Δευτέρα, 07 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:27
Δύση: 19:00
Σελ. 5 ημ.
281-85
16ος χρόνος, 6078η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25 (ΚΕ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Φῆστος οὖν ἐπιβὰς τῇ ἐπαρχίᾳ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀνέβη εἰς Ἱεροσόλυμα ἀπὸ Καισαρείας· 1 Ο Φήστος λοιπόν, όταν ήλθε και εγκατεστάθηκε εις την επαρχίαν της Συρίας, έπειτα από τρεις ημέρας ανέβηκε από την Καισάρειαν εις τα Ιεροσόλυμα. 1 Ο Φῆστος λοιπόν, ὅταν ἦλθεν εἰς τὴν ἐπαρχίαν τῆς Συρίας, τῆς ὁποίας εἶχε διορισθῇ πραίτωρ, μετὰ τρεῖς ἠμέρας ἀνέβη ἀπὸ τὴν Καισάρειαν εἰς Ἱεροσόλυμα.
2 ἐνεφάνισαν δὲ αὐτῷ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ οἱ πρῶτοι τῶν Ἰουδαίων κατὰ τοῦ Παύλου, καὶ παρεκάλουν αὐτὸν, 2 Παρουσίασαν δε εις αυτόν ο αρχιερεύς και οι πρώτοι ματαξύ των Ιουδαίων καταγγελίαν εναντίον του Παύλου και τον παρακαλούσαν, 2 Ὁ ἀρχιερεὺς δὲ καὶ οἱ πρόκριτοι τῶν Ἰουδαίων ἔφεραν καταγγελίαν εἰς αὐτὸν κατὰ τοῦ Παύλου καὶ τὸν παρεκάλουν
3 αἰτούμενοι χάριν κατ’ αὐτοῦ, ὅπως μεταπέμψηται αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλήμ, ἐνέδραν ποιοῦντες ἀνελεῖν αὐτὸν κατὰ τὴν ὁδόν. 3 ζητούντες ως χάριν ιδικήν των εναντίον του Παύλου, να τον καλέση ο Φήστος εις την Ιερουσαλήμ. Ενώ συγχρόνως ετοίμαζαν ενέδραν να τον φονεύσουν στον δρόμον. 3 ζητοῦντες ὡς χάριν εἰς βάρος τοῦ Παύλου, ἵνα τὸν καλέσῃ ὁ Φῆστος εἰς Ἱεροσόλυμα, συγχρόνως δὲ ἐτοίμαζαν νέαν ἐνέδραν διὰ νὰ τὸν φονεύσουν εἰς τὸν δρόμον.
4 ὁ μὲν οὖν Φῆστος ἀπεκρίθη τηρεῖσθαι τὸν Παῦλον ἐν Καισαρείᾳ, ἑαυτὸν δὲ μέλλειν ἐν τάχει ἐκπορεύεσθαι· 4 Ο Φήστος όμως απήντησε, να κρατήται ο Παύλος εις την Καισάρειαν και ότι αυτός σύντομα επρόκειτο να αναχωρήση από την Ιερουσαλήμ δια την Καισάρειαν. 4 Ὁ Φῆστος ὅμως ἠρνήθη καὶ ἀπήντησεν, ὅτι ὁ Παῦλος ἐφυλάττετο εἰς τὴν Καισάρειαν, αὐτὸς δὲ ἐπρόκειτο γρήγορα νὰ ἀναχωρήσῃ ἐξ Ἱεροσολύμων, διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ ἐκεῖ.
5 Οἱ οὖν δυνατοὶ ἐν ὑμῖν, φησί, συγκαταβάντες, εἴ τί ἐστιν ἐν τῷ ἀνδρὶ τούτῳ, κατηγορείτωσαν αὐτοῦ. 5 “Αυτοί λοιπόν που κατέχουν τας πρώτας θέσεις μεταξύ σας, είπεν, ας κατεβούν μαζή μου, και εάν υπάρχη κάποια ενοχή εναντίον του ανθρώπου τούτου, ας διατυπώσουν εκεί την κατηγορίαν των”. 5 Οἱ πρωτεύοντες λοιπὸν μεταξύ σας, εἶπεν ὁ Φῆστος, ἀς καταβοῦν μαζί μου εἰς Καισάρειαν καὶ ἐὰν ὑπάρχῃ κάτι τὸ ἔνοχον εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ἂς διατυπώσουν καὶ ἂς ὑποστηρίξουν τὴν κατ’ αὐτοῦ κατηγορίαν.
6 Διατρίψας δὲ ἐν αὐτοῖς ἡμέρας πλείους ἢ δέκα, καταβὰς εἰς Καισάρειαν, τῇ ἐπαύριον καθίσας ἐπὶ τοῦ βήματος ἐκέλευσε τὸν Παῦλον ἀχθῆναι. 6 Αφού δε έμεινε μεταξύ αυτών περισσότερον από δέκα ημέρες, κατέβηκε εις την Καισάρειαν. Την δε άλλην ημέραν καθίσας στο δικαστικόν βήμα, διέταξε να φέρουν τον Παύλον. 6 Ἀφοῦ δὲ ἔμεινε μεταξὺ αὐτῶν περισσοτέρας ἀπὸ δέκα ἡμέρας, κατέβη εἰς Καισάρειαν καὶ τὴν ἑπομένην τῆς ἀφίξεώς του καθίσας ἐπὶ τῆς δικαστικῆς ἕδρας διέταξε να προσαχθῇ ὁ Παῦλος.
7 παραγενομένου δὲ αὐτοῦ περιέστησαν οἱ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καταβεβηκότες Ἰουδαῖοι, πολλὰ καὶ βαρέα αἰτιώματα φέροντες κατὰ τοῦ Παύλου, ἃ οὐκ ἴσχυον ἀποδεῖξαι, 7 Οταν δε αυτός ήλθε, τον περιεκύκλωσαν οι Ιουδαίοι, που είχαν κατεβή από την Ιερουσαλήμ, διατυπώνοντες εναντίον του Παύλου πολλάς και βαρείας κατηγορίας, τας οποίας όμως δεν ημπορούσαν να αποδείξουν. 7 Ὅταν δὲ ἦλθεν οὗτος, ἐστάθησαν τριγύρω τοῦ οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ εἶχον καταβὴ ἐξ Ἱεροσολύμων, ἐπιρρίπτοντες κατὰ τοῦ Παύλου πολλὰς καὶ βαρείας κατηγορίας, τὰς ὁποίας ὅμως δὲν ἠδύναντο να ἀποδείξουν.
8 ἀπολογουμένου αὐτοῦ ὅτι Οὔτε εἰς τὸν νόμον τῶν Ἰουδαίων οὔτε εἰς τὸ ἱερὸν οὔτε εἰς Καίσαρά τι ἥμαρτον. 8 Και τούτο διότι ο Παύλος απολογούμενος, διεκήρυσσε ότι· “ούτε στον νόμον των Ιουδαίων ούτε στον ναόν ούτε στον Καίσαρα διέπραξα το παραμικρότερον σφάλμα”. 8 Καὶ δὲν ἠδύναντο να τὰς ἀποδείξουν, διότι ὁ Παῦλος ἀπελογεῖτο, ὅτι οὔτε εἰς τὸν νόμον τῶν Ἰουδαίων, οὔτε εἰς τὸν ναόν, οὔτε εἰς τὸν Καίσαρα ἡμάρτησα τὸ παραμικρόν.
9 ὁ Φῆστος δὲ θέλων τοῖς Ἰουδαίοις χάριν καταθέσθαι, ἀποκριθεὶς τῷ Παύλῳ εἶπε· Θέλεις εἰς Ἱερουσαλήμ ἀναβὰς ἐκεῖ περὶ τούτων κρίνεσθαι ἐπ’ ἐμοῦ; 9 Ο δε Φήστος θέλων να ευχαριστήση τους Ιουδαίους απεκρίθη στον Παύλον και είπε· “θέλεις να ανεβής εις την Ιερουσαλήμ και να δικασθής εκεί ενώπιόν μου δια τα ζητήματα αυτά;” 9 Ὁ Φῆστος ὅμως, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ κάμῃ χάριν εἰς τοὺς Ἰουδαίους διὰ νὰ προσελκύσῃ τὴν εὐγνωμοσύνην των, ἀποκριθεὶς εἰς τὸν Παῦλον εἶπε· θέλεις νὰ ἀναβῇς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ δικασθῇς ἐκεῖ διὰ τὰ ζητήματα αὐτὰ ἐπὶ παρουσία μου;
10 εἶπε δὲ ὁ Παῦλος· Ἐπὶ τοῦ βήματος Καίσαρος ἑστώς εἰμι, οὗ με δεῖ κρίνεσθαι. Ἰουδαίους οὐδὲν ἠδίκησα, ὡς καὶ σὺ κάλλιον ἐπιγινώσκεις· 10 Ο δε Παύλος είπε· “εγώ στέκομαι εδώ, εμπρός στο δικαστήριον του Καίσαρος, στο οποίον και πρέπει να δικασθώ ως Ρωμαίος πολίτης. Τους Ιουδαίους δεν τους έχω αδικήσει εις τίποτε, όπως και συ ο ίδιος καλύτερα από κάθε άλλον γνωρίζεις. 10 Ἀλλ’ ὁ Παῦλος εἶπεν· Ἐδῶ στέκομαι ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου τοῦ Καίσαρος, εἰς τὸ ὁποῖον ὡς Ρωμαῖος πολίτης πρέπει νὰ δικασθῶ. Τοὺς Ἰουδαίους δὲν ἠδίκησα εἰς τίποτε, καθὼς σὺ καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλον ἀντιλαμβάνεσαι. Δὲν δέχομαι λοιπὸν νὰ δικασθῶ εἰς Ἱεροσόλυμα.
11 εἰ μὲν γὰρ ἀδικῶ καὶ ἄξιον θανάτου πέπραχά τι, οὐ παραιτοῦμαι τὸ ἀποθανεῖν· εἰ δὲ οὐδέν ἐστιν ὧν οὗτοι κατηγοροῦσί μου, οὐδείς με δύναται αὐτοῖς χαρίσασθαι· Καίσαρα ἐπικαλοῦμαι. 11 Διότι εάν μεν τους αδικώ και έχω διαπράξει κάτι άξιον θανάτου, δεν αρνούμαι να καταδικασθώ εις θάνατον και να αποθάνω. Εάν όμως τίποτε δεν είναι αληθινόν από εκείνα, που αυτοί με κατηγορούν, κανείς δεν έχει το δικαίωμα και την εξουσίαν να με χαρίση εις αυτούς, δια να με θανατώσουν. Καμνω έφεσιν στον Καίσαραν και ζητώ να δικασθώ ενώπιόν του”. 11 Διότι, ἐὰν μὲν ἔκαμα καμμίαν ἀδικίαν καὶ ἐὰν ἔπραξα κάποιον ἔγκλημα, ποὺ νὰ τιμωρῆται μὲ θάνατον, ἂς δικασθῶ ἐδῶ καὶ δὲν ἀρνοῦμαι καὶ θανατικὴν ποινὴν νὰ ὑποστῶ. Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπάρχῃ τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα αὐτοὶ μὲ κατηγοροῦν, κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ μὲ χαρίσῃ ὡς δῶρον εἰς αὐτούς. Κάμνω ἔφεσιν εἰς τὸν Καίσαρα καὶ ἐνώπιον αὐτοῦ ζητῶ νὰ κριθῶ.
12 τότε ὁ Φῆστος συλλαλήσας μετὰ τοῦ συμβουλίου ἀπεκρίθη· Καίσαρα ἐπικέκλησαι, ἐπὶ Καίσαρα πορεύσῃ. 12 Τοτε ο Φήστος, αφού συνεζήτησε με το συμβούλιόν του, απεκρίθη· “τον Καίσαρα έχεις επικαλεσθή; Εις τον Καίσαρα θα πορευθής”. 12 Τότε ὁ Φῆστος, ἀφοῦ συνεζήτησε μὲ τὸ συμβούλιόν του, ἀπεκρίθη: Τὸν Καίσαρα ἐπεκαλέσθῃς, εἰς τὸν Καίσαρα θὰ ὑπάγῃς καὶ ἀπὸ αὐτόν, ἀφοῦ τὸ θέλεις, θὰ κριθῇς.
13 Ἡμερῶν δὲ διαγενομένων τινῶν Ἀγρίππας ὁ βασιλεὺς καὶ Βερνίκη κατήντησαν εἰς Καισάρειαν ἀσπασόμενοι τὸν Φῆστον. 13 Αφού δε επέρασαν μερικές ημέρες, ο βασιλεύς Αγρίππας και η αδελφή του Βερνίκη ήλθαν εις την Καισάρειαν με τον σκοπόν να χαιρετήσουν και να συγχαρούν τον Φήστον. 13 Ἀφοῦ δὲ ἐπέρασαν μερικαὶ ἡμέραι, ὁ βασιλεὺς Ἀγρίππας ὁ νεώτερος, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀγρίππα τοῦ πρώτου, καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Βερνίκη ἦλθον εἰς Καισαρείαν, διὰ να χαιρετήσουν καὶ συγχαροῦν τὸν Φῆστον.
14 ὡς δὲ πλείους ἡμέρας διέτριβον ἐκεῖ, ὁ Φῆστος τῷ βασιλεῖ ἀνέθετο τὰ κατὰ τὸν Παῦλον λέγων· Ἀνήρ τίς ἐστι καταλελειμμένος ὑπὸ Φήλικος δέσμιος, 14 Καθώς δε παρέμειναν εκεί περισσότερες ημέρες, ο Φήστος εξέθεσε στον βασιλέα τα κατά τον Παύλον λέγων· “κάποιος άνθρωπος έχει αφεθή φυλακισμένος από τον Φηλικα. 14 Σὰν ἔμεναν δὲ ἐκεῖ περισσοτέρας ἡμέρας, ὁ Φῆστος ἐξέθεσεν εἰς τὸν βασιλέα τὴν ἀφορῶσαν εἰς τὸν Παῦλον ὑπόθεσιν, λέγων· Εἶναι κάποιος ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον ὁ Φῆλιξ ἀφῆκε φυλακισμένον.
15 περὶ οὗ γενομένου μου εἰς Ἱεροσόλυμα ἐνεφάνισαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τῶν Ἰουδαίων αἰτούμενοι κατ’ αὐτοῦ δίκην· 15 Δι' αυτόν, όταν εγώ επήγα εις Ιεροσόλυμα, μου επέδωσαν καταγγελίαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων, ζητούντες να τον δικάσω και καταδικάσω. 15 Περὶ αὐτοῦ, ὅταν ἐπῆγα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐπέδωκαν καταγγελίαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐζήτουν νὰ τὸν δικάσω καὶ νὰ ἐκδώσω καταδικαστικὴν ἀπόφασιν κατ’ αὐτοῦ.
16 πρὸς οὓς ἀπεκρίθην ὅτι οὐκ ἔστιν ἔθος Ρωμαίοις χαρίζεσθαί τινα ἄνθρωπον εἰς ἀπώλειαν πρὶν ἢ ὁ κατηγορούμενος κατὰ πρόσωπον ἔχοι τοὺς κατηγόρους τόπον τε ἀπολογίας λάβοι περὶ τοῦ ἐγκλήματος. 16 Απήντησα όμως εις αυτούς ότι δεν υπάρχει συνήθεια στους Ρωμαίους, δια να φανούν ευχάριστοι εις κάποιους, να παραδίδουν ένα άνθρωπον εις θάνατον, πριν ο κατηγορούμενος έλθη εις αντιπαράστασιν προς τους μηνυτάς του και πριν λάβη το δικαίωμα να απολογηθή δια το έγκλημα, που κατηγορείται. 16 Ἀπήντησα ὅμως πρὸς τούτους, ὅτι δὲν εἶναι συνήθεια εἰς τοὺς Ρωμαίους χαριζόμενοι νὰ παραδίδουν ἕνα ἄνθρωπον εἰς θάνατον καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκδοθῇ καταδικαστικὴ ἀπόφασις, προτοῦ ὁ κατηγορούμενος ἔλθῃ εἰς ἀντιπαράστασιν κατὰ πρόσωπον πρὸς τοὺς κατηγόρους του καὶ προτοῦ λάβῃ εὐκαιρίαν νὰ ἀπολογηθῇ διὰ τὸ ἔγκλημα, ποὺ κατηγορεῖται.
17 συνελθόντων οὖν αὐτῶν ἐνθάδε ἀναβολὴν μηδεμίαν ποιησάμενος τῇ ἑξῆς καθίσας ἐπὶ τοῦ βήματος ἐκέλευσα ἀχθῆναι τὸν ἄνδρα· 17 Οταν δε αυτοί ήλθαν μαζή μου εδώ, εγώ χωρίς καμμίαν αναβολήν εκάθισα αμέσως την επομένην ημέραν στο δικαστικόν βήμα και διέταξα να προσαχθή ο άνθρωπος αυτός. 17 Ἀφοῦ λοιπὸν αὐτοὶ ἦλθαν μαζί μου ἐδῶ, χωρὶς νὰ κάμω καμμίαν ἀναβολήν, ἐκάθισα ἐπὶ τοῦ δικαστικοῦ βήματος καὶ διέταξα νὰ προσαχθῇ ὁ ἄνθρωπος.
18 περὶ οὗ σταθέντες οἱ κατήγοροι οὐδεμίαν αἰτίαν ἐπέφερον ὧν ὑπενόουν ἐγὼ, 18 Οι κατήγοροι όμως, όταν εστάθησαν εις την δικαστικήν αίθουσαν, δεν διετύπωσαν καμμίαν εναντίον του κατηγορίαν, από εκείνας τας οποίας εγώ υπέθετα και επερίμενα. 18 Ἀλλ’ οἱ κατήγοροι, ὅταν ἐστάθησαν εἰς τὸ κριτήριον, δὲν ἔφεραν κατ’ αὐτοῦ καμμίαν κατηγορίαν ἐξ ἐκείνων, τὰς ὁποίας ἐγὼ ὑπέθετον καὶ περὶ τῶν ὁποίων προβλέπει ὁ ρωμαϊκὸς νόμος.
19 ζητήματα δέ τινα περὶ τῆς ἰδίας δεισιδαιμονίας εἶχον πρὸς αὐτὸν καὶ περί τινος Ἰησοῦ τεθνηκότος, ὃν ἔφασκεν ὁ Παῦλος ζῆν. 19 Αλλά είχαν εναντίον του κάποια ζητήματα περί της ιδικής των θρησκείας και δια κάποιον Ιησούν πεθαμένον, δια τον οποίον ο Παύλος έλεγε ότι ζη. 19 Ἀλλ’ εἶχαν μαζί του κάποια ζητήματα περὶ τῆς ἰδικῆς των θρησκείας καὶ διὰ κάποιον Ἰησοῦν πεθαμένον, περὶ τοῦ ὁποίου ἰσχυρίζετο ὁ Παῦλος, ὅτι ζῇ.
20 ἀπορούμενος δὲ ἐγὼ τὴν περὶ τούτων ζήτησιν ἔλεγον εἰ βούλοιτο πορεύεσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα κἀκεῖ κρίνεσθαι περὶ τούτων. 20 Επειδή δε εγώ ευρέθηκα εις απορίαν δια την έρευναν του ζητήματος αυτού, είπα στον Παύλον, εάν ήθελε, να μεταβη εις Ιεροσόλυμα και να δικασθή εκεί δι' αυτά τα ζητήματα. 20 Ἐπειδὴ δὲ ἐγὼ εὑρέθην εἰς ἀπορίαν καὶ ἀμηχανίαν διὰ τὴν ἐξέτασιν τοῦ ζητήματος τούτου, εἶπον εἰς τὸν Παῦλον, ἐὰν ἤθελε, νὰ ὑπάγῃ εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ἐκεῖ νὰ δικασθῇ περὶ τῶν ζητημάτων αὐτῶν.
21 τοῦ δὲ Παύλου ἐπικαλεσαμένου τηρηθῆναι αὐτὸν εἰς τὴν τοῦ Σεβαστοῦ διάγνωσιν, ἐκέλευσα τηρεῖσθαι αὐτὸν ἕως οὗ πέμψω αὐτὸν πρὸς Καίσαρα. 21 Επειδή όμως ο Παύλος, επικαλεσθείς την ρωμαϊκήν του υπηκοότητα, εζήτησε να φρουρηθή, δια να δικασθή από τον σεβαστόν αυτοκράτορα, διέταξα να φρουρήται αυτός, έως ότου τον στείλω στον Καίσαρα”. 21 Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Παῦλος ἐπεκαλέσθη τὴν ρωμαϊκὴν ὑπηκοότητά του καὶ ἐζήτησε νὰ φρουρηθῇ διὰ νὰ κριθῇ ἀπὸ τὸν σεβαστὸν αὐτοκράτορα, διέταξα νὰ φρουρῆται οὗτος, ἕως ὅτου τὸν στείλω εἰς τὸν Καίσαρα.
22 Ἀγρίππας δὲ πρὸς τὸν Φῆστον ἔφη· Ἐβουλόμην καὶ αὐτὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀκοῦσαι. ὁ δέ, Αὔριον, φησίν, ἀκούσῃ αὐτοῦ. 22 Είπε δε ο Αγρίππας προς τον Φήστον· “ήθελα και εγώ ο ίδιος να ακούσω αυτόν τον άνθρωπον”. Ο δε Φήστος απήντησε· “αύριον θα τον ακούσης”. 22 Εἶπε δὲ ὁ Ἀγρίππας πρὸς τὸν Φῆστον· Θὰ ἤθελα καὶ ὁ ἴδιος νὰ ἀκούσω τὸν ἄνθρωπον αὐτόν. Ὁ δὲ Φῆστος εἶπεν· Αὔριον θὰ τὸν ἀκούσῃς.
23 Τῇ οὖν ἐπαύριον ἐλθόντος τοῦ Ἀγρίππα καὶ τῆς Βερνίκης μετὰ πολλῆς φαντασίας καὶ εἰσελθόντων εἰς τὸ ἀκροατήριον σύν τε τοῖς χιλιάρχοις καὶ ἀνδράσι τοῖς κατ’ ἐξοχὴν οὖσι τῆς πόλεως, καὶ κελεύσαντος τοῦ Φήστου ἤχθη ὁ Παῦλος. 23 Την επομένην, αφού ήλθε ο Αγρίππας και η Βερνίκη λαμπροστολισμένοι και με πολλήν συνοδείαν και εισήλθαν εις την αίθουσαν του δικαστηρίου μαζή με τους χιλιάρχους και τους άλλους επισήμους άνδρας, που ήσαν εις την πόλιν, διέταξε ο Φήστος και ωδηγήθηκε εκεί ο Παύλος. 23 Τὴν ἄλλην λοιπὸν ἡμέραν, ἀφοῦ ἦλθον ὁ Ἀγρίππας καὶ ἡ Βερνίκη μετὰ πολλῆς πομπῆς καὶ ἐπιδείξεως καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν αἴθουσαν, ποὺ ἐγίνοντο αἱ δημόσιαι δίκαι, μαζὶ καὶ μὲ τοὺς χιλιάρχους καὶ τοὺς προκρίτους τῆς πόλεως, ἔδωκε διαταγὴν ὁ Φῆστος καὶ προσήχθη ὁ Παῦλος.
24 καί φησιν ὁ Φῆστος· Ἀγρίππα βασιλεῦ καὶ πάντες οἱ συμπαρόντες ἡμῖν ἄνδρες, θεωρεῖτε τοῦτον περὶ οὗ πᾶν τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων ἐνέτυχόν μοι ἔν τε Ἱεροσολύμοις καὶ ἐνθάδε, ἐπιβοῶντες μὴ δεῖν ζῆν αὐτὸν μηκέτι. 24 Και λέγει τότε ο Φήστος· “Βασιλεύ Αγρίππα και όλοι όσοι είσθε παρόντες εδώ μαζή μας, βλέπετε τον άνθρωπον αυτόν, δια τον οποίον όλος ο λαός των Ιουδαίων ήλθαν και με συνήντησαν και εις τα Ιεροσόλυμα και εδώ και εφώναζαν ότι δεν πρέπει πλέον αυτός να ζη. 24 Καὶ λέγει τότε ὁ Φῆστος· Βασιλεῦ Ἀγρίππα καὶ ὅλοι οἱ ἄνδρες, ὅσοι εἶσθε μαζί μας παρόντες, ἔχετε ἐνώπιόν σας καὶ βλέπετε τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, διὰ τὸν ὁποῖον ὅλον τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων ἦλθαν εἰς συνάντησίν μου μὲ πολλὰς παρακλήσεις καὶ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐδῶ, καὶ ἐφώναζαν, ὅτι δὲν πρέπει πλέον αὐτὸς νὰ ζῇ.
25 ἐγὼ δὲ καταλαβόμενος μηδὲν ἄξιον θανάτου αὐτὸν πεπραχέναι, καὶ αὐτοῦ δὲ τούτου ἐπικαλεσαμένου τὸν Σεβαστὸν, ἔκρινα πέμπειν αὐτόν. 25 Εγώ όμως επειδή εκατάλαβα ότι τίποτε άξιον θανάτου δεν έχει πράξει αυτός και επειδή και αυτός ο ίδιος επεκαλέσθη τον σεβαστόν αυτοκράτορα, επήρα την απόφασιν να τον στείλω εις την Ρωμην. 25 Ἀλλ’ ἐγὼ ἀντελήφθην, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἔχει πράξει τίποτε, ποὺ νὰ εἶναι ἄξιον θανάτου. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐπεκαλέσθη ὡς δικαστήν του τὸν σεβαστὸν αὐτοκράτορα, ἀπεφάσισα νὰ τὸν στείλω.
26 περὶ οὗ ἀσφαλές τι γράψαι τῷ κυρίῳ οὐκ ἔχω· διὸ προήγαγον αὐτὸν ἐφ’ ὑμῶν καὶ μάλιστα ἐπὶ σοῦ, βασιλεῦ Ἀγρίππα, ὅπως τῆς ἀνακρίσεως γενομένης σχῶ τι γράψαι. 26 Δεν έχω όμως τίποτε το σαφές και βέβαιον να γράψω δι' αυτόν στον κύριον. Δι' αυτό, τον έφερα από την φυλακήν εις σας και μάλιστα εμπρός εις σε, βασιλεύ Αγρίππα, δια να γίνη ανάκρισις και από αυτήν να έχω κάτι να γράψω. 26 Δὲν ἔχω ὅμως τίποτε βέβαιον νὰ γράψω δι’ αὐτὸν εἰς τὸν κύριον. Δι’ αὐτὸ τὸν ἔφερα ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἐνώπιόν σας καὶ μάλιστα ἐνώπιον σου, βασιλεῦ Ἀγρίππα, διὰ νὰ γίνῃ ἡ προανάκρισις, καὶ συναγάγω ἐξ αὐτῆς κάτι, τὸ ὁποῖον νὰ γράψω εἰς τὸν αὐτοκράτορα.
27 ἄλογον γάρ μοι δοκεῖ πέμποντα δέσμιον μὴ καὶ τὰς κατ’ αὐτοῦ αἰτίας σημᾶναι. 27 Διότι μου φαίνεται παράλογον να στέλνω κάποιον δεμένον εις την Ρωμην, χωρίς να καθορίσω τας εναντίον του κατηγορίας”. 27 Διότι μοῦ φαίνεται παράλογον, ὅταν ἀποστείλω κάποιον δεμένον εἰς τὴν Ρώμην, νὰ μὴ καθορίσω καὶ τὰς κατ’ αὐτοῦ κατηγορίας.