Τρίτη, 16 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:49
Δύση: 20:02
Σελ. 8 ημ.
107-259
16ος χρόνος, 5904η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 (ΚΓ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἀτενίσας δὲ ὁ Παῦλος τῷ συνεδρίῳ εἶπεν· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ πάσῃ συνειδήσει ἀγαθῇ πεπολίτευμαι τῷ Θεῷ ἄχρι ταύτης τῆς ἡμέρας. 1 Ο δε Παύλος, αφού προσήλωσε το βλέμμα στο συνέδριον, είπε· “άνδρες αδελφοί, εγώ έχω πολιτευθή απένεντι του Θεού με καθαράν συνείδησιν έως την ημέραν αυτήν”. 1 Ο Παῦλος δέ, ἀφοῦ προσήλωσε τὸ βλέμμά του εἰς τὸ συνέδριον, εἶπεν· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ ἔχω πολιτευθῇ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέχρι τῆς ἡμέρας ταύτης, χωρὶς νὰ μὲ τύπτῃ εἰς τίποτε ἡ συνείδησίς μου, ἀλλὰ τουναντίον ἔχω τὴν μαρτυρίαν τῆς ἐξ ὁλοκλήρου ἀγαθήν.
2 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς Ἀνανίας ἐπέταξε τοῖς παρεστῶσιν αὐτῷ τύπτειν αὐτοῦ τὸ στόμα. 2 Αλλ' ο αρχιερεύς Ανανίας διέταξε τους υπηρέτας, που εστέκοντο κοντά στον Παύλον, να του κτυπήσουν το στόμα. 2 Ὁ ἀρχιερεὺς Ἀνανίας ὅμως διέταξε τότε τοὺς ὑπηρέτας, ποὺ ἐστέκοντο πλησίον τοῦ Παύλου, νὰ τοῦ κτυπήσουν τὸ στόμα, ἴσως διότι ἔλαβε τὸν λόγον μόνος του.
3 τότε ὁ Παῦλος πρὸς αὐτὸν εἶπε· Τύπτειν σε μέλλει ὁ Θεός, τοῖχε κεκονιαμένε· καὶ σὺ κάθῃ κρίνων με κατὰ τὸν νόμον, καὶ παρανομῶν κελεύεις με τύπτεσθαι! 3 Τοτε ο Παύλος είπε· “θα σε κτυπήση και σε ο Θεός, τοίχε ασβεστωμένε· και συ κάθεσαι να με κρίνης σύμφωνα με τον νόμον και αυτόν τον νόμον (ο οποίος δίδει το δικαίωμα στον κατηγορούμενον ν' απολογήται ελεύθερα και δεν επιτρέπει να τον κτυπούν) τον καταπατείς, με το να διατάσσης να με κτυπήσουν”. 3 Τότε ὁ Παῦλος τοῦ εἶπε· Θὰ σὲ πατάξῃ ὁ Θεός, τοῖχε ἀσβεστωμένε, ποὺ ἀπ’ ἔξω φαίνεσαι λευκός, εἰς τὸ βάθος σου δὲ κρύπτεις τὴν ἀδικίαν. Καὶ σὺ κάθεσαι νὰ μὲ κρίνῃς σύμφωνα μὲ τὸν νόμον; Καὶ παραβαίνων σὺ ὁ κριτὴς τὸν νόμον, ὁ ὁποῖος παραγγέλλει νὰ ἀπολογῆται ἐλεύθερα καὶ ἀνεμπόδιστα κάθε κατηγορούμενος, διατάσσεις νὰ μὲ κτυπήσουν διὰ νὰ βουλώσῃς τὸ στόμα μου κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἀπολογίας μου;
4 οἱ δὲ παρεστῶτες εἶπον· Τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ λοιδορεῖς; 4 Αυτοί δε, που εστέκοντο κοντά στον Παύλον, είπαν· “τον αρχιερέα του Θεού υβρίζεις;” 4 Οἱ παριστάμενοι δὲ εἶπον· Τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ ὑβρίζεις;
5 ἔφη τε ὁ Παῦλος· Οὐκ ᾔδειν, ἀδελφοί, ὅτι ἐστὶν ἀρχιερεύς· γέγραπται γάρ· ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐκ ἐρεῖς κακῶς. 5 Και ο Παύλος είπε· “δεν εγνώριζα, αδελφοί, ότι είναι αρχιερεύς· διότι έχει γραφή· Δεν θα είπης λόγια κακά και υβριστικά εναντίον άρχοντος του λαού σου”. 5 Καὶ εἶπεν ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ἔτη πολλὰ ἔλειπεν ἐξ Ἱεροσολύμων καὶ δὲν ἐγνώριζε προσωπικῶς τὸν ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος τὴν στιγμὴν ἐκείνην δὲν ἦτο εὐδιάκριτος, διότι προήδρευε τῆς συνεδρίας ὁ χιλίαρχος. Δὲν ἐγνώριζα, ἀδελφοί, ὅτι εἶναι ἀρχιερεύς. Ἄλλως δὲν θὰ ἔλεγον αὐτό, ποὺ εἶπα, διότι ἔχει γραφῇ εἰς τὸ βιβλίον τῆς Ἐξόδου: Δὲν θὰ κακολογήσῃς ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου.
6 γνοὺς δὲ ὁ Παῦλος ὅτι τὸ ἓν μέρος ἐστὶ Σαδδουκαίων, τὸ δὲ ἕτερον Φαρισαίων, ἔκραξεν ἐν τῷ συνεδρίῳ· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ Φαρισαῖός εἰμι, υἱὸς Φαρισαίου· περὶ ἐλπίδος καὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι. 6 Επειδή δε ο Παύλος αντελήφθη ότι ένα μέρος του συνεδρίου ήσαν Σαδδουκαίοι, το δε άλλο Φαρισαίοι, εφώναξε δυνατά· “άνδρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, υιός Φαρισαίου και αυτήν την στιγμήν εγώ δικάζομαι, επειδή πιστεύω και ελπίζω εις την ανάστασιν των νεκρών”. 6 Ἐν τῷ μεταξὺ δέ, ὅταν ἀντελήφθη ὁ Παῦλος, ὅτι ἡ μία μερὶς τοῦ συνεδρίου ἀπετελεῖτο ἀπὸ Σαδδουκαίους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπίστευαν εἰς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν, ἡ ἄλλη δὲ μερὶς ἀπετελεῖτο ἀπὸ Φαρισαίους, ἐφώναξε δυνατὰ ἐν μέσῳ τοῦ συνεδρίου: Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ εἶμαι Φαρισαῖος καὶ υἱὸς Φαρισαίου. Καὶ δικάζομαι σήμερον ἐγώ, ἐπειδὴ πιστεύω καὶ ἐλπίζω εἰς τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν.
7 τοῦτο δὲ αὐτοῦ λαλήσαντος ἐγένετο στάσις τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων, καὶ ἐσχίσθη τὸ πλῆθος. 7 Οταν δε είπε αυτό ο Παύλος, έγινε ζωηρά φιλονεικία μεταξύ των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων και εδιχάσθησαν μεταξύ των οι σύνεδροι. 7 Ὅταν δὲ εἶπε τοῦτο ὁ Παῦλος, ἔγινε φιλονεικία μεταξὺ τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων καὶ ἐδιχάσθη τὸ πλῆθος τῶν μελῶν τοῦ συνεδρίου.
8 Σαδδουκαῖοι μὲν γὰρ λέγουσι μὴ εἶναι ἀνάστασιν μήτε ἄγγελον μήτε πνεῦμα, Φαρισαῖοι δὲ ὁμολογοῦσι τὰ ἀμφότερα. 8 Διότι οι μεν Σαδδουκαίοι λέγουν ότι δεν υπάρχει ανάστασις ούτε άγγελος ούτε ψυχή έξω από το σώμα. Οι δε Φαρισαίοι ομολογούν και τα δύο, και την ανάστασιν των νεκρών και την ύπαρξιν αγγέλων και ψυχών. 8 Ἐδιχάσθη δὲ τὸ πλῆθος, διότι οἱ μὲν Σαδδουκαῖοι λέγουν, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις, οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἀσώματος ψυχή, ἐπειδὴ ὑπεστήριζαν οὗτοι, ὅτι αἱ ψυχαὶ των ἀποθνησκόντων διαλύονται μετὰ τοῦ σώματος. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ὁμολογοῦν καὶ τὰ δύο, καὶ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν δηλαδὴ καὶ τὴν ὕπαρξιν πνευμάτων.
9 ἐγένετο δὲ κραυγὴ μεγάλη, καὶ ἀναστάντες οἱ γραμματεῖς τοῦ μέρους τῶν Φαρισαίων διεμάχοντο λέγοντες· Οὐδὲν κακὸν εὑρίσκομεν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ· εἰ δὲ πνεῦμα ἐλάλησεν αὐτῷ ἢ ἄγγελος, μὴ θεομαχῶμεν. 9 Εγινε δε μεγάλη κραυγή και αφού εσηκώθηκαν οι γραμματείς της παρατάξεως των Φαρισαίων, ελογομαχούσαν με θυμόν και έλεγαν· “τίποτε το κακόν δεν ευρίσκομεν στον άνθρωπον αυτόν· εάν δε πνεύμα η άγγελος ωμίλησε και έκαμε αποκαλύψεις εις αυτόν, ας μη μαχώμεθα εναντίον του Θεού”. 9 Ἔγινε δὲ λόγῳ τῆς φιλονεικίας των μεγάλη κραυγή, καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθησαν οἱ γραμματεῖς οἱ ἀνήκοντες εἱς τὴν μερίδα τῶν Φαρισαίων, συνεζήτουν μὲ θυμὸν καὶ ἔλεγαν: Δὲν εὑρίσκομεν κανὲν κακὸν εἰς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον. Ἐὰν δὲ πνεῦμα ἢ ἄγγελος ὡμίλησεν εἰς αὐτόν, ἂς μὴ μαχώμεθα κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔκαμε τὴν ἀποκάλυψιν αὐτήν.
10 πολλῆς δὲ γενομένης στάσεως εὐλαβηθεὶς ὁ χιλίαρχος μὴ διασπασθῇ ὁ Παῦλος ὑπ’ αὐτῶν, ἐκέλευσε τὸ στράτευμα καταβῆναι καὶ ἁρπάσαι αὐτὸν ἐκ μέσου αὐτῶν ἄγειν τε εἰς τὴν παρεμβολήν. 10 Επειδή δε έγινε έντονος αντίθεσις και μεγάλη φιλονεικία, εφοβήθηκε ο χιλίαρχος, μήπως και ξεσχισθή από αυτούς ο Παύλος, διέταξε να κατεβούν οι στρατιώται και να αρπάξουν τον Παύλον εκ μέσου των συνέδρων και να τον οδηγήσουν στο στρατόπεδον. 10 Ἐπειδὴ δὲ ἔγινε μεγάλη φιλονεικία, ὁ χιλίαρχος ἐφοβήθη, μήπως ὁ Παῦλος κομματιασθῇ ἀπὸ αὐτούς, καὶ διέταξε νὰ καταβῇ τὸ στράτευμα καὶ νὰ τὸν ἁρπάσῃ ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσῃ εἰς τὸ στρατόπεδον.
11 Τῇ δὲ ἐπιούσῃ νυκτὶ ἐπιστὰς αὐτῷ ὁ Κύριος εἶπε· Θάρσει, Παῦλε· ὡς γὰρ διεμαρτύρω τὰ περὶ ἐμοῦ εἰς Ἱερουσαλὴμ, οὕτω σε δεῖ καὶ εἰς Ρώμην μαρτυρῆσαι. 11 Κατά δε την επομένην νύκτα παρουσιάσθηκε έξαφνα στον Παύλον ο Κυριος και είπε· “έχε θάρρος, Παύλε· διότι, όπως με παρρησίαν εμαρτύρησες και εκήρυξες την αλήθειαν περί εμού εις την Ιερουσαλήμ, έτσι σύμφωνα με το θείον σχέδιον θα κηρύξης και εις την Ρωμην”. 11 Τὴν ἑπομένην δὲ νύκτα ἐνεφανίσθη ἔξαφνα εἰς τὸν Παῦλον ὁ Κύριος Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἔχε θάρρος, Παῦλε, διότι ὅπως ἑμαρτύρησες τὴν περὶ ἐμοῦ ἀλήθειαν καὶ ὁμολογίαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔτσι σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιον τῆς θείας βουλῆς πρέπει νὰ μαρτυρήσῃς καὶ εἰς τὴν Ρώμην. Δὲν πρόκειται λοιπὸν νὰ πάθῃς ἐδῶ τίποτε, ἄλλα θὰ σὲ φυλάξω σῷον διὰ νὰ μεταβῇς καὶ εἰς τὴν Ρώμην.
12 Γενομένης δὲ ἡμέρας ποιήσαντες τινες τῶν Ἰουδαίων συστροφὴν ἀνεθεμάτισαν ἑαυτοὺς, λέγοντες μήτε φαγεῖν μήτε πιεῖν ἕως οὗ ἀποκτείνωσι τὸν Παῦλον. 12 Οταν δε έγινε ημέρα, μερικοί από τους Ιουδαίους εμαζεύτηκαν και έκαμαν συνωμοσίαν, ωρκίσθησαν και αναθεμάτισαν τον εαυτόν τους λέγοντες, να μη φάγουν και να μη πίουν, έως ότου φονεύσουν τον Παύλον. 12 Ὅταν δὲ ἔγινεν ἡμέρα, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἔκαμαν συνωμοσίαν καὶ ὡρκίσθησαν νὰ εἶναι ἀναθεματισμένοι καὶ κατηραμένοι εἰς ὅλεθρον ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐὰν θὰ ἔτρωγαν ἢ θὰ ἔπιναν, ἕως ὅτου φονεύσουν τὸν Παῦλον.
13 ἦσαν δὲ πλείους τεσσαράκοντα οἱ ταύτην τὴν συνωμοσίαν πεποιηκότες· 13 Αυτοί δε που έκαμαν την συνωμοσίαν ήσαν περισσότεροι από σαράντα. 13 Ἦσαν δὲ περισσότεροι ἀπὸ τεσσαράκοντα αὐτοί, ποὺ εἶχον κάμει τὴν συνωμοσίαν καὶ τὸν ὅρκον αὐτόν.
14 οἵτινες προσελθόντες τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις εἶπον· Ἀναθέματι ἀνεθεματίσαμεν ἑαυτοὺς μηδενὸς γεύσασθαι ἕως οὗ ἀποκτείνωμεν τὸν Παῦλον. 14 Αυτοί λοιπόν προσήλθαν στους αρχιερείς και πρεσβυτέρους και είπαν· “αναθεματίσαμεν με φοβερόν ανάθεμα τους ευτούς μας, να μη γευθούμε τίποτε έως ότου φονεύσωμεν τον Παύλον. 14 Αὐτοὶ πρόσηλθον εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ εἶπον· Ἀναθεματίσαμεν μὲ φοβερὸν ἀνάθεμα τοὺς ἑαυτούς μας νὰ μὴ βάλωμεν εἰς τὸ στόμα μας τίποτε, ἕως ὅτου φονεύσωμεν τὸν Παῦλον.
15 νῦν οὖν ὑμεῖς ἐμφανίσατε τῷ χιλιάρχῳ σὺν τῷ συνεδρίῳ ὅπως αὔριον αὐτὸν καταγάγῃ πρὸς ὑμᾶς, ὡς μέλλοντας διαγινώσκειν ἀκριβέστερον τὰ περὶ αὐτοῦ· ἡμεῖς δὲ πρὸ τοῦ ἐγγίσαι αὐτὸν ἕτοιμοί ἐσμεν τοῦ ἀνελεῖν αὐτόν. 15 Τωρα λοιπόν σεις μαζή με το συνέδριον δηλώσατε στον χιλίαρχον, να κατεβάση αύριον τον Παύλον εις σας, διότι τάχα πρόκειται να μάθετε με μεγαλυτέραν ακρίβειαν τα περί αυτού. Ημείς δε προτού να πλησιάση αυτός στο συνέδριον, είμεθα έτοιμοι να τον φονεύσωμεν”. 15 Τώρα λοιπὸν σεῖς μετὰ τοῦ Συνεδρίου δηλώσατε εἰς τὸν χιλίαρχον νὰ κατεβάσῃ αὕριον ἐνώπιόν σας τὸν Παῦλον μὲ τὴν πρόφασιν, ὅτι μέλλετε νὰ ἐξετάσετε καὶ νὰ μάθετε μὲ περισσοτέραν ἀκρίβειαν τὴν ὑπόθεσίν του. Ἡμεῖς δέ, προτοῦ νὰ πλησιάσῃ αὐτὸς εἰς τὸν τόπον τῆς συνεδριάσεως, εἴμεθα ἕτοιμοι διὰ νὰ τὸν φονεύσωμεν.
16 ἀκούσας δὲ ὁ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς Παύλου τὸ ἔνεδρον, παραγενόμενος καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν παρεμβολὴν ἀπήγγειλε τῷ Παύλῳ. 16 Ο υιός όμως της αδελφής του Παύλου ήκουσε την σχεδιαζομένην ενέδραν, έφθασε και εισήλθε στο στρατόπεδον και εγνωστοποίησε στον Παύλον αυτά, που είχε ακούσει. 16 Κατὰ θείαν ὅμως οἰκονομίαν ἤκουσεν ὁ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς τοῦ Παύλου τὴν ἐνέδραν. Ἦλθε λοιπὸν καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸ στρατόπεδον, ἀνήγγειλεν εἰς τὸν Παῦλον τὰ περὶ αὐτῆς.
17 προσκαλεσάμενος δὲ ὁ Παῦλος ἕνα τῶν ἑκατοντάρχων ἔφη· Τὸν νεανίαν τοῦτον ἀπάγαγε πρὸς τὸν χιλίαρχον· ἔχει γάρ τι ἀπαγγεῖλαι αὐτῷ. 17 Τοτε ο Παύλος εκάλεσε ένα από τους εκατοντάρχους και είπε· “αυτόν τον νέον οδήγησέ τον στον χιλίαρχον, διότι κάτι έχει να του αναγγείλη”. 17 Τότε ὁ Παῦλος, ἀφοῦ προσεκάλεσεν ἕνα ἀπὸ τοὺς ἑκατοντάρχους, εἶπεν· Ὁδήγησε τὸν νέον αὐτὸν εἰς τὸν χιλίαρχον, διότι ἔχει κάτι νὰ τοῦ ἀναγγείλῃ.
18 ὁ μὲν οὖν παραλαβὼν αὐτὸν ἤγαγε πρὸς τὸν χιλίαρχον καί φησιν· Ὁ δέσμιος Παῦλος προσκαλεσάμενός με ἠρώτησε τοῦτον τὸν νεανίαν ἀγαγεῖν πρός σε, ἔχοντά τι λαλῆσαί σοι. 18 Αυτός λοιπόν επήρε τον νέον, τον οδήγησε προς τον χιλίαρχον και είπε· “ο Παύλος, ο φυλακισμένος, με επροσκάλεσε και με παρεκάλεσε να οδηγήσω εις σε αυτόν τον νέον, διότι κάτι έχει να σου πη”. 18 Οὗτος λοιπόν, ἀφοῦ παρέλαβε τὸν νέον, ὠδήγησεν αὐτὸν εἰς τὸν χιλίαρχον καὶ εἶπεν· Ὁ φυλακισμένος Παῦλος μὲ προσεκάλεσε καὶ μὲ παρεκάλεσε νὰ ὁδηγήσω εἰς σὲ τὸν νέον αὐτόν, ποὺ ἔχει κάποιον μυστικὸν νὰ σοῦ εἴπῃ.
19 ἐπιλαβόμενος δὲ τῆς χειρὸς αὐτοῦ ὁ χιλίαρχος καὶ ἀναχωρήσας κατ’ ἰδίαν ἐπυνθάνετο· Τί ἐστιν ὃ ἔχεις ἀπαγγεῖλαί μοι; 19 Τον επιασε τότε από το χέρι ο χιλίαρχος, επήγε εις ένα ιδιαίτερον μέρος και τον ηρώτησε· “ποιό είναι αυτό, που έχεις να μου αναγγείλης;” 19 Ἀφοῦ δὲ ὁ χιλίαρχος τὸν ἔπιασεν ἀπὸ τὸ χέρι του καὶ ἐπῆγεν εἰς ἰδιαίτερον μέρος, ἠρώτησε: Τί εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ ἔχεις νὰ μοῦ ἀναγγείλῃς;
20 εἶπε δὲ ὅτι Οἱ Ἰουδαῖοι συνέθεντο τοῦ ἐρωτῆσαί σε ὅπως αὔριον εἰς τὸ συνέδριον καταγάγῃς τὸν Παῦλον, ὡς μελλόντων τι ἀκριβέστερον πυνθάνεσθαι περὶ αὐτοῦ. 20 Είπε δε ο νέος· “οι Ιουδαίοι συνεφώνησαν να σε παρακαλέσουν να κατεβάσης αύριον τον Παύλον στο συνέδριον, διότι τάχα πρόκειται να εξετάσουν και να πληροφορηθούν ακριβέστερον τα περί αυτού. 20 Εἶπε δὲ ὁ νέος, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι συνεφώνησαν νὰ σὲ παρακαλέσουν, ὅπως κατεβάσῃς αὔριον τὸν Παῦλον εἰς τὸ συνέδριον μὲ τὴν πρόφασιν, ὅτι μέλλουν κάπως ἀκριβέστερον νὰ ἐξετάσουν καὶ νὰ μάθουν περὶ αὐτοῦ.
21 σὺ οὖν μὴ πεισθῇς αὐτοῖς· ἐνεδρεύουσι γὰρ αὐτὸν ἐξ αὐτῶν ἄνδρες πλείους τεσσαράκοντα, οἵτινες ἀνεθεμάτισαν ἑαυτοὺς μήτε φαγεῖν μήτε πιεῖν ἕως οὗ ἀνέλωσιν αὐτόν, καὶ νῦν ἕτοιμοί εἰσι προσδεχόμενοι τὴν ἀπὸ σοῦ ἐπαγγελίαν. 21 Συ όμως να μη πεισθής εις αυτούς. Διότι του στήνουν καρτέρι σαράντα και πλέον άνδρες από αυτούς, οι οποίοι επήραν όρκον και ανάθεμα, να μη φάγουν και να μη πίουν, έως ότου τον φονεύσουν. Και τώρα είναι έτοιμοι, περιμένοντες την υπόσχεσίν σου, να οδηγήσης εκεί τον Παύλον”. 21 Σὺ λοιπὸν νὰ μὴ πεισθῇς εἰς αὐτούς. Διότι τοῦ κάνουν καρτέρι μερικοὶ ἀπὸ αὐτούς, περισσότεροι ἀπὸ τεσσαράκοντα ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ὡρκίσθησαν καὶ ἀναθεμάτισαν τοὺς ἑαυτούς των νὰ μὴ φάγουν, οὔτε νὰ πίουν τίποτε, ἕως ὅτου τὸν φονεύσουν. Καὶ τώρα εἶναι ἕτοιμοι καὶ περιμένουν νὰ τοὺς δώσῃς τὴν ὑπόσχεσιν, ὅτι θὰ τὸν κατεβάσῃς.
22 ὁ μὲν οὖν χιλίαρχος ἀπέλυσε τὸν νεανίαν, παραγγείλας μηδενὶ ἐκλαλῆσαι ὅτι ταῦτα ἐνεφάνισας πρός με. 22 Ο χιλίαρχος λοιπόν αφήκε ελεύθερον τον νέον, αφού του παρήγγειλε να μη πη εις κανένα “ότι εφανέρωσες αυτά εις εμέ”. 22 Ὁ χιλίαρχος λοιπὸν ἀφῆκεν ἐλεύθερον τὸν νέον, ἀφοῦ τοῦ παρήγγειλε, νὰ μὴ εἴπῃς εἰς κανένα, ὅτι κατήγγειλες καὶ ἀνεκοίνωσες ταῦτα εἰς ἐμέ.
23 Καὶ προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν ἑκατοντάρχων εἶπεν· Ἑτοιμάσατε στρατιώτας διακοσίους ὅπως πορευθῶσιν ἕως Καισαρείας, καὶ ἱππεῖς ἑβδομήκοντα καὶ δεξιολάβους διακοσίους, ἀπὸ τρίτης ὥρας τῆς νυκτός, 23 Και αφού επροσκάλεσε δύο από τους εκατοντάρχους είπε· “ετοιμάσατε διακοσίους στρατιώτας να υπάγουν μέχρι την Καισάρειαν και εβδομήντα ιππείς και διακοσίους λογχοφόρους, να είναι έτοιμοι εις τας εννέα την νύκτα. 23 Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσε δύο ἀπὸ τοὺς ἑκατοντάρχους εἶπεν· Ἐτοιμάσατε διακοσίους στρατιώτας διὰ νὰ ὑπάγουν μέχρι τῆς Καισαρείας, καὶ ἱππεῖς ἑβδομήκοντα, καὶ λογχοφόρους διακοσίους. Νὰ εἶναι ἕτοιμοι εἰς τὰς ἐννέα τὸ βράδυ.
24 κτήνη τε παραστῆναι, ἵνα ἐπιβιβάσαντες τὸν Παῦλον διασώσωσι πρὸς Φήλικα τὸν ἡγεμόνα, 24 Και να πάρουν μαζή των ζώα, δια να επιβιβάσουν και να μεταφέρουν σώον και ασφαλή τον Παύλον προς τον Φηλικα, τον επίτροπον της Ιουδαίας”. 24 Καὶ νὰ ἔχουν μαζί των ζῶα, διὰ νὰ ἐπιβιβάσουν τὸν Παῦλον καὶ μεταφέρουν αὐτὸν σῷον εἰς τὸν Φήλικα τὸν ἐπίτροπον τῆς Ἰουδαίας.
25 γράψας ἐπιστολὴν περιέχουσαν τὸν τύπον τοῦτον· 25 Εγραψε δε και επιστολήν, η οποία περιείχε τα εξής· 25 Ἔγραψε δὲ ἐπιστολήν, ἡ ὁποία εἶχε τοῦτο τὸ περιεχόμενον·
26 Κλαύδιος Λυσίας τῷ κρατίστῳ ἡγεμόνι Φήλικι χαίρειν. 26 “Ο Κλαύδιος Λυσίας χαιρετίζει τον ευγενέστατον ηγεμόνα Φηλικα. 26 Ὁ Κλαύδιος Λυσίας πρὸς τὸν ἐξοχώτατον ἡγεμόνα Φήλικα. Χαῖρε.
27 τὸν ἄνδρα τοῦτον συλληφθέντα ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων καὶ μέλλοντα ἀναιρεῖσθαι ὑπ’ αὐτῶν ἐπιστὰς σὺν τῷ στρατεύματι ἐξειλόμην αὐτόν, μαθὼν ὅτι Ρωμαῖός ἐστι. 27 Τον άνδρα αυτόν, που συνελήφθη από τους Ιουδαίους και επρόκειτο να φονευθή από αυτούς, ώρμησα εγώ μαζή με το στράτευμα και τον έσωσα από τα χέρια των, διότι έμαθα ότι είναι Ρωμαίος. 27 Τὸν ἄνδρα αὐτόν, ποὺ συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἐπρόκειτο να φονευθῇ ἀπὸ αὐτούς, κατέφθασα ἐπὶ τόπου μὲ τὸ στράτευμα καὶ τὸν ἐγλύτωσα, ἐπειδὴ ἔμαθον, ὅτι εἶναι Ρωμαῖος πολίτης.
28 βουλόμενος δὲ γνῶναι τὴν αἰτίαν δι’ ἣν ἐνεκάλουν αὐτῷ, κατήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον αὐτῶν· 28 Επειδή δε ήθελα να μάθω την αιτίαν, δια την οποίαν τον κατηγορούσαν, τον εκατέβασα στο συνέδριόν των. 28 Ἐπειδὴ δὲ ἤθελα να μάθω τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν τὸν κατηγοροῦν, τὸν κατέβασα ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου των.
29 ὃν εὗρον ἐγκαλούμενον περὶ ζητημάτων τοῦ νόμου αὐτῶν, μηδὲν δὲ ἄξιον θανάτου ἢ δεσμῶν ἔγκλημα ἔχοντα. 29 Ευρήκα όμως να τον κατηγορούν δια ζητήματα του θρησκευτικού των νόμου, χωρίς να έχη υποπέσει εις κανένα έγκλημα, το οποίον να τιμωρήται από τους νόμους μας με θάνατον η με φυλάκισιν. 29 Τὸν εὗρον δὲ νὰ κατηγορῆται διὰ ζητήματα τοῦ νόμου των, νὰ μὴ εἶναι δὲ ἔνοχος κανενὸς ἐγκλήματος, τὸ ὁποῖον νὰ τιμωρῆται ἀπὸ τοὺς ρωμαϊκοὺς νόμους μὲ θάνατον ἡ μὲ φυλάκισιν.
30 μηνυθείσης δέ μοι ἐπιβουλῆς εἰς τὸν ἄνδρα μέλλειν ἔσεσθαι ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, ἐξαυτῆς ἔπεμψα πρός σε, παραγγείλας καὶ τοῖς κατηγόροις λέγειν τὰ πρὸς αὐτὸν ἐπὶ σοῦ. ἔρρωσο. 30 Επειδή δε μου κατηγγέλθη ότι επρόκειτο να γίνη κάποια δολοφονική απόπειρα εναντίον του ανδρός αυτού εκ μέρους των Ιουδαίων, τον έστειλα αμέσως προς σε και παρήγγειλα στους κατηγόρους του να εκθέσουν ενώπιόν σου όσα έχουν εναντίον του. Υγίαινε”. 30 Ἐπειδὴ δὲ μοῦ κατηγγέλθη, ὅτι ἐπρόκειτο νὰ γίνῃ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους δολοφονικὴ ἐνέδρα κατὰ τοῦ ἀνδρός, ἀμέσως σοῦ τὸν ἀπέστειλα καὶ παρήγγειλα καὶ εἰς τοὺς κατηγόρους του νὰ ἐκθέσουν τὰς κατ’ αὐτοῦ κατηγορίας ἐνώπιόν σου. Ὑγίαινε.
31 Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται κατὰ τὸ διατεταγμένον αὐτοῖς ἀναλαβόντες τὸν Παῦλον ἤγαγον διὰ τῆς νυκτὸς εἰς τὴν Ἀντιπατρίδα, 31 Οι στρατιώται λοιπόν σύμφωνα με την διαταγήν που έλαβον, επήραν τον Παύλον και τον έφεραν δια νυκτός εις την Αντιπατρίδα. 31 Οἱ στρατιῶται λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὴν διαταγήν, ποὺ τοὺς ἐδόθη, παρέλαβον τὸν Παῦλον καὶ τὸν ὠδήγησαν διὰ νυκτερινῆς πορείας εἰς τὴν Ἀντιπατρίδα, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸ μέσον περίπου τοῦ μεταξὺ Ἱεροσολύμων καὶ Καισαρείας δρόμου.
32 τῇ δὲ ἐπαύριον ἐάσαντες τοὺς ἱππεῖς πορεύεσθαι σὺν αὐτῷ, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν παρεμβολήν· 32 Την άλλην δε ημέραν οι πεζοί στρατιώται αφήκαν τους ιππείς να πορευθούν μαζή με τον Παύλον και αυτοί επέστρεψαν στο στρατόπεδον της Ιερουσαλήμ. 32 Τὴν ἑπομένην δὲ ἡμέραν οἱ πεζοὶ στρατιῶται ἀφῆκαν μόνους τοὺς ἱππεῖς νὰ ἑξακολουθήσουν τὸ ταξίδιον μαζὶ μὲ τὸν Παῦλον, καὶ αὐτοὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὸ ἐν Ἱεροσολύμοις στρατόπεδον.
33 οἵτινες εἰσελθόντες εἰς τὴν Καισάρειαν καὶ ἀναδόντες τὴν ἐπιστολὴν τῷ ἡγεμόνι παρέστησαν καὶ τὸν Παῦλον αὐτῷ. 33 Οι δε ιππείς, αφού εισήλθαν εις την Καισάρειαν, παρέδωσαν την επιστολήν στον επίτροπον και του παρουσίασαν και τον Παύλον. 33 Οἱ ἱππεῖς δέ, ἀφοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν Καισάρειαν καὶ παρέδωσαν τὴν ἐπιστολὴν εἰς τὸν ἐπίτροπον, τοῦ παρουσίασαν καὶ τὸν Παῦλον.
34 ἀναγνοὺς δὲ ὁ ἡγεμὼν καὶ ἐπερωτήσας ἐκ ποίας ἐπαρχίας ἐστί, καὶ πυθόμενος ὅτι ἀπὸ Κιλικίας, 34 Οταν δε ο ηγεμών εδιάβασε την επιστολήν, ηρώτησε τον Παύλον από ποίαν επαρχίαν είναι και αφού επληροφορήθηκε ότι είναι από την Κιλικίαν, 34 Ὅταν δὲ ἀνέγνωσεν ὁ ἐπίτροπος τῆς Ρώμης τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἡρώτησε τὸν Παῦλον, ἀπὸ ποίαν ἐπαρχίαν εἶναι καὶ ἔμαθεν, ὅτι εἶναι ἀπὸ τὴν Κιλικίαν,
35 Διακούσομαί σοι, ἔφη, ὅταν καὶ οἱ κατήγοροί σου παραγένωνται· ἐκέλευσέ τε αὐτόν ἐν τῷ πραιτωρίῳ τοῦ Ἡρῴδου φυλάσσεσθαι. 35 είπε· “θα σε ακούσω με προσοχήν, όταν έλθουν και οι κατήγοροί σου”. Διέταξε δε να φρουρήται ο Παύλος εις φυλακήν του ανακτόρου, που είχε κτίσει ο Ηρώδης και το οποίον ήτο τώρα οίκημα του πραίτωρος. 35 εἶπε· Θὰ σὲ ἀκούσω μὲ προσοχήν, ὅταν ἔλθουν οἱ κατήγοροί σου. Καὶ διέταξε να φρουρῆται οὗτος εἰς τὴν φυλακὴν τοῦ ἀνακτόρου, ποὺ εἶχε κτίσει ὁ Ἡρῴδης, καὶ τὸ ὁποῖον τώρα ἦτο κατοικία τοῦ πραίτορος.