Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ΙΓ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἤκουσε Σίμων ὅτι συνήγαγε Τρύφων δύναμιν πολλὴν τοῦ ἐλθεῖν εἰς γῆν ᾿Ιούδα καὶ ἐκτρῖψαι αὐτήν. 1 Ο Σιμων επληροφορήθη, ότι ο Τρύφων είχε συγκεντρώσει, μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν, δια να επέλθη κατά της Ιουδαίας και να την συντρίψη. 1 Ο Σίμων ἐπληροφορήθη ὅτι ὁ Τρύφων συνεκέντρωσε μεγάλην στρατιωτικὴν δύναμιν, διὰ νὰ εἰσβάλῃ εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας, νὰ τὴν ἐξολοθρεύσῃ καὶ νὰ τὴν ἐρημώσῃ.
2 καὶ εἶδε τὸν λαὸν ὅτι ἐστὶν ἔντρομος καὶ ἔμφοβος, καὶ ἀνέβη εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἤθροισε τὸν λαὸν 2 Ο Σιμων είδεν ότι ο Ισραηλιτικός λαός εξ αιτίας των γεγονότων αυτών, είχε καταληφθή από φόβον και τρόμον. Ανέβηκε, λοιπόν, εις την Ιερουσαλήμ, συνήθροισεν εκεί τον Ισραηλιτικόν λαόν 2 Διεπίστωσεν ὅμως ὅτι ἡ εἴδησις αὐτὴ ἐφόβισε τὸν λαὸν καὶ τοῦ ἐδημιούργησεν εἶδος πανικοῦ.Διὰ τοῦτο ἀνέβη εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, συνήθροισε τὸν λαὸν
3 καὶ παρεκάλεσεν αὐτοὺς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· αὐτοὶ οἴδατε ὅσα ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου ἐποιήσαμεν περὶ τῶν νόμων καὶ τῶν ἁγίων, καὶ τοὺς πολέμους καὶ τὰς στενοχωρίας, ἃς εἴδομεν. 3 και τους ενεθάρρυνε λέγων προς αυτούς· “σεις οι ίδιοι εγνωρίσατε πολύ καλά, όσα εγώ και οι αδελφοί μου και ο οίκος του πατρός μου επράξαμεν υπέρ των νόμων και των ιερών μας τόπων, όπως επίσης γνωρίζετε τους πολέμους και τας περιπετείας, τας οποίας επεράσαμεν. 3 καὶ τὸν ἐνεψύχωσε μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια: Σεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε καλὰ ὅλα, ὅσα ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ ἡ πατρική μου οἰκογένεια ἐκάμαμεν διὰ τοὺς νόμους τῆς πίστεώς μας καὶ τὸν Ναόν· γνωρίζετε ἐπίσης τοὺς πολέμους, τὶς στενοχώριες καὶ τὶς θυσίες, ποὺ ἐδοκιμάσαμεν καὶ ὑπέστημεν.
4 τούτου χάριν ἀπώλοντο οἱ ἀδελφοί μου πάντες χάριν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ κατελείφθην ἐγὼ μόνος. 4 Χαριν του νόμου του Θεού και των ιερών τόπων εφονεύθησαν όλοι οι αδελφοί μου και έμεινα εγώ μόνος. 4 Χάριν τῆς πίστεως, τῶν νόμων καὶ τοῦ Ναοῦ ἐφονεύθησαν ὅλοι οἱ ἀδελφοί μου, μαχόμενοι χάριν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἐγὼ δὲ εἶμαι ὁ μόνος ποὺ ἀπέμεινα.
5 καὶ νῦν μή μοι γένοιτο φείσασθαί μου τῆς ψυχῆς ἐν παντὶ καιρῷ θλίψεως, οὐ γάρ εἰμι κρείσσων τῶν ἀδελφῶν μου. 5 Και τώρα ας μη επιτρέψη ποτέ ο Θεός να φοβηθώ δια την ζωήν μου εις καμμίαν περίοδον θλίψεως, διότι εγώ δεν είμαι καλύτερος από τους αδελφούς μου. 5 Τώρα δὲ μὴ γένοιτο ἐγὼ νὰ λυπηθῶ τὴν ἰδικήν μου ζωὴν εἰς ὁποιανδήποτε ὥραν κινδύνου· διότι ἐγὼ δὲν εἶμαι καλύτερος ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μου.
6 πλὴν ἐκδικήσω περὶ τοῦ ἔθνους μου καὶ περὶ τῶν ἁγίων καὶ περὶ τῶν γυναικῶν καὶ τῶν τέκνων ἡμῶν, ὅτι συνήχθησαν πάντα τὰ ἔθνη ἐκτρῖψαι ἡμᾶς ἔχθρας χάριν. 6 Αλλά θέλω να πάρω εκδίκησιν υπέρ του έθνους μου, υπέρ του ναού, υπέρ των γυναικών και των τέκνων μας, διότι όλα τα ειδωλολατρικά έθνη εξ αιτίας του μίσους, που τρέφουν εναντίον μας, έχουν συγκεντρωθή, δια να μας εξοντώσουν”. 6 Μᾶλλον ἐγὼ θὰ ἀποδυθῶ εἰς τὸν ἀγῶνα διὰ νὰ λάβω ἐκδίκησιν καὶ νὰ ὑπερασπίσω τὸ ἔθνος μου καὶ τὸν Ναὸν καὶ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ τέκνα μας· διότι ὅλα τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη κινούμενα ἀπὸ μῖσος συνεκεντρώθησαν μὲ σκοπὸν νὰ μᾶς ἐξολοθρεύσουν.
7 καὶ ἀνεζωοπύρησε τὸ πνεῦμα τοῦ λαοῦ ἅμα τῷ ἀκοῦσαι τῶν λόγων τούτων, 7 Ανεζωπυρήθη το πνεύμα του λαού, αμέσως μόλις ήκουσαν αυτούς τους λόγους. 7 Καὶ ἀνεπτερώθη τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν τοῦ Σίμωνος·
8 καὶ ἀπεκρίθησαν φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· σὺ εἶ ἡμῶν ἡγούμενος ἀντὶ ᾿Ιούδα καὶ ᾿Ιωνάθαν τοῦ ἀδελφοῦ σου· 8 Ολος ο λαός με μεγάλην φωνήν απήντησαν και έλεγαν· “συ είσαι ο αρχηγός μας αντί του Ιούδα και αντί του Ιωνάθαν του αδελφού σου. 8 ὅλοι δὲ ἀπεκρίθησαν μὲ φωνὴν δυνατὴν καὶ εἶπαν: Σὺ εἶσαι ὁ ἀρχηγός μας ἀντὶ τοῦ Ἰούδα καὶ ἀντὶ τοῦ Ἰωνάθαν, τοῦ ἀδελφοῦ σου.
9 πολέμησον τὸν πόλεμον ἡμῶν, καὶ πάντα, ὅσα ἂν εἴπῃς ἡμῖν, ποιήσομεν. 9 Ανάλαβε τον πόλεμόν μας εναντίον των εχθρών και όλα, όσα συ θα διατάξης, ημείς θα τα εκτελέσωμεν. 9 Ἀνάλαβε τὴν ἀρχιστρατηγίαν τοῦ πολέμου μας ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας καὶ ὅλα, ὅσα θὰ μᾶς διατάζῃς, θὰ τὰ κάμωμεν μὲ προθυμίαν.
10 καὶ συνήγαγε πάντας τοὺς ἄνδρας τοὺς πολεμιστὰς καὶ ἐτάχυνε τοῦ τελέσαι τὰ τείχη ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ὠχύρωσεν αὐτὴν κυκλόθεν. 10 Ο Σιμων συνεκέντρωσεν όλους τους πολεμιστάς άνδρας, επέσπευσε την ανοικοδόμησιν των τειχών της Ιερουσαλήμ, την οποίαν και ωχύρωσεν από όλα τα μέρη. 10 Ἔτσι ὁ Σίμων συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς πολεμιστὰς ἄνδρας καὶ ἐπετάχυνε τὸ ἔργον τῆς συμπληρώσεως καὶ ἀποπερατώσεως τῶν τειχῶν τῆς Ἱερουσαλήμ, μέχρις ὅτου ὠχύρωσε τὴν πόλιν γύρω - γῦρω, ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές.
11 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιωνάθαν τὸν τοῦ ᾿Αβεσσαλώμου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ δύναμιν ἱκανὴν εἰς ᾿Ιόππην, καὶ ἐξέβαλε τοὺς ὄντας ἐν αὐτῇ καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ ἐν αὐτῇ. 11 Αμέσως δε έστειλεν εις την Ιόππην τον Ιωνάθαν υιόν του Αδεσσαλώμου, με πολυάριθμον στρατιωτικήν δύναμιν. Εκείνος δε εξεδίωξε τους κατοίκους της πόλεως και εγκατεστάθη εις αυτήν. 11 Ἀπέστειλε δὲ τὸν Ἰωνάθαν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀβεσαλώμ, μαζὶ μὲ μεγάλην στρατιωτικὴν δύναμιν τὴν Ἰόππην· ὁ Ἰωνάθαν ἔδιωξε τοὺς κατοίκους της καὶ ἐγκατεστάθη εἰς αὐτὴν ὡς κάτοχος καὶ κυρίαρχος τῆς πόλεως.
12 Καὶ ἀπῇρε Τρύφων ἀπὸ Πτολεμαΐδος μετὰ δυνάμεως πολλῆς εἰσελθεῖν εἰς γῆν ᾿Ιούδα, καὶ ᾿Ιωνάθαν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν φυλακῇ. 12 Ο Τρύφων εξεκίνησεν από την Πτολεμαΐδα με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν, δια να εισβάλη εις την χώραν της Ιουδαίας, μαζή του δέ, ασφαλώς φρουρούμενον, είχε και τον Ιωνάθαν. 12 Ὁ Τρύφων ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Πτολεμαΐδα μὲ μεγάλην στρατιωτικὴν δύναμιν καὶ μὲ σκοπὸν νὰ εἰσβάλῃ εἰς τὴν Ἰουδαίαν παρέλαβε δὲ μαζί του καὶ τὸν Ἰωνάθαν ὡς αἰχμάλωτον, τὸν ὁποῖον ἐφρουροῦσε καλά.
13 Σίμων δὲ παρενέβαλεν ἐν ᾿Αδιδὰ κατὰ πρόσωπον τοῦ πεδίου. 13 Ο Σιμων εστρατοπέδευσεν εις Αδιδά εμπρός από την πεδιάδα. 13 Ὁ δὲ Σίμων ἐστρατοπέδευσεν εἰς τὴν Ἀδιδά, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πεδιάδα.
14 καὶ ἐπέγνω Τρύφων ὅτι ἀνέστη Σίμων ἀντὶ ᾿Ιωνάθαν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ ὅτι συνάπτειν αὐτῷ μέλλει πόλεμον, καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρέσβεις λέγων· 14 Ο Τρύφων έμαθεν, ότι ανέλαβεν ο Σιμων αντί Ιωνάθαν του αδελφού του την αρχηγίαν του λαού και ότι είναι έτοιμος να συνάψη πόλεμον εναντίον του. Εστειλε λοιπόν πρέσβεις προς τον Σιμωνα και του είπε τα εξής· 14 Ὅταν ὁ Τρύφων ἐπληροφορήθη ὅτι ὁ Σίμων κατέλαβε τὴν θέσιν του ἀδελφοῦ τοῦ Ἰωνάθαν καὶ ὅτι πρόκειται νὰ συνάψῃ μαζί του πόλεμον, ἀπέστειλε πρὸς τὸν Σίμωνα πρέσβεις μὲ τὸ ἀκόλουθον μήνυμα:
15 περὶ ἀργυρίου, οὗ ὤφειλεν ᾿Ιωνάθαν ὁ ἀδελφός σου εἰς τὸ βασιλικὸν δι᾿ ἃς εἶχε χρείας, συνέχομεν αὐτόν· 15 “Ημείς κρατούμεν φυλακισμένον τον αδελφόν σου τον Ιωνάθαν δια χρέος, το οποίον ώφειλεν στο βασιλικόν ταμείον. 15 Διὰ κάποιαν χρηματικὴν ὀφειλήν, τὴν ὁποίαν ὤφειλεν ὁ ἀδελφός σου Ἰωνάθαν εἰς τὸ βασιλικὸν ταμεῖον καὶ τὴν ὁποίαν ὤφειλε δι ’ ἔργα, ποὺ εἶχεν ἐκτελέσει ὡς ἀρχηγὸς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ κράτους, δὶ αὐτὴν τὴν ὀφειλὴν τὸν κρατοῦμεν αἰχμάλωτον.
16 καὶ νῦν ἀπόστειλον ἀργυρίου τάλαντα ἑκατὸν καὶ δύο τῶν υἱῶν αὐτοῦ ὅμηρα, ὅπως μὴ ἀφεθεὶς ἀποστατήσῃ ἀφ᾿ ἡμῶν, καὶ ἀφήσομεν αὐτόν. 16 Στείλε μου, λοιπόν, τώρα εκατόν τάλαντα αργυρίου και τα δύο παιδιά του Ιωνάθαν ως ομήρους, τους οποίους θέλομεν, δια να μη στραφή εναντίον μας ο Ιωνάθαν, όταν τον απολύσωμεν. Στείλε, λοιπόν, όλα αυτά και ημείς θα τον αφήσωμεν ελεύθερον”. 16 Τώρα λοιπὸν στεῖλε μου ἑκατὸν τάλαντα ἀργυρίου καὶ δύο ἀπὸ τοὺς υἱοὺς του ὡς ὁμήρους· στεῖλε μου ὅλα αὐτά, μήπως, ὅταν ἀφεθῇ ἐλεύθερος, ἐπαναστατήσῃ καὶ πάλιν ἐναντίον μας· μόνον ὑπ' αὐτοὺς τοὺς ὄρους θὰ ἀφήσωμεν ἐλεύθερον τὸν Ἰωνάθαν.
17 καὶ ἔγνω Σίμων ὅτι δόλῳ λαλοῦσι πρὸς αὐτόν, καὶ πέμπει τοῦ λαβεῖν τὸ ἀργύριον καὶ τὰ παιδάρια, μήποτε ἔχθραν ἄρῃ μεγάλην πρὸς τὸν λαὸν 17 Ο Σιμων αντελήφθη ότι αι προτάσεις αύται του Τρύφωνος είναι δόλιαι· εν τούτοις έστειλεν ανθρώπους να πάρουν και να φέρουν προς τον Τρύφωνα τα εκατόν τάλαντα αργυρίου και τα δύο παιδιά του Ιωνάθαν, δια να μη εξεγείρη την εχθρότητα και το μίσος του Ιουδαϊκού λαού εναντίον του, 17 Ὁ Σίμων ἀντελήφθη ὅτι τὸ μήνυμα αὐτό, ποὺ τοῦ ἔστειλεν ὁ Τρύφων, ἦταν δόλιον καὶ ὄχι εἰλικρινές· ἐν τούτοις στέλλει καὶ λαμβάνει τὸ χρηματικὸν ποσὸν καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰωνάθαν, διὰ νὰ μὴ προκαλέσῃ ἐναντίον του μῖσος μεγάλο ἐκ μέρους τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ,
18 λέγων· ὅτι οὐκ ἀπέστειλα αὐτῷ τὸ ἀργύριον καὶ τὰ παιδάρια, καὶ ἀπώλετο. 18 Ο οποίος λαός θα ημπορούσε να είπη, ότι επειδή δεν έστειλε στον Τρύφωνα το αργύριον και τα παιδιά, δια τούτο εφονεύθη ο Ιωνάθαν. 18 ὁ ὁποῖος (λαός) θὰ ἠμποροῦσε νὰ εἰπῇ: Ἐπειδὴ δὲν ἔστειλα εἰς τὸν Τρύφωνα τὰ ἑκατὸν τάλαντα ἀργυρίου καὶ τὰ παιδιά, δι’ αὐτὸ ἐφονεύθη ὁ Ἰωνάθαν.
19 καὶ ἀπέστειλε τὰ παιδάρια καὶ τὰ ἑκατὸν τάλαντα, καὶ διεψεύσατο καὶ οὐκ ἀφῆκε τὸν ᾿Ιωνάθαν. 19 Απέστειλε, λοιπόν, τα παιδιά και τα εκατόν τάλαντα αργυρίου. Ο Τρύφων όμως εψεύσθη, δεν ετήρησε τον λόγον του και δεν αφήκεν ελεύθερον τον Ιωνάθαν. 19 Ἔτσι ὁ Σίμων ἀπέστειλε πρὸς τὸν Τρύφωνα τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἑκατὸν τάλαντα· ἀλλ’ ὁ Τρύφων παρέβη τὴν ὑπόσχεσίν του καὶ δὲν ἀφῆκεν ἐλεύθερον τὸν Ἰωνάθαν.
20 καὶ μετὰ ταῦτα ἦλθε Τρύφων τοῦ ἐμβατεῦσαι εἰς τὴν χώραν καὶ ἐκτρῖψαι αὐτήν, καὶ ἐκύκλωσεν ὁδὸν τὴν εἰς ῎Αδωρα. καὶ Σίμων καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ἀντιπαρῆγεν αὐτῷ εἰς πάντα τόπον, οὗ ἂν ἐπορεύετο. 20 Εν συνεχεία δε εβάδισε, δια να εισβάλη εις την χώραν της Ιουδαίας και να την καταστρέψη. Ηκολούθησε προς τούτοις κύκλω την οδόν, η οποία οδηγεί εις Αδωρα. Ο Σιμων όμως μαζή με τον στρατόν του τον παρακολουθούσε παντού, όπου ο Τρύφων επορεύετο. 20 Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Τρύφων ἐπροχώρησε διὰ νὰ εἰσβάλη εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας, νὰ τὴν ἐρημώσῃ καὶ νὰ τὴν ἀφανίσῃ· ἔκαμε δὲ ὁ Τρύφων κυκλικὴν στροφὴν καὶ ἀκολούθησε τὸν δρόμον, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ εἰς τὴν Ἄδωρα.Ἀλλ’ ὁ Σίμων καὶ ὁ στρατός του ἐβάδιζε διὰ πλαγίων κινήσεων καὶ παρακολουθοῦσε τὴν πορείαν τοῦ Τρύφωνος κατὰ πόδας, ὅπου ἐπήγαινε.
21 οἱ δὲ ἐκ τῆς ἄκρας ἀπέστελλον πρὸς Τρύφωνα πρεσβευτὰς κατασπεύδοντας αὐτὸν τοῦ ἐλθεῖν πρὸς αὐτοὺς διὰ τῆς ἐρήμου καὶ ἀποστεῖλαι αὐτοῖς τροφάς. 21 Οι στρατιώται, οι οποίοι ευρίσκοντο έντος της ακροπόλεως της Ιερουσαλήμ, έστειλαν πρεσβευτάς προς τον Τρύφωνα και τον παρακαλούσαν να σπεύση προς αυτούς δια μέσου της ερήμου και να τους στείλη τροφιμα. 21 Ἓν τῷ μεταξὺ οἱ ἄνδρες τῆς Συριακῆς φρουρᾶς, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν ἀκρόπολιν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἔστελλαν εἰς τὸν Τρύφωνα ἀπεσταλμένους, διὰ τῶν ὁποίων τὸν παρωρμοῦσαν νὰ ἔλθῃ πρὸς αὐτοὺς τὸ ταχύτερον μέσῳ τῆς ἐρήμου, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ νότια ἢ νοτιοδυτικά, καὶ νὰ τοὺς ἀποστείλῃ τροφές.
22 καὶ ἡτοίμασε Τρύφων πᾶσαν τὴν ἵππον αὐτοῦ ἐλθεῖν ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ, καὶ ἦν χιὼν πολλὴ σφόδρα, καὶ οὐκ ἦλθε διὰ τὴν χιόνα· καὶ ἀπῇρε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Γαλααδῖτιν. 22 Ο Τρύφων ητοίμασε όλην την ιππικήν του δύναμιν, δια να έλθη προς αυτούς κατά την νύκτα εκείνην. Αλλά έπιπτε πυκνή χιών και δεν ημπόρεσε να φθάση εις την Ιερουσαλήμ εξ αιτίας της χιόνος. Δια τούτο ανεχώρησε και ήλθεν εις την χώραν Γαλαάδ. 22 Ὁ Τρύφων προετοίμασε ὅλον τὸ ἱππικόν του, διὰ να φθάσῃ εἰς τὴν ἀκρόπολιν τῆς Ἱερουσαλὴμ τὴν νύκτα ἐκείνην ἀλλὰ κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην ἔπεσε πολὺ καὶ πυκνὸ χιόνι, καὶ ἔτσι τὸ ἱππικὸν δὲν ἔφθασεν εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἕνεκα τοῦ χιονιοῦ.Ἔτσι ἀνεχώρησε καὶ ἀπεσύρθη εἰς τὴν χώραν Γαλαάδ.
23 ὡς δὲ ἤγγισε τῆς Βασκαμᾶ, ἀπέκτεινε τὸν ᾿Ιωνάθαν, καὶ ἐτάφη ἐκεῖ. 23 Οταν δε έφθασεν εις την Βασκαμά, εφόνευσε τον Ιωνάθαν, τον οποίον και ενεταφίασαν στο μέρος εκείνο. 23 Ὅταν δὲ ἐπλησίασεν εἰς τὴν Βασκαμᾶ, ἐφόνευσε τὸν Ἰωνάθαν, ὁ ὁποῖος καὶ ἐτάφη ἐκεῖ.
24 καὶ ἐπέστρεψε Τρύφων καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ. 24 Επειτα ο Τρύφων επέστρεψε και επανήλθεν εις την χώραν του, την Αντιόχειαν. 24 Κατόπιν ὁ Τρύφων ἐπέστρεψε καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν χώραν του, τὴν Ἀντιόχειαν.
25 Καὶ ἀπέστειλε Σίμων καὶ ἔλαβε τὰ ὀστᾶ ᾿Ιωνάθαν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ ἔθαψεν αὐτὰ ἐν Μωδεΐν πόλει τῶν πατέρων αὐτοῦ. 25 Ο Σιμων έστειλε τότε άνδρας και επήρε τα οστά του αδελφού του Ιωνάθαν και τα έθαψεν εις την Μωδεΐν την πόλιν των πατέρων του. 25 Τότε ὁ Σίμων ἔστειλεν ἀπεσταλμένους καὶ παρέλαβε τὰ ὀστᾶ τοῦ Ἰωνάθαν, τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ τὰ ἔθαψεν εἰς τὴν Μωδεΐν, τὴν πόλιν τῶν πατέρων του.
26 καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς ᾿Ισραὴλ κοπετὸν μέγαν καὶ ἐπένθησαν αὐτὸν ἡμέρας πολλάς. 26 Ολος ο ισραηλιτικός λαός εθρήνησε με κοπετούς μεγάλους τον Ιωνάθαν, τον επένθησαν επί πολλάς ημέρας. 26 Καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἔκλαυσαν τὸν Ἰωνάθαν καὶ τὸν ἐθρήνησαν μὲ μεγάλον καὶ ἰσχυρὸν θρῆνον· τὸν ἐπένθησαν δὲ ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες.
27 καὶ ᾠκοδόμησε Σίμων ἐπὶ τὸν τάφον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ ὕψωσεν αὐτὸν τῇ ὁράσει λίθῳ ξεστῷ ἐκ τῶν ὄπισθεν καὶ ἐκ τῶν ἔμπροσθεν. 27 Ο Σιμων ανοικοδόμησεν επάνω στον τάφον του πατρός του και των αδελφών του κενοτάφιον πολύ υψηλόν, δια να φαίνεται από μακράν με πελεκητούς λίθους από όλας τας πλευράς. 27 Ὁ Σίμων ἔκτισεν ἐπάνω εἰς τὸν τάφον τοῦ πατέρα του Ματταθία καὶ τῶν ἀδελφῶν του μαυσωλεῖον ἀρκετὰ ὑψηλόν, ὥστε νὰ φαίνεται ἀπὸ ἀρκετὰ μακριά.Τὸ κατεσκεύασε δὲ μὲ λίθους πελεκητοὺς καὶ ἀπὸ πίσω καὶ ἀπὸ ἐμπρός.
28 καὶ ἔστησεν ἐπ᾿ αὐτὰ ἑπτὰ πυραμίδας, μίαν κατέναντι τῆς μιᾶς τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ καὶ τοῖς τέσσαρσιν ἀδελφοῖς. 28 Εδωσεν επίσης εντολήν και έστησαν επάνω από το κενοτάφιον αυτό επτά πυραμίδας, ώστε η μία να είναι απέναντι της άλλης. Τας έστησε χάριν του πατρός του και της μητρός του, και χάριν των τεσσάρων αδελφών του. 28 Ἔστησεν ἐπάνω ἀπὸ τοὺς τάφους ἑπτὰ πυραμίδες, τὴν μίαν ἀπέναντι τῆς ἄλλης, δηλαδὴ ἀπὸ μίαν διὰ τὸν πατέρα του, τὴν μητέρα του καὶ τοὺς τέσσερις ἀδελφούς του.
29 καὶ ταύταις ἐποίησε μηχανήματα περιθεὶς στύλους μεγάλους καὶ ἐποίησεν ἐπὶ τοῖς στύλοις πανοπλίας εἰς ὄνομα αἰώνιον καὶ παρὰ ταῖς πανοπλίαις πλοῖα ἐπιγεγλυμμένα εἰς τὸ θεωρεῖσθαι ὑπὸ πάντων τῶν πλεόντων τὴν θάλασσαν. 29 Επάνω εις αυτάς διέταξε να κατασκευάσουν έργα τέχνης, ανοικοδόμησε στύλους μεγάλους, επάνω στους οποίους απέθεσε πανοπλίας, δια να μένουν αιώνια τα ονόματά των. Πλησίον δε εις τας πανοπλίας αυτάς διέταξε να κατασκευάσουν ανάγλυφα πλοία, ώστε αυτά να είναι ορατά από όλους εκείνους, που πλέουν εις την Μεσόγειον Θαλασσαν. 29 Διὰ τὶς ἑπτὰ αὐτές πυραμίδες ἐσχεδίασε καὶ ἐτεχνούργησε μίαν θαυμασίαν σύνθεσιν: Τὶς περιέβαλε μὲ μεγάλους στύλους (κολόνες) καὶ κατεσκεύασεν (ἔβαλεν ὡς ἐπένδυσιν) εἰς τοὺς στύλους αὐτοὺς γλυπτὰ μὲ τρόπαια ὅπλων (πανοπλίας) δι’ αἰωνίαν ἀνάμνησιν κοντὰ δὲ εἰς τὰ τρόπαια τῶν ὅπλων (τὶς πανοπλίες) κατεσκεύασεν ἀνάγλυφα πλοῖα, ὥστε νὰ εἶναι εὔκολα θεατὰ ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ταξιδεύουν ἐκ τὴν Μεσόγειον θάλασσαν.
30 οὗτος ὁ τάφος ὃν ἐποίησεν ἐν Μωδεΐν, ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 30 Τέτοιος ήτο ο τάφος, τον οποίον κατεσκεύασεν εις την Μωδεΐν και ο οποίος σώζεται μέχρι της ημέρας αυτής. 30 Τὸ μαυσωλεῖον αὐτό, τὸ ὁποῖον ὁ Σίμων κατεσκεύασεν εἰς τὴν Μωδεΐν, διατηρεῖται ἀκόμη μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές.
31 ῾Ο δὲ Τρύφων ἐπορεύετο δόλῳ μετὰ ᾿Αντιόχου τοῦ βασιλέως τοῦ νεωτέρου καὶ ἀπέκτεινεν αὐτὸν 31 Ο Τρύφων δολίως εφέρθη και απέναντι του βασιλέως Αντιόχου του νεωτέρου, τον οποίον και εφόνευσε. 31 Ὁ Τρύφων ἐφέρετο μὲ δόλιον τρόπον πρὸς τὸν νεαρὸν βασιλιᾶ Ἀντίοχον ΣΤ', τὸν ὁποῖον καὶ ἐφόνευσεν.
32 καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ καὶ περιέθετο διάδημα τῆς ᾿Ασίας καὶ ἐποίησε πληγὴν μεγάλην ἐπὶ τῆς γῆς. 32 Ετσι δε έγινε βασιλεύς αντ' αυτού, εφόρεσε το βασιλικόν διάδημα της Ασίας και επροξένησε μεγάλας συμφοράς εις την χώραν. 32 Ἔτσι ἐσφετερίσθη τὸν θρόνον τῆς Ἀντιοχείας καὶ ἀνεκήρυξε τὸν ἑαυτόν του βασιλιᾶ εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἀντιόχου ΣΤ' καὶ ἐφόρεσε τὸ βασιλικὸν στέμμα τοῦ βασιλείου τῆς Ἀσίας καὶ ἐπροξένησε μεγάλες συμφρὲς εἰς τὴν χώραν του.
33 καὶ ᾠκοδόμησε Σίμων τὰ ὀχυρώματα τῆς ᾿Ιουδαίας, καὶ περιετείχισε πύργοις ὑψηλοῖς καὶ τείχεσι μεγάλοις καὶ πύλαις καὶ μοχλοῖς καὶ ἔθετο βρώματα ἐν τοῖς ὀχυρώμασι. 33 Ο Σιμων ανοικοδόμησε πάλιν τας οχυράς πόλεις της Ιουδαίας, τας περιετείχισε με μεγάλα τείχη και υψηλούς πύργους και πύλας ισχυράς και μοχλούς και εναποθήκευσεν εις τας πόλεις αυτάς τροφάς. 33 Ὁ Σίμων ἀνοικοδόμησε τὶς ὀχυρὲς πόλεις τῆς Ἰουδαίας καὶ τὶς ἐπεριτείχισε μὲ ὑψηλοὺς πολεμικοὺς πύργους καὶ μεγάλα τείχη, μὲ πύλες καὶ ἀσφαλιστικοὺς μοχλούς.Ἀποθήκευσε δὲ εἰς τὶς ὀχυρὲς αὐτὲς πόλεις τρόφιμα.
34 καὶ ἐπέλεξε Σίμων ἄνδρας καὶ ἀπέστειλε πρὸς Δημήτριον τὸν βασιλέα τοῦ ποιῆσαι ἄφεσιν τῇ χώρᾳ, ὅτι πᾶσαι αἱ πράξεις Τρύφωνος ἦσαν ἁρπαγαί. 34 Εδιάλεξε δε άνδρας, τους οποίους και έστειλε προς τον βασιλέα Δημήτριον, δια να τον παρακαλέση και απαλλάξη τους Ιουδαίους από τους φόρους, διότι όλαι αι πράξστου Τρύφωνος ήσαν λεηλασίαι, εξ αιτίας των οποίων και η χώρα έμεινε πτωχή. 34 Ἐπίσης ὁ Σίμων ἐξέλεξεν ἀντιπροσώπους καὶ τοὺς ἀπέστειλεν εἰς τὸν βασιλιᾶ Δημήτριον Β’, διὰ νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ ἀπαλλάξῃ τὴν Ἰουδαίαν ἀπὸ τοὺς φόρους, διότι ὅλες οἱ ἐκβιαστικὲς ἐνέργειες τοῦ Τρύφωνος ὑπῆρξαν ὑπερβολικὰ ἁρπακτικές, ληστρικές.
35 καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ Δημήτριος ὁ βασιλεὺς κατὰ τοὺς λόγους τούτους καὶ ἀπεκρίθη αὐτῷ καὶ ἔγραψεν αὐτῷ ἐπιστολὴν τοιαύτην· 35 Ο βασιλεύς Δημήτριος απήντησε προς αυτόν κατά την επιθυμίαν του και του έγραψε την ακόλουθον επιστολήν· 35 Ὁ βασιλιᾶς Δημήτριος Β' ἀπάντησε εὐμενῶς εἰς τὸ αἴτημα αὐτὸ τοῦ Σίμωνος.Τοῦ ἀπεκρίθη καὶ τοῦ ἔγραψε τὴν ἀκόλουθον ἐπιστολήν:
36 «Βασιλεὺς Δημήτριος Σίμωνι ἀρχιερεῖ καὶ φίλῳ βασιλέων καὶ πρεσβυτέροις καὶ ἔθνει ᾿Ιουδαίων χαίρειν. 36 “Ο βασιλεύς Δημήτριος χαιρετά τον αρχιερέα Σιμωνα φίλον των βασιλέων, τους πρεσβυτέρους και όλον τον ιουδαϊκόν λαόν. 36 Ὁ βασιλιᾶς Δημήτριος πρὸς τὸν Σίμωνα τὸν ἀρχιερέα καὶ φίλον τῶν βασιλέων καὶ πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ πρὸς τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων εὔχεται εἰς αὐτοὺς νὰ χαίρουν.
37 τὸν στέφανον τὸν χρυσοῦν καὶ τὴν βαΐνην, ἣν ἀπεστείλατε, κεκομίσμεθα καὶ ἕτοιμοί ἐσμεν τοῦ ποιεῖν ὑμῖν εἰρήνην μεγάλην καὶ γράφειν τοῖς ἐπὶ τῶν χρειῶν τοῦ ἀφιέναι ὑμῖν ἀφέματα. 37 Ελάβομεν τον χρυσούν στέφανον και την πλεκτήν από φοινικόφυλλα πολύτιμον ράδδον, που μας εστείλατε, και είμεθα έτοιμοι να συνάψωμεν σταθεράν και μόνιμον ειρήνην, να γράψωμεν δε και προς τους βασιλικούς υπαλλήλους μας να σας απαλλάξουν από τας φορολογικάς υποχρεώσεις σας. 37 Τὸ στεφάνι τὸ χρυσὸ καὶ τὸ χρυσὸ σκῆπτρο μὲ τὴν μορφὴν κλάδου φοινικιᾶς, τὰ ὁποῖα ἀπεστείλατε, τὰ ἔχομεν λάβει καὶ εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ συνάψωμεν μαζί σας εἰρήνην διαρκῆ καὶ μόνιμον καὶ νὰ δώσωμεν ὁδηγίες εἰς τοὺς ἐπὶ τῶν φόρων ἀξιωματούχους, διὰ νὰ σᾶς ἁπαλλάξουν ἀπὸ τὶς φορολογικὲς ὑποχρεώσεις.
38 καὶ ὅσα ἑστήκαμεν πρὸς ὑμᾶς, ἕστηκε, καὶ τὰ ὀχυρώματα, ἃ ᾠκοδομήκατε, ὑπαρχέτω ὑμῖν. 38 Ολα όσα έχομεν αποφασίσει προς χάριν σας, θα είναι έγκυρα και σταθερά. Αι οχυραί πόλεις, τας οποίας οικοδομήσατε, ας μένουν υπό την κυριότητά σας. 38 Ὅλες οἱ συμφωνίες μας μαζί σας ἰσχύουν ὡς ἔγκυρες, οἱ δὲ ὀχυρὲς πόλεις, ποὺ ἔχετε ἀνοικοδομήσει, θὰ μείνουν ἰδικές σας, εἰς τὴν κατοχήν σας.
39 ἀφίεμεν δὲ ἀγνοήματα καὶ τὰ ἁμαρτήματα ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας καὶ τὸν στέφανον, ὃν ὠφείλετε, καὶ εἴ τι ἄλλο ἐτελωνεῖτο ἐν ῾Ιερουσαλήμ, μηκέτι τελωνείσθω. 39 Αμνηστεύομεν όλας τας πλάνας και όλα τα σφάλματά σας, που διεπράχθησαν έως την ημέραν αυτήν. Παραιτούμεθα από τον βασιλικόν στέφανον, τον οποίον είχατε υποχρέωσιν να προσφέρετε. Επί πλέον δε ορίζομεν να μη εισπράττεται και κάθε άλλος φόρος, ο οποίος εισεπράττετο έως τώρα εις την Ιερουσαλήμ. 39 Συγχωροῦμεν ὅλα τὰ σφάλματα καὶ τὰ πταίσματα, ποὺ ἔγιναν ἐκ προθέσεως ἢ ἀπὸ ἀπερισκεψίαν μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας.Ἐπίσης παραιτούμεθα ἀπὸ τὸ χρηματικὸν ποσόν, τὸ ὁποῖον ὀφείλετε διὰ τὸν στεφανιτικὸν φόρον καὶ κάθε ἄλλος φόρος, ὁ ὁποῖος εἰσεπράττετο προηγουμένως εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἀκυρώνεται καὶ δὲν θὰ εἰσπράττεται.
40 καὶ εἴ τινες ἐπιτήδειοι ὑμῶν γραφῆναι εἰς τοὺς περὶ ἡμᾶς, ἐγγραφέσθωσαν, καὶ γινέσθω ἀναμέσον ἡμῶν εἰρήνη». 40 Εάν δε μερικοί άνδρες από σας ικανοί επιθυμούν να καταγραφούν εις την βασιλικήν φρουράν, ας καταγραφούν και ας υπάρχη πλήρης ειρήνη μεταξύ μας”. 40 Καὶ ἐὰν μερικοὶ ἀπὸ σᾶς εἶναι κατάλληλοι διὰ νὰ ἐγγραφοῦν καὶ καταταγοῦν εἰς τὴν βασιλικήν μας φρουράν, ἂς καταταγοῦν.Ἂς γίνῃ δὲ καὶ ἂς ὑπάρχῃ μεταξύ μας εἰρήνη.
41 —ἔτους ἑβδομηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ᾔρθη ὁ ζυγὸς τῶν ἐθνῶν ἀπὸ τοῦ ᾿Ισραήλ, 41 Ετσι κατά το εκατοστόν εβδομηκοστόν έτος αφηρέθη ο ζυγός των ειδωλολατρικών εθνών από το έθνος του Ισραήλ. 41 Ἔτσι κατὰ τὸ ἑκατοστὸν ἑβδομηκοστὸν (170όν) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ τὸ 142 π.Χ.) ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀπηλευθερώθη ἀπὸ τὴν δυναστείαν τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν.
42 καὶ ἤρξατο ὁ λαὸς ᾿Ισραὴλ γράφειν ἐν ταῖς συγγραφαῖς καὶ συναλλάγμασιν ἔτους πρώτου ἐπὶ Σίμωνος ἀρχιερέως μεγάλου καὶ στρατηγοῦ καὶ ἡγουμένου ᾿Ιουδαίων. 42 Νέον τότε εποχήν ενεκαινίασεν ο ισραηλιτικός λαός και ήρχισε να γράφή εις τα συμφωνητικά και τα συμβόλαια αυτού· “Κατά το πρώτον έτος του Σιμωνος, του μεγάλου αρχιερέως, του στρατηγού και αρχηγού των Ιουδαίων”. 42 Ἀρχισε δὲ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς νὰ γράφῃ εἰς τὰ συμφωνητικὰ καὶ τὰ συναλλαγματικά του ἔγγραφα καὶ συμβόλαια: Κατὰ τὸ πρῶτον ἔτος τοῦ Σίμωνος, τοῦ μεγάλου ἀρχιερέως, στρατηγοῦ καὶ ἡγέτου (ἐθνάρχου) τῶν Ἰουδαίων.
43 ᾿Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις παρενέβαλε Σίμων ἐπὶ Γάζαρα καὶ ἐκύκλωσεν αὐτὴν παρεμβολαῖς καὶ ἐποίησεν ἑλεπόλεις καὶ προσήγαγε τῇ πόλει καὶ ἐπάταξε πύργον ἕνα καὶ κατελάβετο. 43 Κατά τας ημέρας εκείνας ο Σιμων εξεστράτευσεν εναντίον των Γαζάρων, περιεκύκλωσε την πόλιν αυτήν με στρατόν, κατεσκεύασε κινητούς πολιορκητικούς πύργους, επλησίασε με αυτούς την πόλιν και ήνοιξε ρήγμα εις μίαν από τας επάλξεις της, την οποίαν και κατέλαβε. 43 Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ὁ Σίμων ἐπολιόρκησε τὴν πόλιν Γάζαρα καὶ τὴν ἐπερικύκλωσε μὲ τὰ στρατεύματά του.Κατεσκεύασε μεγάλους κινητοὺς πολιορκητικοὺς πύργους καὶ τοὺς μετέφερε κοντὰ εἰς τὴν πόλιν.Ἐκτύπησε δὲ ἕνα πύργον (ἔπαλξιν) τῆς πόλεως, τὸν ὁποῖον καὶ κατέλαβε.
44 καὶ ἐξήλλοντο οἱ ἐν τῇ ἑλεπόλει εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἐγένετο κίνημα μέγα ἐν τῇ πόλει. 44 Οι άνδρες, που ήσαν στον κινητόν αυτόν πολιορκητικόν πύργον, επήδησαν μέσα εις την πόλιν, πράγμα το οποίον προεκάλεσε μεγάλην αναταραχήν εις αυτήν. 44 Τότε οἱ ἄνδρες, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὸν κινητὸν πολιορκητικὸν πύργον, ἐπήδησαν ἔξω ἀπὸ αὐτὸν μέσα εἰς τὴν πόλιν.Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἐδημιούργησε μεγάλην σύγχυσιν καὶ ταραχὴν μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς πόλεως.
45 καὶ ἀνέβησαν οἱ ἐν τῇ πόλει σὺν ταῖς γυναιξὶ καὶ τοῖς τέκνοις ἐπὶ τὸ τεῖχος διερρηχότες τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ ἐβόησαν φωνῇ μεγάλῃ ἀξιοῦντες Σίμωνα δεξιὰς αὐτοῖς δοῦναι 45 Οι κάτοικοι τότε με τας γυναίκας και τα παιδιά των ανέβησαν επάνω εις τα τείχη, διέρρηξαν τα ενδύματά των και εφώναξαν με ικετευτικήν μεγάλην κραυγήν, παρακαλούσαν τον Σιμωνα να κάμη ειρήνην με αυτούς 45 Οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες των καὶ τὰ παιδιά των ἀνέβησαν εἰς τὶς ἐπάλξεις τοῦ τείχους, ἔσχισαν τὰ ροῦχα των ὡς δεῖγμα πένθους καὶ ἱκεσίας καὶ ἐφώναξαν μὲ ἰσχυρὰν φωνὴν ζητοῦντες ἀπὸ τὸν Σίμωνα νὰ συνάψῃ μαζί των εἰρήνην
46 καὶ εἶπαν· μὴ ἡμῖν χρήσῃ κατὰ τὰς πονηρίας ἡμῶν, ἀλλὰ κατὰ τὸ ἔλεός σου. 46 και του έλεγαν· “μη φερθής προς ημάς κατά την κακίαν μας, αλλά κατά το ιδικόν σου έλεος”. 46 καὶ εἶπαν εἰς τὸν Σίμωνα: Μὴ συμπεριφερθῇς ἀπέναντί μας, ὅπως ταιριάζει εἰς τὴν κακοήθειαν καὶ τὴν προστυχιά μας, ἀλλ’ ὅπως ἐπιβάλλει ἡ εὐσπλαχνία σου.
47 καὶ συνελύθη Σίμων αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐπολέμησεν αὐτούς· καὶ ἐξέβαλεν αὐτοὺς ἐκ τῆς πόλεως, καὶ ἐκαθάρισε τὰς οἰκίας, ἐν αἷς ἦν τὰ εἴδωλα, καὶ οὕτως εἰσῆλθεν εἰς αὐτὴν ὑμνῶν καὶ εὐλογῶν. 47 Ο Σιμων συνεκινήθη από αυτούς και εσταμάτησε πλέον τον πόλεμον. Τους κατοίκους όμως τους εδίωξεν από την πόλιν, εκαθάρισε τας οικίας, μέσα εις τας οποίας υπήρχαν είδωλα, και έτσι εισήλθεν εις την πόλιν υμνών και δοξάζων τον Θεόν. 47 Ὁ Σίμων συνεκινήθη ἀπὸ τὰ λόγια των καὶ τὴν δύσκολον κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρέθησαν, συνεβιβάσθη μαζί των καὶ δὲν τοὺς ἐπολέμησεν.Ἀλλὰ τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὴν πόλιν Γάζαρα καί, ἀφοῦ ἐκαθάρισε τὰ σπίτια, εἰς τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο τὰ εἴδωλα, ἐμπῆκε εἰς τὴν πόλιν μὲ ὕμνους εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας πρὸς τὸν Θεόν.
48 καὶ ἐξέβαλεν ἐξ αὐτῆς πᾶσαν ἀκαθαρσίαν καὶ κατῴκισεν ἐκεῖ ἄνδρας, οἵτινες τὸν νόμον ποιοῦσι, καὶ προσωχύρωσεν αὐτὴν καὶ ᾠκοδόμησεν ἑαυτῷ ἐν αὐτῇ οἴκησιν. 48 Αφού δε εκαθάρισε την πόλιν από τας ειδωλολατρικάς μολύνσεις, εγκατέστησεν εκεί Ιουδαίους άνδρας, οι οποίοι ετήρουν τον νόμον του Θεού, ωχύρωσε την πόλιν και ανοικοδόμησεν εντός 48 Ἔδιωξε δὲ καὶ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν πόλιν κάθε εἰδωλολατρικὸν ἀντικείμενον, ποὺ τὴν ἔκαμνε θρησκευτικῶς ἀκάθαρτον, καὶ ἐγκατέστησεν ἐκεῖ ἄνδρες (Ἰουδαίους), οἱ ὁποῖοι ἐτηροῦσαν τὸν ἅγιον Νόμον τοῦ Θεοῦ.Κατόπιν ἐνίσχυσε τὰ φρούρια καὶ τὶς ὀχειρώσεις της καὶ ἔκτισε διὰ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν κατοικίαν.
49 οἱ δὲ ἐκ τῆς ἄκρας ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ἐκωλύοντο ἐκπορεύεσθαι καὶ εἰσπορεύεσθαι εἰς τὴν χώραν καὶ ἀγοράζειν καὶ πωλεῖν καὶ ἐπείνασαν σφόδρα, καὶ ἀπώλοντο ἐξ αὐτῶν ἱκανοὶ τῇ λιμῷ. 49 Οι εχθροί, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, εδυσκολεύοντο πλέον να εισέρχωνται και να εξέρχωνται εις την χώραν της Ιουδαίας, δια να αγοράζουν η να πωλούν. Δια τούτο και επείνασαν πάρα πολύ. Εξ αιτίας δε της πείνης των αυτής απέθανον αρκετοί από αυτούς. 49 Οἱ Σύροι, ποὺ εὑρίσκοντο μέσα εἰς τὴν ἀκρόπολιν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἐμποδίζοντο νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὴν ἀκρόπολιν καὶ να εἰσέρχωνται εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας διὰ νὰ συναλλάσωνται, να ἀγοράζουν καὶ νὰ πωλοῦν.Ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως τροφίμων ἐστερήθησαν καὶ ἐπείνασαν πάρα πολύ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποθάνουν ἀρκετοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀπὸ τὴν πεῖναν.
50 καὶ ἐβόησαν πρὸς Σίμωνα δεξιὰς λαβεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς· καὶ ἐξέβαλεν αὐτοὺς ἐκεῖθεν καὶ ἐκαθάρισε τὴν ἄκραν ἀπὸ τῶν μιασμάτων. 50 Εβόησαν δε με ικετευτικήν φωνήν προς τον Σιμωνα να συνάψη ειρήνην, και εκείνος εσυνθηκολόγησε μαζή των, τους έδιωξεν όμως από την ακρόπολιν, την οποίαν και εκαθάρισεν από τα ειδωλολατρικά μιάσματα. 50 Καὶ ὅλοι αὐτοὶ ἱκέτευσαν μὲ φωνὴν δυνατὴν τὸν Σίμωνα, ὅπως εἰρηνεύσουν καὶ συνθηκολογήσουν, ὁ δὲ Σίμων συνεφώνησε καὶ εἰρήνευσε μαζί των.Τοὺς ἔδιωξε ὅμως καὶ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ἀκρόπολιν, τὴν ὁποίαν καὶ ἐκαθάρισεν ἀπὸ ὅλα τὰ εἰδωλολατρικὰ ἀντικείμενα, ποὺ τὴν καθιστοῦσαν θρησκευτικῶς ἀκάθαρτον.
51 καὶ εἰσῆλθον εἰς αὐτὴν τῇ τρίτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ δευτέρου μηνὸς ἔτους ἑνὸς καὶ ἑβδομηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ μετὰ αἰνέσεως καὶ βαΐων καὶ ἐν κινύραις καὶ ἐν κυμβάλοις καὶ ἐν νάβλαις καὶ ἐν ὕμνοις καὶ ἐν ᾠδαῖς, ὅτι συνετρίβη ἐχθρὸς μέγας ἐξ ᾿Ισραήλ. 51 Οι Ιουδαίοι εισήλθαν εις την ακρόπολιν αυτήν κατά την εικοστήν τρίτην του δευτέρου μηνός του εκατοστού εβδομηκοστού πρώτου έτους, δοξολογούντες τον Θεόν και φέροντες εις τα χέρια των κλάδους, παίζοντες κιθάρας, κύμβαλα, νάβλας, έψαλλον δε ύμνους και ωδάς, διότι ένας πολύ μεγάλος εχθρός είχε συντριβή και είχε λείψει πλέον εκ μέσου του Ισραηλιτικού λαού. 51 Ὁ Σίμων καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ἐμπῆκαν εἰς τὴν ἀκρόπολιν τὴν 23ην ἡμέραν τοῦ δευτέρου μηνὸς τοῦ ἑκατοστοῦ ἑβδομηκοστοῦ πρώτου (171ου) ἔτους τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ τὸ 141 π.Χ.) μὲ αἴνους καὶ δοξολογίες εἰς τὸν Θεόν, κρατοῦντες εἰς τὰ χέρια των κλάδους φοινικιᾶς, παίζοντες κινύρες (=ἄρπες) καὶ κύμβαλα καὶ νάβλες (=λύρες), ψάλλωντες ὕμνους καὶ ὠδὲς καὶ πανηγυρίζοντες, διότι συνετρίβη ἕνας μεγάλος καὶ φοβερὸς ἐχθρὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
52 καὶ ἔστησε κατ᾿ ἐνιαυτὸν τοῦ ἄγειν τὴν ἡμέραν ταύτην μετ᾿ εὐφροσύνης. καὶ προσωχύρωσε τὸ ὄρος τοῦ ἱεροῦ τὸ παρὰ τὴν ἄκραν· καὶ ᾤκει ἐκεῖ αὐτὸς καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ. 52 Ωρισε δε ο Σιμων να εορτάζεται κάθε έτος η ημέρα αυτή με πολλήν χαράν. Ωχύρωσε δε ακόμη περισσότερον τον οχυρόν λόφον του ναού, που ευρίσκετο πλησίον της ακροπόλεως. Εκεί δε κατώκησεν ο ίδιος και οι ιδικοί του. 52 Ὁ Σίμων δὲ διέταξε καὶ καθώρισεν, ὥστε νὰ ἐορτάζεται ἡ ἡμέρα αὐτὴ κάθε χρόνον μὲ εὐφροσύνην καὶ πολλὴν χαράν.Ἐνίσχυσεν ἐπίσης μὲ ὀχυρωματικὰ ἔργα τὸν λόφον, ποὺ ἦταν κτισμένος ὁ Ναός, ὁ ὁποῖος λόφος εὑρίσκετο κοντὰ εἰς (ἢ ἀπέναντι ἀπό) τὴν ἀκρόπολιν.Ἐκεῖ δὲ ἐγκατεστάθη αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες του.
53 καὶ εἶδε Σίμων τὸν ᾿Ιωάννην υἱὸν αὐτοῦ, ὅτι ἀνήρ ἐστι, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἡγούμενον τῶν δυνάμεων πασῶν· καὶ ᾤκει ἐν Γαζάροις. 53 Είδεν ο Σιμων ότι ο υιός του ο Ιωάννης είναι ανήρ πλέον και μάλιστα γενναίος και τον κατέστησεν αρχηγόν όλων τω στρατιωτικών του δυνάμεων. Ο Ιωάννης ήλθε και εγκατεστάθη, ως εις έδραν του εις την πάλιν Γαζαρα. 53 Ὅταν ὁ Σίμων εἶδεν ὅτι ὁ Ἰωάννης, ὁ υἱός του, εὑρίσκετο εἰς ὥριμον ἀνδρικὴν ἡλικίαν, τὸν διώρισε διοικητήν (Ἀρχηγόν) ὅλων τῶν στρατιωτικῶν τοῦ δυνάμεων ὁ Ἰωάννης, ὡς γενικὸς στρατιωτικὸς διοικητής, ἐγκατέστησε τὸ ἀρχηγεῖον του εἰς τὴν πόλιν Γάζαρα.