 65 Ο βασιλεύς Αλέξανδρος ετίμησεν ακόμη περισσότερον αυτόν, τον ενέγραψε μεταξύ των στενών του φίλων και τον κατέστησε στρατηγόν και διοικητήν επαρχίας. 65 Ἔτσι ἐτίμησε καὶ ἐδόξασεν ὁ βασιλιᾶς τὸν Ἰωνάθαν καὶ ἀκόμη τὸν ἐνέγραφεν εἰς τὸν κατάλογον τῶν Πρώτων (τῶν πολὺ στενῶν) το Φίλων καὶ τὸν κατέστησε στρατηγὸν καὶ διοικητὴν ἐπαρχίας - στρατιωτικὸν καὶ πολιτικὸν κυβερνήτην τῆς Ἰουδαίας ὑπὸ τὴν Συριακὴν αὐτοκρατορίαν.
66 καὶ ἐπέστρεψεν ᾿Ιωνάθαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετ᾿ εἰρήνης καὶ εὐφροσύνης. 66 Ο Ιωνάθαν επέστρεψεν ειρηνικώς και χαρούμενος εις την Ιερουσαλήμ. 66 Κατόπιν ὁ Ἰωνάθαν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰρηνικὸς καὶ γεμᾶτος χαρὰν διὰ τὴν ἐπιτυχίαν καὶ τὴν εὐδοκίμησίν του.
67 Καὶ ἐν ἔτει πέμπτῳ καὶ ἑξηκοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἦλθε Δημήτριος υἱὸς Δημητρίου ἐκ Κρήτης εἰς τὴν γῆν τῶν πατέρων αὐτοῦ. 67 Κατά το εκατοστόν εξηκοστόν πέμπτον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών ο Δημήτριος, ο υιός του Δημητρίου, ήλθεν από την Κρήτην εις την γην των πατέρων του. 67 Καὶ κατὰ τὸ ἑκατοστὸν ἑξηκοστὸν πέμπτον (165ον) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ τὸ 147 π.Χ.) ὁ Δημήτριος Β', ὁ (νεώτερος) υἱὸς τοῦ βασιλιᾶ Δημητρίου Α’, ἔφθασεν ἀπὸ τὴν Κρήτην εἰς τὴν χώραν τῶν προπατόρων του.
68 καὶ ἤκουσεν ᾿Αλέξανδρος βασιλεὺς καὶ ἐλυπήθη σφόδρα καὶ ὑπέστρεψεν εἰς ᾿Αντιόχειαν. 68 Ο Αλέξανδρος επληροφορήθη το γεγονός, ελυπήθη πάρα πολύ και επέστρεψεν εις την Αντιόχειαν. 68 Ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος ἐπληροφορήθη τὴν εἴδηση, ἐλυπήθη πάρα πολὺ καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν.
69 καὶ κατέστησε Δημήτριος ᾿Απολλώνιον τὸν ὄντα ἐπὶ Κοίλης Συρίας, καὶ συνήγαγε δύναμιν μεγάλην καὶ παρενέβαλεν ἐν ᾿Ιαμνείᾳ. καὶ ἀπέστειλε πρὸς ᾿Ιωνάθαν τὸν ἀρχιερέα λέγων· 69 Αυτός ο Δημήτριος επήρεν ως στρατηγόν του τον Απολλώνιον, διοικητήν της Κοίλης Συρίας. Ο Απολλώνιος συνεκέντρωσε μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν και εστρατοπέδευσε πλησίον εις την Ιάμνειαν. Από εκεί δε έστειλεν ανθρώπους του προς τον αρχιερέα τον Ιωνάθαν και του είπε· 69 Ὁ Δημήτριος Β’ (Νικάτωρ) ἐγκατέστησεν ὡς στρατηγόν του τὸν Ἀπολλώνιον, ὁ ὁποῖος ἦταν κυβερνήτης τῆς Κοίλης Συρίας· ὁ στρατηγὸς Ἀπολλώνιος συνεκέντρωσε μεγάλην στρατιωτικὴν δύναμιν καὶ ἐστρατοπέδευσε κοντὰ εἰς τὴν Ἰάμνειαν.Ἀπὸ ἐκεῖ δὲ ἀπέστειλε πρὸς τὸν ἀρχιερέα Ἰωνάθαν μήνυμα, διὰ τοῦ ὁποίου τοῦ ἔλεγε:
70 «Σὺ μονώτατος ἐπαίρῃ ἐφ᾿ ἡμᾶς, ἐγὼ δὲ ἐγενήθην εἰς καταγέλωτα καὶ εἰς ὀνειδισμὸν διὰ σέ· καὶ διατί σὺ ἐξουσιάζῃ ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐν τοῖς ὄρεσι; 70 “συ μόνος από όλους τους άλλους αλαζονεύεσαι εναντίον μας και έγινα εγώ αντικείμενον γέλωτος και χλευασμού εξ αιτίας σου. Με ποιό δικαίωμα συ ασκείς την εξουσίαν σου εναντίον μας εις τας ορεινάς αυτάς περιοχάς; 70 Σὺ μόνος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ὑπερηφανεύεσαι, διότι ἀνθίστασαι ἐναντίον μας, ἐγὼ δὲ κατήντησα ἀντικείμενον γέλωτος καὶ χλευασμοῦ ἐξ αἰτίας σου! Διατὶ σὺ μᾶς προκαλεῖς μὲ τὸ να ἀσκῇς τὴν ἐξουσίαν σου ἀνεξάρτητος ἐκεῖ εἰς τὰ ὅρη;
71 νῦν οὖν εἰ πέποιθας ἐπὶ ταῖς δυνάμεσί σου, κατάβηθι πρὸς ἡμᾶς εἰς τὸ πεδίον, καὶ συγκριθῶμεν ἑαυτοῖς ἐκεῖ, ὅτι μετ᾿ ἐμοῦ ἐστι δύναμις τῶν πόλεων. 71 Εάν λοιπόν τώρα έχης πεποίθησιν εις τας στρατιωτικάς σου δυνάμεις, κατέβα εις συνάντησίν μας εις την πεδιάδα, δια να αναμετρηθώμεν εκεί. Μαθε δε ότι μαζή μου ευρίσκεται η δύναμις εκ των πόλεων. 71 Τώρα λοιπόν, ἐὰν ἔχῃς πεποίθησιν εἰς τὶς στρατιωτικές σου δυνάμεις, κατέβα εἰς τὴν πεδιάδα πρὸς τὸ μέρος μας καὶ ἔλα νὰ ἀντιπαραβληθῶμεν, διότι μαζί μου εἶναι ἡ στρατιωτικὴ δύναμις τῶν παραλίων πόλεων.
72 ἐρώτησον καὶ μάθε τίς εἰμι καὶ οἱ λοιποὶ οἱ βοηθοῦντες ἡμῖν, καὶ λέγουσιν· οὐκ ἔστιν ὑμῖν στάσις ποδὸς κατὰ πρόσωπον ἡμῶν, ὅτι δὶς ἐτροπώθησαν οἱ πατέρες σου ἐν γῇ αὐτῶν. 72 Ρωτησε και μάθε, ποιός είμαι εγώ, όπως και ποίοι είναι οι άλλοι, οι οποίοι μας βοηθούν και οι οποίοι λέγουν, ότι δεν θα ημπορέσης να σταθής στα πόδια σου εμπρός μας διότι δυο φορές οι πατέρες σου κατετροπώθησαν και ετράπησαν εις φυγήν από εμπρός μας εις την χώραν των. 72 Ἐρώτησε καὶ πληροφόρησον ποῖος εἶμαι ἐγὼ καὶ ποῖοι εἶναι οἱ σύμμαχοί μου.Θὰ σοῦ εἴπουν, ὅτι δὲν θὰ ἠμπορέσῃς νὰ σταθῇς εἰς τὰ πόδια σου διὰ νὰ μᾶς ἀντιμετωπίσῃς· διότι οἰ προπάτορές σου δύο φορὲς ἔχουν κατατροπωθῆ καὶ τραπῇ εἰς φυγὴν ἀπ' ἐμπρός μας εἰς τὴν χώραν των.
73 καὶ νῦν οὐ δυνήσῃ ὑποστῇναι τὴν ἵππον καὶ δύναμιν τοιαύτην ἐν τῷ πεδίῳ, ὅπου οὐκ ἔστι λίθος οὐδὲ κόχλαξ οὐδὲ τόπος τοῦ φυγεῖν». 73 Τωρα δε σου λέγω και εγώ ότι δεν θα ημπορέσης να αντισταθής εις την ορμήν του ιππικού και του πεζικού μου εις την πεδιάδα, όπου δεν υπάρχει ούτε πέτρα, ούτε χαλίκι, ούτε ασφαλής τόπος δια να καταφύγης”. 73 Τώρα δὲ δὲν θὰ ἠμπορέσῃς νὰ ἀντισταθῇς καὶ νὰ ἀντικρούσῃς τὸ ἱππικόν μου καὶ τέτοιαν στρατιωτικὴν δύναμιν, ὅπως ἡ ἰδική μου, εἰς τὴν πεδιάδα, ὅπου δὲν ὑπάρχει οὔτε πέτρα οὔτε χαλίκι, πίσω ἀπὸ τὰ ὁποῖα νὰ καλυφθῇς, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἄλλος τόπος, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ καταφύγῃς διὰ νὰ σωθῇς.
74 ῾Ως δὲ ἤκουσεν ᾿Ιωνάθαν τῶν λόγων ᾿Απολλωνίου, ἐκινήθη τῇ διανοίᾳ καὶ ἐπέλεξε δέκα χιλιάδας ἀνδρῶν καὶ ἐξῆλθεν ἐξ ῾Ιερουσαλήμ, καὶ συνήντησεν αὐτῷ Σίμων ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐπὶ βοήθειαν αὐτοῦ. 74 Ο Ιωνάθαν, όταν ήκουσε τους αλαζονικούς αυτούς λόγους του Απολλωνίου, ανεταράχθη εσωτερικώς από αγανάκτησιν. Εξέλεξε δέκα χιλιάδας άνδρας και εβγήκεν από την Ιερουσαλήμ. Ο δε αδελφός του ο Σιμων ήλθεν εις ενίσχυσίν του. 74 Ὅταν ὁ Ἰωνάθαν ἄκουσε τὰ ἀλαζονικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ μηνύματος τοῦ Ἀπολλωνίου, ἐνωχλήθη καὶ ἀγανάκτησε πολύ.Ἐδιάλεξε δέκα χιλιάδες (10.000) ἄνδρες καὶ ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ὁ δὲ ἀδελφός του Σίμων ἦλθε καὶ ἐνώθη μαζί του ἐνισχύων τὴν στρατιωτικήν του δύναμιν.
75 καὶ παρενέβαλεν ἐπὶ ᾿Ιόππην, καὶ ἀπέκλεισαν αὐτὸν ἐκ τῆς πόλεως, ὅτι φρουρὰ ᾿Απολλωνίου ἐν ᾿Ιόππῃ, καὶ ἐπολέμησαν αὐτήν. 75 Εστρατοπέδευσεν ο Ιωνάθαν πλησίον της Ιόππης. Οι κάτοικοι όμως της πόλεως έκλεισαν τας πύλας της απέναντι του Ιωνάθαν, διότι εις την Ιόππην υπήρχε φρουρά του Απολλωνίου. Ετσι ήρχισεν ο πόλεμος. 75 Ὁ Ἰωνάθαν ἐστρατοπέδευσε μὲ τὴν δύναμίν του ἔξω ἀπὸ τὴν Ἰόππην· ἀλλ’ οἱ κάτοικοί της τοῦ ἔκλεισαν τὶς πόρτες τῆς πόλεως, διότι μέσα εἰς τὴν Ἰόππην ὑπῆρχε φρουρὰ τοῦ Ἀπολλωνίου· ὅταν ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχισαν νὰ πολιορκοῦν καὶ νὰ ἐπιτίθενται κατὰ τῆς Ἰόππης,
76 καὶ φοβηθέντες ἤνοιξαν οἱ ἐκ τῆς πόλεως, καὶ ἐκυρίευσεν ᾿Ιωνάθαν ᾿Ιόππης. 76 Οι κάτοικοι εφοβήθησαν, ήνοιξαν τα πύλας της πόλεως και ο Ιωνάθαν έγινε κύριος της Ιόππης. 76 οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως, ἐπειδὴ ἐτρομοκρατήθησαν, ἄνοιξαν τὶς πύλες τῆς πόλεως· ἔτσι ὁ Ἰωνάθαν ἔγινε κύριος τῆς Ἰόππης.
77 καὶ ἤκουσεν ᾿Απολλώνιος, καὶ παρενέβαλε τρισχιλίαν ἵππον καὶ δύναμιν πολλὴν καὶ ἐπορεύθη εἰς ῎Αζωτον ὡς διοδεύων καὶ ἅμα προῆγεν εἰς τὸ πεδίον διὰ τὸ ἔχειν αὐτὸν πλῆθος ἵππου καὶ πεποιθέναι ἐπ᾿ αὐτῇ. 77 Οταν ο Απολλώνιος επληροφορήθη το γεγονός ωργάνωσεν εις παράταξιν μάχης τρεις χιλιάδας ιππείς και πρλυάριθμον πεζικόν και κατηυθύνθη εις την Αζωτον, ως εάν ήθελε να διαπεράση την χώραν. Συγχρόνως εβάδιζεν εις την πεδιάδα μετά θάρρους, διότι είχε πολύ πεζικόν, επί του οποίου εστήριζε την πεποίθησίν του. 77 Ὅταν ὁ Ἀπολλώνιος ἐπληροφορήθη τὸ γεγονὸς αὐτό, συνεκέντρωσε καὶ παρέταξε τρεῖς χιλιάδες (3.000) ἱππικὸν καὶ μεγάλην δύναμιν πεζικοῦ καὶ κατηυθύνθη εἰς τὴν Ἄζωτον, ὡσὰν νὰ μὴ ὑπῆρχεν ἐχθρὸς καὶ ὡσὰν νὰ ἔκαμνε παρέλασιν ταυτοχρόνως ἐπροχωροῦσε εἰς τὴν πεδιάδα χωρὶς προφυλάξεις, διότι εἶχε πλῆθος ἱππικοῦ καὶ εἶχε πεποίθησιν εἰς τὴν στρατιωτικὴν αὐτὴν δύναμιν.
78 καὶ κατεδίωξεν ᾿Ιωνάθαν ὀπίσω αὐτοῦ εἰς ῎Αζωτον, καὶ συνῆψαν αἱ παρεμβολαὶ εἰς πόλεμον. 78 Ο Ιωνάθαν τον κατεδίωξεν έως εις την Αζωτον και εκεί οι δύο στρατοί συνεκρούσθησαν. 78 Ὁ Ἰωνάθαν τὸν κατεδίωξε μέχρι τῆς Ἀζώτου, ὅπου οἱ δύο στρατοὶ συνεκρούσθησαν εἰς πόλεμον.
79 καὶ ἀπέλιπεν ᾿Απολλώνιος χιλίαν ἵππον ἐν κρυπτῷ κατόπισθεν αὐτῶν. 79 Ο Απολλώνιος είχεν αφήσει εις τόπον απόκρυφον εις τα μετόπισθεν των Ιουδαίων χιλίους ιππείς. 79 Ἀλλ’ ὁ Ἀπολλώνιος εἶχεν ἀφήσει κρυφὰ εἰς τὰ νῶτα τοῦ στρατοῦ τοῦ Ἰωνάθαν χιλίους (1.000) ἱππεῖς.
80 καὶ ἔγνω ᾿Ιωνάθαν ὅτι ἔστιν ἔνεδρον κατόπισθεν αὐτοῦ, καὶ ἐκύκλωσαν αὐτοῦ τὴν παρεμβολὴν καὶ ἐξετίναξαν τὰς σχίζας εἰς τὸν λαὸν ἐκ πρωΐθεν ἕως ἑσπέρας· 80 Ο Ιωνάθαν αντελήφθη, ότι υπήρχεν ενέδρα εις τα μετόπισθεν αυτού. Οι ιππείς του Απολλωνίου περιεκύκλωσαν τον στρατό του Ιωνάθαν και έρριπταν τα βέλη των εναντίον του στρατού από την πρωΐαν έως την εσπέραν. 80 Ὅμως ὁ Ἰωνάθαν ἀντελήφθη ὅτι πίσω του ὑπῆρχεν ἐνέδρα· τὸ ἱππικὸν τοῦ Ἀπολλωνίου περιεκύκλωσαν τὸν στρατὸν τοῦ Ἰωνάθαν καὶ ἐξετόξευαν τὰ βέλη των ἐναντίον τῶν ἀνδρῶν του ἀπὸ τὸ πρωῒ μέχρι τὸ βράδυ.
81 ὁ δὲ λαὸς εἱστήκει καθὼς ἐπέταξεν ᾿Ιωνάθαν, καὶ ἐκοπίασαν οἱ ἵπποι αὐτῶν. 81 Οι στρατιώται όμως του Ιωνάθαν έμειναν σταθεροί εις τας θέσεις των, όπως τους είχε διατάξει ο Ιωνάθαν. Εξ αιτίας τούτου οι ίπποι του Απολλωνίου εκουράσθησαν πολύ. 81 Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἰουδαϊκὸς στρατὸς ἐστέκετο σταθερὸς καὶ ἀνυποχώρητος, ὅπως εἶχε διατάξει ὁ Ἰωνάθαν.Οἱ ἱππεῖς ὅμως τοῦ Ἀπολλωνίου ἐκουράσθησαν·
82 καὶ εἵλκυσε Σίμων τὴν δύναμιν αὐτοῦ καὶ συνῆψε πρὸς τὴν φάραγγα, ἡ γὰρ ἵππος ἐξελύθη, καὶ συνετρίβησαν ὑπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἔφυγον. 82 Τοτε ο Σιμων επήρε τας δυνάμστου και εκτύπησε την φάλαγγα του πεζικού του Απολλωνίου, διότι το ιππικόν είχε παραλύσει και αχρηστευθή. Οι εχθροί συνετρίβησαν από αυτόν και ετράπησαν εις φυγήν. 82 ὁπότε ὁ Σίμων ὠδήγησε τὸν στρατόν του εἰς τὴν μάχην καὶ ἐκτύπησε τὴν ἐχθρικὴν φάλαγγα, διότι τὸ ἱππικὸν εἶχεν ἑξαντληθῆ, ἀποκάμει καὶ ἀχρηστευθῆ.Οἱ Σύροι συνετρίβησαν ἀπὸ τὸν Σίμωνα καὶ ἐτράπησαν εἰς φυγήν.
83 καὶ ἡ ἵππος ἐσκορπίσθη ἐν τῷ πεδίῳ, καὶ ἔφυγον εἰς ῎Αζωτον καὶ εἰσῆλθον εἰς Βηθδαγὼν τὸ εἰδωλεῖον αὐτῶν τοῦ σωθῆναι. 83 Το ιππικόν δεσκορπίσθη εις την πεδιάδα και οι φεύγοντες Σύροι στρατιώται εισήλθον εις την Αζωτον και κατέφυγον στον ναόν του ειδώλου των Βηθδαγών,δια να σωθούν. 83 Τὸ ἱππικὸν διεσκορπίσθη μέσα εἰς τὴν πεδιάδα καὶ ἐτράπη εἰς φυγὴν εἰς τὴν Ἄζωτον, οἱ δὲ Σύροι κατέφυγαν εἰς Βηθδαγών, εἰς τὸν οἶκον (εἰδωλολατρικὸν ναὸν) τοῦ Δαγῶν διὰ νὰ σωθοῦν.
84 καὶ ἐνεπύρισεν ᾿Ιωνάθαν τὴν ῎Αζωτον καὶ τὰς πόλεις τὰς κύκλῳ αὐτῆς καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῶν καὶ τὸ ἱερὸν Δαγὼν καὶ τοὺς συμφυγόντας εἰς αὐτὸ ἐνεπύρισε πυρί. 84 Ο Ιωνάθαν έβαλε φωτιά και έκαυσε την Αζωτον, όπως και τας γύρω από αυτήν πόλεις, αφού προηγουμένως τας ελεηλάτησε. Τον δε ναόν του Δαγών και εκείνους, οι οποίοι είχον καταφύγει εις αυτόν, παρέδωσεν εις το πυρ. 84 Ἀλλ’ ὁ Ἰωνάθαν ἐπυρπόλησε τὴν Ἄζωτον καὶ τὶς γύρω ἀπὸ αὐτὴν πόλεις, ἀφοῦ προηγουμένως τὶς ἐλαφυραγώγησε· τὸν δὲ εἰδωλολατρικὸν ναὸν τοῦ Δαγὼν καὶ ὅσους κατέφυγαν εἰς αὐτὸν διὰ νὰ σωθοῦν, τοὺς παρέδωκεν εἰς τὴν φωτιά.
85 καὶ ἐγένοντο οἱ πεπτωκότες μαχαίρᾳ σὺν τοῖς ἐμπυρισθεῖσιν εἰς ἄνδρας ὀκτακισχιλίους. 85 Ο αριθμός αυτών που εσφάγησαν δια μαχαίρας, και εκείνων οι οποίοι εκάησαν, ανήλθεν εις οκτώ χιλιάδας άνδρας. 85 Ὁ ἀριθμὸς ἐκείνων ποὺ ἐφονεύθησαν μὲ τὴν μάχαιραν, μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ ἐκάησαν, ἔφθασε τὶς ὀκτὼ χιλιάδες (8.000) ἄνδρες.
86 καὶ ἀπῇρεν ἐκεῖθεν ᾿Ιωνάθαν καὶ παρενέβαλεν ἐπὶ ᾿Ασκάλωνα, καὶ ἐξῆλθον οἱ ἐκ τῆς πόλεως εἰς συνάντησιν αὐτῷ ἐν δόξῃ μεγάλῃ. 86 Ο Ιωνάθαν ανεχώρησεν από εκεί, ήλθε και εστρατοπέδευσε πλησίον της Ασκάλωνος. Οι κάτοικοι της πόλεως εξήλθον να τον προαπαντήσουν με μεγάλας τιμάς. 86 Κατόπιν ὁ Ἰωνάθαν ἀνεχώρησεν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐστρατοπέδευσεν ἔξω ἀπὸ τὸν Ἀσκάλωνα· ἐβγῆκαν δὲ ἀπὸ τὴν πόλιν οἱ κάτοικοί της, διὰ νὰ τὸν προϋπαντήσουν μὲ μεγάλην πομπὴν καὶ τιμές.
87 καὶ ἐπέστρεψεν ᾿Ιωνάθαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ σὺν τοῖς παρ᾿ αὐτοῦ ἔχοντες σκῦλα πολλά. 87 Μετά τούτο ο Ιωνάθαν και οι άνδρες του επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ έχοντες μαζή των πολλά λάφυρα. 87 Ἔπειτα ὁ Ἰωνάθαν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ μαζὶ μὲ τοὺς ἄνδρες του, φορτωμένοι μὲ πολλὰ λάφυρα.
88 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ᾿Αλέξανδρος ὁ βασιλεὺς τοὺς λόγους τούτους, καὶ προσέθετο δοξάσαι τὸν ᾿Ιωνάθαν. 88 Οταν ο βασιλεύς Αλέξανδρος επληροφορήθη τα γεγονότα αυτά, παρεχώρησε νέας τιμάς στον Ιωνάθαν. 88 Συνέβη δὲ τοῦτο: Ὅταν ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος ἐπληροφορήθη τὰ γεγονότα αὐτά, ἐτίμησε τὸν Ἰωνάθαν μὲ ἀκόμη περισσότερες τιμές·
89 καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ πόρπην χρυσῆν, ὡς ἔθος ἐστὶ δίδοσθαι τοῖς συγγενέσι τῶν βασιλέων, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὴν ᾿Ακκαρὼν καὶ πάντα τὰ ὅρια αὐτῆς εἰς κληροδοσίαν. 89 Εστειλεν εις αυτόν μίαν χρυσήν πόρπην, η οποία κατά κρατούσαν συνήθειαν εδίδετο στους συγγενείς των βασιλέων. Εδωκεν επίσης στον Ιωνάθαν ως ιδιοκτησίαν του την Ακκαρών και τα περίχωρά της. 89 ἔτσι τοῦ ἀπέστειλε χρυσῆν πόρπην, ἡ ὁποία ἦταν συνήθεια νὰ δίδεται εἰς τοὺς Συγγενεῖς τῶν Βασιλέων.Τοῦ ἔδωκεν ἀκόμη ὡς πλήρη ἰδιοκτησίαν τὴν πόλιν Ἀκκαρὼν μαζὶ μὲ ὅλα τὰ περίχωρά της.