Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 (ΙΗ)


 
 

 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ταῦτα εἰπὼν Ἰησοῦς ἐξῆλθεν σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, ὅπου ἦν κῆπος, εἰς ὃν εἰσῆλθεν αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. 1 Αφού είπεν αυτά ο Ιησούς, εβγήκε μαζή με τους μαθητάς του πέραν από τον χείμαρρον των Κεδρων, όπου υπήρχε κήπος, στον οποίον εισήλθαν αυτός και οι μαθηταί του. 1 Αφοῦ εἶπεν αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ἐβγῆκε μὲ τοὺς μαθητάς του ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν Ἱεροσολύμων, εἰς κάποιο μέρος πέραν ἀπὸ τὸν ξεροπόταμον τῶν Κέδρων, ὅπου ἦτο κῆπος, εἰς τὸν ὁποῖον ἐμβῆκεν αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταί του.
2 ᾔδει δὲ καὶ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν τὸν τόπον, ὅτι πολλάκις συνήχθη καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖ μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ. 2 Εγνώριζε δε και ο Ιούδας, ο προδότης, αυτόν τον τόπον, διότι πολλές φορές μαζή με τους μαθητάς του ο Ιησούς είχεν έλθει εκεί. 2 Ἤξευρε δὲ καὶ ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος τὸν παρέδιδε τότε εἰς τοὺς σταυρωτάς του, τὸν τόπον αὐτόν, διότι πολλὰς φορὰς ἦλθεν ἐκεῖ καὶ ὁ Ἰησοῦς μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του.
3 ὁ οὖν Ἰούδας λαβὼν τὴν σπεῖραν καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας ἔρχεται ἐκεῖ μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων καὶ ὅπλων. 3 Ο Ιούδας, λοιπόν, αφού επήρε μαζή του το ρωμαϊκόν στραιωτικόν απόσπασμα και υπηρέτας από τους αρχιερείς και Φαρισαίους, ήλθε εκεί με φανάρια και λαμπάδες και όπλα. 3 Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ὁ Ἰούδας ἐγνώριζε τὸν τόπον τοῦτον καὶ ὑπελόγισεν, ὅτι ἐκεῖ θὰ εὕρισκε τὸν Ἰησοῦν, ἀφοῦ ἐπῆρε μαζί του τὸν λόχον τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν καὶ ὑπηρέτας ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, ἦλθεν ἐκεῖ μὲ φανάρια καὶ λαμπάδας καὶ ὅπλα, ὥστε ἡ διαφυγῆ τοῦ Ἰησοῦ ὑπὸ τὸ σκότος νὰ προληφθῇ καὶ πᾶσα ἔνοπλος ἀντίστασις νὰ ἐκμηδενισθῇ.
4 Ἰησοῦς οὖν εἰδὼς πάντα τὰ ἐρχόμενα ἐπ’ αὐτὸν, ἐξελθὼν εἶπεν αὐτοῖς· Τίνα ζητεῖτε; 4 Ο Ιησούς, λοιπόν, γνωρίζων όλα εκείνα, που έμελλαν να συμβούν εις αυτόν, εβγήκεν έξω από τον κήπον και είπεν εις αυτούς· “Ποίον ζητείτε;” 4 Ὅταν λοιπὸν ἐκεῖνοι ἔφθασαν ἐκεῖ, ὁ Ἰησοῦς γνωρίζων ὡς Θεάνθρωπος ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ ἔμελλον νὰ τοῦ συμβοῦν, ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸν κῆπον καὶ προχωρήσας ἀτάραχος καὶ ἀποφασιστικὸς τοὺς εἶπε· Ποῖον ζητεῖτε;
5 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι. εἱστήκει δὲ καὶ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν μετ’ αὐτῶν. 5 Του απήντησαν εκείνοι· “Ιησούν τον Ναζωραίον”. Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “εγώ είμαι”. Μαζή δε με αυτούς εστέκετο και ο Ιούδας, ο προδότης. 5 Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτὸν ἐκεῖνοι· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον. Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖον ζητεῖτε. Ἐστέκετο δὲ μαζί τους καὶ ὁ Ἰούδας ὁ προδότης του.
6 ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσον χαμαί. 6 Οταν, λοιπόν, είπεν εις αυτούς, ότι εγώ είμαι, εκείνοι καταπτοημένοι ωπισθοχώρησαν και έπεσαν κάτω. 6 Ἅμα λοιπὸν τοὺς εἶπε, ὅτι ἐγὼ εἶμαι, κυριευθέντες ἀπὸ φόβον πρὸ τῆς θείας δυνάμεώς του ὠπισθοχώρησαν καὶ ἔπεσαν χάμω.
7 πάλιν οὖν αὐτούς ἐπηρώτησε· Τίνα ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον. 7 Παλιν, λοιπόν, τους ηρώτησε· “ποίον ζητείτε;” Εκείνοι είπον· “Ιησούν τον Ναζωραίον”. 7 Ἐπειδὴ λοιπὸν αὐτοὶ παρέμενον ἀναποφάσιστοι καὶ ἀδρανεῖς, πάλιν τοὺς ἠρώτησεν ὁ Ἰησοῦς· Ποῖον ζητάτε; Αὐτοὶ δὲ εἶπον· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον.
8 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Εἶπον ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι· εἰ οὖν ἐμὲ ζητεῖτε, ἄφετε τούτους ὑπάγειν· 8 Απεκρίθη ο Ιησούς· “σας είπα ότι εγώ είμαι· εάν, λοιπόν, ζητήτε εμέ, αφήσατε αυτούς να φύγουν”. 8 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Σᾶς εἶπα, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Ἐὰν λοιπὸν ζητεῖτε ἐμέ, συλλάβετέ με, ἀλλ’ ἀφήσατε αὐτοὺς νὰ φύγουν.
9 ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὃν εἶπεν, ὅτι οὓς δέδωκάς μοι, οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα. 9 Και είπε τούτο, δια να εξασφαλίση τους μαθητάς του, και να εκπληρωθή ακόμη και ο λόγος, τον οποίον προ ολίγου είχεν είπει στον Πατέρα του, ότι εκείνους τους οποίους μου έδωκες τους επροφύλαξα και δεν εχάθηκε κανένας από αυτούς. 9 Ἔτσι καὶ κατ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν στιγμὴν τῆς συλλήψεώς του ἔλαβεν ὁ Ἰησοῦς μέτρα προστασίας ὑπὲρ τῶν μαθητῶν του, διὰ νὰ ἐπαληθεύσῃ ὁ λόγος, τὸν ὁποῖον εἶπε πρὸ ὀλίγου πρὸς τὸν Πατέρα του, ὅτι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μοῦ ἔδωκες, δὲν ἔχασα ἀπὸ αὐτοὺς κανένα, ἀλλὰ τοὺς ἐπροστάτευσα καὶ τοὺς ἐφύλαξα τόσον ἀπὸ τοὺς πνευματικούς, ὅσον καὶ ἀπὸ τοὺς σωματικοὺς κινδύνους.
10 Σίμων οὖν Πέτρος ἔχων μάχαιραν εἵλκυσεν αὐτὴν, καὶ ἔπαισε τὸν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον τὸ δεξιόν· ἦν δὲ ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος. 10 Οταν, λοιπόν, οι στρατιώται συνήλθον κάπως από τον φόβον των και επροχώρησαν, δια να συλλάβουν τον Κυριον, ο Σιμων Πετρος, που είχε κατά την ώραν εκείνην μάχαιραν, την έσυρε και εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του έκοψε το δέξι αυτί. Το όνομα δε του δούλου εκείνου ήτο Μαλχος. (Ο ζήλος του Πετρου τον παρέσυρε εις άκριτον και εγκληματικήν πράξιν. Ακριτον, διότι εξέθετε έτσι ενώπιον των Ρωμαίων, τον εαυτόν του, τους μαθητάς και τον Κυριον ως στασιαστάς. Εγκληματικήν, διότι εστρέφετο κατά της ζωής του πλησίον, έστω και εχθρού). 10 Ὅταν λοιπὸν ἐκεῖνοι ἐπῆραν θάρρος ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐπροχώρουν νὰ τὸν συλλάβουν, ὁ Σίμων Πέτρος, ὁ ὁποῖος συνέβη τὴν στιγμὴν ἐκείνην νὰ φέρῃ ἐπάνω του μάχαιραν, ἔσυρεν αὐτὴν καὶ ἐκτύπησε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ δεξιὸν αὐτί. Ὠνομάζετο δὲ ὁ δοῦλος Μάλχος.
11 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ· Βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην· τὸ ποτήριον ὃ δέδωκέ μοι ὁ πατὴρ, οὐ μὴ πίω αὐτό; 11 Είπε αμέσως τότε ο Ιησούς στον Πετρον· “βάλε την μάχαιραν εις την θήκην· το ποτήριον, το οποίον μου έδωκε ο Πατήρ, θέλεις συ να μη το πίω;” 11 Ἀμέσως λοιπὸν μετὰ τὸ συμβὰν αὐτὸ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν Πέτρον· Βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην της. Τὸ ποτήριον τοῦ παθήματός μου, τὸ ὁποῖον μοῦ ἔδωκεν ὁ Πατὴρ νὰ τὸ πίω, θέλεις σὺ νὰ τὸ ἀποφύγω καὶ νὰ μὴ τὸ πίω, παρακούων πρὸς τὸν Πατέρα μου;
12 Ἡ οὖν σπεῖρα καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν Ἰουδαίων συνέλαβον τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔδησαν αὐτὸν, 12 Τοτε, λοιπόν, το στρατιωτικόν απόσπασμα και ο χιλίαρχος και οι υπηρέται των Ιουδαίων επιασαν τον Ιησούν και τον έδεσαν. 12 Κατόπιν λοιπὸν τῶν παρατηρήσεων τούτων τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὸν Πέτρον κάθε ἀντίστασις ὑπεχώρησε καὶ ὁ λόχος τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν καὶ ὁ χιλίαρχος, ὁ ἀξιωματικός των, καὶ οἱ κλητῆρες τῶν Ἰουδαίων συνέλαβον τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸν ἔδεσαν.
13 καὶ ἀπήγαγον πρὸς Ἅνναν πρῶτον· ἦν γὰρ πενθερὸς τοῦ Καϊάφα, ὃς ἦν ἀρχιερεὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου. 13 Και τον επήγαν δεμένον πρώτον προς τον Ανναν, τον καθηρημένον αρχιερέαν, αλλά παρά πολύ ισχυρόν, διότι ήτο και πενθερός του Καϊάφα, ο οποίος ήτο αρχιερεύς κατά το ιστορικόν εκείνο έτος. 13 Καὶ τὸν ἐπῆγαν πρῶτον πρὸς τὸν Ἄνναν, ὁ ὁποῖος εἶχε μεγάλην ἐπιρροὴν ἐπὶ τοῦ ἀρχιερέως, διότι ὅχι μόνον διετέλεσεν ἄλλοτε καὶ αὐτὸς ἀρχιερεύς, ἀλλὰ καὶ ἦτο πενθερὸς τοῦ Καϊάφα, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀρχιερεὺς τοῦ ἔτους ἐκείνου.
14 ἦν δὲ Καϊάφας ὁ συμβουλεύσας τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι συμφέρει ἕνα ἄνθρωπον ἀπολέσθαι ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. 14 Ο δε Καϊάφας ήτο εκείνος που είχε συμβουλεύσει τους Ιουδαίους, ότι συμφέρει προς χάριν του λαού να θανατωθή και χαθή ένας άνθρωπος, και ως τέτοιον εννούσε τον Χριστόν, του οποίου τον φόνον, ένεκα της μοχθηρίας και του φθόνου του, είχεν ήδει αποφασίσει. 14 Ἦτο δὲ ὁ Καϊάφας ἐκεῖνος, ποὺ συνεβούλευσε τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι συμφέρει ἕνας ἄνθρωπος νὰ θανατωθῇ καὶ νὰ χαθῇ διὰ τὸ καλὸν τοῦ λαοῦ καὶ συνεπῶς ἐπόθει καὶ εἶχε προαποφασίσει ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τὸν θάνατον τοῦ Ἰησοῦ.
15 Ἠκολούθει δὲ τῷ Ἰησοῦ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής. ὁ δὲ μαθητὴς ἐκεῖνος ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ, καὶ συνεισῆλθε τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως· 15 Ακολουθούσε δε τον Ιησούν ο Σιμων ο Πετρος και ο άλλος μαθητής, δηλαδή ο Ιωάννης. Ο δε μαθητής εκείνος ήτο γνωστός στον αρχιερέα και δι' αυτό εμπήκε μαζή με τον Ιησούν ελεύθερα εις την αυλήν του αρχιερέως. 15 Ἠκολούθει δὲ τὸν Ἰησοῦν ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς. Ὁ μαθητὴς δὲ ἐκεῖνος ἦτο γνωστὸς εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ δι’ αὐτὸ δὲν τὸν ἡμπόδισε κανεὶς καὶ ἐμβῆκεν ἐλεύθερα μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν εἰς τὴν ἐσωτερικὴν αὐλὴν τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ἀρχιερέως.
16 ὁ δὲ Πέτρος εἱστήκει πρὸς τῇ θύρᾳ ἔξω. ἐξῆλθεν οὖν ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὃς ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ, καὶ εἶπε τῇ θυρωρῷ, καὶ εἰσήγαγε τὸν Πέτρον. 16 Ο Πετρος όμως, άγνωστος καθώς ήτο, εστέκετο έξω, κοντά εις την θύραν, διότι δεν επετρέπετο η είσοδος. Εβγήκε τότε έξω εις την πόρτα ο άλλος μαθητής, ο οποίος ήτο γνωστός στον αρχιερέα, ωμίλησε εις την θυρωρόν και επέτρεψε εκείνη την είσοδον στον Πετρον. 16 Ὁ Πέτρος ὅμως, ἐπειδὴ δὲν ἐπετρέπετο εἰς τὸν καθένα νὰ ἔμβῃ, ἔστεκεν ἔξω εἰς τὸν δρόμον, κοντὰ εἰς τὴν ἐξώπορταν. Ἐβγῆκε λοιπὸν ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὁ γνωστὸς εἰς τὸν ἀρχιερέα, καὶ εἶπεν εἰς τὴν θυρωρὸν καὶ ἐπέτρεψεν ἐκείνη εἰς τὸν Πέτρον νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν αὐλήν.
17 λέγει οὖν ἡ παιδίσκη ἡ θυρωρός τῷ Πέτρῳ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν εἶ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; λέγει ἐκεῖνος· Οὐκ εἰμί. 17 Αλλά η μικρά δούλη, που ήτο θυρωρός, καθώς είδε τον Πετρον, του λέγει· “μήπως και συ είσαι από τους μαθητάς του ανθρώπου αυτού;” Απήντησεν εκείνος· “δεν είμαι”. 17 Κατόπιν λοιπὸν τῆς συστάσεως αὐτῆς, ποὺ ἔκαμεν ὁ γνωστὸς ὡς ἀκόλουθος τοῦ Ἰησοῦ μαθητῆς, λέγει εἰς τὸν Πέτρον ἡ μικρὰ δούλη, ποὺ ἐφύλαττε τὴν πόρταν· Μήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ; Ἀπήντησεν ἐκεῖνος· Ὄχι, δὲν εἶμαι.
18 εἱστήκεισαν δὲ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται ἀνθρακιὰν πεποιηκότες, ὅτι ψῦχος ἦν, καὶ ἐθερμαίνοντο· ἦν δὲ μετ’ αὐτῶν ὁ Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος. 18 Εστέκοντο δε οι δούλοι και οι υπηρέται, που είχαν ετοιμάσει ανθρακιάν, σωρόν αναμμένα κάρβουνα, διότι έκανε κρύο και εζεσταίνοντο. Εστεκε δε μαζή τους και ο Πετρος και εζεσταίνετο. 18 Ἐστέκοντο δὲ ἐκεῖ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ κλητῆρες, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἑτοιμάσει ἀπὸ χωνεμένα ξύλα σωρὸν ἀπὸ κάρβουνα ἀναμένα, διότι ἦτο ψῦχος, καὶ ἐζεσταίνοντο. Μαζί τους δὲ ἔστεκε καὶ ὁ Πέτρος καὶ ἐζεσταίνετο.
19 Ὁ οὖν ἀρχιερεὺς ἠρώτησε τὸν Ἰησοῦν περὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ περὶ τῆς διδαχῆς αὐτοῦ. 19 Εν τω μεταξύ ο αρχιερεύς ηρώτησε τον Ιησούν δια τους μαθητάς του, ποίοι ήσαν και διατί τον ακολουθούσαν, και δια την διδασκαλίαν του. 19 Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἰησοῦς ὑπεβλήθη εἰς ἀνάκρισιν. Ὁ ἀρχιερεὺς λοιπὸν ἠρώτησεν αὐτὸν πρῶτον μὲν διὰ τοὺς μαθητάς του ζητῶν νὰ μάθῃ ποῖοι ἦσαν οὗτοι καὶ διατὶ τὸν ἠκολούθησαν, ἔπειτα δὲ καὶ διὰ τὴν διδασκαλίαν του, ἐξετάζων ἐὰν αὐτὴ συνεφώνει πρὸς τὸν νόμον καὶ πρὸς τὰς παραδόσεις.
20 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ παρρησίᾳ ἐλάλησα τῷ κόσμῳ· ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα ἐν συναγωγῇ καὶ ἐν τῷ ἱερῷ, ὅπου πάντοτε οἱ Ἰουδαῖοι συνέρχονται, καὶ ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν. 20 Απήντησε εις αυτόν ο Ιησούς· “εγώ φανερά ωμίλησα στους ανθρώπους· εγώ πάντοτε εδίδαξα εις τας συναγωγάς και εις τας αυλάς του ναού, όπου πάντοτε, πλήθη Ιουδαίων συγκεντρώνονται, και κρυφά δεν είπα τίποτε. 20 Εἰς τὰ ἐρωτήματα δὲ τοῦ ἀρχιερέως ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἐγὼ φανερὰ ὡμίλησα εἰς τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων· ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα εἰς μέρη δημόσια, εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ εἰς τὸ ἱερόν, ὅπου συναθροίζονται ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ κρυφὰ δὲν εἶπα τίποτε.
21 τί με ἐπερωτᾷς; ἐρώτησον τοὺς ἀκηκοότας τί ἐλάλησα αὐτοῖς· ἴδε οὗτοι οἴδασιν ἃ εἶπον ἐγώ. 21 Διατί ερωτάς εμέ; Ρωτησε εκείνους, που με άκουσαν να σου είπουν, τι τους εδίδαξα. Ιδού αυτοί γνωρίζουν εκείνα τα οποία είπα εγώ”. 21 Διατὶ ἐρωτᾷς καὶ ἀνακρίνεις ἐμέ; Ἐρώτησε ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ ἔχουν ἀκούσει, τί ἐκήρυξα εἰς αὐτούς. Ἰδού, αὐτοὶ γνωρίζουν καλὰ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἶπα ἐγώ.
22 ταῦτα δὲ αὐτοῦ εἰπόντος εἷς τῶν ὑπηρετῶν παρεστηκὼς ἔδωκε ῥάπισμα τῷ Ἰησοῦ εἰπών· Οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ; 22 Οταν δε ο Ιησούς είπεν αυτά, ένας από τους υπηρέτας, που εστέκετο κοντά του, κατάφερε ράπισμα εναντίον του Ιησού λέγων· “με αυτόν τον ασεβή τρόπον απαντάς στον αρχιερέα;” 22 Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε ταῦτα, ἕνας ἀπὸ τοὺς κλητῆρας, ποὺ ἔστεκε πλησίον, ἔδωκε ράπισμα εἰς αὐτὸν καὶ εἶπε· Μὲ τέτοιαν γλῶσσαν ὁμιλεῖς καὶ ἀποκρίνεσαι εἰς τὸν ἀρχιερέα;
23 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις; 23 Του απήντησεν ο Ιησούς· “εάν κακώς ωμίλησα, μαρτύρησε εδώ ενώπιον του δικαστηρίου δια το κακόν αυτό. Εάν όμως καλά και σωστά απήντησα, διατί με δέρνεις;” 23 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν ὡμίλησα κακῶς, ἀπόδειξε μὲ κανονικὴν ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου μαρτυρίαν τὸ κακὸν τοῦτο. Ἐὰν ὅμως ὡμίλησα καλῶς, διατὶ μὲ δέρνεις;
24 ἀπέστειλεν αὐτὸν ὁ Ἅννας δεδεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα. 24 Μη τολμών να συνεχίση την ανάκρισιν ο Αννας, έστειλε τον Ιησούν δεμένον προς τον Καϊάφαν τον αρχιερέα. 24 Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἄννας ἐτελείωσε τὴν ἀνάκρισίν του καὶ κατόπιν τούτου ἀπέστειλε τὸν Ἰησοῦν δεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος ἑκατοικοῦσεν εἰς ἄλλο διαμέρισμα τῆς αὐτῆς οἰκίας.
25 Ἦν δὲ Σίμων Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος. εἶπον οὖν αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶ; 25 Ο δε Σιμων Πετρος εξακολουθούσε να στέκεται κοντά εις την φωτιά και να ζεσταίνεται. Του είπαν τότε μερικοί από εκείνους που ήσαν εκεί· “μήπως και συ είσαι από τους μαθητάς εκείνου;” 25 Ὁ Σίμων Πέτρος δὲ ἐξηκολούθει νὰ στέκεται κοντὰ εἰς τὴν φωτιὰ καὶ νὰ ζεσταίνεται. Τοῦ εἶπαν λοιπὸν μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἐζεσταίνοντο μαζί του· Μήπως εἶσαι καὶ σὺ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του;
26 ἠρνήσατο οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Οὐκ εἰμί. λέγει εἷς ἐκ τῶν δούλων τοῦ ἀρχιερέως, συγγενὴς ὢν οὗ ἀπέκοψε Πέτρος τὸ ὠτίον· Οὐκ ἐγώ σε εἶδον ἐν τῷ κήπῳ μετ’ αὐτοῦ; 26 Ηρνήθη τότε ο Πετρος και είπε· “δεν είμαι”. Του λέγει τότε ένας από τους δούλους του αρχιερέως, συγγενής εκείνου του οποίου ο Πετρος έκοψε το αυτί· “τι μας λες; Εγώ δεν σε είδα στον κήπον μαζή του;” 26 Ἠρνήθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Δὲν εἶμαι. Λέγει τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς δούλους τοῦ ἀρχιερέως, ποὺ ἦτο συγγενὴς ἐκείνου, τοῦ ὁποίου ὁ Πέτρος ἀπέκοψε τὸ αὐτί· Δὲν σὲ εἶδα ἐγὼ εἰς τὸν κῆπον μαζί του;
27 πάλιν οὖν ἠρνήσατο Πέτρος, καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν. 27 Παλιν λοιπόν αρνήθηκε ο Πετρος και αμέσως ένας πετεινός αλάλησε. 27 Πάλιν λοιπὸν ἠρνήθη ὁ Πέτρος, καὶ ἀμέσως ἐλάλησε κάποιος πετεινός.
28 Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον· ἦν δὲ πρωΐ· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλ’ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα. 28 Αφού, λοιπόν, οι αρχιερείς κατά την νύκτα, και το συνέδριον αμέσως με την ανατολήν του ηλίου, κατεδίκασαν τον Χριστόν εις θάνατον, τον έφεραν δεμένον στο πραιτώριον, όπου έμενε και εδίκαζεν ο Ρωμαίος ηγεμών. Ητο δε πρωϊ. Και αυτοί δεν εμπήκαν στο πραιτώριον (στον τόπον που τον θεωρούσαν μολυσμένον, διότι εκεί έμπαιναν ειδωλολάτραι και εδικάζοντο εγκληματίαι) δια να μη μολυνθούν, αλλά να μείνουν και να είναι καθαροί, ώστε να φάγουν κατά το βράδυ αυτό της Παρασκευής το πασχάλιον δείπνον. 28 Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ τὸ συνέδριον κατεδίκασαν εἰς θάνατον τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἔφεραν δεμένον ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ μέρος, ποὺ ἔμενε καὶ ἐδίκαζεν ὁ πραίτωρ καὶ ἀντιπρόσωπος τῆς Ρώμης. Ἦτο δὲ πρωῒ καὶ αὐτοὶ δὲν ἐμβῆκαν εἰς τὸ πραιτώριον, διὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν ἀπὸ τὸ εἰδωλολατρικὸν σπίτι, ἀλλὰ νὰ εἶναι καθαροὶ διὰ νὰ φάγουν τὸ βραδὺ τὸ δεῖπνον τοῦ Πάσχα.
29 ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πιλᾶτος ἔξω πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπε· Τίνα κατηγορίαν φέρετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; 29 Συγκαταβαίνων, λοιπόν, εις τας προλήψεις των ο Πιλάτος, εβγήκε προς αυτούς και τους είπε· “ποίαν κατηγορίαν φέρνετε εναντίον αυτού του ανθρώπου;” 29 Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἔμβαιναν εἰς τὸ πραιτώριον, ἐβγῆκεν ἀπὸ αὐτὸ πρὸς αὐτοὺς ὁ Πιλᾶτος καὶ τοὺς εἶπε· Ποίαν κατηγορίαν φέρνετε ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ;
30 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Εἰ μὴ ἦν οὗτος κακοποιός, οὐκ ἄν σοι παρεδώκαμεν αὐτόν. 30 Απήντησαν εκείνοι αορίστως και είπαν· “εάν αυτός δεν ήτο κακοποιός, δεν θα σου τον είχαμε παραδώσει”. 30 Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπαν εἰς αὐτόν· Ἐὰν δὲν ἦτο κακοποιὸς καὶ ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν κοινωνίαν, δὲν θὰ σοῦ τὸν εἶχαμε παραδώσει.
31 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν. εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· Ἡμῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα· 31 Είπε τότε εις αυτούς ο Πιλάτος· “εφ' όσον δεν καταθέτετε συγκεκριμένην κατηγορίαν και ισχυρίζεσθε κατά τρόπον αόριστον, ότι είναι κακοποιός, παρέτέ τον σεις και σύμφωνα με τον νόμον σας δικάστε τον”. Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι· “ημείς τον κρίνομεν άξιον θανάτου, αλλά δεν έχομεν το δικαίωμα να θανατώσωμεν δια σταυρού κανένα, χωρίς την άδειαν του Ρωμαίου ηγεμόνος”. 31 Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἀπαντήσεως αὐτῆς, μὲ τὴν ὁποῖαν ἐσκόπουν νὰ προκαταλάβουν τὸν Πιλᾶτον διὰ νὰ δεχθῇ οὗτος ἄνευ ἄλλης ἐξετάσεως τὴν ἐνοχὴν τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Πιλᾶτος τοὺς εἶπε· Ἀφοῦ λοιπὸν ἔχετε τὴν ἀξίωσιν νὰ εἶσθε μόνοι σεῖς δικασταὶ εἰς τὴν ὑπόθεσιν αὐτήν, πάρετέ τον σεῖς καὶ σύμφωνα μὲ τὸν νόμον σας δικάσατέ τον. Εἶπον λοιπὸν πρὸς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι· εἰς ἡμᾶς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ θανατώσωμεν κανένα.
32 ἵνα ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ πληρωθῇ ὃν εἶπε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν. 32 Τα είπαν δε αυτά, δια να επαληθεύση πλήρως ο λόγος, τον οποίον ο Ιησούς είχεν είπει, φανερώνων εκ των προτέρων με ποίον είδος θανάτου έμελλε να αποθάνη. (Διότι οι Ρωμαίοι κατεδίκαζαν εις σταυρικόν θάνατον, ενώ οι Εβραίοι, σύμφωνα με τους νόμους των, και όταν ήσαν ελεύθερος λαός, κατεδίκαζαν στον δια λιθοβολισμού θάνατον). 32 Καὶ ἀνεγνώρισαν ἔτσι, ὅτι μόνον ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς Ρώμης εἶχε δικαίωμα νὰ θανατώσῃ τὸν Ἰησοῦν, διὰ νὰ ἐπαληθεύσῃ ἐξ ὁλοκλήρου καὶ ἐπακριβῶς ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ, τὸν ὁποῖον εἶπε, δεικνύων ἐκ προτέρου μὲ ποῖον θάνατον ἔμελλε νὰ ἀποθάνῃ, ἤτοι μὲ θάνατον σταυρικόν, ὅπως οἱ Ρωμαῖοι ἐθανάτωναν τοὺς καταδίκους των, καὶ ὅχι διὰ λιθοβολισμοῦ, ὅπως ἐσυνήθιζαν οἱ Ἰουδαῖοι. Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ Ἰουδαῖοι κατηγόρησαν τὸν Ἰησοῦν, ὅτι ἐπεζήτει νὰ γίνῃ βασιλεύς.
33 Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐφώνησε τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ· Σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; 33 Εισήλθεν πάλιν στο πραιτώριον ο Πιλάτος και εκάλεσεν ιδιαιτέρως τον Ιησούν και του είπε· “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;” 33 Ἐμβῆκε λοιπὸν πάλιν εἰς τὸ πραιτώριον ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐφώναξεν ἰδιαιτέρως τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπεν· Εἶσαι σὺ πράγματι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;
34 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἀφ’ ἑαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις ἢ ἄλλοι σοι εἶπον περὶ ἐμοῦ; 34 Του απήντησεν ο Ιησούς· “Από τον ευατόν σου, από ιδικήν σου διαπίστωσιν το λέγεις αυτό η άλλοι σου το είπαν, ως κατηγορίαν εναντίον μου;” 34 Τοῦ ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου καὶ ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως λέγεις αὐτό, ὥστε νὰ ἀποδίδῃς εἰς τὸν τίτλον τοῦ βασιλέως ἔννοιαν πολιτικὴν καὶ κοσμικήν, ἢ ἄλλοι σοῦ εἶπαν δι’ ἐμέ, ὅτι διεξεδίκησα τὸ ἀξίωμα τοῦ βασιλέως Μεσσίου, ὁπότε πλέον ὁ τίτλος βασιλεὺς ἔχει ἐντελῶς διαφορετικὴν ἔννοιαν;
35 ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· Μήτι ἐγὼ Ἰουδαῖός εἰμι; τὸ ἔθνος τὸ σὸν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί· τί ἐποίησας; 35 Απήντησεν ο Πιλάτος· “μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος, δια να ανακατεύωμαι εις τα ζητήματα των Εβραίων; Το έθνος σου και οι αρχιερείς σε παρέδωκαν εις εμέ ως ένοχον. Τι έκαμες;” 35 Ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· Μήπως ἐγὼ εἶμαι Ἰουδαῖος, διὰ νὰ ἡξεύρω τᾶς ὑποθέσεις σας; Τὸ ἰδικόν σου ἔθνος καὶ οἱ ἀρχιερεῖς σὲ παρέδωκαν εἰς ἐμὲ ὡς ἔνοχον θανάτου. Τί ἔκαμες;
36 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται ἄν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις· νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν. 36 Απήντησεν ο Ιησούς· “η βασιλεία μου δεν προέρχεται από τον κόσμον αυτόν. Εάν ήτο από τον κόσμον τούτον η βασιλεία μου, οι στρατιώται μου θα ανελάμβαναν αγώνα, δια να μη παραδοδώ στους Ιουδαίους. Αλλά η ιδική μου βασιλική εξουσία δεν προέρχεται από τούτον εδώ τον κόσμον ούτε στηρίζεται εις την δύναμιν των όπλων”. 36 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Ἡ ἰδική μου βασιλεία δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, οὔτε στηρίζεται ἐπὶ ἀνθρωπίνης θελήσεως ἢ κοσμικῆς δυνάμεως. Ἐὰν ἦτο ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν ἡ βασιλεία μου, οἱ ὑπηρέται μου θὰ ἔκαναν ἀγῶνα διὰ νὰ μὴ παραδοθῶ εἰς τοὺς Ἰουδαίους. Τώρα ὅμως βλέπεις καὶ σύ, ὅτι ἡ βασιλεία μου δὲν εἶναι ἀπ’ ἐδῶ, ὅπως αἱ ἄλλαι βασιλεῖαι τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ δι’ αὐτὸ οὔτε δι’ ἐπαναστάσεως καὶ πολέμου ἐπιβάλλεται, οὔτε τὴν δύναμιν τῆς βίας καὶ τῶν ὑλικῶν ὅπλων χρησιμοποιεῖ
37 εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγὼ. ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ· πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς. 37 Είπε τότε εις αυτόν ο Πιλάτος· “λοιπόν είσαι βασιλεύς;” Απήντησεν ο Ιησούς· “όπως και συ το λέγεις, είμαι βασιλεύς”. Εγώ δι' αυτό εγεννήθηκα και δι' αυτό έχω έλθει στον κόσμον να κηρύξω την αλήθειαν. Και κάθε ένας ο οποίος αισθάνεται μέσα του διάθεσιν και πόθον δια την αλήθειαν, ακούει, δέχεται και εφαρμόζει την διδασκαλίαν μου και έτσι γίνεται πολίτης της ουρανίου βασιλείας μου”. 37 Κατόπιν λοιπὸν τῶν λόγων τούτων περὶ βασιλείας, εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· Εἶσαι λοιπὸν σὺ βασιλεύς; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς· Τὸ εἶπες σύ, ὅτι ἐγὼ εἶμαι βασιλεύς. Δὲν εἶμαι ὅμως βασιλεὺς κοσμικός, ὅπως σὺ ἀντιλαμβάνεσαι τὸν βασιλέα. Ἐγὼ δι’ αὐτὸ ἐγεννήθηκα καὶ δι’ αὐτὸ ἦλθον εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ ἀποκαλύψω καὶ κηρύξω τὴν ἀλήθειαν καὶ δι’ αὐτῆς νὰ κατακτήσω πνευματικῶς τὸν κόσμον. Καὶ καθένας ποὺ ποθεῖ καὶ ἔχει διάθεσιν νὰ μάθῃ τὴν ἀλήθειαν, ἀκούει μὲ κατανόησιν καὶ ἀποδοχὴν τὴν φωνὴν καὶ διδασκαλίαν μου καὶ συμμορφούμενος πρὸς αὐτὴν γίνεται πολίτης τῆς πνευματικῆς καὶ οὐρανίου βασιλείας μου.
38 λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Τί ἐστιν ἀλήθεια; καὶ τοῦτο εἰπὼν πάλιν ἐξῆλθε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ. 38 Λεγει εις αυτόν ο Πιλάτος. “Τι είναι αλήθεια; Και ποιός μπορεί να την βρη;” Και αφού είπεν αυτό, εβγήκε πάλιν από το πραιτώριον προς τους Εβραίους και τους είπε· “παρ' όλα όσα λέγετε σεις, εγώ δεν ευρίσκω καμμίαν ενόχην εις αυτόν. 38 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· Δὲν βαρυέσαι ! Τί εἶναι ἀλήθεια; Καὶ ποῖος μπορεῖ νὰ τὴν εὔρῃ; Καὶ ἀφοῦ εἶπεν αὐτό, χωρὶς νὰ περιμένῃ ἀπάντησιν, ἐβγῆκε πάλιν ἀπὸ τὸ πραιτώριον πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς εἶπε· Δὲν ἡξεύρω, τί λέγετε σεῖς· Ἐγὼ δὲν εὑρίσκω καμμίαν ἐνοχὴν εἰς αὐτόν.
39 ἔστι δὲ συνήθεια ὑμῖν ἵνα ἕνα ὑμῖν ἀπολύσω ἐν τῷ πάσχα· βούλεσθε οὖν ὑμῖν ἀπολύσω τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων; 39 Υπάρχει όμως ένα έθιμον εις σας, να απολύω κάθε πάσχα ένα κατάδικον προς χάριν σας. Θελετε, λοιπόν, εφέτος να απολύσω προς χάριν σας τον βασιλέα των Ιουδαίων;” 39 Ὑπάρχει ὅμως κάποιο ἔθιμον εἰς σᾶς, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ σᾶς ἐλευθερώσω κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα ἕνα ἀπὸ τοὺς φυλακισμένους ἐγκληματίας. Θέλετε λοιπὸν νὰ σᾶς ἐλευθερώσω τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;
40 ἐκραύγασαν οὖν πάλιν πάντες λέγοντες· Μὴ τοῦτον ἀλλὰ τὸν Βαραββᾶν. ἦν δὲ ὁ Βαραββᾶς λῃστής. 40 Εκραύγασαν τότε όλοι λέγοντες· “μη απολύσης αυτόν, αλλά τον Βαραββάν”. Ητο δε ο Βαραββάς, τον οποίον επροτίμησαν από τον απολύτως αθώον και ευεργέτην των Ιησούν, ληστής καταδικασμένος. 40 Κατόπιν λοιπὸν τῆς προτάσεως αὐτῆς τοῦ Πιλάτου ἐφώναξαν πάλιν ὅλοι καὶ εἶπαν· Μὴ ἀπολύσῃς αὐτόν, ἀλλὰ τὸν Βαραββᾶν. Ὁ Βαραββᾶς δὲ αὐτός, ποὺ ἐπροτίμησαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, ἦτο λῃστής.