Κυριακή, 06 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:26
Δύση: 19:02
Σελ. 4 ημ.
280-86
16ος χρόνος, 6077η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἤθροισε δυνάμεις πολλὰς ὡς τὴν ἄμμον τὴν περὶ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης καὶ πλοῖα πολλὰ καὶ ἐζήτησε κατακρατῆσαι τῆς βασιλείας ᾿Αλεξάνδρου δόλῳ καὶ προσθεῖναι αὐτὴν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. 1 Ο βασιλεύς της Αιγύπτου, ο Πτολεμαίος, ο Φιλομήτωρ, συνεκέντρωσε πολυαρίθμους στρατιωτικάς δυνάμεις, όπως η άμμος που ευρίσκεται εις την παραλίαν. Κατεσκεύασε πολλά πλοία και απεφάσισε να κυριεύση το βασίλειον του Αλεξάνδρου δια δόλου και να πρόσθεση αυτό στο ιδικόν του βασίλειον της Αιγύπτου. 1 Ο βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου, Πτολεμαῖος ΣΤ' ὁ Φιλομήτωρ, συνεκέντρωσε πάρα πολλὲς στρατιωτικὲς δυνάμεις, ἀναρίθμητες ὡσὰν τὴν ἄμμον, ποὺ εἶναι εἰς τὴν ἀκροθαλασσιά, καὶ πάρα πολὺ ναυτικὸν καὶ ἔβαλεν ὡς στόχον να γίνῃ κύριος τοῦ βασιλείου τοῦ Ἀλεξάνδρου Βάλα μὲ δόλον καὶ νὰ προσαρτήσῃ τὸ βασίλειον αὐτὸ εἰς τὸ ἰδικόν του βασίλειον τῆς Αἰγύπτου.
2 καὶ ἐξῆλθεν εἰς Συρίαν λόγοις εἰρηνικοῖς, καὶ ἤνοιγον αὐτῷ οἱ ἀπὸ τῶν πόλεων καὶ συνήντων αὐτῷ, ὅτι ἐντολὴ ἦν ᾿Αλεξάνδρου τοῦ βασιλέως συναντᾶν αὐτῷ διὰ τὸ πενθερὸν αὐτοῦ εἶναι. 2 Εβγήκε, λοιπόν, από την Αίγυπτον προς την Συρίαν, σκορπίζων παντού ειρηνικούς και φιλικούς λόγους δια τον Αλέξανδρον. Δια τούτο και οι κάτοικοι των διαφόρων πόλεων ήνοιγον εις αυτόν τας πύλας και έσπευσαν να τον προαπαντήσουν, διότι αυτή ήτο η εντολή του βασιλέως Αλεξάνδρου να τον προαπαντούν με τιμάς, διότι ο Πτολεμαίος ήτο πενθερός του. 2 Ἐβγῆκε λοιπὸν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἐπροχώρησε πρὸς τὴν Συρίαν καὶ ἔλεγε πρὸς ὅλους διὰ τὸν Ἀλέξανδρον λόγια εἰρηνικά, ἀλλὰ δόλια καὶ ὑποκριτικά.Οἱ κάτοικοι τῶν πόλεων τὸν ἐπίστευαν καὶ τοῦ ἄνοιγαν τὶς πύλες τῶν πόλεων καὶ ἔτρεχαν νὰ τὸν προϋπαντήσουν, διότι ἦταν ἐντολὴ τοῦ ἰδίου, τοῦ βασιλιᾶ Ἀλεξάνδρου, νὰ τὸν ὑποδέχωνται καὶ νὰ τὸν καλωσορίζουν, ἐπειδὴ ὁ Πτολεμαῖος ἦταν πενθερός του.
3 ὡς δὲ εἰσεπορεύετο εἰς τὰς πόλεις ὁ Πτολεμαῖος, ἀπέτασσε τὰς δυνάμεις φρουρὰν ἐν ἑκάστῃ πόλει. 3 Ο Πτολεμαίος όμως, όταν εισήρχετο εις τας πόλεις, εγκαθιστούσεν εις κάθε πόλιν ιδικήν του στρατιωτικήν δύναμιν ως φρουράν. 3 Ἀλλ’ ὁ Πτολεμαῖος, μόλις εἰσήρχετο εἰς τὶς πόλεις, ἀποσποῦσε τμῆμα τοῦ στρατοῦ του καὶ τὸ ἐγκαθιστοῦσε ὡς φρουρὰν εἰς κάθε πόλιν.
4 ὡς δὲ ἤγγισεν ᾿Αζώτου, ἔδειξαν αὐτῷ τὸ ἱερὸν Δαγὼν ἐμπεπυρισμένον καὶ ῎Αζωτον καὶ τὰ περιπόλια αὐτῆς καθῃρημένα καὶ τὰ σώματα ἐρριμμένα καὶ τοὺς ἐμπεπυρισμένους, οὓς ἐνεπύρισεν ἐν τῷ πολέμῳ· ἐποίησαν γὰρ θημωνίας αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ αὐτοῦ. 4 Οταν δε επλησίασεν εις την Αζωτον, οι κάτοικοι του έδειξαν τον κατακαέντα ναόν του Δαγών, αυτήν ταύτην την Αζωτον και τα κρημνισμένα περίχωρά της, όπως επίσης και τα διασκορπισμένα πτώματα των φονευθέντων, και τας άλλας περιοχάς, αι οποίαι είχον καή κατά τον πόλεμον. Εις τον δρόμον δέ, από τον οποίον διήρχετο ο βασιλεύς της Αιγύπτου, είχαν στήσει σωρούς από αυτά. 4 Ὅταν δὲ ἐπλησίασεν εἰς τὴν πόλιν Ἄζωτον, τοῦ ἔδειξαν τὸν πυρπολημένον ναὸν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ Λαγὼν καὶ τὴν ἰδίαν τὴν Ἄζωτον καὶ τὰ ἐρειπωμένα περίχωρά της καὶ τὰ νεκρὰ σώματα ἐκείνων ποὺ ἐφονεύθησαν, διασκορπισμένα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, καὶ τὰ καμένα πτώματα ἐκείνων, τοὺς ὁποίους ὁ Ἰωνάθαν ἔκαυσε κατὰ τὸν πόλεμον ἐναντίον τῆς Ἀζώτου, καὶ τὴν πυρπόλησιν τῆς πόλεως· διότι οἱ κάτοικοι τῆς Ἀζώτου συνεκέντρωσαν τὰ πτώματα καὶ τὰ ἔστησαν σωροὺς εἰς τὸν δρόμον, ἀπὸ ὅπου ἐπερνοῦσε ὁ Πτολεμαῖος.
5 καὶ διηγήσαντο τῷ βασιλεῖ ἃ ἐποίησεν ᾿Ιωνάθαν εἰς τὸ ψογίσαι αὐτόν· καὶ ἐσίγησεν ὁ βασιλεύς. 5 Οι κάτοικοι διηγήθησαν στον βασιλέα, όσας συμφοράς είχεν επιφέρει εναντίον των ο Ιωνάθαν, δια να κατηγορήσουν τον Ιωνάθαν και τον κάμουν έτσι μισητόν στον βασιλέα. Ο βασιλεύς όμως της Αιγύπτου εσιωπούσε. 5 Οἱ δὲ κάτοικοι τῆς Ἀζώτου διηγήθησαν εἰς τὸν βασιλιᾶ Πτολεμαῖον ὅσα ἔκαμεν ὁ Ἰωνάθαν, διὰ νὰ τὸν δυσφημήσουν καὶ νὰ τὸν κατηγορήσουν.Ἀλλ' ὁ βασιλιᾶς Πτολεμαῖος ἐσιώπησε· δὲν εἶπε τίποτε.
6 καὶ συνήντησεν ᾿Ιωνάθαν τῷ βασιλεῖ εἰς ᾿Ιόππην μετὰ δόξης, καὶ ἠσπάσαντο ἀλλήλους καὶ ἐκοιμήθησαν ἐκεῖ. 6 Ο Ιωνάθαν ήλθε και συνήντησε τον βασιλέα εις την Ιόππην με μεγάλην δόξαν. Ησπάσθησαν ο ένας τον άλλον και επέρασαν μαζή την νύκτα. 6 Ὁ Ἰωνάθαν μετέβη πρὸς συνάντησιν τοῦ βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου εἰς τὴν Ἰόππην μὲ μεγάλην πομπὴν καὶ τιμές.Ἰωνάθαν καὶ Πτολεμαῖος ἐχαιρέτισαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ἐπέρασαν μαζὶ τὴν νύκτα ἐκεῖ.
7 καὶ ἐπορεύθη ᾿Ιωνάθαν μετὰ τοῦ βασιλέως ἕως τοῦ ποταμοῦ τοῦ καλουμένου ᾿Ελευθέρου καὶ ἐπέστρεψεν εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 7 Ο Ιωνάθαν επήγε μαζή με τον βασιλέα έως τον ποταμόν, ο οποίος ονομάζεται Ελεύθερος, και έπειτα επέστρεψεν εις την Ιερουσαλήμ. 7 Καὶ ὁ Ἰωνάθαν συνώδευσε τὸν βασιλιᾶ Πτολεμαῖον μέχρι τὸν ποταμόν, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται Ἐλεύθερος, καὶ κατόπιν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
8 ὁ δὲ βασιλεὺς Πτολεμαῖος ἐκυρίευσε τῶν πόλεων τῆς παραλίας ἕως Σελευκείας τῆς παραθαλασσίας καὶ διελογίζετο περὶ ᾿Αλεξάνδρου λογισμοὺς πονηρούς. 8 Ο βασιλεύς Πτολεμαίος έγινε με τον δόλιον αυτόν τρόπον κύριος των παραλίων πόλεων μέχρι της παραθαλασσίας πόλεως Σελευκείας. Εσκέπτετο δε πάντοτε και κατέστρωνε ολέθρια σχέδια δια τον βασιλέα Αλέξανδρον. 8 Ὁ δὲ βασιλιᾶς Πτολεμαῖος κατέλαβε τὶς παραθαλάσσιες πόλεις μέχρι τὴν πόλιν Σελεύκειαν τὴν παραθαλασσίαν (τὸ ἐπίνειον τῆς Ἀντιοχείας).Ταυτοχρόνως ἐμελετοῦσε καὶ κατέστρωνε πονηρὰ καὶ δόλια σχέδια κατὰ τοῦ γαμβροῦ του, τοῦ βασιλιᾶ Ἀλεξάνδρου Βάλα.
9 καὶ ἀπέστειλε πρέσβεις πρὸς Δημήτριον τὸν βασιλέα λέγων· δεῦρο συνθώμεθα πρὸς ἑαυτοὺς διαθήκην, καὶ δώσω σοι τὴν θυγατέρα μου, ἣν ἔχει ᾿Αλέξανδρος, καὶ βασιλεύσεις τῆς βασιλείας τοῦ πατρός σου· 9 Εστειλε δε αγγελιαφόρους προς τον βασιλέα Δημήτριον λέγων προς αυτόν· “ελά να συνάψωμεν συνθήκην μεταξύ μας και εγώ θα σου δώσω την θυγατέρα μου ως σύζυγον, αυτήν την οποίαν έχει ο Αλέξανδρος, και συ θα γίνης βασιλεύς στο βασίλειον του πατρός σου. 9 Ἔτσι ἀπέστειλε πρεσβευτὰς πρὸς τὸν βασιλιᾶ Δημήτριον Β’, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶπαν: Ἔλα νὰ συνάψωμεν μεταξύ μας συνθήκην φιλίας· ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω ὡς σύζυγον τὴν θυγατέρα μου, τὴν ὁποίαν ἔχει τώρα ὡς σύζυγον ὁ Ἀλέξανδρος, καὶ σὺ θὰ βασιλεύσῃς εἰς τὸ βασίλειον τοῦ πατέρα σου.
10 μεταμεμέλημαι γὰρ δοὺς αὐτῷ τὴν θυγατέρα μου, ἐζήτησε γὰρ ἀποκτεῖναί με. 10 Διότι εγώ μετενόησα, που του έδωκα την θυγατέρα μου ως σύζυγον, αφού άλλωστε αυτός εζήτησε να με δολοφονήση”. 10 Διότι ἔχω μετανοιώσει, ἐπειδὴ τοῦ ἔδωσα ὡς σύζυγον τὴν θυγατέρα μου, καθ’ ὅσον ἐζήτησε νὰ μὲ φονεύσῃ.
11 καὶ ἐψόγισεν αὐτὸν χάριν τοῦ ἐπιθυμῆσαι αὐτὸν τῆς βασιλείας αὐτοῦ· 11 Ο βασιλεύς της Αιγύπτου εσυκοφαντούσε κατ' αυτόν τον τρόπον τον Αλέξανδρον, διότι είχεν επιθυμήσει να καταλάβη το βασίλειόν του. 11 Ὁ Πτολεμαῖος ἐδυσφήμησε καὶ κατηγόρησε τὸν γαμβρόν του Ἀλέξανδρον μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, διότι ἐπωφθαλμιοῦσε τὸ βασιλειόν του.
12 καὶ ἀφελόμενος αὐτοῦ τὴν θυγατέρα ἔδωκεν αὐτὴν τῷ Δημητρίῳ καὶ ἠλλοτριώθη τῷ ᾿Αλεξάνδρῳ καὶ ἐφάνη ἡ ἔχθρα αὐτῶν. 12 Εθεσε δε εις εφαρμογήν τα σχέδιά του και επήρε την θυγατέρα του αυτήν και την έδωκεν στον Δημήτριον. Ετσι δε απεξενώθη από τον Αλέξανδρον και έγινε γνωστή πλέον η εχθρότης μεταξύ των. 12 Ἔτσι ὁ Πτολεμαῖος, ἀφοῦ ἀφήρεσε τὴν θυγατέρα του ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρον, τὴν ἔδωκεν ὡς σύζυγον εἰς τὸν Δημήτριον Β’.Ἔτσι ἀπεξενώθη ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρον, διεκόπη ἡ μεταξύ των συγγενικὴ καὶ φιλικὴ σχέσις καὶ ἔγινε πλέον φανερὴ ἡ μεταξύ των ἔχθρα.
13 καὶ εἰσῆλθε Πτολεμαῖος εἰς ᾿Αντιόχειαν καὶ περιέθετο τὸ διάδημα τῆς ᾿Ασίας· καὶ περιέθετο δύο διαδήματα περὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, τὸ τῆς ᾿Ασίας καὶ Αἰγύπτου. 13 Ο Πτολεμαίος εισήλθεν εις την Αντιόχειαν και έθεσεν εις την κεφαλήν του το βασιλικόν διάδημα της Ασίας. Ετσι δε είχε δύο διαδήματα εις την κεφαλήν του, το της Ασίας και το της Αιγύπτου. 13 Κατόπιν αὐτῶν ὁ Πτολεμαῖος ἐμπῆκε εἰς τὴν Ἀντιόχειαν καὶ ἐφόρεσε τὸ βασιλικὸν στέμμα τῆς Ἀσίας.Ἔτσι ἐφοροῦσε τώρα εἰς τὴν κεφαλήν του δύο διαδήματα· τὸ στέμμα τῆς Ἀσίας καὶ τὸ στέμμα τῆς Αἰγύπτου.
14 ᾿Αλέξανδρος δὲ ὁ βασιλεὺς ἦν ἐν Κιλικίᾳ κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους, ὅτι ἀπεστάτουν οἱ ἀπὸ τῶν τόπων ἐκείνων. 14 Τοτε ο βασιλεύς Αλέξανδρος ευρίσκετο εις την Κιλικίαν, διότι οι κάτοικοι των περιοχών εκείνων είχαν αποστατήσει από αυτόν. 14 Κατὰ τὴν περίοδον ἐκείνην ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος εὑρίσκετο εἰς τὴν Κιλικίαν, διότι οἱ λαοὶ τῆς περιοχῆς ἐκείνης εἶχαν ἐπαναστατήσει ἐναντίον του.
15 καὶ ἤκουσεν ᾿Αλέξανδρος καὶ ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτὸν πολέμῳ. καὶ ἐξήγαγε Πτολεμαῖος τὴν δύναμιν καὶ ἀπήντησεν αὐτῷ ἐν χειρὶ ἰσχυρᾷ καὶ ἐτροπώσατο αὐτόν. 15 Οταν ο βασιλεύς Αλέξανδρος επληροφορήθη την δολίαν συμπεριφοράν του πενθερού του, εξήλθεν εις πόλεμον εναντίον του. Ο βασιλεύς Πτολεμαίος ωδήγησε τον στρατόν του εναντίον του Αλεξάνδρου, επετέθη κατ' αυτού με μεγάλας στρατιωτικάς δυνάμεις και τον κατετρόπωσε. 15 Ὅταν ὅμως ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος ἐπληροφορήθη τὰ ἀνωτέρω γεγονότα, ἐβάδισε διὰ νὰ πολεμήσῃ κατὰ τοῦ πρώην πενθεροῦ του Πτολεμαίου.Τότε ὁ Πτολεμαῖος ὠδήγησε τὸν στρατόν του ἐναντίον του Ἀλεξάνδρου, τοῦ ἐπετέθη μὲ μεγάλην στρατιωτικὴν δύναμιν καὶ τὸν κατενίκησεν.
16 καὶ ἔφυγεν ᾿Αλέξανδρος εἰς τὴν ᾿Αραβίαν τοῦ σκεπασθῆναι αὐτὸν ἐκεῖ. ὁ δὲ βασιλεὺς Πτολεμαῖος ὑψώθη. 16 Ο Αλέξανδρος κατέφυγεν εις την Αραβίαν, δια να εύρη εκεί κάποιαν ασφάλειαν. Ετσι δε ο βασιλεύς Πτολεμαίος εθριάμβευσε. 16 Ὁ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος κατέψυγεν εἰς τὴν Ἀραβίαν διὰ νὰ κρυβῇ καὶ προστατευθῇ ἐκεῖ, καὶ ἔτσι ὁ βασιλιᾶς Πτολεμαῖος ἐθριάμβευσεν.
17 καὶ ἀφεῖλε Ζαβδιὴλ ὁ ῎Αραψ τὴν κεφαλὴν ᾿Αλεξάνδρου καὶ ἀπέστειλε τῷ Πτολεμαίῳ. 17 Ο Ζαβδιήλ ο Αραψ έκοψε την κεφαλήν του Αλεξάνδρου και την έστειλεν στον Πτολεμαιον. 17 Ὁ Ἄραβας δυνάστης (σεΐχης) Ζαβδιὴλ ἀπεκεφάλισε τὸν Ἀλέξανδρον καὶ ἔστειλε τὴν κεφαλήν του εἰς τὸν Πτολεμαῖον.
18 καὶ ὁ βασιλεὺς Πτολεμαῖος ἀπέθανεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, καὶ οἱ ὄντες ἐν τοῖς ὀχυρώμασιν ἀπώλοντο ὑπὸ τῶν ἐν τοῖς ὀχυρώμασι. 18 Αλλά και ο βασιλεύς Πτολεμαίος απέθανεν έπειτα από τρεις ημέρας. Τοτε οι Αιγύπτιοι, οι οποίοι ευρίσκοντο ως φρουροί εις τας οχυράς πόλεις της Συρίας, εφονεύθησαν από τους κατοίκους των οχυρών αυτών. 18 Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ὁ βασιλιᾶς Πτολεμαῖος ΣΤ’ ἀπέθανεν· οἱ δὲ Αἰγύπτιοι στρατιῶται του, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο ὡς φρουρὰ εἰς τὰ διάφορα φρούρια, ἐφονεύθησαν ἀπὸ τοὺς τοπικοὺς κατοίκους τῶν ὀχυρῶν.
19 καὶ ἐβασίλευσε Δημήτριος ἔτους ἑβδόμου καὶ ἑξηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ. 19 Ο Δημήτριος επωφεληθείς από τας περιστάσεις αυτάς έγινε βασιλεύς κατά το εκατοστόν εξηκοστόν έβδομον έτος. 19 Ἔτσι ὁ Δημήτριος Β’ ἔγινε βασιλιᾶς κατὰ τὸ ἑκατοστὸν ἑξηκοστὸν ἕβδομον (167ον) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν, δηλαδὴ τὸ 145 π.Χ.
20 ᾿Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις συνήγαγεν ᾿Ιωνάθαν τοὺς ἐκ τῆς ᾿Ιουδαίας τοῦ ἐκπολεμῆσαι τὴν ἄκραν τὴν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐποίησεν ἐπ᾿ αὐτὴν μηχανὰς πολλάς. 20 Κατά τον καιρόν εκείνον ο Ιωνάθαν συνεκέντρωσεν από την Ιουδαίαν άνδρας, δια να πολεμήση και καταλάβη την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ. Κατεσκεύασε λοιπόν, και ετοποθέτησεν εναντίον της πολυαρίθμους πολιορκητικάς μηχανάς. 20 Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ὁ Ἰωνάθαν συνεκέντρωσε τοὺς ἄνδρες τῆς Ἰουδαίας, διὰ νὰ ἐπιτεθῇ ἐναντίον τῆς φρουρᾶς τῆς ἀκροπόλεως τῆς Ἰερουσαλῆμ· μετέφερε δὲ ἀπέναντί της καὶ ἔστησεν ἐναντίον της πολλὲς πολιορκητικὲς μηχανές.
21 καὶ ἐπορεύθησάν τινες μισοῦντες τὸ ἔθνος αὐτῶν ἄνδρες παράνομοι πρὸς τὸν βασιλέα καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ ὅτι ᾿Ιωνάθαν περικάθηται τὴν ἄκραν. 21 Τοτε μερικοί εξωμόται και παράνομοι άνδρες από τους Ιουδαίους, οι οποίοι εμισούσαν το έθνος των, επήγαν προς τον βασιλέα Δημήτριον και του ανήγγειλαν, ότι ο Ιωνάθαν πολιορκεί την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ. 21 Ἀλλὰ μερικοὶ ἐξωμόται Ἰουδαῖοι, ποὺ ἐμισοῦσαν τὸ ἔθνος των καὶ τὸν λαόν των, μετέβησαν εἰς τὸν βασιλιᾶ, τὸν Δημήτριον Β’, καὶ τοῦ ἀνήγγειλαν ὅτι ὁ Ἰωνάθαν πολιορκεῖ τὴν ἀκρόπολιν τῆς Ἱερουσαλήμ.
22 καὶ ἀκούσας ὠργίσθη· ὡς δὲ ἤκουσεν, εὐθέως ἀναζεύξας ἦλθεν εἰς Πτολεμαΐδα καὶ ἔγραψεν ᾿Ιωνάθαν τοῦ μὴ περικαθῆσθαι τῇ ἄκρᾳ καὶ τοῦ ἀπαντῆσαι αὐτὸν αὐτῷ συμμίσγειν εἰς Πτολεμαΐδα τὴν ταχίστην. 22 Ο βασιλεύς Δημήτριος, όταν ήκουσεν αυτό, ωργίσθη. Αμέσως δε μόλις ήκουσε τας πληροφορίας αυτάς έσπευσε και ήλθεν εις την Πτολεμαΐδα. Από εκεί δε έγραψεν στον Ιωνάθαν να μη πολιορκήση πλέον την ακρόπολιν και να έλθη εις συνάντησίν του, όσον το δυνατόν τάχιστα εις την Πτολεμαΐδα. 22 Ὅταν ὁ βασιλιᾶς ἐπληροφορήθη τὸ γεγονὸς τοῦτο, ὠργίσθη.Μόλις δὲ ἄκουσε ὅλα αὐτά, ἀνεχώρησε μὲ τὸν στρατόν του καὶ ἦλθεν ἀμέσως εἰς τὴν Πτολεμαΐδα.Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔγραψεν εἰς τὸν Ἰωνάθαν νὰ μὴ συνεχίσῃ τὴν πολιορκίαν τῆς ἀκροπόλεως, νὰ τὸν συναντήσῃ δὲ τὸ ταχύτερον εἰς τὴν Πτολεμαΐδα διὰ νὰ συζητήσουν.
23 ὡς δὲ ἤκουσεν ᾿Ιωνάθαν, ἐκέλευσε περικαθῆσθαι καὶ ἐπέλεξε τῶν πρεσβυτέρων ᾿Ισραὴλ καὶ τῶν ἱερέων καὶ ἔδωκεν ἑαυτὸν τῷ κινδύνῳ· 23 Οταν ο Ιωνάθαν επληροφορήθη τούτο, διέταξε να συνεχισθή η πολιορκία της ακροπόλεως. Εξέλεξε δε και επήρε μαζή του μερικούς από τους πρεσβυτέρους του Ισραηλιτικού λαού και από τους ιερείς και εξέθεσε τον εαυτόν του στον κίνδυνον της συναντήσεως με τον Δημήτριον. 23 Ὅταν ὁ Ἰωνάθαν ἔλαβε τὸ μήνυμα τοῦτο τοῦ βασιλιᾶ, ἔδωκεν ἐντολὴν νὰ συνεχισθῇ ἡ πολιορκία.Κατόπιν ἐδιάλεξε ὡρισμένους ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ μετέβη εἰς συνάντησιν τοῦ Δημητρίου, παραδίδων μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον τὸν ἑαυτόν του εἰς κίνδυνον.
24 καὶ λαβὼν ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ ἱματισμὸν καὶ ἕτερα ξένια πλείονα ἐπορεύθη πρὸς τὸν βασιλέα εἰς Πτολεμαΐδα καὶ εὗρε χάριν ἐνώπιον αὐτοῦ. 24 Επήρε δε ακόμη μαζή του ο Ιωνάθαν άργυρον, χρυσόν, ενδύματα και άλλα πολλά δώρα και μετέβη προς τον βασιλέα εις την Πτολεμαΐδα. Εγινεν όμως ευμενώς από αυτόν δεκτός. 24 Ἀφοῦ δὲ παρέλαβε μαζί του ἀσῆμι καὶ χρυσάφι καὶ ἐνδύματα καὶ πολλὰ ἄλλα δῶρα, ἐπῆγε διὰ νὰ συναντήσῃ τὸν βασιλιᾶ εἰς τὴν Πτολεμαΐδα.Ἔτσι ἐκέρδισε τὴν εὔνοιαν καὶ τὴν χάριν τοῦ βασιλιᾶ Δημητρίου Β'.
25 καὶ ἐνετύγχανον κατ᾿ αὐτοῦ τινες ἄνομοι τῶν ἐκ τοῦ ἔθνους. 25 Αλλά μερικοί παράνομοι από το Ισραηλιτικόν έθνος κατηγόρησαν τον Ιωνάθαν στον Δημήτριον. 25 Ἐν τούτοις κάποιοι ἐξωμόται τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους προσπαθοῦσαν νὰ τὸν κατηγορήσουν καὶ νὰ τὸν διαβάλουν εἰς τὸν βασιλιᾶ.
26 καὶ ἐποίησεν αὐτῷ ὁ βασιλεὺς καθὼς ἐποίησαν αὐτῷ οἱ πρὸ αὐτοῦ, καὶ ὕψωσεν αὐτὸν ἐναντίον πάντων τῶν φίλων αὐτοῦ, 26 Ο βασιλεύς όμως Δημήτριος εφέρθη απέναντι του Ιωνάθαν, όπως είχαν φερθή και οι προκάτοχοί του βασιλείς, ετίμησε δηλαδή και εδόξασεν αυτόν ενώπιον όλων των φίλων τοω. 26 Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ βασιλιᾶς Δημήτριος Β' τοῦ συμπεριεφέρθη, ὅπως τοῦ εἶχαν συμπεριφερθῆ οἱ προκάτοχοί του βασιλεῖς, καὶ τὸν ἐτίμησεν ἐνώπιον ὅλων τῶν Φίλων του.
27 καὶ ἔστησεν αὐτῷ τὴν ἀρχιερωσύνην καὶ ὅσα ἄλλα εἶχε τίμια τὸ πρότερον καὶ ἐποίησεν αὐτὸν τῶν πρώτων φίλων ἡγεῖσθαι. 27 Παρέδωσε δηλαδή και ανεγνώρισεν, εις αυτόν την αρχιερωσύνην και όσα αλλά δικαιώματα είχε προηγουμένως και περιέλαβεν αυτόν μεταξύ των στενωτέρων του φίλων. 27 Ἐπεκύρωσε δὲ εἰς τὸν Ἰωνάθαν τὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης, ποὺ εἶχεν ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ Ἀλέξανδρον, καὶ τοῦ ἀνεγνώρισεν ὅλες τὶς ἄλλες διακρίσεις καὶ τὰ προνόμια, ποὺ εἶχε μέχρι τότε, καὶ τὸν συμπεριέλαβεν εἰς τὸν κύκλον τῶν στενῶν Φίλων τοῦ βασιλιᾶ.
28 καὶ ἠξίωσεν ᾿Ιωνάθαν τὸν βασιλέα ποιῆσαι τὴν ᾿Ιουδαίαν ἀφορολόγητον καὶ τὰς τρεῖς τοπαρχίας καὶ τὴν Σαμαρεῖτιν καὶ ἐπηγγείλατο αὐτῷ τάλαντα τριακόσια. 28 Ο Ιωνάθαν παρεκάλεσε τον βασιλέα Δημήτριον, να απαλλάξη την Ιουδαίαν από την φορολογίαν, όπως επίσης και τας τρστοπαρχίας της Σαμαρείας και υπεσχέθη να του προσφέρη τριακόσια τάλαντα. 28 Τότε ὁ Ἰωνάθαν ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ Δημήτριον Β' νὰ ἀπαλλάξῃ ἀπὸ τὴν φορολογίαν τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὶς τρεῖς ἐπαρχίες (τμήματα) τῆς Σαμαρείας· τοῦ ὑπεσχέθη δὲ εἰς ἀντάλλαγμα τριακόσια τάλαντα (=2.500.000 χρυσᾶ γαλλικὰ φράγκα κατὰ τοὺς PC).
29 καὶ εὐδόκησεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἔγραψε τῷ ᾿Ιωνάθαν ἐπιστολὰς περὶ πάντων τούτων ἐχούσας τὸν τρόπον τοῦτον· 29 Ο βασιλεύς εδέχθη ευμενώς την πρότασιν αυτήν του Ιωνάθαν και του έδωσεν επιστολήν εις την οποίαν έγραφε τα εξής· 29 Ὁ βασιλιᾶς συγκατετέθη εἰς τὴν παράκλησιν τοῦ Ἰωνάθαν καὶ ἔγραψεν εἰς τὸν Ἰωνάθαν ἐπιστολήν - διάταγμα περὶ ὅλων αὐτῶν μὲ τὸ ἀκόλουθον περιεχόμενον:
30 «Βασιλεὺς Δημήτριος ᾿Ιωνάθαν τῷ ἀδελφῷ χαίρειν, καὶ ἔθνει ᾿Ιουδαίων. 30 “Ο βασιλεύς Δημήτριος χαιρετίζει τον αδελφόν του τον Ιωνάθαν και το έθνος των Ιουδαίων. 30 Ὁ βασιλιᾶς Δημήτριος πρὸς τὸν ἀδελφὸν Ἰωνάθαν, εὔχεται εἰς αὐτὸν νὰ χαίρῃ, ὅπως ἐπίσης καὶ εἰς τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων.
31 τὸ ἀντίγραφον τῆς ἐπιστολῆς, ἧς ἐγράψαμεν Λασθένει τῷ συγγενεῖ ἡμῶν περὶ ὑμῶν, γεγράφαμεν καὶ πρὸς ὑμᾶς ὅπως εἰδῆτε. 31 Απευθύνομεν και προς σας, δια να λάβετε γνώσιν, αντίγραφον της επιστολής μας, την οποίαν εστείλαμεν δια σας στον συγγενή μας τον Λασθένην. 31 Αὐτὸ εἶναι ἀντίγραφον τῆς ἐπιστολῆς μας, τὴν ὁποίαν ἐγράψαμεν εἰς τὸν συγγενῆ μας Λασθένην διὰ σᾶς, καὶ τὸ ὁποῖον ἀντίγραφον ἀποστέλλομεν καὶ πρὸς σᾶς, διὰ νὰ πληροφορηθῆτε σχετικῶς.
32 βασιλεὺς Δημήτριος Λασθένει τῷ πατρὶ χαίρειν. 32 Ο βασιλεύς Δημήτριος χαιρετίζει τον πατρικόν του φίλον Λασθένην. 32 Ὁ βασιλιᾶς Δημήτριος πρὸς τὸν σεβαστὸν καὶ τιμημένον φίλον Λασθένην, εὔχεται εἰς αὐτὸν νὰ χαίρῃ.
33 τῷ ἔθνει τῶν ᾿Ιουδαίων φίλοις ἡμῶν καὶ συντηροῦσι τὰ πρὸς ἡμᾶς δίκαια ἐκρίναμεν ἀγαθοποιῆσαι χάριν τῆς ἐξ αὐτῶν εὐνοίας πρὸς ἡμᾶς. 33 Εκρίναμεν και απεφασίσαμεν, να πράξωμεν το καλόν προς το έθνος των Ιουδαίων χάριν της ευνοίας, που τρέφουν αυτοί προς ημάς και διότι τηρούν και πράττουν το δίκαιον προς ημάς. 33 Εἰς τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων, τὸ ὁποῖον εἶναι φιλικὸν καὶ σύμμαχός μας καὶ εἶναι πιστὸν εἰς τὰ πρὸς ἡμᾶς καθήκοντά του ὡς ἀφωσιωμένοι ὑπήκοοι, ἀπεφασίσαμεν νὰ τοῦ φανῶμεν εὐεργέται· καὶ τοῦ δείχνομεν τὴν εὔνοιάν μας ἕνεκα τῶν ἀγαθῶν διαθέσεων καὶ τῆς καλῆς θελήσεώς του πρὸς ἡμᾶς.
34 ἑστάκαμεν οὖν αὐτοῖς τά τε ὅρια τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ τοὺς τρεῖς νομούς, ᾿Αφαίρεμα καὶ Λύδδαν καὶ Ραμαθέμ, οἵτινες προσετέθησαν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ ἀπὸ τῆς Σαμαρείτιδος, καὶ πάντα τὰ συγκυροῦντα αὐτοῖς πᾶσι τοῖς θυσιάζουσιν εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἀντὶ τῶν βασιλικῶν, ὧν ἐλάμβανεν ὁ βασιλεὺς παρ᾿ αὐτῶν τὸ πρότερον κατ᾿ ἐνιαυτὸν ἀπὸ τῶν γεννημάτων τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τῶν ἀκροδρύων. 34 Εχομεν αναγνωρίσει και επικυρώνομεν εις αυτούς την χώραν της Ιουδαίας και τους τρεις νομούς, Αφαίρεμα, Λυδδαν και Ραμαθέμ, οι οποίοι άλλως τε είχαν αφαιρεθή από την Σαμάρειαν και προστεθή εις την Ιουδαίαν, όπως επίσης και όλα όσα εξαρτώνται εξ αυτών. Ολα δε αυτά προς ωφέλειαν εκείνων, οι οποίοι έρχονται να προσφέρουν θυσίας στον ναόν της Ιερουσαλήμ, και παραχωρούνται αντί των προσόδων, τας οποίας ελάμβανε προηγουμένως ο βασιλεύς κάθε χρόνον από αυτούς, από τα προϊόντα των αγρών των και από τα καρποφόρα δένδρα. 34 Ἔχομεν λοιπὸν ἐπικυρώσει εἰς αὐτοὺς ὅλην τὴν περιοχὴν τῆς Ἰουδαίας καὶ τὶς τρεῖς ἐπαρχίες (τμήματα), δηλαδὴ Ἀφαίρεμα, Λύδδαν καὶ Ραμαθέμ· οἱ ἐπαρχίες αὐτὲς ἀφηρέθησαν ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν καὶ προσετέθησαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν μαζὶ μὲ ὅσα ἐξαρτῶνται ἀπὸ αὐτές.Αὐτὰ προσφέρονται διὰ τὴν ὠφέλειαν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται νὰ προσφέρουν θυσίαν εἰς τὸν Ναὸν τῶν Ἱεροσολύμων.Αὐτὴ ἡ παραχώρησις γίνεται εἰς ἀντικατάστασιν τῶν ἐτησίων προσόδων, τὶς ὁποῖες ὁ βασιλιᾶς εἰσέπραττε προηγουμένως ἀπὸ τὶς περιοχὲς αὐτές, ἀπὸ τὴν συγκομιδὴν τῶν γεννημάτων (σπόρων) τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τὴν συγκομιδὴν τῶν καρπῶν τῶν δένδρων.
35 καὶ τὰ ἄλλα τὰ ἀνήκοντα ἡμῖν ἀπὸ τοῦ νῦν τῶν δεκατῶν καὶ τῶν τελῶν τῶν ἀνηκόντων ἡμῖν καὶ τὰς τοῦ ἁλὸς λίμνας καὶ τοὺς ἀνήκοντας ἡμῖν στεφάνους, πάντα ἐπαρκῶς παρίεμεν αὐτοῖς. 35 Επίσης από τώρα και στο εξής παραιτούμεθα πλήρως από όλα τα άλλα δικαιώματα, που μας ανήκουν, από τα δέκατα, από τους φόρους, από τας αλατοφόρους λίμνας- τας αλυκάς- και από τους φόρους των βασιλικών στεφάνων, που μας ανήκουν. 35 Ἀπὸ ὅλα δὲ τὰ ἄλλα δικαιώματα, τὰ ὁποῖα μᾶς ἀνήκουν ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, δηλαδὴ τὰ δικαιώματα ἐπὶ τῆς δεκάτης καὶ τῶν φόρων, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἀνήκουν, καὶ ἀπὸ τὶς ἁλυκές (τὶς λίμνες τοῦ ἅλατος) καὶ τὸν στεφανίτην (ἢ στεφανιτικόν) φόρον, ἀπὸ ὅλα αὐτὰ παραιτούμεθα πλήρως ὑπὲρ τῶν Ἰουδαίων.
36 καὶ οὐκ ἀθετηθήσεται οὐδὲ ἓν τούτων ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον. 36 Κανένα από αυτά δεν θα ακυρωθή ποτέ από τώρα και στον άπαντα χρόνον. 36 Καμμία δὲ ἀπὸ αὐτὲς τὶς παροχὲς καὶ κανένα ἀπὸ τὰ παραχωρούμενα δικαιώματα δὲν θὰ ἀνακληθῆ ποτέ, ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον.
37 νῦν οὖν ἐπιμέλεσθε τοῦ ποιῆσαι τούτων ἀντίγραφον καὶ δοθήτω ᾿Ιωνάθαν καὶ τεθήτω ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ ἐν τόπῳ ἐπισήμῳ». 37 Τωρα, λοιπόν, επιμεληθήτε να κάμετε αντίγραφον όλων αυτών, δια να δοθή στον Ιωνάθαν και να τοποθετηθή στο ιερόν άγιον όρος της Ιερουσαλήμ εις τόπον καταφανή”. 37 Τώρα λοιπὸν φροντίστε νὰ κάμετε ἀντίγραφον τοῦ διατάγματος αὐτοῦ, τὸ ὁποῖον νὰ δοθῇ εἰς τὸν Ἰωνάθαν καὶ νὰ τοποθετηθῇ εἰς τὸν ἱερὸν Ναόν, ποὺ εἶναι κτισμένος εἰς τὸ ἅγιον ὄρος τῆς Σιὼν νὰ τοποθετηθῇ δὲ εἰς τόπον περίβλεπτον, ὥστε νὰ τὸ βλέπουν ὅλοι.
38 Καὶ εἶδε Δημήτριος ὁ βασιλεὺς ὅτι ἡσύχασεν ἡ γῆ ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ οὐδὲν αὐτῷ ἀνθειστήκει, καὶ ἀπέλυσε πάσας τὰς δυνάμεις αὐτοῦ ἕκαστον εἰς τὸν ἴδιον τόπον, πλὴν τῶν ξένων δυνάμεων, ὧν ἐξενολόγησεν ἀπὸ τῶν νήσων τῶν ἐθνῶν· καὶ ἤχθραναν αὐτῷ πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν πατέρων αὐτοῦ. 38 Ο βασιλεύς Δημήτριος, ο δεύτερος, είδεν ότι η χώρα του είχεν ησυχάσει από τους πολέμους ενώπιόν του και κανείς πλέον δεν ανθίστατο εις αυτόν. Δια τούτο απέλυσεν όλας τας στρατιωτικάς του δυνάμεις, ώστε ο καθένας να επανέλθη στον τόπον του, πλην των ξένων στρατιωτών, τους οποίους είχε στρατολογήσει από τας νήσους των ειδωλολατρικών εθνών. Αυτό έγινεν αφορμή και τον εμίσησαν οι στρατοί των προγόνων του. 38 Ὅταν ὁ βασιλιᾶς Δημήτριος Β’ εἶδεν ὅτι ἡ γῆ ἡσύχασεν ἀπὸ τοὺς πολέμους κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν του καὶ ὅτι καμμία ἀντίστασις δὲν ὑπῆρχε πλέον ἐναντίον του, ἀπέλυσεν ὅλες τὶς στρατιωτικές του δυνάμεις καὶ ἔστειλε τὸν κάθε στρατιώτην εἰς τὴν πατρίδα του, ἐκτὸς τῶν ξένων στρατιωτῶν, τοὺς ὁποίους εἶχε στρατολογήσει ἀπὸ τὰ νησιὰ τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν.Ἡ ἀποστρατεία αὐτὴ ἐπροκάλεσε τὴν ἐναντίον του ἐχθρότητα ὅλων τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων, ποὺ ὑπηρέτησαν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν προκατόχων του βασιλέων.
39 Τρύφων δὲ ἦν τῶν παρὰ ᾿Αλέξάνδρου τὸ πρότερον καὶ εἶδεν ὅτι πᾶσαι αἱ δυνάμεις καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου, καὶ ἐπορεύθη πρὸς Εἰμαλκουαὶ τὸν ῎Αραβα, ὃς ἔτρεφε τὸν ᾿Αντίοχον τὸ παιδάριον τὸ τοῦ ᾿Αλεξάνδρου. 39 Ο Τρύφων, ο οποίος προηγουμένως ήτο ένας από τους άνδρας του Αλεξάνδρου, είδεν ότι όλαι αι δυνάμεις γογγύζουν εναντίον του Δημητρίου. Επορεύθη, λοιπόν, προς τον Ειμαλκουαί τον Αραβα, ο οποίος ανέτρεφε τον Αντίοχον υιόν του Αλεξάνδρου και 39 Ὅταν ὁ Τρύφων, ὁ ὁποῖος ἀνῆκε προηγουμένως εἰς τοὺς ὑποστηρικτὰς τοῦ βασιλιᾶ Ἀλεξάνδρου, διεπίστωσεν ὅτι ὅλες οἱ στρατιωτικὲς δυνάμεις γογγύζουν ἐναντίον τοῦ Δημητρίου, ἐπῆγε εἰς τὸν Εἰμαλκουαὶ τὸν Ἄραβα, ὁ ὁποῖος ἀνέτρεφε τὸν Ἀντίοχον, τὸν υἱὸν τοῦ βασιλιᾶ Ἀλεξάνδρου (Βάλα).
40 καὶ προσήδρευεν αὐτῷ, ὅπως παραδοῖ αὐτὸν αὐτῷ, ὅπως βασιλεύσῃ ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ὅσα συνετέλεσε Δημήτριος καὶ τὴν ἔχθραν, ἣν ἐχθραίνουσιν αὐτῷ αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ ἡμέρας πολλάς. 40 τον επίεζε να παραδώση εις αυτόν τον Αντίοχον, δια να τον αναδείξη βασιλέα αντί του πατρός του. Διηγήθη δε εις αυτόν ο Τρύφων όλα, όσα είχε κάμει ο Δημήτριος και την εχθρότητα, την οποίαν έτρεφαν εναντίον αυτού αι στρατιωτικαί δυνάμεις. Ο Τρύφων έμεινεν εκεί πολλάς ημέρας. 40 Ὁ Τρύφων ἐπιεζεν ἐπιμόνως καὶ συνεχῶς τὸν Εἰμαλκουαὶ νὰ τοῦ παραδώσῃ τὸν υἱὸν τοῦ Ἀλεξάνδρου, διὰ νὰ τὸν ἀνακηρύξῃ βασιλιᾶ, διάδοχον τοῦ πατέρα του.Καὶ ὁ Τρύφων ἐπληροφόρησε τὸν Εἰμαλκουαὶ διὰ τὰ μέτρα, ποὺ ἔλαβεν ὁ Δημήτριος, καὶ διὰ τὴν ἐχθρότητα, τὴν ὁποίαν τρέφουν ἐναντίον του οἱ στρατιωτικές του δυνάμεις.Ἔμεινε δὲ ὁ Τρύφων κοντὰ εἰς τὸν Εἰμαλκουαὶ ἐπὶ πολλὲς ἡμέρες.
41 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιωνάθαν πρὸς Δημήτριον τὸν βασιλέα, ἵνα ἐκβάλῃ τοὺς ἐκ τῆς ἄκρας ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ τοὺς ἐν τοῖς ὀχυρώμασιν· ἦσαν γὰρ πολεμοῦντες τὸν ᾿Ισραήλ. 41 Ο Ιωνάθαν έστειλεν ανθρώπους του προς τον Δημήτριον τον βασιλέα, και εζήτησε την βοήθειάν του, δια να εκδιώξη τους Συρους στρατιώτας από την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ και από τα άλλα οχυρά, που κατείχαν, διότι οι άνδρες αυτοί της φρουράς ευρίσκοντο εις διαρκή πόλεμον εναντίον των Ισραηλιτών. 41 Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἰωνάθαν ἔστειλεν ἀπεσταλμένους εἰς τὸν βασιλιᾶ Δημήτριον Β' καὶ τοῦ ἐζήτησε νὰ ἀποσύρῃ τὶς στρατιωτικὲς φρουρὲς ἀπὸ τὴν ἀκρόπολιν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα ὀχυρὰ τῆς Ἰουδαίας· διότι οἱ στρατιῶται αὐτοὶ ἐπολεμοῦσαν συνεχῶς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
42 καὶ ἀπέστειλε Δημήτριος πρὸς ᾿Ιωνάθαν λέγων· οὐ μόνον ταῦτα ποιήσω σοι καὶ τῷ ἔθνει σου, ἀλλὰ δόξῃ δοξάσω σε καὶ τὸ ἔθνος σου, ἐὰν εὐκαιρίας τύχω. 42 Ο Δημήτριος απήντησεν στον Ιωνάθαν και του είπεν· “όχι μόνον αυτό θα πράξω προς χάριν σου και του έθνους σου, άλλα και με ιδιαιτέραν δόξαν θα δοξάσω και σε και το έθνος σου αμέσως μόλις μου δοθή ευκαιρία. 42 Ὁ Δημήτριος ἀπήντησεν εἰς τὸ αἴτημα τοῦτο τοῦ Ἰωνάθαν ὡς ἐξῆς: Ὄχι μόνον θὰ κάμω τοῦτο, ποὺ μοῦ ἐζήτησες, εἰς σὲ καὶ εἰς τὸ ἔθνος σου, ἀλλὰ θὰ δοξάσω σὲ καὶ τὸ ἔθνος σου μὲ μεγάλην δόξαν καὶ τιμήν, μόλις θὰ μοῦ δοθῇ ἡ κατάλληλος εὐκαιρία.
43 νῦν οὖν ὀρθῶς ποιήσεις ἀποστείλας μοι ἄνδρας, οἳ συμμαχήσουσιν, ὅτι ἀπέστησαν πᾶσαι αἱ δυνάμεις μου. 43 Τωρα όμως θα πράξης και συ πολύ καλά, εάν μου στείλης άνδρας, δια να με βοηθήσουν, διότι έχουν αποστατήσει όλαι αι στρατιωτικαί μου δυνάμεις”. 43 Πρὸς τὸ παρὸν ὅμως καλὰ θὰ κάμῃς νὰ μοῦ στείλῃς καὶ σὺ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι θὰ μὲ βοηθήσουν καὶ θὰ μὲ ἐνισχύσουν, διότι ὅλος ὁ στρατός μου ἔχει ἀποστατήσει.
44 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιωνάθαν ἄνδρας τρισχιλίους δυνατοὺς ἰσχύϊ αὐτῷ εἰς ᾿Αντιόχειαν, καὶ ἤλθοσαν πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ηὐφράνθη ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τῇ ἐφόδῳ αὐτῶν. 44 Ο Ιωνάθαν έστειλεν πράγματι εις την Αντιόχειαν τρεις χιλιάδας άνδρας γενναίους. Αυτοί ήλθον προς τον βασιλέα, ο δε βασιλεύς εχάρηκε πάρα πολύ με την άφιξίν των. 44 Ὁ Ἰωνάθαν ἀπέστειλεν εἰς τὸν Δημήτριον τρεῖς χιλιάδες (3.000) ἐπιλέκτους, γενναίους ἄνδρες εἰς τὴν Ἀντιόχειαν.Αὐτοὶ ἦλθαν εἰς τὸν βασιλιᾶ, ὁ δὲ βασιλιᾶς ἐχάρη πάρα πολὺ διὰ τὴν ἄφιξίν των.
45 καὶ ἐπισυνήχθησαν οἱ ἐκ τῆς πόλεως εἰς μέσον τῆς πόλεως εἰς ἀνδρῶν δώδεκα μυριάδας ἀνδρῶν καὶ ἠβούλοντο ἀνελεῖν τὸν βασιλέα. 45 Οι κάτοικοι της πόλεως Αντιοχείας συνεκεντρώθησαν στο μέσον της πόλεως, περίπου εκατόν είκοσι χιλιάδες άνδρες, και ηθέλησαν να φονεύσουν τον βασιλέα. 45 Οἱ κάτοικοι τῆς Ἀντιοχείας συνεκεντρώθησαν εἰς τὸ κέντρον τῆς πόλεως, ὁ δὲ ἀριθμός των ἀνήρχετο εἰς ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες (120.000), μὲ τὴν ἀπόφασιν νὰ φονεύσουν τὸν βασιλιᾶ Δημήτριον Β'.
46 καὶ ἔφυγεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν αὐλήν, καὶ κατελάβοντο οἱ ἐκ τῆς πόλεως τὰς διόδους τῆς πόλεως καὶ ἤρξαντο πολεμεῖν. 46 Ο βασιλεύς κατέφυγεν εις την αυλήν των ανακτόρων του. Οι κάτοικοι της πόλεως κατέλαβαν τας οδούς της πόλεως και ήρχισαν πόλεμον εναντίον αυτού. 46 Καὶ ὁ βασιλιᾶς κατέφυγεν εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀνακτόρου του, ἐνῷ οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως κατέλαβαν τοὺς δημοσίους δρόμους τῆς Ἀντιοχείας καὶ ἄρχισαν νὰ πολεμοῦν ἐναντίον του.
47 καὶ ἐκάλεσεν ὁ βασιλεὺς τοὺς ᾿Ιουδαίους ἐπὶ βοήθειαν, καὶ ἐπισυνήχθησαν πρὸς αὐτὸν πάντες ἅμα καὶ διεσπάρησαν ἐν τῇ πόλει πάντες ἅμα καὶ ἀπέκτειναν ἐν τῇ πόλει ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς μυριάδας δέκα· 47 Ο βασιλεύς εκάλεσε τους Ιουδαίους εις βοήθειαν. Ολοι οι Ιουδαίοι συνεκεντρώθησαν γύρω από αυτόν και έπειτα αμέσως διεσκορπίσθησαν εις την πόλιν και εφόνευσαν κατά την ημέραν εκείνην εις την πόλιν της Αντιοχείας εκατόν χιλιάδας άνδρας. 47 Τότε ὁ βασιλιᾶς Δημήτριος ἐκάλεσε τοὺς Ἰουδαίους εἰς βοήθειαν, ὅλοι δὲ αὐτοὶ συνεκεντρώθησαν ἀμέσως κοντά του· ἀμέσως δὲ διεσκορπίσθησαν ὅλοι εἰς τὴν πόλιν καὶ ἐφόνευσαν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἰς τὴν Ἀντιόχειαν περὶ τὶς ἑκατὸν χιλιάδες (100.000) πολίτες.
48 καὶ ἐνεπύρισαν τὴν πόλιν καὶ ἐλάβοσαν σκῦλα πολλὰ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ ἔσωσαν τὸν βασιλέα. 48 Παρέδωκαν την πόλιν στο πυρ, επήραν πολλά λάφυρα από αυτήν κατά την ημέραν εκείνην και διέσωσαν τον βασιλέα. 48 Ἐπίσης ἐπυρπόλησαν τὴν Ἀντιόχειαν, ἔλαβαν δὲ λάφυρα πολλὰ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ἔτσι ἔσωσαν τὸν βασιλιᾶ.
49 καὶ εἶδον οἱ ἀπὸ τῆς πόλεως ὅτι κατεκράτησαν οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῆς πόλεως ὡς ἠβούλοντο, καὶ ἠσθένησαν ταῖς διανοίαις αὐτῶν καὶ ἐκέκραξαν πρὸς τὸν βασιλέα μετὰ δεήσεως λέγοντες· 49 Οι κάτοικοι της πόλεως, όταν είδαν ότι οι Ιουδαίοι έγιναν, όπως ήθελαν, κύριοι της πόλεώς των, έχασαν το ηθικόν των, εδειλίασαν και εκραύγασαν προς τον βασιλέα, παρακαλούντες αυτόν και λέγοντες· 49 Ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς Ἀντιοχείας εἶδαν ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἔγιναν κύριοι τῆς πόλεως καὶ ἠμποροῦσαν νὰ τὴν μεταχειρισθοῦν ὅπως ἤθελαν, ἔχασαν τὸ θάρρος των καὶ ἐφώναζαν μὲ κραυγὴν ἰσχυρὰ καὶ ἰκετευτικῶς πρὸς τὸν βασιλιᾶ καὶ τοῦ εἶπαν:
50 δὸς ἡμῖν δεξιὰς καὶ παυσάσθωσαν οἱ ᾿Ιουδαῖοι πολεμοῦντες ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν. 50 “Συγχώρησέ μας και κάμε ειρήνην μαζή μας, δια να παύσουν οι Ιουδαίοι να μας πολεμούν και να καταστρέφουν την πόλιν”. 50 Δῶσε μας τὸ δεξί σου χέρι εἰς σημεῖον ὁμονοίας, συμφιλιώσεως καὶ εἰρήνης, καὶ ἂς σταματήσουν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ μᾶς πολεμοῦν καὶ νὰ καταστρέφουν τὴν πόλιν.
51 καὶ ἔρριψαν τὰ ὅπλα καὶ ἐποίησαν εἰρήνην καὶ ἐδοξάσθησαν οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἐναντίον τοῦ βασιλέως καὶ ἐνώπιον πάντων τῶν ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἔχοντες σκῦλα πολλά. 51 Ερριψαν δε κάτω τα όπλα και έκαμαν ειρήνην προς τον βασιλέα. Κατ' αυτόν τον τρόπον οι Ιουδαίοι εδοξάσθησαν ενώπιον του βασιλέως και ενώπιον όλων των άλλων, που ευρίσκοντο στο βασίλειόν του. Μετά ταύτα επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ με πολλά λάφυρα. 51 Καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Ἀντιοχείας ἔρριψαν τὰ ὅπλα των καὶ ἔκαμαν εἰρήνην.Ἔτσι οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐματαίωσαν τὴν ἐπανάστασιν τῶν Ἀντιοχέων, ἐδοξάσθησαν εἰς τὰ μάτια τοῦ βασιλιᾶ καὶ ὅλων, ὄσοι ἀνῆκαν εἰς τὸ βασίλειόν του.Ἐπέστρεψαν δὲ οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ φορτωμένοι μὲ πολλὰ λάφυρα.
52 καὶ ἐκάθησε Δημήτριος ὁ βασιλεὺς ἐπὶ θρόνου τῆς βασιλείας αὐτοῦ, καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ ἐνώπιον αὐτοῦ. 52 Ετσι ο βασιλεύς Δημήτριος εκάθισεν ασφαλής στο βασιλικόν του θρόνον και η χώρα του ησύχασεν από πολέμους ενώπιόν του. 52 Τοιουτοτρόπως ὁ βασιλιᾶς Δημήτριος ἐκάθησεν ἀσφαλὴς εἰς τὸν βασιλικόν του θρόνον καὶ ἡ χώρα του ἡσύχασεν ἀπὸ τοὺς πολέμους κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν του.
53 καὶ ἐψεύσατο πάντα, ὅσα εἶπε, καὶ ἠλλοτριώθη τῷ ᾿Ιωνάθαν καὶ οὐκ ἀνταπέδωκε κατὰ τὰς εὐνοίας, ἃς ἀνταπέδωκεν αὐτῷ, καὶ ἔθλιβεν αὐτὸν σφόδρα. 53 Αλλ' όμως κατεπάτησεν όλας τας υποσχέσεις, που είχε δώσει στον Ιωνάθαν. Εψυχράνθη και απεμακρύνθη από αυτόν και δεν εφέρθη σύμφωνα με τας μεγάλας υποσχέσεις που είχε δώσει εις αυτόν. Επί πλέον δε τον εστενοχωρούσε πάρα πολύ. 53 Ὅμως ὁ βασιλιᾶς ἀθέτησε ὅλες τὶς διαβεβαιώσεις του πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτες καὶ διέκοψε τὶς σχέσεις του μὲ τὸν Ἰωνάθαν καὶ δὲν ἀνταπέδωκεν εἰς τοὺς Ἰσραηλίτες σύμφωνα μὲ τὴν εὔνοιαν καὶ τὰ ὠφελήματα, ποὺ τοῦ προσέφερεν ὁ Ἰωνάθαν.Ἀκόμη ἐπίεζε τὸν Ἰωνάθαν καὶ τοῦ ἔφερνε συνεχῶς ἐμπόδια.
54 Μετὰ δὲ ταῦτα ἀπέστρεψε Τρύφων καὶ ᾿Αντίοχος μετ᾿ αὐτοῦ παιδάριον νεώτερον· καὶ ἐβασίλευσε καὶ ἐπέθετο διάδημα. 54 Επειτα όμως από τα γεγονότα αυτά, επέστρεψεν ο Τρύφων έχων μαζή του τον νεαρόν Αντίοχον, τον οποίον και ανεκήρυξε βασιλέα, και έθεσεν εις την κεφαλήν του το βασιλικόν διάδημα. 54 Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτὰ ὁ Τρύφων ἐπέστρεψε πίσω μαζὶ μὲ τὸ πολὺ νεαρὸ παιδί, τὸν Ἀντίοχον.Ὁ Ἀντίοχος ἀνεκηρύχθη βασιλιᾶς (πρόκειται διὰ τὸν Ἀντιόχον ΣΤ’, τὸν θεὸν Ἐπιφανῆ Διόνυσον, 145/144-142 π.Χ.) καὶ ἔθεσεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του τὸ βασιλικὸν διάδημα.
55 καὶ ἐπισυνήχθησαν πρὸς αὐτὸν πᾶσαι αἱ δυνάμεις, ἃς ἀπεσκόρπισε Δημήτριος, καὶ ἐπολέμησαν πρὸς αὐτόν, καὶ ἔφυγε καὶ ἐτροπώθη. 55 Γυρω από τον νέον βασιλέα συνεκεντρώθησαν όλαι αι στρατιωτικαί δυνάμεις, τας οποίας είχε διαλύσει ο Δημήτριος. Αυτοί και επολέμησαν εναντίον του Δημητρίου, ο οποίος κατετροπώθη και ετράπη εις φυγήν. 55 Γύρω δὲ ἀπὸ τὸν νέον βασιλιᾶ συνεκεντρώθησαν ὅλες οἱ στρατιωτικὲς δυνάμεις, τὶς ὁποῖες εἶχεν ἀποπέμψει καὶ διαλύσει ὁ Δημήτριος Β'.Ὁ στρατὸς αὐτὸς ἐπολέμησε κατὰ τοῦ Δημητρίου Β, ὁ ὁποῖος κατετροπώθη καὶ ἐτράπη εἰς φυγήν.
56 καὶ ἔλαβε Τρύφων τὰ θηρία καὶ κατεκράτησεν ᾿Αντιοχείας. 56 Ο Τρύφων επήρεν όλους τους ελέφαντας και κατέλαβε την Αντιόχειαν. 56 Ὁ Τρύφων αἰχμαλώτισε τοὺς πολεμικοὺς ἐλέφαντες καὶ ἐκυρίευσε τὴν Ἀντιόχειαν.
57 καὶ ἔγραψεν ᾿Αντίοχος ὁ νεώτερος τῷ ᾿Ιωνάθαν λέγων· ἵστημί σοι τὴν ἀρχιερωσύνην καὶ καθίστημί σε ἐπὶ τῶν τεσσάρων νομῶν καὶ εἶναί σε τῶν φίλων τοῦ βασιλέως. 57 Τοτε ο νεαρός Αντίοχος έγραψε προς τον Ιωνάθαν μίαν επιστολήν, εις την οποίαν έλεγε· “σου δίδω την αρχιερωσύνην, σε καθιστώ διοικητήν στους τέσσαρας νομούς και θέλω να είσαι συ μεταξύ των στενών φίλων του βασιλέως”. 57 Τότε ὁ νεαρὸς βασιλιᾶς Ἀντίοχος ΣΤ’ ἐγραψε πρὸς τὸν Ἰωνάθαν τὰ ἀκόλουθα: Σοῦ ἀναγνωρίζω τὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης καὶ σὲ καθιστῶ διοικητὴν ἐπὶ τῶν τεσσάρων ἐπαρχιῶν (νομῶν) καὶ ὁρίζω ὅπως ἀνήκὴς εἰς τὴν τάξιν τῶν Φίλων τοῦ βασιλέως.
58 καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ χρυσώματα καὶ διακονίαν καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ἐξουσίαν πίνειν ἐν χρυσώμασι καὶ εἶναι ἐν πορφύρᾳ καὶ ἔχειν πόρπην χρυσῆν· 58 Συγχρόνως έστειλεν εις αυτόν χρυσά δοχεία, επιτραπέζια σκεύη και του εδωσε το δικαίωμα να πίνη με χρυσόν ποτήριον, να ενδύεται βασιλικήν πορφύραν και να φέρη χρυσήν πόρπην. 58 Ὁ Ἀντίοχος ΣΤ' ἔστειλεν ἐπίσης εἰς τὸν Ἰωνάθαν χρυσᾶ δοχεῖα καὶ ἐπιτραπέζια σκεύη καὶ τοῦ ἔδωκε τὸ δικαίωμα νὰ πίνῃ ἀπὸ χρυσᾶ κύπελλα, να φορῇ βασιλικὴν πορφύραν καὶ νὰ φέρῃ χρυσὴν πόρπην.
59 καὶ Σίμωνα τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ κατέστησε στρατηγὸν ἀπὸ τῆς κλίμακος Τύρου ἕως τῶν ὁρίων Αἰγύπτου. 59 Τον δε αδελφόν του Ιωνάθαν, τον Σιμωνα, τον εγκατέστησε διοικητήν της περιοχής, η οποία εκτείνεται από την κλίμακα της Τυρου έως εις τα όρια της Αιγύπτου. 59 Ἀκόμη διώρισε τὸν Σίμωνα, τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰωνάθαν, στρατηγὸν - διοικητὴν τῆς περιοχῆς, ἡ ὁποία ἐκτείνεται ἀπὸ τὴν Κλίμακα τῆς Τύρου μέχρι τὰ σύνορα τῆς Αἰγύπτου.
60 καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιωνάθαν καὶ διεπορεύετο πέραν τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐν ταῖς πόλεσι, καὶ ἠθροίσθησαν πρὸς αὐτὸν πᾶσαι αἱ δυνάμεις Συρίας εἰς συμμαχίαν, καὶ ἦλθεν εἰς ᾿Ασκάλωνα, καὶ ἀπήντησαν αὐτῷ οἱ ἐκ τῆς πόλεως ἐνδόξως. 60 Ασφαλής τότε ο Ιωνάθαν εξήλθεν από την Ιερουσαλήμ και περιώδευε την χώραν την εντεύθεν του ποταμού Ευφράτου και τας πόλεις της. Γυρω από αυτόν συνεκεντρώθησαν όλα αι στρατιωτικαί δυνάμεις της Συρίας εις συμμαχίαν του. Ηλθεν εις την Ασκάλωνα και οι κάτοικοι της πόλεως τον προαπήντησαν με πολλάς τιμάς. 60 Τότε ὁ Ἰωνάθαν ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ περιήρχετο τὴν πέραν τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ περιοχήν (τὴν δυτικῶς τοῦ Εὐφράτου ποταμοῦ), ταυτοχρόνως δὲ καὶ τὶς πόλεις, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν περιοχὴν αὐτήν.Καὶ συνεκεντρώθη γύρω του ὅλος ὁ στρατὸς τῆς Συρίας, διὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ.Ἦλθε δὲ εἰς τὴν Ἀσκάλωνα (εἰς τὴν χώραν τῶν Φιλισταίων) καὶ οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως αὐτῆς τὸν ὑπεδέχθησαν μὲ πολλὲς δόξες καὶ τιμές.
61 καὶ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν εἰς Γάζαν, καὶ ἀπέκλεισαν οἱ ἀπὸ Γάζης, καὶ περιεκάθισε περὶ αὐτὴν καὶ ἐνεπύρισε τὰ περιπόλια αὐτῆς πυρὶ καὶ ἐσκύλευσεν αὐτά. 61 Από εκεί ήλθεν εις την Γαζαν, αλλά οι κάτοικοι της Γαζης ηρνήθησαν να τον δεχθούν και έκλεισαν ενώπιόν του τας θύρας. Αυτός περιεκύκλωσε την πόλιν, παρέδωσεν στο πυρ τα γύρω της πόλεως μέρη και τα ελεηλάτησε. 61 Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπροχώρησεν εἰς τὴν Γάζαν, ἀλλ’ οἱ κάτοικοί της τοῦ ἔκλεισαν τὶς πύλες τῆς πόλεως καὶ τὸν ἐμπόδισαν νὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν.Διὰ τοῦτο ἐπολιόρκησε τὴν πόλιν καὶ ἐπυρπόλησε τὴν γύρω ἀπὸ τὴν Γάζαν περιοχήν (περίχωρα) καὶ τὴν ἐλεηλάτησε.
62 καὶ ἠξίωσαν οἱ ἀπὸ Γάζης τὸν ᾿Ιωνάθαν, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς δεξιὰς καὶ ἔλαβε τοὺς υἱοὺς ἀρχόντων αὐτῶν εἰς ὅμηρα καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτοὺς εἰς ῾Ιερουσαλήμ· καὶ διῆλθε τὴν χώραν ἕως Δαμασκοῦ. 62 Οι κάτοικοι της Γαζης ετρομοκρατήθησαν και εζήτησαν συμφιλίωσιν με τον Ιωνάθαν. Αυτός έκαμε ειρήνην μαζή των, επήρεν όμως ως ομήρους τους υιούς των αρχόντων, τους οποίους και έστειλεν εις την Ιερουσαλήμ. Ετσι ο Ιωνάθαν περιήλθε με δόξαν πολλήν την χώραν μέχρι της Δαμασκού. 62 Τότε οἱ κάτοικοι τῆς Γάζης παρεκάλεσαν τὸν Ἰωνάθαν νὰ συνάψῃ μαζί των εἰρήνην, αὐτὸς δὲ τοὺς ἔδωκε τὸ δεξί του χέρι εἰς σημεῖον ὁμονοίας, συμφιλιώσεως καὶ εἰρήνης· ἀλλ’ ἔλαβεν ὡς ὁμήρους τοὺς υἱοὺς τῶν ἀρχόντων τῆς Γάζης καὶ τοὺς ἀπέστειλεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.Ὁ ἴδιος δὲ συνέχισε τὴν νικηφόρον προέλασή του μέχρι τῆς Δαμασκοῦ.
63 καὶ ἤκουσεν ᾿Ιωνάθαν ὅτι παρῆσαν οἱ ἄρχοντες Δημητρίου εἰς Κάδης τὴν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ μετὰ δυνάμεως πολλῆς βουλόμενοι μεταστῆσαι αὐτὸν τῆς χρείας. 63 Ο Ιωνάθαν επληροφορήθη τότε, ότι οι στρατηγοί του Δημητρίου είχαν έλθει εις Καδης της Γαλιλαίας με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν θέλοντες να εκτοπίσουν αυτόν από τας υποθέσστου κράτους των Συρων. 63 Ὁ Ἰωνάθαν ἐπληροφορήθη ὅτι εἶχαν φθάσει οἱ στρατηγοί του βασιλιᾶ Δημητρίου εἰς τὴν Κάδης τῆς Γαλιλαίας μὲ πολὺν στρατὸν καὶ μὲ σκοπὸν νὰ τὸν ἐμποδίσουν ἀπὸ τοῦ νὰ φέρῃ εἰς πέρας τὴν στρατιωτικήν του ἐπιχείρησιν.
64 καὶ συνήντησεν αὐτοῖς, τὸν δὲ ἀδελφὸν αὐτοῦ Σίμωνα κατέλιπεν ἐν τῇ χώρᾳ. 64 Ο Ιωνάθαν εβάδισεν εναντίον των προς πόλεμον, αφού αφήκε τον αδελφόν του Σιμωνα εις την χώραν της Ιουδαίας. 64 Τότε ὁ Ἰωνάθαν ἐβάδισεν ἐναντίον των, ἀφοῦ προηγουμένως ἀφῆκε τὸν ἀδελφόν του Σίμωνα εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
65 καὶ παρενέβαλε Σίμων ἐπὶ Βαιθσούρᾳ καὶ ἐπολέμει αὐτὴν ἡμέρας πολλὰς καὶ συνέκλεισεν αὐτήν. 65 Ο Σιμων εβάδισεν εναντίον της Βαιθσούρας, την επολέμησεν επί πολλάς ημέρας και την απέκλεισεν από παντού. 65 Ὁ Σίμων ἔφθασεν εἰς τὴν Βαιθσούραν, τὴν ἐπολιόρκησε καὶ μὲ πολυημέρους μάχας ἀπέκλεισε τοὺς κατοίκους της.
66 καὶ ἠξίωσαν αὐτὸν τοῦ δεξιὰς λαβεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς· καὶ ἐξέβαλεν αὐτοὺς ἐκεῖθεν καὶ κατελάβετο τὴν πόλιν καὶ ἔθετο ἐπ᾿ αὐτῇ φρουράν. 66 Οι πολιορκούμενοι φοβηθέντες, όπως ήτο φυσικόν, τον παρεκάλεσαν να συνάψη ειρήνην με αυτούς. Ο Σιμων συνήψεν ειρήνην με αυτούς, αλλά τους υπεχρέωσε να εκκενώσουν την πόλιν, την οποίαν κατέλαβε και έθεσεν εις αυτήν ιδικήν του φρουράν. 66 Τελικῶς οἱ κάτοικοι τῆς Βαιθσούρας τὸν παρεκάλεσαν νὰ συνάψῃ μαζί των εἰρήνην, ὁ δὲ Σίμων ἐδέχθη καὶ ἔκλεισε μαζί των εἰρήνην.Ὅμως ἔδιωξε τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως, τὴν κατέλαβε καὶ ἐγκατέστησεν εἰς αὐτὴν ἰδικήν του στρατιωτικὴν φρουράν.
67 καὶ ᾿Ιωνάθαν καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ παρενέβαλον ἐπὶ τὸ ὕδωρ Γεννησάρ, καὶ ὤρθρισαν τὸ πρωΐ εἰς τὸ πεδίον Νασώρ. 67 Εν τω μεταξύ ο Ιωνάθαν και ο στρατός του εστρατοπέδευσαν εις την λίμνην της Γεννησαρέτ και την επομένην ημέραν λίαν πρωϊ εισήλθον εις την πεδιάδα Νασώρ. 67 Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἰωνάθαν, ὁ ὁποῖος ἐστρατοπέδευσε μὲ τὸν στρατόν του κοντὰ εἰς τὴν λίμνην Γεννησαρέτ (θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας ἢ λίμνην τῆς Τιβεριάδος), ἐβάδισε πολὺ πρωῒ τὴν ἑπομένην ἡμέραν εἰς τὴν πεδιάδα Νασώρ (Ἀσώρ).
68 καὶ ἰδοὺ παρεμβολὴ ἀλλοφύλων ἀπήντα αὐτῷ ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἐξέβαλον ἔνεδρον ἐπ᾿ αὐτὸν ἐν τοῖς ὄρεσιν, αὐτοὶ δὲ ἀπήντησαν ἐξεναντίας. 68 Αίφνης στρατεύματα ειδωλολατρών εξήλθον εναντίον του εις την πεδιάδα και αφού είχαν ξεχωρίσει και τοποθετήσει εναντίον του μίαν ενέδραν εις τα όρη, οι άλλοι εβάδισαν κατ' ευθείαν εναντίον του. 68 Καὶ ἔξαφνα, νά· στρατὸς εἰδωλολατρικὸς ἐπροχωροῦσε διὰ νὰ ἀντικρούσῃ τὸν Ἰωνάθαν εἰς τὴν πεδιάδα· εἶχαν δὲ προηγουμένως τοποθετήσει ἐναντίον του ἐνέδραν εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχήν, ἐνῷ τὸ κύριον σῶμα τοῦ στρατοῦ τῶν εἰδωλολατρῶν ἐπροχώρησε κατ’ εὐθεῖαν ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων.
69 τὰ δὲ ἔνεδρα ἐξανέστησαν ἐκ τῶν τόπων αὐτῶν καὶ συνῆψαν πόλεμον. καὶ ἔφυγον οἱ παρὰ ᾿Ιωνάθαν πάντες, 69 Οι στρατιώται της ενέδρας ανεπήδησαν αίφνης από τα κρησφύγετά των και συνήψαν μάχην. Ολοι οι άνδρες του Ιωνάθαν ετράπησαν εις φυγήν. 69 Τότε οἱ ἄνδρες, ποὺ ἔστησαν τὴν ἐνέδραν, ἐπήδησαν ἔξαφνα ἀπὸ τοὺς τόπους τῆς ἐνέδρας καὶ ἐπετέθησαν πρῶτοι κατὰ τῶν Ἰουδαίων.Πρὸ τῆς καταστάσεως αὐτῆς ὅλοι οἱ ἄνδρες τοῦ Ἰωνάθαν ἐτράπησαν εἰς φυγήν·
70 οὐδὲ εἷς κατελείφθη ἀπ᾿ αὐτῶν, πλὴν Ματταθίας ὁ τοῦ ᾿Αβεσσαλώμου καὶ ᾿Ιούδας ὁ τοῦ Χαλφὶ ἄρχοντες τῆς στρατιᾶς τῶν δυνάμεων. 70 Κανείς από τους στρατιώτας του δεν έμεινε κοντά του, ει μη μόνον ο Ματταθίας υιός του Αβεσσαλώμου, και Ιούδας ο υιός του Χαλφί, στρατηγοί των στρατιωτικών του δυνάμεων. 70 τόσος ἦταν ὁ πανικός των, ὥστε δὲν ἔμεινεν εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης κανείς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ματταθίαν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀβεσσαλώμου, καὶ τὸν Ἰούδαν, τὸν υἱὸν τοῦ Χαλφί, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀρχηγοὶ τοῦ στρατοῦ τοῦ Ἰωνάθαν.
71 καὶ διέρρηξεν ᾿Ιωνάθαν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐπέθετο γῆν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ προσηύξατο. 71 Τατε ο Ιωνάθαν γεμάτος οδύνην διέρρηξε τα ιμάτιά του, έρριψε χώμα εις την κεφαλήν του και προσηυχήθη στον Θεόν. 71 Ἐμπρὸς εἰς τὴν ἀπελπιστικὴν αὐτὴν κατάστασιν ὁ Ἰωνάθαν εἰς ἔνδειξιν πένθους ἔσχισε τὰ ροῦχα του, ἔβαλε χῶμα εἰς τὴν κεφαλήν του καὶ προσηυχήθη εἰς τὸν Θεόν.
72 καὶ ὑπέστρεψε πρὸς αὐτοὺς πολέμῳ καὶ ἐτροπώσατο αὐτούς, καὶ ἔφυγον. 72 Εστράφη εναντίον των εχθρών του εις την μάχην, τους κατετρόπωσε και τους ηνάγκασε να τραπούν εις φυγήν. 72 Κατόπιν ἐπέστρεψε καὶ ἐπετέθη κατὰ τῶν ἐχθρῶν του, τοὺς κατετρόπωσεν, αὐτοὶ δὲ ἐτράπησαν εἰς φυγήν.
73 καὶ εἶδον οἱ φεύγοντες οἱ παρ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψαν πρὸς αὐτὸν καὶ ἐδίωκον μετ᾿ αὐτοῦ ἕως Κάδης ἕως τῆς παρεμβολῆς αὐτῶν καὶ παρενέβαλον ἐκεῖ. 73 Οι άνδρες του, οι οποίοι είχαν φύγει, όταν είδαν αυτά, επέστρεψαν προς τον Ιωνάθαν και όλοι μαζή κατεδίωξαν τον εχθρόν μέχρι της Καδης, έως δηλαδή στο στρατόπεδόν των, όπου και εστρατοπέδευσαν. 73 Ὅταν εἶδαν τὸ γεγονὸς αὐτὸ οἱ ἄνδρες τοῦ Ἰωνάθαν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν φύγει, ἐπέστρεψαν κοντὰ εἰς τὸν Ἰωνάθαν καὶ κατεδίωξαν μαζί του τοὺς ἐχθρούς των μέχρι τῆς Κάδης, ὅπου εὑρίσκετο τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον· ἐκεῖ δὲ κατέφυγαν (ἐστρατοπέδευσαν) τὰ ἐχθρικὰ στρατεύματα.
74 καὶ ἔπεσον ἐκ τῶν ἀλλοφύλων ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς ἄνδρας τρισχιλίους. καὶ ἐπέστρεψεν ᾿Ιωνάθαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 74 Από τους αλλοφύλους έπεσαν κατά την ημέραν εκείνην τρεις χιλιάδες άνδρες. Επειτα από αυτά ο Ιωνάθαν επανήλθεν εις την Ιερουσαλήμ. 74 Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐφονεύθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες περίπου τρεῖς χιλιάδες (3.000) ἄνδρες.Κατόπιν τούτου ὁ Ἰωνάθαν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.