Κυριακή, 01 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:23
Δύση: 17:07
Σελ. 1 ημ.
336-30
16ος χρόνος, 6133η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 

 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Μετὰ ταῦτα ἀπῆλθεν ὁ Ἰησοῦς πέραν τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας τῆς Τιβεριάδος· 1 Επειτα από αυτά ανεχώρησεν ο Ιησούς εις τα μέρη της Γαλιλαίας και επέρασε μαζή με τους μαθητάς του στο απέναντι μέρος της θαλάσσης της Γαλιλαίας, η οποία ονομάζεται και θάλασσα της Τιβεριάδος. 1 Μετὰ ταῦτα ἀνεχώρησεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας, ἡ ὁποία ὀνομάζεται καὶ Τιβεριάς.
2 καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, ὅτι ἑώρων αὐτοῦ τὰ σημεῖα ἃ ἐποίει ἐπὶ τῶν ἀσθενούντων. 2 Και τον ακολουθούσε πολύς λαός, διότι έβλεπαν τα θαύματα που έκαμνε δια την θεραπείαν των ασθενών. 2 Καὶ τὸν ἠκολούθει πολὺς λαός, διότι ἔβλεπε τὰ θαύματά του, ποὺ ἔκανεν ἐπὶ τῶν ἀρρώστων.
3 ἀνῆλθε δὲ εἰς τὸ ὄρος ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐκεῖ ἐκάθητο μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ. 3 Ανέβηκε δε στο όρος ο Ιησούς και εκεί εκάθισε μαζή με τους μαθητάς του. 3 Ἀνέβη δὲ εἰς τὸ πλησίον ὅρος ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐκάθητο ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα μαθητάς του.
4 ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα, ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων. 4 Επλησίαζε δε το πάσχα, η μεγάλη αυτή εορτή των Ιουδαίων. 4 Ἐπλησίαζε δὲ τὸ Πάσχα, ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων.
5 ἐπάρας οὖν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ θεασάμενος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτὸν, λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον· Πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν οὗτοι; 5 Και καθώς εσήκωσε ο Ιησούς τα μάτια και είδεν ότι πολύς λαός έρχεται προς αυτόν, είπε προς τον Φιλιππον· “από που και με τι χρήματα θα αγοράσωμεν ψωμιά, δια να φάγουν αυτοί οι άνθρωποι;”. 5 Ἐνῷ λοιπὸν ἦτο ἀπησχολημένος καὶ ἐδίδασκε τοὺς μαθητάς του, ἐσήκωσεν ὁ Ἰησοῦς τὰ μάτια του καὶ ὅταν παρετήρησεν, ὅτι ἔρχεται πρὸς αὐτὸν πολὺς λαός, λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν περιφέρειαν ἐκείνην· Ἀπὸ ποῖον μέρος καὶ μὲ τί χρήματα θὰ ἀγοράσωμεν ψωμιά, διὰ νὰ φάγουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί;
6 τοῦτο δὲ ἔλεγε πειράζων αὐτόν· αὐτὸς γὰρ ᾔδει τί ἔμελλε ποιεῖν. 6 Ελεγε δε τούτο ο Κυριος, δια να δοκιμάση την πίστιν του Φιλίππου. Διότι αυτός εγνώριζε πολύ καλά τι επρόκειτο με την παντοδυναμίαν του να κάμη έντος ολίγου. 6 Ἔλεγε δὲ τοῦτο ὁ Κύριος δοκιμάζων τὴν πίστιν τοῦ Φιλίππου, καὶ ὄχι ἐπειδὴ εὑρίσκετο πραγματικῶς εἰς ἀπορίαν περὶ τοῦ τί νὰ κάμῃ. Διότι ὁ Κύριος εἶχε λάβει πλέον τὰς άποφάσεις του καὶ ἐγνώριζε τί ἔμελλε νὰ κάμῃ.
7 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Φίλιππος· Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκοῦσιν αὐτοῖς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχύ τι λάβῃ. 7 Απήντησεν εις αυτούς ο Φιλιππος· “ούτε διακοσίων δηναρίων ψωμιά δεν αρκούν εις αυτούς, όχι να χορτάσουν, αλλά δια να πάρη ο κάθε ένας ένα μικρό κόμματι”. 7 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος· ψωμιὰ ἀξίας διακοσίων δηναρίων δὲν φθάνουν εἰς αὐτούς, ὅχι διὰ νὰ χορτασθοῦν, ἀλλὰ διὰ νὰ πάρῃ ὁ καθένας των ἕνα μικρὸ κομμάτι.
8 λέγει αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου· 8 Λεγει εις αυτόν ένας από τους μαθητάς του, ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σιμωνος Πετρου· 8 Λέγει εἰς αὐτὸν ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὁ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου·
9 Ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους; 9 “είναι εδώ κάποιος νέος, που έχει πέντε κρίθινα ψωμιά και δύο ψάρια· αλλά τι είναι αυτά εμπρός εις τόσο πλήθος ανθρώπων;” 9 Ὑπάρχει ἐδῶ κάποιος νέος, ποὺ ἔχει πέντε ψωμιὰ κρίθινα καὶ δύο ψάρια. Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὰ τὰ ὁλίγα διὰ τόσον πολὺν λαόν;
10 εἶπεν δὲ ὁ Ἰησοῦς· Ποιήσατε τοὺς ἀνθρώπους ἀναπεσεῖν· ἦν δὲ χόρτος πολὺς ἐν τῷ τόπῳ. ἀνέπεσον οὖν οἱ ἄνδρες τὸν ἀριθμὸν ὡσεὶ πεντακισχίλιοι. 10 Ο Ιησούς όμως τους είπε· “Βαλτε τους ανθρώπους να καθίσουν”. Υπήρχε δε πολύ χορτάρι στον τόπον, διότι ήτο άνοιξις. Εκάθισαν, λοιπόν, πρώτον οι άνδρες των οποίων ο αριθμός έφθανε περίπου τας πέντε χιλιάδας. 10 Άλλ’ ὁ Ἰησοῦς εἶπε τότε· Βάλετε τοὺς ἀνθρώπους νὰ καθήσουν κάτω. Ἦτο δὲ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην χόρτος πολὺς φυτρωμένος εἰς τὸν τόπον. Ἐκάθησαν λοιπὸν κάτω πρῶτον οἱ ἄνδρες, τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμὸς ἔφθανε περίπου τὰς πέντε χιλιάδας.
11 ἔλαβε δὲ τοὺς ἄρτους ὁ Ἰησοῦς καὶ εὐχαριστήσας διέδωκε τοῖς μαθηταῖς, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ἀνακειμένοις· ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν ὀψαρίων ὅσον ἤθελον. 11 Επήρε δε ο Ιησούς εις τα χέρια του τα ψωμιά και αφού ευχαρίστησε τον πατέρα, εμοίρασε στους μαθητάς, οι δε μαθηταί εμοίρασαν στους καθισμένους εκεί ανθρώπους. Το ίδιο έκαμαν και με τα ψάρια και έδιδαν στον καθένα όσο ήθελε, δια να χορτάση. 11 Ἐπῆρε δὲ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰς χεῖρας του τοὺς ἄρτους καὶ ἀφοῦ ηὐχαρίστησε τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος μᾶς παρέχει ὅλα τὰ ἀγαθά, διεμοίρασεν εἰς τοὺς μαθητάς, οἱ δὲ μαθηταὶ διένειμαν τὰ κομμάτια εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἐκάθηντο· ὁμοίως ἐμοίρασαν καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια, ὅσον ἤθελεν ὁ καθένας διὰ νὰ χορτάσῃ.
12 ὡς δὲ ἐνεπλήσθησαν, λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Συναγάγετε τὰ περισσεύσαντα κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται. 12 Αφού δε εχόρτασαν όλοι, είπεν ο Ιησούς στους μαθητάς του· “μαζέψτε τα κομμάτια που επερίσσεψαν, δια να μη χαθή τίποτε”. 12 Ἀφοῦ δὲ ἐχορτάσθησαν ὅλοι, λέγει ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς μαθητάς του· Μαζεύσατε τὰ κομμάτια, ποὺ ἐπερίσσευσαν, ὥστε νὰ μὴ χαθῇ τίποτε.
13 συνήγαγον οὖν καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων ἐκ τῶν πέντε ἄρτων τῶν κριθίνων ἃ ἐπερίσσευσε τοῖς βεβρωκόσιν. 13 Τα εμάζεψαν, λοιπόν, και εγέμισαν δώδεκα κοφίνια από τα κομμάτια των πέντε κριθίνων άρτων, τα οποία επερίσσεψαν εις εκείνους που είχαν φάγει. 13 Ἐμάζευσαν λοιπὸν καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνια μὲ κομμάτια ἀπὸ τὰ πέντε κριθαρένια ψωμιά, τὰ ὁποῖα εἶχαν περισσεύσει εἰς ἐκείνους, ποὺ εἶχαν φάγει.
14 Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ ἐποίησε σημεῖον ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον. 14 Οι άνθρωποι, λοιπόν, όταν είδαν αυτό το καταπληκτικό θαύμα, που έκαμεν ο Ιησούς, έλεγαν ότι αυτός πράγματι είναι ο προφήτης εκείνος, που σύμφωνα με την προφητείαν του Μωϋσέως έρχεται στον κόσμον. 14 Οἱ ἄνθρωποι λοιπόν, ὅταν εἶδαν τὸ θαῦμα αύτό, ποὺ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγαν ὅτι· Αὐτὸς εἶναι πραγματικῶς ὁ προφήτης, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὴν εἰς τὸ Δευτερονόμιον προφητείαν τοῦ Μωϋσέως πρόκειται νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν κόσμον.
15 Ἰησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα, ἀνεχώρησε πάλιν εἰς τὸ ὄρος αὐτὸς μόνος. 15 Ο Ιησούς, λοιπόν, επειδή αντελήφθη καθαρώτατα, ότι οι άνθρωποι εκείνοι επάνω στον ενθουσιασμόν των, επρόκειτο να έλθουν να τον αρπάξουν, δια να τον ανακηρύξουν βασιλέα, έφυγε πάλιν μόνος του στο όρος. 15 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἐντύπωσιν καὶ τὸν ἐνθουσιασμὸν αὐτὸν τοῦ πλήθους, ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ ἀντελήφθη, ὅτι σκοπεύουν νὰ ἔλθουν καὶ νὰ τὸν ἁρπάσουν διὰ νὰ τὸν κάμουν διὰ τῆς βίας βασιλέα, ἀνεχώρησε πάλιν εἰς τὸ ὅρος ὁλομόναχος, ἀφοῦ προηγουμένως ἠνάγκασε τοὺς μαθητάς του νὰ ἀναχωρήσουν μὲ πλοῖον.
16 Ὡς δὲ ὀψία ἐγένετο, κατέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν θάλασσαν, 16 Και οι μαθηταί, όταν ενύκτωσε, κατέβηκαν, από εκεί που είχε γίνει το θαύμα, εις την θάλασσαν. 16 Πράγματι δὲ ὅταν ἔγινε βράδυ, κατέβησαν οἱ μαθηταί του ἀπὸ τὸ μέρος, ποὺ ἔγινε τὸ θαῦμα τῆς διατροφῆς, εἰς τὴν θάλασσαν.
17 καὶ ἐμβάντες εἰς τὸ πλοῖον ἤρχοντο πέραν τῆς θαλάσσης εἰς Καπερναούμ. καὶ σκοτία ἤδη ἐγεγόνει καὶ οὐκ ἐληλύθει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, 17 Και αφού εμπήκαν στο πλοίον, επήγαιναν στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, εις την Καπερναούμ. Και ενώ είχε πλέον γίνει σκοτάδι, ο Ιησούς δεν είχεν έλθει εις αυτούς. 17 Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκαν εἰς τὸ πλοῖον, ἐπήγαιναν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, εἰς τὴν Καπερναούμ. Καὶ εἶχε γίνει πλέον σκοτάδι καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχεν ἔλθει εἰς αὐτούς.
18 ἥ τε θάλασσα ἀνέμου μεγάλου πνέοντος διεγείρετο. 18 Επειδή δε εφυσούσε δυνατός άνεμος, η θάλασσα όλο και εσηκώνετο εις αγριώτερα κύματα. 18 Καὶ ἡ θάλασσα ἐν τῷ μεταξὺ ἐφούσκωνε καὶ ἐσηκώνετο ὀλονὲν ἀγριωτέρα λόγῳ τῶν κυμάτων, ἐπειδὴ ἔπνεεν ἄνεμος σφοδρὸς καὶ βίαιος.
19 ἐληλακότες οὖν ὡς σταδίους εἴκοσι πέντε ἢ τριάκοντα θεωροῦσι τὸν Ἰησοῦν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐγγὺς τοῦ πλοίου γινόμενον, καὶ ἐφοβήθησαν. 19 Αφού, λοιπόν, είχαν προχωρήσει εικόσι πέντε με τριάντα στάδια, δηλαδή πέντε έως πεντέμισυ χιλιόμετρα, βλέπουν έξαφνα τον Ιησούν να περιπατή επάνω εις την θάλασσαν, να έρχεται κοντά στο πλοίον και εφοβήθησαν. 19 Ἀφοῦ λοιπὸν εἶχαν προχωρήσει περίπου εἴκοσι πέντε ἢ τριάκοντα στάδια, δηλαδὴ περίπου ἓξ χιλιόμετρα, ἔξαφνα καὶ χωρὶς νὰ τὸ περιμένουν βλέπουν τὸν Ἰησοῦν νὰ περιπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν καὶ νὰ ἔρχεται πλησίον τοῦ πλοίου, καὶ ἐκυριεύθησαν ἀπὸ φόβον.
20 ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· Ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. 20 Αλλ' ο Ιησούς τους είπε· “εγώ είμαι, μη φοβείσθε”. 20 Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς εἶπε τότε πρὸς αὐτούς· Ἐγὼ εἶμαι· δὲν σᾶς παρουσιάσθη κανένα φάντασμα, μὴ φοβεῖσθε.
21 ἤθελον οὖν λαβεῖν αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον, καὶ εὐθέως τὸ πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἣν ὑπῆγον. 21 Οταν πλέον επείσθησαν οι μαθηταί ότι αυτός είναι ο διδάκαλος, έσπευσαν να τον πάρουν στο πλοίον. Και αμέσως μόλις τον επήραν, το πλοίον έφθασεν εις την ξηράν, όπου επήγαιναν. 21 Κατόπιν λοιπὸν τῆς βεβαιώσεως αὐτῆς, οἱ μαθηταὶ ἐξεδήλωσαν πολλὴν σπουδὴν καὶ προθυμίαν νὰ τὸν πάρουν εἰς τὸ πλοῖον. Καὶ ἅμα τὸν ἐπῆραν, ἀμέσως τὸ πλοῖον ἔφθασεν εἰς τὴν ξηράν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπήγαιναν.
22 Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος ὁ ἑστηκὼς πέραν τῆς θαλάσσης εἶδον ὅτι πλοιάριον ἄλλο οὐκ ἦν ἐκεῖ εἰ μὴ ἓν ἐκεῖνο εἰς ὃς ἐνέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ὅτι οὐ συνεισῆλθε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ πλοιάριον, ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπῆλθον· 22 Την άλλην ημέραν πολλοί από τον λαόν, οι οποίοι ευρίσκοντο ακόμη στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, όπου είχε γίνει το θαύμα, είχαν ίδει ότι άλλο πλοιάριον δεν υπήρχεν εκεί παρά μόνον ένα, εκείνο στο οποίον είχαν επιβιβασθή οι μαθηταί, και ότι δεν εμπήκε μαζή με μαθητάς στο πλοιάριον ο Ιησούς, αλλά μόνοι οι μαθηταί του είχαν αναχωρήσει. (Εμειναν, λοιπόν, με την ιδέαν ότι ο Ιησούς ευρίσκετο ακόμη εκεί). 22 Τὴν ἄλλην ἡμέραν πολλοὶ ἀπὸ τὰ πλήθη ἐπέμεναν νὰ στέκουν εἰς τὴν ἀπέναντι παραλίαν τῆς θαλάσσης, ὅπου εἶχε γίνει τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων. Καὶ ἐπέμεναν νὰ στέκουν ἐκεῖ, ἐπειδὴ εἶχαν ἴδει τὴν προηγουμένην ἡμέραν, ὅτι ἄλλο πλοιάριον δὲν ἦτο ἐκεῖ παρὰ μόνον ἕνα, ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν ἔμβει οἱ μαθηταί του καὶ ὅτι δὲν ἐμβῆκεν ὁ Ἰησοῦς μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του εἰς τὸ πλοιάριον, ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταί του ἀνεχώρησαν. Ἐνόμιζαν, λοιπόν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦτο ἀκόμη ἐκεῖ·
23 ἄλλα δὲ ἦλθε πλοιάρια ἐκ Τιβεριάδος ἐγγὺς τοῦ τόπου, ὅπου ἔφαγον τὸν ἄρτον εὐχαριστήσαντος τοῦ Κυρίου· 23 Εν τω μεταξύ ήλθαν άλλα πλοιάρια από διάφορα σημεία της Τιβεριάδος, πλησίον στο τόπον, όπου τα πλήθη είχαν φάγει χθες ψωμί, το οποίον είχε πληθυνθή με την ευχαριστίαν και το θαύμα του Κυρίου. 23 ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως κατὰ τὸ πρωῒ ἦλθαν ἄλλα πλοιάρια ἀπὸ διάφορα σημεῖα τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος πλησίον εἰς τὸν τόπον, ὅπου τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ἔφαγαν τὸν ἄρτον, ὁ ὁποῖος εἶχε πληθυνθῇ μὲ τὴν εὐχαριστίαν, ποὺ ἔκαμεν ὁ Κύριος.
24 ὅτε οὖν εἶδεν ὁ ὄχλος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ οὐδὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, ἐνέβησαν αὐτοὶ εἰς τὰ πλοῖα καὶ ἦλθον εἰς Καπερναοὺμ ζητοῦντες τὸν Ἰησοῦν. 24 Οταν, λοιπόν, είδεν ο λαός και επείσθη, ότι ο Ιησούς δεν ευρίσκεται εκεί ούτε οι μαθηταί του, εμπήκαν και αυτοί εις τα πλοία και ήλθαν εις την Καπερναούμ αναζητούντες τον Ιησούν. 24 Ὅταν λοιπὸν εἶδεν ὁ λαός, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἐκεῖ, οὔτε οἱ μαθηταί του, ἐμβῆκαν καὶ αὐτοὶ εἰς τὰ πλοῖα ἐκεῖνα καὶ ἦλθον εἰς τὴν Καπερναοὺμ ζητοῦντες νὰ εὕρουν τὸν Ἰησοῦν.
25 καὶ εὑρόντες αὐτὸν πέραν τῆς θαλάσσης εἶπον αὐτῷ· Ραββί, πότε ὧδε γέγονας; 25 Και αφού τον ευρήκαν στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, το προς την Καπερναούμ, του είπον· “διδάσκαλε, πότε ήλθες εδώ;” 25 Καὶ ὅταν τὸν ηὔραν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς θαλάσσης, τὸ δυτικόν, τοῦ εἶπαν· Διδάσκαλε, πότε ἐπρόφθασες τόσον σύντομα νὰ ἔλθῃς ἐδῶ ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος;
26 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ’ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε. 26 Ο Ιησούς απεκρίθη και τους είπε· “ειλικρινώς σας λέγω, ζητείτε να με εύρετε, όχι διότι είδατε τα θαύματά μου και έχετε πεισθή δια την θείαν μου αποστολήν, αλλά διότι εφάγατε χθες και εχορτάσατε από τους άρτους. 26 Τοὺς ἀπεκρίθη τότε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Ἐν πάσῃ ἀλήθείᾳ σᾶς λέγω, ὅτι ζητεῖτε νὰ μὲ εὕρετε ὄχι διότι εἴδατε θαύματα, ποὺ σᾶς ἔπεισαν διὰ τὴν θείαν ἀποστολήν μου καὶ τὴν σωτηριώδη ἀλήθειαν τῆς διδασκαλίας μου, ὥστε νὰ ὠφεληθῆτε πνευματικῶς, ἀλλὰ διότι ἐφάγατε ἀπὸ τοὺς ἄρτους καὶ ἐχορτάσθητε καὶ ζητεῖτε πάλιν νὰ σᾶς δώσω ὑλικὰ ἀγαθά.
27 ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει· τοῦτον γὰρ ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν ὁ Θεός. 27 Μη φροντίζετε αποκλειστικά και μόνον και μη εργάζεσθε δια την υλικήν τροφήν, που είναι προσωρινή και χάνεται, αλλά δια την πνευματικήν τροφήν, η οποία εξασφαλίζει την αιωνίαν ζωήν. Αυτήν δε την τροφήν θα σας την δώση ο υιός του ανθρώπου. Διότι ο Πατήρ αυτόν μόνον με τα καταπληκτικά θαύματα, που του έδωσε την εξουσίαν να κάνη, τον απέδιξε επισήμως και σαν να έβαλε την σφραγίδα του, ότι αυτός είναι που δίνει την πνευματικήν τροφήν και την αιώνιον ζωήν”. 27 Δὲν πρέπει ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον σας ὁλόκληρον νὰ στρέφεται εἰς τὰ ὑλικὰ ψωμιά, ἀλλὰ νὰ ἐργάζεσθε μὲ ζῆλον, ὅπως ἀποκτήσετε ὅχι τὴν ὑλικὴν τροφήν, ποὺ εἶναι προσωρινὴ καὶ φθείρεται, ἀλλὰ τὴν πνευματικὴν τροφήν, ποὺ μένει ἄφθαρτος καὶ παράγει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν αἰώνιον ζωήν. Τὴν τροφὴν αὐτὴν θὰ σᾶς δώσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ μόνος αὐτός. Διότι αὐτὸν ὁ Πατήρ, δηλαδὴ αὐτὸς ὁ Θεός, ἀπέδειξε καὶ ἐφανέρωσε διὰ τῆς σφραγῖδος καὶ μαρτυρίας τῶν θαυμάτων του ὡς τὸν μόνον χορηγὸν τῆς τροφῆς καὶ τῆς ζωῆς ταύτης.
28 εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· Τί ποιῶμεν ἵνα ἐργαζώμεθα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ; 28 Είπαν, λοιπόν, προς αυτόν· “τι να κάμωμεν, ώστε να εργαζώμεθα τα έργα, που θέλει ο Θεός;” 28 Κατόπιν λοιπὸν τῆς παρατηρήσεως ταύτης τοῦ Ἰησοῦ εἶπαν ἐκεῖνοι πρὸς αὐτόν· Τί πρέπει νὰ πράττωμεν διὰ νὰ ἐργαζώμεθα ἐκεῖνα τὰ ἔργα, ποὺ ὁ Θεὸς ζητεῖ ἀπὸ ἡμᾶς ὡς ὅρον ἀπαραίτητον διὰ νὰ μᾶς δώσῃ τὴν ἄφθαρτον τροφήν;
29 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦτό ἐστι τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύητε εἰς ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος. 29 Απήντησε ο Ιησούς και τους είπε· “τούτο είνα το έργον, που θέλε ο Θεός, να πιστεύετε εις αυτόν που εκείνος έχει στείλει”. 29 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργον, ποὺ ὁ Θεὸς ζητεῖ, τὸ νὰ πιστεύσετε ζωντανὰ καὶ ἐμπράκτως εἰς αὐτόν, τὸν ὁποῖον ἀπέστειλεν ἐκεῖνος.
30 εἶπον οὖν αὐτῷ· Τί οὖν ποιεῖς σὺ σημεῖον ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμέν σοι; τί ἐργάζῃ; 30 Είπαν τότε εις αυτόν· “ποίον όμως αποδεικτικόν θαύμα κάμνεις συ, δια να ίδωμεν και πιστεύσωμεν εις την αποστολήν σου; Ποίον υπερφυσικόν έργον εργάζεσαι; 30 Κατόπιν λοιπὸν τῶν λόγων τούτων εἶπον πρὸς αὐτὸν οἱ πρόκριτοι Ἰουδαῖοι· Ποῖον θαῦμα, τὸ ὁποῖον νὰ δεικνύῃ τὴν ἀποστολήν σου, ἐνεργεῖς σύ, διὰ νὰ τὸ ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν εἰς σέ; Ποῖον ἔργον θαυμαστὸν καὶ ὑπερφυσικὸν ἐργάζεσαι;
31 οἱ πατέρες ἡμῶν τὸ μάννα ἔφαγον ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθώς ἐστι γεγραμμένον· ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς φαγεῖν. 31 Οι πατέρες μας έφαγαν το μάννα εις την έρημον, όπως άλωστε έχει γραφή και στους ψαλμούς· Αρτον από τον ουρανόν έδωκεν εις αυτούς να φάγουν”. 31 Οἱ πατέρες μας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς τὴν ἔρημον σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῇ εἰς τοὺς Ψαλμούς· Ἄρτον, ὁ ὁποῖος παρήχθη μὲ ὑπερφυσικὴν καὶ οὐράνιον ἐνέργειαν, ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς αὐτοὺς νὰ φάγουν.
32 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλ’ ὁ πατήρ μου δίδωσιν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὸν ἀληθινόν. 32 Είπε, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω, ότι ο Μωϋσής δεν σας έδωσε τον αληθινόν και αιώνιον άρτον εκ του ουρανού, αλλά υλικόν, προεικόνισμα και τύπον του πνευματικού άρτου. Ο Πατήρ μου όμως, ο οποίος και τότε δια του Μωϋσέως, σας έδωσε τον υλικόν εκείνον άρτον, σας δίδει τώρα και τον αληθινόν πνευματικόν άρτον από τον ουρανόν. 32 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ποὺ εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι, τοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς λέγω, ὅτι δὲν σᾶς ἔδωκεν ὁ Μωϋσῆς τὸν πραγματικὸν οὐράνιον ἄρτον. Διότι τὸ μάννα οὔτε ὁ ἀληθινὸς οὐράνιος ἄρτος ἦτο, οὔτε ἀπὸ τὸν Μωϋσέα ἐδόθη εἰς τοὺς προγόνους σας. Ἀλλ’ ἐδόθη ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ μέλλον ἑξακολουθεῖ νὰ σᾶς δίδῃ ἀνελλιπῶς τὸν ἀληθινὸν οὐράνιον ἄρτον.
33 ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ. 33 Διότι ο αληθινός άρτος του Θεού είναι αυτός, που κατεβαίνει από τον ουρανόν και δίδει ζωήν ατελεύτητον και αιωνίαν εις όλον τον κόσμον”. 33 Διότι ὁ ἄρτος, ποὺ πολὺ περισσότερον ἀπὸ τὸν ὑλικὸν ἄρτον δίδεται ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ εἶναι δι’ αὐτὸ ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἄρτος τοῦ Θεοῦ, εἶναι αὐτὸς ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ μεταδίδει ζωὴν ἀθάνατον ὄχι εἰς ὀλίγους μόνον, ἀλλ’ εἰς ὁλόκληρον τὸν κόσμον.
34 Εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· Κύριε, πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον τοῦτον. 34 Επειτα, λοιπόν, από αυτά και χωρίς να τα εννοήσουν, του είπαν· “Κυριε, δος μας πάντοτε αυτόν τον άρτον”. 34 Ὕστερον λοιπὸν ἀπὸ τοὺς περὶ τοῦ οὐρανίου ἄρτου λόγους τούτους τοῦ Κυρίου, τοὺς ὁποίους ἐκεῖνοι παρεξήγησαν καὶ ἐξέλαβον παχυλῶς, εἶπον πρὸς αὐτόν· Κύριε, δός μας τὸν ἄρτον τοῦτον πάντοτε, ὅπως ἄλλοτε καθημερινῶς ἐδίδετο καὶ τὸ μάννα εἰς τοὺς πατέρας μας.
35 εἶπε δὲ αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσει πώποτε. 35 Τοτε τους είπε ο Ιησούς· “εγώ είμαι ο άρτος της ζωής (εγώ με την μετάληψιν του σώματος και του αίματός μου, αλλά και με την διδασκαλίαν μου και την χάριν του Αγίου Πνεύματος μεταδίδω την πραγματικήν και αιωνίαν ζωήν). Εκείνος που έρχεται κοντά μου, ποτέ δεν θα πεινάση πνευματικώς και εκείνος που πιστεύει εις εμέ, ποτέ δεν θα διψάση. 35 Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τότε εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ποὺ μεταδίδω διὰ τῆς μεταλήψεως τοῦ σώματος καὶ αἵματός μου, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς διδασκαλίας μου καὶ τῆς χάριτος τοῦ Πνεύματός μου, ζωὴν πραγματικήν. Ἐκεῖνος ποὺ διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς πίστεως ἔρχεται πρὸς ἐμέ, δὲν θὰ πεινάσῃ πνευματικῶς, καὶ ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, δὲν θὰ διψάσῃ πνευματικῶς οὐδέποτε· θὰ λάβῃ ἐνίσχυσιν καὶ νέας δυνάμεις πνευματικὰς καὶ θὰ εὕρῃ τὴν ἀνάπαυσιν καὶ τὴν ἰκανοποίησιν τῆς καρδίας του καὶ ὁλοκλήρου τῆς ψυχῆς του.
36 ἀλλ’ εἶπον ὑμῖν ὅτι καὶ ἑωράκατέ με καὶ οὐ πιστεύετε. 36 Αλλά σας είπα, ότι σεις, αν και είδατε εμέ και τα έργα μου, εν τούτοις δεν πιστεύετε, ότι εγώ είμαι ο Μεσσίας. 36 Ἀλλὰ σᾶς εἶπα ὅτι, καίτοι μὲ ἔχετε ἴδει, ποῖος εἶμαι καὶ ποῖος ἀποδεικνύομαι διὰ τῶν θαυμάτων μου, ὅμως σεῖς δὲν κιοτεύετε ὅτι εἶμαι ὁ Μεσσίας.
37 Πᾶν ὃ δίδωσί μοι ὁ πατὴρ, πρὸς ἐμὲ ἥξει, καὶ τὸν ἐρχόμενον πρὸς με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω· 37 Θα πιστεύσουν όμως άλλοι, κάθε λογικόν πλάσμα, κάθε άνθρωπος που μου δίνει ο Πατήρ θα έρθη εις εμέ και θα γίνη μαθητής μου. Και εκείνον, που έρχεται εις εμέ, ποτέ δεν θα τον βγάλω έξω με περιφρόνησιν. 37 Ἀλλ’ ἐὰν σεῖς ἀπιστῆτε, ὑπάρχουν ἄλλοι, ποὺ θὰ πιστεύσουν. Κάθε λογικὸν πλάσμα καὶ κάθε ἄνθρωπος, ποὺ μοῦ δίδει ὁ Πατήρ, διὰ νὰ γίνῃ ἰδικός μου καὶ σωθῇ δι’ ἐμοῦ, θὰ πιστεύσῃ καὶ θὰ ἔλθῃ ἀσφαλῶς εἰς ἐμέ. Καὶ ἐκεῖνον, ποὺ ἔρχεται εἰς ἐμέ, δὲν θὰ τὸν πετάξω ἔξω μὲ περιφρόνησιν, ἀλλὰ θὰ τὸν δεχθῶ μετὰ πάσῃς στοργῆς.
38 ὅτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμὸν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με. 38 Διότι έχω κατεβή από τον ουρανόν και είμαι ως άνθρωπος εις την γην, όχι δια να πράττω το ιδικόν μου θέλημα, αλλά το θέλημα εκείνου, που με έστειλε. 38 Θὰ τὸν δεχθῶ δέ, διότι ἔχω καταβῆ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ εἶμαι ἤδη ἐν τῇ γῇ ὡς ἄνθρωπος, ὄχι διὰ νὰ πράττω τὸ θέλημο τὸ ἰδικόν μου ἀλλὰ τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλεν ἐδῶ.
39 τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκέ μοι μὴ ἀπολέσω ἐξ αὐτοῦ, ἀλλὰ ἀναστήσω αὐτὸ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 39 Το δε θέλημα του Πατρός, που με έστειλεν στον κόσμον, είναι ακριβώς τούτο, να μη χάσω κανέναν από όλους εκείνους που μου έχει δώσει, αλλά να αναστήσω αυτούς κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της δευτέρας παρουσίας μου. 39 Τὸ θέλημα δὲ τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, εἶναι τοῦτο ἀκριβῶς: Ἀπὸ ὅλους ἐκείνους ποὺ μοῦ ἔχει δώσει, νὰ μὴ χάσω ἐξ αὐτῶν οὐδὲ μέρος τι ἐλάχιστον, ἀλλὰ νὰ ἀναστήσω ὅλους αὐτοὺς ἐνδόξως κατὰ τὴν ἐσχάτην τῆς δευτέρας παρουσίας μου καὶ τῆς παγκοσμίου Κρίσεως ἡμέραν
40 τοῦτο δὲ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 40 Και αυτό είναι το θέλημα εκείνου, που με έστειλε· δηλαδή κάθε ένας που βλέπει τον Υιόν και πιστεύει εις αυτόν να έχη ζωήν αιώνιον. Και εγώ θα τον αναστήσω ένδοξον κατά την μεγάλην ημέραν της κρίσεως. 40 Ναί, θὰ τοὺς ἀναστήσω. Διότι τοῦτο εἶναι τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, καθένας, ποὺ ἔχει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καθαρὰ καὶ βλέπει μὲ αὐτὰ τὸν Υἱὸν καὶ πιστεύει εἰς αὐτόν, νὰ ἔχῃ ἤδη ἀπὸ τὸν παρόντα βίον ζωὴν αἰώνιον. Καὶ ὠρισμένως ἐγὼ θὰ ἀναστήσω αὐτὸν ἔνδοξον κατὰ τὴν ἐσχάτην τῆς Κρίσεως ἡμέραν.
41 Ἐγόγγυζον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, 41 Εγόγγυζαν τότε αναντίον του οι Ιουδαίοι, διότι είπε, εγώ είμαι ο άρτος που έχω κατεβή από τον ουρανόν. 41 Ἐγόγγυζον λοιπὸν ἐναντίον του καὶ μὲ πολλὴν δυσμένειαν τὸν ἐπέκριναν οἱ Ἰουδαῖοι, διότι εἶπεν, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ποὺ κατέβηκα ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ συνεπῶς δὲν ἐγεννήθην, ὅπως γεννῶνται ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι.
42 καὶ ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ υἱὸς Ἰωσήφ, οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα; πῶς οὖν λέγει οὗτος ὅτι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβέβηκα; 42 Και έλεγαν· “δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, του οποίου ημείς γνωρίζομεν τον πατέρα και την μητέρα; Πως, λοιπόν, λέγει ότι έχει κατεβή από τον ουρανόν;” 42 Καὶ ἔλεγαν· Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωσῆ. Δὲν εἶναι αὐτός, τοῦ ὁποίου ἡμεῖς γνωρίζομεν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα; Πῶς λοιπὸν λέγει αὐτός, ποὺ τὸν ξεύρομεν τόσον καλά, ὅτι ἔχω καταβῇ ἀπὸ τὸν οὐρανόν;
43 ἀπεκρίθη οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Μὴ γογγύζετε μετ’ ἀλλήλων. 43 Απεκρίθη τότε ο Ιησούς και τους είπε· “μη γογγύζετε και μη με επικρίνετε μεταξύ σας. Ο γογγυσμός σας είναι αποτέλεσμα της απιστίας σας. 43 Κατόπιν λοιπὸν τοῦ γογγυσμοῦ καὶ τῶν ἐπικρίσεων αὐτῶν ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Μὴ ἀγανακτῆτε καὶ μὴ μὲ ἐπικρίνετε μεταξύ σας.
44 οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 44 Κανείς δεν ημπορεί να έλθη με πίστιν κοντά μου, εάν ο Πατήρ που με απέστειλε, δεν τον προσελκύση με την θείαν χάριν. Και εγώ αυτόν θα τον αναστήσω κατά την μεγάλην ημέραν της κρίσεως. 44 Ὁ γογγυσμός σας αὐτὸς προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν σας. Καὶ ἀπιστεῖτε, διότι ὁ Πατήρ μου σᾶς εὗρεν ἀναξίους νὰ σᾶς τραβήξῃ πρὸς ἐμέ. Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔλθῃ πρὸς ἐμὲ μὲ πίστιν εἰς τὴν θείαν προέλευσιν καὶ ἀποστολήν μου, ἐὰν ὁ Πατήρ, ποὺ μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον, δὲν μεταβάλει τὸ ἐσωτερικόν του καὶ δὲν τὸν ἑλκύσῃ διὰ τῆς θείας του δυνάμεως. Καὶ ἐγώ, ὅταν οὗτος ἑλκυσθῇ πρὸς ἐμέ, θὰ φέρω εἰς πέρας τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας του καὶ θὰ τὸν ἀναστήσω κατὰ τὴν ἐσχάτην ἡμέραν τῆς Κρίσεως.
45 ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. πᾶς ὁ ἀκούων παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν ἔρχεται πρός με. 45 Οτι δε πιστεύουν εις εμέ, εκείνοι που ελκύονται από τον Πατέρα μου, έχει γραφή εις τα προφητικά βιβλία· Και όλοι όσοι πιστεύσουν στον Μεσσίαν, θα έχουν διδαχθή από τον Θεόν. Καθε ένας που ακούει την φωνήν του Πατρός μου και μανθάνει έτσι την αλήθειαν, έρχεται εις έμενα. 45 Ὅτι δὲ μόνον ἐκεῖνοι, ποὺ ἑλκύονται ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, ἔρχονται πρὸς ἐμέ, ἔχει προφητευθῇ εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν. Πράγματι· εἶναι γραμμένον εἰς τὰ προφητικὰ βιβλία τὸ ἑξῆς: Καὶ ὅλοι, ὅσοι θὰ ἀκολουθήσουν τὸν Μεσσίαν, θὰ εἶναι διδαγμένοι ἀπὸ τὸν Θεόν. Κάθε ἕνας, ποὺ θὰ ἀκούσῃ τὴν ἐσωτερικὴν πρόσκλησιν τοῦ Πατρός μου καὶ θὰ δεχθῇ τὸν παρ’ αὐτοῦ φωτισμόν, ὥστε νὰ μάθῃ αὐτά, ποὺ ὁ Πατήρ μου τὸν διδάσκει, ἔρχεται πρὸς ἐμέ.
46 οὐχ ὅτι τὸν πατέρα τις ἑώρακεν, εἰ μὴ ὁ ὢν παρὰ τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἑώρακε τὸν πατέρα. 46 Βεβαίως τον Πατέρα κανείς δεν τον έχει ίδει, ει μη μόνον εκείνος, που είναι σταλμένος από τον Θεόν, αυτός μόνος είδε τον Πατέρα. 46 Καὶ ὅταν σᾶς λέγω, ὅτι οἱ ἄνθρωποι διδάσκονται ἀπὸ τὸν Θεόν, δὲν ἐννοῶ, ὅτι συνομιλοῦν προσωπικῶς καὶ ἔρχονται εἰς ἄμεσον ἐπικοινωνίαν πρὸς αὐτόν. Οὔτε ὅτι ἔχει ἴδει καὶ ἄλλος κανεὶς τὸν Πατέρα, ἐκτὸς μόνον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον ἀπεστάλη, ἀλλὰ καὶ ἐγεννήθη ἀπὸ τὸν Θεόν. Αὐτὸς μόνος ἔχει ἴδει τὸν Πατέρα.
47 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἔχει ζωὴν αἰώνιον. 47 Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που πιστεύει εις εμέ έχει την αιώνιον ζωήν. 47 Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς διαβεβαιῶ, ὅτι λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας ταύτης σχέσεώς μου πρὸς τὸν Πατέρα, ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, ἔχει ἤδη ἀπὸ τοῦ παρόντος βίου ζωὴν αἰώνιον.
48 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. 48 Εγώ είμαι ο άρτος, που δίδω την πραγματικήν, την αιωνίαν ζωήν. 48 Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ποὺ μεταδίδει ζωὴν πραγματικήν. Ὅπως ὁ ὑλικὸς ἄρτος ἐνισχύει καὶ παρατείνει τὴν σωματικὴν ζωήν, ἔτσι καὶ ἐγὼ διὰ τῆς διδασκαλίας μου καὶ τοῦ σώματός μου τρέφω καὶ ζωοποιῷ τὰς ψυχάς σας.
49 οἱ πατέρες ὑμῶν ἔφαγον τὸ μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἀπέθανον· 49 Οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα εις την έρημον, τον θαυμαστόν πράγματι άρτον, και απέθανον, διότι επρόκειτο περί υλικής τροφής. 49 Οἱ πατέρες σας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς τὴν ἔρημον καὶ μολονότι τοῦτο τοὺς ἐδόθη κατὰ τρόπον ὑπερφυσικόν, δὲν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ τοὺς ἀσφαλίσῃ ἀπὸ τὸν σωματικὸν θάνατον, καὶ ἐπὶ τέλους ἀπέθανον.
50 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ. 50 Αυτός όμως που σας λέγω εγώ τώρα είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανόν και έχει τέτοιαν ανυπολόγιστον δύναμιν, ώστε, εάν φάγη κανείς από αυτόν, να μη πεθάνη ποτέ. (Δηλαδή να μη αποθάνη πνευματικώς, αλλά να απολαύση την αιώνιον ζωήν). 50 Ἡ ἀληθῶς θεία καὶ οὐρανία τροφή, ὁ ἄρτος, ποὺ πράγματι κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανόν, εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος μεταδίδει τέτοιαν δύναμιν καὶ ζωήν, ὥστε ἐὰν φάγῃ κανεὶς ἀπὸ αὐτὸν νὰ μὴ ἀποθάνῃ, ἀλλὰ νὰ ἀπολαύσῃ δι’ αὐτοῦ τὴν αἰώνιον ζωήν.
51 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. 51 Εγώ είμαι ο άρτος ο ζων, που έχω κατεβή από τον ουρανόν· όποιος φάγη από τον άρτον τούτον, θα ζήση αιωνίως. Και ο άρτος, τον οποίον εγώ θα σας δώσω, είναι η σαρξ μου, η ανθρωπίνη μου υπόστασις την οποίαν θα προσφέρω θυσίαν δια την σωτηρίαν και ζωήν του κόσμου”. 51 Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος, ὁ ὁποῖος ἔχω μέσα μου ζωήν, τὴν ὁποίαν μεταδίδω καὶ εἰς τοὺς ἄλλους, καὶ ὁ ὁποῖος κατέβην ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Ὁποιοσδήποτε φάγῃ ἀπὸ τὸν ἄρτον αὐτόν, θὰ ζήσῃ αἰωνίως. Σᾶς προσθέτῳ δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ὁ ἄρτος, τὸν ὁποῖον ἐγὼ θὰ δώσω διὰ νὰ τὸν κοινωνοῦν καὶ τρέφωνται μὲ αὐτὸν οἱ πιστοί, εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη μου φύσις, τὴν ὁποίαν ἐγὼ θὰ προσφέρω θυσίαν, διὰ νὰ ζωοποιηθῇ ὁλόκληρος ὁ κόσμος.
52 Ἐμάχοντο οὖν πρὸς ἀλλήλους οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· Πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν σάρκα φαγεῖν; 52 Εφιλονεικούσαν, λοιπόν, μεταξύ των οι Ιουδαίοι και έλεγαν· “πως ημπορεί αυτός να μας δώση την σάρκα του να φάγωμεν;” 52 Ἐλογομάχουν λοιπὸν μεταξύ των οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγον· Πῶς ἠμπορεῖ αὐτὸς ἐδῶ νὰ μᾶς δώσῃ νὰ φάγωμεν τὴν σάρκα του, καὶ νὰ μένῃ συγχρόνως ἄρτος ζωντανός;
53 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. 53 Τους είπε τότε ο Ιησούς· “ειλικρινώς και αληθώς σας λέγω, εάν δεν φάγετε την σάρκα του υιού του ανθρώπου, δια του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, και πίετε το αίμα αυτού, δεν έχετε μέσα σας ζωήν. 53 Τοὺς εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ἐὰν δὲν ἐμπιστευθῆτε ἐξ ὁλοκλήρου τὴν σωτηρίαν σας εἰς τὴν θυσίαν, τὴν ὁποίαν θὰ προσφέρω καὶ ἐὰν μὲ τὴν ἐμπιστοσύνην καὶ πίστιν ταύτην δὲν φάγετε διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν πίετε τὸ αἷμα του, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχετε μέσα σας ζωήν.
54 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 54 Εκείνος που τρώγει την σάρκα μου, δια του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, και πίνει το αίμά μου, έχει ζωήν αιώνιον και εγώ θα τον αναστήσω ένδοξον κατά την μεγάλην ημέραν της κρίσεως. 54 Ὅποιος τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου καὶ διὰ μέσου τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας γίνεται κοινωνὸς καὶ συμμέτοχος τῆς ζωῆς μου καὶ τῆς θυσίας μου, ἔχει ἤδη ἀπὸ τοῦ παρόντος βίου ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ θὰ ἀναστήσω αὐτὸν ἐνδόξως κατὰ τὴν ἐσχάτην τῆς κρίσεως ἡμέραν.
55 ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. 55 Διότι η σαρξ μου είναι πράγματι πνευματική τροφή και το αίμα μου είναι πράγματι πνευματικόν ποτόν. Και εκείνος που κοινωνεί από αυτά έχει ζωήν αιώνιον. 55 Θὰ ἔχῃ δὲ οὗτος ζωὴν αἰώνιον, διότι ἡ σάρξ μου εἶναι ἡ ἀληθὴς καὶ πραγματικὴ τροφή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν δὲν λαμβάνει ὁ πιστὸς προσωρινὴν μόνον καὶ πρόσκαιρον ἐνίσχυσιν καὶ ζωήν. Καὶ τὸ αἷμα μου εἶναι τὸ ἀληθὲς ποτόν, τὸ ὁποῖον δὲν ἰκανοποιεῖ προσκαίρως μόνον τὴν δίψαν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὸν χορταίνει αἰωνίως.
56 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ. 56 Καθένας που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, ενώνεται μαζή μου στενότατα εις ένα πνευματικόν σώμα, ώστε αυτός να μένη μέσα εις εμέ και εγώ να μένω μέσα εις αυτόν και να τον μεταβάλλω εις κατοικητήριον της θεότητος. 56 Ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου, ἐνώνεται μαζί μου εἰς ἕνα σῶμα καὶ συνεπῶς μένει αὐτὸς μέσα μου γινόμενος μέλος ἰδικόν μου καὶ ἐγὼ μένω εἰς τὸ ἐσωτερικόν του, τὸ ὁποῖον γίνεται ναός μου.
57 καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι’ ἐμέ. 57 Καθώς με έστειλε ο Πατήρ, ο οποίος έχει από τον ευατόν του την ζωήν και είναι η πηγή της ζωής, και εγώ ως άνθρωπος έχω ζωήν αθάνατον από τον Πατέρα, και ζω δια τον Πατέρα, έτσι και εκείνος, ο οποίος δια της θείας Ευχαριστίας με μεταλαμβάνει, θα ζήση, διότι θα πάρη από εμέ την ζωήν. 57 Καρπὸς δέ, τὸν ὁποῖον θὰ ἀπολαύσῃ ἀπὸ τὴν ἕνωσιν αὐτήν, θὰ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή. Διότι, καθὼς μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του τὴν ζωήν, καὶ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος ἔχω ζωὴν ἀθάνατον λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ Πατήρ μου ἔδωκεν αὐτήν, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μὲ τρώγει, θὰ ζήσῃ λόγῳ τοῦ ὅτι ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω τὴν ζωήν.
58 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, οὐ καθὼς ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ἀπέθανον· ὁ τρώγων μου τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. 58 Αυτός που σας είπα είναι ο άρτος που έχει κατεβή από τον ουρανόν. Δεν είναι σαν το μάννα που έφαγαν οι πατέρες σας εις την έρημον και έζησαν επί ολίγα έτη και στο τέλος απέθαναν· εκείνος που τρώγει αυτόν τον άρτον θα ζήση αιωνίως”. 58 Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄρτος, ποὺ πράγματι κατέβη ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Δὲν εἶναι ἄρτος καθὼς τὸ μάννα, τὸ ὁποῖον ἔφαγαν οἱ πατέρες σας καὶ διετηρήθησαν εἰς τὴν ζωὴν προσωρινῶς καὶ προσκαίρως, εἰς τὸ τέλος δὲ ἀπέθανον. Ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει τὸν ἄρτον αὐτὸν τὸν πράγματι οὐράνιον, θὰ ἀναστηθῇ ἐκ τοῦ τάφου ἐνδόξως καὶ θὰ ζήσῃ αἰωνίως.
59 Ταῦτα εἶπεν ἐν συναγωγῇ διδάσκων ἐν Καπερναούμ. 59 Αυτά είπεν ο Ιησούς μέσα εις την συναγωγήν της Καπερναούμ, διδάσκων τα πλήθη. 59 Ταῦτα εἶπεν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων δημοσίᾳ καὶ ἐν πλήρει συναθροίσει μέσα εἰς τὴν συναγωγὴν ἐν Καπερναούμ.
60 Πολλοὶ οὖν ἀκούσαντες ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπον· Σκληρός ἐστιν ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν; 60 Πολλοί τότε από τους μαθητάς του, όταν ήκουσαν αυτά είπον· “είναι σκληρός αυτός ο λόγος· ποιός ημπορεί να τον ακούη και να τον πιστεύει; Πως είναι δυνατόν να φάγη κανείς σάρκα ανθρωπίνην;” 60 Πολλοὶ λοιπὸν ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὅταν ἤκουσαν αὐτά, εἶπαν· Βαρὺς καὶ ἀποκρουστικὸς εἶναι ὁ λόγος αὐτός. Ποῖος μπορεῖ νὰ τὸν ἀκούῃ ἀπαθῶς καὶ χωρὶς ἀγανάκτησιν τὸν λόγον αὐτόν, διὰ τοῦ ὁποίου παρουσιάζεται ὡς ὑποχρεωτικὸν καὶ ἀπαραίτητον τὸ νὰ τρώγῃ κανεὶς σάρκα ἀνθρωπίνην;
61 εἰδὼς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐν ἑαυτῷ ὅτι γογγύζουσι περὶ τούτου οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει; 61 Ο Ιησούς αντελήφθη, με την θείαν του γνώσιν, ότι γογγύζουν δια το ζήτημα αυτό οι μαθηταί του και τους είπε· “αυτό σας σκανδαλίζει; 61 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως διὰ τῆς ὑπερφυσικῆς γνώσεώς του ἀντελήφθη, ὅτι γογγύζουν δι’ αὐτὸ οἱ μαθηταὶ καὶ τοὺς εἶπε· Αὐτό, ποὺ εἶπα, σᾶς σκανδαλίζει καὶ κλονίζει τὴν πίστιν σας;
62 ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τὸ πρότερον; 62 Εάν λοιπόν, ίδετε τον υιόν του ανθρώπου να ανεβαίνη εκεί όπου ευρίσκετο πριν λάβη σάρκα ανθρωπίνην, θα πιστεύσετε τότε στο πρωτάκουστον αυτό γεγονός; 62 Ἐὰν λοιπὸν συμβῇ νὰ ἴδετε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνεβαίνῃ διὰ τῆς ἀναλήψεώς του ἐκεῖ, ὅπου ἦτο προτήτερα, προτοῦ νὰ καταβῇ ἐπὶ τῆς γῆς ὡς ἄνθρωπος, θὰ πιστεύσετε τότε εἰς τὸ πρωτοφανὲς αὐτὸ γεγονός, καὶ δὲν θὰ σκανδαλισθῆτε κλονιζόμενοι εἰς τὴν πίστιν πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος θὰ φύγῃ πλέον ἀπὸ τὰ μάτια σας διαπαντός;
63 τὸ Πνεῦμά ἐστιν τὸ ζῳοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν· τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν. 63 Σας λέγω δε και τούτο· Το Αγιον Πνεύμα είναι εκείνο που ζωοποιεί. Η δε σαρξ μου δίδει ζωήν αιώνιον, διότι ακριβώς έχει συλληφθή από το Πνεύμα το Αγιον και κατοικεί εις αυτήν το Πνεύμα. Καθε άλλη σαρξ δεν ωφελεί τίποτε. Τα λόγια, τα οποία εγώ σας διδάσκω, είναι πνεύμα Θεού, δι' αυτό δε έχουν και μεταδίδουν ζωήν. 63 Ἐσκανδαλίσθητε, διότι σᾶς εἶπα, ὅτι διὰ νὰ λάβετε ζωὴν αἰώνιον, πρέπει νὰ φάγετε τὴν σάρκα μου. Σᾶς προσθέτω λοιπὸν πρὸς μεγαλυτέραν διασάφησιν καὶ τὰ ἑξῆς: Τὸ θεῖον Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ ζωοποιεῖ. Καὶ ἡ σάρξ μου δίδει ζωὴν αἰώνιον, διότι συνελήφθη ἐκ τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος καὶ κατοικεῖ εἰς αὐτὴν τὸ Πνεῦμα. Πᾶσα ἅλλη σάρξ, ἐπειδὴ δὲν κατοικεῖ ἐν αὐτῇ ἡ θεότης, δὲν ὠφελεῖ τίποτε. Καὶ τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα ἐγὼ σᾶς λέγω, ἐπειδὴ εἶναι λόγια Θεοῦ, ἔχουν μέσα των Πνεῦμα καὶ δι’ αὐτὸ μεταδίδουν ζωήν.
64 ἀλλ’ εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες οἳ οὐ πιστεύουσιν. ᾔδει γὰρ ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἰησοῦς τίνες εἰσὶν οἱ μὴ πιστεύοντες καὶ τίς ἐστιν ὁ παραδώσων αὐτόν. 64 Αλλά υπάρχουν μερικοί από σας, οι οποίοι δεν πιστεύουν”. Είπε δε αυτά ο Ιησούς, διότι εγνώριζε ευθύς εξ αρχής, ποίοι είναι αυτοί που δεν πιστεύουν και ποίος είναι εκείνος, ο οποίος έμελλε να τον παραδώση. 64 Ἀλλ’ εἶναι μερικοὶ ἀπὸ σᾶς, οἱ ὁποῖοι δὲν πιστεύουν εἰς τοὺς λόγους μου, καὶ δι’ αὐτό, ἀντὶ νὰ ζωοποιοῦνται, σκανδαλίζονται ἀπὸ αὐτούς. Προσέθεσε δὲ τοὺς τελευταίους τούτους λόγους ὁ Ἰησοῦς, διότι ἐξ ἀρχῆς, ἀφ’ ὅτου τὸν ἠκολούθησαν οἱ σκανδαλισθέντες μαθηταί, ἐγνώριζεν ἕνεκα τῆς ὑπερφυσικῆς του γνώσεως, ποῖοι δὲν ἐπίστευον, ἀκόμη δὲ καὶ ποῖος ἐπρόκειτο νὰ τὸν παραδώσῃ.
65 καὶ ἔλεγε· Διὰ τοῦτο εἴρηκα ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός μου. 65 Και έλεγεν ο Χριστός· “δια τούτο σας είπα ότι κανείς δεν ημπορεί να έλθη εις εμέ και να με ακολουθήση με πίστιν, εάν δεν του έχη δοθή αυτό το χάρισμα από τον Πατέρα μου”. 65 Καὶ ἔλεγεν ὁ Ἰησοῦς· ἐπειδὴ ἐγνώριζα, ὅτι μερικῶν ἀπὸ σᾶς θὰ ἐκλονίζετο ἡ πίστις καὶ δὲν θὰ παρέμενον μέχρι τέλους μαθηταί μου, δι’ αὐτὸ σᾶς εἶπον, ὅτι κανεὶς δὲν ἡμπορεῖ νὰ αἰσθανθῆ μέσα του, ὅτι εἶμαι ὁ Σωτὴρ καὶ ὁ Λυτρωτής, καὶ μὲ τὴν πίστιν αὐτὴν νὰ ἔλθη πρὸς ἐμέ, ἐὰν δὲν ἔχῃ δοθῇ τοῦτο εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου.
66 Ἐκ τούτου πολλοὶ ἀπῆλθον ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ οὐκέτι μετ’ αὐτοῦ περιεπάτουν. 66 Από την ημέραν αυτήν πολλοί εκ των μαθητών του εγύρισαν εις τα σπίτια των και τας εργασίας των και δεν επήγαιναν πλέον μαζή του. 66 Ἀπὸ τῆς στιγμῆς αὐτῆς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὅσοι δὲν ἦσαν σταθεροί, ἔφυγαν καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὰ συνήθη των ἐπαγγέλματα, καὶ δὲν ἐπήγαιναν πλέον μαζί του εἰς τὰς περιοδείας του.
67 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς δώδεκα· Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν; 67 Λαβών αφορμήν ο Ιησούς από την αποχώρησιν εκείνων είπεν στους δώδεκα· “μήπως και σεις θέλετε να φύγετε;” 67 Συνεπείᾳ λοιπὸν τῆς ἀποχωρήσεως τούτων εἶπεν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς δώδεκα· Μήπως θέλετε καὶ σεῖς νὰ φύγετε;
68 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις· 68 Απήντησε τότε εις αυτόν ο Σιμων Πετρος· “Κυριε, προς ποίον άλλον να πάμε; Μενομεν πάντοτε μαζή σου, διότι συ έχεις λόγια που δίδουν ζωήν αιωνίαν. 68 Εἰς τὴν ἐρώτησιν λοιπὸν τούτην ἀπήντησεν εἰς αὐτὸν ὁ Σίμων Πέτρος· Κύριε, πρὸς ποῖον ἄλλον διδάσκαλον νὰ ἀπέλθωμεν; Σὺ ἔχεις λόγια, ποὺ μεταδίδουν ζωὴν αἰώνιον.
69 καὶ ἡμεῖς πεπιστεύκαμεν καὶ ἐγνώκαμεν ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. 69 Και ημείς έχομεν πιστεύσει εις σε και έχομεν από την προσωπικήν μας πείραν γνωρίσει, ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος”. 69 Καὶ ἡμεῖς οἱ δώδεκα ἔχομεν πλέον πιστεύσει καὶ ἔχομεν γνωρίσει διὰ τῆς προσωπικῆς μας πείρας, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι νεκρὸς σὰν τὰ εἴδωλα, ἀλλ’ ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του ζωὴν καὶ μεταδίδει αὐτὴν καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
70 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Οὐκ ἐγὼ ὑμᾶς τοὺς δώδεκα ἐξελεξάμην; καὶ ἐξ ὑμῶν εἷς διάβολός ἐστιν. 70 Απεκρίθη εις αυτούς ο Ιησούς· “εγώ δεν εξέλεξα και εκάλεσα εσάς τους δώδεκα; Προσέξατε μήπως και σεις σκανδαλισθήτε. Διότι ένας από σας είναι διάβολος δια το φοβερόν έργον, το οποίον πρόκειται να κάμη”. 70 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Μὴ παραξενεύεσθε, ἐὰν ἔφυγαν ἐκεῖνοι. Προσέξατε, μήπως ἀπὸ τὸν αὐτὸν κίνδυνον δὲν ξεφύγετε καὶ σεῖς. Δὲν ἐξέλεξα ἐγὼ σᾶς τοὺς δώδεκα; Καὶ ὅμως ἕνας ἀπὸ σᾶς, λόγῳ τοῦ ὅτι ἔγινεν ὅργανον τοῦ διαβόλου, ἐξωμοιώθη πρὸς τὸν διάβολον.
71 ἔλεγε δὲ τὸν Ἰούδαν Σίμωνος Ἰσκαριώτην· οὗτος γὰρ ἔμελλεν αὐτόν παραδιδόναι, εἷς ὢν ἐκ τῶν δώδεκα. 71 Υπονοούσε δε τον Ιούδαν τον υιόν του Σιμωνος, τον Ισκαριώτην. Διότι αυτός έμελλε να τον παραδώση στους εχθρούς, μολονότι ήτο ένας από τους δώδεκα. 71 Ἔλεγε δὲ ταῦτα διὰ τὸν Ἰούδαν, τὸν υἱὸν τοῦ Σίμωνος τὸν Ἰσκαριώτην. Διότι αὐτὸς ἔμελλε νὰ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς ἐχθρούς του, καίτοι ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους.