Κυριακή, 01 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:23
Δύση: 17:07
Σελ. 1 ημ.
336-30
16ος χρόνος, 6133η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 (ΙϚ)


 
 

 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα μὴ σκανδαλισθῆτε. 1 Αυτά σας τα είπα, δια να μην κλονισθήτε εις την πίστιν σας, όταν θα αντικρύσετε το μίσος, που ο κόσμος αισθάνεται και εκδηλώνει εναντίον μου. 1 Σᾶς εἶπα αὐτά, διὰ νὰ μὴ σκανδαλισθῆτε καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ μίσους, ποὺ ἐκδηλώνει ἐναντίον μου ὁ κόσμος, κλονισθῆτε εἰς τὴν πρὸς ἐμὲ πίστιν σας.
2 ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς· ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ. 2 Θα σας αποκόψουν και θα σας αποκλείσουν από τας συναγωγάς των οι Εβραίοι. Και ακόμη περισσότερον, έρχεται ώρα, κατά την οποίαν καθένας που θα σας φονεύση θα νομίση ότι προσφέρει λατρείαν στον Θεόν. (Τυφλωμένοι οι άνθρωποι από την κακότητά των θα θεωρούν ευάρεστον στον Θεόν και αξιέπαινον έργον τον φόνον σας). 2 2 Θὰ σᾶς ἀφορίσουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ θὰ σᾶς ἀποκλείσουν ἀπὸ τὰς συναγωγάς των ὡς αἱρετικούς· ἀλλ’ ὡς νὰ μὴ ἦτο ἀρκετὸν αὐτό, ἔρχεται ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν καθένας ποὺ θὰ σᾶς φονεύσῃ, θὰ νομίσῃ, ὅτι ὄχι μόνον δὲν ἐγκληματεῖ, ἀλλ’ ὅτι μὲ τὸν φόνον αὐτὸν προσφέρει λατρείαν εἰς τὸν Θεόν.
3 καὶ ταῦτα ποιήσουσιν, ὅτι οὐκ ἔγνωσαν τὸν πατέρα οὐδὲ ἐμέ. 3 Και θα κάμουν όλα αυτά εναντίον σας, διότι, ένεκα της αμετανοήτου σκληροκαρδίας των, δεν εγνώρισαν τον Πατέρα ούτε εμέ, μολονότι τόσα και τόσα ήκουσαν. 3 3 Καὶ τοὺς σκληροὺς αὐτοὺς διωγμοὺς θὰ τοὺς κάμουν, διότι ἐξ ἰδίας των ὑπαιτιότητος καὶ τυφλώσεως δὲν ἐγνώρισαν τὸν Πατέρα οὐδὲ ἐμέ. Δὲν ἔμαθαν δηλαδή, ὅτι ὁ Πατήρ μου ἐξ ἀγαθότητος ἄκρας ἠθέλησε νὰ σώσῃ τὸν κόσμον καὶ ὅτι ἐγὼ ὁ Υἱός του ἀπεστάλην παρ’ αὐτοῦ σωτὴρ καὶ λυτρωτὴς ἐν τῷ κόσμῳ.
4 ἀλλὰ ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα, μνημονεύητε αὐτῶν ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν. ταῦτα δὲ ὑμῖν ἐξ ἀρχῆς οὐκ εἶπον, ὅτι μεθ’ ὑμῶν ἤμην. 4 Αυτά όμως σας τα είπα, ώστε όταν έλθη η ώρα, που θα τα βλέπετε να πραγματοποιούνται, να ενθυμήσθε τα λόγια μου, ότι δηλαδή εγώ σας τα προείπα, δια να μένετε σταθεροί και άκαμπτοι εις την πίστιν και το έργον σας. Δεν σας τα είπα δε ευθύς εξ αρχής, που σας εκάλεσα ως μαθητάς μου, διότι ήμουνα κατά το διάστημα αυτό και μέχρι σήμερα μαζή σας. 4 4 Βλέπω ποίαν θλιβερὰν ἐντύπωσιν σᾶς προκαλοῦν αἱ προρρήσεις μου αὐταί. Ἀλλὰ σᾶς εἶπα ὅλα αὐτά, ὥστε, ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα ποὺ θὰ συμβοῦν, νὰ ἐνθυμῆσθε κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν διωγμῶν σας ταῦτα, καὶ ἐνθυμούμενοι, ὅτι ἐγὼ σᾶς τὰ προεῖπα, νὰ ἐνισχύεσθε εἰς τὸ νὰ ὑπομένετε. Δὲν σᾶς τὰ εἶπα δὲ ἐξ ἀρχῇς, ἀφ’ ὅτου τὸ πρῶτον μὲ ἐγνωρίσατε καὶ μὲ ἠκολουθήσατε, διότι ἦμην μαζί σας καὶ ἡ παρουσία μου ἦτο ἀρκετὴ ἐνίσχυσις διὰ σᾶς.
5 νῦν δὲ ὑπάγω πρὸς τὸν πέμψαντά με, καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ἐρωτᾷ με ποῦ ὑπάγεις! 5 Τωρα δε πηγαίνω προς Εκείνον, που με έστειλε. Και διότι σεις είσθε βαρυμένοι από την λύπην του χωρισμού μας και από τας δυσκολίας και τους διωγμούς, που σας προανήγγειλα, κανένας από σας δεν με ερωτά, που πηγαίνεις! 5 5 Τώρα ὅμως ἐγὼ πηγαίνω πρὸς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον. Καὶ διότι εἶσθε ἀπερροφημένοι ἀπὸ τὴν λύπην τοῦ χωρισμοῦ μας, κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν μὲ ἐρωτᾷ: Ποῦ πηγαίνεις; ὁπότε θὰ σᾶς ἔλεγα καὶ ποία εἶναι ἡ δόξα, ἡ ὁποία περιμένει καὶ ἐμὲ καὶ σᾶς εἰς τοὺς οὐρανούς.
6 ἀλλ’ ὅτι ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἡ λύπη πεπλήρωκε ὑμῶν τὴν καρδίαν. 6 Αλλά, διότι σας είπα αυτά, η λύπη εγέμισε την καρδίαν σας. 6 6 Ἀλλὰ διότι σᾶς ἔκαμα λόγον περὶ τοῦ προσκαίρου χωρισμοῦ μας καὶ περὶ τῶν θλίψεων καὶ διωγμῶν, ποὺ σᾶς περιμένουν, ἡ λύπη ἔχει γεμίσει τὴν καρδίαν σας, ὥστε νὰ μὴν ἠμπορῆτε νὰ προσέξετε καὶ εἰς τὰς χαροποιοὺς ὑποσχέσεις μου.
7 ἀλλ’ ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν λέγω ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς· 7 Εγώ όμως σας λέγω την αλήθειαν και προσέξατέ την· είναι συμφέρον σας να φύγω εγώ, δια του σταυρικού θανάτου, από τον κόσμον αυτόν. Διότι εάν εγώ δεν φύγω, ο Παράκλητος δεν θα έλθη εις σας. Εάν όμως προσφέρω την μεγάλην θυσίαν και πορευθώ προς τον Πατέρα, θα στείλω τον Παράκλητον εις σας. 7 7 Ἀλλ’ ὁσονδήποτε καὶ ἂν λυπῆσθε, βεβαιωθῆτε, ὅτι ἐγὼ σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν· Σᾶς συμφέρει ἐγὼ νὰ φύγω. Διότι, ἐὰν δὲν ἀποθάνω ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ δὲν φύγω, ὁ Παράκλητος δὲν θὰ ἔλθῃ εἰς σᾶς. Ἐὰν ὅμως προσφέρω ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὴν ἐξιλαστήριον θυσίαν μου καὶ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν διὰ νὰ ὑπάγω πρὸς τὸν Πατέρα μου, θὰ σᾶς τὸν στείλω.
8 καὶ ἐλθὼν ἐκεῖνος ἐλέγξει τὸν κόσμον περὶ ἁμαρτίας καὶ περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως. 8 Και όταν έλθη εκείνος θα ελέγξη τον αμαρτωλόν και αμετανόητον κόσμον περί μιας μεγάλης αμαρτίας, την οποίαν ο κόσμος διαπράττει τώρα και περί δικαιοσύνης, την οποίαν καταπατούν αυτοί που ετοιμάζουν την σταύρωσίν μου και περί κατακρίσεως και καταδίκης του διαβόλου. 8 8 Καὶ ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ ἐξελέγξῃ τὸν κόσμον καὶ θὰ πείσῃ ὅλους, ὅσοι εἶναι ἐπιδεκτικοί, περὶ μιᾶς μεγάλης ἁμαρτίας, τὴν ὁποίαν διαπράττει τώρα ὁ κόσμος, καὶ περὶ δικαιοσύνης, τὴν ὁποίαν ἠγνόησαν οἱ παρασκευάζοντες τὸν θάνατόν μου, καὶ περὶ κατακρίσεως καὶ καταδίκης τοῦ διαβόλου.
9 περὶ ἁμαρτίας μέν, ὅτι οὐ πιστεύουσιν εἰς ἐμέ· 9 Περί αμαρτίας μεν θα καταδικάση τους ανθρώπους του κόσμου, διότι μολονότι τόσα είδον και ήκουσαν δεν πιστεύουν εις εμέ. 9 9 Περὶ ἁμαρτίας μὲν θὰ ἐλέγξῃ καὶ θὰ πείσῃ τὸν κόσμον, διότι δὲν πιστεύουν εἰς ἐμέ, ὁ ὁποῖος ἀπεδείχθην Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα μου. Καὶ ἔτσι περιφρονοῦντες τὰς ἀποδείξεις αὐτὰς καὶ ἐπιμένοντες εἰς τὴν ἀπιστίαν τῶν διαπράττουν ἀσυγχώρητον ἁμαρτίαν.
10 περὶ δικαιοσύνης δέ, ὅτι πρὸς τὸν πατέρα μου ὑπάγω καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με· 10 Περί δικαιοσύνης δε, διότι αντίθετα προς όσα εναντίον εμού, ως εάν ήμουν εγκληματίας, αποφασίζουν και πράττουν οι σταυρωταί μου, θα αποδώση δικαιοσύνην ο Παράκλητος και θα αποδείξη ότι είμαι δίκαιος και ότι πηγαίνω προς τον Πατέρα μου, διότι ετήρησα κατά πάντα το θέλημά του και έτσι σεις δεν θα με βλέπετε πλέον με τα μάτια του σώματός σας. 10 10 Θὰ ἀποδώσῃ δὲ ὁ Παράκλητος καὶ δικαιοσύνην καὶ θὰ ἀποδείξῃ, ὅτι ἀντιθέτως πρὸς τὴν κατ’ ἐμοῦ καταδικαστικὴν ἀπόφασιν τοῦ κόσμου εἶμαι δίκαιος, διότι ἐγώ, τὸν ὁποῖον ὁ κόσμος ἀδίκως κατεδίκασε, πηγαίνω ὅχι εἰς τὴν κόλασιν, ποὺ θὰ περιλάβῃ τοὺς ἐγκληματίας, ἀλλὰ πηγαίνω πρὸς τὸν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα μου τιμημένος καὶ ἔνδοξος ὡς πρόσωπον εὐαρεστῆσαν εἰς αὐτόν, καὶ σεῖς δὲν θὰ μὲ βλέπετε πλέον διὰ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν σας.
11 περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται. 11 Περί δε της κρίσεως θα αποδείξη ο Παράκλητος ότι ο άρχων του κόσμου τούτου έχει κριθή, καταδικασθή και χάσει πλέον την εξουσίαν του επάνω εις την ανθρωπότητα. 11 11 Θὰ δώσῃ δὲ ὁ Παράκλητος ἀπόδειξιν καὶ περὶ τοῦ ὅτι συνετελέσθη ὁριστικὴ καὶ τελειωτικὴ κατάκρισις καὶ καταδίκη τοῦ διαβόλου, διότι ὁ ἄρχων τοῦ ἁμαρτωλοῦ τούτου κόσμου, ἤτοι ὁ σατανᾶς, ἔχει κατακριθῆ διὰ τοῦ θανάτου μου καὶ ἔχασε διὰ παντὸς τὴν ἐξουσίαν του.
12 Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ’ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι. 12 Εχω πολλά ακόμη να σας είπω, αλλά δεν ημπορείτε τώρα να τα κρατήσετε και να τα εννοήσετε. 12 12 Ἀλλὰ καὶ διὰ σᾶς εἶναι ἀπαραίτητον νὰ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος. Διότι ἔχω πολλὰ ἀκόμη νὰ σᾶς εἴπω, ἀλλὰ δὲν ἡμπορῆται τώρα λάγῳ τῆς ἀτελείας σας νὰ ἐννοήσετε καὶ νὰ συγκροτήσετε αὐτά.
13 ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν· οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ὅσα ἂν ἀκούσει λαλήσει, καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν. 13 Οταν όμως έλθη εκείνος, δηλαδή το Πνεύμα της αληθείας, θα σας οδηγήση εις κάθε αλήθειαν, που αναφέρεται στο έργον της σωτηρίας. Διότι δεν θα ομιλήση και εκείνος από τον ευατόν του, άσχετα από τον Πατέρα και εμέ, αλλά θα είπη όσα ακούσει από τον Πατέρα και θα σας αναγγείλη όσα πρόκειται να συμβούν. 13 13 Ὅταν ὅμως ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ εἰς πᾶσαν τὴν σωτηριώδη ἀλήθειαν. Διότι δὲν θὰ λαλήσῃ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τὰ ἄλλα πρόσωπα τῆς θεότητος, ἀλλὰ θὰ σᾶς εἴπῃ ὅσα θὰ ἀκούσῃ παρὰ τοῦ Πατρός, θὰ σᾶς ἀναγγείλῃ δὲ καὶ τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μου.
14 ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. 14 Εκείνος θα δοξάση εμέ, διότι από τον ιδικόν μου απεριόριστον πλούτον θα λάβη και θα τα αναγγείλη εις σας. 14 14 Ἐκεῖνος θὰ δοξάσῃ καὶ ἐμέ. Καὶ θὰ μὲ δοξάσῃ, διότι θὰ πάρῃ ἀπὸ τὸν ἰδικόν μου θησαυρὸν τῆς γνώσεως καὶ θὰ σᾶς τὸν ἀναγγείλῃ, μεταδίδων εἰς σᾶς αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν, τὴν ὁποίαν καὶ ἐγὼ σᾶς ἐδίδαξα, καὶ ἀποκαλύπτων τὴν δόξαν τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου καὶ τοῦ μεγαλείου μου εἰς πάντας τοὺς πιστούς.
15 πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. 15 Ολα δε όσα έχει ο Πατήρ είναι ιδικά μου, δια τούτο και σας είπα ότι ο Παράκλητος θα λάβη από τους ιδικούς μου θησαυρούς της σοφίας, οι οποίοι είναι και του Πατρός και θα αναγγείλη αυτά εις σας. 15 15 Προηγουμένως σᾶς εἶπα, ὅτι ὁ Παράκλητος θὰ σᾶς εἴπῃ ὅσα θὰ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου. Ὅλα ὅμως, ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, εἶναι ἰδικά μου. Δι’ αὐτὸ σᾶς εἶπον ἐν συνεχείᾳ ὅτι ὁ Παράκλητος θὰ λάβῃ ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου γνῶσιν καὶ σοφίαν καὶ θὰ ἀποκαλύψῃ ταύτην εἰς σᾶς.
16 μικρὸν καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα. 16 Ακόμη ολίγον χρόνον και δε θα με βλέπετε πλέον με τα μάτια του σώματος· αλλά και πάλιν έπειτα από μικρόν χρόνον θα με ίδετε, αμέσως δηλαδή μετά την ανάστασίν μου, και θα με ίδετε επί πλέον με τα μάτια της ψυχής σας, διότι εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα, τον οποίον και θα παρακαλέσω να σας στείλη το Πνεύμα το Αγιον”. 16 16 Ἀκόμη ὀλίγον χρόνον καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε πλέον μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμούς σας. Ἀλλὰ καὶ πάλιν ὀλίγος χρόνος θὰ παρέλθῃ καὶ θὰ μὲ ἴδετε ἀναστάντα, ἀλλὰ πρὸ παντὸς θὰ μὲ αἰσθανθῆτε πνευματικῶς καὶ ἐσωτερικῶς διὰ τῆς ζωῆς μου, τὴν ὁποίαν θὰ σᾶς μεταδώσῃ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα· θὰ μὲ ἴδετε νοερῶς καὶ θὰ μὲ αἰσθανθῆτε ἐσωτερικῶς, διότι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα καὶ θὰ σᾶς στείλω τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ σᾶς ἐνώσῃ μὲ ἐμέ.
17 Εἶπον οὖν ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους· Τί ἐστι τοῦτο ὃ λέγει ἡμῖν, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, καί ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα; 17 Είπαν τότε μερικοί από τους μαθητάς του μεταξύ των· τι σημαίνει αυτό που μας λέγει, ολίγον χρόνον και δεν θα με βλέπετε, και πάλιν έπειτα από ολίγο θα με ίδετε και ότι εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα;” 17 17 Εἶπαν λοιπὸν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του μεταξύ των· Τί εἶναι αὐτό, ποὺ μᾶς λέγει, ὀλίγον καὶ μικρὸν χρόνον καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε πλέον, καὶ πάλιν μικρὸν χρόνον καὶ θὰ μὲ ἴδετε; Καὶ τὸ διότι ἐγὼ πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα;
18 ἔλεγον οὖν· Τοῦτο τί ἐστιν ὃ λέγει τὸ μικρόν; οὐκ οἴδαμε τί λαλεῖ. 18 Ελεγαν λοιπόν· “τι σημαίνει αυτό το, μικρόν, που λέγει; Δεν εννοούμεν τι λέγει”. 18 18 Ἔλεγον λοιπόν· τί σημαίνει αὐτὸ ποὺ λέγει τὸ μικρόν; Δὲν ἐννοοῦμεν τί λέγει.
19 ἔγνω οὖν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἤθελον αὐτὸν ἐρωτᾶν, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Περὶ τούτου ζητεῖτε μετ’ ἀλλήλων ὅτι εἶπον, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με; 19 Ο Ιησούς με την θείαν αυτού γνώσιν αντελήφθη ότι ήθελαν οι μαθηταί να τον ερωτήσουν και τους είπε· “συζητείτε μεταξύ σας περί αυτού που σας είπα, ότι δηλαδή ολίγον χρόνον και δεν θα με βλέπετε με τα μάτια του σώματος, και πάλιν ολίγον χρόνον και θα με ίδετε; 19 19 Κατόπιν λοιπὸν τῆς ἀπορίας αὐτῆς, εἰς τὴν ὁποίαν περιῆλθον οἱ μαθηταί, ὁ Ἰησοῦς μὲ τὴν ὑπερφυσικήν του γνῶσιν ἀντελήφθη, ὅτι ἤθελαν οὔτοι νὰ τὸν ἐρωτήσουν καὶ ἐπρόλαβε καὶ τοὺς εἶπε· Περὶ αὐτοῦ συζητεῖτε μεταξύ σας, ὅτι δηλαδὴ εἶπον: Ὀλίγον χρόνον καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε διὰ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν καὶ πάλιν ὀλίγον χρόνον καὶ θὰ μὲ ἴδετε;
20 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ’ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται. 20 Σας πληροφορώ και σας διαβεβαιώνω, ότι σεις θα κλάψετε και θα θρηνήσετε δια τον σταυρικόν μου θάνατον, ο δε αμαρτωλός και αμετανόητος κόσμος θα χαρή. Σεις θα ληπηθήτε βέβαια, αλλά πολύ σύντομα η λύπη σας θα γίνη χαρά. 20 20 Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι θὰ κλαύσετε καὶ θὰ θρηνήσετε σεῖς διὰ τὸν θάνατόν μου, ὁ μακρὰν δὲ τοῦ Θεοῦ κόσμος θὰ χαρῇ, διότι ἀπηλλάγη ἀπὸ ἐμέ, τὸν ὁποῖον θεωρεῖ ὡς ἐχθρόν του. Σεῖς ὅμως θὰ λυπηθῆτε, ἀλλ’ ἡ λύπη σας θὰ μεταβληθῇ εἰς χαράν.
21 ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. 21 Η γυναίκα όταν γεννά, έχει πόνους και λύπην, διότι ήλθε η ώρα της. Οταν όμως γεννήση το παιδί, τότε δεν ενθυμείται πλέον την θλίψιν και τους πόνους, ένεκα της χαράς που δοκιμάζει, διότι εγεννήθη άνθρωπος στον κόσμον. 21 21 Κάθε γυναῖκα, ὅταν γεννᾷ, αἰσθάνεται πόνους καὶ ἔχει λύπην, διότι ἦλθεν ἡ ὥρα της, ποὺ θὰ γεννήσῃ. Ὅταν ὅμως γεννήσῃ τὸ παιδίον, δὲν ἐνθυμεῖται πλέον τὴν θλῖψιν καὶ τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ λόγῳ τῆς χαρᾶς ποὺ δοκιμάζει, διότι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον.
22 καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν. 22 Και σεις, λοιπόν, τώρα μεν έχετε λύπην, πάλιν όμως θα σας ίδω μετά την ανάστασίν μου και θα γεμίση η καρδιά σας από χαράν, και την χαράν σας αυτήν κανείς δεν ημπορεί να σας την αφαιρέση. 22 22 Καὶ σεῖς λοιπὸν τώρα μέν, ποὺ ἀποχωριζόμεθα, ἔχετε λύπην· θὰ σᾶς ἴδω ὅμως πάλιν, ὅχι μόνον ὅταν μετὰ τὴν ἀνάστασίν μου θὰ ἐμφανισθῶ εἰς σᾶς, ἀλλὰ κυρίως ὅταν διὰ τῆς νέας ζωῆς καὶ κοινωνίας μετ’ ἐμοῦ θὰ μὲ αἰσθάνεσθε ἐνωμένον μὲ σᾶς. Καὶ τότε θὰ χαρῇ ἡ καρδία σας καὶ τὴν χαράν σας πλέον δὲν θὰ ἡμπορῇ κανεὶς νὰ σᾶς τὴν πάρῃ, ἀλλὰ θὰ εἶναι παντοτεινὴ καὶ διαρκῇς.
23 καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐμὲ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἄν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν. 23 Κατά την ημέραν εκείνην που θα κατέλθη εις σας το Πνεύμα το Αγιον, δεν θα με ερωτήσετε τίποτε, διότι θα σας έχη φωτίσει Εκείνο. Αληθώς σας λέγω, ότι όσα ζητήσετε από τον Πατέρα μου εν τω ονόματί μου, θα σας τα δώση. 23 23 Καὶ κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ λάβετε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ θὰ μὲ αἰσθανθῆτε νὰ ζῶ μέσα σας, δὲν θὰ ἔχετε πλέον ἀνάγκην νὰ μοῦ θέτετε ἐρωτήσεις διὰ κανὲν ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα τώρα σᾶς φαίνονται ἀκατανόητα. Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ὀσαδήποτε ζητήσετε διὰ προσευχῆς ἀπὸ τὸν Πατέρα ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομά μου, θὰ σᾶς τὰ δώσῃ. Αὐτὸς λοιπὸν θὰ σᾶς φωτίζῃ καὶ τότε εἰς πᾶσαν ἀπορίαν σας.
24 ἕως ἄρτι οὐκ ᾐτήσατε οὐδὲν ἐν τῷ ὀνόματί μου· αἰτεῖτε καὶ λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη. 24 Εως τώρα δεν έχετε ζητήσει τίποτε, επικαλούμενοι το όνομα εμού, που είμαι ο αιώνιος αρχιερεύς και μεσίτης ιδικός σας πλησίον του Πατρός. Από εδώ όμως και πέρα να ζητήτε πάντοτε και θα λαμβάνετε, δια να είναι έτσι πλήρης και τελεία η χαρά σας εκ του γεγονότος ότι ο Πατήρ θα ακούη τας προσευχάς σας. 24 24 Ἕως τώρα, ποὺ δὲν εἶχεν ἀκόμη προσφερθῇ ἡ θυσία μου, δὲν ἐζητήσατε τίποτε μὲ ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματός μου ὡς μεσίτου καὶ ἀρχιερέως σας πρὸς τὸν Πατέρα μου. Ἀπὸ τώρα ὅμως καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ ζητᾶτε συνεχῶς καὶ θὰ λάβετε ὅ,τι ζητάτε, διὰ νὰ εἶναι τελεία ἡ χαρά, τὴν ὁποίαν θὰ δοκιμάζετε ἐκ τοῦ ὅτι θὰ εἰσακούεται ἡ προσευχή σας.
25 Ταῦτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν· ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ὅτε οὐκέτι ἐν παροιμίαις λαλήσω ὑμῖν, ἀλλὰ παρρησίᾳ περὶ τοῦ πατρὸς ἀπαγγελῶ ὑμῖν. 25 Αυτά σας τα είπα με παραβολάς και αλληγορίας, κάπως συνεσκιασμένα και ασαφή, επειδή όσον καθαρά και αν σας τα είπω, δεν είσθε ακόμη εις θέσιν να τα εννοήσετε. Ερχεται όμως ώρα, οπότε δεν θα σας ομιλήσω πλέον με παραβολές και αλληγορίες, αλλά θα σας αναγγείλω καθαρά και ξάστερα τα περί του Πατρός και τα οποία με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος θα τα εννοήσετε εντελώς. 25 25 Ταῦτα εἰκονικῶς καὶ συνεσκιασμένως καὶ μὲ κάποιαν ἀσάφειαν σᾶς ἐλάλησα, ἐπειδὴ ὁ νοῦς σας δὲν εἶναι ἀκόμη φωτισμένος, καὶ δι’ αὐτό, ὅπως καὶ ἂν σᾶς τὰ εἴπω, δὲν θὰ τὰ καταλάβετε. Ἔρχεται ὅμως καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον δὲν θὰ σᾶς ὀμιλήσω πλέον μὲ ἀσάφειαν καὶ συνεσκιασμένως, ἄλλα διὰ μέσου τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ σᾶς πληροφορήσω σαφῶς καὶ καθαρὰ περὶ τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον θὰ γνωρίσετε ὡς Πατέρα ὄχι μόνον ἰδικόν μου, ἀλλὰ καὶ ἰδικόν σας.
26 ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐν τῷ ὀνόματί μου αἰτήσεσθε· καὶ οὐ λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα περὶ ὑμῶν· 26 Κατά τον καιρόν εκείνον θα ζητήσετε, εν τω ονόματί μου, ότι θέλετε από τον Πατέρα. Και τότε δεν σας λέγω ότι εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα για σας. 26 26 Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν θὰ ζητήσετε διὰ προσευχῆς ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομά μου καὶ ἐνωμένοι διὰ τῆς πίστεως μὲ ἐμέ. Καὶ λόγῳ τῆς ἀμέσου τότε σχέσεως, τὴν ὁποίαν θὰ ἔχετε μὲ τὸν Πατέρα μου, δὲν σᾶς λέγω πλέον, ὅτι ἐγὼ θὰ παρακαλέσω τὸν Πατέρα διὰ σᾶς.
27 αὐτὸς γὰρ ὁ πατὴρ φιλεῖ ὑμᾶς, ὅτι ὑμεῖς ἐμὲ πεφιλήκατε, καὶ πεπιστεύκατε ὅτι ἐγὼ παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον. 27 Και τούτο διότι αυτός ο ίδιος ο Πατήρ μου σας αγαπά, επειδή και σεις έχετε αγαπήσει εμέ και έχετε πιστεύσει ότι εγώ εγεννήθην από τον Θεόν και από αυτόν έχω σταλή στον κόσμον. 27 27 Διότι μόνος του καὶ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὁ Πατὴρ σᾶς ἀγαπᾷ. Καὶ σᾶς ἀγαπᾷ, διότι καὶ σεῖς ἔχετε ἀγαπήσει ἐμὲ καὶ ἔχετε πιστεύσει, ὅτι ἐγὼ ἐγεννήθην ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἀπεστάλην εἰς τὸν κόσμον.
28 ἐξῆλθον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον· πάλιν ἀφίημι τὸν κόσμον καὶ πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα. 28 Μονογενής εγώ Υιός του Πατρός, εβγήκα από τον Πατέρα με την ενανθρώπησίν μου και ήλθα στον κόσμον. Παλιν αφίνω τον κόσμον και πηγαίνω προς τον Πατέρα”. 28 28 Ἤμην εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Πατρὸς ὡς γνήσιος υἱός του καὶ ἐβγῆκα ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου. Καὶ ἦλθα εἰς τὸν κόσμον. Πάλιν τώρα διὰ τοῦ θανάτου μου ἀφίνω τὸν κόσμον καὶ διὰ τῆς ἀναλήψεώς μου πηγαίνω πρὸς τὸν Πατέρα καὶ λαμβάνω καὶ ὡς ἄνθρωπος τὴν δόξαν, τὴν ὁποίαν καὶ ὡς Θεὸς ἔχω ἀϊδίως.
29 Λέγουσιν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Ἴδε νῦν παρρησίᾳ λαλεῖς, καὶ παροιμίαν οὐδεμίαν λέγεις. 29 Λεγουν προς αυτόν οι μαθηταί του· “ιδού τώρα ομιλείς καθαρά, και δεν λέγεις καμμίαν δυσκολονόητον παραβολήν. 29 29 Λέγουν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταί του· Νά, τώρα ὁμιλῆς καθαρὰ καὶ δὲν λέγεις τίποτε συνεσκιασμένον καὶ ἀσαφές.
30 νῦν οἴδαμεν ὅτι οἶδας πάντα καὶ οὐ χρείαν ἔχεις ἵνα τίς σε ἐρωτᾷ· ἐν τούτῳ πιστεύομεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθες. 30 Τωρα, που χωρίς να σου είπωμεν τίποτε είδες τας απορίας μας, επείσθημεν ότι γνωρίζεις τα πάντα και δεν έχεις ανάγκην να σου διατυπώση κανείς την ερώτησίν του, δια να γνωρίσης τι σκέπτεται. Ακριβώς λόγω της παγγνωσίας σου αυτής πιστεύομεν ότι κατάγεσαι από τον Θεόν και από αυτόν έχεις σταλή στον κόσμον”. 30 30 Τώρα πού, χωρὶς νὰ σοῦ εἴπῃ κανεὶς τίποτε, ἐγνώρισες τὰς ἀπορίας μας καὶ τοὺς μυστικοὺς διαλογισμούς μας, πληροφορούμεθα καὶ ἡμεῖς, ὅτι τὰ ἡξεύρεις ὅλα καὶ αὐτὰς ἀκόμη τὰς ἀποκρύφους σκέψεις τῶν ἀνθρώπων· καὶ δὲν ἔχεις ἀνάγκην νὰ σὲ ἐρωτᾷ κανείς, ἀλλὰ τὸν προλαμβάνεις καὶ δίδεις ἀπόκρισιν εἰς τὰς ἀπορίας του. Λάγω τῆς ὑπερφυσικῆς αὐτῆς γνώσεώς σου πιστεύομεν, ὅτι κατάγεσαι ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἀπεστάλης εἰς τὸν κόσμον.
31 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἄρτι πιστεύετε· 31 Απήντησεν εις αυτούς ο Ιησούς· “τώρα πιστεύετε, και όμως θα κλονισθή η πίστις σας. 31 31 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Τώρα πιστεύετε. Δὲν εἶναι ὅμως ἀκόμη σταθερὰ καὶ ἀδιάσειστος ἡ πίστις σας.
32 ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐλήλυθεν, ἵνα σκορπισθῆτε ἕκαστος εἰς τὰ ἴδια καὶ ἐμὲ μόνον ἀφῆτε· καὶ οὐκ εἰμὶ μόνος, ὅτι ὁ πατὴρ μετ’ ἐμοῦ ἐστι. 32 Ιδού έρχεται ώρα, και έχει έλθει τώρα η ώρα, να διασκορπισθήτε και να γυρίσετε ο καθένας εις τα σπίτια σας και να με αφήσετε μόνον. Και όμως εγώ δεν είμαι μόνος· διότι ο Πατήρ είναι μαζή μου. 32 32 Ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα, καὶ ἔφθασε τώρα ἡ ὥρα αὐτή, διὰ νὰ σκορπισθῆτε καὶ ἐπιστρέψετε ὁ καθένας σας εἰς τὰ σπίτια σας καὶ νὰ μὲ ἀφήσετε μοναχόν. Καὶ ὅμως οὔτε τώρα, οὔτε τότε θὰ εἶμαι μοναχός, διότι ὁ Πατὴρ εἶναι μαζί μου.
33 ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον. 33 Αυτά σας τα είπα, δια να έχετε ειρήνην, καρπόν της πνευματικής επικοινωνίας και ενώσεώς σας με εμέ. Εις τον κόσμον τούτον θα έχετε θλίψιν, αλλά να έχετε θάρρος. Εγώ έχω νικήσει τον κόσμον. Και σεις με την ιδικήν μου δύναμιν θα νικήσετε τον κόσμον και θα αναδειχθήτε ένδοξοι θριαβευταί”. 33 33 Σᾶς εἶπα αὐτά, διὰ νὰ ἔχετε εἰρήνην διὰ τῆς κοινωνίας καὶ ἑνώσεως σας μὲ ἐμέ. Ἐφ’ ὅσον εἶσθε ἐν μέσῳ τοῦ κόσμου, θὰ ἔχετε θλῖψιν. Ἀλλ’ ἔχετε θάρρος· ἐγὼ ἔχω νικήσει τὸν κόσμον καὶ μὲ τὴν νίκην μου αὐτὴν ἐξησφάλισα καὶ εἰς σᾶς τὸν θρίαμβον καὶ τὴν δόξαν.