Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀνέστη ᾿Ιούδας ὁ καλούμενος Μακκαβαῖος υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. 1 Αντί του Ματταθίου ανεδείχθη και ανέλαβε την αρχηγίαν ο υιός του Ιούδας, ο επιλεγόμενος Μακκαβαίος 1 Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ματταθία ἀνέλαβε τὴν ἀρχηγίαν ὁ υἱός του Ἰούδας, ὁ ἐπονομαζόμενος Μακκαβαῖος.
2 καὶ ἐβοήθουν αὐτῷ πάντες οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πάντες, ὅσοι ἐκολλήθησαν τῷ πατρὶ αὐτοῦ, καὶ ἐπολέμουν τὸν πόλεμον ᾿Ισραὴλ μετ᾿ εὐφροσύνης. 2 Αυτόν εβοηθούσαν οι αδελφοί του και όλοι εκείνοι, οι οποίοι είχον προσκολληθή στον πατέρα του. Ολοι επολεμούσαν τον ιερόν υπέρ του έθνους του Ισραήλ αγώνα με χαράν και ενθουσιασμόν. 2 Ἐβοηθοῦσαν δὲ τὸν Ἰούδαν ὅλοι οἱ ἀδελφοί του καὶ ὅλοι, ὅσοι εἶχαν προσκολληθῆ εἰς τὸν πατέρα του· ὅλοι αὐτοὶ διεξήγαγαν τὸν ἱερὸν πόλεμον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ κατὰ τῶν ἐχθρῶν του μὲ ἐνθουσιασμόν, θέλησιν καὶ χαράν.
3 καὶ ἐπλάτυνε δόξαν τῷ λαῷ αὐτοῦ καὶ ἐνεδύσατο θώρακα ὡς γίγας καὶ συνεζώσατο τὰ σκεύη αὐτοῦ τὰ πολεμικὰ καὶ συνεστήσατο πολέμους σκεπάζων παρεμβολὴν ἐν ρομφαίᾳ. 3 Εδόξασεν αυτός τον λαόν του, ενεδύθη τον θώρακά του ως γίγας, εζώσθη τα πολεμικά του όπλα και διεξήγαγε νικηφόρους πολέμους υπερασπίζων με την ρομφαίαν του το στρατόπεδον του Ισραήλ. 3 Ὁ Ἰούδας ἐμεγάλωσε τὴν φήμην καὶ αὔξησε τὴν δόξαν τοῦ λαοῦ του καὶ ὡς γίγας ἐφόρεσε τὸν θώρακά του καὶ ἐζώσθη τὰ πολεμικά του ὅπλα καὶ διεξήγαγε πολέμους, ὑπερασπίζων καὶ προστατεύων τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραὴλ μὲ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθί.
4 καὶ ὡμοιώθη λέοντι ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καὶ ὡς σκύμνος ἐρευγόμενος εἰς θήραν. 4 Εις τα πολεμικά του έργα ωμοίαζε με λέοντα και με σκύμνον λέοντος, ο οποίος εφορμά με βρυχηθμούς εναντίον του θηράματός του. 4 Μὲ τὰ ἀνδραγαθήματά του ὠμοίαζε μὲ λιοντάρι καὶ μὲ μικρὸ λιοντάρι, ποὺ ὡρμοῦσε μὲ βρυχηθμοὺς κατὰ τοῦ θηράματός του.
5 καὶ ἐδίωξεν ἀνόμους ἐξερευνῶν καὶτοὺς ταράσσοντας τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐφλόγισε. 5 Κατεδίωκε τους ασεβείς, αφού ανεκάλυπτε τα κρησφύγετά των, τους δε αναταράσσοντας τον λαόν του παρέδιδεν στο πυρ. 5 Κατεδίωκε καὶ ἀνεκάλυπτε τὰ κρησφύγετα τῶν ἐξωμοτῶν, παρέδιδε δὲ εἰς τὴν φωτιὰ καὶ ἐξηφάνιζε ὅσους ἐτάρασσαν τὸν λαόν του.
6 καὶ συνεστάλησαν οἱ ἄνομοι ἀπὸ τοῦ φόβου αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ ἐργάτες τῆς ἀνομίας συνεταράχθησαν, καὶ εὐωδώθη σωτηρία ἐν χειρὶ αὐτοῦ. 6 Εκυριεύθησαν από φόβον και εσυμμαζεύθησαν οι εξωμόται και όλοι οι εργαζόμενοι την ανομίαν συνεκλονίσθησαν, διότι η σωτηρία των Ιουδαίων κατευωδώθη δια της δυνάμεως Ιούδα του Μακκαβαίου. 6 Οἱ ἐξωμόται Ἰουδαῖοι ἐζάρωσαν ἀπὸ τὸν φόβον, ποὺ τοὺς ἐπροξενοῦσε ἡ καταδίωξίς του, καὶ ὅλοι, ὅσοι εἰργάζοντο τὴν παρανομίαν, εἶχαν κυριευθῇ ἀπὸ πλήρη σύγχυσιν ἔτσι ἡ σωτηρία καὶ ἀπελευθέρωσις τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπὸ τοὺς Σύρους εἶχε καλὴν ἔκβασιν καὶ ἐπραγματοποιήθη πλήρως ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν του.
7 καὶ ἐπίκρανε βασιλεῖς πολλοὺς καὶ εὔφρανε τὸν ᾿Ιακὼβ ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ, καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ εἰς εὐλογίαν. 7 Με τα κατορθώματά του εστενοχώρησε και κατεπίκρανε πολλούς βασιλείς και έδωσε χαράν και αγαλλίασιν στον ισραηλιτικόν λαόν. Η δε ανάμνησίς του μένει ένδοξος και ευλογημένη στους αιώνας. 7 Μὲ τὰ ἀνδραγαθήματά του ἐπροξένησε τὴν λύπην, τὴν ἀγανάκτησιν καὶ τὴν ὀργὴν εἰς πολλοὺς βασιλεῖς καὶ ἐπροξένησε χαρὰν καὶ εὐφροσύνην εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἡ δὲ ἐνθύμησις καὶ φήμη του εἶναι εὐλογημένη καὶ συνοδεύεται ἀπὸ ἐγκώμια αἰωνίως.
8 καὶ διῆλθεν ἐν πόλεσιν ᾿Ιούδα καὶ ἐξωλόθρευσεν ἀσεβεῖς ἐξ αὐτῆς καὶ ἀπέστρεψεν ὀργὴν ἀπὸ ᾿Ισραὴλ 8 Διέτρεξε δια μέσου των πόλεων του Ιούδα, εξωλόθρευσε τους ασεβείς εκ μέσου αυτών και απεμάκρυνεν από τους Ισραηλίτας την καταοττροφικήν οργήν εχθρικών βασιλέων και λαών. 8 Ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος διέτρεξε τὶς πόλεις τῆς Ἰουδαίας καὶ ἐξωλόθρευσε τοὺς ἀποστάτας - ἐξωμότης Ἰουδαίους ἀπὸ αὐτὴν καὶ ἔτσι ἀπεμάκρυνε τὴν καταστροφήν (κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ) ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
9 καὶ ὠνομάσθη ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς καὶ συνήγαγεν ἀπολλυμένους. 9 Περιώνυμος έγινε μέχρι των ακρών της γης, διότι συνεκέντρωσε και εξησφάλισεν ανθρώπους, οι οποίοι ήσαν καταδικασμένοι εις καταστροφήν 9 Τὸ ἔνδοξον ὄνομα καὶ ἡ φήμη του διεδόθησαν καὶ ἔγιναν περίφημα μέχρι τῶν ἄκρων τῆς γῆς, ἐπεριμάζευσε δὲ καὶ ἔτσι ἔσωσεν ἀπὸ τὴν καταστροφὴν ἐκείνους ἀπὸ τὸν λαόν, οἱ ὁποῖοι ἐκινδύνευαν νὰ ἑξαφανισθοῦν.
10 Καὶ συνήγαγεν ᾿Απολλώνιος ἔθνη καὶ ἀπὸ Σαμαρείας δύναμιν μεγάλην τοῦ πολεμῆσαι πρὸς ᾿Ισραήλ. 10 Ο Απολλώνιος, ο δόλιος απεσταλμένος του Αντιόχου, συνεκέντρωσεν ειδωλολατρικά έθνη και μάλιστα από τον λαόν της Σαμαρείας, στρατιωτικήν δύναμιν μεγάλην, δια να πολεμήση εναντίον του ισραηλιτικού λαού. 10 Ὁ κυβερνήτης τῆς Σαμαρείας Ἀπολλώνιος συνεκέντρωσεν εἰδωλολατρικὰ ἔθνη καὶ μεγάλην στρατιωτικὴν δύναμιν ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν, διὰ νὰ πολεμήσῃ ἐναντίον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
11 καὶ ἔγνω ᾿Ιούδας καὶ ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν· καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοί, καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἔφυγον. 11 Επληροφορήθη τούτο ο Ιούδας και εξήλθεν εις συνάντησιν αυτού. Κατά την μάχην κατενίκησε τον στρατόν και εφόνευσεν αυτόν τον ίδιον. Μέγας δε αριθμός των εχθρών έπεσαν νεκροί, ενώ οι υπόλοιποι ετράπησαν εις φυγήν. 11 Ὅταν ὁ Ἰούδας ἐπληροφορήθη τὴν κίνησιν αὐτήν, ἐβάδισε μὲ τὸν στρατόν του διὰ νὰ τὸν συναντήσῃ καί (κατὰ τὴν μάχην) τὸν ἐνίκησε καὶ τὸν ἐφόνευσε.Πολλοὶ ἀπὸ τὸν στρατὸν τοῦ Ἀπολλώνιου ἐφονεύθησαν, οἱ δὲ ὑπόλοιποι ἐτράπησαν εἰς φυγήν.
12 καὶ ἔλαβον τὰ σκῦλα αὐτῶν, καὶ τὴν μάχαιραν ᾿Απολλωνίου ἔλαβεν ᾿Ιούδας καὶ ἦν πολεμῶν ἐν αὐτῇ πάσας τὰς ἡμέρας. 12 Οι Ιουδαίοι επήραν τα λάφυρα των εχθρών, ο δε Ιούδας ο Μακκαβαίος επήρε την μάχαιραν του Απολλωνίου, με την οποίαν και επολεμούσε καθ' όλας τας ημέρας της ζωής του. 12 Οἱ Ἰσραηλῖται ἔλαβαν τὰ λάφυρα τῶν ἡττημένων, ὁ δὲ Ἰούδας ἔλαβε τὴν μάχαιραν τοῦ Ἀπολλώνιου καὶ μὲ αὐτὴν ἐπολεμοῦσε καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς του.
13 καὶ ἤκουσε Σήρων ὁ ἄρχων τῆς δυνάμεως Συρίας ὅτι ἤθροισεν ᾿Ιούδας ἄθροισμα καὶ ἐκκλησίαν πιστῶν μετ᾿ αὐτοῦ ἐκπορευομένων εἰς πόλεμον, 13 Ο Σηρων, αρχιστράτηγος της στρατιωτικής δυνάμεως της Συρίας επληροφορήθη, ότι ο Ιούδας ο Μακκαβαίος συνεκέντρωσε γύρω του και ωργάνωσε στρατόν από Ισραηλίτας πιστούς στον Θεόν, οι οποίοι κάνουν μαζή με αυτόν πολεμικάς εξορμήσεις, 13 Ὅταν ὁ Σήρων, ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ Συριακοῦ στρατοῦ, ἐπληροφορήθη ὅτι ὁ Ἰούδας εἶχε συγκεντρώσει μεγάλην δύναμιν στρατοῦ, ποὺ ἀπετελεῖτο ἀπὸ ἐκπαιδευμένους στρατιωτικῶς ἄνδρας καὶ μὴ ἐκπαιδευμένους, ἀλλὰ πιστοὺς εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν ἴδιον, ὅλοι δὲ αὐτοὶ ἐκστράτευουν μαζὶ μὲ τὸν Ἰούδαν εἰς πόλεμον,
14 καὶ εἶπε· ποιήσω ἐμαυτῷ ὄνομα καὶ δοξασθήσομαι ἐν τῇ βασιλείᾳ καὶ πολεμήσω τὸν ᾿Ιούδαν καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ τοὺς ἐξουδενοῦντας τὸν λόγον τοῦ βασιλέως. 14 και είπε· “θα κάμω περίφημον το όνομά μου και θα δοξασθώ στο δασίλειον των Συρων. Θα καταπολεμήσω και θα νικήσω τον Ιούδαν και όλους εκείνους, οι οποίοι μαζή με αυτόν εξουθενώνουν τα διατάγματα του βασιλέως”. 14 εἶπε: Θὰ καταστήσω τὸ ὄνομά μου περιβόητον καὶ θὰ δοξασθῶ εἰς τὸ βασίλειον τῶν Σύρων, ὅταν πολεμήσω ἐναντίον τοῦ Ἰούδα καὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀκολουθοῦν καὶ τὸν ὑπακούουν, ἀψηφοῦν δὲ καὶ περιφρονοῦν τὸ διάταγμα τοῦ βασιλιᾶ.
15 καὶ προσέθετο τοῦ ἀναβῆναι· καὶ ἀνέβη μετ᾿ αὐτοῦ παρεμβολὴ ἀσεβῶν ἰσχυρὰ βοηθῆσαι αὐτῷ καὶ ποιῆσαι τὴν ἐκδίκησιν ἐν υἱοῖς ᾿Ισραήλ. 15 Επήρε, λοιπόν, την απόφασιν να εκστρατεύση εναντίον εκείνων. Μαζή του συνεξεστράτευσε και όλος ο στρατός των εξωμοτών Ιουδαίων, δια να τον βοηθήσουν, να εκδικηθούν δε και τιμωρήσουν τους πιστούς στον Θεόν 'Ισραηλιτας. 15 Ἔτσι ὁ Σήρων ἐπεχείρησε καὶ ἄλλην (δευτέραν) ἐκστρατείαν ἐναντίον τοῦ Ἰούδα.Μαζί του ἐξεστράτευσεν ἰσχυρὰ στρατιωτικὴ δύναμις Ἰουδαίων ἐξωμοτῶν, διὰ νὰ τὸν βοηθήσουν καὶ νὰ ἐκδικηθοῦν τοὺς πιστοὺς εἰς τὸν Νόμον Ἰσραηλίτας.
16 καὶ ἤγγισαν ἕως ἀναβάσεως Βαιθωρών, καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιούδας εἰς συνάντησιν αὐτῶν ὀλιγοστός. 16 Οταν οι Συροι έφθασαν εις την ανωφέρειαν της πόλεως Βαιθωρών, εξήλθεν εναντίον των ο Ιούδας με ολίγους στρατιώτας. 16 Ὅταν ὁ Σήρων καὶ ὁ στρατός του ἐπλησίασαν εἰς τὴν ἀνωφερικὴν δίοδον, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν Βαιθωρών, εβγηηκεν ὁ Ἰούδας διὰ νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσῃ μὲ ἐλαχίστους ἄνδρες.
17 ὡς δὲ εἶδον τὴν παρεμβολὴν ἐρχομένην εἰς συνάντησιν αὐτοῖς, εἶπον τῷ ᾿Ιούδᾳ· πῶς δυνησόμεθα ὀλιγοστοὶ ὄντες πολεμῆσαι πρὸς πλῆθος τοσοῦτον ἰσχυρόν; καὶ ἡμεῖς ἐκλελύμεθα ἀσιτοῦντες σήμερον. 17 Οταν οι άνδρες του είδαν την εχθρικήν στρατιάν να επέρχεται εναντίον των, είπον στον Ιούδαν· “πως θα ημπορέσωμεν ημείς, οι οποίοι είμεθα τόσον ολίγοι, να αντιπαραταχθώμεν εις πόλεμον εναντίον τόσον πολλού και ισχυρού στρατού; Αλλωστε ημείς σήμερον έχομεν εξαντληθή από την πείναν”. 17 Ὅταν ὅμως οἱ ἐλάχιστοι ἄνδρες τοῦ Ἰούδα εἶδαν τὸν ἐχθρικὸν στρατὸν νὰ προχωρῇ ἐναντίον των, εἶπαν εἰς τὸν Ἰούδαν: Πῶς θὰ ἠμπορέσωμεν ἔμεις, ποὺ εἴμεθα ἐλάχιστοι, νὰ πολεμήσωμεν ἐναντίον τόσον πολυαρίθμου καὶ τόσον πολὺ ἰσχυροῦ στρατοῦ; Καὶ μάλιστα ἐμεῖς, ποὺ εἴμεθα ἑξαντλημένοι, ἀφοῦ σήμερα δὲν εἴχαμε τίποτε νὰ φάγωμεν;
18 καὶ εἶπεν ᾿Ιούδας· εὔκοπόν ἐστι συγκλεισθῆναι πολλοὺς ἐν χερσὶν ὀλίγων, καὶ οὐκ ἔστι διαφορὰ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ σῴζειν ἐν πολλοῖς ἢ ἐν ὀλίγοις· 18 Ο Ιούδας απήντησεν· “είναι εύκολον πράγμα να περιέλθουν πολλά εις τα χέρια των ολίγων, διότι δεν είναι αδύνατον ενώπιον του Θεού του ουρανού να σώζη τους ιδικούς του εν μέσω πολλών η εν μέσω ολίγων. 18 Ὁ Ἰούδας τοὺς ἀπάντησε: Εἶναι εὔκολον οἱ πολλοὶ νὰ περικλεισθοῦν, νὰ ἀποκλεισθοῦν στενὰ καὶ ἔτσι νὰ πέσουν εἰς τὰ χέρια ὀλίγων καὶ νὰ ἠττηθοῦν.Διότι εἶναι ἀδιάφορον διὰ τὸν Κύριον τοῦ οὐρανοῦ ὁ πολὺς ἢ ὁ ὀλίγος στρατός· Αὐτός, ὅταν θέλῃ, ἠμπορεῖ νὰ σώσῃ μὲ πολλοὺς ἢ μὲ ὀλίγους ἀνθρώπους τοὺς ἰδικούς Του, ποὺ κινδυνεύουν.
19 ὅτι οὐκ ἐν πλήθει δυνάμεως νίκη πολέμου ἐστίν, ἀλλ᾿ ἢ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἰσχύς. 19 Η νίκη κατά τον πόλεμον δεν εξαρτάται από το πλήθος του στρατού μας, αλλά η νικητήριος δύναμις προέρχεται από τον Θεόν του ουρανού. 19 Διότι ἡ νίκη εἰς τὸν πόλεμον δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ στρατοῦ ποὺ πολεμεῖ· ἡ δύναμις διὰ τὴν νίκην πηγάζει καὶ προσφέρεται ἀπὸ τὸν οὐρανόν, τὸν Θεόν.
20 αὐτοὶ ἔρχονται πρὸς ἡμᾶς ἐν πλήθει ὕβρεως καὶ ἀνομίας τοῦ ἐξᾶραι ἡμᾶς καὶ τὰς γυναῖκας ἡμῶν καὶ τὰ τέκνα ἡμῶν, τοῦ σκυλεῦσαι ἡμᾶς, 20 Αυτοί έρχονται εναντίον μας κυριευμένοι από αλαζονείαν και ασέβειαν, δια να ξερριζώσουν ημάς και τας γυναίκας μας και τα τέκνα μας, και να μας λαφυραγωγήσουν. 20 Οἱ ἐχθροί μας ἔρχονται ἐναντίον μας γεμᾶτοι ὑπερβολικὴν αὐθάδειαν, ὑπερηφάνειαν καὶ ἀσέβειαν, διὰ νὰ ἐξολοθρεύσουν ἡμᾶς καὶ τὶς γυναῖκες μας καὶ τὰ παιδιά μας καὶ νὰ μᾶς λεηλατήσουν,
21 ἡμεῖς δὲ πολεμοῦμεν περὶ τῶν ψυχῶν ἡμῶν καὶ τῶν νομίμων ἡμῶν. 21 Ημείς όμως πολεμούμεν δια την ζωήν μας και δια τα δίκαιά μας. 21 ἐνῷ ἐμεῖς πολεμοῦμεν διὰ τὴν ζωήν μας καὶ διὰ τοὺς νόμους τῆς θρησκείας μας.
22 καὶ αὐτὸς συντρίψει αὐτοὺς πρὸ προσώπου ἡμῶν· ὑμεῖς δὲ μὴ φοβηθῆτε ἀπ᾿ αὐτῶν. 22 Δια τούτο ακριβώς αυτός ο ίδιος ο Θεός θα τους συντρίψη ενώπιόν μας. Λοιπόν μη τους φοβηθήτε”. 22 Ὁ δὲ οὐρανός, ὁ Θεός, θὰ τοὺς συντρίψῃ ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια μας, ὅταν θὰ τοὺς ἐπιτεθῶμεν· λοιπὸν μὴ τοὺς φοβηθῆτε.
23 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, ἐνήλατο εἰς αὐτοὺς ἄφνω, καὶ συνετρίβη Σήρων καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ἐνώπιον αὐτοῦ. 23 Οταν ετελείωσε τα λόγια του αυτά ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, ώρμησεν εναντίον των εχθρών αιφνιδίως και ο Σηρων συνετρίβη κυριολεκτικώς και είδε με τα ίδια του τα μάτια να εξολοθρεύεται ενώπιόν του η μεγάλη του στρατιά. 23 Ὅταν δὲ ὁ Ἰούδας ἔπαυσε νὰ ὁμιλῇ, ὥρμησεν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν ἔξαφνα, καὶ ὁ Σήρων ἐνικήθη, ὁ δὲ στρατός του κατεσυνετρίβη ἐντελῶς ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτιά του.
24 καὶ ἐδίωκον αὐτὸν ἐν τῇ καταβάσει Βαιθωρὼν ἕως τοῦ πεδίου· καὶ ἔπεσον ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς ἄνδρας ὀκτακοσίους, οἱ δὲ λοιποὶ ἔφυγον εἰς γῆν Φυλιστιείμ. 24 Οι Ιουδαίοι τον κατεδίωξαν εις την κατωφέρειαν της πόλεως Βαιθωρών μέχρι της πεδιάδος. Οκτακόσιοι άνδρες από τους Συρους εφονεύθησαν, οι δε υπόλοιποι ετράπησαν εις φυγήν προς την χώραν των Φιλισταίων. 24 Ὁ Ἰούδας καὶ ὁ στρατός του τὸν κατεδίωξαν εἰς τὴν κατωφέρειαν τῆς Βαιθωρὼν μέχρι τὴν πεδιάδα.Περίπου ὀκτακόσιοι (800) ἄνδρες ἀπὸ τοὺς Σύρους ἐφονεύθησαν, οἱ δὲ ὑπόλοιποι κατέφυγαν εἰς τὴν χώραν τῶν Φιλισταίων.
25 καὶ ἤρξατο ὁ φόβος ᾿Ιούδα καὶ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ ἡ πτόησις ἐπιπίπτειν ἐπὶ τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ αὐτῶν. 25 Από τας νίκας αυτάς του Ιούδα και των αδελφών του ήρχισε να επιπίπτη τρόμος εις τα γύρω της Ιουδαίας ειδωλολατρικά έθνη. 25 Ἕνεκα τῆς νίκης αὐτῆς ὁ Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοί του ἄρχισαν νὰ γίνωνται αἰτία φόβου, καὶ ὁ φόβος αὐτὸς διεδίδετο καὶ ἐκυρίευσε τὰ ἔθνη, ποὺ ἐζοῦσαν γύρω ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους.
26 καὶ ἤγγισεν ἕως τοῦ βασιλέως τὸ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ὑπὲρ τῶν παρατάξεων ᾿Ιούδα ἐξηγεῖτο πᾶν ἔθνος. 26 Το όνομα του Ιούδα έφθασε και μέχρι του βασιλέως της Συρίας, δια δε τας πολεμικάς επιχειρήσστου Ιούδα έκαναν μετά θαυμασμού λόγον όλα τα έθνη. 26 Ἡ φήμη τοῦ Ἰούδα ἔφθασε μέχρι τὸν βασιλιᾶ Ἀντιόχον Δ' καὶ ἡ ἱστορία τῶν μαχῶν τοῦ Ἰούδα ἦταν ἀντικείμενον συζητήσεων καὶ θαυμασμοῦ μεταξὺ ὅλων τῶν ἐθνῶν.
27 ῾Ως δὲ ἤκουσεν ᾿Αντίοχος ὁ βασιλεὺς τοὺς λόγους τούτους, ὠργίσθη θυμῷ καὶ ἀπέστειλε καὶ συνήγαγε τὰς δυνάμεις πάσας τῆς βασιλείας αὐτοῦ, παρεμβολὴν ἰσχυρὰν σφόδρα. 27 Οταν ο βασιλεύς Αντίοχος επληροφορήθη αυτά τα γεγονότα, εκυριεύθη από μεγάλον θυμόν· έδωσε δε διαταγήν και συνεκεντρώθησαν όλοι οι λαοί του βασιλείου του, από τους οποίους και συνεκρότησε πολύ ισχυρόν στράτευμα. 27 Ὅταν ὁ βασιλιᾶς Ἀντιόχος Δ' ἐπληροφορήθη τὶς εἰδήσεις αὐτές, ὠργίσθη πάρα πολύ, ἄναψε ὁ θυμός του καὶ διέταξεν ὅλες τὶς στρατιωτικὲς δυνάμεις τῆς βασιλείας του νὰ συγκεντρωθοῦν· ἦσαν δὲ αὐτὲς στράτευμα πολυάριθμον καὶ ἰσχυρότατον.
28 καὶ ἤνοιξε τὸ γαζοφυλάκιον αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν ὀψώνια ταῖς δυνάμεσιν αὐτοῦ εἰς ἐνιαυτὸν καὶ ἐνετείλατο εἶναι αὐτοὺς ἑτοίμους εἰς πᾶσαν χρείαν. 28 Ηνοιξε δε το θησαυροφυλάκιόν του και έδωκε προκαταβολικώς τους μισθούς ενός έτους εις όλην του την στρατιωτικήν δύναμιν· διέταξε δε αυτούς να είναι έτοιμοι δια πάσαν ανάγκην. 28 Ὁ Ἀντίοχος Δ' ἄνοιξε ἐπίσης τὸ θησαυροφυλάκιον του καὶ ἔδωκε προκαταβολικῶς μισθοὺς εἰς τοὺς στρατιῶτες του δι' ἕνα ἔτος· ταυτοχρόνως τοὺς διέταξε νὰ εἶναι ἕτοιμοι διὰ πᾶν ἐνδεχόμενον καὶ πᾶσαν ἀνάγκην.
29 καὶ εἶδεν ὅτι ἐξέλιπε τὸ ἀργύριον ἀπὸ τῶν θησαυρῶν καὶ οἱ φόροι τῆς χώρας ὀλίγοι, χάριν τῆς διχοστασίας καὶ πληγῆς, ἧς κατεσκεύασεν ἐν τῇ γῇ τοῦ ἆραι τὰ νόμιμα, ἃ ἦσαν ἀφ᾿ ἡμερῶν τῶν πρώτων. 29 Είδεν όμως ότι εξηντλήθησαν τα χρήματα από το θησαυροφυλάκιόν του, οι δε φόροι της χώρας ήσαν ολίγοι εξ αιτίας της διχοστασίας και των συμφορών, τας οποίας ο ίδιος προεκάλεσεν εις την χώραν του με το να καταργήση τους νόμους, οι οποίοι από αρχαιοτάτων ημερών ήσαν εις χρήσιν προς διακυβέρνησιν των λαών. 29 Τότε ὅμως διεπίστωσεν, ὄτι ἐξηντλήθησαν τὰ χρήματα ἀπὸ τὸ θησαυροφυλάκιόν του καὶ ὄτι τὰ ἔσοδα ἀπὸ τοὺς φόρους τῆς χώρας ὠλιγόστευσαν, ἕνεκα τῆς δυσαρεσκείας, δυσμενείας καὶ τῆς βίας καὶ δυστυχίας, ποὺ ἐδημιούργησεν ὁ ἴδιος εἰς τὴν χώραν του, ἐπειδὴ ἐπεχείρησε νὰ καταργήσὴ τοὺς νόμους, τὶς παραδόσεις, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῶν ὑπηκόων του, ποὺ ἴσχυαν ἀπὸ τῶν παλαιοτάτων χρόνων.
30 καὶ εὐλαβήθη μὴ οὐκ ἔχῃ ὡς ἅπαξ καὶ δὶς εἰς τὰς δαπάνας καὶ τὰ δόματα, ἃ ἐδίδου ἔμπροσθεν δαψιλεῖ χειρὶ καὶ ἐπερίσσευσεν ὑπὲρ τοὺς βασιλεῖς τοὺς ἔμπροσθεν, 30 Εφοβήθη δε μήπως και δεν έχει να δώση άπαξ και δις δια τας δαπάνας και τας άλλας δωρεάς, τας οποίας έδιδε κατά τον πρρηγούμενον χρόνον απλόχερα, ως γενναιόδωρος περισσότερον από όλους τους άλλους βασιλείς, που υπήρξαν προ αυτού. 30 Τώρα διεπίστωσε μὲ πολλὴν ἀνησυχίαν καὶ φόβον ὅτι θὰ ἔχῃ ἔλλειψιν χρημάτων, ὅπως συνέβη καὶ μίαν καὶ δύο φορὲς προηγουμένως, διὰ τὶς συνήθεις δαπάνες καὶ τὶς πλουσιοπάροχες ἐπιχορηγήσεις, ποὺ ἦταν συνηθισμένος νὰ διανέμῃ καὶ νὰ σκορπίζῃ μὲ τρόπον σπάταλον περισσότερον ἀπὸ τοὺς προκατόχους του βασιλεῖς.
31 καὶ ἠπορεῖτο τῇ ψυχῇ αὐτοῦ σφόδρα καὶ ἐβουλεύσατο τοῦ πορευθῆναι εἰς τὴν Περσίδα καὶ λαβεῖν τοὺς φόρους τῶν χωρῶν καὶ συναγαγεῖν ἀργύριον πολύ. 31 Είχε περιπέσει εις πολύ μεγάλην ψυχικήν στενοχωρίαν και εσκέφθη να μεταβή εις την Περσίαν, δια να πάρη τους φόρους από τας χώρας εκείνας και να συγκεντρώση πολύ χρήμα. 31 Ὁ Ἀντίοχος Δ' εὑρίσκετο εἰς μεγάλην ἀμηχανίαν καὶ ψυχικὴν στενοχώριαν καὶ τότε ἀπεφάσισε νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Περσίαν, διὰ νὰ εἰσπράξῃ τοὺς φόρους, ποὺ ὤφειλαν οἱ ἐπαρχίες ἐκεῖνες, καὶ ἔτσι νὰ συγκεντρώσῃ μεγάλο χρηματικὸν ποσόν.
32 καὶ κατέλιπε Λυσίαν ἄνθρωπον ἔνδοξον καὶ ἀπὸ γένους τῆς βασιλείας ἐπὶ τῶν πραγμάτων τοῦ βασιλέως ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτου ἕως τῶν ὁρίων Αἰγύπτου 32 Αφήκε, λοιπόν, ως αντικαταστάτην του τον Λυσίαν, άνθρωπον ένδοξον και από γένος βασιλικον καταγόμενον, να διοική τας χώρας και τα πράγματα του βασιλείου του από τον ποταμόν Ευφράτην έως τα όρια της Αιγύπτου, 32 Διὰ τοῦτο ἀφῆκε τὸν Λυσίαν, ἕνα εὐγενῆ καὶ μέλος τῆς βασιλικῆς οἰκογενείας, ὡς ἀντιβασιλιά, διὰ νὰ διαχειρίζεται τὶς βασιλικὲς ὑποθέσεις τῶν περιοχῶν, ποὺ εὑρίσκοντο μεταξὺ τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη καὶ τῶν συνόρων τῆς Αἰγύπτου.
33 καὶ τρέφει ᾿Αντίοχον τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἕως τοῦ ἐπιστρέψαι αὐτόν. 33 να αναλάβη δε ακόμη και την ανατροφήν του υιού του Αντιόχου, έως ότου αυτός επιστρέψη. 33 Ὁ Ἀντίοχος Δ’ ἀνέθεσεν ἐπίσης εἰς τὸν Λυσίαν τὴν ἐπίβλεψιν, προστασίαν καὶ μόρφωσιν τοῦ υἱοῦ του Ἀντιόχου, μέχρις ὅτου θὰ ἐπέστρεφεν.
34 καὶ παρέδωκεν αὐτῷ τὰς ἡμίσεις τῶν δυνάμεων καὶ τοὺς ἐλέφαντας καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ περὶ πάντων, ὦν ἐβούλετο, καὶ περὶ τῶν κατοικούντων τὴν ᾿Ιουδαίαν καὶ ῾Ιερουσαλὴμ 34 Παρέδωκεν ακόμη ο Αντίοχος στον Λυσίαν το ήμισυ από τας στρατιωτικάς του δυνάμεις και τους ελέφαντας και έδωσεν εις αυτόν εντολάς δι' όλα όσα αυτός επεθύμει να γίνουν και ειδικώτερα δια τους Ιουδαίους, οι οποίοι κατοικούσαν την Ιουδαίαν και την Ιερουσαλήμ. 34 Ἐπίσης εἰς τὸν Λυσίαν παρέδωκε τὸ ἥμισυ τῆς στρατιωτικῆς του δυνάμεως, μαζὶ μὲ τοὺς πολεμικοὺς ἐλέφαντας, τοῦ ἀνεκοίνωσε δὲ καὶ τοῦ παρήγγειλεν ὅλα, ὅσα ἤθελε νὰ κάμῃ, καὶ ἰδιαιτέρως ὅσα ἐσχεδίαζε περὶ τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ἰουδαίας καὶ τῆς Ἱερουσαλήμ.
35 ἀποστεῖλαι ἐπ᾿ αὐτοὺς δύναμιν τοῦ ἐκτρίψαι καὶ ἐξᾶραι τὴν ἰσχὺν ᾿Ισραὴλ καὶ τὸ κατάλειμμα ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἆραι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἀπὸ τοῦ τόπου 35 Εδωσε δηλαδή εντολάς στον Λυσίαν, να αποστείλη εναντίον των Ιουδαίων στρατιωτικήν δύναμη, δια να ξερριζώση και εξαφανίση όλην την δύναμιν των Ισραηλιτών και όλους τους υπολειφθέντας κατοίκους της Ιερουσαλήμ, να σβήση την ανάμνησιν αυτών από τον τόπον των. 35 Ἐναντίον αὐτῶν ὁ Λυσίας ἔπρεπε νὰ ἀποστείλῃ στρατιωτικὴν δύναμιν, διὰ νὰ συντρίψῃ καὶ ἐξολοθρεύσῃ τὴν δύναμιν τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ ὅσους Ἰουδαίους κατοίκους εἶχαν ἀπομείνει μετὰ τὴν σφαγὴν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔτσι δὲ νὰ σβήσῃ καὶ αὐτὴν τὴν μνήμην των ἀπὸ τὸν τόπον.
36 καὶ κατοικίσαι υἱοὺς ἀλλογενεῖς ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῶν καὶ κατακληροδοτῆσαι τὴν γῆν αὐτῶν. 36 Ακόμη δε να εγκαταστήση καθ' όλην την έκτασιν της χώρας των Ιουδαίων αλλοεθνείς ειδωλολάτρας, στους οποίους δια κλήρου να διανείμη ως ιδιοκτησόαν των την χώραν εκείνων. 36 Ἐπίσης ὁ Λυσίας ἔπρεπεν εἰς τὴν θέσιν τῶν Ἰουδαίων, ποὺ θὰ ἐξηφάνιζε, νὰ ἐγκαταστήσῃ ἐποίκους ἀλλοεθνεῖς εἰς ὅλην τὴν περιοχήν των καὶ νὰ διανείμῃ τὴν χώραν τῶν Ἰσραηλιτῶν εἰς τοὺς ἐποικους αὐτοὺς διὰ κλήρου.
37 καὶ ὁ βασιλεὺς παρέλαβε τὰς ἡμίσεις τῶν δυνάμεων τὰς καταλειφθείσας καὶ ἀπῇρεν ἀπὸ ᾿Αντιοχείας ἀπὸ πόλεως βασιλείας αὐτοῦ, ἔτους ἑβδόμου καὶ τεσσαρακοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ, καὶ διεπέρασε τὸν Εὐφράτην ποταμὸν καὶ διεπορεύετο τὰς ἐπάνω χώρας. 37 Ο βασιλεύς κατόπιν των παραγγελιών αυτών επήρε το άλλο ήμισυ των στρατιωτικών του δυνάμεων, που είχαν απομείνει, και ανεχώρησεν από την Αντιόχειαν, την πρωτεύουσαν του βασιλείου του, κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν έβδομον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών. Διέβη τον ποταμόν Ευφράτην και επορεύετο δια μέσου των ορεινών υψηλών περιοχών, που ήσαν πέραν από τον Ευφράτην. 37 Ὁ βασιλιᾶς Ἀντίοχος παρέλαβε μαζί του τὸ ἄλλο ἥμισυ τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων, ποὺ εἶχεν ἀπομείνει, καὶ ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν, τὴν πρωτεύουσαν τοῦ βασιλείου του, κατὰ τὸ ἑκατοστὸν τεσσαρακοστὸν ἕβδομον (147ον) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ τὴν ἄνοιξιν τοῦ 165 π.Χ.)· ὁ Ἀντίοχος διέβη τὸν Εὐφράτην ποταμὸν καὶ ἐπροχώρησε διὰ τῶν ἄνω χωρῶν (διὰ τοῦ ὀροπεδίου τοῦ Ἰράν).
38 Καὶ ἐπέλεξε Λυσίας Πτολεμαῖον τὸν Δορυμένους καὶ Νικάνορα καὶ Γοργίαν ἄνδρας δυνατοὺς τῶν φίλων τοῦ βασιλέως, 38 Ο Λυσίας εξέλεξε τον Πτολεμαίον, τον υιόν του Δορυμένους, τον Νικάνορα και τον Γοργίαν από τους πιστούς φίλους του βασιλέως, άνδρας γενναίους και ικανούς. 38 Ὁ Λυσίας ἐξέλεξε τὸν Πτολεμαῖον, τὸν υἱὸν τοῦ Δορυμένους, τὸν Νικάνορα καὶ τὸν Γοργίαν, τρεῖς ἄνδρες δυνατοὺς καὶ σημαντικούς μεταξὺ τῆς τάξεως τῶν φίλων τοῦ βασιλιᾶ,
39 καὶ ἀπέστειλε μετ᾿ αὐτῶν τεσσαράκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν καὶ ἑπτακισχιλίαν ἵππον τοῦ ἐξελθεῖν εἰς γῆν ᾿Ιούδα καὶ καταφθεῖραι αὐτὴν κατὰ τὸν λόγον τοῦ βασιλέως. 39 Μαζή με αυτούς απέστειλε και τεσσαράκοντα χιλιάδας πεζών ανδρών και επτά χιλιάδας ιππείς, δια να επέλθουν εναντίον της χώρας Ιούδα, να καταστρέψουν αυτήν τελείως, σύμφωνα με την διαταγήν του βασιλέως. 39 καὶ ἔστειλε μαζὶ μὲ αὐτοὺς σαράντα χιλιάδες (40.000) ἄνδρες πεζοὺς καὶ ἑπτὰ χιλιάδες (7.000) ἱππεῖς, διὰ νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τῆς Ἰουδαίας καὶ νὰ τὴν καταστρέψουν τελείως, σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴν τοῦ βασιλιᾶ.
40 καὶ ἀπῇραν σὺν πάσῃ τῇ δυνάμει αὐτῶν, καὶ ἦλθον καὶ παρενέβαλον πλησίον ᾿Εμμανοὺμ ἐν τῇ γῇ τῇ πεδινῇ. 40 Αυτοί ανεχώρησαν με όλην την στρατιωτικήν των δύναμιν, εισήλθον εις την Ιουδαίαν και εστρατοπέδευσαν εις την πεδινήν περιοχήν κοντά εις την Εμμαούμ. 40 Αὐτοὶ ἀνεχώρησαν μὲ ὅλην τὴν στρατιωτικήν των δύναμιν, ἔφθασαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἐστρατοπέδευσαν κοντὰ εἰς τὴν Ἐμμαούμ, εἰς τὴν πεδινὴν περιοχή·
41 καὶ ἤκουσαν οἱ ἔμποροι τῆς χώρας τὸ ὄνομα αὐτῶν καὶ ἔλαβον ἀργύριον καὶ χρυσίον πολὺ σφόδρα καὶ πέδας καὶ ἦλθον εἰς τὴν παρεμβολὴν τοῦ λαβεῖν τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ εἰς παῖδας. καὶ προσετέθησαν πρὸς αὐτοὺς δύναμις Συρίας καὶ γῆς ἀλλοφύλων. 41 Οταν οι έμποροι της χώρας έμαθαν την προέλευσιν και την δύναμιν του στρατού αυτού, βέβαιοι όντες δια την νίκην των Συρων, επήραν μαζή των πάρα πολύ αργύριον και χρυσίον, όπως και χειροπέδας, και ήλθον στο στρατόπεδον, δια να αγοράσουν αιχμαλώτους Ισραηλίτας ως δούλους. Μαζή με την στρατιωτικήν εκείνην δύναμιν ηνώθη εθελοντικώς και άλλο στράτευμα των Συρων, όπως και ο στρατός των Φιλισταίων. 41 Οἱ ἔμποροι τῆς χώρας, ἐντυπωσιασμένοι ἀπὸ τὴν εἴδησιν τῆς ἀφίξεως τοῦ Συριακοῦ στρατοῦ καὶ βέβαιοι περὶ τῆς νίκης τῶν Σύρων, ἔλαβαν μαζί των πολὺ ἀσῆμι καὶ χρυσάφι καὶ χειροπέδες καὶ ἦλθαν εἰς τὸ Συριακὸν στρατόπεδον, διὰ νὰ ἀγοράσουν τοὺς Ἰσραηλίτας αἰχμαλώτους ὡς δούλους.Ὁ στρατὸς τῶν Σύρων ἐνισχύθη ἐπίσης καὶ μὲ ἄλλον Συριακὸν στρατόν (κατ’ ἄλλην γραφήν: Μὲ ἄλλον στρατὸν ἀπὸ τὴν Ἰδουμαίαν) καὶ στρατὸν ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Φιλισταίων.
42 καὶ εἶδεν ᾿Ιούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ὅτι ἐπληθύνθη τὰ κακὰ καὶ αἱ δυνάμεις παρεμβάλλουσιν ἐν τοῖς ὁρίοις αὐτῶν, καὶ ἐπέγνωσαν τοὺς λόγους τοῦ βασιλέως, οὓς ἐνετείλατο ποιῆσαι τῷ λαῷ εἰς ἀπώλειαν καὶ συντέλειαν. 42 Ο Ιούδας και οι αδελφοί του είδαν, ότι έγιναν πολύ δύσκολα πλέον δι' αυτούς τα πράγματα, ότι αι στρατιωτικαί δυνάμεις των εχθρών εστρατοπέδευσαν εντός των ορίων της χώρας των, και έλαβον επίσης γνώσιν των διαταγών του βασιλέως, τας οποίας έδωσε, να καταστρέψουν δηλαδή οι στρατιώται του και να εξαφανίσουν εντελώς τον Ισραηλιτικόν λαόν. 42 Ὁ Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοί του διεπίστωσαν ὅτι ἡ κατάστασις ἐγίνετο συνεχῶς δύσκολη καὶ περισσότερον κρίσιμη καὶ ὅτι οἱ ἐχθρικὲς στρατιωτικὲς δυνάμεις ἔχουν ἤδη στρατοπεδεύσει μέσα εἰς τὰ σύνορά των· ἐπληροφορήθησαν ἐπίσης καὶ τὶς διαταγὲς τοῦ βασιλιᾶ Ἀντιόχου Δ', ποὺ ἔδωκεν εἰς τὸν Λυσίαν, διὰ καταστροφὴν καὶ ὁλοκληρωτικὴν ἑξαφάνισιν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ.
43 καὶ εἶπεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· ἀναστήσωμεν τὴν καθαίρεσιν τοῦ λαοῦ ἡμῶν καὶ πολεμήσωμεν περὶ τοῦ λαοῦ ἡμῶν καὶ τῶν ἁγίων. 43 Γεμάτοι όμως πίστιν και ενθουσιασμόν είπαν τότε αναμεταξύ των· “Εμπρός ας ανορθώσωμεν την κατάπτωσιν του λαού μας και ας πολεμήσωμεν υπέρ του λαού μας και υπέρ των αγίων μας τόπων και παραδόσεων”. 43 Καὶ τότε μὲ ἀποφασιστικότητα καὶ ἐνθουσιασμὸν εἶπαν μεταξύ των: Ἂς ἀποκαταστήσωμεν τὴν ταπείνωσιν καὶ ἐξουδένωσιν τοῦ λαοῦ μας καὶ ἂς παλινορθώσωμεν τὰ ἐρείπιά του καὶ ἂς πολεμήσωμεν ὑπέρ του λαοῦ μας καὶ τοῦ Ναοῦ καὶ τῶν ἱερῶν μας παραδόσεων!
44 καὶ συνηθροίσθη ἡ συναγωγὴ τοῦ εἶναι ἑτοίμους εἰς πόλεμον καὶ τοῦ προσεύξασθαι καὶ αἰτῆσαι ἔλεον καὶ οἰκτιρμούς. 44 Επραγματοποιήθη η συγκέντρωσις αυτή, δια να είναι έτοιμοι οι Ιουδαίοι εις πόλεμον, αφού πρώτον προσευχηθούν και ζητήσουν το έλεος και την ευσπλαγχνίαν του Θεού. 44 Ἡ συνάθροισις τοῦ Ἰουδαϊκοῦ στρατοῦ ἔγινε διὰ να προετοιμασθῆ εἰς πόλεμον, προηγουμένως δὲ νὰ προσευχηθῇ καὶ νὰ ζητήσῃ τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Θεοῦ.
45 καὶ ῾Ιερουσαλὴμ ἦν ἀοίκητος ὡς ἔρημος· οὐκ ἦν ὁ εἰσπορευόμενος καὶ ἐκπορευόμενος ἐκ τῶν γενημάτων αὐτῆς, καὶ τὸ ἁγίασμα καταπατούμενον, καὶ υἱοὶ ἀλλογενῶν ἐν τῇ ἄκρᾳ, κατάλυμα τοῖς ἔθνεσι· καὶ ἐξῄρθη τέρψις ἐξ ᾿Ιακώβ, καὶ ἐξέλιπεν αὐλὸς καὶ κινύρα. 45 Η Ιερουσαλήμ έμενε τότε χωρίς κατοίκους, ως εάν ήτο έρημος. Κανένα από τα τέκνα της ούτε εισήρχετο εις την πόλιν ούτε εξήρχετο από αυτήν. Ο ιερός ναός κατεπατείτο από τους αλλοεθνείς, τέκνα δε αλλοεθνών είχαν καταλάβει την ακρόπολιν, η οποία είχε γίνει κατοικία αυτών. Επέταξεν από την πόλιν η χαρά του Ιακώβ και έπαυσε πλέον να ακούεται ο χαρμόσυνος ήχος αυλού και κιθάρας. 45 Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἔμενε τότε ἄδεια καὶ ἀκατοίκητος ὅπως ἡ ἔρημος.Κανεὶς ἀπὸ τὰ τέκνα της, τοὺς Ἰσραηλίτες, δὲν εἰσήρχετο εἰς αὐτήν, οὔτε ἐξήρχετο ἀπὸ αὐτήν.Ὁ Ναός της ἐποδοπατεῖτο ἀπὸ ξένους· ξένοι δὲ ἦσαν ἐγκατεστημένοι εἰς τὴν ἀκρόπολίν της, ἡ ὁποία κατήντησε κατοικία εἰδωλολατρῶν.Ἡ χαρὰ εἶχεν ἐξορισθῆ ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ, τοὺς Ἰσραηλίτες.Ὁ αὐλὸς δὲ καὶ ἡ κινύρα (ἅρπα) ἔμειναν βωβὰ καὶ ἄφωνα.
46 καὶ συνήχθησαν καὶ ἤλθοσαν εἰς Μασσηφὰ κατέναντι ῾Ιερουσαλήμ, ὅτι τόπος προσευχῆς εἰς Μασσηφὰ τὸ πρότερον τῷ ᾿Ισραήλ. 46 Συνεκεντρώθησαν οι Ιουδαίοι και ήλθον εις Μασσηφά απέναντι από την Ιερουσαλήμ, διότι ,η Μασσηφά κατά τους αρχαιοτέρους χρόνους ήτο τόπος προσευχής. 46 Οἱ Ἰουδαῖοι συνεκεντρώθησαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Μασσηφά, (8 μίλια ἢ 13 χιλιόμετρα) ἀπέναντι (βορείους ) τῆς Ἱερουσαλήμ, διότι ἡ Μασσηφὰ ἦταν παλαιοτέρα τόπος προσευχῆς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
47 καὶ ἐνήστευσαν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ περιεβάλοντο σάκκους καὶ σποδὸν ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ διέρρηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν. 47 Κατά την ημέραν εκείνην ενήστευσαν οι Ιουδαίοι, εφόρεσαν σάκκους εις δείγμα πένθους, έρριψαν στάκτην εις τας κεφαλάς των και διέρρηξαν τα ιμάτιά των. 47 Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἰς ἐκδήλωσιν πένθους ἐνήστευσαν καὶ ἐφόρεσαν τρίχινον πένθιμον ἔνδυμα καὶ ἔρριψαν εἰς τὰ κεφάλια τοὺς στάκτην καὶ ἔσχισαν τὰ ροῦχα των.
48 καὶ ἐξεπέτασαν τὸ βιβλίον τοῦ νόμου, περὶ ὧν ἐξηρεύνων τὰ ἔθνη τὰ ὁμοιώματα τῶν εἰδώλων αὐτῶν. 48 Ηνοιξαν και παρουσίασαν ενώπιον του λαού το βιβλίον του Νομου, δια το οποίον ερευνούσαν τα ειδωλολατρικά έθνη με τον σκοπόν να το εξαφανίσουν και επιβάλουν αντ' αυτού τα ομοιώματα των ειδώλων των. 48 Καὶ ἄνοιξαν (ἐξετύλιξαν) τὸν ἱερὸν κύλινδρον, εἰς τὸν ὁποῖον ἦταν γραμμένος ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ λάβουν ἀπὸ ἐκεῖ τὴν καθοδήγησιν, τὴν ὁποίαν τὰ εἰδωλολατρικα ἔθνη ζητοῦν νὰ λάβουν ἀπὸ τὰ ὁμοιώματα τῶν ἰδικῶν των εἰδώλων.
49 καὶ ἤνεγκαν τὰ ἱμάτια τῆς ἱερωσύνης καὶ τὰ πρωτογενήματα καὶ τὰς δεκάτας καὶ ἤγειραν τοὺς ναζιραίους, οἳ ἐπλήρωσαν τὰς ἡμέρας, 49 Εφεραν τας ιερατικάς στολάς, τα πρωτογενήματα και τας δεκάτας, έφεραν εκεί και τους ναζιραίους, που είχαν συμπληρώσει τον χρόνον του ταξίματός των. 49 Ἐπίσης ἔφεραν τὶς ἱερατικὲς στολές, ποὺ ἐφοροῦσαν οἱ ἱερεῖς προκειμένου·νὰ ἐκτελέσουν τὰ ἱερατικά των καθήκοντα, καὶ τοὺς καρποὺς τῆς πρώτης ἐσοδείας καὶ τὸ δέκατον ἀπὸ τὰ εἰσοδήματά των καὶ ἀνάγκασαν τοὺς Ναζιραίους, οἱ ὁποῖοι συνεπλήρωσαν τὶς ἡμέρες τῆς ἀφιερώσεώς των (τοῦ εἰδικοῦ ταξίματός των), νὰ ἔλθουν·
50 καὶ ἐβόησαν φωνῇ εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες· τί ποιήσωμεν τούτοις καὶ ποῦ αὐτοὺς ἀπαγάγωμεν; 50 Ολοι δε εκραύγασαν με μεγάλην φωνήν στον ουρανόν και είπαν· “τι να κάνωμεν δια τους ανθρώπους αυτούς και που να τους οδηγήσωμεν; 50 καὶ ἐφώναξαν μὲ φωνὴν δυνατὴν εἰς τὸν οὐρανόν, εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἶπαν: Τί θὰ κάμωμεν μὲ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, τοὺς Ναζιραίους, καὶ ποὺ θὰ τοὺς ὁδηγήσωμεν;
51 καὶ τὰ ἅγιά σου καταπεπάτηται καὶ βεβήλωται καὶ οἱ ἱερεῖς σου ἐν πένθει καὶ ταπεινώσει. 51 Ο ιερός ναός σου, Κυριε, καταπατείται και βεβηλώνεται, οι ιερείς σου ευρίσκονται εις κατάστασιν πένθους και ταπεινώσεως· 51 Ὁ ἱερὸς Ναός σου ἔχει ποδοπατηθῆ καὶ βεβηλωθῆ, οἱ δὲ ἱερεῖς σου εὑρίσκονται μέσα εἰς πένθος καὶ εἰς ταπείνωσιν.
52 καὶ ἰδοὺ τὰ ἔθνη συνῆκται ἐφ᾿ ἡμᾶς τοῦ ἐξᾶραι ἡμᾶς· σὺ οἶδας ἃ λογίζονται ἐφ᾿ ἡμᾶς. 52 και επί πλέον ιδού, τα ειδωλολατρικά έθνη έχουν συγκεντρωθή εναντίον μας, δια να μας εξολοθρεύσουν. Συ γνωρίζεις πολύ καλά, όσα σκέπτονται εναντίον μας. 52 Καὶ ἐπὶ πλέον, νά· τὰ εἰδωλολατρικά ἔθνη ἔχουν συνενωθῆ καὶ συγκεντρωθῆ ἐναντίον μας μὲ σκοπὸν νὰ μᾶς ἐξολοθρεύσουν.Σύ, ὁ Θεός, γνωρίζεις τὰ ἐγκληματικὰ σχέδια, τὰ ὁποῖα καταστρώνουν ἐναντίον μας.
53 πῶς δυνησόμεθα ὑποστῆναι κατὰ πρόσωπον αὐτῶν, ἐὰν μὴ σὺ βοηθήσῃς ἡμῖν; 53 Πως λοιπόν θα ημπορέσωμεν να σταθώμεν όρθιοι ενώπιον αυτών, εάν συ, ο παντοδύναμος Θεός, δεν μας βοηθήσης;” 53 Πῶς θὰ ἠμπορέσωμεν λοιπὸν νὰ σταθῶμεν ὄρθιοι ἐνώπιόν των καὶ νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσωμεν, ἐὰν Σύ, Κύριε, δὲν ἔλθῃς νὰ μᾶς βοηθήσῃς;
54 καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι καὶ ἐβόησαν φωνῇ μεγάλῃ. 54 Εσάλπισαν τότε αι σάλπιγγες και εκραύγασε με μεγάλην φωνήν όλον το πλήθος. 54 Καὶ εὐθὺς ἀμέσως ἐσάλπισαν μὲ τὶς ἱερὲς σάλπιγγες καὶ ἐφώναζαν μὲ δυνατὴν φωνήν.
55 καὶ μετὰ τοῦτο κατέστησεν ᾿Ιούδας ἡγούμενος τοῦ λαοῦ χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους καὶ πεντηκοντάρχους καὶ δεκάρχους. 55 Επειτα από αυτά ο Ιούδας ώρισεν αρχηγούς του λαού, χιλιάρχους, εκατοντάρχους, πεντηκοντάρχους και δεκάρχους. 55 Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἰούδας ὥρισε καὶ ἐγκατέστησεν ἀρχηγοὺς τοῦ λαοῦ, χιλιάρχους, ἑκατοντάρχους, πεντηκοντάρχους καὶ δεκάρχους.
56 καὶ εἶπον τοῖς οἰκοδομοῦσιν οἰκίας καὶ μνηστευομένοις γυναῖκας καὶ φυτεύουσιν ἀμπελῶνας καὶ δειλοῖς ἀποστρέφειν ἕκαστον εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ κατὰ τὸν νόμον. 56 Είπε δε εις εκείνους, οι οποίοι είχαν αρχίσει να οικοδομούν τας οικίας των, όπως και εις εκείνους που ήσαν μνηστευμένοι με γυναίκας, εις όσους εφύτευαν αμπελώνας και στους δειλούς να επιστρέψουν ο καθένας στο σπίτι του, σύμφωνα με όσα ώριζεν ο Μωσαϊκός νόμος. 56 Εἴπαν δὲ εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔκτιζαν τότε τὰ σπίτια των ἢ ἦσαν μνηστευμένοι καὶ ἐτοιμάζοντο νὰ νυμφευθοῦν ἢ ἐφύτευαν ἀμπελῶνες ἢ ἦσαν μικρόψυχοι καὶ δειλοί, νὰ ἐπιστρέψουν ὁ καθένας εἰς τὸ σπίτι του σύμφωνα μὲ τὸν Μωσαϊκὸν Νόμον.
57 καὶ ἀπῇρεν ἡ παρεμβολή, καὶ παρενέβαλε κατὰ νότον ᾿Αμμαούς. 57 Επειτα δε ο στρατός όλος εξεκίνησε και εστρατοπέδευσε νοτίως της Αμμαούς. 57 Κατόπιν αὐτῶν ὁ στρατὸς τοῦ Ἰούδα ἐπροχώρησε καὶ ἐστρατοπέδευσεν εἰς θέσιν νοτίως τῆς Ἀμμαούς ( Ἐμμαούμ).
58 καὶ εἶπεν ᾿Ιούδας· περιζώσασθε καὶ γίνεσθε εἰς υἱοὺς δυνατοὺς καὶ γίνεσθε ἕτοιμοι εἰς τὸ πρωΐ τοῦ πολεμῆσαι ἐν τοῖς ἔθνεσι τούτοις τοῖς ἐπισυνηγμένοις ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐξᾶραι ἡμᾶς καὶ τὰ ἅγια ἡμῶν· 58 Εκεί ο Ιούδας διέταξε και είπε· “ζωσθήτε εις την μέσην σας, αναδειχθήτε γενναίοι, να είσθε έτοιμοι, ώστε το πρωϊ να πολεμήσετε εναντίον αυτών των ειδωλολατρών, που έχουν συγκεντρωθή εναντίον μας, δια να εξαφανίσουν και ημάς και τους ιερούς τόπους μας. 58 Ἐκεῖ ὁ Ἰούδας ἀπηυθύνθη εἰς τοὺς ἄνδρες τοῦ στρατοῦ του καὶ τοὺς εἶπε: Ζῶστε καλὰ τὴν μέσην σας, ἐτοιμασθῆτε· ἀποδείξατε τοὺς ἑαυτούς σας ἄνδρες γενναίους· καὶ ἐτοιμασθῆτε διὰ νὰ πολεμήσετε τὸ πρωῒ ἐναντίον αὐτῶν τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν, τὰ ὁποῖα ἔχουν συνενωθῆ καὶ συγκεντρωθῆ ἐναντίον μας, διὰ νὰ ἐξολοθρεύσουν ἐμᾶς καὶ τὸν ἱερὸν Ναόν μας.
59 ὅτι κρεῖσσον ἡμᾶς ἀποθανεῖν ἐν τῷ πολέμῳ ἢ ἐπιδεῖν ἐπὶ τὰ κακὰ τοῦ ἔθνους ἡμῶν καὶ τῶν ἁγίων. 59 Διότι είναι προτιμότερον να πέσωμεν κατά τον πόλεμον, παρά να ζήσωμεν, δια να βλέπωμεν τας συμφοράς του έθνους μας και των ιερών μας τόπων. 59 Διότι εἶναι προτιμότερον δι’ ἠμᾶς νὰ ἀποθάνωμεν, ἐνῷ πολεμοῦμεν εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης, παρὰ νὰ ζῶμεν καὶ νὰ βλέπωμεν τὶς συμφορὲς καὶ τὰ ἐρείπια τοῦ ἔθνους μας καὶ τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ μας.
60 ὡς δ᾿ ἂν ᾖ θέλημα ἐν οὐρανῷ, οὕτω ποιήσει. 60 Παντως ο,τι είναι θέλημα του ουρανίου Θεού αυτό και θα γίνη”. 60 Ἀλλ’ ὅ,τι ἂν θελήσῃ ὁ οὐρανός, ὁ Θεός, αὐτὸ καὶ θὰ κάμῃ! (Ἂς γίνῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ).