Τρίτη, 23 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:39
Δύση: 20:09
Πανσέληνος
114-252
16ος χρόνος, 5911η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ΙΓ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἦσαν δέ τινες ἐν Ἀντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν προφῆται καὶ διδάσκαλοι, ὅ τε Βαρνάβας καὶ Συμεὼν ὁ ἐπικαλούμενος Νίγερ, καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μαναήν τε Ἡρῴδου τοῦ τετράρχου σύντροφος καὶ Σαῦλος. 1 Ησαν δε εις την Αντιόχειαν, μέλη της εκεί Εκκλησίας, μερικοί προφήται και διδάσκαλοι και ο Βαρνάβας και ο Συμεών, που ελέγετο και Νιγερ, και ο Λούκιος ο Κυρηναίος και ο Μαναήν, ο οποίος είχε ανατραφή μαζή με τον τετράρχην Ηρώδην και ο Σαύλος. 1 Ήσαν δὲ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν μερικοὶ προφῆται καὶ διδάσκαλοι ἀνήκοντες εἰς τὴν ὑπάρχουσαν ἐκεῖ Ἐκκλησίαν. Οὗτοι δὲ ἦσαν ὁ Βαρνάβας καὶ ὁ Συμεών, ποὺ ἐπωνομάζετο Νίγερ, καὶ ὁ Λούκιος, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Κυρήνην, καὶ ὁ Μαναήν, ποὺ εἶχε συνανατραφῆ καὶ συνεκπαιδευθῆ μαζὶ μὲ τὸν τετράρχην Ἡρῴδην, καὶ ὁ Σαῦλος.
2 λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· Ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς. 2 Ενώ δε αυτοί προσέφεραν την λατρείαν των προς τον Κυριον και ενήστευαν, είπε το Πνεύμα το Αγιον· “ξεχωρίστε μου αμέσως τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον δια το έργον, δια το οποίον εγώ τους έχω προσκαλέσει”. 2 Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ ἐπετέλουν ὡς κύριόν τους ἔργον τὴν πρὸς τὸν Κύριον κοινὴν λατρείαν καὶ τὸ κήρυγμα, καὶ ἐνῷ ἐνήστευον, εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ προφητῶν ἢ ἄλλων ἐξ ἐκείνων τῶν Χριστιανῶν, ποὺ εἶχον χαρίσματα· Ξεχωρίσατέ μου ἀμέσως τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον διὰ τὸ ἔργον, διὰ τὸ ὁποῖον τοὺς προσεκάλεσα μὲ ἔμπνευσιν, τὴν ὁποίαν μετέδωκα ἐγὼ εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῶν καρδιῶν των.
3 τότε νηστεύσαντες καὶ προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν. 3 Τοτε, αφού και πάλιν ενήστευσαν και προσευχήθησαν, έβαλαν επάνω εις αυτούς τας χέρια των (δια να τους αναδείξουν επισήμως τρόπον τινά εκπροσώπους και πληρεξουσίους των) και τους έστειλαν στο ειδικόν έργον, που τους είχε καλέσει ο Κυριος. 3 Τότε, ἀφοῦ καὶ πάλιν ἐνήστευσαν καὶ προσηυχήθησαν καὶ ἔθεσαν τὰς χεῖρας ἐπ’ αὐτῶν, ὅχι διὰ νὰ τοὺς προχειρίσουν εἰς τὸ ἀποστολικὸν ἢ ἄλλο ἱερατικὸν ἀξίωμα, διότι εἶχον ἤδη ταῦτα οἱ δύο ἀπόστολοι, ἀλλ’ ἁπλῶς διὰ νὰ τοὺς καθιερώσουν καὶ τοὺς ξεχωρίσουν ἐπισήμως εἰς τὸ εἰδικὸν τοῦτο ἔργον, τοὺς ἀπέστειλαν.
4 Οὗτοι μὲν οὖν ἐκπεμφθέντες ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου κατῆλθον εἰς τὴν Σελεύκειαν, ἐκεῖθεν τε ἀπέπλευσαν εἰς τὴν Κύπρον, 4 Αυτοί τότε, αφού έλαβαν την ειδικήν αυτήν αποστολήν από το Αγιον Πνεύμα, κατέβηκαν εις την Σελεύκειαν και από εκεί έπλευσαν εις την Κυπρον. 4 Αὐτοὶ λοιπόν, λαβόντες ὀνομαστικῶς τὴν ἀποστολὴν ταύτην ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἔχοντες συνεπῶς τὴν ἐνίσχυσιν αὐτοῦ εἰς τὸ ἔργον των, κατέβησαν εἰς τὴν Σελεύκειαν καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἀπέπλευσαν εἰς τὴν Κύπρον.
5 καὶ γενόμενοι ἐν Σαλαμῖνι κατήγγελλον τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς συναγωγαῖς τῶν Ἰουδαίων· εἶχον δὲ καὶ Ἰωάννην ὑπηρέτην. 5 Και όταν έφθασαν εις την Σαλαμίνα της Κυπρου, εκήρυτταν τον λόγον του Θεού εις τας συναγωγάς των Ιουδαίων· είχον δε μαζή των και τον Ιωάννην, δια να τους υπηρετή. 5 Καὶ ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν πόλιν Σαλαμῖνα, ἐκήρυττον τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ μέσα εἰς τὰς συναγωγὰς τῶν Ἰουδαίων, εἶχον δὲ μαζί των ὡς βοηθὸν καὶ τὸν Ἰωάννην.
6 Διελθόντες δὲ τὴν νῆσον ἄχρι Πάφου εὗρόν τινα ἄνδρα μάγον ψευδοπροφήτην Ἰουδαῖον ᾧ ὄνομα Βαριησοῦς, 6 Αφού δε επέρασαν όλην την νήσον μέχρι της Παφου, ευρήκαν εκεί κάποιον μάγον ψευδοπροφήτην Ιουδαίον, του οποίου το όνομα ήτο Βαριησούς. 6 Ἀφοῦ δὲ ἐπέρασαν ἀπὸ τὸ ἐν ἄκρον ἕως τὸ ἄλλο τὴν νῆσον Κύπρον μέχρι τῆς πόλεως Πάφου, εὗρον κάποιον μάγον ψευδοπροφήτην, Ἰουδαῖον, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦτο Βαριησοῦς.
7 ὃς ἦν σὺν τῷ ἀνθυπάτῳ Σεργίῳ Παύλῳ, ἀνδρὶ συνετῷ. οὗτος προσκαλεσάμενος Βαρνάβαν καὶ Σαῦλον ἐπεζήτησεν ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· 7 Αυτός ανήκε εις την ακολουθίαν του ανθυπάτου Σεργίου Παύλου, ο οποίος ήτο άνθρωπος συνετός. Αυτός επροσκάλεσε τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον και εζήτησε να ακούση τον λόγον του Θεού. 7 Αὐτὸς ἦτο πρόσωπον τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἀνθυπάτου Σεργίου Παύλου, ὁ ὁποῖος ἦτο ἄνθρωπος συνετὸς καὶ σοβαρός. Ὁ Σέργιος λοιπὸν οὗτος, ἀφοῦ προσεκάλεσε τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Παῦλον, ἐζήτησε μὲ ἐνδιαφέρον νὰ ἀκούσῃ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον οὗτοι ἐκήρυττον.
8 ἀνθίστατο δὲ αὐτοῖς Ἐλύμας ὁ μάγος - οὕτω γὰρ μεθερμηνεύεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ - ζητῶν διαστρέψαι τὸν ἀνθύπατον ἀπὸ τῆς πίστεως. 8 Ανθίστατο όμως εις αυτούς ο Ελύμας ο μάγος-έτσι, με την λέξιν μάγος μεταφράζεται το όνομά του-ο οποίος προσπαθούσε με σοφίσματα να απομακρύνη τον ανθύπατον από την πίστιν. 8 Ἀνθίστατο ὅμως εἰς αὐτοὺς Ἐλύμας ὁ μάγος· διότι ἔτσι, διὰ τῆς λέξεως μάγος δηλαδή, μεταφράζεται τὸ ὄνομα Ἐλύμας, ὑπὸ τὸ ὁποῖον ἦτο γνωστὸς εἰς τοὺς Ἕλληνας ὁ Βαριησοῦς. Προσεπάθει δὲ ὁ Ἐλύμας μὲ ἐνστάσεις καὶ μὲ διαστροφὰς νὰ ἀπομακρύνῃ τὸν ἀνθύπατον ἀπὸ τὴν πίστιν.
9 Σαῦλος δέ, ὁ καὶ Παῦλος, πλησθεὶς Πνεύματος ἁγίου καὶ ἀτενίσας πρὸς αὐτὸν 9 Ο Σαύλος δε, ο οποίος είχε και το ρωμαϊκόν όνομα Παύλος καθό Ρωμαίος πολίτης, αφού εγέμισε από Πνεύμα Αγιον, εκύτταξε κατάματα τον μάγον 9 Ἀλλ’ ὁ Σαῦλος, ὁ ὁποῖος λόγῳ τῆς ἰδιότητός του ὡς Ρωμαίου πολίτου ἔφερε καὶ τὸ ἐθνικὸν ρωμαϊκὸν ὄνομα Παῦλος, ἀφοῦ ἐπληρώθη τὸ ἐσωτερικόν του μὲ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ ἔρριψε βλέμμα διαπεραστικὸν πρὸς τὸν μάγον,
10 εἶπεν· Ὦ πλήρης παντὸς δόλου καὶ πάσης ῥᾳδιουργίας, υἱὲ διαβόλου, ἐχθρὲ πάσης δικαιοσύνης, οὐ παύσῃ διαστρέφων τὰς ὁδοὺς Κυρίου τὰς εὐθείας; 10 και είπε· “ω υιέ του διαβόλου, που είσαι γεμάτος από κάθε δολιότητα και κάθε ραδιουργίαν, εχθρέ κάθε δικαιοσύνης, δεν θα παύσης να διαστρέφης με τα σοφίσματα και τας πονηρίας σου τας ευθείας οδούς του Κυρίου; 10 εἶπε· Ὦ υἱὲ τοῦ διαβόλου, ποὺ εἶσαι γεμᾶτος ἀπὸ κάθε δόλον καὶ ἀπάτην καὶ ἀπὸ κάθε πονηρίαν καὶ ραδιουργίαν· σύ, ποὺ εἶσαι ἐχθρὸς κάθε ἀρετῆς, δὲν θὰ παύσῃς ἀπὸ τοῦ νὰ διαστρέφῃς καὶ νὰ παρουσιάζῃς πεπλανημένους καὶ στραβοὺς τοὺς εὐθεῖς καὶ ἴσιους δρόμους, τὸ φωτιστικὸν δηλαδὴ καὶ ἀληθὲς κήρυγμα τῆς θείας διδασκαλίας, μὲ τὸ ὁποῖον ὁ Κύριος ζητεῖ νὰ ὁδηγήσῃ τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν σωτηρίαν;
11 καὶ νῦν ἰδοὺ χεὶρ Κυρίου ἐπὶ σέ, καὶ ἔσῃ τυφλὸς μὴ βλέπων τὸν ἥλιον ἄχρι καιροῦ. παραχρῆμα δὲ ἔπεσεν ἐπ’ αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος, καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς. 11 Και τώρα, ιδού, το εκδικητικόν χέρι του Κυρίου είναι επάνω σου και θα μείνης τυφλός μέχρις ωρισμένου καιρού μη βλέπων τον ήλιον”. Και αμέσως έπεσε επάνω εις αυτόν κάτι σαν πυκνή ομίχλη και σκοτάδι, περιεφέρετο εδώ και εκεί και εζητούσε ανθρώπους, να τον οδηγούν από το χέρι. 11 Καὶ ἀφοῦ εἶσαι τέτοιος, ἰδοὺ τώρα θὰ ἐπιπέσῃ κατὰ σοῦ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ εἶσαι τυφλὸς μὴ βλέπων τὸν ἥλιον καὶ τὸ φῶς του μέχρις ὡρισμένου καιροῦ. Παρευθὺς δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τοῦ μάγου θαμπάδα καὶ σκότος καὶ περιεφέρετο ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ ἐζήτει ἀνθρώπους, ποὺ θὰ τὸν ὡδήγουν ἀπὸ τὸ χέρι.
12 τότε ἰδὼν ὁ ἀνθύπατος τὸ γεγονὸς ἐπίστευσεν, ἐκπλησσόμενος ἐπὶ τῇ διδαχῇ τοῦ Κυρίου. 12 Τοτε, όταν ο ανθύπατος είδε το καταπληκτικόν αυτό θαύμα, επίστευσε. Και καθώς ήκουε από τους δύο Αποστόλους την διδασκαλίαν του Κυρίου, εξεπλήσσετο και εθαύμαζε δ' αυτήν. 12 Τότε, ὅταν εἶδεν ὁ ἀνθύπατος τὸ θαυμαστὸν αὐτὸ γεγονός, ἐπίστευσεν, ὅσον δὲ περισσότερον ἐμάνθανε καὶ κατενόει τὴν διδασκαλίαν τοῦ Κυρίου, τόσον καὶ περισσότερον ἐθαύμαζε καὶ ἐξεπλήττετο δι’ αὐτήν.
13 Ἀναχθέντες δὲ ἀπὸ τῆς Πάφου οἱ περὶ τὸν Παῦλον ἦλθον εἰς Πέργην τῆς Παμφυλίας· Ἰωάννης δὲ ἀποχωρήσας ἀπ’ αὐτῶν ὑπέστρεψεν εἰς Ἱεροσόλυμα. 13 Αφού δε απέπλευσαν από την Παφον ο Παύλος και οι συνοδοί του, ήλθαν εις την Περγην της Παμφυλίας. Ο Ιωάννης όμως απεχώρησε από αυτούς και επέστρεψε εις Ιεροσόλυμα. 13 Ἀποπλεύσαντες δὲ ἀπὸ τὴν Πάφον ὁ Παῦλος καὶ ὅσοι ἦσαν μαζί του, ἦλθον εἰς τὴν Πέργην τῆς Παμφυλίας. Ἀλλ’ ὁ Ἰωάννης, ὁ ἐπικαλούμενος Μᾶρκος, ἀπεχωρίσθη ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
14 Αὐτοὶ δὲ διελθόντες ἀπὸ τῆς Πέργης παρεγένοντο εἰς Ἀντιόχειαν τῆς Πισιδίας, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὴν συναγωγὴν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἐκάθισαν. 14 Αυτοί δε, αφού επέρασαν από την περιοχήν της Περγης, έφθασαν εις την Αντιόχειαν της Πισιδίας και κατά την ημέραν του Σαββάτου εισελθόντες εις την συναγωγήν εκάθισαν. 14 Αὐτοὶ ὅμως διέτρεξαν τὴν περιφέρειαν, ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν Πέργην καὶ ἦλθον εἰς τὴν Ἀντιόχειαν τῆς Πισιδίας καὶ ἀφοῦ εἰσῆλθον κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου εἰς τὴν συναγωγήν, ἐκάθισαν εἰς τὰ καθίσματα τὰ προωρισμένα διὰ τοὺς ξένους.
15 μετὰ δὲ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν ἀπέστειλαν οἱ ἀρχισυνάγωγοι πρὸς αὐτοὺς λέγοντες· Ἄνδρες ἀδελφοί, εἰ ἔστιν λόγος ἐν ὑμῖν παρακλήσεως πρὸς τὸν λαόν, λέγετε. 15 Μετά δε την ανάγνωσιν περικοπών από τον νόμον και τους προφήτας, έστειλαν οι ερχισυνάγωγοι προς αυτούς τον υπηρέτην της συναγωγής και τους είπαν· “άνδρες αδελφοί, εάν έχετε λόγον διδασκαλίας και παρηγορίας προς τον λαόν, λέγετε”. 15 Μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν δὲ τῶν περικοπῶν τῆς Πεντατεύχου καὶ τῶν προφητῶν, ἔστειλαν οἱ ἀρχισυνάγωγοι πρὸς αὐτοὺς τὸν ὑπηρέτην τῆς συναγωγῆς καὶ τοὺς εἶπαν· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐὰν ἔχετε λόγον προτρεπτικὸν καὶ διδακτικὸν διὰ τὸν λαόν, ὁμιλήσατε.
16 ἀναστὰς δὲ Παῦλος καὶ κατασείσας τῇ χειρὶ εἶπεν· Ἄνδρες Ἰσραηλῖται καὶ οἱ φοβούμενοι τὸν Θεόν, ἀκούσατε. 16 Αφού δε εσηκώθηκε ο Παύλος και με το χέρι του έκαμε σημείον, ότι ήθελε να ομιλήση, είπε· “άνδρες Ισραηλίται και όσοι εθνικοί, που φοβείσθε τον Θεόν είσθε εδώ, ακούσατε. 16 Ἀφοῦ δὲ ἐσηκώθη ὁ Παῦλος καὶ ἔκαμε μὲ τὸ χέρι του σημεῖον, ὅτι ἐπρόκειτο νὰ ὁμιλήσῃ, εἶπεν· ἄνδρες Ἰσραηλῖται καὶ ὅσοι ἐκ τῶν ἐθνικῶν εἶσθε ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι ὡς προσήλυτοι ἐγνωρίσατε τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ φοβεῖσθε αὐτόν, ἀκούσατε.
17 ὁ Θεὸς τοῦ λαοῦ τούτου Ἰσραὴλ ἐξελέξατο τοὺς πατέρας ἡμῶν, καὶ τὸν λαὸν ὕψωσεν ἐν τῇ παροικίᾳ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, καὶ μετὰ βραχίονος ὑψηλοῦ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐξ αὐτῆς, 17 Ο Θεός τούτου του ισραηλιτικού λαού εξέλεξε τους προγόνους μας και εξύψωσε και επλήθυνε τον λαόν, καθ' ον χρόνον έμεινε εις την χώραν της Αγύπτου και με την παντοδύναμον δεξιάν του τους έβγαλε ελευθέρους από αυτήν. 17 Ὁ Θεὸς τοῦ προνομιούχου τοῦτου λαοῦ, ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὸν εὐλογημένον Ἰσραήλ, ἐξέλεξε τοὺς προγόνους μας καὶ ἀνέδειξε πολυπληθῆ καὶ ἰσχυρὸν τὸν καταγόμενον ἀπὸ αὐτοὺς λαόν, ὅταν κατοικοῦσεν ὡς ξένος καὶ πάροικος εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου. Καὶ διὰ τῆς πανισχύρου του δυνάμεως τοὺς ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν χώραν αὐτήν.
18 καὶ ὡς τεσσαρακονταετῆ χρόνον ἐτροποφόρησεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ, 18 Και επί σαράντα περίπου χρόνια υπέμεινε τας δυστροπίας των εις την έρημον. 18 Καὶ ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον ἐπὶ τεσσαράκοντα περίπου ἔτη ἐβάστασεν ὁ Θεὸς τὴν δυσπειθῆ καὶ δύστροπον διαγωγήν των.
19 καὶ καθελὼν ἔθνη ἑπτὰ ἐν γῇ Χανάαν κατεκληρονόμησεν αὐτοῖς τὴν γῆν αὐτῶν. 19 Και αφού κατέλυσε επτά έθνη εις την χώραν της Χαναάν, έδωκε εις αυτούς κληρονομίαν την γην των εθνών αυτών. 19 Καὶ ἀφοῦ ἐξώντωσεν ἑπτὰ ἔθνη ἐν τῇ χῶρᾳ τῆς Χαναάν, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς κληρονομίαν τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν κατεῖχον ὡς ἰδικήν των τὰ ἔθνη ἐκεῖνα.
20 καὶ μετὰ ταῦτα ὡς ἔτεσι τετρακοσίοις καὶ πεντήκοντα ἔδωκε κριτὰς ἕως Σαμουὴλ τοῦ προφήτου. 20 Επειτα δε από αυτά, επί τετρακόσια πενήντα περίπου έτη, τους έδωσε κριτάς, δια να τους κυβερνήσουν μέχρι της εποχής του Σαμουήλ του προφήτου. 20 Καὶ μετὰ ταῦτα ἐπὶ τετρακόσια καὶ πεντήκοντα περίπου ἔτη ἔδωκεν εἰς τὸν λαὸν κριτάς, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐκυβέρνησαν μέχρι τοῦ Σαμουὴλ τοῦ προφήτου.
21 κἀκεῖθεν ᾐτήσαντο βασιλέα, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς τὸν Σαοὺλ υἱὸν Κίς, ἄνδρα ἐκ φυλῆς Βενιαμίν, ἔτη τεσσαράκοντα· 21 Από την εποχήν δε του Σαμουήλ εζήτησαν βασιλέαν και τους έδωκεν ο Θεός τον Σαούλ, τον υιόν του Κις, που κατήγετο από την φυλήν Βενιαμίν, και ο οποίος εβασίλευσε σαράντα έτη. 21 Καὶ ἀπὸ τότε ἐζήτησαν βασιλέα καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ὁ Θεὸς τὸν Σαούλ, τὸν υἱὸν τοῦ Κίς, ὁ ὁποῖος κατήγετο ἐκ τῆς φυλῆς Βενιαμὶν καὶ ἐβασίλευσεν ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη.
22 καὶ μεταστήσας αὐτὸν ἤγειρεν αὐτοῖς τὸν Δαυῒδ εἰς βασιλέα, ᾧ καὶ εἶπε μαρτυρήσας· εὗρον Δαυῒδ τὸν τοῦ Ἰεσσαί, ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου, ὃς ποιήσει πάντα τὰ θελήματά μου. 22 Και όταν, δια την ανυπακοήν και τας αμαρτίας του, τον εδίωξε ο Θεός, ανέδειξε εις αυτούς βασιλέα τον Δαυίδ, δια τον οποίον και είπε αυτήν την μαρτυρίαν· Ευρήκα τον Δαυίδ, τον υιόν του Ιεσσαί, άνθρωπον κατά την καρδίαν μου, ο οποίος θα εκτελέση όλα τα θελήματά μου. 22 Καὶ ὅταν ὁ Θεὸς τὸν ἀπεδοκίμασε καὶ τὸν ἐξεδίωξε, τοὺς ἀνέδειξε βασιλέα τὸν Δαβὶδ καὶ ἔδωκε ταύτην τὴν μαρτυρίαν περὶ αὐτοῦ· Εὗρον Δαβίδ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰεσσαί, ἄνδρα ὅπως τὸν θέλει ἡ καρδία μου, ὁ ὁποῖος θὰ κάμῃ ὅλα τὰ θελήματά μου.
23 τούτου ὁ Θεὸς ἀπὸ τοῦ σπέρματος κατ’ ἐπαγγελίαν ἤγαγε τῷ Ἰσραὴλ σωτηρίαν, 23 Από τους απογόνους δε τούτου ανέδειξε ο Θεός, σύμφωνα με την υπόσχεσίν του, τον Ιησούν Χριστόν Σωτήρα στον Ισραήλ. 23 Ἐκ τῶν ἀπογόνων τοῦ Δαβὶδ τούτου ὁ Θεὸς σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσιν, ποὺ εἶχε δώσει εἰς τοὺς πατριάρχας καὶ εἰς αὐτὸν τὸν Δαβίδ, ἀπέστειλε καὶ ἀνέδειξεν εἰς τὸν Ἰσραὴλ σωτῆρα τὸν Ἰησοῦν,
24 προκηρύξαντος Ἰωάννου πρὸ προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ βάπτισμα μετανοίας παντὶ τῷ λαῷ Ἰσραήλ. 24 Ολίγον δε χρόνον προηγουμένως πριν εισέλθη ο Ιησούς εις την δημοσίαν δράσιν του, εκήρυξε ο Ιωάννης βάπτισμα μετανοίας εις όλον τον λαόν του Ισραήλ. 24 ἀφοῦ προτήτερα ὁ Ἰωάννης, προτοῦ ὁ Ἰησοῦς ἔμβῃ εἰς τὴν δημοσίαν δρᾶσιν του, ἐκήρυξε βάπτισμα μετανοίας εἰς ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραὴλ διὰ νὰ τὸν προπαρασκευάσῃ πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ ἐρχόμενου μετ’ ὀλίγον Σωτῆρος.
25 ὡς δὲ ἐπλήρου ὁ Ἰωάννης τὸν δρόμον, ἔλεγε· τίνα με ὑπονοεῖτε εἶναι; οὐκ εἰμὶ ἐγώ, ἀλλ’ ἰδοὺ ἔρχεται μετ’ ἐμὲ οὗ οὐκ εἰμὶ ἄξιος τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν λῦσαι. 25 Κατά τον καιρόν δε που ο Ιωάννης εξεπλήρωνε την αποστολήν του και ακολουθούσε τον δρόμον, που του είχεν ορίσει ο Θεός, έλεγε· Ποίον με νομίζετε ότι είμαι; Δεν είμαι εγώ ο Μεσσίας, αλλ' ιδού, ύστερα από εμέ έρχεται εκείνος, του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το υπόδημα των ποδών. 25 Κατὰ τὸν καιρὸν δέ, ποὺ ὁ Ἰωάννης ἐξηκολούθει νὰ κηρύττῃ διὰ νὰ φέρῃ εἰς πέρας τὴν ἀποστολήν του, ἔλεγε· Ποῖον μὲ νομίζετε ὅτι εἶμαι; Δὲν εἶμαι ἐγὼ αὐτός, ποὺ περιμένομεν ὡς Μεσσίαν, ἀλλ’ ἰδοὺ ὕστερον ἀπὸ ἐμὲ ἔρχεται κάποιος ἄλλος, τοῦ ὁποίου δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λύσω ὡς ταπεινός του ὑπηρέτης τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν.
26 Ἄνδρες ἀδελφοί, υἱοὶ γένους Ἀβραὰμ καὶ οἱ ἐν ὑμῖν φοβούμενοι τὸν Θεόν, ἡμῖν ὁ λόγος τῆς σωτηρίας ταύτης ἀπεστάλη. 26 Ανδρες αδελφοί, παιδιά του γένους Αβραάμ, και σεις οι εθνικοί, που φοβείσθε τον Θεόν, ακούσατε τούτο· προς σας απευθύνεται το κήρυγμα αυτής της σωτηρίας. 26 Ἄνδρες ἀδελφοί, τέκνα τοῦ γένους Ἀβραὰμ καὶ ὅσοι μεταξύ σας εἶναι προσήλυτοι ἐκ τῶν ἐθνικῶν καὶ φοβοῦνται τὸν ἀληθινὸν Θεόν· εἰς σᾶς ἀπεστάλη τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας ταύτης, ἥτις ἐπιτυγχάνεται διὰ τοῦ Ἰησοῦ.
27 οἱ γὰρ κατοικοῦντες ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν τοῦτον ἀγνοήσαντες, καὶ τὰς φωνὰς τῶν προφητῶν τὰς κατὰ πᾶν σάββατον ἀναγινωσκομένας κρίναντες ἐπλήρωσαν, 27 Διότι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και οι άρχοντές των παρεγνώρισαν τούτον, τον Ιησούν, όπως επίσης και τας φωνάς των προφητών, που αναγινώσκονται και ακούονται κάθε Σαββατον εις τας συναγωγάς, και τον κατεδίκασαν εις θάνατον, χωρίς να αντιληφθούν ότι έτσι επραγματοποιήσαν τας προφητείας. 27 Εἰς σᾶς, ποὺ κατοικεῖτε μακρὰν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην, ἀπεστάλη τὸ κήρυγμα τοῦτο, διότι αὐτοί, ποὺ κατοικοῦν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ οἰ ἄρχοντές των παρεγνώρισαν τοῦτον τὸν Ἰησοῦν, καθὼς καὶ τὰς διακηρύξεις τῶν προφητῶν, ποὺ κάθε Σάββατον ἀναγινώσκονται καὶ ἀκούονται εἰς τὰς συναγωγάς. Καὶ ἀντὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ὡς Μεσσίαν, τὸν κατεδίκασαν, ἀσυναισθήτως δὲ καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν ἐπλήρωσαν καὶ ἐπραγματοποίησαν τὰς προφητείας αὐτάς.
28 καὶ μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου εὑρόντες ᾐτήσαντο Πιλᾶτον ἀναιρεθῆναι αὐτόν. 28 Και ενώ δεν ευρήκαν εις αυτόν καμμίαν ενοχήν, που να τιμωρήται με θάνατον, εζήτησαν από τον Πιλάτον να θανατωθή αυτός. 28 Καίτοι δὲ δεν εὗρον εἰς αὐτὸν κανὲν ἔγκλημα ἢ ἐνοχήν, ὥστε νὰ δικαιολογῆται ἡ εἰς θάνατον καταδίκη του, ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Πιλᾶτον νὰ θανατωθῇ οὗτος.
29 ὡς δὲ ἐτέλεσαν πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γεγραμμένα, καθελόντες ἀπὸ τοῦ ξύλου ἔθηκαν εἰς μνημεῖον. 29 Αφού δε με εκείνα τα οποία εν τη κακία των έπραξαν, εξεπλήρωσαν όλα όσα είχαν γραφή στους προφήτας δι' αυτόν, τον κατέβασαν από το ξύλον του σταυρού και τον έβαλαν εις μνημείον. 29 Ἀφοῦ δὲ ἐξετέλεσαν ὅλα ὅσα ἔχουν γραφῆ καὶ προφητευθῆ περὶ αὐτοῦ ὑπὸ τῶν προφητῶν, κατέβασαν ἀπὸ τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἔβαλαν εἰς μνημεῖον.
30 ὁ δὲ Θεὸς ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν· 30 Ο Θεός όμως τον ανέστησε εκ νεκρών. 30 Ὁ Θεὸς ὅμως ἀνέστησεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν.
31 ὃς ὤφθη ἐπὶ ἡμέρας πλείους τοῖς συναναβᾶσιν αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς Ἱερουσαλήμ, οἵτινές εἰσι μάρτυρες αὐτοῦ πρὸς τὸν λαόν. 31 Και αυτός παρουσιάσθηκε επί πολλάς ημέρας εις εκείνους, που είχαν ανεβή μαζή του από την Γαλιλαίαν εις την Ιερουσαλήμ και οι οποίοι είναι αυτόπται μάρτυρες αυτού και της αναστάσεώς του προς τον λαόν. 31 Καὶ αὐτὸς μετὰ τὴν Ἀνάστασίν του ἐνεφανίσθη ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας εἰς ἐκείνους, ποὺ ἀνέβησαν μαζί του ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, οἱ ὁποῖοι τὸν εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους καὶ μαρτυροῦν τὴν Ἀνάστασίν του εἰς τὸν λαόν.
32 καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς εὐαγγελιζόμεθα τὴν πρὸς τοὺς πατέρας ἐπαγγελίαν γενομένην, ὅτι ταύτην ὁ Θεὸς ἐκπεπλήρωκε τοῖς τέκνοις αὐτῶν, ἡμῖν, ἀναστήσας Ἰησοῦν, 32 Και ημείς σήμερον κηρύττομεν προς σας το χαρμόσυνον μήνυμα, ότι την υπόσχεσιν, που έδωσεν ο Θεός προς τους προγόνους μας, αυτήν την έχει εκπληρώσει τώρα εις τα τέκνα των, δηλαδή εις ημάς, αναστήσας τον Ιησούν εκ νεκρών. 32 Καὶ ὅπως ἐκεῖνοι μαρτυροῦν εἰς τοὺς ἐν Ἰουδαίᾳ, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἀναγγέλλομεν εἰς σᾶς τὸ χαρμόσυνον μήνυμα, ὅτι τὴν ἐπαγγελίαν καὶ ὑπόσχεσιν, ποὺ ἔδωκεν εἰς τοὺς προγόνους μας, ταύτην ὁ Θεὸς ἔχει τελείως πραγματοποιήσει δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀπογόνους ἐκείνων. Καὶ τὴν ἐπραγματοποίησεν ἀναστήσας ἐκ νεκρῶν καὶ ἀνυψώσας τὸν Ἰησοῦν,
33 ὡς καὶ ἐν τῷ ψαλμῷ τῷ δευτέρῳ γέγραπται· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε. 33 Αυτά έγιναν σύμφωνα και με όσα είναι γραμμένα στον δεύτερον ψαλμόν· Υιός μου είσαι συ, τον οποίον εγώ προαιωνίως εγέννησα εκ της ουσίας μου· και σήμερον, που δια της υπακοής σου και της σταυρικής σου θυσίας ενίκησες τον θάνατον, εβεβαίωσα εγώ δια της αναστάσεώς σου, ότι όντως έχεις γεννηθή από εμέ. 33 σύμφωνα μὲ ὅσα ἔχουν γραφῆ εἰς τὸν δεύτερον Ψαλμόν· Υἱός μου εἶσαι σὺ ὄχι μόνον κατὰ τὴν θείαν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν σου. Ἐγὼ σήμερον, ὅταν ἔδειξες ὕψιστην ὑπακοὴν καὶ ἐνίκησες τὸν θάνατον, ἐπεβεβαίωσα διὰ τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεώς σου, ὅτι ἔχεις γεννηθῇ ἐξ ἐμοῦ καὶ σὲ ἀνύψωσα ἐνδόξως εἰς τὰ δεξιά μου.
34 ὅτι δὲ ἀνέστησεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν μηκέτι μέλλοντα ὑποστρέφειν εἰς διαφθοράν, οὕτως εἴρηκεν, ὅτι δώσω ὑμῖν τὰ ὅσια Δαυῒδ τὰ πιστά. 34 Οτι δε ο Θεός τον ανέστησε, όχι όπως μερικούς άλλους νεκρούς της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι απέθανον πάλιν, αλλά δια να μη δοκιμάση ποτέ πλέον τον θάνατον και να μη επιστρέψη εις την φθοράν του τάφου, είχε προείπει ο ίδιος ο Θεός λέγων ότι θα δώσω εις σας τας ιεράς και αξιοπίστους πάντοτε υποσχέσεις μου, που είχα δώσει στον Δαυίδ. 34 Ὅτι δὲ τὸν ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν ὄχι προσωρινῶς, ὅπως οἱ νεκροί, ποὺ ἀναφέρονται εἰς τὰς Γραφὰς ὡς ἀναστάντες, ἀλλ’ ὁριστικῶς καὶ κατὰ τρόπον, ποὺ νὰ μὴ πρόκειται πλέον νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν φθορὰν τοῦ θανάτου, τὸ ἔχει εἴπει ὁ Θεὸς μὲ τοὺς ἑξῆς λόγους· ὅτι θὰ δώσω εἰς σᾶς τὰς ἱερὰς ὑποσχέσεις μου, ποὺ ὑπεσχέθην εἰς τὸν Δαβίδ, αἱ ὁποῖαι εἶναι βέβαιαι καὶ ἀξιόπιστοι καὶ ἀσφαλῶς θὰ πραγματοποιηθοῦν.
35 διὸ καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· οὐ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν. 35 Δι' αυτό και εις άλλον ψαλμόν με το στόμα του Δαυίδ προφητεύει· Δεν θα επιτρέψης να ίδη την φθοράν και αποσύνθεσιν του θανάτου ο Μεσσίας, ο αφωσιωμένος εντελώς εις σε. 35 Ἐπειδὴ δὲ αἱ ὑποσχέσεις αὐταὶ εἶναι βέβαιαι καὶ ἀξιόπιστοι, δι’ αὐτὸ καὶ εἰς ἄλλον Ψαλμὸν ὁμιλεῖ προφητικῶς καὶ περὶ ὑποσχέσεως, ἡ ὁποία ἐξεπληρώθη καὶ ἀπεδείχθη κατὰ πάντα ἀκριβῆς. Λέγει δηλαδή· Δὲν θὰ ἐπιτρέψῃς ὁ Μεσσίας, ποὺ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀφωσιωμένος εἰς σέ, νὰ ἴδῃ φθορὰν καὶ ἀποσύνθεσιν θανάτου.
36 Δαυῒδ μὲν γὰρ ἰδίᾳ γενεᾷ ὑπηρετήσας τῇ τοῦ Θεοῦ βουλῇ ἐκοιμήθη καὶ προσετέθη πρὸς τοὺς πατέρας αὐτοῦ καὶ εἶδε διαφθοράν· 36 Η προφητεία αυτή δεν εξεπληρώθη στον Δαυίδ, διότι ο Δαυίδ, αφού υπηρέτησε τους ανθρώπους της εποχής του, σύμφωνα με την θέλησιν του Θεού, απέθανε και προσετέθη στους προγόνους του και είδε την αποσύνθεσιν του θανάτου. 36 Ὁ λόγος δὲ καὶ ἡ ὑπόσχεσις αὐτὴ δὲν ἐπραγματοποιήθη ἐπὶ τοῦ Δαβίδ, ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ Ἰησοῦ. Διότι ὁ μὲν Δαβίδ, ἀφοῦ ὑπηρέτησε κατὰ τὴν γενεάν του εἰς τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀπέβλεπεν εἰς τὸ νὰ παρασκευασθοῦν οἱ ἄνθρωποι διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ Μεσσίου, ἀπέθανε καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του καὶ εἶδε τὴν φθορὰν τοῦ θανάτου.
37 ὃν δὲ ὁ Θεὸς ἤγειρεν, οὐκ εἶδε διαφθοράν. 37 Ο Ιησούς όμως, τον οποίον ο Θεός ανέστησε εκ νεκρών, δεν είδε αυτήν την φθοράν και αποσύνθεσιν. 37 Αὐτὸς ὅμως ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖον ἀνέστησεν ὁ Θεός, δὲν εἶδε φθορὰν καὶ ἀποσύνθεσιν θανάτου.
38 γνωστὸν οὖν ἔστω ὑμῖν, ἄνδρες ἀδελφοί, ὅτι διὰ τούτου ὑμῖν ἄφεσις ἁμαρτιῶν καταγγέλλεται, 38 Ας είναι λοιπόν γνωστόν εις σας, άνδρες αδελφοί, ότι σήμερον κηρύττεται προς σας άφεσις αμαρτιών δια του Ιησού Χριστού. 38 Ἂς εἶναι λοιπὸν γνωστὸν εἰς σᾶς, ὦ ἄνδρες ἀδελφοί, ὅτι σᾶς διακηρύττεται καὶ σᾶς γνωστοποιεῖται σήμερον ἀπὸ ἡμᾶς ἄφεσις ἁμαρτιῶν, ἡ ὁποία δίδεται διὰ τοῦ Ἰησοῦ τούτου.
39 καὶ ἀπὸ πάντων ὧν οὐκ ἠδυνήθητε ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως δικαιωθῆναι, ἐν τούτῳ πᾶς ὁ πιστεύων δικαιοῦται. 39 Και από όλας τας παραβάσεις και τα αμαρτήματα, που δεν ημπορέσατε να απαλλαγήτε και να δικαιωθήτε δια του μωσαϊκού νόμου, κάθε ένας που πιστεύει στον Ιησούν Χριστόν, παίρνει δι' αυτού την άφεσιν και την δικαίωσιν. 39 Καὶ ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἁμαρτήματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν ἡμπορέσατε μὲ τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως νὰ δικαιωθῆτε, ἐπιτυγχάνει διὰ τοῦ Ἰησοῦ τούτου τὴν δικαίωσίν του καθένας ποὺ πιστεύει, εἴτε Ἰουδαῖος εἶναι, εἴτε ἐθνικός.
40 βλέπετε οὖν μὴ ἐπέλθῃ ἐφ’ ὑμᾶς τὸ εἰρημένον ἐν τοῖς προφήταις· 40 Προσέχετε όμως, μήπως δείξετε απιστίαν και πέσει επάνω σας εκείνο, που έχει λεχθή εις τα βιβλία των προφητών· 40 Ἀφοῦ λοιπὸν ἐν τῷ Ἰησοῦ ἐπληρώθησαν πᾶσαι αἱ προφητεῖαι καὶ αἱ ἐπαγγελίαι καὶ ἀφοῦ δι’ αὐτοῦ μᾶς δίδεται ἡ δικαίωσις, προσέξατε μήπως πέσῃ ἐπάνω σας καὶ ἐφαρμοσθῇ εἰς σᾶς ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει λεχθῆ εἰς τὰ βιβλία τῶν προφητῶν·
41 ἴδετε, οἱ καταφρονηταί, καὶ θαυμάσατε καὶ ἀφανίσθητε, ὅτι ἔργον ἐγὼ ἐργάζομαι ἐν ταῖς ἡμέραις ὑμῶν, ἔργον ᾧ οὐ μὴ πιστεύσητε ἐάν τις ἐκδιηγῆται ὑμῖν. 41 Ιδέτε σεις, που καταφρονείτε τον Θεόν και τα προστάγματά του. Θαυμάσατε και εξαφανισθήτε· διότι εγώ πραγματοποιώ εις τας ημέρας σας έργον τιμωρίας και καταστροφής, έργον το οποίον εάν κανείς εκ των προτέρων σας το διηγηθή, θα σας φανή τόσον παράδοξον, ώστε δεν θα το πιστεύσετε”. 41 Ἴδετε σεῖς, ποὺ καταφρονεῖτε τὰ παραγγέλματα καὶ τὰς ἀπειλὰς τοῦ Θεοῦ. Ἴδετε καὶ θαυμάσατε καὶ ἑξαφανισθῆτε. Διότι ἐγὼ ἐργάζομαι ἐπὶ τῶν ἡμερῶν σας ἔργον τιμωρίας καὶ καταστροφῆς, ἡ ὁποία θὰ σᾶς ἐπιβληθῇ ὡς ποινὴ διὰ τὴν ἀσέβειάν σας. Καὶ θὰ εἶναι τόσον φοβερὰ καὶ ἀνέλπιστος εἰς σᾶς ἡ καταστροφὴ αὐτή, ὥστε ἐὰν κανεὶς ἐκ προτέρου σᾶς τὴν διηγῆται, θὰ σᾶς φανῇ τὸ ἔργον τοῦτο τῆς καταστροφῆς ἐξ ὁλοκλήρου ἀπίθανον καὶ κατ’ οὐδένα λόγον θὰ τὸ πιστεύσετε.
42 Ἐξιόντων δὲ αὐτῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων παρεκάλουν τὰ ἔθνη εἰς τὸ μεταξὺ σάββατον λαληθῆναι αὐτοῖς τὰ ῥήματα ταῦτα. 42 Οταν δε ο Παύλος και ο Βαρνάβας εβγήκαν από την συναγωγήν των Ιουδαίων, οι εθνικοί που είχαν ακούσει το κήρυγμά του μέσα εις την συναγωγήν, τους παρακαλούσαν να κηρύξουν εις αυτούς πάλιν τα λόγια αυτά κατά το προσεχές Σαββατον. 42 Ὅταν δὲ οἰ δύο οὗτοι Ἀπόστολοι ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων, παρεκάλουν αὐτοὺς οἰ ἐκ τῶν ἐθνικῶν προσήλυτοι νὰ ἀναπτυχθοῦν διὰ περισσοτέρων λόγων εἰς αὐτοὺς κατὰ τὸ ἑπόμενον Σάββατον τὰ γεγονότα ταῦτα, τὰ ἀφορῶντα εἰς τὸν Μεσσίαν Χριστόν.
43 λυθείσης δὲ τῆς συναγωγῆς ἠκολούθησαν πολλοὶ τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν σεβομένων προσηλύτων τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Βαρνάβᾳ, οἵτινες προσλαλοῦντες αὐτοῖς ἔπειθον αὐτοὺς προσμένειν τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ. 43 Οταν δε έληξε η συγκέντρωσις της συναγωγής, πολλοί από τους Ιουδαίους και τους προσηλύτους εθνικούς, που εσέβοντο τον Θεόν, ηκολούθησαν τον Παύλον και τον Βαρνάβαν, οι οποίοι και συνωμιλούσαν με απλότητα μαζή των και τους έπειθαν να μένουν πιστοί εις την χάριν που τους έδωκε ο Θεός. 43 Ὅταν δὲ διελύθη ἡ σύναξις, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἀπὸ τοὺς σεβομένους τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἐθνικούς, ποὺ εἶχον προσηλυτισθῇ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἠκολούθησαν τὸν Παῦλον καὶ τὸν Βαρνάβαν, οἱ ὁποῖοι τοὺς ὡμίλουν μὲ οἰκειότητα καὶ τοὺς ἔπειθαν νὰ ἐμμένουν εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ἔλαβον πιστεύσαντες ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὸ Εὐαγγέλιον καὶ βαπτισθέντες.
44 Τῷ δὲ ἐρχομένῳ σαββάτῳ σχεδὸν πᾶσα ἡ πόλις συνήχθη ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. 44 Κατά το επόμενον δε Σαββατον, όλη σχεδόν η πόλις είχε συγκεντρωθή, δια να ακούση τον λόγον του Θεού. 44 Κατὰ τὸ ἑπόμενον δὲ Σάββατον σχεδὸν ὁλόκληρος ἡ πόλις συνηθροίσθη διὰ νὰ ἀκούσῃ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
45 ἰδόντες δὲ οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς ὄχλους ἐπλήσθησαν ζήλου καὶ ἀντέλεγον τοῖς ὑπὸ τοῦ Παύλου λεγομένοις ἀντιλέγοντες καὶ βλασφημοῦντες. 45 Οι Ιουδαίοι όμως, όταν είδαν τα πλήθη αυτά του λαού, κατελήφθησαν από φθόνον και ζηλοτυπίαν και αντέλεγαν εις όσα εδίδασκε ο Παύλος, παρατάσσοντες ολονέν και νέας σοφιστικάς αντιλογίας, υβρίζοντες και βλασφημούντες τον Χριστόν και τους Αποστόλους. 45 Ὅταν ὅμως εἶδον οἱ Ἰουδαῖοι τὰ πλήθη αὐτὰ τοῦ λαοῦ, ἐκυριεύθησαν ἀπὸ ζηλοτυπίαν καὶ φανατισμὸν καὶ ἀντέλεγον εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ἔλεγεν ὁ Παῦλος. Καὶ προσέθετον ὁλονὲν νέας ἀντιλογίας. Συγχρόνως δὲ καὶ ἐβλασφήμουν ὑβρίζοντες τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς ἀποστόλους.
46 παρρησιασάμενοι δὲ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας εἶπον· Ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη. 46 Ο Παύλος όμως και ο Βαρνάβας ωμίλησαν με παρρησίαν και θάρρος και τους είπαν· “εις σας, σύμφωνα με το θείον σχέδιον, ήτο ανάγκη να κηρυχθή πρώτον ο λόγος του Θεού. Επειδή όμως σστον αποκρούετε και δεν τον δέχεσθε και οι ίδιοι δεν κρίνετε αξίους τους εαυτούς σας δια την αιώνιον ζωήν, ιδού, στρεφόμεθα τώρα προς τα έθνη. 46 Ἀλλ’ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας τοὺς ὡμίλησαν μετὰ ἀφοβίας καὶ θάρρους καὶ τοὺς εἶπαν· Σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσεν εἰς σωτηρίαν πρῶτον ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους λαοὺς τὸν Ἰσραήλ, ἦτο ἀναγκαῖον καὶ ἐπιβεβλημένον εἰς σᾶς τοὺς Ἰουδαίους νὰ κηρυχθῇ πρῶτον ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ ὅμως τὸν ἀποδιώχνετε καὶ δὲν τὸν δέχεσθε, καὶ ἀφοῦ σεῖς οἱ ἴδιοι βγάζετε διὰ τοὺς ἑαυτούς σας τὴν ἀπόφασιν, ὅτι δὲν εἶσθε ἄξιοι τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα πρὸς τοὺς ἐθνικούς.
47 οὕτω γὰρ ἐντέταλται ἡμῖν ὁ Κύριος· τέθεικά σε εἰς φῶς ἐθνῶν τοῦ εἶναί σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. 47 Διότι τέτοια εντολή μας έχει δώσει ο Κυριος. Δια του προφήτου Ησαΐου ομιλών προς τον Μεσσίαν είπε· Σε έχω θέσει φως των εθνών, δια να είσαι συ εις σωτηρίαν όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων έως τα πέρατα της γης”. 47 Καὶ πράττομεν τοῦτο, διότι ἔτσι μᾶς ἔχει διατάξει ὁ Κύριος. Καὶ ἡ διαταγὴ καὶ ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ Κυρίου περιέχεται εἰς τοὺς ἑξῆς λόγους, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἡσαΐου ἀπευθύνει πρὸς τὸν Μεσσίαν· Σέ, τὸν Μεσσίαν, ἔχω θέσει διὰ νὰ εἶσαι φῶς τῶν ἐθνικῶν· διὰ νὰ εἶσαι πρὸς σωτηρίαν ὅλων, ἄνευ διακρίσεως χωρῶν καὶ φυλῶν, ἕως τὰ ἔσχατα ἄκρα τῆς γῆς.
48 ἀκούοντα δὲ τὰ ἔθνη ἔχαιρον καὶ ἐδέξαντο τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, καὶ ἐπίστευσαν ὅσοι ἦσαν τεταγμένοι εἰς ζωὴν αἰώνιον· 48 Οι εθνικοί ακούοντες τα λόγια αυτά έχαιραν και εδέχθησαν τον λόγον του Κυρίου και επίστευσαν, όσοι, δια την καλήν των διάθεσιν, είχαν προορισθή από τον Θεόν δια την αιώνιον ζωήν. 48 Ὅταν δὲ ἤκουον ταῦτα οἱ ἐθνικοὶ καὶ ἐπληροφοροῦντο ὅτι καὶ δι’ αὐτοὺς εἶχε σταλῆ ὁ Μεσσίας, ἔχαιρον καὶ ἐξεφράζοντο μὲ εὐγνωμοσύνην καὶ θαυμασμὸν διὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου. Καὶ ἐπίστευσαν ὅσοι ἦσαν προωρισμένοι διὰ τὴν αἰώνιον ζωὴν ἀπὸ τὸν Θεὸν σύμφωνα μὲ τὴν πρόγνωσιν, ποὺ εἶχε δι’ αὐτούς, ὅτι θὰ εἶχαν εὐθεῖαν καὶ ἐπιδεκτικὴν θέλησιν.
49 διεφέρετο δὲ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου δι’ ὅλης τῆς χώρας. 49 Διεδίδετο δε ο λόγος του Κυρίου εις όλην την χώραν. 49 Μετεφέρετο δὲ διὰ στόματος καὶ διεδίδετο ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἰς ὅλην τὴν χώραν.
50 οἱ δὲ Ἰουδαῖοι παρώτρυναν τὰς σεβομένας γυναῖκας καὶ τὰς εὐσχήμονας καὶ τοὺς πρώτους τῆς πόλεως καὶ ἐπήγειραν διωγμὸν ἐπὶ τὸν Παῦλον καὶ τὸν Βαρνάβαν, καὶ ἐξέβαλον αὐτοὺς ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. 50 Οι δε Ιουδαίοι εξηρέθισαν και παρεκίνησαν τας προσηλύτους γυναίκας, που εσέβοντο τον Θεόν, τας γυναίκας της αριστοκρατίας και τους πρώτους της πόλεως και εξήγειραν διωγμόν εναντίον του Παύλου και του Βαρνάβα και τους έβγαλαν έξω από τα σύνορα της χώρας των. 50 Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως παρεκίνησαν τὰς προσηλύτους γυναῖκας, ποὺ ἐσέβοντο τὸν ἀληθινὸν Θεόν, καὶ τὰς γυναῖκας τῆς ἀνωτέρας τάξεως καὶ τοὺς προκρίτους τῆς πόλεως καὶ προεκάλεσαν διωγμὸν ἐναντίον τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα καὶ τοὺς ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορά των.
51 οἱ δὲ ἐκτιναξάμενοι τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν αὐτῶν ἐπ’ αὐτοὺς ἦλθον εἰς Ἰκόνιον. 51 Εκείνοι δε εις ένδειξιν διαμαρτυρίας εναντίον των, ετίναξαν την σκόνην των ποδιών των και ήλθαν στο Ικόνιον. 51 Αὐτοὶ δὲ ἀφοῦ ἐτίναξαν τὴν σκόνην τῶν ποδῶν των, διὰ νὰ δείξουν ὅτι διακόπτουν κάθε σχέσιν μαζί των καὶ τίποτε ἰδικόν τους, οὔτε ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς πατρίδος, δὲν παίρνουν ἐπάνω τους, ἦλθον εἰς τὸ Ἰκόνιον.
52 οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπληροῦντο χαρᾶς καὶ Πνεύματος ἁγίου. 52 Οι Χριστιανοί όμως, που έμεναν εις την Αντιόχειαν και την περιοχήν εγέμιζαν ολονέν και με περισσοτέραν χαράν και Πνεύμα Αγιον. 52 Παρὰ τὸν διωγμὸν ὅμως τοῦτον οἱ μαθηταί, ποὺ ἔμενον εἰς τὴν Ἀντιόχειαν καὶ τὰ περίχωρα αὐτῆς, ἐγίνοντο ὁλονὲν καὶ περισσότερον γεμᾶτοι χαρὰν καὶ Πνεῦμα Ἅγιον. Ἡ θεία χάρις δηλαδὴ ἐπλημμύρει εἰς τὸ ἐσωτερικόν των καὶ μετὰ τῶν ἄλλων καρπῶν τοῦ Πνεύματος ἐκαρποφόρει καὶ τὴν χαράν.