Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 (ΙΖ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΡΕΙΣΣΩΝ ψωμὸς μεθ᾿ ἡδονῆς ἐν εἰρήνη ἢ οἶκος πλήρης πολλῶν ἀγαθῶν καὶ ἀδίκων θυμάτων μετὰ μάχης. 1 Καλύτερον και προτιμότερον είναι ξηρό ψωμί με χαρουμένη και ειρηνική καρδιά, με ομόνοια και αγάπη, παρά σπίτι φιλονεικιών, έστω και γεμάτο από αγαθά και σφαχτά, τα οποία απεκτήθησαν με αδικίας. 1 Εἶναι προτιμότερον τὸ ξηρὸ ψωμί, ποὺ γίνεται γλυκὺ καὶ εὐχάριστον, ὅταν συνοδεύεται μὲ εἰρήνην καὶ ὁμόνοιαν, παρὰ τὸ πλούσιον σπίτι, τὸ ὁποῖον εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ κρέατα σφαζομένων ζώων καὶ πολλὰ ἀγαθά, ποὺ ἀπεκτήθησαν μὲ ἀδικίαν, ἀλλ’ εἰς τὸ ὁποῖον σπίτι ἐπικρατεῖ γκρίνια καὶ φιλονικία.
2 οἰκέτης νοήμων κρατήσει δεσποτῶν ἀφρόνων, ἐν δὲ ἀδελφοῖς διελεῖται μέρη. 2 Ο έξυπνος και συνετός υπηρέτης θα γίνη κύριος στους ανοήτους κυρίους του. Μεταξύ δε των παιδιών, υιών των κυρίων του, θα πάρη και αυτός μερίδιον. 2 Ὁ συνετὸς καὶ ἔξυπνος ὑπηρέτης θὰ γίνῃ ἀφέντης καὶ κύριος τῶν ἀνοήτων κυρίων του, καὶ μεταξὺ ἀδελφῶν θὰ λάβῃ καὶ αὐτὸς μερίδιον κληρονομίας, καθιστάμενος δι’ ἐπιγαμίας συγκληρονόμος.
3 ὥσπερ δοκιμάζεται ἐν καμίνῳ ἄργυρος καὶ χρυσός, οὕτως ἐκλεκταὶ καρδίαι παρὰ Κυρίῳ. 3 Οπως καθαρίζεται ο άργυρος και ο χρυσός με τη φωτιά στο καμίνι, κατά παρόμοιον τρόπον και αι εκλεκταί καρδίαι δια μέσου της παιδαγωγίας του Κυρίου γίνονται αγναί και καθαραί. 3 Ὅπως τὸ ἀσῆμι καὶ τὸ χρυσάφι ἀπαλλάσσονται ἀπὸ κάθε σκωρίαν μέσα εἰς τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς τοῦ χρυσοχόου καὶ γίνονται γνήσια καὶ ἀνόθευτα, ἔτσι καὶ οἱ ἐκλεκτοὶ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ θὰ ἐξαγνισθοῦν διὰ τῶν θλίψεων, διὰ νὰ γίνουν δόκιμοι ἐνώπιόν του,
4 κακὸς ὑπακούει γλώσσης παρανόμων, δίκαιος δὲ οὐ προσέχει χείλεσι ψευδέσιν. 4 Ο κακός, ο ρέπων προς το κακόν, ευχαριστείται να ακούη και να υπακούη στους πονηρούς λόγους των παρανόμων. Ο ευσεβής όμως άνθρωπος καμμίαν προσοχήν δεν δίδει εις χείλη, που λέγουν ψεύδη. 4 Ὁ κακὸς εὐχαριστεῖται νὰ ἀκούῃ τί λέγουν οἱ παραβάται τοῦ θείου νόμου, ἐνῷ ὁ ἐνάρετος δὲν δίδει καμμίαν προσοχὴν εἰς τὰ χείλη ποὺ ψεύδονται, ποὺ συκοφαντοῦν καὶ λέγουν μάταια.
5 ὁ καταγελῶν πτωχοῦ παροξύνει τὸν ποιήσαντα αὐτόν, ὁ δὲ ἐπιχαίρων ἀπολλυμένῳ οὐκ ἀθῳωθήσεται· ὁ δὲ ἐπισπλαγχνιζόμενος ἐλεηθήσεται. 5 Εκείνος που εμπαίζει τον πτωχόν δια την πτωχείαν του, εξοργίζει τον ποιητήν και δημιουργόν αυτού. Εκείνος που χαιρεκακεί, όταν βλέπη τον συνάνθρωπόν του να καταστρέφεται, δεν θα θεωρηθή αθώος ούτε και θα μείνη ατιμώρητος. Εκείνος όμως ο οποίος ευσπλαγχνίζεται και ελεεί, θα ελεηθή εκ μέρους του Θεού. 5 Ὅποιῖος περιπαίζει τὸν πτωχόν, παροργίζει τὸν Θεόν, ποὺ τὸν ἔπλασε, καὶ ὅποιος χαιρεκακεῖ καὶ εὐχαριστεῖται διὰ τὴν καταστροφὴν τοῦ ἄλλου, δὲν πρόκειται νὰ μείνῃ ἀτιμώρητος· ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ στέκεται μὲ συμπάθειαν δίπλα πρὸς τὸν πάσχοντα καὶ τὸν εὐσπλαγχνίζεται, θὰ ἀπολαύσῃ πολὺ ἔλεος.
6 στέφανος γερόντων τέκνα τέκνων, καύχημα δὲ τέκνων πατέρες αὐτῶν. τοῦ πιστοῦ ὅλος ὁ κόσμος τῶν χρημάτων, τοῦ δὲ ἀπίστου οὐδὲ ὀβολός. 6 Δοξα και καμάρι των γερόντων είναι τα καλά παιδιά και τα εγγόνια των. Τιμή δε και καύχημα των τέκνων είναι οι καλοί πρόγονοί των. Του αξιοπίστου και ευσυνείδητου όλα τα χρήματα του κόσμου είναι ιδικά του, διότι όλοι τον εμπιστεύονται. Εις δε τον αναξιόπιστον ούτε ένα οβολόν δεν εμπιστεύονται. 6 Καμάρι τῶν γερόντων εἶναι τὰ ἐγγόνια των, καὶ καύχημα τῶν παιδιῶν εἶναι οἱ ἀγαθοὶ γονεῖς καὶ ἐνάρετοι πρόγονοί των. Τοῦ τιμίου καὶ ἀξιοπίστου εἰς τὰς δοσοληψίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἰδικά του τὰ χρήματα ὅλου τοῦ κόσμου, διότι ὅλοι τὸν ἐμπιστεύονται καὶ τὸν πιστώνουν, ἐνῷ ὁ ἀναξιόπιστος καὶ κακόπιστος δὲν ἀξίζει οὔτε πεντάρα, διότι οὐδεὶς τὸν ἐμπιστεύεται.
7 οὐχ ἁρμόσει ἄφρονι χείλη πιστά, οὐδὲ δικαίῳ χείλη ψευδῆ. 7 Δεν ταιριάζουν και ούτε δυνατόν είναι να υπάρξουν στον άφρονα χείλη, τα οποία θα λέγουν αξιοπίστους λόγους. Οπως επίσης δεν ταιριάζουν και ούτε υπάρχουν στον δίκαιον χείλη, τα οποία λέγουν ψεύδη. 7 Δὲν ἁρμόζουν εἰς τὸν ἄφρονα χείλη ποὺ λέγουν λόγια ἀξιόπιστα, δηλαδὴ τὴν ἀλήθειαν, οὔτε εἰς τὸν ἐνάρετον καὶ φιλαλήθη χείλη τὰ ὁποῖα ψεύδονται
8 μισθὸς χαρίτων ἡ παιδεία τοῖς χρωμένοις, οὗ δ᾿ ἂν ἐπιστρέψῃ εὐοδωθήσεται. 8 Η αληθινή μόρφωσις, δι' όσους την έχουν και την χρησιμοποιούν, είναι πηγή τέρψεων πνευματικών. Οπουδήποτε δε και αν στραφή ο κατά Θεόν μορφωμένος άνθρωπος, θα κατευοδωθή εις τας ενεργείας του. 8 Ὅσοι ζοῦν καὶ ἔχουν βίωμά των τὴν κατὰ Θεὸν μόρφωσιν τοῦ χαρακτῆρος, ἔχουν ὡς ἀμοιβὴν τέρψεις πνευματικάς· ὁπουδήποτε δὲ καὶ ἂν στραφῇ ὁ κατὰ Θεὸν παιδαγωγημένος ἄνθρωπος, θὰ εὐοδωθοῦν αἱ ἐνέργειαί του καὶ αἱ ἐπιχειρήσεις του.
9 ὃς κρύπτει ἀδικήματα, ζητεῖ φιλίαν, ὃς δὲ μισεῖ κρύπτειν, διΐστησι φίλους καὶ οἰκείους. 9 Εκείνος που παραβλέπει και σκεπάζει με αγάπην τα σφάλματα και τας αδυναμίας του άλλου, ζητεί και αποκτά φίλους. Αντιθέτως εκείνος ο οποίος δεν σκεπάζει αλλά διασαλπίζει αυτά, απομακρύνει από κοντά του και αυτούς ακόμη τους φίλους και οικείους του, διότι τους γίνεται αποκρουστικός. 9 Ὅποιος δὲν καταλαλεῖ, ἀλλὰ μετὰ συνετῆς γλώσσης σκεπάζει τὰς ἀδυναμίας τῶν ἄλλων, δὲν προκαλεῖ δυσαρεσκείας καὶ γίνεται περιζήτητος φίλος· ἀντιθέτως δὲ ὅποιος εὐχαριστεῖται εἰς τὸ νὰ μὴ καλύπτῃ τὰ ἀδικήματα καὶ σφάλματα τῶν ἄλλων, ἀλλ’ ἀρέσκεται νὰ τὰ διατυμπανίζῃ, αὐτὸς χωρίζει φίλους καὶ οἰκείους, γινόμενος δυσάρεστος καὶ ἀνεπιθύμητος εἰς αὐτούς.
10 συντρίβει ἀπειλὴ καρδίαν φρονίμου, ἄφρων δὲ μαστιγωθεὶς οὐκ αἰσθάνεται. 10 Και μία μόνη απειλή συντρίβει την ευαίσθητον καρδίαν του συνετού και φρονίμου ανθρώπου. Ο άφρων όμως, και όταν ακόμη μαστιγώνεται, μένει αναίσθητος. 10 Κυριολεκτικῶς συντρίβει τὴν καρδίαν τοῦ φρονίμου καὶ ἐλαφρά τις παρατήρησις ἢ ἀπειλή, διότι εἶναι εὐαίσθητος καὶ λεπτός, ἐνῷ ὁ ἄφρων, καὶ ὅταν ἀκόμη μαστιγώνεται, μένει ἀναίσθητος καὶ ἀσυγκίνητος.
11 ἀντιλογίας ἐγείρει πᾶς κακός, ὁ δὲ Κύριος ἄγγελον ἀνελεήμονα ἐκπέμψει αὐτῷ. 11 Αντίστασιν στο θέλημα του Θεού και αντιλογίας μεταξύ των ανθρώπων εγείρει και προβάλλει ο κακός άνθρωπος. Δια τούτο ο Κυριος θα στείλη εναντίον του άσπλαγχνον άγγελον να τον τιμωρήση. 11 Κάθε ἄνθρωπος κυριευμένος ἀπὸ κακίαν ἐναντιώνεται καὶ ἀντιστρατεύεται εἰς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· ὁ Κύριος ὅμως θὰ στείλῃ ἐναντίον του ἄγγελον σκληρὸν καὶ ἄσπλαγχνον, διὰ νὰ τὸν τιμωρήσῃ.
12 ἐμπεσεῖται μέριμνα ἀνδρὶ νοήμονι, οἱ δὲ ἄφρονες διαλογιοῦνται κακά. 12 Εις τους ώμους του μυαλωμένου και συνετού ανδρός επιφορτίζονται μέριμναι και φροντίδες δια τους άλλους. Ενώ οι ασύνετοι και αργόσχολοι σκέπτονται πάντοτε το κακόν. 12 Εἰς τὸν συνετὸν καὶ μυαλωμένον ἄνθρωπον θὰ ἀνατεθῇ κάθε ἀξίωμα καὶ ὑπεύθυνος φροντὶς περὶ τῶν ἄλλων, οἱ ἄφρονες ὅμως πάντοτε θὰ σκέπτωνται τὸ κακὸν καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἐμπιστεύονται εἰς αὐτοὺς ὑπεύθυνον διακυβέρνησιν ἢ ἀξίωμα.
13 ὃς ἀποδίδωσι κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν, οὐ κινηθήσεται κακὰ ἐκ τοῦ οἴκου αὐτοῦ. 13 Εκείνος ο οποίος ανταποδίδει κακά αντί αγαθών και των ευεργεσιών, που έλαβε, αυτός θα ευρίσκεται πάντοτε υπό το κράτος θλίψεων, διότι τα κακά και η θεία τιμωρία δεν θα απομακρυνθούν από τον οίκον του. 13 Ἀπὸ τὸ σπίτι ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἀνταποδίδει κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν, δὲν θὰ μετακινηθῇ ποτὲ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ.
14 ἐξουσίαν δίδωσι λόγοις ἀρχὴ δικαιοσύνης, προηγεῖται δὲ τῆς ἐνδείας στάσις καὶ μάχη. 14 Η δικαιοσύνη και γενικώτερον η αρετή δίδουν κύρος και βαρύτητα εις τα λόγια του δικαίου. Οπου όμως υπάρχει φιλονεικία και μάχη, εκεί επακολουθεί η φτώχεια. 14 Ἀρχὴ τῆς δικαιοσύνης εἶναι οἱ ἀπονέμοντες αὐτὴν νὰ δίδουν τὸ δικαίωμα εἰς τὸν κατηγορούμενον νὰ ὑπερασπισθῇ διὰ λόγων τὸν ἑαυτόν του, λόγοι δέ, ποὺ δημιουργοῦν ἔχθραν καὶ φιλονικίαν, προηγοῦνται τῆς πτωχείας, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ ὡς συνέπεια τῶν συχνῶν προσφυγῶν εἰς τὰ δικαστήρια.
15 ὃς δίκαιον κρίνει τὸν ἄδικον, ἄδικον δὲ τὸν δίκαιον, ἀκάθαρτος καὶ βδελυκτὸς παρὰ Θεῷ. 15 Ο δικαστής, ο οποίος κρίνει και καταδικάζει τον δίκαιον ως άδικον, τον δε άδικον ανακηρύσσει δίκαιον, ακάθαρτος, αποκρουστικός και μισητός είναι ενώπιον του Κυρίου. 15 Ὁ δικαστὴς ποὺ κρίνει καὶ ἀνακηρύττει δίκαιον τὸν ἄδικον καὶ τὸν ἄδικον δίκαιον, εἶναι ἀκάθαρτος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ προκαλεῖ τὴν ἀποστροφὴν καὶ ἀπέχθειαν αὐτοῦ.
16 ἱνατί ὑπῆρξε χρήματα ἄφρονι; κτήσασθαι γὰρ σοφίαν ἀκάρδιος οὐ δυνήσεται. 16α ὃς ὑψηλὸν ποιεῖ τὸν ἑαυτοῦ οἶκον, ζητεῖ συντριβήν, ὁ δὲ σκολιάζων τοῦ μαθεῖν ἐμπεσεῖται εἰς κακά. 16 Τι χρησιμεύουν τα χρήματα στον άμυαλον άνθρωπον; Διότι με αυτά δεν θα κατορθώση ποτέ να αποκτήση σοφίαν άνθρωπος, που δεν έχει καρδίαν επιδεκτικήν. 16α Εκείνος ο οποίος για λόγους εγωϊσμού και παρά την οικονομικήν του αδυναμίαν κτίζει υψηλό το σπίτι του, επιζητεί μόνος του την πτωχείαν και συντριβήν. Οποιος δε δυστροπεί και αποφεύγει να γνωρίση το θέλημα του Θεού θα περιπέση εις πολλά κακά. 16 Τί ὠφέλησαν τὰ χρήματα τὸν ἄφρονα καὶ ἀσύνετον; Τίποτε ἀπολύτως. Διότι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει καρδίαν μαλακὴν καὶ ἐπιδεκτικὴν τῆς θείας παιδαγωγίας, δὲν θὰ κατορθώσῃ ποτὲ νὰ ἀποκτήσῃ σοφίαν. 16α Ὅποιος κτίζει ὑψηλὸν τὸ σπίτι του πρὸς ἐπίδειξιν καὶ ἰκανοποίησιν τῆς ματαιοδοξίας του, ζητεῖ νὰ πτωχύνῃ καὶ νὰ συντριβῇ. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ δυστροπεῖ εἰς τὸ νὰ διδαχθῇ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ πέσῃ εἰς πολλὰ κακά.
17 εἰς πάντα καιρὸν φίλος ὑπαρχέτω σοι, ἀδελφοὶ δὲ ἐν ἀνάγκαις χρήσιμοι ἔστωσαν· τούτου γὰρ χάριν γεννῶνται. 17 Εις κάθε περίστασιν και εις όλον τον χρόνον της ζωής σου φρόντιζε να έχης κάποιον φίλον. Εις δε τας ανάγκας και περιπετείας της ζωής ας σου είναι χρήσιμοι και βοηθοί οι αδελφοί σου, διότι δι' αυτόν τον σκοπόν γεννώνται. 17 Πάντοτε καὶ εἰς πᾶσαν περίστασιν νὰ ἔχῃς δίπλα σου φίλον, εἰς τὰς ἀνάγκας σου δὲ ἂς σοῦ χρησιμεύουν οἱ ἀδελφοί σου, διότι δι’ αὐτὰς τὰς ὥρας γεννῶνται.
18 ἀνὴρ ἄφρων ἐπικροτεῖ καὶ ἐπιχαίρει ἑαυτῷ, ὡς καὶ ὁ ἐγγυώμενος ἐγγύῃ τῶν ἑαυτοῦ φίλων. 18 Ο άμυαλος άνθρωπος καμαρώνει και χειροκροτεί τον εαυτόν του και μένει ευχαριστημένος από τον εαυτόν του, όπως ακριβώς και εκείνος ο οποίος επιπολαίως σκεπτόμενος δίδει εγγύησιν δια τους φίλους του. 18 Ὁ ἐπιπόλαιος καὶ ἄμυαλος ἄνθρωπος θαυμάζει καὶ συγχαίρει τὸν ἑαυτόν του, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δέχεται ἐπιπολαίως νὰ ἐγγυηθῇ διὰ τοὺς φίλους του.
19 φιλαμαρτήμων χαίρει μάχαις, [ὑψῶν δὲ θύραν αὐτοῦ ζητεῖ συντριβήν]. 19 Οποιος αγαπά τας αμαρτίας, χαίρει εις τας έριδας και τας φιλονεικίας. Εκείνος που δια λόγους επιδείξεως κατασκευάζει υψηλόν και αρχοντικόν το σπίτι του, επιζητεί μόνος την συντριβήν του. 19 Ὅποιος ἀγαπᾷ τὴν ἁμαρτίαν, εὑρίσκει ἀπόλαυσιν καὶ χαίρεται εἰς τὰς φιλονικίας καὶ τὰς διαμάχας, ὅποιος δὲ κατασκευάζει ὑψηλὸν τὸ σπίτι του καὶ τὰς θύρας του πρὸς ἐπίδειξιν καὶ ματαιοδοξίαν, ἐπιδιώκει νὰ πτωχύνῃ καὶ νὰ συντριβῇ οἰκονομικῶς.
20 ὁ δὲ σκληροκάρδιος οὐ συναντᾷ ἀγαθοῖς. ἀνὴρ εὐμετάβολος γλώσσῃ ἐμπεσεῖται εἰς κακά, 20 Ο σκληρόκαρδος και αμετανόητος δεν θέλει να συναντάται με τους αγαθούς ανθρώπους. Ανθρωπος ασταθής εις τα λόγια του, αυτός που λέγει και ξελέγει, θα περιπέση εις πολλά κακά. 20 Ὁ ἄσπλαγχνος δὲ καὶ ἔχων σκληρὰν καρδίαν δὲν συναναστρέφεται καλοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀκατάστατος εἰς τὴν γλῶσσαν του, ποὺ ἀνακαλεῖ ὅσα εἶπε πρὸ ὀλίγου, θὰ περιπέσῃ εἰς δεινὰ καὶ δυστυχίαν, διότι κανεὶς πλέον δὲν θὰ πιστεύῃ αὐτόν.
21 καρδία δὲ ἄφρονος ὀδύνη τῷ κεκτημένῳ αὐτήν. οὐκ εὐφραίνεται πατὴρ ἐπὶ υἱῷ ἀπαιδεύτῳ, υἱὸς δὲ φρόνιμος εὐφραίνει μητέρα αὐτοῦ. 21 Η καρδία του άφρονος φέρει πόνους και θλίψεις εις αυτόν τον ίδιον, που την έχει. Ο πατέρας δεν ευχαριστείται και δεν χαίρει δια τον αμόρφωτον και αγροίκον υιόν του. Εξ αντιθέτου ο φρόνιμος και συνετός υιός ευφραίνει και χαροποιεί την μητέρα του. 21 Ἡ καρδία δὲ τοῦ ἄφρονος γίνεται πρόξενος λύπης εἰς ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει. Δὲν εὐχαριστεῖται οὔτε χαίρει ἕνας πατέρας ἀπὸ τὸν ἀγροῖκον καὶ ἄξεστον υἱόν του· ἀντιθέτως ὁ φρόνιμος καὶ συνετὸς υἱὸς προκαλεῖ εὐφροσύνην εἰς τὴν μητέρα του.
22 καρδία εὐφραινομένη εὐεκτεῖν ποιεῖ, ἀνδρὸς δὲ λυπηροῦ ξηραίνεται τὰ ὀστᾶ. 22 Οταν η καρδία ευφραίνεται, ο όλος άνθρωπος αισθάνεται ευεξίαν. Εξ αντιθέτου όταν ο άνθρωπος ευρίσκεται υπό το κράτος συνεχούς λύπης, αισθάνεται να ξηραίνωνται τα οστά του. 22 Ἡ ψυχὴ ποὺ εὐφραίνεται καὶ δὲν ταράττεται ἀπὸ τύψεις, χαρίζει ὑγείαν εἰς τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου· τοῦ ἀνθρώπου ὅμως, ποὺ λυπεῖται διαρκῶς καὶ εἶναι μελαγχολικός, ξηραίνονται τὰ κόκκαλά του.
23 λαμβάνοντος δῶρα ἀδίκως ἐν κόλποις οὐ κατευοδοῦνται ὁδοί, ἀσεβὴς δὲ ἐκκλίνει ὁδοὺς δικαιοσύνης. 23 Οταν κάποιος παίρνη κρυφίως δώρα, δια να αδικήση τον δίκαιον, δεν θα κατευοδωθούν αι πορείαι της ζωής του. Ο δε ασεβής ξεφεύγει και παρεκτρέπεται, επί ζημία του εαυτού του, από τας οδούς της δικαιοσύνης και της ευθυκρισίας. 23 Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος δέχεται δῶρα εἰς τὸν κόλπον του, διὰ νὰ κρίνῃ ἀδίκως, δὲν πάει καλὰ ἡ ζωή του, ὁ ἀσεβὴς δὲ ἐκτροχιάζεται ἀπὸ τοὺς δρόμους τὴν δικαιοσύνης καὶ ἀπὸ τὴν εὐθυκρισίαν.
24 πρόσωπον συνετὸν ἀνδρὸς σοφοῦ, οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ τοῦ ἄφρονος ἐπ᾿ ἄκρα γῆς. 24 Το πρόσωπον του σοφού ανθρώπου εκφράζει σύνεσιν και συστολήν, ενώ τα μάτια του άφρονος γυρίζουν απερίσκεπτα προς όλα τα σημεία της γης. 24 Τὸ πρόσωπον τοῦ σοφοῦ εἶναι συνετὸν καὶ συνεσταλμένον, ἐνῷ τὰ μάτια τοῦ ἄφρονος δὲν συμμαζεύονται καὶ γυρίζουν φιλοπερίεργα καὶ ἀχόρταστα εἰς τὰ πέρατα τῆς γῆς.
25 ὀργὴ πατρὶ υἱὸς ἄφρων καὶ ὀδύνη τῇ τεκούσῃ αὐτόν. 25 Την οργήν του πατρός προκαλεί και εξεγείρει ο ασύνετος νέος, και οδύνην επιφέρει εις την γεννήσασαν αυτόν μητέρα. 25 Ὁ ἀμυαλος, ἀνυπότακτος καὶ δύστροπος υἱὸς κάνει τὸν πατέρα του νὰ ὀργίζεται καὶ νὰ στενοχωρῆται, προξενεῖ δὲ πολλὴν λύπην εἰς τὴν στοργικὴν καρδίαν τῆς μητέρας ποὺ τὸν ἐγέννησε.
26 ζημιοῦν ἄνδρα δίκαιον οὐ καλόν, οὐδὲ ὅσιον ἐπιβουλεύειν δυνάσταις δικαίοις. 26 Δεν είναι καθόλου καλόν να επιβάλλωνται πρόστιμα στον άνδρα, ο οποίος έχει το δίκαιον με το μέρος του. Ούτε είναι πρέπον και ειπιτετραμμένον να επιβουλεύεται κανείς δικαίους άρχοντας. 26 Τὸ νὰ ἐπιβάλλῃ ὁ δικαστὴς πρόστιμα εἰς ἄνθρωπον δίκαιον καὶ ἀθῶον καὶ οὕτω νὰ ζημιώνῃ αὐτόν, δὲν εἶναι καλόν, δι’ αὐτὸ δὲ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐπιβουλεύεσαι καὶ νὰ σκευωρῇς ἐναντίον δικαίων ἀρχόντων, οἱ ὁποῖοι δὲν τιμωροῦν οὐδὲ ζημιώνουν ποτὲ τοὺς ἐναρέτους πολίτας.
27 ὃς φείδεται ρῆμα προέσθαι σκληρόν, ἐπιγνώμων, μακρόθυμος δὲ ἀνὴρ φρόνιμος. 27 Εκείνος, ο οποίος προσέχει να μη βγάζη από το στόμα του λόγια δηκτικά και προσβλητικά, είναι συνετός και γνωστικός άνθρωπος. Ο υπομονητικός και πράος είναι άνθρωπος φρόνιμος. 27 Ὅποιος εἶναι φειδωλὸς καὶ συγκρατημένος εἰς τὰ λόγια του καὶ προσέχει νὰ μὴ βγάλῃ ἀπὸ τὸ στόμα του φράσεις σκληρὰς καὶ προσβλητικὰς, αὐτὸς εἶναι γνωστικός, ὁ δὲ ὑπομονητικός, ποὺ συμπνίγει τὴν ὀργήν του καὶ χαλιναγωγεῖ τὴν γλῶσσαν του, αὐτὸς εἶναι φρόνιμος.
28 ἀνοήτῳ ἐπερωτήσαντι σοφίαν σοφία λογισθήσεται, ἐνεὸν δέ τις ἑαυτὸν ποιήσας δόξει φρόνιμος εἶναι. 28 Και αυτός ακόμη ο αμόρφωτος, όταν ερωτά τους σοφούς δια να μάθη κάτι, θα φαίνεται και θα θεωρήται φρόνιμος και σοφός. Αλλά και εκείνος ο οποίος θα σιωπά και θα κάμνη τον βωβόν, θα θεωρηθή από τους άλλους επίσης φρόνιμος, χωρίς όμως και να είναι. 28 Ὁ ἀγράμματος ἄνθρωπος, ποὺ ἐρωτᾷ καὶ συμβουλεύεται τοὺς σοφοὺς διὰ νὰ μάθῃ καὶ νὰ μορφωθῇ, θὰ θεωρηθῇ ὡς σοφός· ἀντιθέτως ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ὁμιλεῖ καὶ δὲν ἐρωτᾷ, θὰ φαίνεται μὲν φρόνιμος καὶ συνετός, θὰ μένῃ ὅμως ἀμόρφωτος καὶ δὲν θὰ γίνεται σοφός.