Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΕΖΕΚΙΗΛ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀνέκραγεν εἰς τὰ ὦτά μου φωνῇ μεγάλῃ λέγων· ἤγγικεν ἡ ἐκδίκησις τῆς πόλεως· καὶ ἕκαστος εἶχε τὰ σκεύη τῆς ἐξολοθρεύσεως ἐν χειρὶ αὐτοῦ. 1 Ο Κυριος έκραξέ με φωνήν μεγάλην εις τα αυτιά μου και είπεν· “έφθασεν η ώρα της τιμωρίας εναντίον της πόλεως”. Καθένας από τους εχθρούς είχεν εις τα χέρια του τα όργανα του ολέθρου της πόλεως. 1 Καὶ ἐφώναξε μὲ μεγάλην φωνὴν ὁ Κύριος καὶ μοῦ εἶπεν: Ἔφθασε πλέον ἡ ὥρα τῆς τιμωρίας τῆς ἀσεβοῦς πόλεως.Καθένας δὲ ἀπὸ τοὺς ἐκτελεστὰς τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου περὶ τιμωρίας τῶν εἰδωλολατρῶν Ἰουδαίων εἶχε πλέον εἰς τὸ χέρι του τὰ ὄργανα τῆς τιμωρίας.
2 καὶ ἰδοὺ ἓξ ἄνδρες ἤρχοντο ἀπὸ τῆς ὁδοῦ τῆς πύλης τῆς ὑψηλῆς τῆς βλεπούσης πρὸς βορρᾶν, καὶ ἑκάστου πέλυξ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ· καὶ εἷς ἀνὴρ ἐν μέσῳ αὐτῶν ἐνδεδυκὼς ποδήρη, καὶ ζώνη σαπφείρου ἐπὶ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ· καὶ εἰσήλθοσαν καὶ ἔστησαν ἐχόμενοι τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ χαλκοῦ. 2 Και ιδού εξ άνδρες ήρχοντο από την άνω πύλην, η οποία έβλεπε προς βορράν, και εις τα χέρια του καθενός από αυτούς υπήρχε πέλεκυς. Ανάμεσα εις αυτούς ήτο και ενας άλλος ανήρ, ο οποίος εφορούσε μακρόν χιτώνα, που έφθανεν έως εις τα πόδια του. Και γύρω από την μέσην του ζώνην στολιομένην μέ σαπφείρους. Αυτοί εισήλθαν εις την εσωτερικήν αυλήν και εσταμάτησαν πλησίον του χαλκίνου θυσιαστηρίου. 2 Βλέπω λοιπὸν νὰ ἔρχωνται ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς ὑψηλῆς, βορείας πύλης τοῦ Ναοῦ, καὶ ἰδού, ἕξι ἄνδρες· ἐκρατοῦσε δὲ καθένας των εἰς τὸ χέρι του ἕνα πέλεκυν.Εἰς τὸ μέσον τῶν ἕξι αὐτῶν ἀνδρῶν ἦτο ἕνας ἄλλος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος ἐφοροῦσε χιτῶνα ποὺ ἔφθανεν ἕως τὰ πέλματα τῶν ποδῶν του καὶ εἰς τὴν μέσην του εἶχε ζώνην ἀπὸ σάπφειρον.Οἱ ἑπτὰ αὐτοὶ ἄνδρες ἐμβῆκαν εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ναοῦ καὶ ἐστάθησαν δίπλα εἰς τὸ χάλκινον Θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων.
3 καὶ δόξα Θεοῦ τοῦ ᾿Ισραὴλ ἀνέβη ἀπὸ τῶν Χερουβὶμ ἡ οὖσα ἐπ᾿ αὐτῶν εἰς τὸ αἴθριον τοῦ οἴκου. καὶ ἐκάλεσε τὸν ἄνδρα τὸν ἐνδεδυκότα τὸν ποδήρη, ὃς εἶχεν ἐπί τῆς ὀσφύος αὐτοῦ τὴν ζώνην, 3 Η ένδοξος λάμψις του Θεού του Ισραήλ, που ευρίσκετο επάνω εις τα Χερουβίμ, έφυγεν από αυτά και ήλθεν στο κατώφλιον του ναού. Ο Κυριος εκάλεσε τον άνδρα, ο οποίος εφορούσε τον ποδήρη χιτώνα και έφερε γύρω από την μέσην του την πολύτιμον ζώνην, 3 Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἡ ἀστραπτερή « δόξα» τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραὴλ ἀνυψώθη ἀπὸ τὸ ἅρμα τῶν Χερουβίμ, ὅπου εὑρίσκετο, καὶ ἐστάθη ἐπάνω ἀπὸ τὴν αὐλήν του Ναοῦ.Ἐκάλεσε δὲ τὸν ἄνδρα ποὺ ἐφοροῦσε τὸν ποδήρη χιτῶνα καὶ εἶχε τὴν ζώνην εἰς τὴν μέσην του.
4 καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· δίελθε μέσην τὴν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ δὸς τὸ σημεῖον ἐπὶ τὰ μέτωπα τῶν ἀνδρῶν τῶν καταστεναζόντων καὶ τῶν κατωδυνωμένων ἐπὶ πάσαις ταῖς ἀνομίαις ταῖς γινομέναις ἐν μέσῳ αὐτῆς. 4 και του είπε· “πέρασε δια μέσου της Ιερουσαλήμ και θέσε σημείον εις τα μέτωπα των ανδρών, οι οποίοι στενάζουν και κραυγάζουν με ψυχικήν οδύνην, δι' όλας τας παρανομίας, που διαπράττονται μέσα εις την πόλιν”. 4 Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἡ ἀστραπτερή « δόξα» τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραὴλ ἀνυψώθη ἀπὸ τὸ ἅρμα τῶν Χερουβίμ, ὅπου εὑρίσκετο, καὶ ἐστάθη ἐπάνω ἀπὸ τὴν αὐλήν του Ναοῦ.Ἐκάλεσε δὲ τὸν ἄνδρα ποὺ ἐφοροῦσε τὸν ποδήρη χιτῶνα καὶ εἶχε τὴν ζώνην εἰς τὴν μέσην του.
5 καὶ τούτοις εἶπεν ἀκούοντός μου· πορεύεσθε ὀπίσω αὐτοῦ εἰς τὴν πόλιν καὶ κόπτετε καὶ μὴ φείδεσθε τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑμῶν καὶ μὴ ἐλεήσητε· 5 Ο Κυριος ωμίλησε προς τους άλλους εξ και εγώ ήκουον τα λεγόμενα του· “Πηγαίνετε οπίσω από τον άνδρα αυτόν εις την πόλιν και φονεύετε. Ας μη λυπηθούν τα μάτια σας και ας μη σπλαγχνισθήτε τους Ισραηλίτας δια τον όλεθρόν των. 5 Εἰς δὲ τοὺς ἄλλους ἕξι εἶπε τὰ ἑξῆς, τὰ ὁποῖα ἤκουα καὶ ἐγώ: Νὰ προχωρῆτε πίσω ἀπὸ τὸν ἄνδρα μὲ τὸν ποδήρη χιτῶνα εἰς ὅλην τὴν πόλιν καὶ νὰ θανατώνετε, χωρὶς νὰ λυποῦνται οἱ ὀφθαλμοί σας καὶ χωρὶς νὰ εὐσπλαγχνίζεσθε κανένα.
6 πρεσβύτερον καὶ νεανίσκον καὶ παρθένον καὶ νήπια καὶ γυναῖκας ἀποκτείνατε εἰς ἐξάλειψιν, ἐπὶ δὲ πάντας, ἐφ᾿ οὕς ἐστι τὸ σημεῖον, μὴ ἐγγίσητε· καὶ ἀπὸ τῶν ἁγίων μου ἄρξασθε. καὶ ἤρξαντο ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν τῶν πρεσβυτέρων, οἳ ἦσαν ἔσω ἐν τῷ οἴκῳ. 6 Γέροντας, νέους, παρθένους, νήπια και γυναίκας, φονεύσατέ τους· παραδώσατέ τους εις όλεθρον και εξαφανισμόν. Ολους όμως εκείνους που έχουν το σημείον εις τα μέτωπά των, μη τους εγγίσετε. Θα κάμετε αρχήν της σφαγής και του ολέθρου από εκείνους που ευρίσκονται μέσα στον ναόν”. Οι εξ εκείνοι άνδρες ήρχισαν να φονεύουν και να εξολοθρεύουν τους ασεβείς γέροντας, οι οποίοι ευρίσκοντο μέσα στον οίκον του Κυρίου. 6 Γέροντα καὶ νέον, παρθένον κόρην καὶ νήπια καὶ γυναῖκας, ὅλους ἀδιακρίτως νὰ τοὺς θανατώνετε, ὥστε νὰ ἐξοντωθοῦν τελείως.Δὲν θὰ ἐγγίσετε ὅμως αὐτούς, εἰς τοὺς ὁποίους θὰ ὑπάρχῃ τὸ « σημεῖον».Θὰ ἀρχίσετε δὲ τὴν ἐξόντωσιν ἀπὸ τοὺς ἁγίους χώρους, τοὺς ἀφιερωμένους εἰς τὴν λατρείαν μου.Καὶ πράγματι ἄρχισαν ἀμέσως οἱ ἕξι ἄνδρες νὰ ἐξοντώνουν τοὺς προκρίτους ἄνδρας τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν εἰς τὸν Ναὸν καὶ ἐλάτρευαν τὰ εἴδωλα.
7 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· μιάνατε τὸν οἶκον καὶ πλήσατε τὰς ὁδοὺς νεκρῶν ἐκπορευόμενοι καὶ κόπτετε. 7 Ο Κυριος είπεν ακόμη προς τους άνδρας εκείνους· “βεβηλώσατε τον ναόν με τα πτώματα των σφαγιασθέντων. Εξερχόμενοι δε από τον ναόν προς την πόλιν γεμίσατε τους δρόμους από νεκρούς, φονεύσατε τους ασεβείς ανθρώπους”. 7 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐκτελεστὰς τῆς ἀποφάσεώς Του: Μὴ σκεφθῆτε τίποτε, μολύνατε μὲ τὰ πτώματα τῶν ἀσεβῶν αὐτῶν Ἰουδαίων τὸν Ναόν μου καὶ γεμίσατε τοὺς δρόμους μὲ νεκρούς, καθὼς θὰ βγῆτε ἀπὸ τὸν Ναὸν καὶ θὰ θανατώνετε τοὺς ἐνόχους.
8 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κόπτειν αὐτοὺς καὶ πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου καὶ ἀνεβόησα καὶ εἶπα· οἴμοι Κύριε, ἐξαλείφεις σὺ τοὺς καταλοίπους τοῦ ᾿Ισραὴλ ἐν τῷ ἐκχέαι σε τὸν θυμόν σου ἐπὶ ῾Ιερουσαλήμ; 8 Οταν εκείνοι ήρχισαν την σφαγήν εντός και εκτός του ναού, εγώ έπεσα με το πρόσωπόν μου κάτω στο έδαφος και με φωνήν μεγάλην εβόηοα και ειπα· “αλλοίμονον, Κυριε ! Συ, λοιπόν, εξολοθρεύεις τώρα τους εναπομείναντας από τους Ισραηλιτας; Και αφήνεις να ξεχυθή ο δίκαιος θυμός σου εναντίον της Ιερουσαλήμ;” 8 Ἐνῷ δὲ αὐτοὶ ἐθανάτωναν τοὺς Ἰουδαίους, ἔπεσα ἐγὼ μὲ τὸ πρόσωπόν μου κατὰ γῆς καὶ ἐφώναξα δυνατὰ καὶ εἶπα: Ἀλλοίμονον, Κύριε, θὰ ἑξαφανίσῃς Σὺ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἀπέμειναν ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας, τώρα ποὺ ξεχύνεις τὸν θυμόν σου ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ;
9 καὶ εἶπε πρός με· ἀδικία τοῦ οἴκου ᾿Ισραὴλ καὶ ᾿Ιούδα μεμεγάλυνται σφόδρα σφόδρα, ὅτι ἐπλήσθη ἡ γῆ λαῶν πολλῶν, καὶ ἡ πόλις ἐπλήσθη ἀδικίας καὶ ἀκαθαρσίας· ὅτι εἶπαν· ἐγκαταλέλοιπε Κύριος τὴν γῆν, οὐκ ἐφορᾷ ὁ Κύριος. 9 Ο Κυριος μου ειπε· “αι αμαρτίαι του Ισραηλιτικού και του ιουδαϊκού λαού έχουν πλέον πληθυνθή πάρα πολύ. Η περιοχή της Ιουδαίας εγέμισεν από πλήθη ξένων λαών, η δε πόλις Ιερουσαλήμ είναι γεμάτη από αδικίας και ακαθαρσίας. Εγιναν αυτά, διότι είπαν· Ο Κυριος έχει εγκαταλείψει την γην του, δεν επιβλέπει πλέον εις ημάς ο Κυριος. 9 Καὶ μοῦ εἶπεν ὁ Κύριος: Ἡ ἀσέβεια καὶ ἀδικία τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων εἶναι πολύ - πολὺ μεγάλη· ἔχει ὑπερβῆ κάθε ὅριον, διότι ἐγέμισεν ἡ χώρα ἀπὸ εἰδωλολατρικοὺς λαούς, ποὺ λατρεύουν ψευδεῖς θεούς, καὶ ἡ ἁγία πόλις Σιὼν ἐγέμισεν ἀπὸ ἀδικίας, ἀσεβείας καὶ ἀκαθαρσίας.Ἀσέβησαν τόσον πολύ, διότι εἶπαν: Ἐγκατέλειψεν ὁ Κύριος τὴν γῆν, δὲν μᾶς βλέπει καὶ δὲν ἀσχολεῖται μαζί μας ὁ Κύριος.
10 καὶ οὐ φείσεταί μου ὁ ὀφθαλμός, οὐδὲ μὴ ἐλεήσω· τὰς ὁδοὺς αὐτῶν εἰς κεφαλὰς αὐτῶν δέδωκα. 10 Δια τας πολλάς και μεγάλας αμαρτίας των δεν θα τους λυπηθή ο οφθαλμός μου, δεν θα τους ευσπλαγχνισθώ. Τους δρόμους της παρανόμου και ασεβούς ζωής των, θα στρέψω και θα επιρρίψω εις τας κεφαλάς των”. 10 Δὲν θὰ τοὺς λυπηθῶ λοιπόν, οὔτε θὰ τοὺς εὐσπλαγχνισθῶ! Θὰ ρίψω ἐπάνω εἰς τὰ κεφάλια των τὰς συνεπείας τῆς ἀσεβοῦς συμπεριφορᾶς των.
11 καὶ ἰδοὺ ὁ ἀνὴρ ὁ ἐνδεδυκὼς τὸν ποδήρη καὶ ἐζωσμένος τῇ ζώνῃ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ καὶ ἀπεκρίνατο λέγων· πεποίηκα καθὼς ἐνετείλω μοι. 11 Και ιδού, ο ανήρ εκείνος, ο οποίος εφορούσε τον μακρόν έως εις τα πόδια χιτώνα του και είχε ζωσμένην την οσφύν του με την ζώνην, επανήλθε και είπε προς τον Κυριον· “έκαμα όπως με διέταξες”. 11 Ἐνῷ δὲ ἔλεγεν αὐτὰ ὁ Κύριος, ἐμφανίζεται ὁ ἄνδρας ποὺ ἐφοροῦσε τὸν ποδήρη χιτῶνα καὶ εἶχε ζωσμένην τὴν μέσην του μὲ ζώνην, καὶ ὡμίλησε καὶ εἶπεν εἰς τὸν Κύριον: Ἔκαμα ὅπως ἀκριβῶς μὲ διέταξες, ἐφήρμοσα πλήρως τὴν ἐντολήν σου.