Δευτέρα, 02 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:24
Δύση: 17:07
Σελ. 2 ημ.
337-29
16ος χρόνος, 6134η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 

 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ λῃστής· 1 Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που δεν εισέρχεται εις την μάντραν των προβάτων από την θύραν, αλλά ανεβαίνει και πηδά, δια να μη τον αντιληφθούν, από άλλο μέρος, είναι κλέπτης και ληστής”. (Εκείνος που γίνεται ποιμήν των λογικών προβάτων αναξίως και παρανόμως, είναι ιερόσυλος εκμεταλλευτής και των πιστών και της Εκκλησίας). 1 Νομίζετε διὰ τὸν ἑαυτόν σας, ὅτι εἶσθε οἱ ἀνεγνωρισμένα ὁδηγοὶ καὶ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ. Σᾶς διαβεβαιῶ ὅμως ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ, ὅτι εἶσθε ἐκμεταλλευταὶ τοῦ ποιμνίου καὶ κλέπται τῶν προβάτων. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐμβαίνει ἀπὸ τὴν πόρταν εἰς τὴν μάνδραν, εἰς τὴν ὁποίαν φυλάττονται τὰ πρόβατα, ἀλλ’ ἀνεβαίνει ἀπὸ ἄλλο μέρος διὰ νὰ πηδήσῃ μέσα κρυφίως, ἐκεῖνος εἶναι κλέπτης καὶ λῃστής. (Μὲ ἄλλας λέξεις εἶναι κλέπτης καὶ λῃστὴς ἐκεῖνος, ποὺ χωρὶς νὰ κληθῇ καὶ ἀναβιβασθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τὸ ἀξίωμα τοῦ ποιμένος καὶ ὁδηγοῦ τῶν προβάτων τοῦ Θεοῦ, ζητεῖ νὰ τὸ σφετεριστῇ καὶ νὰ τὸ ἁρπάσῃ, ὅπως τὸ ἐκάματε σεῖς οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι μολονότι βλέπετε ἀπὸ τὰ θαύματά μου, ὅτι εἶμαι ὁ ἀνεγνωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν ποιμήν, σφετερίζεσθε τὰ δικαιώματά μου καὶ τὴν ἐξουσίαν μου).
2 ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων. 2 Εκείνος όμως, που εισέρχεται φανερά από την θύραν, είναι ο πραγματικός ποιμήν των προβάτων. 2 Τουναντίον ἐκεῖνος, ποὺ έμβαίνει εἰς τὴν μάνδραν ὄχι λαθραίως, ἀλλὰ φανερὰ ἀπὸ τὴν πόρταν, εἶναι ποιμὴν τῶν προβάτων.
3 τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. 3 Εις αυτόν ο θυρωρός ανοίγει την θύραν, και τα πρόβατα ακούουν και γνωρίζουν την φωνήν του, και αυτός καλεί τα πρόβατα το καθένα με το όνομά του, και τα βγάζει δια την βοσκήν. 3 Εἰς αὐτὸν ὁ θυρωρός, ποὺ φυλάττει τὴν μάνδραν, ἀνοίγει τὴν πόρταν, ἀλλὰ καὶ τὰ πρόβατα ἀκούουν τὴν φωνήν του καὶ γνωρίζουν αὐτήν, καὶ αὐτὸς πάλιν γεμᾶτος ἐνδιαφέρον διὰ τὰ πρόβατά του φωνάζει τὸ καθένα μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τὰ βγάζει ἀπὸ τὴν μάνδραν διὰ νὰ τὰ βοσκήσῃ.
4 καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ· 4 Και όταν βγάλη τα πρόβατά του από την μάνδραν, πηγαίνει εμπρός από αυτά και τα πρόβατα τον ακολουθούν, διότι γνωρίζουν την φωνήν του. 4 Καὶ ὅταν ἀπὸ τὴν μάνδραν, εἰς τὴν ὁποίαν μένουν καὶ ἄλλα ποίμνια μαζί, βγάλῃ αὐτὸς ἔξω τὰ ἰδικά του πρόβατα, πηγαίνει ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτά, καὶ τὰ πρόβατα τὸν ἀκολουθοῦν, διότι γνωρίζουν τὴν φωνήν του καὶ τὸ σφύριγμά του, μὲ τὸ ὁποῖον ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὰ φωνάζει.
5 ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν. 5 Ξενον όμως δεν θα τον ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν από αυτόν, διότι δεν αναγνωρίζουν την φωνήν των ξένων. Εμέ, τον πραγματικόν και στοργικόν ποιμένα, με γνωρίζουν, με αναγνωρίζουν και με ακολουθούν τα πρόβατα. (Τους ψευδείς και ιδιοτελείς ποιμένας δεν έχουν την διάθεσιν και δεν θέλουν να τους ακολουθήσουν, διότι δεν τους αναγνωρίζουν ποιμένας των)”. 5 Δὲν θὰ ἀκολουθήσουν ὅμως ποτὲ ὁποιονδήποτε ξένον, ἀλλὰ θὰ φύγουν μακρὰν ἀπὸ αὐτόν, διότι δὲν γνωρίζουν τὴν φωνὴν τῶν ξένων. Ἔτσι καὶ τὰ λογικὰ πρόβατά μου θὰ μὲ ἀναγνωρίσουν ὡς ποιμένα των, θὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλίαν μου, καὶ θὰ αἰσθανθοῦν τὸ δι’ αὐτὰ ἐνδιαφέρον μου καὶ τὴν πρὸς αὐτὰ στοργήν μου καὶ δὲν θὰ παραπλανηθοῦν ἀπὸ τοὺς ἀπατεῶνας, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐπιζητήσουν νὰ τὰ ἀποσπάσουν ἀπὸ ἐμέ.
6 Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς. 6 Αυτήν την παραβολήν τους είπεν ο Ιησούς. Εκείνοι όμως δεν εκατάλαβαν, τι εσήμαιναν αυτά που τους έλεγε. 6 Αὐτὸν τὸν ἀλληγορικὸν λόγον τοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἐνόησαν, ποίαν σημασίαν εἶχον αὐτά, ποὺ τοὺς ἔλεγε.
7 Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. 7 Δια τούτο και πάλιν είπε προς αυτούς ο Ιησούς· “αληθινά και ειλικρινά σας λέγω, ότι εγώ είμαι η θύρα, από την οποίαν τα πρόβατα μπαίνουν εις την μάνδρα, δια να εύρουν ασφάλειαν και από την οποίαν βγαίνουν δια την βοσκήν. 7 Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν ἐκατάλαβαν τὴν ἔννοιαν τῆς ἀλληγορίας ταύτης, τοὺς εἶπε πάλιν ὁ Ἰησοῦς καθαρώτερα καὶ σαφέστερα τὰ ἑξῆς· Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἡ πόρτα, διὰ τῆς ὁποίας τὰ πρόβατα ἐμβαίνουν εἰς τὴν μάνδραν διὰ νὰ ἀσφαλισθοῦν καὶ ἀπὸ τὴν ὁποίαν βγαίνουν διὰ νὰ βοσκήσουν.
8 πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί· ἀλλ’ οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα. 8 Ολοι όσοι ήλθαν πριν από εμέ, χωρίς κανείς να τους αναθέση την ποίμανσιν των προβάτων, αλλά αυθαιρέτως μόνοι των επήραν το αξίωμα, αυτοί ήσαν κλέπται και λησταί. Τα πρόβατα όμως δεν τους ήκουσαν και ούτε τους ακολούθησαν. 8 Ὅλοι ὅσοι ἦλθον κατὰ τοὺς τελευταίους αὐτοὺς χρόνους, προτοῦ νὰ ἔλθω ἐγώ, καὶ ἐπῆραν μόνοι τους τὸ ἀξίωμα τοῦ ὁδηγοῦ τῶν προβάτων, εἶναι κλέπται καὶ λῃσταί, διότι ἀποβλέπουν εἰς τὸ νὰ ἐκμεταλλευθοῦν καὶ καταφάγουν τὰ πρόβατα. Ἀλλὰ τὰ πρόβατα δὲν τοὺς ἤκουσαν.
9 ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι’ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει. 9 Εγώ είμαι η θύρα. Δι' εμού εάν κανείς εισέλθη, θα σωθή. Και θα εισέλθη εις την μάνδραν, δια να εύρη ασφάλειαν και ανάπαυσιν, και θα βγη, όταν είναι καιρός βοσκής και θα εύρη τροφήν. 9 Ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα. Δι’ ἐμοῦ καὶ μόνον ἐὰν ἔμβῃ κανείς, θὰ σωθῇ. Καὶ θὰ εἰσέλθῃ ὡς τὸ πρόβατον εἰς τὴν μάνδραν πρὸς ἀνάπαυσιν καὶ ἀσφάλειαν ἐν καιρῷ νυκτὸς καὶ θὰ ἐξέλθῃ κατὰ τὴν πρωΐαν ἐκ τῆς μάνδρας πρὸς βοσχὴν καὶ θὰ εὔρὴ τροφήν. Δι’ ἐμοῦ μὲ ἄλλας λέξεις πᾶσα ψυχὴ θὰ ἀσφαλισθῇ ἀπὸ κάθε πνευματικὸν κίνδυνον, θὰ τραφῇ ἀφθόνως διὰ τῆς σωτηριώδους ἀληθείας καὶ θὰ κατακτήσῃ τὴν αἰώνιον ζωήν.
10 ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν. 10 Ο κλέπτης δεν έρχεται, ει μη μόνον δια να κλέψη και να σφάξη και να καταστρέψη. Τετοιοι ήσαν οι κακοί ποιμένες του Ισραήλ. Εγώ όμως ήλθα, δια να έχουν τα πρόβατα ζωήν, δια να έχουν με το παραπάνω την τροφήν των και κάθε τι καλόν και χρήσιμον. 10 Ὁ κλέπτῃς δὲν ἔρχεται παρὰ διὰ νὰ κλέψῃ καὶ διὰ νὰ σφάξῃ καὶ διὰ νὰ παραδώσῃ εἰς τὴν πλήρη καταστροφὴν τὰ πρόβατα. Αὐτὸ κάνουν οἱ αὐθαιρέτως καταλαβόντες τὰ πρῶτα ἀξιώματα εἰς τὴν συναγωγὴν τοῦ Ἰσραήλ. Ἀντιθέτως ἐγὼ ἦλθον διὰ νὰ ἔχουν τὰ πρόβατα ζωὴν καὶ διὰ νὰ ἔχουν ἐν ἀφθονίᾳ τροφὴν πνευματικὴν καὶ πᾶν ἀγαθόν.
11 ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων· 11 Εγώ είμαι ο ποιμήν ο καλός και πονετικός. Ο ποιμήν ο καλός και την ζωήν του ακόμα θυσιάζει δια να προφυλάξη τα πρόβατα από κάθε κίνδυνον. 11 Ἐγὼ εἶμαι ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς καὶ στοργικός, ποὺ πονῷ καὶ ἐνδιαφέρομαι εἰλικρινῶς διὰ τὰ πρόβατα. Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς παραδίδει τὴν ζωήν του διὰ νὰ ἀπομακρύνῃ κάθε κίνδυνον ἀπὸ τὰ πρόβατά του καὶ διὰ νὰ ὑπερασπισθῇ τὴν ζωὴν αὐτῶν.
12 ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. 12 Ο μισθωτός δε βοσκός, που δεν είναι ιδικά του τα πρόβατα και τα βόσκει μόνον και μόνον δια τον μισθόν του, βλέπει τον λύκον να έρχεται και αφίνει τα πρόβατα και φεύγει. Και τότε ανενόχλητος ο λύκος αρπάζει, κατασπαράσσει και διασκορπίζει τα πρόβατα. (Οι ανάξιοι πνευματικοί ποιμένες, που έχουν το έργον των μόνον και μόνον ως προσδοφόρον επάγγελμα, δεν ενδιαφέρονται να προφυλάξουν τα λογικά πρόβατα από τον διάβολον και τα όργανά του). 12 Ὁ μισθωτὸς δὲ ὑπηρέτης, ποὺ δὲν εἶναι ποιμήν, καὶ δὲν εἶναι τὰ πρόβατα ἰδικά του, βλέπει τὸν λύκον νὰ ἔρχεται, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἔχει οὔτε στοργὴν διὰ τὰ πρόβατα, οὔτε αὐταπάρνησιν, ἀφίνει ἀνυπεράσπιστα τὰ πρόβατα καὶ φεύγει διὰ νὰ μὴ ἐκθέσῃ εἰς τὸν παραμικρὸν κίνδυνον τὴν ζωήν του. Καὶ ἐλεύθερος τότε ὁ λύκος ἁρπάζει καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. Τέτοιοι μισθωτοὶ εἶσθε καὶ σεῖς, οἱ σημερινοὶ λειτουργοῖ τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ νομοδιδάσκαλοι, ποὺ μόνον διὰ τὰ πρόσκαιρα ὀφέλῃ ἔχετε προσκολληθῇ εἰς τὸ ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον ἐπιβουλεύεται ὡς ἄλλος λύκος ὁ διάβολος, καθὼς καὶ ὅλοι ὅσοι γίνονται ὄργανά του.
13 ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. 13 Ο μισθωτός βοσκός φεύγει, ακριβώς διότι είναι μισθωτός και δεν έχει καμμίαν διάθεσιν να εκθέση εις κίνδυνον την ζωήν του δια τα πρόβατα, διότι δεν ενδιαφέρεται δι' αυτά, παρά μόνον δια τον μισθόν του. 13 Μὴ σᾶς φαίνεται δὲ παράδοξον, τὸ ὁτι ὁ μισθωτὸς ὑπηρέτης, ὅταν ἴδῃ τὸν λύκον νὰ ἐπιπίπτῃ κατὰ τοῦ ποιμνίου, φεύγει. Φεύγει, διότι εἶναι ὑπηρέτης μὲ μισθὸν καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἰδικά του τὰ πρόβατα, δὲν τὰ πονεῖ. Αὐτὸς ἐνδιαφέρεται κυρίως νὰ πάρῃ τὸν μισθόν του καὶ δὲν διακινδυνεύει ποτὲ τὴν ζωήν του, ὅπως ἐκεῖνος, ποὺ πονεῖ καὶ αἰσθάνεται στοργὴν διὰ τὰ πρόβατα.
14 ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν, 14 Εγώ είμαι ο καλός ποιμήν και γνωρίζω τα ιδικά μου πρόβατα και γνωρίζομαι από τα ιδικά μου. 14 Ἐγὼ εἶμαι ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς καὶ στοργικός, ποὺ ἐνδιαφέρομαι διὰ τὰ πρόβατα. Καὶ διότι ἔχω τὸ ἐνδιαφερον αὐτό, γνωρίζω καλὰ τὰ ἰδικά μου πρόβατα, ἀλλὰ καὶ γνωρίζομαι ἀπὸ τὰ ἰδικά μου.
15 καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. 15 Οπως με γνωρίζει και με αγαπά ο Πατήρ και εγώ επίσης γνωρίζω και αγαπώ τον Πατέρα, έτσι γνωρίζω και γνωρίζομαι από τα πρόβατα, έτσι αγαπώ και αγαπώμαι από τα πρόβατα, δια τούτο και παραδίδω την ψυχήν μου εις θάνατον χάριν των προβάτων. 15 Καὶ ἡ γνωριμία αὐτὴ πρὸς τὰ πρόβατά μου προέρχεται ἀπὸ δεσμοὺς στοργῆς καὶ οἰκειότητα ἀγάπης, διὰ τῶν ὁποίων συνδέομαι πρὸς αὐτά. Καθὼς μὲ γνωρίζει ὡς φυσικὸν Υἱόν του ὁ Πατὴρ καὶ μὲ ἀγαπᾷ, γνωρίζω δὲ καὶ ἐγὼ τὸν Πατέρα καὶ τὸν ἀγαπῶ, ἔτσι γνωρίζω καὶ τὰ πρόβατά μου καὶ γνωρίζομαι ὑπ’ αὐτῶν, διότι συνεδέθην στενῶς καὶ φυσικῶς μὲ αὐτὰ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου. Λόγῳ δὲ τῆς οἰκειότητος ταύτης, παραδίδω τὴν ζωήν μου χάριν τῶν προβάτων.
16 καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν. 16 Εχω και άλλα πρόβατα, τα οποία δεν είναι από αυτήν την μάνδραν, δεν ανήκουν στο έθνος των Εβραίων. Και εκείνα πρέπει εγώ να τα οδηγήσω και να τα ποιμάνω μαζή με τα άλλα ως καλός ποιμήν. Και εκείνα θα με γνωρίσουν και όταν τα καλώ θα ακούσουν την φωνήν μου, όπως και τα άλλα· και θα γίνη έτσι μία ποίμνη, η Εκκλησία, και ένας ποιμήν, ο Χριστός. 16 Ἔχω ὅμως καὶ ἄλλα πρόβατα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν μάνδραν αὐτὴν τῆς Ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς, άλλ’ εἶναι διεσκορπισμένα μεταξὺ τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου. Καὶ πρέπει ἐγὼ νὰ ὁδηγήσω καὶ ἐκεῖνα καὶ νὰ τὰ ἐνώσω μὲ τὰ ἄλλα. Καὶ ὅταν ἐγὼ θὰ τὰ καλῶ διὰ νὰ τὰ συναθροίσω, ὠρισμένως ἐκεῖνα θὰ ἀκούσουν τὴν φωνήν μου, καὶ ἔτσι θὰ γίνῃ ἀπὸ τὰ ἐδῶ πρόβατα καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα μία ποίμνη, ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἕνας ποιμήν, ὁ Χριστός.
17 διὰ τοῦτό με ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ, ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν. 17 Δια τούτο ο Πατήρ μου με αγαπά, διότι εγώ θυσιάζω την ζωήν μου προς χάριν των προβάτων, δια να την πάρω και πάλιν με την ανάστασίν μου και να είμαι ο αιώνιος ποιμήν και αρχιερεύς. 17 Δι’ αὐτὸ δὲ ὁ Πατὴρ μὲ ἀγαπᾷ, διότι ἐγὼ μόνος μου καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ ἀναγκάζῃ παραδίδω τὴν ζωήν μου εἰς θάνατον, διὰ νὰ τὴν λάβω πάλιν καὶ ἑξακολουθήσω ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασίν μου τὸ ἔργον τῆς καθοδηγήσεως τῶν προβάτων μου καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ τῆς συνενώσεώς των εἰς μίαν ποίμνην καὶ εἰς ἓν σῶμα.
18 οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ’ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ τοῦ πατρός μου. 18 Κανείς δεν έχει την δύναμιν να μου αφαιρέση την ζωήν. Αλλά εγώ από τον ευατόν μου και την θέλησίν μου θυσιάζω αυτήν. Εχω εξουσίαν να δώσω την ζωήν μου, και έχω εξουσίαν να την πάρω πάλιν. Αυτήν την εντολήν και την εξουσίαν έχω λάβει και ως άνθρωπος από τον Πατέρα μου”. 18 Κανεὶς δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ πάρῃ τὴν ζωήν μου καὶ νὰ μὲ θανατώσῃ παρὰ τὴν θέλησίν μου. Ἀλλ’ ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου καὶ μόνος μου παραδίδω αὐτήν. Ἔχω ἐξουσίαν νὰ δώσω τὴν ζωήν μου καὶ ἔχω ἐξουσίαν πάλιν νὰ τὴν λάβω. Αὐτὴν τὴν ἐντολὴν ἔλαβα ἀπὸ τὸν πατέρα μου, νὰ θυσιάσω τὴν ζωήν μου ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ νὰ τὴν πάρω πάλιν διὰ τῆς ἀναστάσεως, διὰ νὰ ἀναδειχθῶ οὕτως ὁ αἰώνιος ἀρχιερεὺς καὶ μεσίτης πρὸς σωτηρίαν τῶν προβάτων μου.
19 Σχίσμα οὖν πάλιν ἐγένετο ἐν τοῖς Ἰουδαίοις διὰ τοὺς λόγους τούτους. 19 Υστερα, λοιπόν, από τους λόγους αυτούς του Κυρίου έγινεν αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ των Ιουδαίων. 19 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ποὺ διεκήρυξεν ὁ Ἰησοῦς, ἔγινε πάλιν διαίρεσις μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ἐξ αἰτίας τῶν λόγων τούτων.
20 ἔλεγον δὲ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν· Δαιμόνιον ἔχει καὶ μαίνεται· τί αὐτοῦ ἀκούετε; 20 Πολλοί από αυτούς έλεγαν· “έχει δαιμόνιον, ένεκα του οποίου είναι εκτός του ευατού του και παραλογίζεται. Τι τον ακούετε;” 20 Πολλοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἔλεγον· Διὰ νὰ τρέφῃ τοιαύτας ἰδέας διὸ τὸν ἑαυτόν του, πρέπει νὰ ἔχῃ δαιμόνιον καὶ δι’ αὐτὸ παραλογίζεται. Διατὶ τὸν προσέχετε καὶ ἀκούετε αὐτὰ ποὺ λέγει;
21 ἄλλοι ἔλεγον· Ταῦτα τὰ ῥήματα οὐκ ἔστι δαιμονιζομένου· μὴ δαιμόνιον δύναται τυφλῶν ὀφθαλμοὺς ἀνοῖγειν; 21 Αλλοι έλεγον· “αυτά τα λόγια δεν είναι λόγια δαιμονιζομένου. Επειτα ημείς τον βλέπομεν να κάνη και θαύματα· μήπως το δαιμόνιον ημπορεί να ανοίγη μάτια τυφλών;” 21 Ἄλλοι ἔλεγον· Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν εἶναι λόγια δαιμονιζομένου. Καὶ ἐπὶ πλέον τὰ λόγια του συνοδεύονται καὶ ἀπὸ τὰς ὑπερφυσικὰς θεραπείας καὶ τὰ θαύματά του. Μήπως μπορεῖ δαιμόνιον νὰ ἀνοίγῃ μάτια τυφλῶν;
22 Ἐγένετο δὲ τὰ ἐγκαίνια ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις, καὶ χειμὼν ἦν· 22 Εγινε δε αργότερα εις τα Ιεροσόλυμα η εορτή των εγκαινίων και ήτο χειμών, δηλαδή περί τα μέσα Δεκεμβρίου. 22 Ἔγινε δὲ τότε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἡ ἑορτὴ τῶν ἐγκαινίων καὶ ἦτο ἐποχὴ χειμῶνος, περὶ τὰ μέσα τοῦ ἰδικοῦ μας μηνὸς Δεκεμβρίου.
23 καὶ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ ἐν τῇ στοᾷ τοῦ Σολομῶντος. 23 Και περιπατούσε ο Ιησούς μέσα εις την αυλήν του Σολομώντος. 23 Καὶ ἐβάδιζεν ὁ Ἰησοῦς μέσα εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ εἰς τὸ παλαιὸν ὑπόστεγον, τὸ ὁποῖον ἐθεωρεῖτο, ὅτι εἶχε κτισθῇ ὑπὸ τοῦ Σολομῶντος μαζὶ μὲ τὸν πρῶτον ναόν, ποὺ κατεστράφη ἀπὸ τοὺς Βαβυλωνίους.
24 ἐκύκλωσαν οὖν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγον αὐτῷ· Ἕως πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις; εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν παρρησίᾳ. 24 Τον περιεκύκλωσαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι και έλεγαν εις αυτόν· “έως πότε θα κρατής την ψυχήν μας μετέωρον; Εως πότε θα μας κρατής εις απορίαν και αγωνίαν; Εάν συ είσαι πράγματι ο Χριστός που περιμένομεν, πες μας το καθαρά και φανερά”. 24 Εἰς τὸ πολυσύχναστον λοιπὸν αὐτὸ μέρος τὸν περιεκύκλωσαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τοῦ εἶπαν· Ἕως πότε θὰ κρατῇς εἰς ἀγωνίαν καὶ ἀπορίαν μεγάλην τὰς ψυχάς μας; Ἐὰν σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, πές μάς το καθαρά.
25 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Εἶπον ὑμῖν, καὶ οὐ πιστεύετε· τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, ταῦτα μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ· 25 Απήντησε εις αυτούς ο Χριστός· “σας το είπα και δεν πιστεύετε. Αλλά και τίποτε αν δεν σας είχα πη, τα έργα, τα οποία εγώ κάνω εν ονόματι του Πατρός μου, αυτά μαρτυρούν δι' εμέ και αποδεικνύουν ότι είμαι ο Χριστός. 25 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς: Σᾶς εἶπον περὶ αὐτοῦ ποὺ μὲ ἐρωτᾶτε καὶ ὅμως σεῖς δὲν πιστεύετε. Ἀλλα καὶ ἐὰν δὲν σᾶς εἶχον εἴπει τίποτε περὶ τοῦ ποῖος εἶμαι, τὰ ἔργα τὰ ὁποῖα ἐγὼ πράττω κατ’ ἐντολὴν καὶ ἐξουσιοδότησιν τοῦ πατρός μου, ταῦτα δίδουν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῦ καὶ ἐπιβεβαιοῦν, ὅτι εἶμαι ὁ Χριστός.
26 ἀλλ’ ὑμεῖς οὐ πιστεύετε· οὐ γάρ ἐστε ἐκ τῶν προβάτων τῶν ἐμῶν, καθὼς εἶπον ὑμῖν. 26 Αλλά σεις δεν πιστεύετε ούτε εις τα λόγια μου ούτε εις τα έργα μου. Και τούτο, διότι λόγω της κακής σας διαθέσεως και της αμαρτωλής καταστάσεώς σας, δεν ανήκετε εις τα πρόβατά μου όπως σας είχα πη. 26 Σεῖς ὅμως δὲν πιστεύετε, διότι, καθὼς σᾶς εἶπα, λόγῳ τῶν κακῶν διαθέσεών σας, δὲν εἶσθε ἐξ ἐκείνων, τοὺς ὁποίους ὁ Πατὴρ προώρισε νὰ γίνουν πρόβατά μου καὶ πιστοὶ ἀκόλουθοί μου.
27 τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς φωνῆς μου ἀκούει, κἀγὼ γινώσκω αὐτά, καὶ ἀκολουθοῦσί μοι, 27 Τα δικά μου πρόβατα ακούουν με χαράν και με υποταγήν την φωνήν μου και εγώ τα γνωρίζω ότι είναι δικά μου και με ακολουθούν. 27 Τὰ πρόβατα τὰ ἰδικά μου ἀκούουν μὲ προθυμίαν καὶ εὐπείθειαν τὴν φωνήν μου καὶ τὴν διδασκαλίαν μου. Καὶ ἐγὼ τὰ γνωρίζω ὡς ἰδικά μου καὶ ἐνδιαφέρομαι καὶ πονῶ καὶ φροντίζω δι’ αὐτά, καθὼς καὶ ἐκεῖνα μὲ γνωρίζουν καὶ μὲ ἀκολουθοῦν ὑπακούοντα εἰς πάσας τὰς ἐντολάς μου.
28 κἀγὼ ζωὴν αἰώνιον δίδωμι αὐτοῖς, καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ οὐχ ἁρπάσει τις αὐτὰ ἐκ τῆς χειρός μου. 28 Και εγώ ανταμείβων την υπακοήν των, τους δίδω την αιωνίαν ζωήν και δεν θα χαθούν ποτέ και κανείς δεν θα τα αρπάξη από τα χέρια μου. 28 Καὶ ἐγὼ εἰς ἀνταμοιβὴν τῆς ὑπακοῆς των πρὸς ἐμὲ δίδω εἰς αὐτὰ ζωὴν αἰώνιον, καὶ δὲν θὰ ἀπολεσθοῦν ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ οὔτε λύκος, οὔτε κλέπτης, οὔτε κανένας ἄλλος κακοποιὸς δὲν θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ τὰ ἀποσπάσῃ μὲ τὴν βίαν καὶ νὰ τὰ ἁρπάσῃ ἀπὸ τὴν δυνατὴν καὶ προστατευτικὴν χεῖρα μου.
29 ὁ πατήρ μου, ὃς δέδωκέ μοι, μεῖζων πάντων ἐστί, καὶ οὐδεὶς δύναται ἁρπάζειν ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ πατρός μου. 29 Ο Πατήρ μου, ο οποίος μου έχει δώσει τα πρόβατα είναι ανώτερος και ισχυρότερος από όλους, είναι ο παντοδύναμος Θεός. Και κανείς, ούτε αι λεγεώνες των πονηρών πνευμάτων, δεν ημπορούν να αρπάξουν τα πρόβατα από το χέρι του. 29 Ὁ Πατήρ μου, ποὺ μοῦ ἔχει δώσει τὰ πρόβατα αὐτά, εἶναι μεγαλύτερος καὶ δυνατώτερος ἀπὸ ὅλους, καὶ κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀρπάξῃ διὰ τῆς βίας αὐτὰ ἀπὸ τὴν παντοδύναμον χεῖρα τοῦ Πατρός μου.
30 ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν. 30 Με την ιδίαν δύναμιν και εξουσίαν και αγάπην ποιμαίνω και εγώ και κρατώ τα πρόβατα, διότι εγώ και ο Πατήρ είμεθα ένα, έχομεν την αυτήν φύσιν και ουσίαν, τα ίδια άπειρα ιδιώματα”. 30 Ναί· τὰ πρόβατα αὐτὰ ἀνήκουν καὶ εἰς τὸν Πατέρα μου καὶ εἰς ἐμέ. Καὶ κρατοῦνται συγχρόνως καὶ ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου προστατευτικὴν χεῖρα καὶ ἀπὸ τὴν χεῖρα τοῦ Πατρός μου. Διότι ἐγὼ καὶ ὁ Πατήρ μου εἴμεθα ἕνα καὶ ἔχομεν τὴν αὐτὴν φύσιν καὶ οὐσίαν καὶ τὴν αὐτὴν δύναμιν καὶ θέλησιν καὶ ἐξουσίαν καὶ ὅλα ἐν γένει τὰ ἔχομεν κοινά.
31 Ἐβάστασαν οὖν πάλιν λίθους οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα λιθάσωσιν αὐτόν. 31 Οταν οι Ιουδαίοι τον άκουσαν να λέγη ότι είνα ένα με τον Θεόν, επήραν πάλιν λιθάρια, δια να τον λιθοβολήσουν. 31 Ὅταν λοιπὸν ἤκουσαν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι ἔκαμε τὸν ἑαυτόν του ἕνα μὲ τὸν Θεόν, ἐπῆραν καὶ πάλιν εἰς τὰς χεῖρας των λίθους διὰ νὰ τὸν λιθοβολήσουν.
32 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Πολλὰ ἔργα καλὰ ἔδειξα ὑμῖν ἐκ τοῦ πατρός μου, διὰ ποῖον αὐτῶν ἔργον λιθάζετέ με; 32 Απήντησε τότε εις αυτούς ο Ιησούς· “πολλά καλά έργα έδειξα και έκανα εις εσάς που προέρχονται από τον Πατέρα. Δια ποίον από όλα είσθε έτοιμοι να με λιθοβολήσετε;” 32 Ἀπεκρίθη τότε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Πολλὰ εὐεργετικὰ καὶ κατὰ πάντα θαυμαστὰ καὶ ἀξιέπαινα ἔργα σᾶς ἔδειξα, τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ μόνον μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Πατρός μου εἶναι δυνατὸν νὰ συντελεσθοῦν. Διὰ ποῖον ἔργον ἀπὸ αὐτὰ θέλετε νὰ μὲ λιθοβολήσετε;
33 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· Περὶ καλοῦ ἔργου οὐ λιθάζομέν σε, ἀλλὰ περὶ βλασφημίας, καὶ ὅτι σὺ ἄνθρωπος ὢν ποιεῖς σεαυτὸν Θεόν. 33 Απήντησαν εις αυτόν οι Ιουδαίοι, λέγοντες· “δεν σε λιθοβολούμεν δια καλόν έργον, αλλά δια την φοβεράν βλασφημίαν που είπες, διότι ενώ συ είσαι άνθρωπος, κάνστον εαυτόν σου Θεόν και λέγεις ότι είσαι ένα με τον Θεόν”. 33 Ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπαν· Δὲν σὲ λιθοβολοῦμεν διὰ κανὲν καλὸν ἔργον ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ λέγεις, ὅτι ἔκαμες. Ἀλλὰ σὲ λιθοβολοῦμεν διὰ τὴν βλασφημίαν, ποὺ ἐξεστόμισες, καὶ διότι σύ, ἐνῷ εἶσαι ἄνθρωπος, κάνεις τὸν ἑαυτόν σου Θεὸν καὶ λέγεις, ὅτι εἶσαι ἕνα μὲ τὸν Θεόν.
34 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Οὐκ ἔστι γεγραμμένον ἐν τῷ νόμῳ ὑμῶν, ἐγὼ εἶπα, θεοί ἐστε; 34 Τους απήντησεν ο Ιησούς· “στον νόμον σας, εκεί που ομιλεί ο Θεός προς τους δικαστάς, δεν είναι γραμμένον· Εγώ είπα, είσθε θεοί; 34 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Δὲν εἶναι γραμμένον εἰς τὸν νόμον σας διὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀσκοῦν τὴν δικαστικὴν ἐξουσίαν· Ἐγὼ εἶπα· εἶσθε θεοί;
35 εἰ ἐκείνους εἶπε θεοὺς, πρὸς οὓς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐγένετο, καὶ οὐ δύναται λυθῆναι ἡ γραφή, 35 Εάν η Γραφή ωνόμασε θεούς τους δικαστάς εκείνους, τους οποίους εκάλεσε εις αυτό το έργον ο Θεός-και δεν είναι δυνατόν να καταλυθή η Γραφή- 35 Ἐὰν ἐκείνους ὠνόμασεν ἡ Γραφὴ θεούς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἔγινε κλῆσις ἀπὸ Θεοῦ καὶ διὰ θείας ἀναδείξεως ἀνετέθη εἰς αὐτοὺς νὰ διαχειρίζωνται ἐπὶ τῆς γῆς τὴν δικαστικὴν ἐξουσίαν, (καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ χάσῃ τὸ κῦρος της ἡ Γραφή, ὥστε ὅ,τι λέγει νὰ μὴ ἔχῃ πλέον καμμίαν ἀξίαν),
36 ὃν ὁ πατὴρ ἡγίασε καὶ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, ὑμεῖς λέγετε ὅτι βλασφημεῖς, ὅτι εἶπον, υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἰμι; 36 εις εκείνον, τον οποίον ο Πατήρ καθιέρωσε δια το μέγα έργον του Μεσσίου και τον έστειλε στον κόσμον, σεις λέγετε ότι βλασφημείς, επειδή είπα ότι είμαι Υιός του Θεού; 36 εἰς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον, ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου διὰ νὰ γίνῃ ἄνθρωπος, ὁ Πατὴρ ἐξεχώρισε καὶ ἐξέλεξε καὶ καθιέρωσεν αὐτὸν διὰ τὸ ὑψηλὸν ἔργον τοῦ Μεσσίου καὶ τὸν ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ φέρῃ τοῦτο εἰς πέρας, σεῖς λέγετε, ὅτι βλασφημεῖς, ἐπειδὴ εἶπον, ὅτι εἶμαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ;
37 εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι· 37 Εάν δεν κάνω τα υπερφυσικά έργα, τα οποία είναι έργα του Πατρός μου, τότε μη πιστεύετε εις εμέ. 37 Ἐὰν δὲν ἐνεργῶ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ὁ Πατήρ μου παραγγέλλει καὶ μὲ βοηθεῖ νὰ ἐκτελῶ, καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι αὐτὰ ταῦτα τὰ ἔργα τοῦ Πατρός μου, μὴ πιστεύετε εἰς τὴν μαρτυρίαν τοῦ στόματός μου καὶ εἰς τὰς ἰδικάς μου διαβεβαιώσεις.
38 εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε, τοῖς ἔργοις πιστεύσατε, ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε, ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ κἀγὼ ἐν αὐτῷ. 38 Εφ' όσον όμως κάνω τα έργα του Πατρός μου, πιστεύσατε εις αυτά τα έργα και τότε θα εννοήσετε καλά και θα πιστεύσετε εις εμέ και θα βεβαιωθήτε, ότι εγώ ζω και υπάρχω εν τω Πατρί, όπως και ο Πατήρ ζη και υπάρχει εν εμοί”. 38 Ἐφ’ ὅσον ὅμως ἐνεργῶ τὰ ἔργα τοῦ Πατρός μου, καὶ ἐὰν δὲν πιστεύετε εἰς ὅ,τι λέγω ἐγώ, πιστεύσατε ὅμως εἰς τὰ ἔργα αὐτά, διὰ νὰ μάθετε καὶ ὁδηγηθῆτε ἀπὸ αὐτὰ εἰς τὴν τελείαν πίστιν. Καὶ τότε θὰ βεβαιωθῆτε ὅτι μέσα μου εἶναι καὶ μένει ὁ Πατὴρ καὶ ἐγὼ εἶμαι καὶ μένω μέσα εἰς τὸν Πατέρα. Ἔχω δηλαδὴ ὡς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ τὴν αὐτὴν φύσιν καὶ οὐσίαν πρὸς τὸν Πατέρα, καὶ εἶμαι ἄπειρος καὶ ἐγώ, ὥστε νὰ χωρῇ μέσα μου ὁ Πατήρ, εἴμεθα δὲ καὶ ἀχώριστοι ὁ εἰς ἀπὸ τὸν ἄλλον, διότι καὶ ἐγὼ εἶμαι καὶ μένω μέσα εἰς τὸν Πατέρα μου.
39 Ἐζήτουν οὖν πάλιν πιάσαι αὐτὸν· καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῶν. 39 Εζητούσαν και πάλιν οι Ιουδαίοι να τον πιάσουν, αλλά αυτός έφυγεν ανάμεσα από τα χέρια των. 39 Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ αὐτοὺς ἐζήτουν καὶ πάλιν νὰ τὸν συλλάβουν διὰ νὰ τὸν καταδικάσουν καὶ τὸν θανατώσουν, ἀλλ’ ἐξέφυγεν ἀπὸ τὰς χεῖρας των.
40 Καὶ ἀπῆλθε πάλιν πέραν τοῦ Ἰορδάνου, εἰς τὸν τόπον ὅπου ἦν Ἰωάννης τὸ πρῶτον βαπτίζων, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ. 40 Και ανεχώρησε πάλιν πέρα από τον Ιορδάνην, εις τόπον, όπου κατ' αρχάς εβάπτιζεν ο Ιωάννης και έμεινεν εκεί. 40 Καὶ ἐπῆγε πάλιν πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην εἰς τὴν Περαίαν, εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἐβάπτιζε κατὰ τὰς πρώτας ἡμέρας τῆς δημοσίας του ἐμφανίσεως ὁ Ἰωάννης, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ.
41 καὶ πολλοὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ ἔλεγον ὅτι Ἰωάννης μὲν σημεῖον ἐποίησεν οὐδέν, πάντα δὲ ὅσα εἶπεν Ἰωάννης περὶ τούτου, ἀληθῆ ἦν. 41 Και πολλοί ήλθαν προς αυτόν και έλεγαν μεταξύ των ότι ο Ιωάννης δεν έκαμε κανένα θαύμα, όλα δε όσα ο Ιωάννης είπε δι' αυτόν απεδείχθησαν αληθινά. 41 Καὶ πολλοὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ ὅταν ἤκουσαν τὴν διδασκαλίαν του καὶ εἶδαν τὰ θαύματά του, ἔλεγον, ὅτι ὁ Ἰωάννης δὲν ἔκαμε μὲν κανένα θαῦμα, ὅλα ὅμως ὅσα εἶπεν ὁ Ἰωάννης δι’ αὐτόν, ἀπεδείχθη τώρα ὅτι ἦσαν ἀληθῆ.
42 καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν ἐκεῖ. 42 Και πολλοί επίστευσαν εις αυτόν. 42 Καὶ ἐπίστευσαν ἐκεῖ πολλοὶ εἰς αὐτόν.