Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. 1 Καθώς δε επροχωρούσε να συμπληρωθή και να κλείση η ημέρα της Πεντηκοστής, η οποία είχε αρχίσει από την προηγουμένην εσπέραν, ήσαν όλοι οι πιστοί ομόψυχοι, συγκεντρωμένοι στο ίδιον μέρος. 1 Καὶ ὅταν ἀπὸ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς της ἤρχισεν ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ ἐπρόκειτο αὕτη νὰ συμπληρωθῇ, ἦσαν ὅλοι οἱ πιστοὶ μὲ μιὰ καρδιὰ συναγμένοι εἰς τὸ αὐτὸ μέρος.
2 καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· 2 Και έξαφνα ήλθε από τον ουρανόν ένας ήχος, σαν ισχυρή βοή ανέμου που κινείται με ορμήν, και εγέμισε όλο το σπίτι, μέσα στο οποίον εκάθηντο οι μαθηταί. 2 Καὶ ἔξαφνα χωρὶς νὰ τὸ περιμένῃ κανείς, ἦλθε βοὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν σὰν βοὴ σφοδροῦ ἀνέμου, ὁ ὁποῖος κινεῖται μὲ ὁρμὴν καὶ βιαιότητα. Καὶ ἡ βοὴ αὐτὴ ἐγέμισεν ὅλο τὸ σπίτι, ὅπου ἐκάθηντο οἱ ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ μαθηταί.
3 καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, 3 Και παρουσιάσθησαν εις αυτούς γλώσσες σαν από φλόγες πυρός, να διαμοιράζωνται· και στον καθένα από αυτούς εκάθισε από μία γλώσσα. 3 Καὶ εἶδαν μὲ τὰ μάτια των νὰ διαμοιράζωνται εἰς αὐτοὺς γλῶσσαι παρόμοιοι πρὸς τὰς φλόγας τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς ἐκάθησεν ἀπὸ μία γλῶσσα.
4 καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. 4 Και εγέμισαν όλοι από Πνεύμα Αγιον και ήρχισαν να ομιλούν ξένας γλώσσας και να κηρύττουν τας υψηλάς αληθείας, όπως το Πνεύμα το Αγιον τους εφώτιζε και τους έδιδε την δύναμιν να ομιλούν. 4 Καὶ ἐγέμισε τὸ ἐσωτερικὸν ὅλων μὲ Πνεῦμα Ἅγιον, καὶ ἤρχισαν νὰ ὁμιλοῦν ξένας γλώσσας, ὅπως τὸ Πνεῦμα, ποὺ τοὺς ἐνέπνεεν, ἔδιδεν εἰς αὐτοὺς νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ λέγουν θείους καὶ οὐρανίους λόγους καὶ διδασκαλίας ὑψηλὰς καὶ θεοπνεύστους.
5 Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· 5 Ευρίσκοντο δε εις την Ιερουσαλήμ κατά την ημέραν εκείνην, άλλοι μεν ως μόνιμοι κάτοικοι, άλλοι δε ως προσωρινοί λόγω της εορτής, άνδρες Ιουδαίοι ευσεβείς από κάθε έθνος που υπήρχε κάτω από τον ουρανόν. 5 Ἦσαν δὲ ἐγκατεστημενοι ἐν Ἱερουσαλὴμ ὡς μόνιμοι κάτοικοί της Ἰουδαῖοι, ἄνδρες ποὺ ηὐλαβοῦντο καὶ ἐφοβοῦντο τὸν Θεὸν ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, ὅσα ὑπάρχουν εἰς τὴν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ γῆν.
6 γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. 6 Οταν δε έγινε η βοή από τον ουρανόν, εμαζεύτηκε το πλήθος εκεί και όλοι εκυριεύθησαν από σύγχυσιν και απορίαν, διότι ο καθένας των ήκουε τους μαθητάς να ομιλούν την ιδικήν του γλώσσαν. 6 Ὅταν δὲ ἔγινεν ἡ βοὴ αὐτὴ τοῦ ἀνέμου, ἐσυνάχθη τὸ πλῆθος καὶ ὅλοι ἐκυριεύθησαν ἀπὸ σύγχυσιν καὶ κατάπληξιν, διότι ὁ καθένας των ἤκουε τοὺς μαθητὰς αὐτοὺς τοῦ Ἰησοῦ νὰ ὁμιλοῦν μὲ τὴν ἰδικήν του γλῶσσαν.
7 ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· Οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; 7 Εξεπλήσσοντο δε όλοι και εθαύμαζαν, λέγοντες μεταξύ των· “τι συμβαίνει; Ολοι αυτοί, που ομιλούν, δεν είναι Γαλιλαίοι; 7 Ἔμειναν δὲ ἐκστατικοὶ ὅλοι καὶ ἐθαύμαζαν καὶ ἔλεγαν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον· Νά, ὅλοι αὐτοί, ποὺ ὁμιλοῦν, δὲν εἶναι Γαλιλαίοι;
8 καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, 8 Και πως, ο καθένας από ημάς, τους ακούομεν να ομιλούν την ιδικήν μας γλώσσαν, την οποίαν εμάθαμεν από της γεννήσεώς μας; 8 Καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ὁ καθένας μας τὴν ἰδικήν μας γλῶσσαν, τὴν ὁποίαν ἐμάθαμεν καὶ ὁμιλοῦμεν ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῆς γεννήσεώς μας;
9 Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, 9 Και είμεθα από τόσα πολλά έθνη· Παρθοι και Μήδοι και Ελαμίται και κάτοικοι της Μεσοποταμίας, της Ιουδαίας και της Καππαδοκίας, του Ποντου και της Ασίας, 9 Ὅσοι εἴμεθα Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται καὶ ὅσοι κατοικοῦμεν τὴν Μεσοποταμίαν καὶ τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Καππαδοκίαν, τὸν Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν,
10 Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, 10 της Φρυγίας και της Παμφυλίας, της Αιγύπτου και των περιοχών της Λιβύης, που είναι πλησίον της Κυρήνης, όπως επίσης και οι παρεπίδημοι Ρωμαίοι, Ιουδαίοι την καταγωγήν και προσήλυτοι από άλλα έθνη. 10 καὶ τὴν Φρυγίαν καὶ τὴν Παμφυλίαν, τὴν Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης, ποὺ εἶναι πλησίον τῆς Κυρήνης, καὶ οἱ Ρωμαῖοι, ποὺ διαμένουν ἐδῶ, τόσον αὐτοί, ποὺ λόγῳ τῆς καταγωγῆς των εἶναι Ἰουδαῖοι, ὅσον καὶ οἱ ἐθνικοί, ποὺ προσειλκύσθησαν εἰς τὴν Ἰουδαϊκὴν πίστιν καὶ ἔγιναν προσήλυτοι,
11 Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ; 11 Ακόμη δε Κρήτες και Αραβες, όλοι όσοι καταγόμεθα από τα πολλά και διάφορα αυτά μέρη, πως συμβαίνει να τους ακούωμεν να κηρύττουν τα μεγαλεία του Θεού εις τας ιδικάς μας γλώσσας;” 11 καθὼς καὶ οἱ ἐκ Κρήτης καταγόμενοι καὶ οἱ Ἄραβες, ὅλοι ἡμεῖς, ποὺ καταγόμεθα ἀπὸ τὰ διάφορα αὐτὰ μέρη, πῶς συμβαίνει νὰ ἀκούωμεν αὐτοὺς νὰ ὁμιλοῦν καὶ νὰ διακηρύττουν εἰς τὰς γλώσσας μας τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ;
12 ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ διηπόρουν, ἄλλος πρὸς ἄλλον λέγοντες· Τί ἂν θέλοι τοῦτο εἶναι; 12 Εξεπλήσσοντο δε όλοι και απορούσαν, λέγοντες ο ένας προς τον άλλον· “τι τάχα σημαίνει το έκτακτον αυτό γεγονός;” 12 Ἔμεναν δὲ ἐκστατικοὶ ὅλοι καὶ ἔμβαιναν εἰς ἀπορίαν καὶ ἔλεγαν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον· Σὰν τί νὰ σημαίνῃ τὸ ἔκτακτον αὐτὸ γεγονὸς καὶ σὰν ποίαν ἐξήγησιν μπορεῖ κανεὶς νὰ τοῦ δώσῃ;
13 ἕτεροι δὲ χλευάζοντες ἔλεγον ὅτι Γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσί. 13 Αλλοι δε περιγελούσαν και έλεγαν· “έπιαν πολύ και δυνατό κρασί και γι' αυτό δεν ξέρουν τι λένε”. 13 Ἄλλοι ὅμως ἐπεριγελοῦσαν καὶ ἔλεγαν, ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ γλυκὸ καὶ δυνατὸ κρασὶ καὶ δὲν ξεύρουν τί λέγουν.
14 Σταθεὶς δὲ Πέτρος σὺν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς· Ἄνδρες Ἰουδαῖοι καὶ οἱ κατοικοῦντες Ἱερουσαλὴμ ἅπαντες, τοῦτο ὑμῖν γνωστὸν ἔστω καὶ ἐνωτίσασθε τὰ ῥήματά μου. 14 Και τότε ο Πετρος μαζή με τους ένδεκα εστάθηκε, ώστε να τον βλέπουν όλοι, ύψωσε την φωνήν αυτού και ήρχισε να ομιλή, όπως το Πνεύμα το Αγιον τον εφώτιζε· “άνδρες Ιουδαίοι και σεις όλοι που κατοικείτε την Ιερουσαλήμ, ας γίνη γνωστόν εις σας αυτό, που θα σας πω και ακούσατε με προσοχήν τα λόγια μου. 14 Ἐστάθη δὲ τότε εἰς τόπον κατάλληλον ὁ Πέτρος μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἕνδεκα Ἀποστόλους καὶ ὕψωσε τὴν φωνήν του, ὥστε νὰ ἀκούεται καλὰ ἀπὸ ὅλον τὸ πλῆθος ἐκεῖνο, καὶ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἄνδρες Ἰουδαῖοι καὶ σεῖς ὅλοι, ὅσοι κατοικεῖτε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἂς γίνῃ γνωστὸν εἰς σᾶς αὐτό, ποὺ θὰ σᾶς εἴπω, καὶ ἀκούσατε προσεκτικὰ τοὺς λόγους μου αὐτούς, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ σᾶς δώσω τὴν ἀληθινὴν ἐξήγησιν αὐτῶν ποὺ βλέπετε.
15 οὐ γὰρ, ὡς ὑμεῖς ὑπολαμβάνετε, οὗτοι μεθύουσιν· ἔστι γὰρ ὥρα τρίτη τῆς ἡμέρας· 15 Δεν είναι ορθόν αυτό που είπατε, διότι αυτοί οι άνθρωποι που ομιλούν ενώπιόν σας ξένας γλώσσας, δεν είναι μεθυσμένοι, όπως σεις νομίζετε· άλλωστε η ώρα είναι τρεις μετά την ανατολήν του ηλίου, που ως γνωστόν και σύμφωνα με την διδασκαλίαν των ραββίνων δεν πίνουν ακόμη κρασί οι άνθρωποι. 15 Ἡ ἀντίληψις, ποὺ ἐσχηματίσατε δι’ αὐτούς, εἶναι πλανημένη. Διότι δὲν εἶναι μεθυσμένοι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, καθὼς νομίζετε σεῖς. Καὶ δὲν εἶναι μεθυσμένοι, διότι εἶναι ἡ τρίτη ὥρα ἀπὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, ἤτοι ἡ ἐνάτη πρωϊνή, καὶ λόγῳ τῆς ἑορτῆς, ἀλλὰ καὶ σύμφωνα πρὸς τὰς παραδόσεις τῶν μεγάλων ραββίνων μας δὲν ἐπιτρέπεται προτοῦ ἔλθῃ μεσημέρι ἢ τουλάχιστον προτήτερα ἀπὸ τὰς δέκα τὸ πρωῒ νὰ βάλωμεν εἰς τὸ στόμα μας τίποτε.
16 ἀλλὰ τοῦτό ἐστι τὸ εἰρημένον διὰ τοῦ προφήτου Ἰωήλ. 16 Αλλά αυτό, που βλέπετε, είναι εκπλήρωσις εκείνου που ελέχθη από τον προφήτην Ιωήλ, ο οποίος και προείπε· 16 Ἀλλ’ αὐτό, τὸ ὁποῖον βλέπετε, εἶναι ἐπαλήθευσις καὶ πραγματοποίησις ἐκείνου, ποὺ ἔχει λεχθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ τοῦ προφήτου Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος ἐπροφήτευσε τὰ ἑξῆς:
17 καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται, καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται· 17 Και κατά τις τελευταίες εκείνες ημέρες, που θα επακολουθήσουν την έλευσιν του Μεσσίου, θα χύσω-λέγει ο Θεός-από τας δωρεάς και τα χαρίσματα του Πνεύματός μου εις κάθε άνθρωπον· και θα προφητεύσουν οι υιοί σας και αι θυγατέρες σας· οι δε νέοι σας θα ίδουν αποκαλυπτικά οράματα και οι γέροντές σας θα λάβουν θεία και αποκαλυπτικά όνειρα. 17 Καὶ κατὰ τὴν τελευταίαν χρονικὴν περίοδον, ποὺ θὰ ἀρχίσῃ ὅταν θὰ ἔλθῃ ὁ Μεσσίας, λέγει ὁ Θεὸς ὅτι θὰ συμβῇ τοῦτο θὰ ἐκχύσω ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Πνεύματός μου καὶ θὰ διαμοιράσω ταῦτα εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους· καὶ θὰ προφητεύσουν οἱ υἱοί σας καὶ αἱ θυγατέρες σας· καὶ οἱ νέοι σας θὰ ἴδουν ὀπτασίας ὑπερφυσικὰς καὶ οἱ γέροντές σας θὰ ἐνυπνιασθοῦν θεία καὶ ἀποκαλυπτικὰ ὅνειρα.
18 καί γε ἐπὶ τοὺς δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός μου, καὶ προφητεύσουσι. 18 Ακόμη δε στους δούλους μου και εις τας δούλας μου θα χορηγήσω κατά τις ημέρες εκείνες από τα χαρίσματα του Πνεύματός μου και θα προφητεύσουν. 18 Ἀκόμη καὶ εἰς τοὺς δούλους καὶ εἰς τὰς δούλας μου, ποὺ οἱ ἄνθρωποι τοὺς κατατάσσουν εἰς τὴν κατωτέραν κοινωνικὴν τάξιν, θὰ τοὺς μεταδώσω κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας ἄφθονα χαρίσματα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου καὶ θὰ προφητεύσουν.
19 καὶ δώσω τέρατα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ σημεῖα ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, αἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ· 19 Και θα δώσω θαύματα επάνω στον ουρανόν και σημεία εις την γην κάτω, που θα μαρτυρούν την θείαν μου δύμαμιν· αιματοχυσίας και πυρκαϊάς και σύνεφα καπνού, που θα ανεβαίνουν από τας καιομένας πόλεις σας. 19 Καὶ θὰ δώσω καταπληκτικὰ θαύματα εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπάνω καὶ φαινόμενα ἀποδεικτικὰ τῆς θείας δυνάμεως ἐπὶ τῆς γῆς κάτω· καταστροφὰς μεγάλας καὶ ἐρημώσεις· αἱματοχυσίας καὶ πυρκαϊὰς καὶ σύννεφον καπνοῦ, ποὺ θὰ ἀνεβαίνῃ ἀπὸ τὰς καιομένας πόλεις καὶ χωρία.
20 ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ. 20 Ο ήλιος από φωτεινός που είναι, θα αλλάξη και θα γίνη σκοτάδι· το φεγγάρι θα φένεται σαν αίμα, πριν έλθη η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και περίβλεπτος. 20 Ὁ ἥλιος θὰ ὑποστῇ ἔκλειψιν καὶ θὰ μεταστροφῇ εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη θὰ πάρῃ τὸ χρῶμα αἵματος, προτοῦ νὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡ μεγάλη καὶ περίβλεπτος, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος θὰ ἔλθῃ ἐνδόξως διὰ νὰ κρίνῃ τοὺς ἐχθρούς του. Τέτοιαι καταστροφαὶ καὶ θεομηνίαι πρόκειται νὰ γίνουν καὶ τώρα, ὁπότε ὁ Κύριος ἐν δικαιοσύνῃ θὰ πατάξῃ ὅσους ἐκ τῶν Ἰουδαίων θὰ ἐπιμείνουν εἰς τὴν ἀπιστίαν· πρόκειται νὰ ἐπαναληφθοῦν καὶ ἐν τῷ μεταξύ, ὁσάκις διὰ μέσου τῶν αἰώνων θὰ ἐκσπᾷ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ κατὰ τῶν ἀποστατῶν, ἀλλὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν καὶ τελικῶς καὶ κατὰ τὴν δευτέραν τοῦ Κυρίου παρουσίαν.
21 καὶ ἔσται πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται. 21 Και τότε καθένας, που με πίστιν θα επικαλεσθή το όνομα του Κυρίου θα σωθή. 21 Καὶ θὰ συμβῇ ὥστε καθένας, ποὺ θὰ ἐπικαλεσθῇ μὲ πίστιν καὶ εὐλάβειαν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, θὰ σωθῇ καὶ θὰ ἀπολαύσῃ τὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ Μεσσίου.
22 Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, ἀκούσατε τοὺς λόγους τούτους. Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον, ἄνδρα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ἀποδεδειγμένον εἰς ὑμᾶς δυνάμεσι καὶ τέρασι καὶ σημείοις οἷς ἐποίησε δι’ αὐτοῦ ὁ Θεὸς ἐν μέσῳ ὑμῶν, καθὼς καὶ αὐτοὶ οἴδατε, 22 Ανδρες Ισραηλίται, ακούστε με προσοχήν τους λόγους αυτούς, που θα σας πω· Τον Ιησούν τον Ναζωραίον, ο οποίος απεδείχθη και εμαρτυρήθη εις σας από τον ίδιον τον Θεόν με υπερφυσικάς δυνάμεις και καταπληκτικά θαύματα και υπερφυσικά σημεία, που δι' αυτού έκαμε ανάμεσα εις όλους σας ο Θεός, όπως άλωστε και σεις οι ίδιοι καλά γνωρίζετε, 22 Ἄνδρες, ἀπόγονοι τοῦ εὐλογημένου Ἰσραήλ, ἀκούσατε τοὺς λόγους αὐτούς, ποὺ θὰ σᾶς εἴπω· τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον, ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἀπεδείχθη μεταξύ σας ποῖος ἦτο ὄχι ἀπὸ ἄνθρωπον, ἀλλ’ ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεόν· καὶ ἀπεδείχθη μὲ δυνάμεις καὶ καταπληκτικὰ ἔργα καὶ ἀποδεικτικὰ θαύματα, ποὺ ἔκαμε δι’ αὐτοῦ ὁ Θεὸς έν μέσῳ ὑμῶν, καθὼς καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε·
23 τοῦτον τῇ ὡρισμένῃ βουλῇ καὶ προγνώσει τοῦ Θεοῦ ἔκδοτον λαβόντες, διὰ χειρὸς ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλατε· 23 αυτόν τον Ιησούν, ο οποίος σύμφωνα με την ωρισμένην θέλησιν και πρόγνωσιν του Θεού σας παρεδόθη από τον προδότην, αφού τον επιάσατε, τον εσταυρώσατε και τον εφονεύσατε με τα χέρια των Ρωμαίων στρατιωτών, οι οποίοι, σαν εθνικοί που είναι, δεν έχουν και δεν γνωρίζουν τον νόμον του Θεού. 23 αὐτὸν τὸν Ἰησοῦν, ποὺ σᾶς παρεδόθη ἀπὸ τὸν προδότην σύμφωνα μὲ τὴν ὡρισμένην ἀπόφασιν καὶ πρόγνωσιν τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τὸν ἐπιάσατε, τὸν ἐκαρφώσατε εἰς τὸν σταυρὸν καὶ τὸν ἐφονεύσατε διὰ τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐθνικοὶ καὶ ξένοι πρὸς τὸν Νόμον.
24 ὃν ὁ Θεὸς ἀνέστησε λύσας τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου, καθότι οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν ὑπ’ αὐτοῦ. 24 Αυτόν ο Θεός τον ανέστησεν εκ νεκρών και κατέλυσε τας φοβεράς θλίψστου θανάτου, διότι δεν ήτο δυνατόν να κρατήται αυτός από τον θάνατον. 24 Τοῦτον ὁ Θεὸς ἀνέστησε καὶ ἔλυσε τὰς λύπας, ποὺ τοῦ ἐπροξένησεν ὁ θάνατος, διότι σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κρατῆται αὐτὸς ὑπὸ τοῦ θανάτου.
25 Δαυῒδ γὰρ λέγει εἰς αὐτόν· προορώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν ἵνα μὴ σαλευθῶ. 25 Επειδή και ο Δαυίδ λέγει δια λογαριασμόν αυτού· Εγώ ο Μεσσίας έβλεπα εμπρός μου τον Κυριον διαρκώς, ότι είναι εις τα δεξιά μου, έτοιμος και ισχυρός να με προστατεύση, δια να μη κλονισθώ από το φρικτόν μαρτύριον και τον σκληρόν θάνατον. 25 Δὲν ἦτο δυνατὸν δὲ νὰ μένῃ αὐτὸς πεθαμένος, διότι ὁ Δαβὶδ λέγει ἀναφερόμενος εἰς αὐτόν· Ἔβλεπα ἐγὼ ὁ Μεσσίας ἐμπρός μου τὸν Κύριον πάντοτε· τὸν ἔβλεπα, ὅτι εἶναι εἰς τὰ δεξιά μου ἕτοιμος νὰ μὲ προστατεύσῃ διὰ νὰ μὴ ἀνησυχῷ καὶ κλονισθῶ ἀπὸ φόβον ἢ κίνδυνον ὁποιονδήποτε.
26 διὰ τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ’ ἐλπίδι, 26 Δια τούτο ακριβώς ευφράνθηκε η καρδιά μου και η γλώσσα μου εξεδήλωσε την αγαλλίασίν μου, ακόμη δε και το σώμα μου θα αναπαυθή κατά την ώραν του θανάτου και θα κατοικήση εις τάφον με βεβαίαν την ελπίδα ότι συντομώτατα θα αναστηθή. 26 Διότι δὲ αἰσθάνομαι τὸν Θεὸν εἰς τὰ δεξιά μου ἕτοιμον νὰ μὲ προστατεύσῃ, δι’ αὐτὸ εὐφράνθη ἡ καρδία μου καὶ ἐξεδήλωσα μεγάλην χαρὰν μὲ τὴν γλῶσσαν μου, ἀκόμη δὲ καὶ τὸ σῶμα μου κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου θὰ ἀναπαυθῇ καὶ θὰ ἠσυχάσῃ εἰς τὸν τάφον μὲ ἐλπίδα, ὅτι γρήγορα θὰ ἀναστηθῇ.
27 ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδου οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν. 27 Διότι συ, ουράνιε Πατερ, δεν θα εγκαταλείψης την ψυχήν μου στον Αδην και δεν θα επιτρέψης ο αφωσιωμένος εις σε άγιος Μεσσίας να ίδη το σώμα του φθειρόμενον εις την αποσύνθεσιν του τάφου. 27 Διότι δὲν θὰ ἐγκαταλείψῃς τὴν ψυχήν μου νὰ μείνῃ ἐπὶ πολὺν χρόνον εἰς τὸν τόπον τοῦ ᾍδου, οὔτε θὰ ἐπιτρέψῃς ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἀφωσιωμένος εἰς σὲ γιός σου νὰ πάθῃ εἰς τὸ σῶμα του τὴν φθορὰν καὶ ἀποσύνθεσιν τοῦ τάφου.
28 ἐγνώρισάς μοι ὁδοὺς ζωῆς, πληρώσεις με εὐφροσύνης μετὰ τοῦ προσώπου σου. 28 Συ έκαμες εις εμέ γνωστούς τους πνευματικούς δρόμους, που οδηγούν εις την πνευματικήν ζωήν· θα με γεμίσης με ευφροσύνην, όταν θα με αξιώσης και ως άνθρωπος να απολαμβάνω την δόξαν του προσώπου σου. 28 Μοῦ ἔδειξες καὶ μοῦ ἐγνωστοποίησες δρόμους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὸν τάφον, ὅπου δι’ ὀλίγον καιρὸν θὰ παραμείνω, ὁδηγοῦν εἰς τὴν ἀληθινὴν καὶ μακαρίαν ζωήν· θὰ μὲ γεμίσῃς εὐφροσύνην, ὅταν θὰ μὲ ἀνυψώσῃς καὶ θὰ μὲ πάρῃς μαζί σου εἰς τοὺς οὐρανοὺς διὰ νὰ ἀπολαμβάνω καὶ ὡς ἄνθρωπος τὴν δόξαν τοῦ προσώπου σου.
29 Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παρρησίας πρὸς ὑμᾶς περὶ τοῦ πατριάρχου Δαυῒδ ὅτι καὶ ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἔστιν ἐν ἡμῖν ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης. 29 Ανδρες αδελφοί, είναι επιτετραμμένον να σας πω με όλον το θάρρος δια τον πατριάρχην Δαυίδ ότι και απέθανε και ετάφη και το μνημείον του ευρίσκεται εδώ μεταξύ μας μέχρι της ημέρας αυτής. (Αρα η παρά πάνω προφητεία του δεν αναφέρεται εις αυτόν). 29 Ἄνδρες ἀδελφοί, ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ νὰ σᾶς εἴπω ἐλεύθερα διὰ τὸν πατριάρχην Δαβίδ, διὰ στόματος τοῦ ὁποίου ἐλέχθη ἡ προφητεία αὐτὴ, ὅτι αὐτὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνημεῖον του εἶναι μεταξύ μας ἐδῶ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας. Δὲν ἐφαρμόζεται λοιπὸν ἡ προφητεία αὐτὴ εἰς τὸν Δαβίδ, ποὺ παραμένει πεθαμένος καὶ θαμμένος ἕως σήμερον.
30 προφήτης οὖν ὑπάρχων, καὶ εἰδὼς ὅτι ὅρκῳ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ Θεὸς ἐκ καρποῦ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ τὸ κατὰ σάρκα ἀναστήσειν τὸν Χριστὸν καθίσαι ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ, 30 Αλλά προφήτης πραγματικός υπάρχων ο Δαυίδ και γνωρίζων πολύ καλά, ότι ο Θεός του είχε υποσχεθή με όρκον, πως από απόγονον των σπλάγχνων του, δηλαδή από την Παρθένον Μαρίαν, επρόκειτο να αναστήση τον Χριστόν, κατά το ανθρώπινον, και να τον καθίση στον θρόνον ως βασιλέαν αιώνιον, 30 Ἀλλ’ ὁ Δαβὶδ προικισμένος μὲ μόνιμον χάρισμα προφητείας καὶ γνωρίζων, ὅτι ὁ Θεὸς τοῦ ὑπεσχέθη μὲ ὅρκον, ὅτι ἀπὸ ἀπόγονον τῶν σπλάγχνων του, τὴν Μαρίαν δηλαδή, ἔμελλε νὰ ἀναστήσῃ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν τὸν Χριστὸν διὰ νὰ καθίσῃ ἐπὶ τοῦ θρόνου του ὡς πνευματικὸς καὶ αἰώνιος βασιλεύς,
31 προϊδὼν ἐλάλησε περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὅτι οὐ κατελείφθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς ᾅδου οὔτε ἡ σὰρξ αὐτοῦ εἶδε διαφθοράν. 31 προείδε και ελάλησε δια την ανάστασιν του Χριστού, ότι δεν εγκατελείφθη η ψυχή του στον Αδην ούτε το σώμα του είδε την φθοράν και την αποσύνθεσιν του θανάτου. 31 προεῖδε τὰ μέλλοντα καὶ ὡμίλησε διὰ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δὲν ἐγκατελείφθη ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν τόπον τοῦ ᾍδου, οὔτε τὸ σῶμα του εἶδε τὴν φθορὰν καὶ ἀποσύνθεσιν τοῦ τάφου.
32 τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ἀνέστησεν ὁ Θεός, οὗ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες. 32 Αυτό τον Ιησούν τον ανέστησεν πράγματι ο Θεός και αυτού του μεγάλου γεγονότος είμεθα ημείς μάρτυρες. 32 Τοῦτον τὸν Ἰησοῦν, περὶ τοῦ ὁποίου σᾶς ὡμίλησα, τὸν ἀνέστησεν ὁ Θεὸς ἐκ νεκρῶν, καὶ μάρτυρες τοῦ γεγονότος αὐτοῦ τῆς Ἀναστάσεως εἴμεθα ὅλοι ἡμεῖς.
33 τῇ δεξιᾷ οὖν τοῦ Θεοῦ ὑψωθεὶς, τήν τε ἐπαγγελίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος λαβὼν παρὰ τοῦ πατρὸς, ἐξέχεε τοῦτο ὃ νῦν ὑμεῖς βλέπετε καὶ ἀκούετε. 33 Αφού, λοιπόν, με την παντοδύναμον δεξιάν του Θεού ανεστήθη εκ των νεκρών και υψώθηκε στους ουρανούς και έλαβεν από τον Πατέρα το Αγιον Πνεύμα, που είχε υποσχεθή και εις ημάς, το έστειλε με τας πλουσίας του δωρεάς και ενεργείας εις ημάς, πράγμα το οποίον σεις σήμερα και βλέπετε και ακούετε. 33 Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς μετὰ τὴν Ἀνάστασίν του ἀνυψώθη μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Πατέρα του τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ ὑπεσχέθη εἰς ἡμᾶς τοὺς Ἀποστόλους ὅτι θὰ μᾶς ἔστελλεν, ἔχυσεν ἀφθόνους τὰς δωρεὰς καὶ τὰς ὑπερφυσικὰς αὐτὰς ἐνεργείας, τὰς ὁποίας σεῖς βλέπετε τώρα καὶ ἀκούετε.
34 οὐ γὰρ Δαυῒδ ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανούς, λέγει δὲ αὐτός· εἶπεν Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου 34 Αλλά και περί της αναλήψεως του Μεσσίου στους ουρανούς επροφήτευσε ο Δαΐδ, διότι δεν ανέβηκε ο Δαυίδ στους ουρανούς, εν τούτοις όμως λέγει ο ίδιος· Είπεν ο Κυριος και Θεός στον Μεσσίαν, που είναι απόγονός μου κατά το ανθρώπινον, αλλά Κυριος μου ως Θεός, ίσος με τον Πατέρα, κάθισε εις τα δεξιά μου, 34 Ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς ἀνυψώσεως αὐτῆς τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν ὡμίλησε προφητικῶς ὁ Δαβὶδ καὶ δὲν εἶναι δυνατόν, παρὰ εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ ὄχι εἰς τὸν Δαβὶδ νὰ ἀναφέρωνται οἱ προφητικοὶ αὐτοὶ λόγοι. Διότι ὁ Δαβὶδ δὲν ἀνέβη εἰς τοὺς οὑρανούς, λέγει ὅμως ὁ ἴδιος· Εἶπεν ὁ Κύριος καὶ Θεὸς εἰς τὸν Μεσσίαν, ὁ ὁποῖος εἶναι μὲν ἀπόγονός μου ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ συγχρόνως εἶναι καὶ Κύριός μου ὡς Θεός: Κάθησε εἰς τὰ δεξιά μου διὰ νὰ ἀπολαμβάνῃς καὶ ὡς ἄνθρωπος θείας καὶ μοναδικὰς τιμάς,
35 ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. 35 έως ότου βάλω κάτω από τα πόδια σου νικημένους τους εχθρούς σου. 35 ἕως ὅτου ὑποτάξω τελείως εἰς σὲ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ τοὺς κάμω στήριγμα, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον θὰ πατοῦν τὰ πόδια σου.
36 ἀσφαλῶς οὖν γινωσκέτω πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ ὅτι καὶ Κύριον καὶ Χριστὸν αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐποίησε, τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε. 36 Ας γνωρίζη, λοιπόν, με κάθε βεβαιότητα όλη η φυλή του Ισραήλ, ότι αυτόν τον Ιησούν, τον οποίον σεις εσταυρώσατε, ο Θεός τον ανέδειξε Κυριον και Χριστόν”. 36 Ἂς γνωρίζῃ λοιπὸν ἀσφαλῶς καὶ μὲ βεβαιότητα ὁλόκληρον τὸ γένος τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὅτι αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν Ἰησοῦν, τὸν ὁποῖον σεῖς ἐσταυρώσατε, τὸν ἀνέδειξε καὶ τὸν ἐγκατέστησεν ὁ Θεὸς Κύριον καὶ Χριστόν, διότι ἔδωκε καὶ εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν του πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ βασιλικὴν δόξαν.
37 Ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ, εἶπόν τε πρὸς τὸν Πέτρον καὶ τοὺς λοιποὺς ἀποστόλους· Τί ποιήσομεν, ἄνδρες ἀδελφοί; 37 Αφού δε ήκουσαν τα θεόπνευστα αυτά λόγια, κατελήφθησαν από λύπην και κατάνυξιν καρδίας δια την βαρείαν ενοχήν των και είπαν προς τον Πετρον και τους άλλους Αποστόλους· “τι να κάμωμεν, άνδρες αδελφοί;” 37 Ἀφοῦ δὲ ἤκουσαν τὸν λόγον τοῦτον, συνησθάνθησαν τὴν ἐνοχήν των καὶ κατέλαβε λύπη καὶ κατάνυξις τὴν καρδίαν των καὶ εἶπον εἰς τὸν Πέτρον καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς Ἀποστόλους· Τί πρέπει νὰ κάμωμεν, ἄνδρες ἀδελφοί, διὰ νὰ συγχωρηθῇ ἡ ἐνοχή μας;
38 Πέτρος δὲ ἔφη πρὸς αὐτούς· Μετανοήσατε, καὶ βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπὶ τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. 38 Είπε δε προς αυτούς ο Πετρος· “μετανοήσατε και ας βαπτισθή ο καθένας σας στο όνομα του Ιησού Χριστού δια την άφεσιν των αμαρτιών σας· και θα λάβετε και σεις την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος. 38 Ὁ Πέτρος δὲ τότε εἶπε πρὸς αὐτούς· Μετανοήσατε καὶ ἕκαστος ἀπὸ σᾶς ἐγκολπούμενος μὲ πίστιν ἀδίστακτον ὡς σωτῆρα του καὶ κύριον του τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἂς βαπτισθῇ διὰ νὰ τοῦ δοθῇ ἄφεσις ἁμαρτιῶν. Καὶ θὰ λάβετε τὴν δικαίωσιν καὶ τὸν ἁγιασμόν, τὰ ὁποῖα ὡς δωρεὰν παρέχει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τοὺς βαπτιζομένους.
39 ὑμῖν γάρ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία καὶ τοῖς τέκνοις ὑμῶν καὶ πᾶσι τοῖς εἰς μακρὰν, ὅσους ἂν προσκαλέσηται Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν. 39 Διότι η υπόσχεσις, που εδόθη δια του προφήτου Ιωήλ περί των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, είναι και δια σας και δια τα παιδιά σας και δι' όλους, που ευρίσκονται μακράν από τον Θεόν εις την πλάνην της ειδωλολατρίας και τους οποίους θα προσκαλέση ο Κυριος και Θεός μας εις την νέαν πίστιν”. 39 Μὴ ἀμφιβάλλετε περὶ τούτου, διότι ἡ διὰ τοῦ προφήτου Ἰωὴλ ὑπόσχεσις περὶ τῆς ἐκχύσεως καὶ δωρεὰς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐδόθη διὰ σᾶς καὶ διὰ τοὺς ἀπογόνους σας καὶ δι’ ὅλους, ὅσους θὰ προσκαλέσῃ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ λατρεύουν τὰ εἴδωλα, εἶναι τώρα μακρὰν ἀπὸ τὸν Θεόν.
40 ἑτέροις τε λόγοις πλείοσι διεμαρτύρατο καὶ παρεκάλει λέγων· Σώθητε ἀπὸ τῆς γενεᾶς τῆς σκολιᾶς ταύτης. 40 Και με άλλους περισσοτέρους λόγους, κατά ένα τρόπον ζωηρόν και έντονον, εκήρυττε και εμαρτυρούσε ο Πετρος την περί του Χριστού αλήθειαν και τους παρακινούσε να μετανοήσουν και πιστεύσουν λέγων· “σωθήτε από την πονηράν και διεστραμμένην αυτήν γενεάν, που βαδίζει προς την φοβεράν τιμωρίαν και καταστροφήν”. 40 Καὶ μὲ ἄλλους λόγους περισσοτέρους δημοσίᾳ καὶ μὲ τόνον ζωηρὸν ἐμαρτύρει ὁ Πέτρος περὶ τῆς ἀληθείας καὶ προέτρεπε τοὺς Ἰουδαίους λέγων· Σώσατε τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ τὴν φοβερὰν τιμωρίαν, ποὺ θὰ ὑποστῇ ἡ κακὴ καὶ διεστραμμένη αὐτὴ γενεά, ἡ ὁποία ἐσταύρωσε τὸν Ἰησοῦν.
41 οἱ μὲν οὖν ἀσμένως ἀποδεξάμενοι τὸν λόγον αὐτοῦ ἐβαπτίσθησαν, καὶ προσετέθησαν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ψυχαὶ ὡσεὶ τρισχίλιαι. 41 Και αυτοί, τότε εδέχθησαν με χαράν την διδασκαλίαν του Πετρου, εβαπτίσθησαν και προσετέθησαν εις την Εκκλησίαν του Χριστού κατά την ημέραν εκείνην τρεις περίπου χιλιάδες ψυχές. 41 Καὶ αὐτοὶ μὲν ἐδέχθησαν εὐχαρίστως καὶ μὲ τὴν καρδία τους τὸν λόγον καὶ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Πέτρου, καὶ ἐβαπτίσθησαν. Καὶ ἔτσι προσετέθησαν εἰς τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην περίπου τρεῖς χιλιάδες πρόσωπα.
42 ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς. 42 Με επιμονήν και ζήλον μεγάλον ήκουαν την διδασκαλίαν των Αποστόλων, επικοινωνούσαν με αγάπην μεταξύ των, μετελάμβαναν στο μυστήριον της θείας Ευχαριστίας και προσηύχοντο. 42 Ἦσαν δὲ ἀφωσιωμένοι μὲ ζῆλον καὶ ἐπιμονὴν εἰς τὴν ἀκρόασιν τῆς διδασκαλίας τῶν Ἀποστόλων καὶ εἰς τὴν μεταξύ των στοργικὴν ἐπικοινωνίαν καὶ ἑνότητα καὶ εἰς τὸν διὰ τὴν μετάληψιν τεμαχισμὸν τοῦ ἄρτου τῆς θείας Εὐχαριστίας, καὶ εἰς τὰς προσευχάς.
43 Ἐγένετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος, πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο. 43 Επεσε δε φόβος μεγάλος εις κάθε ψυχήν και εις αυτούς που δεν επίστευαν και προηγουμένως περιγελούσαν τους μαθητάς, διότι πολλά καταπληκτικά θαύματα και υπερφυσικά σημεία εγίνοντο δια των Αποστόλων. 43 Κατέλαβε δὲ φόβος κάθε ψυχήν, καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς μὴ πιστεύσαντας, οἱ ὁποῖοι ἔπαυσαν πλέον νὰ ἐμπαίζουν καὶ νὰ περιγελοῦν τοὺς Χριστιανούς, εἰς τοῦτο δὲ συνετέλει καὶ τὸ ὅτι πολλὰ καταπληκτικὰ θαύματα καὶ σημεῖα ἐγίνοντο διὰ μέσου τῶν ἀποστόλων.
44 πάντες δὲ οἱ πιστεύσαντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά, 44 Ολοι δε αυτοί που είχαν πιστεύσει ευρίσκοντο εις συνεχή επικοινωνίαν και ενότητα μεταξύ των και είχαν τα πάντα κοινά. 44 Ὅλοι δὲ ἀνεξαιρέτως οἱ μετὰ θερμότητος ἐμμένοντες εἰς τὴν πίστιν, ἦσαν μεταξύ των ἐνωμένοι, σὰν μέλῃ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας καὶ εἶχαν ὅλα κοινά.
45 καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε· 45 Επωλούσαν δε τα κτήματα και τα άλλα υπάρχοντά των και τα εισπραττόμενα χρήματα εμοίραζαν στους πτωχούς αδελφούς, ανάλογα με τας ανάγκας που είχε ο καθένας από αυτούς. 45 Ἐπώλουν λοιπὸν τὰ κτήματα καὶ τὰ κινητὰ ὑπάρχοντά των καὶ διεμοίραζον τὰ εἰσπραττόμενα ἐκ τῆς πωλήσεως ταύτης χρήματα εἰς ὅλους τοὺς στερουμένους ἀδελφοὺς ἀναλόγως τῆς ἀνάγκης, ποὺ θὰ εἶχεν ὁ καθένας ἐξ αὐτῶν.
46 καθ’ ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντές τε, κατ’ οἶκον ἄρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας, 46 Καθε δε ημέραν ήρχοντο με ζήλον και με μίαν ψυχήν όλοι στον ναόν, και αφού έκοπταν το ψωμί, ιδιαιτέρως εις τα σπίτια, μετείχαν εις την τροφήν που παρετίθετο και έτρωγαν με αγαλλίασιν και απλότητα καρδίας 46 Καὶ κάθε ἡμέραν ἐσύχναζαν μὲ ἀκούραστον ζῆλον καὶ μὲ μίαν ψυχὴν ὅλοι εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἀφοῦ ἔκοπτον ἄρτον κατ’ ἰδίαν εἰς τὰ σπίτια, ὅπου συνηθροίζοντο εἰς κοινὰς τραπέζας, ἐλάμβανον μέρος εἰς τὴν τροφήν, ποὺ παρετίθετο, καὶ ἔτρωγαν μὲ καρδίαν γεμᾶτην ἀπὸ ἀγαλλίασιν καὶ μὲ παιδικὴν εἰλικρίνειαν καὶ ἁπλότητα.
47 αἰνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν. ὁ δὲ Κύριος προσετίθει τοὺς σῳζομένους καθ’ ἡμέραν τῇ ἐκκλησίᾳ. 47 δοξολογούντες τον Θεόν και έχοντες την εκτίμησιν και εύνοιαν όλου του λαού. Ο δε Κυριος προσέθετε κάθε ημέραν και άλλους πιστούς εις την Εκκλησίαν. 47 Διὰ τὴν εἰρηνικὴν δὲ καὶ ἀφωσιωμένην ταύτην ζωήν των ἐδοξολόγουν τὸν Θεὸν καὶ ἀπελάμβανον τὴν ἐκτίμησιν καὶ τὴν εὔνοιαν τοῦ λαοῦ. Ὁ δὲ Κύριος προσέθετε κάθε ἡμέραν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὡς νέα μέλη αὐτῆς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μὲ τὴν πρόγνωσιν αὐτοῦ ἦσαν προωρισμένοι νὰ σωθοῦν.