Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:38
Δύση: 20:10
Σελ. 16 ημ.
115-251
16ος χρόνος, 5912η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 

 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς μετὰ ταῦτα ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ περιπατεῖν, ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι. 1 Και ύστερα από τα γεγονότα αυτά περιώδευεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν. Διότι δεν ήθελε να περιέρχεται την Ιουδαίαν, επειδή εζητούσαν οι Ιουδαίοι να τον θανατώσουν. 1 Καὶ ἐπὶ ἀρκετὸν χρόνον ὕστερον ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς περιώδευεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Διότι δὲν ἤθελε να κάμῃ τὰς περιοδείας τοῦ κηρύγματός του εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἐπειδὴ οἱ Ἰουδαῖοι ἐζήτουν νὰ τὸν φονεύσουν.
2 ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. 2 Επλησίαζε δε τότε η εορτή των Ιουδαίων, η Σκηνοπηγία. 2 Ἐπλησίαζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, ἡ καλουμένη σκηνοπηγία, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας παρέμενον οἱ Ἰουδαῖοι κάτω ἀπὸ σκηνάς, εἰς ἀνάμνησιν τῆς ζωῆς, τὴν ὁποίαν ὡς σκηνῖται ἐπέρασαν οἱ πρόγονοι των εἰς τὴν ἔρημον.
3 εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ· Μετάβηθι ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἵνα καὶ οἱ μαθηταί σου θεωρήσωσι τὰ ἔργα σου ἃ ποιεῖς· 3 Είπαν, λοιπόν, προς αυτόν οι θεωρούμενοι από τους άλλους ανθρώπους αδελφοί του· “φύγε απ' εδώ και πήγαινε εις την Ιουδαίαν, ώστε να ίδουν τα θαύματα, τα οποία κάμνεις και οι εκεί μαθηταί σου. 3 Ἐξ ἀφορμῆς λοιπὸν τῆς ἑορτῆς αὐτῆς τοῦ εἶπον οἱ νομιζόμενοι ἀδελφοί του, τὰ τέκνα δηλαδὴ τοῦ Ἰωσὴφ ἐκ τῆς γυναικός, ποὺ εἶχε προτοῦ ἀρραβωνιασθῇ μὲ τὴν Μαρίαν· Φύγε ἀπὸ ἐδῶ καὶ πήγαινε εἰς τὴν Ἰουδαίαν, διὰ νὰ ἰδοῦν τὰ θαυμαστὰ ἔργα, ποὺ κάνεις ἐδῶ, τόσον οἱ ἐκεῖ μαθηταί σου, ὅσον καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἕνεκα τῆς ἑορτῆς θὰ ἀναβοῦν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
4 οὐδεὶς γάρ ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν παρρησίᾳ εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. 4 Διότι κανείς δεν κάνει τίποτε εις τα κρυφά και μάλιστα όταν ζητή να γίνη φανερά γνωστός και να αναγνωρισθή η αξία του από όλους. Αφού τέτοια έργα κάνεις, φανέρωσε τον ευατόν σου στον πολυπληθή κόσμον, που θα μαζευθή εις την Ιερουσαλήμ κατά την εορτήν”. 4 Πήγαινε ἐκεῖ, διότι κανένας δὲν κάνει τίποτε κρυφά, ὅταν ζητῇ αὐτὸς νὰ γίνῃ δημοσίως γνωστός, ὥστε νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν ὅλοι. Ἐφ’ ὅσον κάνεις τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ ἔργα, φανέρωσε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὸ πολὺ πλῆθος, ποὺ θὰ συναχθῇ κατὰ τὴν ἑορτὴν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
5 οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν. 5 Του εφέροντο δε έτσι οι αδελφοί του, διότι ούτε αυτοί δεν τον επίστευαν ως Μεσσίαν. 5 Τοῦ ὡμίλησαν δὲ μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, διότι οὔτε αὐτοὶ οἱ ἀδελφοί του ἐπίστευον εἰς αὐτόν, ὅτι εἶναι ὁ Μεσαίας.
6 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν, ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος. 6 Λεγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς· “ο ιδικός μου καιρός, δια να φανερωθώ στους Ιουδαίους ως Μεσσίας, δεν ήλθεν ακόμη, ο ιδικός σας όμως καιρός, που πρέπει να ανεβήτε εις τα Ιεροσόλυμα, είναι πάντοτε έτοιμος. 6 Λέγει λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ὁ ἰδικός μου χρόνος, ὁ προκαθωρισμένος ἀπὸ τὸν Πατέρα μου ὡς κατάλληλος διὰ νὰ φανερώσω τὸν ἑαυτόν μου εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ὡς Μεσσίαν, ὁπότε καὶ θὰ σταυρωθῶ, δὲν ἦλθεν ἀκόμη· ὁ ἰδικός σας ὅμως χρόνος, ὁ κατάλληλος διὰ νὰ ἀναβῆτε ὡς προσκυνηταὶ Ἰουδαῖοι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, εἶναι πάντοτε ἕτοιμος.
7 οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς· ἐμὲ δὲ μισεῖ, ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν. 7 Σας δεν ημπορεί και δεν έχει κανένα λόγον να σας μισή ο κόσμος, εμέ όμως με μισεί, διότι εγώ μαρτυρώ και φανερώνω, ότι τα έργα του είναι πονηρά. 7 Δὲν ὑπάρχει λόγος ὁ κόσμος νὰ σᾶς μισῇ, καὶ δι’ αὐτὸ δὲν ἐμποδίζεσθε νὰ ὑπάγετε ὀποτεδήποτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐμὲ ὅμως ὁ κόσμος μὲ μισεῖ, διότι ἐγὼ μαρτυρῶ δι’ αὐτόν, ὅτι τὰ ἔργα του εἶναι πονηρά, καὶ τὸν ἐλέγχω δι’ αὐτά. Ὅταν λοιπὸν ὑπάγω εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, θὰ μὲ θανατώσουν.
8 ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς τὴν ἑορτήν ταύτην, ἐγὼ οὔπω ἀναβαίνω εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην, ὅτι ὁ ἐμὸς καιρὸς οὔπω πεπλήρωται. 8 Σεις να ανεβήτε εις τα Ιεροσόλυμα δια την εορτήν αυτήν· εγώ δεν ανεβαίνω ακόμη φανερά και επίσημα εις αυτήν την εορτήν, διότι δεν έχει συμπληρωθή ακόμη ο κατάλληλος καιρός. Δεν έφθασε ακόμη η ώρα της μεγάλης θυσίας”. 8 Σεῖς νὰ ἀναβῆτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ λάβετε μέρος εἰς τὴν ἑορτὴν αὐτὴν τῆς σκηνοπηγίας· δι’ ἐμὲ δὲν ἦλθεν ἀκόμη ἡ ὥρα διὰ νὰ ἀναβῶ ἐπισήμως καὶ φανερὰ εἰς τὴν ἑορτὴν αὐτήν, διότι ὁ καιρὸς ὁ ἰδικός μου, κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ ἔχῃ περατωθῆ τὸ ἔργον μου καὶ θὰ σταυρωθῶ, δὲν ἔχει ἀκόμη συμπληρωθῇ.
9 ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτοῖς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ. 9 Αυτά δε αφού τους είπε, έμεινε εις την Γαλιλαίαν. 9 Ἀφοῦ δὲ εἶπεν εἰς αὐτοὺς ταῦτα, ἔμεινεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
10 Ὡς δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν, οὐ φανερῶς, ἀλλ’ ἐν κρυπτῷ. 10 Οταν δε ανέβησαν οι αδελφοί του εις τα Ιεροσόλυμα, τότε και αυτός ανέβηκε εις την εορτήν, όχι φανερά και επίσημα, αλλά σαν εις τα κρυφά. 10 Ὅταν δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοί του εἰς Ἱεροσόλυμα, τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν, ὄχι φανερὰ καὶ μὲ συνοδείαν πολλῶν, ἀλλ’ ἰδιωτικῶς καὶ σὰν κρυφά.
11 οἱ οὖν Ἰουδαῖοι ἐζήτουν αὐτὸν ἐν τῇ ἑορτῇ καὶ ἔλεγον· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; 11 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, τον αναζητούσαν κατά τας ημέρας της εορτής και έλεγαν· “που είναι εκείνος;” 11 Ἀφοῦ λοιπὸν ἀνέβη, χωρὶς νὰ γίνῃ δημοσίᾳ ἀντιληπτός, οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἐζήτουν κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς ἑορτῆς καὶ ἔλεγον· Ποὺ εἶναι ἐκεῖνος;
12 καὶ γογγυσμὸς πολὺς περὶ αὐτοῦ ἦν ἐν τοῖς ὄχλοις, οἱ μὲν ἔλεγον ὅτι ἀγαθός ἐστιν, ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον. 12 Και πολλοί ψυθιρισμοί και σχόλια εγίνοντο δι' αυτόν μεταξύ του λαού. Αλλοι μεν έλεγαν, ότι είναι αγαθός, άλλοι δε έλεγαν “όχι, αλλά ξεγελά τον λαόν”. 12 Καὶ πολλὰ κρυφομιλήματα μὲ παράπονα καὶ σχόλια ἄλλοτε δυσμενῆ καὶ ἄλλοτε εὐμενῆ ἐγίνοντο δι’ αὐτὸν μεταξὺ τῶν διαφόρων ὁμάδων τοῦ λαοῦ. Καὶ ἄλλοι μὲν ἔλεγον, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι καλὸς καὶ εἰλικρινής, ἄλλοι δὲ ἔλεγον· ὄχι, δὲν εἶναι καλός, ἀλλ’ ἐξαπατᾷ τὸν εὔπιστον λαόν.
13 οὐδεὶς μέντοι παρρησίᾳ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων. 13 Κανένας όμως δεν ωμιλούσε δι' αυτόν φανερά και με θάρρος, διότι εφοβούντο τους άρχοντας των Ιουδαίων, που είχαν πλέον κηρυχθή εχθροί του Χριστού. 13 Κανένας ὅμως δὲν ὡμίλει περὶ αὐτοῦ ἐλεύθερα καὶ φανερά, ἕνεκα τοῦ φόβου πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἄρχοντας, οἱ ὁποῖοι ἐμίσουν τὸν Ἰησοῦν καὶ κατεδίωκον τοὺς ὀπαδούς του.
14 Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε. 14 Οταν δε η εορτή ευρίσκετο στο μέσον, δηλαδή κατά την τετάρτην ημέραν, ανέβηκε ο Ιησούς εις την αυλήν του ναού και εδίδασκε τα πλήθη. 14 Ἀλλ’ ὅταν πλέον ἡ ἑορτὴ ἦτο εἰς τὸ μέσον καὶ εἶχον περάσει αἱ τέσσαρες πρῶται ἡμέραι της, ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ καὶ ἐδίδασκεν ἐκεῖ δημοσίᾳ.
15 ἐθαύμαζον οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· Πῶς οὗτος γράμματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς; 15 Και εθαύμαζαν οι Ιουδαίοι και έλεγαν· “πως αυτός γνωρίζει γράμματα, χωρίς να έχη μαθητεύσει εις καμμίαν ραββινικήν σχολήν;” 15 Καὶ ἐξέφραζαν τὴν ἀπορίαν καὶ ἔκπληξίν των οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγαν· Πῶς αὐτὸς γνωρίζει γράμματα, χωρὶς νὰ ἔχῃ φοιτήσει ὡς μαθητὴς εἰς ραββινικὴν σχολήν;
16 ἀπεκρίθη οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμὴ, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με· 16 Απήντησεν εις αυτούς ο Ιησούς και είπε· “η διδασκαλία μου δεν είναι ανθρωπίνη, ωσάν αυτήν που διδάσκουν οι ραββίνοι εις τας σχολάς των, αλλά ούτε και ιδική μου· είναι διδασκαλία εκείνου, ο οποίος με έστειλε στον κόσμον. 16 Εἰς αὐτοὺς λοιπόν, οἱ ὁποῖοι ἀποροῦσαν, ποῦ ἔμαθε τὰ γράμματα, ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἡ διδασκαλία, τὴν ὁποίαν διδάσκω, δὲν εἶναι ἐπινόησις ἰδική μου, ἀλλ’ εἶναι διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ τὴν καταστήσω γνωστὴν εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
17 ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ’ ἐμαυτοῦ λαλῶ. 17 Οποιος θέλει ειλικρινώς να πράττη το θέλημα του Θεού, θα γνωρίση από την προσωπικήν του πείραν, ποίον από τα δύο είναι αληθινό· Από τον Θεόν προέρχεται η διδασκαλία μου η εγώ από τον ευατόν μου την έχω επινοήσει. 17 Ὅποιος ἔχει πόθον καὶ εἰλικρινῆ διάθεσιν νὰ πράττῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ γνωρίσῃ αὐτὸς ἐκ πείρας περὶ τῆς διδασκαλίας μου, ποῖον ἐκ τῶν δύο εἶναι ἀληθές· προέρχεται δηλαδὴ αὕτη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἢ ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου καὶ κατὰ ἐπινοήσεις ἴδικάς μου διδάσκω.
18 ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ, ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστιν, καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν. 18 Εκείνος που διδάσκει από τον ευατόν του, ζητεί να δοξασθή ο ίδιος ως διδάσκαλος. Αυτός όμως που ζητεί την δόξαν εκείνου που τον έχει στείλει, αυτός είναι αληθινός εις όλα όσα λέγει, διότι κινείται από ανιδιοτελή ελατήρια και δεν υπάρχει εις αυτόν καμμία αμαρτία. 18 Ἐκεῖνος, ποὺ διδάσκει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, διδασκαλίαν δηλαδὴ ποὺ ἐπενόησε μόνος του, ἐπιδιώκει νὰ ἐπιβάλῃ τὸν ἑαυτόν του εἰς τοὺς ἄλλους ὡς διδάσκαλον καὶ ζητεῖ τὴν δόξαν τὴν ἰδικήν του· ὅποιος ὅμως ζητεῖ τὴν δόξαν ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν ἀπέστειλεν, ὅπως εἶμαι ἐγώ, αὐτὸς ὁμιλεῖ μὲ ἀνιδιοτελῆ ἐλατήρια τὴν ἀλήθειαν καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὸν καμμία παράβασις τοῦ νόμου καὶ ἁμαρτία.
19 οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον. τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι; 19 Ο Μωϋσής δεν έδωκε εις σας τον νόμον; Και όμως κανείς από σας δεν φυλάσσει τον νόμον. Διότι εάν τηρήτε τον νόμον, τότε διατί ζητείτε να με φονεύσετε, αφού ο νόμος ρητός απαγορεύει τον φόνον;” 19 Σεῖς ὅμως μὲ θεωρεῖτε παραβάτην τοῦ νόμου καὶ δὲν δέχεσθε τὴν διδασκαλίαν μου. Ἀλλὰ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ δεχθῆτε αὐτήν, ἀφοῦ ἀπορρίπτετε καὶ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Μωϋσέως, τὸν ὁποῖον τόσον πολὺ τιμᾶτε; Δὲν σᾶς ἔχει δώσει τὸν νόμον ὁ Μωϋσῆς; Καὶ ὅμως κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν φυλάττει τὸν νόμον. Πράγματι· ἐὰν φυλάττετε τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου, τότε διατὶ ἀντίθετα πρὸς τὴν ἕκτην ἐντολὴν ζητεῖτε νὰ μὲ φονεύσετε;
20 ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος καὶ εἶπε· Δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι; 20 Απήντησεν ο όχλος και είπε· “έχεις δαιμόνιον που σου σκοτίζει τον νουν. Ποιός ζητεί να σε φονεύση;” 20 Ἀπεκρίθη ὁ πολὺς λαὸς καὶ εἶπεν· Εἶσαι δαιμονισμένος καὶ τὸ δαιμόνιον σοῦ διετάραξε τὰς φρένας καὶ σοῦ δημιουργεῖ μελαγχολίαν καὶ μανίαν καταδιώξεως, ὥστε νὰ νομίζῃς, ὅτι ζητοῦν νὰ σὲ φονεύσουν. Ποῖος ζητεῖ νὰ σὲ φονεύσῃ;
21 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἓν ἔργον ἐποίησα, καὶ πάντες θαυμάζετε διὰ τοῦτο 21 Απήντησεν ο Ιησούς και τους είπε· “έκαμα ένα έργον (εθεράπευσα τον παράλυτον) και όλοι απορήσατε, διότι ενομίσατε ότι κατέλυσα την αργίαν του Σαββάτου. 21 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Ἕνα μόνον ἔργον ἔκαμα. Ἐθεράπευσα τὸν παράλυτον. Καὶ ὅλοι ἐκυριεύθητε ἀπὸ ταραχὴν καὶ ἀπορίαν, ἐπειδὴ νομίζετε, ὅτι μὲ αὐτὸ κατελύθη ἡ ἐντολὴ τοῦ Σαββάτου.
22 Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωϋσέως ἐστὶν, ἀλλ’ ἐκ τῶν πατέρων, καὶ ἐν σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον. 22 Ο Μωϋσής σας έδωσε την περιτομήν. Δια την ακρίβειαν, δεν έχει καθιερωθή από τον Μωϋσέα η περιτομή, αλλά από την παράδοσιν των παλαιοτέρων προγόνων σας. Και εάν τύχη η ογδόη ημέρα από την γέννησιν του βρέφους να είναι Σαββατον, και τότε κάνετε περιτομήν στον άνθρωπον. 22 Ἀλλὰ διότι τοιαύτη εἶναι ἡ αἰτία τῆς ταραχῆς σας, σᾶς λέγω τὰ ἑξῆς: Σᾶς ἔδωκεν ὁ Μωϋσῆς τὴν περιτομήν, ἀφοῦ γίνεται λόγος περὶ αὐτῆς εἰς τὸν μωσαϊκὸν νόμον. Λέγω δέ, ὅτι σᾶς ἔδωκεν ὁ Μωϋσῆς τὴν περιτομήν, ὄχι διότι ἡ περιτομὴ ὡρίσθη ἀπὸ τὸν Μωϋσὴν καὶ ἔλαβεν ἀρχὴν ἀπὸ τὴν νομοθεσίαν του, ἀλλ’ εἶναι αὕτη παράδοσις ἐκ τῶν παλαιῶν προγόνων μας. Καὶ ἐὰν τύχῃ νὰ εἶναι Σάββατον ἡ ὀγδόη ἡμέρα τοῦ βρέφους, κατὰ τὴν ὁποίαν γίνεται ἡ περιτομή του, δὲν ἀναβάλλετε αὐτὴν διὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἀλλὰ περιτέμνετε κατὰ τὸ Σάββατον τὸν ἄνθρωπον.
23 εἰ περιτομὴν λαμβάνει ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ, ἵνα μὴ λυθῇ ὁ νόμος Μωϋσέως, ἐμοὶ χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ! 23 Εάν, λοιπόν, υποχρεωτικώς παίρνη ο άνθρωπος περιτομήν κατά το Σαββατον, δια να μη καταλυθή ο νόμος του Μωϋσέως, που ορίζει πως οπωσδήποτε κατά την ογδόην ημέραν πρέπει να γίνη η περιτομή, σεις εκδηλώνετε όλην την πικρίαν σας εναντίον μου, διότι ολόκληρον άνθρωπον τον έκαμα υγιή κατά την ημέραν του Σαββάτου! 23 Ἐὰν λοιπὸν θεωρῆτε ἐπιβεβλημένον νὰ λαμβάνῃ περιτομὴν ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὸ Σάββατον, διὰ νὰ μὴ ἀθετηθῇ ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως, ὁ ὁποῖος ὁρίζει νὰ γίνεται ἡ περιτομὴ κατὰ τὴν ὀγδόην ἀπὸ τῆς γεννήσεως ἡμέραν, πῶς θυμώνετε ἔναντίον μου, διότι οὐχὶ μέλος τι τοῦ σώματος ἐπεμελήθην, ὅπως γίνεται ἐν τῇ περιτομῇ, ἀλλ’ ἄνθρωπον ὁλόκληρον ἰάτρευσα κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, ἀποδώσας τὴν ὑγείαν εἰς τὸ παραλυμένον σῶμα του καὶ ὁδηγήσας τὴν ψυχήν του διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας;
24 μὴ κρίνετε κατ’ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε. 24 Μη σχηματίζετε κρίσεις από τα εξωτερικά φαινόμενα, αλλά να κρίνετε δικαίως, όπως επιβάλλουν τα πράγματα, η λογική και ο Θεός”. 24 Μὴ δικάζετε καὶ μὴ σχηματίζετε κρίσεις μὲ ἐπιπολαιότητα σύμφωνα μὲ τὴν ἐξωτερικὴν ὄψιν καὶ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα. Ἀλλὰ κρίνατε δίκαια. Κρίνατε τὴν κρίσιν, ποὺ βγαίνει ἀπὸ αὐτὰ τὰ πράγματα. Φαινομενικῶς ἡ θεραπεία τοῦ παραλύτου ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου παρουσιάζεται ὡς παράβασις τοῦ νόμου. Πραγματικῶς ὅμως εἶναι συμμόρφωσις πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐπιβάλλει νὰ μὴ χάνωμεν καμμίαν εὐκαιρίαν πρὸς ἀγαθοεργίαν.
25 Ἔλεγον οὖν τινες ἐκ τῶν Ἱεροσολυμιτῶν· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι; 25 Ελεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Ιεροσολυμίτας· “δεν είναι αυτός, που οι άρχοντες ζητούν να τον φονεύσουν; 25 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ποὺ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἱεροσολυμίτας. Δὲν εἶναι αὐτός, τὸν ὁποῖον οἱ ἄρχοντες ζητοῦν νὰ φονεύσουν;
26 καὶ ἴδε παρρησίᾳ λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι. μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός; 26 Και ιδού, ότι ομιλεί άφοβα και φανερά και τίποτε δεν αντιλέγουν εις αυτόν. Μηπως πραγματικά εκατάλαβαν οι άρχοντες, ότι αυτός αληθώς είναι ο Χριστός; 26 Καὶ ὅμως ἰδού, ὅτι ὁμιλεῖ ἐλεύθερα καὶ φανερὰ καὶ δὲν τὸν διακόπτει κανείς, οὔτε τοῦ λέγουν τίποτε. Μήπως εἰς τὰ σωστὰ ἀνεγνώρισαν οἱ ἄρχοντες, ὅτι αὐτὸς εἶναι πράγματι ὁ Χριστός;
27 ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν. 27 Αλλά τούτον εδώ γνωρίζομεν καλά από που και από ποιούς κατάγεται. Ο Χριστός όμως όταν έλθη, κανείς δεν γνωρίζει από που και πότε έρχεται”. 27 Ἀλλὰ αὐτὸς ἐδῶ γνωρίζομεν ἀπὸ ποὺ εἶναι καὶ ἀπὸ ποίους κατάγεται· ὁ Χριστὸς ὅμως, ὅταν θὰ ἔλθῃ, κανεὶς δὲν ἠξεύρει οὔτε τὸν χρόνον τῆς ἐμφανίσεώς του, ἀλλ’ οὔτε καὶ τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον θὰ ἔλθῃ.
28 ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων ὁ Ἰησοῦς καὶ λέγων· Κἀμὲ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί· καὶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα, ἀλλ’ ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε· 28 Εφώναξε με μεγάλην φωνήν ο Ιησούς τότε εις τας αυλάς του ναού διδάσκων και λέγων· “και εμέ γνωρίζετε και από που είμαι γνωρίζετε. Η γνώσις σας όμως είναι ατελής. Διότι δεν γνωρίζετε, ότι εγώ δεν έχω έλθει από τον εαυτόν μου, αλλά έχω έλθει από τον Θεόν, που με έστειλε και ο οποίος είναι ο απολύτως αληθινός. Αυτόν όμως εσείς δεν τον γνωρίζετε. Δι' αυτό δε και δεν είσθε εις θέσιν να γνωρίσετε την γνησίαν και αληθή αποστολή μου. 28 Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς θεληματικῆς τυφλώσεως, ποὺ ἐδείκνυον οἱ Ἰουδαῖοι, ὕψωσεν ὁ Ἰησοῦς τὴν φωνήν του μέσα εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ διδάσκων καὶ λέγων· Καὶ ἐμὲ γνωρίζετε καὶ ἠξεύρετε ἀπὸ ποὺ εἶμαι. Ἀλλ’ ἡ γνῶσις σας αὐτὴ περὶ ἐμοῦ δὲν εἶναι πλήρης. Σεῖς γνωρίζετε μόνον, ὅτι εἶμαι ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ. Καὶ ὅμως δὲν ἔχω ἔλθει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου, ὅπως ὑποθέτετε σεῖς, ἀλλ’ ἡ ἀποστολή μου εἶναι γνησία καὶ ἀληθινή, διότι πραγματικὸς καὶ ἀληθινὸς εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε, τὸν ὁποῖον σεῖς δὲν ἠξεύρετε.
29 ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ’ αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν. 29 Εγώ όμως τον γνωρίζω, διότι έχω γεννηθή προαιωνίως από αυτόν και έχω, ως Θεός, την αυτήν με εκείνον ουσίαν και φύσιν, και εκείνος με έστειλεν στον κόσμον”. 29 Ἐγὼ ὅμως τὸν γνωρίζω, διότι ἔχω γεννηθῇ ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἔχω ὡς Θεὸς τὴν αὐτὴν φύσιν καὶ οὐσίαν μὲ αὐτόν. Ἀλλ’ ἐπὶ πλέον αὐτὸς μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον καὶ δι’ αύτὸ μὲ βλέπετε μεταξύ σας ὡς ὅμοιόν σας ἄνθρωπον.
30 Ἐζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι, καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὴν χεῖρα, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ. 30 Εξ αιτίας αυτών που είπε, εζητούσαν πάλιν να τον πιάσουν οι Ιουδαίοι. Κανείς όμως δεν άπλωσε εις αυτόν το χέρι, διότι ακόμη δεν είχεν έλθει η ώρα, η ωρισμένη από τον Θεόν. 30 Ἕνεκα λοιπὸν τῶν διακηρύξεων καὶ ἀξιώσεων αὐτῶν τοῦ Ἰησοῦ ἐπεδίωκον οἱ Ἰουδαῖοι νὰ τὸν συλλάβουν, καὶ ὅμως κανεὶς δὲν ἔβαλεν ἐπάνω του χέρι, διότι δὲν εἶχεν ἔλθει ἀκόμη ὁ ὑπὸ τῆς θείας Προνοίας ὡρισμένος καιρὸς καὶ ἡ προκαθορισμένη ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ὑφίστατο τὸν σταυρικόν του θάνατον.
31 πολλοὶ δὲ ἐκ τοῦ ὄχλου ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν καὶ ἔλεγον ὅτι ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ, μήτι πλείονα σημεῖα τούτων ποιήσει ὧν οὗτος ἐποίησεν; 31 Πολλοί δε από τον λαόν επίστευσαν εις αυτόν και έλεγαν, ότι “ο Χριστός, όταν έλθη, μήπως θα κάμη περισσότερα θαύματα από όσα έκαμε αυτός;” 31 Πολλοὶ δὲ ἀπὸ τὰς κατωτέρας τάξεις τοῦ λαοῦ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν καὶ ἔλεγαν, ὅτι· Ὅταν ἔλθῃ ὁ Χριστός, μήπως θὰ κάμῃ περισσότερα θαύματα ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα ἔκαμεν αὐτός;
32 Ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ὄχλου γογγύζοντος περὶ αὐτοῦ ταῦτα, καὶ ἀπέστειλαν ὑπηρέτας οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα πιάσωσιν αὐτόν. 32 Ηκουσαν οι Φαρισαίοι τον όχλον να κρυφομιλούν ευνοϊκά δια τον Χριστόν και να γογγύζουν κατά των αρχόντων και έστειλαν υπηρέτας οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς, δια να τον συλλάβουν. 32 Ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι τὸν πολὺν λαὸν νὰ κρυφομιλῇ τὰ εὐνοϊκὰ αὐτὰ σχόλια δι’ αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν ὑπηρέτας οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς διὸ νὰ τὸν συλλάβουν.
33 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· Ἔτι μικρὸν χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι καὶ ὑπάγω πρὸς τὸν πέμψαντά με. 33 Είπε, λοιπόν, τότε ο Ιησούς· “ακόμη ολίγον χρόνον είμαι μαζή σας και πηγαίνω προς τον Πατέρα, ο οποίος με έστειλεν στον κόσμον. 33 Ὡς ἐκ τούτου λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος διέκρινε τὰς προθέσεις αὐτὰς τῶν ἀρχόντων, εἶπεν· Ἀκόμη ὀλίγον χρόνον εἶμαι μαζί σας ἐπὶ τῆς γῆς φροντίζων διὰ τὴν σωτηρίαν σας. Σπεύσατε λοιπὸν νὰ πιστεύσητε καὶ νὰ σωθῆτε. Διότι φεύγω καὶ πηγαίνω πάλιν πρὸς τὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον.
34 ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε· καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν. 34 Θα με ζητήσετε κάποτε (όταν βαρειές πέσουν επάνω σας οι συμφορές), και δεν θα με εύρετε. Και εκεί, πλησίον του Πατρός στους ουρανούς, που είμαι ως Θεός, πηγαίνω δε και ως άνθρωπος, δεν ημπορείτε σεις να έλθετε”. 34 Καὶ ἐὰν ὑποτεθῇ, ὅτι εἰς τὴν ἀπελπισίαν σας μὲ ζητήσετε κάποτε, δὲν θὰ μὲ εὕρετε. Καὶ ἐκεῖ, ὅπου εἶμαι καὶ τώρα ὡς Θεὸς καὶ ὅπου θὰ ὑπάγω μετ’ ὀλίγον καὶ ὡς ἄνθρωπος, σεῖς δὲν ἠμπορεῖτε νὰ ἔλθετε, διότι μόνον ἐγώ, εἰς τὸν ὁποῖον σεῖς ἀπιστεῖτε, δύναμαι ἐκεῖ νὰ σᾶς ὁδηγησω.
35 εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς ἑαυτούς· Ποῦ οὗτος μέλλει πορεύεσθαι, ὅτι ἡμεῖς οὐχ εὑρήσομεν αὐτόν; μὴ εἰς τὴν διασπορὰν τῶν Ἑλλήνων μέλλει πορεύεσθαι καὶ διδάσκειν τοὺς Ἕλληνας; 35 Είπαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι μεταξύ των· “που αυτός πρόκειται να υπάγη και ημείς δεν θα τον εύρωμεν; Μηπως πρόκειται να πορευθή στους διασκορπισμένους μεταξύ των Ελλήνων Ιουδαίους και να διδάκη τους Ελληνας; 35 Εἶπον λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι μεταξύ των· Εἰς ποῖον μέρος πρόκειται νὰ ὑπάγῃ αὐτός, ὥστε ἡμεῖς δὲν θὰ τὸν εὕρωμεν πλέον; Μήπως πρόκειται νὰ ἀφήσῃ τὴν εὐλογημενην χώραν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ νὰ ὑπάγῃ εἱς τοὺς μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων ἐγκατεστημένους καὶ διεσπαρμένους Ἰουδαίους καὶ νὰ διδάσκῃ τοὺς Ἕλληνας ἐξευτελίζων οὕτω τὸν ἑαυτόν του;
36 τίς ἐστιν οὗτος ὁ λόγος ὃν εἶπε, ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν; 36 Ποίον είναι το νόημα αυτού του λόγου που είπε, ότι δηλαδή θα με αναζητήσετε και δεν θα με εύρετε και όπου είμαι εγώ, σεις δεν ημπορείτε να έλθετε;” 36 Τί σημαίνει αὐτὸς ὁ λόγος, τὸν ὁποῖον εἶπε· θὰ μὲ ζητήσετε καὶ δὲν θὰ μὲ εὕρετε, καὶ ὅπου εἶμαι ἐγώ, σεῖς δὲν μπορεῖτε νὰ ἔλθετε;
37 Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. 37 Κατά την τελευταίαν δε μεγάλην ημέραν της εορτής εστάθη ο Ιησούς και με ισχυράν φωνήν είπεν· “εάν κανείς διψά πνευματικά και αιώνια αγαθά, λύτρωσιν, ειρήνην και χαράν, ας έλθη κοντά μου και ας πίνη την αλήθειαν που προσφέρω, δια να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον βαθείς και ευγενείς πόθοι του. 37 Κατὰ τὴν τελευταίαν δὲ καὶ ἐπισημοτέραν ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς ἔστεκεν ὄρθιος ὁ Ἰησοῦς καὶ μὲ ζωηρὰν φωνὴν εἶπεν· Ἐὰν κανεὶς αἰσθάνεται πόθον καὶ δίψαν ὄχι δι’ ἀγαθὰ ὑλικὰ καὶ φθαρτά, ἀλλὰ διὰ τὴν ἐσωτερικὴν γαλήνην καὶ τὴν μακαριότητα τῆς θείας ζωῆς, ἂς ἔρχεται πρὸς ἐμὲ διὰ τῆς πίστεως καὶ ἂς πίνῃ ἐλεύθερα. Πλησίον μου θὰ ἰκανοποιηθοῦν ὅλοι οἱ εὐγενεῖς του πόθοι καὶ θὰ εὕρῃ ἀνάπαυσιν ἡ ψυχή του.
38 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. 38 Εκείνος που πιστεύει εις εμέ, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνη αστείρευτος πνευματική πηγή· και από την καρδίαν του θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό”. 38 Ἀπὸ τὴν καρδίαν καὶ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς ἐκείνου, ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τῆς Γραφῆς, θὰ τρέξουν ποταμοὶ ὕδατος, ποὺ θὰ εἶναι πάντα τρεχούμενο, διὰ νὰ ποτίζεται ὄχι μόνον ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ ἔρχονται εἰς σχέσιν μὲ αὐτόν.
39 τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύσαντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. 39 Αυτό δε είπε ο Κυριος δια το Αγιον Πνεύμα, το οποίον έμελλον να λάβουν όσοι θα επίστευον εις αυτόν, διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθή εις κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή με την μεγάλην θυσίαν και με την ένδοξον ανάληψίν του. 39 Τοὺς λόγους δὲ αὐτοὺς εἶπεν ὁ Κύριος διὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον ἔμελλον μετὰ τὴν ἀνάληψίν του εἰς τοὺς οὐρανοὺς νὰ λαμβάνουν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἐπίστευον εἰς αὐτόν. Διότι εἶχον μὲν δοθῇ προτήτερα χαρίσματα προφητικὰ καὶ θαυματουργικὰ εἰς ἄνδρας δικαίους καὶ προφήτας, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἀναγεννᾷ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μεταδίδει εἰς αὐτοὺς τὴν θείαν καὶ μακαρίαν ζωήν, δὲν εἶχε δοθῇ εἰς κανένα. Καὶ δὲν εἶχε δοθῇ ἡ χάρις αὐτὴ τοῦ Πνεύματος, διότι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχεν ἀκόμη δοξασθῆ διὰ τοῦ παθήματος καὶ τῆς ἀναλήψεώς του.
40 πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· 40 Πολλοί, λοιπόν, από τον λαόν, όταν ήκουσαν την διδασκαλίαν αυτήν, έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο προφήτης, που έχει προαναγγείλει ο Μωϋσής. 40 Πολλοὶ λοιπὸν ἀπὸ τὸν λαόν, οἱ ὁποῖοι ἤκουσαν τοὺς λόγους αὐτούς, ποὺ ἐκήρυξεν ὁ Κύριος κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς ἑορτῆς, ἔλεγον· Πράγματι αὐτὸς εἶναι ὁ προφήτης, ποὺ μᾶς προανήγγειλεν ὁ Μωϋσῆς.
41 ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 41 Αλλοι έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο Χριστός”. Αλλοι έλεγαν· “δεν είναι ο Χριστός, διότι μήπως από την Γαλιλαίαν θα έλθη ο Χριστός; 41 Ἄλλοι ἔλεγον· Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. Ἄλλοι ἔλεγον· Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ὁ Χριστός· διότι μήπως ἔρχεται ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν;
42 οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλέεμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 42 Δεν είπε η Γραφή, ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαυΐδ και έρχεται από το χωρίον Βηθλεέμ, όπου εγεννήθη και έζησεν ο Δαυΐδ;” 42 Δὲν εἶπεν ἡ Γραφή, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβὶδ καὶ ἀπὸ τὸ χωρίον Βηθλεέμ, ὅπου ἐγεννήθη καὶ ἐμεγαλωσεν ὁ Δαβίδ;
43 σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. 43 Εγινε, λοιπόν, αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ του λαού εξ αιτίας αυτού. 43 Προεκλήθη λοιπὸν διαίρεσις καὶ διαφωνία μεταξὺ τοῦ λαοῦ δι’ αὐτόν.
44 τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. 44 Μερικοί δε από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν άπλωσε επάνω του το χέρι. 44 Μερικοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἤθελον νὰ τὸν συλλάβουν, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἐτόλμησε νὰ βάλῃ ἐπάνω του τὰς χεῖρας, καθ’ ὅσον ἀόρατος δύναμις συνεκράτει καὶ παρημπόδιζεν αὐτούς.
45 Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; 45 Επέστρεψαν, λοιπόν, οι υπηρέται στους αρχιερείς και Φαρισαίους, χωρίς να έχουν συλλάβει τον Χριστόν και τους είπαν εκείνοι· “διατί δεν τον εφέρατε εδώ;” 45 Ἐπειδὴ λοιπὸν κανεὶς δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν συλλάβῃ, ἦλθαν εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τοὺς Φαρισαίους οἱ ὑπηρέται, χωρὶς νὰ κάμουν τίποτε. Καὶ εἶπον εἰς αὐτοὺς ἐκεῖνοι· Διατὶ δὲν τὸν ἐφέρατε, ἀφοῦ καὶ δημοσίᾳ ἐνεφανίσθη καὶ πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος μὲ δυσμένειαν τὸν ἤκουαν καὶ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ σᾶς βοηθήσουν διὰ νὰ μὴ σᾶς διαφύγῃ;
46 ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. 46 Απεκρίθησαν οι υπηρέται· “ποτέ μέχρι σήμερα άλλος άνθρωπος δεν εδίδαξε έτσι, όπως διδάσκει αυτός ο άνθρωπος”. 46 Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἐδίδαξεν ἄλλος ἄνθρωπος μὲ τόσην σοφίαν καὶ δύναμιν καὶ χάριν, μὲ ὅσην διδάσκει ὁ ἄνθρωπος αὐτός.
47 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; 47 Απεκρίθησαν τότε οι Φαρισαίοι εις αυτούς· “μήπως και σεις έχετε παρασυρθή από αυτόν εις την πλάνην; 47 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστον αὐτὴν ἀπάντησιν τῶν ὑπηρετῶν ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτοὺς οἰ Φαρισαῖοι· Μήπως καὶ σεῖς, ποὺ εἶσθε πάντοτε πλησίον μας καὶ ἀκούετε τὴν διδασκαλίαν μας, ἔχετε πλανηθῇ ἀπὸ αὐτόν, ὅπως τὰ ἀμαθῆ πλήθη τοῦ λαοῦ;
48 μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; 48 Μηπως επίστευσεν εις αυτόν κανείς από τους άρχοντας η από τους Φαρισαίους; Κανείς δεν επίστευσε, διότι αυτοί μόνοι γνωρίζουν την αλήθειαν και έχουν ορθή κρίσιν. 48 Μήπως ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας, μόνους ἁρμοδίους νὰ κρίνουν ἐπὶ θρησκευτικῶν ζητημάτων, ἢ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἄγρυπνοι φύλακες τῶν παραδόσεων καὶ τῆς ὀρθῆς πίστεως;
49 ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! 49 Αλλά επίστευσεν αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμον και δι' αυτό είναι καταράμενοι!” 49 Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἐπίστευσεν, ἀλλὰ μόνον ὁ ὄχλος αὐτός, ποὺ δὲν ἠξεύρει τὸν νόμον καὶ δι’ αὐτὸ εἶναι καταραμένοι.
50 λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· 50 Λεγει τότε προς αυτούς ο Νικόδημος, που ήτο ένας από αυτούς και ο οποίος είχεν επισκεφθή νύκτα τον Χριστόν· 50 Λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Νικόδημος, ἐκεῖνος ποὺ ἦλθεν εἰς τὸν Ἰησοῦν ἐν καιρῷ νυκτὸς καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο ἕνας ἀπὸ αὐτούς, διότι ἦτο καὶ αὐτὸς μέλος τοῦ συνεδρίου.
51 Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; 51 “μήπως ο νόμος μας καταδικάζει τον άνθρωπον, εάν ο δικαστής δεν ακούση πρώτον από αυτόν την απολογίαν του και μάθη τι έχει κάμει;” 51 Μήπως ὁ νόμος μας καταδικάζει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν δὲν τὸν ἀκούσῃ προτήτερα ὁ δικαστής, ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὸν νόμον καὶ μάθῃ ἀπὸ τὴν ἀπολογίαν του τί ἀξιοκατάκριτον καὶ ἀξιόποινον ἔκαμε;
52 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. 52 Απήντησαν και του είπαν· “μήπως και συ είσαι από την Γαλιλαίαν; Ερεύνησε και μάθε, ότι προφήτης δεν έχει έως τώρα βγη από την Γαλιλαίαν”. (Η αξία του ανθρώπου δεν έγκειται στον τόπον καταγωγής, αλλά εις την αρετήν και τα έργα του). 52 Ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι καὶ τοῦ εἶπαν· Μήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Ἐξέτασε καὶ εὔκολα θὰ ἴδῃς καὶ θὰ πεισθῇς ἀπὸ τὰ πράγματα ὅτι προφήτης ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν δὲν ἔχει βγῇ ἕως τώρα.
53 Καὶ ἀπῆλθεν ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 53 Διέλυσαν τότε την συνεδρίασίν των με ταραχήν και επήγε ο καθένας στο σπίτι του. 53 Καὶ ἐπῆγεν ὁ καθένας των εἰς τὸ σπίτι του, διαλύσαντες ἐν ταραχῇ καὶ συγχύσει τὴν συνεδρίαν των.