Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 (ΙϚ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀνέβη ᾿Ιωάννης ἐκ Γαζάρων καὶ ἀπήγγειλε Σίμωνι τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἃ συνετέλει Κενδεβαῖος. 1 Ανέβη ο Ιωάννης από την πόλιν Γαζαρα και ανήγγειλεν στον Σιμωνα, τον πατέρα του, όσα έπραττεν ο Κενδεβαίος. 1 Ο Ἰωάννης ἀνέβη ἀπὸ τὰ Γάζαρα καὶ ἀνέφερεν εἰς τὸν Σίμωνα, τὸν πατέρα του, ὅσα ἔκαμνεν ὁ Κενδεβαῖος μὲ τὶς ἐξορμήσεις καὶ τὶς εἰσβολές του εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
2 καὶ ἐκάλεσε Σίμων τοὺς δύο υἱοὺς αὐτοῦ τοὺς πρεσβυτέρους ᾿Ιούδαν καὶ ᾿Ιωάννην καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου ἐπολεμήσαμεν τοὺς πολεμίους ᾿Ισραὴλ ἀπὸ νεότητος ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας, καὶ εὐωδώθη ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν ρύσασθαι τὸν ᾿Ισραὴλ πλεονάκις. 2 Ο Σιμων εκάλεσε τους δύο μεγαλυτέρους υιούς του, τον Ιούδαν και τον Ιωάννην, και τους είπε· “εγώ, οι αδελφοί μου και ο οίκος του πατρός μου επολεμήσαμεν τους εχθρούς του ισραηλιτικού λαού από της νεότητος ημών μέχρι της σημερινής ημέρας. Πολλάκις δε δια των χειρών μας ευωδώθησαν τα έργα μας και κατωρθώσαμεν να σώσωμεν τον ισραηλιτικόν λαόν. 2 Εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν εἰδήσεων αὐτῶν ὁ Σίμων ἐκάλεσε τοὺς δύο μεγαλυτέρους υἱούς του, τὸν Ἰούδαν καὶ τὸν Ἰωάννην, καὶ τοὺς εἶπεν: Ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ ἡ οἰκογένεια τοῦ πατέρα μου ἐπολεμήσαμεν τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν νεότητά μας μέχρι σήμερα καὶ πολλὲς φορὲς ἐπετύχαμεν, ὥστε νὰ σώσωμεν τὸν Ἰσραήλ.
3 νῦν δὲ γεγήρακα, καὶ ὑμεῖς δὲ ἐν τῶ ἐλέει ἱκανοί ἐστε ἐν τοῖς ἔτεσι· γίνεσθε ἀντ᾿ ἐμοῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ μου καὶ ἐξελθόντες ὑπερμαχεῖτε ὑπὲρ τοῦ ἔθνους ἡμῶν, ἡ δὲ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ βοήθεια ἔστω μεθ᾿ ὑμῶν. 3 Τωρα όμως εγώ έχω γηράσει. Σεις, χάρις στο έλεος του Θεού, έχετε φθάσει εις μίαν ικανοποιητικήν ηλικίαν. Παρετε, λοιπόν, θέσιν τώρα αντί εμού και του αδελφού μου και εξελθόντες πολεμήσατε υπέρ του έθνους μας. Η δε βοήθεια εκ του ουρανού από τον Θεόν ας είναι πάντοτε μαζή σας. 3 Τώρα ὅμως ἐγὼ ἔχω γηράσει, ἐνῷ σεῖς μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ εἶσθε εἰς τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας σας.Πάρτε λοιπὸν τὴν θέσιν μου καὶ τὴν θέσιν τοῦ ἀδελφοῦ μου καί, ἀφοῦ ἀποδυθῆτε εἰς τὸν ἀγῶνα, πολεμήσατε ὑπὲρ τοῦ ἔθνους μας.Εἴθε δὲ ἡ βοήθεια τοῦ Οὐρανοῦ (=τοῦ Θεοῦ) νὰ εἶναι μαζί σας.
4 καὶ ἐπέλεξεν ἐκ τῆς χώρας εἴκοσι χιλιάδας ἀνδρῶν πολεμιστῶν καὶ ἱππεῖς, καὶ ἐπορεύθησαν ἐπὶ τὸν Κενδεβαῖον καὶ ἐκοιμήθησαν ἐν Μωδεΐν. 4 Εξέλεξεν έπειτα από τον λαόν της χώρας είκοσι χιλιάδας εμπειροπολέμους πεζούς και ιππείς, οι οποίοι και εβάδισαν εναντίον του Κενδεβαίου. Κατέλυσαν κατά την νύκτα εις Μωδεΐν. 4 Κατόπιν ἐδιάλεξε ἀπὸ τὸν λαὸν τῆς χώρας εἴκοσι χιλιάδες (20.000) ἄνδρες ἱκανοὺς πολεμιστάς, πεζοὺς καὶ ἱππεῖς, καὶ ἐβάδισαν ἐναντίον τοῦ Κενδεβαίου.Διενυκτέρευσαν δὲ εἰς τὴν Μωδεΐν.
5 καὶ ἀναστάντες τὸ πρωΐ ἐπορεύοντο εἰς τὸ πεδίον, καὶ ἰδοὺ δύναμις πολλὴ εἰς συνάντησιν αὐτοῖς, πεζικὴ καὶ ἱππεῖς, καὶ ἦν χειμάρρους ἀναμέσον αὐτῶν. 5 Την πρωΐαν ηγέρθησαν και επροχωρούσαν εις την πεδιάδα. Αίφνης είδον να έρχεται εις συνάντησίν των μεγάλη δύναμις πεζών και ιππέων. Μεταξύ εκείνων και αυτών παρενεβάλλετο ένας χείμαρρος. 5 Καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθησαν τὸ πρωΐ, ἐπροχώρησαν εἰς τὴν πεδιάδα.Τότε ὅμως, νά· ἔξαφνα παρουσιάσθη ἀντιμέτωπός των μεγάλη στρατιωτικὴ δύναμις, πεζικὸν καὶ ἱππικόν· μεταξὺ ὅμως τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν ἐχθρῶν των ὑπῆρχεν ἕνας χείμαρρος.
6 καὶ παρενέβαλε κατὰ πρόσωπον αὐτῶν αὐτὸς καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ. καὶ εἶδε τὸν λαὸν δειλούμενον διαπερᾶσαι τὸν χειμάρρουν καὶ διεπέρασε πρῶτος· καὶ εἶδον αὐτὸν οἱ ἄνδρες καὶ διεπέρασαν κατόπισθεν αὐτοῦ. 6 Ο Ιωάννης με τον στρατόν του εστρατοπέδευσεν απέναντι εκείνων. Είδεν όμως ότι οι στρατιώται του εδίσταζαν να διαπεράσουν τον χείμαρρον και τον διέβη πρώτος αυτός. Οταν οι άνδρες του τον είδαν να διέρχεται τον χείμαρρον, τον διέβησαν και εκείνοι όπισθεν αυτού. 6 Ὁ Ἰωάννης παρετάχθη ἀπέναντι τῶν ἀνδρῶν τοῦ Κενδεβαίου μαζὶ μὲ τὸν στρατόν του.Ὅταν ὅμως εἶδε τοὺς ἄνδρες του, ὅτι ἐφοβοῦντο νὰ διαπεράσουν τὸν χείμαρρον, ἔσπευσε καὶ τὸν διεπέρασε πρῶτος αὐτός.Ἔτσι, ὅταν οἱ ἄνδρες του εἶδαν τοῦτο, διαπέρασαν καὶ ἐκεῖνοι πίσω ἀπὸ αὐτόν.
7 καὶ διεῖλε τὸν λαὸν καὶ τοὺς ἱππεῖς ἐν μέσῳ τῶν πεζῶν· ἡ δὲ ἵππος τῶν ὑπεναντίων πολλὴ σφόδρα. 7 Ο Ιωάννης διήρεσε τον στρατόν του εις δύο τμήματα και ετοποθέτησε το ιππικόν εν μέσω του πεζού τούτου στρατού. Το ιππικόν όμως των εχθρών ήτο πολύ μεγάλο. 7 Ὁ δὲ Ἰωάννης διήρεσε τὴν στρατιωτικήν του δύναμιν εἰς δύο σώματα μὲ τὸ ἱππικὸν εἰς τὸ κέντρον καὶ τὸ πεζικὸν εἰς τὰ δύο ἄκρα (τὶς δύο πτέρυγες)· καὶ τοῦτο διότι τὸ ἱππικὸν τῶν ἐχθρῶν ἦταν πολὺ μεγάλο.
8 καὶ ἐσάλπισαν ταῖς ἱεραῖς σάλπιγξι, καὶ ἐτροπώθη Κενδεβαῖος καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ, καὶ ἔπεσον ἐξ αὐτῶν τραυματίαι πολλοί· οἱ δὲ καταλειφθέντες ἔφυγον εἰς τὸ ὀχύρωμα. 8 Οι Ιουδαίοι εσάλπισαν με τας ιεράς σάλπιγγας προς επίθεσιν και ο Κενδεβαίος και ο στρατός του κατετροπώθησαν. Επεσαν δε από τους εχθρούς πάρα πολλοί. Οσοι απέμειναν, κατέφυγαν στο φρούριον. 8 Οἱ Ἰουδαῖοι ἐσάλπισαν μὲ τὶς ἱερὲς πολεμικές των σάλπιγγες ἕφοδον κατὰ τῶν ἐχθρῶν, ὁ δὲ Κενδεβαῖος καὶ ὁ στρατός του κατετροπώθησαν.Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς ἐτραυματίσθησαν θανασίμως, ὅσοι δὲ ἀπέμειναν, κατέφυγαν εἰς τὸ φρούριον.
9 τότε ἐτραυματίσθη ᾿Ιούδας ὁ ἀδελφὸς ᾿Ιωάννου· ᾿Ιωάννης δὲ κατεδίωξεν αὐτοὺς ἕως ἦλθεν εἰς Κεδρών, ἣν ᾠκοδόμησε. 9 Τοτε ετραυματίσθη και ο Ιούδας, ο αδελφός του Ιωάννου. Ο Ιωάννης όμως κατεδίωξε τους φεύγοντας, μέχρις ότου έφθασεν εις την Κεδρών, την οποίαν είχεν οχυρώσει ο Κενδεβαίος. 9 Εἰς τὴν μάχην ἐκείνην ἐτραυματίσθη ὁ Ἰούδας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάννου.Ὁ δὲ Ἰωάννης κατεδίωξε τὸν Κενδεβαῖον καὶ τὸν στρατόν του, μέχρις ὅτου ὁ Κενδεβαῖος ἦλθεν εἰς τὴν Κεδρών, τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος εἶχεν ἀνοικοδομήσει καὶ ὀχυρώσει.(Κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ὁ Ἰωάννης κατεδίωξε τοὺς ἐχθρούς, μέχρις ὅτου ἔφθασεν εἰς τὴν Κέδρων, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἀνοικοδομήσει καὶ ὀχυρώσει ὃ Κενοεβαιος).
10 καὶ ἔφυγον ἕως εἰς τοὺς πύργους τοὺς ἐν τοῖς ἀγροῖς ᾿Αζώτου, καὶ ἐνεπύρισεν αὐτὴν ἐν πυρί, καὶ ἔπεσον ἐξ αὐτῶν εἰς ἄνδρας δισχιλίους καὶ ἀπέστρεψεν εἰς γῆν ᾿Ιούδα μετ᾿ εἰρήνης. 10 Οι ηττηθέντες κατέφυγον στους πύργους, οι οποίοι υπήρχον ανά τους αγρούς της Αζώτου. Ο Ιωάννης παρέδωκε την Αζωτον στο πυρ. Δυο χιλιάδες από τους εχθρούς εφονεύθησαν και ο Ιωάννης επέστρεψε νικητής εις την Ιουδαίαν. 10 Οἳ νικημένοι ἐχθροί, ποὺ ἢ μπόρεσαν νὰ καταφύγουν εἷς τὴν Κεδρών, συνέχισαν τὴν φυγήν των καὶ ἔφθασαν ἕως τοὺς πύργους, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται εἰς τὰ χωράφια γύρω ἀπὸ τὴν Ἄζωτον, κατόπιν δὲ τούτου ὁ Ἰωάννης ἐπυρπόλησε τὴν Ἄζωτον.Ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς ἐφονεύθησαν δύο χιλιάδες (2.000) ἄνδρες, ὁ δὲ Ἰωάννης ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἀσφαλής.
11 Καὶ Πτολεμαῖος ὁ τοῦ ᾿Αβούβου ἦν καθεσταμένος στρατηγὸς εἰς τὸ πεδίον ῾Ιεριχὼ καὶ ἔσχεν ἀργύριον καὶ χρυσίον πολύ· 11 Ο Πτολεμαίος, ο υιός του Αβούβου, είχεν εγκατασταθή στρατιωτικός διοικητής εις την πεδιάδα της Ιεριχώ και απέκτησε πολύ αργύριον και χρυσίον, 11 Ὁ δὲ Πτολεμαῖος, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀβούβου, εἶχε διορισθῆ στρατηγός - διοικητὴς τῆς πεδιάδος τῆς Ἱεριχοῦς· ἀπέκτησε δὲ ἀσῆμι καὶ χρυσάφι πολύ,
12 ἦν γὰρ γαμβρὸς τοῦ ἀρχιερέως. 12 διότι ήτο γαμβρός του αρχιερέως. 12 διότι ἦταν γαμβρὸς τοῦ ἀρχιερέως Σίμωνος.
13 καὶ ὑψώθη ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ ἠβουλήθη κατακρατῆσαι τῆς χώρας καὶ ἐβουλεύετο δόλῳ κατὰ Σίμωνος καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ ἆραι αὐτούς. 13 Η καρδία του όμως υπερηφανεύθη και ηθέλησε να γίνη αυτός ο μόνος κύριος της χώρας. Εσκέφθη, λοιπόν, και απεφάσισε να φονεύση δια δόλου τον Σιμωνα και τα δύο παιδιά του. 13 Ὑψώθη ὅμως ἀπὸ ἔπαρσιν καὶ ὑπερηφάνειαν ἡ καρδία του καὶ ἐπεθύμησε νὰ γίνῃ ὁ ἴδιος κύριος ὅλης τῆς χώρας.Δι’ αὐτὸ συνωμοτοῦσε, διὰ νὰ φονεύσῃ μὲ δόλιον τρόπον τὸν Σίμωνα καὶ τοὺς υἱούς του.
14 Σίμων δὲ ἦν ἐφοδεύων τὰς πόλεις τὰς ἐν τῇ χώρᾳ καὶ φροντίζων τῆς ἐπιμελείας αὐτῶν· καὶ κατέβη εἰς ῾Ιεριχὼ αὐτὸς καὶ Ματταθίας καὶ ᾿Ιούδας οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἔτους ἑβδόμου καὶ ἑβδομηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ἐν μηνὶ ἑνδεκάτῳ (οὗτος ὁ μὴν Σαβάτ). 14 Ο Σιμων περιώδευεν επιθεωρών τας πόλεις της χώρας και φροντίζων δια την καλήν αυτών διοίκησιν. Κατά το εκατοστόν εβδομηκοστόν έβδομον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών και κατά τον ενδέκατον μήνα (αυτός ονομάζεται Σαββάτ), κατέβησαν εις την Ιεριχώ ο Σιμων και οι δύο υιοί του, ο Ματταθίας και ο Ιούδας. 14 Ὁ δὲ Σίμων περιώδευε καὶ ἐπιθεωροῦσε τὶς πόλεις τῆς Ἰουδαίας καὶ ἐφρόντιζε διὰ τὴν ὁμαλὴν διοίκησίν των καὶ τὶς ἀνάγκες των.Κατὰ τὴν ἐπιθεώρησιν ἐκείνην κατέβη εἰς τὴν Ἱεριχὼ αὐτὸς καὶ οἱ δύο υἱοί του, ὁ Ματταθίας καὶ ὁ Ἰούδας, τὸ ἑκατοστὸν ἑβδομηκοστὸν ἕβδομον (177ον) ἔτος τῆς βασιλείας τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (δηλαδὴ τὸ 135/134 π.Χ.), κατὰ τὸν ἑνδέκατον μῆνα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ θρησκευτικοῦ ἔτους - τὸν μῆνα Σαβάτ (τὸν ἰδικόν μας Ἰανουάριον /Φεβρουάριον).
15 καὶ ὑπεδέξατο αὐτοὺς ὁ τοῦ ᾿Αβούβου εἰς τὸ ὀχυρωμάτιον τὸ καλούμενον Δὼκ μετὰ δόλου, ὃ ᾠκοδόμησε, καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς πότον μέγαν καὶ ἐνέκρυψεν ἐκεῖ ἄνδρας. 15 Ο υιός του Αβούβου τους υπεδέχθη δολίως και τους εφιλοξένησεν εις ένα μικρόν φρούριον, που ωνομάζετο Δωκ και το οποίον αυτός είχεν ανοικοδομήσει. Εκεί παρέθεσε μεγάλο συμπόσιον προς τον Σιμωνα, προς τον Ματταθίαν και τον Ιούδαν. Είχεν όμως κρύψει εκεί μερικούς άνδρας. 15 Τὸν Σίμωνα καὶ τοὺς δύο υἱούς του, Ματταθίαν καὶ Ἰούδαν, τοὺς ὑπεδέχθη μὲ δόλιον τρόπον καὶ τοὺς ἐφιλοξένησεν ὁ υἱὸς τοῦ Ἀβούβου εἰς τὸ μικρὸν φρούριον, ποὺ ὠνομάζετο Δώκ, τὸ ὁποῖον εἶχεν οἰκοδομήσει ὁ ἴδιος.Ἐκεῖ ὠργάνωσε πρὸς χάριν των μεγάλο καὶ πλούσιον συμπόσιον, ἀλλ' ἐκεῖ εἶχε κρύψει προηγουμένως ὡρισμένους ἄνδρες.
16 καὶ ὅτε ἐμεθύσθη Σίμων καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, ἐξανέστη Πτολεμαῖος καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐλάβοσαν τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ ἐπεισήλθοσαν τῷ Σίμωνι εἰς τὸ συμπόσιον καὶ ἀπέκτειναν αὐτὸν καὶ τοὺς δύο υἱοὺς αὐτοῦ καί τινας τῶν παιδαρίων αὐτοῦ. 16 Οταν ο Σιμων και τα παιδιά του περιήλθον εις κατάστασιν μέθης, εσηκώθη ο Πτολεμαίος μαζή με τους άνδρας του, επήραν τα όπλα, επέπεσαν εναντίον του Σιμωνος εις την αίθουσαν του συμποσίου και εφόνευσαν αυτόν, τα δύο του παιδιά και μερικούς από τους υπηρέτας του. 16 Ὅταν δὲ ὁ Σίμων καὶ οἱ υἱοί του ἐμέθυσαν, ὁ Πτολεμαῖος καὶ οἱ σύντροφοί του ἐσηκώθησαν, ἐβγῆκαν ἔξω, ἐπῆραν τὰ ὅπλα των καὶ ὥρμησαν εἰς τὴν αἴθουσαν τοῦ συμποσίου· ἐπετέθησαν δὲ κατὰ τοῦ Σίμωνος καὶ τὸν ἐφόνευσαν μαζὶ μὲ τοὺς δύο υἱούς του καὶ ὡρισμένους ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες του.
17 καὶ ἐποίησεν ἀθεσίαν μεγάλην, καὶ ἀπέδωκε κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν. 17 Ετσι δε ο υιός του Αβούβου διέπραξε μεγάλην προδοσίαν και ανταπέδωκε κακά αντί των αγαθών, που είχε λάβει. 17 Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁ Πτολεμαῖος διέπραξεν ἀθλίαν καὶ εὐτελῆ προδοσίαν καὶ ἀνταπέδωκεν εἰς τὸν εὐεργέτην τοῦ Σίμωνα κακὰ ἀντὶ τῶν εὐεργεσιῶν, ποὺ ἀπήλαυσεν ἀπὸ αὐτόν.
18 καὶ ἔγραψε ταῦτα Πτολεμαῖος καὶ ἀπέστειλε τῷ βασιλεῖ, ὅπως ἀποστείλῃ αὐτῷ δυνάμεις εἰς βοήθειαν καὶ παραδῷ αὐτῷ τὴν χώραν αὐτῶν καὶ τὰς πόλεις. 18 Ο Πτολεμαίος έγραψεν αμέσως στον βασιλέα και τον επληροφόρησε δια τα γεγονότα αυτά· και συγχρόνως τον παρεκάλει να αποστείλη εις αυτόν στρατιωτικάς δυνάμεις, δια να του παραδώση την χώραν και τας πόλεις των Ιουδαίων. 18 Ὁ Πτολεμαῖος ἔγραψε τὰ γεγονότα αὐτὰ καὶ ἐπληροφόρησε περὶ αὐτῶν τὸν βασιλιᾶ Ἀντίοχον Ζ', μὲ τὴν προσδοκίαν ὅτι θὰ ἀποστείλῃ εἰς αὐτὸν στρατιωτικὴν δύναμιν διὰ να τὸν βοηθήσῃ καὶ ὅτι θὰ τοῦ παραδώσῃ τὴν χώραν τῶν Ἰουδαίων καὶ τὶς πόλεις.
19 καὶ ἀπέστειλεν ἑτέρους εἰς Γάζαρα ἆραι τὸν ᾿Ιωάννην, καὶ τοῖς χιλιάρχοις ἀπέστειλεν ἐπιστολὰς παραγενέσθαι πρὸς αὐτόν, ὅπως δῷ αὐτοῖς ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ δόματα, 19 Εστειλε δε άλλους άνδρας εις Γαζαρα, δια να θανατώσουν τον Ιωάννην. Εστειλεν επίσης επιστολάς στους χιλιάρχους, δια των οποίων παρήγγειλεν εις αυτούς να έλθουν πλησίον του, δια να τους δώση αργύριον και χρυσίον και άλλα δώρα. 19 Ἔστειλε δὲ ἄλλους ἀπὸ τοὺς ἄνδρες του εἰς τὰ Γάζαρα, διὰ νὰ φονεύσουν τὸν Ἰωάννην ἐπίσης ἔγραψεν ἐπιστολὰς εἰς τοὺς χιλιάρχους νὰ προσχωρήσουν μὲ τὸ μέρος του, ὑποσχόμενος νὰ τοὺς δώσῃ ἀσῆμι καὶ χρυσάφι καὶ δῶρα.
20 καὶ ἑτέρους ἀπέστειλε καταλαβέσθαι τὴν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ τὸ ὄρος τοῦ ἱεροῦ. 20 Αλλους δε άνδρας έστειλε, να καταλάβουν την Ιερουσαλήμ και τον λόφον, όπου ήτο κτισμένος ο Ναός. 20 Ἄλλους δὲ ἄνδρες ἀπέστειλε διὰ νὰ καταλάβουν τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν λόφον τῆς Σιών, ὅπου ἦταν κτισμένος ὁ Ναός.
21 καὶ προδραμών τις ἀπήγγειλεν ᾿Ιωάννῃ εἰς Γάζαρα ὅτι ἀπώλετο ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ ὅτι ἀπέσταλκε καὶ σὲ ἀποκτεῖναι. 21 Ενας όμως αγγελιαφόρος προέτρεξε και ανήγγειλεν στον Ιωάννην, που ευρίσκετο εις Γαζαρα, δτι ο πατέρας του και οι αδελφοί του είχαν φονευθή και ότι ο Πτολεμαίος έστειλεν άνδρας του, να φονεύσουν και αυτόν τον ίδιον. 21 Κάποιος ὅμως προέτρεξε γρηγορώτερα ἀπὸ τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Πτολεμαῖου καὶ ἀνήγγειλεν εἰς τὸν Ἰωάννην, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὰ Γάζαρα, ὅτι ἐφονεύθησαν ὁ πατέρας καὶ οἱ ἀδελφοί του· τοῦ εἶπεν ἐπίσης: Ὁ Πτολεμαῖος ἔχει ἀποστείλει ἄνδρες διὰ νὰ φονεύσουν καὶ σὲ τὸν ἴδιον!
22 καὶ ἀκούσας ἐξέστη σφόδρα καὶ συνέλαβε τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐλθόντας ἀπολέσαι αὐτὸν καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς, ἐπέγνω γὰρ ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν ἀπολέσαι. 22 Ο Ιωάννης, όταν ήκουσεν αυτά, έμεινε κατάπληκτος. Συνέλαβε τους άνδρας, που ήλθαν να τον δολοφονήσουν, και τους εθανάτωσε. Διότι και ο ίδιος αντελήφθη ότι πράγματι αυτοί επεζήτουν να τον φονεύσουν. 22 Ὅταν ὁ Ἰωάννης ἐπληροφορήθη τὴν εἴδησιν αὐτήν, ἐξεπλάγη πάρα πολὺ καὶ συνέλαβε τοὺς ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν νὰ τὸν θανατώσουν, καὶ τοὺς ἐφόνευσε.Διότι διεπίστωσεν ὅτι αὐτοὶ εἶχαν σκοπὸν νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὴν ζωήν.
23 Καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων ᾿Ιωάννου καὶ τῶν πολέμων αὐτοῦ καὶ τῶν ἀνδραγαθιῶν αὐτοῦ, ὧν ἠνδραγάθησε, καὶ τῆς οἰκοδομῆς τῶν τειχέων, ὧν ᾠκοδόμησε, καὶ τῶν πράξεων αὐτοῦ, 23 Τα υπόλοιπα εκ των έργων του Ιωάννου από τους πολέμους που διεξήγαγεν, τας ανδραγαθίας τας οποίας κατώρθωσε, την ανοικοδόμησιν των τειχών που ωλοκλήρωσε και όλα τα άλλα έργα του, 23 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ Ἰωάννου καὶ οἱ πόλεμοί του καὶ τὰ ἀνδραγαθήματά του, τὰ ὁποῖα ἐπετέλεσε, καὶ ἡ ἀνοικοδόμησις τῶν τειχῶν, τὰ ὁποῖα ἀνοικοδόμησε, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα πολεμικά του κατορθώματα,
24 ἰδοὺ ταῦτα γέγραπται ἐπὶ βιβλίῳ ἡμερῶν ἀρχιερωσύνης αὐτοῦ, ἀφ᾿ οὗ ἐγενήθη ἀρχιερεὺς μετὰ τὸν πατέρα αὐτοῦ. 24 όλα αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίον των χρονικών της αρχιερωσύνης του, από την ημέραν, από την οποίαν, μετά τον θάνατον του πατρός του, έγινεν αρχιερεύς. 24 νά· ὅλα αὐτὰ ἔχουν γραφῆ εἰς τὸ βιβλίον τῶν Χρονικῶν τῆς ἀρχιερωσύνης του, ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ διεδέχθη τὸν ἀποθανόντα πατέρα του ὡς ἀρχιερεύς.