Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ΙΕ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καί τινες κατελθόντες ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι Ἐὰν μὴ περιτέμνησθε τῷ ἔθει τῷ Μωϋσέως, οὐ δύνασθε σωθῆναι. 1 Τοτε κατέβηκαν μερικοί από την Ιουδαίαν εις την Αντιόχειαν και εδίδασκαν τους εθνικούς Χριστιανούς, ότι “εάν δεν περιτέμνεσθε, σύμφωνα με το έθιμον, το οποίον και ο Μωϋσής ενομοθέτησε, δεν είναι δυνατόν να σωθήτε”. 1 Καὶ ἐν τῷ μεταξὺ μερικοί, ποὺ κατέβησαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν, ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι, ἐὰν δὲν περιτέμνεσθε σύμφωνα μὲ τὸ ἀπὸ μακροῦ χρόνου ἐπικρατοῦν ἔθιμον, τὸ ὁποῖον ἀνεγνωρίσθη καὶ ἐνομοθετήθη καὶ ἀπὸ τὸν Μωϋσήν, μὲ μόνον τὸ βάπτισμα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῆτε.
2 γενομένης οὖν στάσεως καὶ ζητήσεως οὐκ ὀλίγης τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Βαρνάβᾳ πρὸς αὐτοὺς, ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ Βαρνάβαν καί τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς Ἰερουσαλὴμ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου. 2 Επειδή λοιπόν έγινε φιλονεικία και μεγάλη συζήτησις του Παύλου και του Βαρνάβα προς αυτούς, ώρισαν οι αδελφοί της Αντιοχείας να ανεβούν ο Παύλος και ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι από αυτούς εις τα Ιεροσόλυμα προς τους Αποστόλους και τους πρεσβυτέρους, δια να θέσουν και λύσουν οριστικώς το ζήτημα αυτό. 2 Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔγινε φιλονεικία καὶ συζήτησις ὄχι ὀλίγη μετὰ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα πρὸς ἀναίρεσιν αὐτῶν, ὥρισαν νὰ ἀναβοῦν ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας καὶ μερικοὶ ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς πρεσβυτέρους, διὰ νὰ λυθῇ αὐθεντικῶς καὶ ὁριστικῶς τὸ ζήτημα τοῦτο.
3 Οἱ μὲν οὖν προπεμφθέντες ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας διήρχοντο τὴν Φοινίκην καὶ Σαμάρειαν ἐκδιηγούμενοι τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνῶν, καὶ ἐποίουν χαρὰν μεγάλην πᾶσι τοῖς ἀδελφοῖς. 3 Αυτοί λοιπόν καταυοδωθέντες από τα μέλη της Εκκλησίας, επερνούσαν την περιοχήν της Φοινίκης και της Σαμαρείας, διηγούμενοι την επιστροφήν των εθνικών στον Χριστόν και επροκαλούσαν έτσι χαράν μεγάλην εις όλους τους αδελφούς. 3 Οὗτοι λοιπόν, ἀφοῦ κατευωδόθησαν ἀπὸ τὰ μέλη τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Ἐκκλησίας, διήρχοντο τὰς χώρας τῆς Φοινίκης καὶ τῆς Σαμαρείας διηγούμενοι εἰς τοὺς ἐκεῖ Χριστιανοὺς τὴν εἰς Χριστὸν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνικῶν, καὶ ἐπροκάλουν μεγάλην χαρὰν εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφούς.
4 παραγενόμενοι δὲ εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπεδέχθησαν ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων, ἀνήγγειλάν τε ὅσα ὁ Θεὸς ἐποίησε μετ’ αὐτῶν, καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως. 4 Οταν δε έφθασαν εις την Ιερουσαλήμ, τους υπεδέχθησαν τα μέλη της Εκκλησίας και οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι. Και αυτοί εγνωστοποίησαν όσα ο Θεός έκαμε μαζή των και ότι ήνοιξε στους εθνικούς την θύραν της πίστεως και της σωτηρίας. 4 Ὅταν δὲ ἦλθον εἰς Ἱερουσαλήμ, ἔγινεν εἰς αὐτοὺς ὑποδοχὴ ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους. Καὶ αὐτοὶ διηγήθησαν ὅσα ὁ Θεὸς ἐποίησε μαζί τους διὰ τῆς συνεργίας καὶ ἐνισχύσεώς του εἰς τὸ κήρυγμά των καὶ τὸ ἔργον των καὶ ἐβεβαίωσαν, ὅτι δι’ εὐνοϊκῶν περιστάσεων καὶ εὐκαιριῶν ἤνοιξεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἐθνικοὺς θύραν, ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀληθῆ πίστιν.
5 Ἐξανέστησαν δέ τινες τῶν ἀπὸ τῆς αἱρέσεως τῶν Φαρισαίων πεπιστευκότες, λέγοντες ὅτι δεῖ περιτέμνειν αὐτοὺς παραγγέλλειν τε τηρεῖν τὸν νόμον Μωϋσέως. 5 Εσηκώθηκαν όμως μερικοί, οι οποίοι προήρχοντο από την τάξιν των Φαρισαίων αλλά είχαν πιστεύσει στον Χριστόν, και έλεγαν, ότι πρέπει να περιτέμνουν τους εθνικούς, που δέχονται την νέαν πίστιν, και να τους παραγγέλουν να τηρούν όλας τας διατάξστου μωσαϊκού νόμου. 5 Ἐσηκώθησαν δὲ μερικοὶ ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴν μερίδα τῶν Φαρισαίων, ποὺ εἶχον πιστεύσει, καὶ ἔλεγον, ὅτι πρέπει νὰ περιτέμνουν τοὺς πιστεύοντας ἐθνικούς, καὶ νὰ τοὺς παραγγέλλουν νὰ φυλάττουν ὅλον τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως, καὶ αὐτὰς ἀκόμη τὰς τυπικὰς διατάξεις του.
6 Συνήχθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περὶ τοῦ λόγου τούτου. 6 Συνεκεντρώθησαν λοιπόν οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι, δια να ιδούν και συσκεφθούν επάνω εις αυτό το ζήτημα. 6 Συνηθροίσθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι διὰ νὰ ἐξετάσουν τὴν ὑπόθεσιν αὐτήν.
7 Πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἄνδρες ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐπίστασθε ὅτι ἀφ’ ἡμερῶν ἀρχαίων ὁ Θεὸς ἐν ὑμῖν ἐξελέξατο διὰ τοῦ στόματός μου ἀκοῦσαι τὰ ἔθνη τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ πιστεῦσαι. 7 Αφού δε έγινε πολλή συζήτησις, εσηκώθηκε ο Πετρος και είπε εις αυτούς· “άνδρες αδελφοί, σεις γνωρίζετε ότι εδώ και αρκετά χρόνια ο Θεός εδιάλεξε μεταξύ των Αποστόλων εμέ, δια να ακούσουν οι εθνικοί από το στόμα μου τα λόγια του Ευαγγελίου και να πιστεύσουν (Εννοώ τον Κορνήλιον και την ομάδα του). 7 Ἀφοῦ δὲ ἔγινε πολλὴ συζήτησις, ἐσηκώθη ὁ Πέτρος καὶ τοὺς εἶπεν· Ἄνδρες ἀδελφοί, σεῖς γνωρίζετε ἀπὸ τὸ περιστατικὸν τοῦ Κορνηλίου, ὅτι πρὸ πολλοῦ χρόνου, πρὸ δώδεκα περίπου ἐτῶν ἀπὸ σήμερον, ὁ Θεὸς ἐξέλεξε μεταξὺ ἡμῶν τῶν ἀποστόλων ἐμέ, διὰ νὰ ἀκούσουν διὰ τοῦ κηρύγματός μου οἱ ἐθνικοὶ τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ νὰ πιστεύσουν.
8 καὶ ὁ καρδιογνώστης Θεὸς ἐμαρτύρησεν αὐτοῖς δοὺς αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον καθὼς καὶ ἡμῖν, 8 Και ο Θεός, που γνωρίζει τας καρδίας των ανθρώπων, έδωκε μαρτυρίαν υπέρ αυτών, ότι ημπορούν να πιστεύσουν και να σωθούν, διότι μετέδωσε εις αυτούς τότε το Πνεύμα το Αγιον, όπως και εις ημάς. 8 Καὶ ὁ Θεός, ποὺ γνωρίζει τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔκρινεν ἀλανθάστως κατὰ πόσον ἦτο εἰλικρινὴς ἡ μετάνοια καὶ πίστις τῶν ἐθνικῶν τούτων, ἔδωκε μαρτυρίαν ὑπὲρ αὐτῶν, διὰ τῆς ὁποίας ἐβεβαίου, ὅτι παρέχεται καὶ εἰς αὐτοὺς ἡ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σωτηρία. Λέγω δέ, ὅτι ὁ Θεὸς ἔδωκε τὴν μαρτυρίαν του, διότι τοὺς μετέδωκε τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τὰ ἔδωκε καὶ εἰς ἡμᾶς, ποὺ καταγόμεθα ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ.
9 καὶ οὐδὲν διέκρινε μεταξὺ ἡμῶν τε καὶ αὐτῶν τῇ πίστει καθαρίσας τὰς καρδίας αὐτῶν. 9 Και δεν έκαμε καμμίαν απολύτως διάκρισιν μεταξύ ημών, που είμεθα περιτμημένοι και εκείνων, που ήσαν απερίτμητοι, καθαρίσας και αγιάσας τας καρδίας αυτών με μόνην την πίστιν στον Χριστόν. 9 Καὶ δὲν ἔκαμε καμμίαν διάκρισιν μεταξὺ ἡμῶν τῶν περιτμημένων καὶ αὐτῶν τῶν ἀπεριτμήτων, ἀλλὰ διὰ μόνης τῆς πίστεως καὶ χωρὶς νὰ λάβουν περιτομὴν ἐκαθάρισε τὰς καρδίας των.
10 νῦν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν, ἐπιθεῖναι ζυγὸν ἐπὶ τὸν τράχηλον τῶν μαθητῶν, ὃν οὔτε οἱ πατέρες ἡμῶν οὔτε ἡμεῖς ἰσχύσαμεν βαστάσαι; 10 Τωρα λοιπόν, ύστερα από αυτό το ολοφάνερο γεγονός, διατί προκαλείτε τον Θεόν να κάμη κάτι διαφορετικόν από ο,τι προηγουμένως είχε πράξει, να επιβάλη δηλαδή ζυγόν στον τράχηλον των εθνικών Χριστιανών, τον οποίον ζυγόν ούτε οι πατέρες μας ούτε ημείς ημπορέσαμεν να βαστάσωμεν; 10 Τώρα λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ μίαν τοιαύτην μαρτυρίαν τοῦ Θεοῦ, διατὶ προκαλεῖτε καὶ θέτετε εἰς δοκιμασίαν τὸν Θεόν, ὡσὰν νὰ μὴν εἶχεν ἐκφράσει σαφῶς τὸ θέλημά του, καὶ διατὶ ζητεῖτε ν’ ἀποσπάσητε ἀπ’ αὐτοῦ ἄλλην νεωτέραν καὶ καταπληκτικωτέραν ἐκδήλωσιν τοῦ θελήματός του; Ζητεῖτε νὰ ἀλλάξῃ γνώμην ὁ Θεός, διὰ νὰ ἐπιβάλλετε εἰς τὸν τράχηλον τῶν μαθητῶν τὸν ζυγόν της τηρήσεως τοῦ νόμου καὶ ὅλων τῶν τελετῶν καὶ τυπικῶν διατάξεών του, τὸν ὁποῖον ζυγὸν οὔτε οἱ προπάτορές μας οὔτε ἡμεῖς ἠμπορέσαμεν νὰ τὸν βαστάσωμεν;
11 ἀλλὰ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πιστεύομεν σωθῆναι καθ’ ὃν τρόπον κἀκεῖνοι. 11 Αλλά πιστεύομεν ότι και ημείς οι Ιουδαίοι θα σωθώμεν όχι με τας τυπικάς διατάξστου Νομου, αλλά με την χάριν του Θεού, όπως και εκείνοι”. 11 Ἀλλὰ πιστεύομεν, ὅτι καὶ ἡμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ θὰ σωθῶμεν, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ σωθοῦν καὶ ἐκεῖνοι, ἤτοι οἱ ἐθνικοί.
12 Ἐσίγησε δὲ πᾶν τὸ πλῆθος καὶ ἤκουον Βαρνάβα καὶ Παύλου ἐξηγουμένων ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τοῖς ἔθνεσι δι’ αὐτῶν. 12 Εμεινε δε άφωνον όλο εκείνο το πλήθος των πιστών και ήκουον με προσοχήν τον Βαρνάβαν και τον Παύλον, οι οποίοι διηγούντο όσα καταπληκτικά θαύματα και σημεία, εις επικύρωσιν του κηρύγματος, έκαμε ο Θεός δια μέσου αυτών στους εθνικούς. 12 Ἐσιώπησε δὲ ὅλον τὸ πλῆθος καὶ ἤκουον μὲ προσοχὴν τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Παῦλον, οἱ ὁποῖοι διηγοῦντο, ὅσα ἀποδεικτικὰ καὶ καταπληκτικὰ θαύματα ἔκαμεν ὁ Θεὸς διὰ μέσου αὐτῶν μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν.
13 Μετὰ δὲ τὸ σιγῆσαι αὐτοὺς ἀπεκρίθη Ἰάκωβος λέγων· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἀκούσατέ μου. 13 Αφού δε και αυτοί έπαυσαν να ομιλούν, απήντησεν ο Ιάκωβος προς τους αντιλέγοντας Ιουδαίους και είπε· “άνδρες αδελφοί, ακούστε με με προσοχήν. 13 Ἀφοῦ δὲ ἔπαυσαν νὰ ὁμιλοῦν οἱ δύο οὗτοι Αποστολοι, ἀπήντησε πρὸς τοὺς ἰουδαΐζοντας καὶ ὁ Ἰάκωβος καὶ εἶπεν· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἀκούσατέ με.
14 Συμεὼν ἐξηγήσατο καθὼς πρῶτον ὁ Θεὸς ἐπεσκέψατο λαβεῖν ἐξ ἐθνῶν λαὸν ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. 14 Ο Συμεών, δηλαδή ο Πετρος, σας διηγήθηκε και σας έδωκε εξηγήσεις, πως πρώτην φοράν ο Θεός επεσκέφθη με την χάριν του τα ειδωλολατρικά έθνη, ώστε να αποκτήση από αυτά πιστόν λαόν εν τω ονόματί του. 14 Ὁ Συμεών, ποὺ ἐπονομάζεται Πέτρος, σᾶς διηγήθη, πῶς κατὰ πρώτην φορὰν ὁ Θεὸς ἔδειξε τὴν εὔνοιάν του εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη καὶ ἐπρονόησεν ἀπὸ τὰ ἔθνη ταῦτα νὰ ἀποκτήσῃ λαόν, ὁ ὁποῖος θὰ φέρῃ τὸ ὄνομά του καὶ θὰ καλῆται λαὸς τοῦ Θεοῦ.
15 καὶ τούτῳ συμφωνοῦσιν οἱ λόγοι τῶν προφητῶν, καθὼς γέγραπται· 15 Και με το γεγονός αυτό συμφωνούν και οι λόγοι των προφητών, όπως έχει γραφή και από τον προφήτην Αμώς· 15 Καὶ πρὸς τὸ γεγονὸς τοῦτο συμφωνοῦν οἱ λόγοι τῶν προφητῶν, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ἔχουν γραφῆ εἰς τὸν Ἀμὼς τὰ ἑξῆς·
16 μετὰ ταῦτα ἀναστρέψω καὶ ἀνοικοδομήσω τὴν σκηνὴν Δαυῒδ τὴν πεπτωκυῖαν, καὶ τὰ κατεσκαμμένα αὐτῆς ἀνοικοδομήσω καὶ ἀνορθώσω αὐτήν, 16 Επειτα από αυτά, λέγει ο Θεός, ύστερα δηλαδή από την έλευσιν του Μεσσίου, θα επιστρέψω και θα ανοικοδομήσω τον κρημνισμένον οίκον και τον βασιλικόν θρόνον του Δαυίδ και τα ερείπια αυτών θα τα ξανακτίσω και θα ανορθώσω την βασιλείαν του με την πνευματικήν βασιλεία του Χριστού. 16 Ἀφοῦ πρῶτον τιμωρήσω τὸν λαόν μου διὰ τὴν ἀπιστίαν του, μετὰ ταῦτα κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Μεσσίου θὰ ἐπιστρέψω καὶ θὰ ἀνοικοδομήσω τὸν θρόνον καὶ τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβίδ, ἡ ὁποία θὰ ἔχῃ καταπέσει, καὶ τὰ ἐρείπιά της, τὰ ὁποῖα θὰ ἔχουν κατασκαφῆ, θὰ τὰ κτίσω πάλιν, καὶ θὰ ἀνορθώσω τὸν βασιλικὸν οἶκον τοῦ Δαβὶδ διὰ τῆς πνευματικῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ.
17 ὅπως ἂν ἐκζητήσωσιν οἱ κατάλοιποι τῶν ἀνθρώπων τὸν Κύριον, καὶ πάντα τὰ ἔθνη ἐφ’ οὓς ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ’ αὐτούς, λέγει Κύριος ὁ ποιῶν ταῦτα πάντα. 17 Και τούτο, δια να ζητήσουν τον Κυριον, όχι μόνον οι Ιουδαίοι, αλλά και οι υπόλοιποι εκ των ανθρώπων και όλοι οι εθνικοί, στους οποίους θα έχη δοθή ως όνομα το όνομά μου, δια να είναι ιδικοί μου, λέγει ο Κυριος, ο οποίος κάμνει όλα αυτά. 17 Θὰ ἀνοικοδομήσω τὸ αἰώνιον οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ ζητήσουν μὲ τὴν καρδίαν τους τὸν Κύριον ἐκτὸς τῶν Ἰουδαίων καὶ οἱ ὑπόλοιποι τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅλοι οἱ ἐθνικοί, εἱς τοὺς ὁποίους θὰ ἔχουν βάλει ὡς ὅνομα τὸ ὄνομά μου, ὥστε νὰ εἶναι ἰδικοί μου, λέγει ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ποιεῖ ὅλα αὐτά.
18 γνωστὰ ἀπ’ αἰῶνός ἐστι τῷ Θεῷ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ. 18 Είναι δε στον Θεόν προαιωνίως γνωστά όλα αυτά τα έργα του. 18 Καὶ ἂς μὴ φανῇ παράδοξον εἰς κανένα τὸ ὅτι προλέγει ταῦτα ὁ Ἀμώς. Διότι ὁ Ἀμὼς ἐφωτίσθη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἐπροφήτευσε ταῦτα. Εἰς τὸν Θεὸν δὲ ὅλα τὰ ἔργα του εἶναι γνωστὰ ἐξ ἀρχῆς, ἀπὸ τῆς αἰωνιότητος. Καὶ ἡ κλῆσις τῶν ἐθνῶν λοιπὸν εἶναι πρὸ τῶν αἱώνων ἀποφασισμένη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ γνωστὴ εἰς αὐτόν.
19 διὸ ἐγὼ κρίνω μὴ παρενοχλεῖν τοῖς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν ἐπιστρέφουσιν ἐπὶ τὸν Θεόν, 19 Δια τούτο εγώ κρίνω να μην ενοχλούμεν και να μη φορτώνωμεν με τας διατάξστου μωσαϊκού νόμου τους εθνικούς, οι οποίοι επιστρέφουν με πίστιν στον Θεόν. 19 Δι’ αὐτὸ ἡ γνώμη μου εἶναι νὰ μὴ προκαλῶμεν ἐνοχλήσεις καὶ ἐμπόδια εἰς ἐκείνους ἐκ τῶν ἐθνικῶν, ποὺ ἐπιστρέφουν εἰς τὸν Θεόν.
20 ἀλλὰ ἐπιστεῖλαι αὐτοῖς τοῦ ἀπέχεσθαι ἀπὸ τῶν ἀλισγημάτων τῶν εἰδώλων καὶ τῆς πορνείας καὶ τοῦ πνικτοῦ καὶ τοῦ αἵματος. 20 Αλλά κρίνω μόνον να στείλωμε εις αυτούς γραπτόν μήμυμα να απέχουν από τους μολυσμούς των ειδώλων, από την πορνείαν και να μη τρώγουν πνιγμένον ζώον και να μη πίνουν αίμα. 20 Ἀλλὰ φρονῶ νὰ τοὺς στείλωμεν ἐπιστολὴν καὶ νὰ τοὺς παραγγείλωμεν νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τοὺς μολυσμούς, οἱ ὁποῖοι προκαλοῦνται, ὅταν φάγῃ κανεὶς κρέατα, ποὺ θυσιάζονται εἰς τὰ εἴδωλα νὰ ἀπέχουν καὶ ἀπὸ τὴν πορνείαν καὶ νὰ μὴ τρώγουν πνιγμένα ζῶα, οὔτε νὰ πίνουν αἷμα.
21 Μωϋσῆς γὰρ ἐκ γενεῶν ἀρχαίων κατὰ πόλιν τοὺς κηρύσσοντας αὐτὸν ἔχει ἐν ταῖς συναγωγαῖς κατὰ πᾶν σάββατον ἀναγινωσκόμενος. 21 Πρέπει δε να απαγορεύσωμεν εκτός της πορνείας και τα ειδωλόθυτα και το κρέας του πνικτού ζώου και το αίμα, διότι ο Μωϋσής από αρχαίας γενεάς έχει εις κάθε πόλιν ραββίνους, που τον κηρύττουν εις τας συναγωγάς, αφού κάθε Σαββατον διαβάζονται περικοπαί από τον Νομον του”. 21 Ἀπαγορεύομεν δὲ μετὰ τῆς πορνείας καὶ τὴν χρῆσιν τῶν εἰδωλοθύτων καὶ τοῦ πνικτοῦ καὶ τοῦ αἵματος, διότι ὁ Μωϋσῆς, ποὺ ἀπαγορεύει ταῦτα, ἀπὸ πολλοῦ χρόνου καὶ ἀπὸ παλαιῶν γενεῶν ἔχει εἰς ἑκάστην πόλιν ἀνθρώπους, ποὺ τὸν κηρύττουν, ἀφοῦ ἀναγινώσκεται κάθε Σάββατον εἰς τὰς συναγωγάς. Καὶ συνεπῶς οἱ έξ Ἰουδαίων Χριστιανοί, εἰς ὁποιονδηποτε μέρος καὶ ἂν ζῶσι, βαρέως θὰ ἐσκανδαλίζοντο, ἐὰν ἔβλεπον τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς νὰ τρώγουν εἰδωλόθυτα καὶ πνικτὰ καὶ αἷμα.
22 Τότε ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ τοῖς πρεσβυτέροις σὺν ὅλῃ τῇ ἐκκλησίᾳ ἐκλεξαμένους ἄνδρας ἐξ αὐτῶν πέμψαι εἰς Ἀντιόχειαν σὺν τῷ Παύλῳ καὶ Βαρνάβᾳ, Ἰούδαν τὸν ἐπικαλούμενον Βαρσαββᾶν καὶ Σίλαν, ἄνδρας ἡγουμένους ἐν τοῖς ἀδελφοῖς, 22 Τοτε εφάνηκε ορθόν στους Αποστόλους και τους πρεσβυτέρους μαζή με όλην την Εκκλησίαν, αφού εκλέξουν άνδρας εκ των Χριστιανών της Ιερουσαλήμ, να τους στείλουν εις την Αντιόχειαν μαζή με τον Παύλον και τον Βαρνάβαν· εξέλεξαν δε τον Ιούδαν, που ελέγετο και Βαρσαββάς, και τον Σιλαν άνδρας, οι οποίοι κατείχαν ηγετικάς θέσεις μεταξύ των αδελφών. 22 Τότε ἐφάνη καλὸν εἰς τοὺς ἀποστόλους καὶ εἰς τοὺς πρεσβυτέρους μαζὶ μὲ ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν τῶν πιστῶν καὶ ἀπεφασίσθη νὰ ἐκλέξουν μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν τῶν Ἱεροσολύμων ἄνδρας, τοὺς ὁποίους νὰ ἀποστείλουν εἰς τὴν Ἀντιοχείαν μαζὶ μὲ τὸν Παῦλον καὶ μὲ τὸν Βαρνάβαν, διὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν καὶ αὐτοὶ τὰς ληφθείσας ἀποφάσεις. Καὶ ἐξέλεξαν τὸν Ἰούδαν, ποὺ ἐπωνομάζετο Βαρσαββᾶς, καὶ τὸν Σίλαν, ἄνδρας ποὺ εἶχαν πρωτεύουσαν θέσιν μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν καὶ εἶχαν ὡς ἐκ τούτου ὅλα τὰ προσόντα διὰ νὰ ἀντιπροσωπεύσουν τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων.
23 γράψαντες διὰ χειρὸς αὐτῶν τάδε· Οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῖς κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν καὶ Συρίαν καὶ Κιλικίαν ἀδελφοῖς τοῖς ἐξ ἐθνῶν χαίρειν. 23 Εγραψαν δε επιστολήν με το εξής περιεχόμενον, την οποίαν έστειλαν με τους δύο αυτούς αντιπροσώπους· “Οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι και οι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων χαιρετίζουν τους αδελφούς, που προέρχονται από τα έθνη και κατοικούν εις την Αντιόχειαν, την Συρίαν και την Κιλικίαν. 23 Ἔγραψαν δὲ καὶ ἐπιστολήν, τὴν ὁποίαν ἀπέστειλαν δι’ αὐτῶν τῶν δύο, μὲ τὸ ἑξῆς περιεχόμενον· Οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, πρὸς τοὺς ἀδελφούς, ποὺ ἦσαν προτήτερα ἐθνικοὶ καὶ ἐπίστευσαν, κατοικοῦν δὲ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν καὶ Συρίαν καὶ Κιλικίαν. Χαίρετε.
24 Ἐπειδὴ ἠκούσαμεν ὅτι τινὲς ἐξ ἡμῶν ἐξελθόντες ἐτάραξαν ὑμᾶς λόγοις ἀνασκευάζοντες τὰς ψυχὰς ὑμῶν, λέγοντες περιτέμνεσθαι καὶ τηρεῖν τὸν νόμον, οἷς οὐ διεστειλάμεθα, 24 Επειδή ηκούσαμεν ότι μερικοί, οι οποίοι προέρχονται από ημάς τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς και στους οποίους ημείς δεν εδώσαμεν καμμίαν σχετικήν εντολήν, σας ετάραξαν και με αστηρίκτους λόγους κλονίζουν τας ψυχάς σας, διδάσκοντες να περιτέμνεσθε και να τηρήτε τον Νομον του Μωϋσέως, 24 Ἠκούσαμεν, ὅτι μερικοί, οἱ ὁποῖοι ἐβγῆκαν ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανούς, σας ἐτάραξαν, καὶ μὲ λόγους κλονίζουν καὶ κρημνίζουν τὰς ψυχάς σας, διδάσκοντες ὅτι πρέπει νὰ περιτέμνεσθε καὶ νὰ τηρῆτε τὸν νόμον. Εἰς αὐτοὺς δὲν ἐδώκαμεν ἡμεῖς ἐντολὴν ἡ ὁδηγίαν τινά. Δὲν ὁμιλοῦν συνεπῶς ἐξ ὀνόματός μας.
25 ἔδοξεν ἡμῖν γενομένοις ὁμοθυμαδὸν, ἐκλεξαμένους ἄνδρας πέμψαι πρὸς ὑμᾶς σὺν τοῖς ἀγαπητοῖς ἡμῶν Βαρνάβᾳ καὶ Παύλῳ, 25 μας εφάνη καλόν και ορθόν και ελάβομεν ομόφωνον απόφασιν, αφού εκλέξωμεν σοβαρούς και πιστούς άνδρας ως αντιπροσώπους μας, να τους στείλωμεν προς σας μαζή με τους αγαπητούς μας Βαρνάβαν και Παύλον, 25 Ἐπειδὴ λοιπὸν ἠκούσαμεν αὐτά, μᾶς ἐφάνη καλὸν καὶ ἐλάβομεν ὁμόφωνον ἀπόφασιν, νὰ ἐκλέξωμεν ἄνδρας σοβαροὺς καὶ νὰ στείλωμεν τούτους πρὸς σᾶς ὡς ἀντιπροσώπους μας μαζὶ μὲ τοὺς ἀγαπητούς μας Βαρνάβαν καὶ Παῦλον,
26 ἀνθρώποις παραδεδωκόσι τὰς ψυχὰς αὐτῶν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. 26 ανθρώπους οι οποίοι έχουν παραδώσει και εκθέσει την ζωήν των εις κίνδυνον δια το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. 26 οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄνθρωποι, ποὺ ἐξέθεσαν εἰς κίνδυνον τὴν ζωήν τους διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
27 ἀπεστάλκαμεν οὖν Ἰούδαν καὶ Σίλαν καὶ αὐτοὺς διὰ λόγου ἀπαγγέλλοντας τὰ αὐτά. 27 Λοιπόν μαζή με αυτούς εστείλαμεν τον Ιούδαν και τον Σιλαν, οι οποίοι θα σας πουν και προφορικώς τα ίδια, που είναι γραμμένα και εις την επιστολήν μας. 27 Μαζὶ λοιπὸν μὲ αὐτοὺς ἐστείλαμεν τὸν Ἰούδαν καὶ τὸν Σίλαν, οἱ ὁποῖοι θὰ σᾶς εἶπουν καὶ προφορικῶς τὰ αὐτά, ποὺ περιέχονται εἰς τὴν ἐπιστολήν μας ταύτην, ὡς ἀποφάσεις τῆς ἀποστολικῆς συνόδου.
28 ἔδοξεν γὰρ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες τούτων, 28 Εκρίθη και απεφασίσθη ως ορθόν και αληθές από το Αγιον Πνεύμα και ημάς, να μη σας επιβάλωμεν κανένα άλλο βάρος πλην από αυτά, που είναι απαραίτητα και αναγκαία. 28 Ἀπεφασίσθη δηλαδὴ ὡς ὀρθὸν καὶ ἀληθὲς ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἀπὸ ἡμᾶς νὰ μὴ σᾶς ἐπιβάλλωμεν πλέον κανὲν ἄλλο βάρος ἐκτὸς τῶν κατωτέρω, ποὺ εἶναι ἀναγκαία·
29 ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πνικτοῦ καὶ πορνείας· ἐξ ὧν διατηροῦντες ἑαυτοὺς εὖ πράξετε. ἔρρωσθε. 29 Δηλαδή, να απέχετε από τα ειδωλόθυτα και από το αίμα και από το πνικτόν και από την πορνείαν. Από αυτά εάν φυλάττετε τους εαυτούς σας καθαρούς, θα προοδεύσετε εις την ειρηνικήν κατά Χριστόν ζωήν. Χαίρετε”. 29 νὰ ἀπέχετε τουτέστιν ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ ἀπὸ τὸ πνικτόν, τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει νὰ τρώγετε· νὰ ἀπέχετε δὲ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν πορνείαν. Ἀπὸ αὐτά, ἐὰν φυλάττετε τοὺς ἑαυτούς σας καθαρούς, θὰ ἀπολαμβάνετε εἰρήνην καὶ ἀνάπαυσιν συνειδήσεως. Ὑγιαίνετε.
30 Οἱ μὲν οὖν ἀπολυθέντες ἦλθον εἰς Ἀντιόχειαν, καὶ συναγαγόντες τὸ πλῆθος ἐπέδωκαν τὴν ἐπιστολήν. 30 Αυτοί λοιπόν κατευοδωθέντες με τας ευχάς της Εκκλησίας ήλθαν εις την Αντιόχειαν, εμάζεψαν το πλήθος των Χριστιανών και παρέδωκαν την επιστολήν. 30 Αὐτοὶ λοιπόν, ἀφοῦ ἔλαβον τὴν ἄδειαν νὰ ἀπέλθουν, ἦλθον εἰς τὴν Ἀντιόχειαν καὶ συναθροίσαντες τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν παρέδωκαν τὴν ἐπιστολήν.
31 ἀναγνόντες δὲ ἐχάρησαν ἐπὶ τῇ παρακλήσει. 31 Οταν δε οι Χριστιανοί την ανέγνωσαν, εχάρησαν δια την ειρήνην και την ενίσχυσιν, που τους έδωκε. 31 Ὅταν δὲ οἱ ἐν Ἀντιοχείᾳ Χριστιανοὶ ἀνέγνωσαν τὴν ἐπιστολήν, ἐχάρησαν διὰ τὸν διαφωτισμὸν καὶ τὴν ἀνακούφισιν καὶ εἰρήνευσιν, τὴν ὁποίαν τοὺς ἐπροξένησεν αὕτη.
32 Ἰούδας τε καὶ Σίλας, καὶ αὐτοὶ προφῆται ὄντες, διὰ λόγου πολλοῦ παρεκάλεσαν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐπεστήριξαν. 32 Και ο Ιούδας και ο Σιλας, οι οποίοι ήσαν προφήται και αυτοί, με πολλούς λόγους παρηγόρησαν, καθησύχασαν και εστήριξαν εις την ορθήν πίστιν τους αδελφούς. 32 Καὶ ὁ Ἰούδας καὶ ὁ Σίλας, οἱ ὁποῖοι ἦσαν προφῆται, ἐπαρηγόρησαν καὶ αὐτοὶ διὰ πολλῶν λόγων καὶ καθησύχασαν τὰς συνειδήσεις τῶν ἀδελφῶν καὶ ἐστήριξαν αὐτοὺς εἰς τὴν κατὰ Χριστὸν ζωήν.
33 ποιήσαντες δὲ χρόνον ἀπελύθησαν μετ’ εἰρήνης ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους. 33 Αφού δε έμειναν αρκετόν χρόνον εκεί, κατευωδώθησαν με ευχάς ειρηνικάς από τους αδελφούς της Αντιοχείας δια τα Ιεροσόλυμα. 33 Ἀφοῦ δὲ ἔμειναν κάμποσον χρόνον ἐκεῖ, τοὺς ἐδόθη ἡ ἄδεια νὰ ἀπέλθουν καὶ νὰ ἐπανέλθουν εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς ἀποστόλους. Καὶ ἔτσι ἀνεχώρησαν μὲ εὐχὰς εἰρήνης ἐκ μέρους τῶν ἀδελφῶν.
34 ἔδοξε δὲ τῷ Σίλᾳ ἐπιμεῖναι αὐτοῦ. 34 Εις τον Σιλαν όμως εφάνη προτιμότερον να παραμείνη εκεί. 34 Εἰς τὸν Σίλαν ὅμως ἐφάνη καλὸν νὰ παραμείνῃ αὐτόθι.
35 Παῦλος δὲ καὶ Βαρνάβας διέτριβον ἐν Ἀντιοχείᾳ διδάσκοντες καὶ εὐαγγελιζόμενοι μετὰ καὶ ἑτέρων πολλῶν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου. 35 Ο δε Παύλος και ο Βαρνάβας παρέμειναν εις την Αντιόχειαν διδάσκοντες και κηρύττοντες το Ευαγγέλιον του Κυρίου μαζή και με πολλούς άλλους κήρυκας. 35 Ὁ Παῦλος δὲ καὶ ὁ Βαρνάβας διέμενον εἰς Ἀντιόχειαν διδάσκοντες καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους κήρυκας τοὺς πιστοὺς καὶ κηρύττοντες τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ εἰς ὅσους διὰ πρώτην φορὰν ἤκουον τὸ εὐαγγέλιον.
36 Μετὰ δέ τινας ἡμέρας εἶπε Παῦλος πρὸς Βαρνάβαν· Ἐπιστρέψαντες δὴ ἐπισκεψώμεθα τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν κατὰ πᾶσαν πόλιν ἐν αἷς κατηγγείλαμεν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, πῶς ἔχουσι. 36 Επειτα δε από μερικάς ημέρας είπε ο Παύλος προς τον Βαρνάβαν· “λοιπόν τώρα, ας επανέλθωμεν και ας επισκεφθώμεν τους αδελφούς μας εις όλας εκείνας τας πόλεις, εις τας οποίας κατά την προηγουμένην περιοδείαν μας εκηρύξαμεν τον λόγον του Κυρίου, και ας ίδωμεν εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται ως προς την πίστιν και την αρετήν. 36 Ὕστερα δὲ ἀπὸ μερικὰς ἡμέρας εἶπεν ὁ Παῦλος πρὸς τὸν Βαρνάβαν· ἐμπρὸς τώρα ἂς ἐπιστρέψωμεν καὶ ἂς ἐπισκεφθῶμεν τοὺς ἀδελφούς μας εἰς κάθε πόλιν, ὅπου κατὰ τὴν προηγουμένην περιοδείαν μας ἐκηρύξαμεν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, καὶ ἂς ἴδωμεν πῶς ἔχουν ἐν τῇ κατὰ Χριστὸν ζωῇ.
37 Βαρνάβας δὲ ἐβουλεύσατο συμπαραλαβεῖν τὸν Ἰωάννην τὸν καλούμενον Μᾶρκον· 37 Ο Βαρνάβας δε εσκέφθηκε και ηθέλησε να πάρη μαζή του τον Ιωάννην, που ελέγετο Μάρκος. 37 Ὁ Βαρνάβας δὲ τότε ἔκρινε καλὸν νὰ πάρῃ μαζί του καὶ τὸν Ἰωάννην, ποὺ ἐπωνομάζετο Μᾶρκος.
38 Παῦλος δὲ ἠξίου, τὸν ἀποστάντα ἀπ’ αὐτῶν ἀπὸ Παμφυλίας καὶ μὴ συνελθόντα αὐτοῖς εἰς τὸ ἔργον, μὴ συμπαραλαβεῖν τοῦτον. 38 Ο Παύλος όμως έκρινε ορθόν, να μη πάρουν μαζή των εκείνον, που τους είχε εγκαταλείψει από την Παμφυλίαν και δεν επήγε μαζή των στο έργον της ιεραποστολής. 38 Ὁ Παῦλος ὅμως ἐθεώρει δίκαιον νὰ μὴ συμπαραλάβουν ἐκεῖνον, ποὺ ἐχωρίσθη ἀπὸ αὐτοὺς ἀπὸ τὴν Παμφυλίαν καὶ δὲν ἦλθε μαζί τους, διὰ νὰ ὑπηρετήσῃ τὸ ἔργον τῆς ἱεραποστολῆς.
39 ἐγένετο οὖν παροξυσμὸς, ὥστε ἀποχωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, τόν τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τὸν Μᾶρκον ἐκπλεῦσαι εἰς Κύπρον. 39 Εγινε δε τότε ζωηρά διαφωνία και φιλονεικία, ώστε οι δύο Απόστολοι να χωρίσουν ο ένας από τον άλλον και ο Βαρνάβας μαζή με τον Μάρκον να πλεύσουν εις την Κυπρον. 39 Προεκλήθη δὲ ζωηρὰ διαφωνία μέχρι τοῦ σημείου, ὥστε οἱ δύο ἀπόστολοι νὰ ἀποχωρισθοῦν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, καὶ ὁ Βαρνάβας νὰ ἀποπλεύσῃ εἰς Κύπρον, ἀφοῦ παρέλαβε μαζί του τὸν Μᾶρκον.
40 Παῦλος δὲ ἐπιλεξάμενος Σίλαν ἐξῆλθε, παραδοθεὶς τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν, 40 Ο Παύλος όμως, αφού εξέλεξε ως συνοδόν του τον Σιλαν, ανεχώρησεν από την Αντιόχειαν με τας ευχάς των αδελφών, οι οποίοι τον παρέδωσαν και τον ενεπιστεύθησαν εις την χάριν του Θεού. 40 Ἀλλ’ ὁ Παῦλος ἐκλέξας ὡς σύνοδον καὶ βοηθόν του τὸν Σίλαν ἀνεχώρησεν, ἀφοῦ οἱ ἐν Ἀντιοχείᾳ ἀδελφοὶ διὰ κοινῶν προσευχῶν τὸν παρέδωκαν καὶ τὸν ἐνεπιστεύθησαν εἰς τὴν εὐμενῆ πρόνοιαν καὶ προστασίαν τοῦ Θεοῦ. Οὕτως ἤρχισεν ἡ δευτέρα ἀποστολικὴ περιοδεία τοῦ Παύλου.
41 διήρχετο δὲ τὴν Συρίαν καὶ Κιλικίαν ἐπιστηρίζων τὰς ἐκκλησίας. 41 Περιώδευε δε την Συρίαν και την Κιλικίαν στηρίζων εις την κατά Χριστόν πίστιν και ζωήν τους Χριστιανούς των κατά τόπους Εκκλησιών. 41 Περιώδευε δὲ ὁ Παῦλος τὰς χώρας τῆς Συρίας καὶ Κιλικίας καὶ ἐστήριζεν εἰς τὴν χριστιανικὴν πίστιν καὶ ἐλπίδα καὶ ζωὴν τοὺς ἀδελφούς των ἐν ταῖς χώραις ταύταις ἐκκλησιῶν.