Κυριακή, 01 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:23
Δύση: 17:07
Σελ. 1 ημ.
336-30
16ος χρόνος, 6133η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἀνὴρ δέ τις ἐν Καισαρείᾳ ὀνόματι Κορνήλιος, ἑκατοντάρχης ἐκ σπείρης τῆς καλουμένης Ἰταλικῆς, 1 Υπήρχε δε εις την Καισάρειαν κάποιος άνθρωπος, ονόματι Κορνήλιος, εκατόνταρχος, από την στρατιωτικήν μονάδα, που ελέγετο σπείρα Ιταλική. 1 Ήτο δὲ κάποιος ἄνθρωπος εἰς τὴν Καισάρειαν, ποὺ ὠνομάζετο Κορνήλιος, ἑκατόνταρχος, ἀπὸ τὸ τάγμα ποὺ ἐλέγετο σπεῖρα Ἰταλική.
2 εὐσεβὴς καὶ φοβούμενος τὸν Θεὸν σὺν παντὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, ποιῶν τε ἐλεημοσύνας πολλὰς τῷ λαῷ καὶ δεόμενος τοῦ Θεοῦ διὰ παντός, 2 Αυτός ήτο ευσεβής και θεοφοβούμενος μαζή με όλον του τον οίκον. Εκανε πολλάς ελεημοσύνας στον λαόν και παρακαλούσε πάντοτε τον Θεόν να τον φωτίζη. 2 Αὐτὸς ἦτο εὐσεβὴς καὶ μολονότι ἐκ καταγωγῆς ἦτο εἰδωλολάτρης, ἐγνώρισε τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ἐφοβεῖτο αὐτὸν μὲ ὅλους, ὅσοι ἦσαν εἰς τὸ σπίτι του· καὶ ἔκανε πολλὰς ἐλεημοσύνας εἰς τὸν λαὸν καὶ παρεκάλει συνεχῶς τὸν Θεὸν νὰ τὸν φωτίσῃ.
3 εἶδεν ἐν ὁράματι φανερῶς ὡσεὶ ὥραν ἐνάτην τῆς ἡμέρας ἄγγελον τοῦ Θεοῦ εἰσελθόντα πρὸς αὐτὸν καὶ εἰπόντα αὐτῷ· Κορνήλιε. 3 Είδε, λοιπόν, κατά την τρίτην απογευματινήν ώραν, φανερά εις ένα όραμα, άγγελον του Θεού, ο οποίος εισήλθε στο σπίτι του δι' αυτόν και του είπε· “Κορνήλιε”. 3 Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος εἶδε καθαρὰ καὶ φανερὰ εἰς ὀπτασίαν, ποὺ τοῦ παρουσιάσθῃ περίπου εἰς τὰς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα, ἕνα ἄγγελον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἰσῆλθεν εἰς τὸ σπίτι του πρὸς συνάντησιν αὐτοῦ καὶ τοῦ εἶπε· Κορνήλιε.
4 ὁ δὲ ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἔμφοβος γενόμενος εἶπε· Τί ἐστι, κύριε; εἶπε δὲ αὐτῷ· Αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 4 Αυτός προσήλωσε τα μάτια του στον άγγελον, κατελήφθη από φόβον και είπε· “τι είναι, κύριε;” Ο δε άγγελος του απήντησε· “αι προσευχαί σου και αι ελεημοσύναι σου ανέβησαν στον ουρανόν προς τον Θεόν, δια να σε ενθυμήται συνεχώς. 4 Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἔστρεψε καὶ προσήλωσε τὰ μάτια του εἰς αὐτόν, ἐκυριεύθη ὁλόκληρος ἀπὸ φόβον καὶ εἶπε· Τί εἶναι, κύριε; Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος: Αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς τὸν οὐρανὸν ὡς προσφορὰ εὐπρόσδεκτος εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἀξία διὰ νὰ σὲ ἐνθυμῆται καὶ νὰ μὴ σὲ λησμονῇ ποτέ.
5 καὶ νῦν πέμψον εἰς Ἰόππην ἄνδρας καὶ μετάπεμψαι Σίμωνα τὸν ἐπικαλούμενον Πέτρον· 5 Και τώρα στείλε εις την Ιόππην ανθρώπους σου και προσκάλεσε εδώ τον Σιμωνα, που επονομάζεται Πετρος. 5 Καὶ τώρα στεῖλε εἰς τὴν Ἰόππην ἀπεσταλμένους καὶ κάλεσε νὰ ἔλθῃ ἐδῶ Σίμων, ποὺ ὀνομάζεται Πέτρος.
6 οὗτος ξενίζεται παρά τινι Σίμωνι βυρσεῖ, ᾧ ἐστιν οἰκία παρὰ θάλασσαν. 6 Αυτός φιλοξενείται από κάποιον βυρσοδέψην Σιμωνα, του οποίου το σπίτι είναι κοντά εις την θάλασσαν”. 6 Αὐτὸς φιλοξενεῖται ἀπὸ κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψην, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ σπίτι του κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν.
7 ὡς δὲ ἀπῆλθεν ὁ ἄγγελος ὁ λαλῶν τῷ Κορνηλίῳ, φωνήσας δύο τῶν οἰκετῶν αὐτοῦ καὶ στρατιώτην εὐσεβῆ τῶν προσκαρτερούντων αὐτῷ, 7 Αμέσως δε μόλις ο άγγελος που ωμιλούσε προς τον Κορνήλιον έφυγεν, εφώναξε αυτός δύο υπηρέτας του και ένα ευσεβή στρατιώτην, από εκείνους που ήσαν απεσπασμένοι εις την υπηρεσίαν του, 7 Ἀμέσως δὲ ὅταν ἔφυγεν ὁ ἄγγελος, ποὺ ὡμίλει πρὸς τὸν Κορνήλιον, ἐκάλεσεν οὗτος δύο ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας, ποὺ ἔμεναν εἰς τὸ σπίτι του, καὶ ἕνα στρατιώτην εὐσεβῇ ἀπὸ τοὺς ἀπεσπασμένους εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του,
8 καὶ ἐξηγησάμενος αὐτοῖς ἅπαντα, ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς τὴν Ἰόππην. 8 και αφού τους εξήγησε όλα όσα είδε και ήκουσε, τους έστειλε εις την Ιόππην γεμάτος ελπίδας και εμπιστοσύνην εις τα λόγια του αγγέλου. 8 καὶ ἀφοῦ τοὺς ἐξήγησεν ὅλα, ὅσα τοῦ ἐφανερώθησαν εἰς τὴν ὀπτασίαν, τοὺς ἀπέστειλεν εἰς τὴν Ἰόππην.
9 Τῇ δὲ ἐπαύριον ὁδοιπορούντων ἐκείνων καὶ τῇ πόλει ἐγγιζόντων ἀνέβη Πέτρος ἐπὶ τὸ δῶμα προσεύξασθαι περὶ ὥραν ἕκτην. 9 Την άλλην ημέραν, ενώ εκείνοι επεζοπορούσαν και επλησίαζαν εις την πόλιν, ανέβηκε ο Πετρος εις την ταράτσα της οικίας, κατά τας δώδεκα το μεσημέρι, δια να προσευχηθή. 9 Τὴν ἄλλην δὲ ἡμέραν, ἐνῷ ἐκεῖνοι ἐβάδιζον καὶ ἐπλησίαζαν νὰ φθάσουν εἰς τὴν πόλιν, ἀνέβη ὁ Πέτρος εἰς τὸ ἠλιακωτὸν τοῦ σπιτιοῦ διὰ νὰ προσευχηθῇ, κατὰ τὰς δώδεκα τὸ μεσημέρι.
10 ἐγένετο δὲ πρόσπεινος καὶ ἤθελε γεύσασθαι· παρασκευαζόντων δὲ ἐκείνων ἐπέπεσεν ἐπ’ αὐτὸν ἔκστασις, 10 Ησθάνθη δε πείναν μεγάλην και ήθελε να φάγη. Ενώ δε εκείνοι που ήσαν στο σπίτι ετοίμαζαν τα του φαγητού, κατέλαβε τον Πετρον έκτασις, ώστε να βλέπη αποκαλύψεις Θεού. 10 Ἐπείνασε δὲ πολὺ καὶ ἤθελε νὰ γευθῇ τροφήν. Ἐνῷ δὲ ἐκεῖνοι, ποὺ ἦσαν εἰς τὸ σπίτι, ἠτοίμαζαν τὸ φαγητόν, κατέλαβε τὸν Πέτρον ἔκστασις εἰς τρόπον ὥστε αἱ σωματικαί του αἰσθήσεις ἀπεσπάσθησαν ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸν κόσμον καὶ ὁ νοῦς του ὁλόκληρος προσηλώθη εἰς ἐκεῖνα, ποὺ τοῦ ἐφανέρωνεν ὁ Θεός.
11 καὶ θεωρεῖ τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγμένον καὶ καταβαῖνον ἐπ’ αὐτὸν σκεῦός τι ὡς ὀθόνην μεγάλην, τέσσαρσιν ἀρχαῖς δεδεμένον καὶ καθιέμενον ἐπὶ τῆς γῆς, 11 Και βλέπει τον ουρανόν ανοιγμένο και να κατεβαίνη προς αυτόν ένα σκεύος, που ωμοίαζε με μεγάλο σινδόνι, δεμένον από τα τέσσερα άκρα, και το οποίον σιγά-σιγά κατέβαινε εις την γην. 11 Καὶ βλέπει τότε τὸν οὐρανὸν νὰ εἶναι ἀνοιγμένος καὶ νὰ καταβαίνῃ πρὸς αὐτὸν ἕνα ἀγγεῖον, ποὺ ὡμοίαζε πρὸς σινδόνην μεγάλην καὶ τὸ ὁποῖον ἦτο δεμένον ἀπὸ τέσσαρα ἄκρα καὶ ἐρρίπτετο σιγά - σιγὰ ἐπὶ τῆς γῆς.
12 ἐν ᾧ ὑπῆρχε πάντα τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. 12 Εις αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πτηνά του ουρανού. 12 Μέσα δὲ εἰς αὐτὸ ὑπῆρχον ὅλα τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, πλεῖστα ἐκ τῶν ὁποίων σύμφωνα μὲ τὰς διατάξεις τοῦ νόμου ἦσαν ἀκάθαρτα καὶ ἀπηγορεύετο εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ τρώγουν αὐτά.
13 καὶ ἐγένετο φωνὴ πρὸς αὐτόν· Ἀναστάς, Πέτρε, θῦσον καὶ φάγε. 13 Και έγινε μια φωνή προς αυτόν, η οποία του έλεγε· “Πετρε, σήκω, σφάξε και φάγε”. 13 Καὶ ἦλθε φωνὴ πρὸς αὐτόν, ποὺ τοῦ ἔλεγε: Πέτρε, σήκω, σφάξε ἀπὸ τὰ ζῶα αὐτά, ποὺ βλέπεις, καὶ φάγε.
14 ὁ δὲ Πέτρος εἶπε· Μηδαμῶς, Κύριε· ὅτι οὐδέποτε ἔφαγον πᾶν κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον. 14 Ο δε Πετρος απήντησε· “ποτέ και με κανένα τρόπο, δεν θα κάμω αυτό, Κυριε· διότι ποτέ έως τώρα δεν έφαγα κανένα μολυσμένον η ακάθαρτον, που το απαγορεύει ο νόμος”. 14 Ὁ Πέτρος ὅμως εἶπε· Μὲ κανένα τρόπον δὲν θὰ κάμω τοῦτο, Κύριε· διότι ποτὲ εἰς τὴν ζωήν μου δὲν ἔφαγα οἰονδήποτε ζῶον, τὸ ὁποῖον ὁ νόμος ἀπαγορεύει ὡς μολυσμένον ἢ ἀκάθαρτον.
15 καὶ φωνὴ πάλιν ἐκ δευτέρου πρὸς αὐτόν· Ἃ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου. 15 Και πάλιν δια δευτέραν φοράν ήλθε η φωνή προς τον Πετρον· “αυτά, που ο Θεός έχει κάμει πλέον καθαρά, συ μη τα θεωρείς μολυσμένα και ακάθαρτα”. 15 Καὶ ἦλθε πάλιν διὰ δευτέραν φορὰν φωνὴ πρὸς αὐτόν· Αὐτὰ ποὺ ὁ Θεὸς κατεβάζει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν μέσα εἰς τὴν σινδόνην, τὰ ἔχει κάμει καθαρά. Σὺ λοιπὸν μὴ θεωρῇς ταῦτα ἀκάθαρτα καὶ μολυσμένα.
16 τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ τρίς, καὶ πάλιν ἀνελήφθη τὸ σκεῦος εἰς τὸν οὐρανόν. 16 Αυτό επανελήφθη τρεις φορές και ενελήφθη πάλιν το σκεύος στον ουρανόν. 16 Τοῦτο δὲ ἔγινε τρεῖς φοράς. Καὶ πάλιν τὸ ἀγγεῖον ὑψώθη καὶ ἀνελήφθη ὡς καθαρὸν εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου ἀκάθαρτον δὲν εἰσχωρεῖ.
17 Ὡς δὲ ἐν ἑαυτῷ διηπόρει ὁ Πέτρος τί ἂν εἴη τὸ ὅραμα ὃ εἶδε, καὶ ἰδοὺ οἱ ἄνδρες οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τοῦ Κορνηλίου διερωτήσαντες τὴν οἰκίαν Σίμωνος ἐπέστησαν ἐπὶ τὸν πυλῶνα, 17 Καθώς δε απορούσε από μέσα του ο Πετρος, τι τάχα να εσήμαινε το όραμα, που είδε, και ιδού οι άνθρωποι οι σταλμένοι από τον Κορνήλιον, αφού εν τω μεταξύ είχαν πληροφορηθή, που ήτο το σπίτι του Σιμωνος, ετάθησαν εις την εξωτερικήν πόρταν. 17 Ἐνῷ δὲ ἀποροῦσε μέσα του ὁ Πέτρος περὶ τοῦ τί νὰ ἐσήμαινε τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε, καὶ ἰδοὺ οἱ ἄνθρωποι οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὸν Κορνήλιον, ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξὺ ἡρώτησαν καὶ εὗρον τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος, ἐστάθησαν ἐμπρὸς εἰς τὴν ἐξώπορταν.
18 καὶ φωνήσαντες ἐπυνθάνοντο εἰ Σίμων ὁ ἐπικαλούμενος Πέτρος ἐνθάδε ξενίζεται. 18 Εφώναξαν δυνατά και εζητούσαν να πληροφορηθούν, εάν ο Σιμων, που λέγεται και Πετρος, φιλοξενείται εδώ. 18 Καὶ ἀφοῦ ἐφώναξαν δυνατά, ἐζήτουν νὰ πληροφορηθοῦν, ἐὰν ὁ Σίμων, ποὺ ἐπονομάζεται Πέτρος, φιλοξενεῖται ἐδῶ.
19 τοῦ δὲ Πέτρου διενθυμουμένου περὶ τοῦ ὁράματος εἶπεν αὐτῷ τὸ Πνεῦμα· Ἰδοὺ ἄνδρες τρεῖς ζητοῦσί σε· 19 Ενώ δε ο Πετρος εσυλλογίζετο δια το όραμα, που είδε, είπε εις αυτόν το Αγιον Πνεύμα· “ιδού, τρεις άνδρες, σε ζητούν, Είναι εθνικοί. 19 Ἐνῷ δὲ ὁ Πέτρος ἐκυκλοφόρει εἰς τὴν διάνοιάν του τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε, καὶ προσεπάθει νὰ τὸ ἐξηγήσῃ, εἶπεν εἰς αὐτὸν δι’ ἐσωτερικῆς ἐμπνεύσεως τὸ Ἅγιον Πνεῦμα· Ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες σὲ ζητοῦν. Μὴ τοὺς ἀποφύγῃς ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι εἶναι ἐθνικοὶ καὶ ἀκάθαρτοι.
20 ἀλλὰ ἀναστὰς κατάβηθι καὶ πορεύου σὺν αὐτοῖς μηδὲν διακρινόμενος, διότι ἐγὼ ἀπέσταλκα αὐτούς. 20 Αλλά σήκω, κατέβα από το δώμα και πήγαινε μαζή τους, χωρίς κανένα δισταγμόν, διότι εγώ τους έχω στείλει”. 20 Ἀλλὰ σήκω γρήγορα καὶ κατέβα ἀπὸ τὸ ἠλιακωτὸν καὶ πήγαινε μαζί τους, χωρὶς νὰ διστάσῃς εἰς τίποτε, διότι ἐγὼ τοὺς ἔχω ἀποστείλει εἰς συνάντησίν σου.
21 καταβὰς δὲ ὁ Πέτρος πρὸς τοὺς ἄνδρας εἶπεν· Ἰδοὺ ἐγώ εἰμι ὃν ζητεῖτε· τίς ἡ αἰτία δι’ ἣν πάρεστε; 21 Κατέβηκε πράγματι ο Πετρος προς τους ανθρώπους αυτούς και είπε· “ιδού, εγώ είμαι αυτός που ζητείτε, ποιός είναι ο λόγος δια τον οποίον ήρθατε εδώ;” 21 Ἀφοῦ δὲ ὁ Πέτρος κατέβη πρὸς τοὺς ἄνδρας, εἶπεν· Ἰδοὺ ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ ζητεῖτε. Ἐκ ποίας αἰτίας καὶ διὰ ποῖον σκοπὸν ἤλθατε ἐδῶ;
22 οἱ δὲ εἶπον· Κορνήλιος ἑκατοντάρχης, ἀνὴρ δίκαιος καὶ φοβούμενος τὸν Θεὸν, μαρτυρούμενός τε ὑπὸ ὅλου τοῦ ἔθνους τῶν Ἰουδαίων, ἐχρηματίσθη ὑπὸ ἀγγέλου ἁγίου μεταπέμψασθαί σε εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ ἀκοῦσαι ῥήματα παρὰ σοῦ. 22 Εκείνοι δε του είπαν· “ο Κορνήλιος, ο εκατόνταρχος, άνθωπος δίκαιος και φοβούμενος τον Θεόν, που μαρτυρείται ως ευσεβής από όλον το έθνος των Ιουδαίων, επήρε εντολήν από άγιον άγγελον, να σε καλέση στο σπίτι του και να ακούση από σένα λόγια Θεού”. 22 Οὗτοι δὲ εἶπον· Ὁ Κορνήλιος ὁ ἑκατόνταρχος, ἄνθρωπος δίκαιος καὶ θεοφοβούμενος, καὶ ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖται ὡς τοιοῦτος ἀπὸ ὅλον τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων, ἔλαβεν ἐντολὴν καὶ ὁδηγίαν ἀπὸ ἄγγελον ἅγιον νὰ στείλῃ καὶ νὰ σὲ καλέσῃ εἰς τὸ σπίτι του καὶ νὰ ἀκούσῃ ἀπὸ σὲ λόγους, ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσουν εἰς σωτηρίαν.
23 εἰσκαλεσάμενος οὖν αὐτοὺς ἐξένισε. Τῇ δὲ ἐπαύριον ἀναστὰς ἐξῆλθε σὺν αὐτοῖς, καί τινες τῶν ἀδελφῶν τῶν ἀπὸ τῆς Ἰόππης συνῆλθον αὐτῷ, 23 Ο Πετρος τους εκάλεσε μέσα στο σπίτι και τους εφολοξένησε. Την άλλην ημέραν εσηκώθηκε και μαζή με αυτούς ανεχώρησε δια την Καισάρειαν. Μαζή του δε ανεχώρησαν και μερικοί αδελφοί από αυτούς, που έμεναν εις την Ιόππην. 23 Κατόπιν λοιπὸν τῆς εἰδήσεως αὐτῆς ὁ Πέτρος τοὺς ἐκάλεσε νὰ ἔμβουν εἰς τὸ σπίτι καὶ τοὺς ἐφιλοξένησε. Τὴν ἄλλην δὲ ἡμέραν ἐσηκώθη καὶ ἀνεχώρησε μετ’ αὐτῶν. Καὶ ἐπῆγαν μαζί του καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἰόππης.
24 καὶ τῇ ἐπαύριον εἰσῆλθον εἰς τὴν Καισάρειαν. ὁ δὲ Κορνήλιος ἦν προσδοκῶν αὐτούς συγκαλεσάμενος τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ καὶ τοὺς ἀναγκαίους φίλους. 24 Και την άλλην ημέραν εισήλθαν εις την Καισάρειαν. Ο δε Κορνήλιος εν τω μεταξύ τους επερίμενε και είχε καλέσει τους συγγενείς του και τους στενοτέρους φίλους του. 24 Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐμβῆκαν εἰς τὴν Καισάρειαν. Ὁ Κορνήλιος δὲ ἐν τῷ μεταξὺ τοὺς ἐπερίμενε, καὶ συνεκάλεσε πρὸς ὑποδοχήν των τοὺς συγγενεῖς του καὶ τοὺς στενωτέρους φίλους του.
25 Ὡς δὲ ἐγένετο τοῦ εἰσελθεῖν τὸν Πέτρον, συναντήσας αὐτῷ ὁ Κορνήλιος πεσὼν ἐπὶ τοὺς πόδας προσεκύνησεν. 25 Οταν δε επρόκειτο να εισέλθη ο Πετρος στο σπίτι, εβγήκε και τον προϋπάντησε ο Κορνήλιος και αφού έπεσε εις τα πόδια του, επροσκύνησε. 25 Ὅτε δὲ ἐπρόκειτο ὁ Πέτρος νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ σπίτι, ἐβγῆκεν εἰς προϋπάντησίν του ὁ Κορνήλιος καὶ ἀφοῦ ἔπεσεν εἰς τὰ πόδια του ἐπροσκύνησεν.
26 ὁ δὲ Πέτρος αὐτὸν ἤγειρε λέγων· Ἀνάστηθι· κἀγὼ αὐτὸς ἄνθρωπός εἰμι. 26 Ο Πετρος όμως τον εσήκωσε λέγων· “σήκω επάνω, διότι και εγώ είμαι άνθρωπος”. 26 Ὁ Πέτρος ὅμως τὸν ἐσήκωσε καὶ εἶπε· Σήκω ἐπάνω καὶ μὴ μὲ προσκυνῇς. Διότι καὶ ἐγὼ αὐτὸς εἶμαι ἄνθρωπος, ὅπως σύ.
27 καὶ συνομιλῶν αὐτῷ εἰσῆλθε, καὶ εὑρίσκει συνεληλυθότας πολλούς, 27 Και συνομιλών μαζή του εισήλθεν στο σπίτι και ευρήκε εκεί πολλούς συγκεντρωμένους. 27 Καὶ ἐπροχώρησε συνομιλῶν ἐν τῷ μεταξὺ μετ’ αὐτοῦ καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι, ὅπου εὗρε πολλοὺς ἀνθρώπους νὰ εἶναι μαζεμένοι.
28 ἔφη τε πρὸς αὐτούς· Ὑμεῖς ἐπίστασθε ὡς ἀθέμιτόν ἐστιν ἀνδρὶ Ἰουδαίῳ κολλᾶσθαι ἢ προσέρχεσθαι ἀλλοφύλῳ· καὶ ἐμοὶ ὁ Θεὸς ἔδειξε μηδένα κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον λέγειν ἄνθρωπον· 28 Και είπε προς αυτούς ο Πετρος· “σεις γνωρίζετε ότι είναι παράνομον και απαγορεύεται από τον νόμον του Μωϋσέως, Ιουδαίος άνθρωπος να έρχεται εις στενήν επικοινωνίαν και συναναστροφήν η και να πλησιάζη απλώς αλλοεθνή. Εις εμέ όμως ο Θεός εφανέρωσε με όραμα, να μη θεωρώ μολυσμένον η ακάθαρτον κανένα άνθρωπον. 28 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ Πέτρος· Σεῖς ξεύρετε καλά, πόσον ἀπαγορεύεται ἀπὸ τὸν μωσαϊκὸν νόμον εἰς ἄνθρωπον Ἰουδαῖον νὰ ἔρχεται εἰς στενὰς σχέσεις ἢ νὰ πλησιάζῃ ἀλλοεθνῆ. Εἰς ἐμὲ ὅμως ὁ Θεὸς δι’ ὁράματος ἐφανέρωσε νὰ μὴ θεωρῶ μολυσμένον ἢ ἀκάθαρτον κανένα ἄνθρωπον.
29 διὸ καὶ ἀναντιρρήτως ἦλθον μεταπεμφθείς. πυνθάνομαι οὖν τίνι λόγῳ μετεπέμψασθέ με; 29 Δι' αυτό, και όταν με εκαλέσατε, ήλθα χωρίς καμμίαν αντίρρησιν. Παρακαλώ λοιπόν, πληροφορήσατέ με, δια ποίον λόγον με εκαλέσατε;” 29 Δι’ αὐτὸ καὶ ἦλθον, ὅταν ἐκλήθην ὑπὸ τῶν ἀπεσταλμένων, χωρὶς νὰ προβάλω καμμίαν ἀντίρρησιν. Ἐρωτῶ λοιπὸν νὰ μάθω, διὰ ποῖον λόγον ἐστείλατε νὰ μὲ φέρετε;
30 καὶ ὁ Κορνήλιος ἔφη· Ἀπὸ τετάρτης ἡμέρας μέχρι ταύτης τῆς ὥρας ἤμην νηστεύων, καὶ τὴν ἐνάτην ὥραν προσευχόμενος ἐν τῷ οἴκῳ μου· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἔστη ἐνώπιόν μου ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ 30 Και ο Κορνήλιος είπε· “τέσσαρες ημέρες, από το πρωϊ και έως την ώρα αυτήν, ενήστευα και εις τας τρστο απόγευμα προσευχόμουν στο σπίτι μου και ιδού ένας άνθρωπος, με λαμπράν ενδυμασίαν, εστάθηκε εμπρός μου 30 Καὶ ὁ Κορνήλιος εἶπε· Πρὸ τεσσάρων ἡμερῶν καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν, ἀπὸ τὸ πρωῒ μέχρι τῆς ὥρας αὐτῆς ἐνήστευον. Καὶ εἰς τὰς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα προσηυχόμην εἰς τὸ σπίτι μου. Καὶ ἰδοὺ ἐστάθη ἐμπρός μου ἕνας ἄνθρωπος μὲ λαμπρὰν ἐνδυμασίαν,
31 καὶ φησι· Κορνήλιε, εἰσηκούσθη σου ἡ προσευχὴ καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἐμνήσθησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 31 και είπε· Κορνήλιε, η προσευχή σου έγινε ακουστή από τον Θεόν και αι ελεημοσύναι σου έχουν γίνει γνωσταί και φανεραί ενώπιον του. 31 καὶ εἶπε· Κορνήλιε, εἱσηκούσθη ἡ προσευχή σου καὶ ὁ Θεὸς ἐνεθυμήθη τὰς ἐλεημοσύνας σου, δι’ αὐτὸ δὲ καὶ εὑδοκεῖ τώρα νὰ πραγματοποιήσῃ τοὺς πόθους σου.
32 πέμψον οὖν εἰς Ἰόππην καὶ μετακάλεσαι Σίμωνα ὃς ἐπικαλεῖται Πέτρος· οὗτος ξενίζεται ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος βυρσέως παρὰ θάλασσαν· ὃς παραγενόμενος λαλήσει σοι. 32 Στείλε λοιπόν εις την Ιόππην και προσκάλεσε εδώ τον Σιμωνα, που επονομάζεται Πετρος. Αυτός φιλοξενείται εις την οικίαν του Σιμωνος του βυρσοδέψου, κοντά εις την θάλασσαν. Οταν έλθη θα σου ομιλήση, τι πρέπει να πράξης δια την σωτηρίαν σου. 32 Στεῖλε λοιπὸν εἰς τὴν Ἰόππην καὶ κάλεσε νὰ ἔλθῃ ἐδῶ ὁ Σίμων, ποὺ ἐπονομάζεται Πέτρος. Αὐτὸς φιλοξενεῖται εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος τοῦ βυρσοδέψου, ἡ ὁποία εἶναι πλησίον τῆς θαλάσσης. Αὐτός, ἀφοῦ ἔλθῃ ἐδῶ, θὰ σοῦ ὁμιλήσῃ περὶ τοῦ μέσου καὶ τοῦ τρόπου τῆς σωτηρίας σου.
33 ἐξαυτῆς οὖν ἔπεμψα πρὸς σέ, σύ τε καλῶς ἐποίησας παραγενόμενος. νῦν οὖν πάντες ἡμεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πάρεσμεν ἀκοῦσαι πάντα τὰ προστεταγμένα σοι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ. 33 Αμέσως, λοιπόν, την στιγμήν εκείνην έστειλα και σε εκάλεσα και συ έκαμες καλά που ήλθες. Τωρα όλοι ημείς είμεθα εμπρός στον Θεόν, δια να ακούσωμεν με προσοχήν, όλα όσα έχει διατάξει εις σε ο Θεός”. 33 Ἀμέσως λοιπὸν μετὰ τὸ ὅραμα καὶ ἀπὸ τὴν αὐτὴν στιγμὴν ἔστειλα καὶ σὲ ἐκάλεσα, καὶ σὺ καλὰ ἔκαμες ποὺ ἦλθες. Τώρα λοιπὸν ὅλοι μας εἴμεθα ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεὸν πρόθυμοι νὰ ἀκούσωμεν ὅλα, ὅσα ἔχουν διαταχθῇ εἰς σὲ ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ μᾶς εἴπῃς.
34 Ἀνοίξας δὲ Πέτρος τὸ στόμα αὐτοῦ εἶπεν· Ἐπ’ ἀληθείας καταλαμβάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, 34 Ηνοιξε ο Πετρος το στόμα αυτού και με ευλάβειαν και επισημότητα είπεν· “αλήθεια, καταλαβαίνω τώρα πολύ καλά, ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης. 34 Ἀνοίξας δὲ ὁ Πέτρος τὸ στόμα του μὲ τὴν ἀπόφασιν νὰ ὁμιλήσῃ διὰ μακρῶν εἶπεν· Ἀληθῶς καταλαβαίνω, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ πρόσωπα καὶ δὲν κάνει προσωποληψίας.
35 ἀλλ’ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι. 35 Αλλά εις κάθε έθνος, κάθε ένας, που ευλαβείται τον Θεόν και εφαρμόζει δικαιοσύνην εις την ζωήν του, γίνεται δεκτός από αυτόν. 35 Ἀλλ’ εἰς κάθε ἔθνος, ὁποῖος φοβεῖται τὸν Θεὸν καὶ πολιτεύεται εἰς τὸν βίον του μὲ δικαιοσύνην, εἶναι δεκτὸς ὑπ’ αὐτοῦ καὶ δύναται νὰ ἀρέσῃ εἰς αὐτόν.
36 τὸν λόγον ὃν ἀπέστειλε τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ εὐαγγελιζόμενος εἰρήνην διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ· οὗτός ἐστι πάντων Κύριος· 36 Συμφωνα, άλλωστε, και με τον λόγον, τον οποίον έστειλε ο Θεός στους Ισραηλίτας, αναγγέλων το χαρμόσυνον μήνυμα της ειρήνης δια του Ιησού Χριστού. Αυτός δε είναι και Κυριος όλων. 36 Δι’ αὐτὸ καὶ ἐγὼ δὲν ἐμποδίζομαι τώρα νὰ ἀναπτύξω καὶ εἰς σᾶς τὸν λόγον καὶ τὸ κήρυγμα, τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀπέστειλεν εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας. Καὶ μὲ τὸν λόγον καὶ τὸ κήρυγμα αὐτὸ ἀναγγέλλει τὸ χαρμόσυνον μήνυμα τῆς εἰρηνεύσεως τοῦ Ἰσραὴλ πρὸς τὸν Θεὸν διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ θέλει ὅλοι νὰ σωθοῦν.
37 ὑμεῖς οἴδατε τὸ γενόμενον ῥῆμα καθ’ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενον ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας μετὰ τὸ βάπτισμα ὃ ἐκήρυξεν Ἰωάννης, 37 Σεις γνωρίζετε καλά το γεγονός, που εκηρύχθηκε και διαδόθηκε εις όλην την Ιουδαίαν και το οποίον έχει αρχίσει από την Γαλιλαίαν έπειτα από το βάπτισμα μετανοίας, που είχε κηρύξει ο Ιωάννης. 37 Σεῖς ξεύρετε τὸ γεγονός, ποὺ διὰ λόγου ἐκηρύχθη καθ’ ὅλην τὴν Ἰουδαίαν, καὶ τὸ ὁποῖον ἤρχισε ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν μετὰ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας, ποὺ ἐκήρυξεν ὁ Ἰωάννης.
38 Ἰησοῦν τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ, ὡς ἔχρισεν αὐτὸν ὁ Θεὸς Πνεύματι ἁγίῳ καὶ δυνάμει, ὃς διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου, ὅτι ὁ Θεὸς ἦν μετ’ αὐτοῦ· 38 Γνωρίζετε δηλαδή τον Ιησούν, τον εκ της Ναζαρέτ, πως έχρισεν αυτόν ο Θεός με Πνεύμα Αγιον και του έδωσε την θείαν δύναμιν και ο οποίος επέρασε περιοχάς και χώρας ευεργετών και θεραπεύων, όλους όσοι εβασανίζοντο και ετυραννούντο από τον διάβολον· έκανε δε τα αναρίθμητα και μεγάλα αυτά θαύματα, διότι ο Θεός ήτο μαζή του. 38 Γνωρίζετε τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος κατάγεται ἀπὸ τὴν πόλιν Ναζαρέτ, πῶς ἔχρισεν αὐτὸν ὁ Θεὸς διὰ Πνεύματος Ἁγίου καὶ τὸν περιέβαλε μὲ δύναμιν, εἰς τὴν ὁποίαν ὀφείλονται τὰ τόσα θαύματά του καὶ ὁ ὁποῖος περιώδευσε καὶ ἐπέρασε ἀπὸ τόπου εἰς τόπον εὐεργετῶν καὶ θεραπεύων ὅλους, ὅσοι κατετυραννοῦντο ἀπὸ τὸν διάβολον καὶ ἐδαιμονίζοντο. Καὶ ἐνήργει τὰ ὑπερφυσικὰ ταῦτα ἔργα ὁ Ἰησοῦς, διότι ὁ Θεὸς ἦτο μαζί του.
39 καὶ ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες πάντων ὧν ἐποίησεν ἔν τε τῇ χώρᾳ τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐν Ἱερουσαλήμ· ὃν καὶ ἀνεῖλον κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου. 39 Και ημείς είμεθα αυτόπται μάρτυρες δι' όλα όσα έπραξεν ο Ιησούς εις την χώραν των Ιουδαίων και εις την Ιερουσαλήμ. Αλλά αυτόν, τον μέγιστον ευεργέτην των, τον εφόνευσαν οι Εβραίοι κρεμάσαντες στο ξύλον του σταυρού. 39 Καὶ ἡμεῖς εἴδαμεν μὲ τὰ μάτια μας καὶ εἴμεθα μάρτυρες ὅλων, ὅσα ἔκαμε καὶ εἰς τὴν χώραν τῶν Ἰουδαίων καὶ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Καὶ ὅμως αὐτόν, ποὺ τόσας εὐεργεσίας καὶ θεραπείας ἔκαμε, τὸν ἐφόνευσαν καὶ μάλιστα μὲ θάνατον ἀτιμωτικόν. Διότι τὸν ἐκρέμασαν ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ.
40 τοῦτον ὁ Θεὸς ἤγειρε τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ἐμφανῆ γενέσθαι, 40 Ο Θεός όμως τον ανέστησε κατά την τρίτην ημέραν και, πανάγαθος, όπως είναι, γεμάτος στοργή και ενδιαφέρον πάντοτε δια την σταθεράν πίστιν και σωτηρίαν των καλοπροαιρέτων ψυχών, ηυδόκησε και επέστρεψε να γίνη ορατός και φανερός, 40 Ὁ Θεὸς ὅμως ἀνέστησε τοῦτον κατὰ τὴν τρίτην ἀπὸ τοῦ θανάτου του ἡμέραν καὶ ἐπέτρεψε νὰ γίνῃ ὁρατὸς καὶ νὰ ἐμφανισθῇ μετὰ τὴν Ἀνάστασίν του,
41 οὐ παντὶ τῷ λαῷ, ἀλλὰ μάρτυσι τοῖς προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡμῖν, οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῷ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν· 41 όχι πλέον εις όλον τον λαόν, όπως πρώτα, αλλά στους αυτόπτας μάρτυρας, οι οποίοι είχαν εκλεγή εκ των προτέρων από τον Θεόν, εις ημάς δηλαδή, οι οποίοι εφάγαμεν και έπιαμεν μαζή του, μετά την εκ νεκρών ανάστασίν του. 41 ὄχι πλέον εἰς ὅλον τὸν λαόν. Ἀλλ’ ἐνεφανίσθη εἰς μάρτυρας, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἐκλεγῇ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ πολὺ προτοῦ σταυρωθῇ καὶ ἀναστηθῇ ὁ Ἰησοῦς. Καὶ οἱ μάρτυρες αὐτοὶ εἴμεθα ἡμεῖς οἱ ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι ἐφάγομεν καὶ ἐπίομεν μαζὶ μὲ αὐτὸν μετὰ τὴν Ἀνάστασίν του ἐκ νεκρῶν.
42 καὶ παρήγγειλεν ἡμῖν κηρύξαι τῷ λαῷ καὶ διαμαρτύρασθαι ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ ὡρισμένος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν. 42 Και μας παρήγγειλε να κηρύξωμεν το Ευαγγέλιον εις όλον τον λαόν, να μαρτυρήσωμεν επισήμως και να διαλαλήσωμεν ότι αυτός ο Ιησούς είναι ο ωρισμένος από τον Θεόν κριτής ζώντων και νεκρών. 42 Καὶ μᾶς παρήγγειλε νὰ κηρύξωμεν εἰς τὸν λαὸν καὶ νὰ μαρτυρήσωμεν καθιστῶντες ὑπευθύνους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοὺς ἀκροατάς μας, ἐὰν δὲν δεχθοῦν τὴν μαρτυρίαν μας, ὅτι αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς κατὰ τὴν σωτηριώδη καὶ ἀμετάθετον βουλήν του ἔχει ὁρίσει κριτὴν ζώντων καὶ νεκρῶν.
43 τούτῳ πάντες οἱ προφῆται μαρτυροῦσιν, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαβεῖν διὰ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ πάντα τὸν πιστεύοντα εἰς αὐτόν. 43 Δι' αυτόν όλοι οι προφήται μαρτυρούν και διδάσκουν ότι καθένας που πιστεύει εις αυτόν, θα λάβη άφεσιν αμαρτιών με την χάριν και την δύναμιν του ονόματός του”. 43 Δι’ αὐτὸν μαρτυροῦν ὅλοι οἱ προφῆται καὶ βεβαιοῦν ὅτι καθένας, ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν, θὰ λάβῃ ἄφεσιν ἁμαρτίων διὰ τῆς δυνάμεως καὶ χάριτος, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸ ὄνομα καὶ τὸ πρόσωπόν του.
44 Ἔτι λαλοῦντος τοῦ Πέτρου τὰ ῥήματα ταῦτα ἐπέπεσε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας τὸν λόγον. 44 Ενώ δε ο Πετρος συνέχιζε να λέγη τα λόγια αυτά, αίφνης έπεσε το Πνεύμα το Αγιον εις όλους αυτούς, που ήκουαν την διδασκαλίαν. 44 Ἐνῷ δὲ ὁ Πέτρος ἔλεγε τοὺς λόγους αὐτοὺς καὶ προτοῦ ἀκόμη τοὺς τελειώσῃ, ἔπεσε κατὰ τρόπον αἰσθητὸν καὶ ἐμφανῇ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπὶ ὅλων, ὅσοι ἤκουον τὸν λόγον.
45 καὶ ἐξέστησαν οἱ ἐκ περιτομῆς πιστοὶ ὅσοι συνῆλθον τῷ Πέτρῳ, ὅτι καὶ ἐπὶ τὰ ἔθνη ἡ δωρεὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκκέχυται· 45 Οι εκ περιτομής Χριστιανοί, που είχαν έλθει μαζή με τον Πετρον, όταν είδαν το γεγονός αυτό, κατελήφθησαν από θαυμασμόν, διότι και στους εθνικούς ξεχύθηκε πλουσία η δωρεά του Αγίου Πνεύματος. 45 Καὶ κατελήφθησαν ἀπὸ βαθὺν θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν οἱ πιστοὶ Ἰουδαῖοι, ὅσοι εἶχαν ἔλθει μαζὶ μὲ τὸν Πέτρον ἀπὸ τὴν Ἰόππην. Καὶ ἐξεπλάγησαν οὗτοι, διότι καὶ εἰς τοὺς ἐθνικούς, ποὺ δὲν εἶχαν περιτμηθῆ, οὔτε εἶχαν συμμορφωθῆ πρὸς τὰς τυπικὰς διατάξεις τοῦ νόμου, ἐχύθη πλουσίως ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
46 ἤκουον γὰρ αὐτῶν λαλούντων γλώσσαις καὶ μεγαλυνόντων τὸν Θεόν. 46 Και εβεβαιώθησαν δια το γεγονός, διότι ήκουαν αυτούς να ομιλούν ξένας γλώσσας και να δοξολογούν τον Θεόν. 46 Ἀντελήφθησαν δὲ τὴν ἔκχυσιν αὐτὴν τῶν δωρεῶν καὶ εἰς τοὺς ἐθνικούς, διότι τοὺς ἤκουον νὰ ὁμιλοῦν μὲ γλώσσας, ποὺ δὲν τὰς ἤξευραν προτήτερα, καὶ μὲ τὰς ὁποίας τώρα ἐδοξολόγουν τὸν Θεόν.
47 τότε ἀπεκρίθη Πέτρος· Μήτι τὸ ὕδωρ κωλῦσαι δύναταί τις τοῦ μὴ βαπτισθῆναι τούτους, οἵτινες τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔλαβον καθς καὶ ἡμεῖς; 47 Τοτε έλαβε τον λόγον ο Πετρος και είπε· “μήπως ημπορεί να εμποδίση κανείς το νερό, δια να μη βαπτισθούν αυτοί, οι οποίοι, όπως και ημείς, έλαβαν το Πνεύμα το Αγιον;” 47 Τότε ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Πέτρος καὶ εἶπε· Μήπως ἡμπορεῖ κανεὶς νὰ ἐμποδίσῃ τὸ νερὸ διὰ νὰ μὴ βαπτισθοῦν εἰς αὐτὸ οὗτοι, οἱ ὁποῖοι ἔλαβον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, καθὼς τὸ ἐλάβομεν καὶ ἡμεῖς, χωρὶς νὰ ὑπολείπωνται εἰς τὰ χαρίσματά του οὐδὲ κατ’ ἐλάχιστον ἀπὸ ἡμᾶς;
48 προσέταξέ τε αὐτοὺς βαπτισθῆναι ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου. τότε ἠρώτησαν αὐτὸν ἐπιμεῖναι ἡμέρας τινάς. 48 Και διέταξε να βαπτισθούν αυτοί στο όνομα του Κυρίου. Τοτε τον παρεκάλεσαν να μείνη μαζή των μερικάς ημέρας. 48 Καὶ διέταξε νὰ βαπτισθοῦν οὗτοι εἰς τὸ ὅνομα τοῦ Κυρίου. Τότε τὸν παρεκάλεσαν νὰ παραμείνῃ μετ’ αὐτῶν μερικὰς ἡμέρας.