Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:35
Δύση: 20:12
Σελ. 18 ημ.
117-249
16ος χρόνος, 5914η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΟΥΔΙΘ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ὡς κατέπαυσεν ὁ θόρυβος τῶν ἀνδρῶν τῶν κύκλῳ τῆς συνεδρίας, καὶ εἶπεν ᾿Ολοφέρνης ὁ ἀρχιστράτηγος δυνάμεως ᾿Ασσοὺρ πρὸς ᾿Αχιὼρ ἐναντίον παντὸς τοῦ δήμου ἀλλοφύλων καὶ πρὸς πάντας υἱοὺς Μωάβ· 1 Οταν εσίγασεν ο θόρυβος των ανδρών, οι οποίοι ευρίσκοντο γύρω από την σκηνήν του, ο Ολοφέρνης ο αρχιστράτηγος του στρατού των Ασσυρίων είπε προς τον Αχιώρ ενώπιον όλου του πλήθους των ξένων στρατιωτών και εις επήκοον όλων των Μωαβιτών. 1 Καὶ ὅταν ἐκόπασεν ὁ θόρυβος, ποὺ ἔκαμναν οἱ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν περικυκλώσει τὸν τόπον, ὅπου ἐγίνετο ἡ σύσκεψις τοῦ Ὀλοφέρνους καὶ τῶν ἀξιωματούχων του, εἶπεν ὁ ἀρχιστράτηγος τῆς στρατιᾶς τῶν Ἀσσυρίων Ὀλοφέρνης πρὸς τὸν Ἀχιὼρ ἐνώπιον ὅλου τοῦ ξένου λαοῦ καὶ ὅλων τῶν Μωαβιτῶν:
2 καὶ τίς εἶ σύ, ᾿Αχιὼρ καὶ οἱ μισθωτοὶ τοῦ ᾿Εφραίμ, ὅτι ἐπροφήτευσας ἐν ἡμῖν καθὼς σήμερον καὶ εἶπας τὸ γένος ᾿Ισραὴλ μὴ πολεμῆσαι, ὅτι ὁ Θεὸς αὐτῶν ὑπερασπιεῖ αὐτῶν; καὶ τίς ὁ Θεὸς εἰ μὴ Ναβουχοδονόσορ; οὗτος ἀποστελεῖ τὸ κράτος αὐτοῦ καὶ ἐξολοθρεύσει αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, καὶ οὐ ρύσεται αὐτοὺς ὁ Θεὸς αὐτῶν· 2 “Ποίος είσαι συ, Αχιώρ, και οι μισθωτοί πράκτορες της φυλής του Εφραίμ, που ετόλμησες και προεφήτευσες, όπως ωμίλησες σήμερον και είπες, ότι δεν πρέπει να πολεμήσωμεν εναντίον της φυλής των Ισραηλιτών, διότι ο Θεός των θα τους υπερασπίση; Ποίος άλλος είναι Θεός πλην του Ναβουχοδονόσορος; Ο Ναβουχοδονόσορ αυτός θα αποστείλη τον στρατόν ου και θα τους εξολοθρεύση εντελώς από το πρόσωπον της γης. Ο δε Θεός των δεν θα ημπορέση να τους γλυτώση. 2 Ποιὸς εἶσαι σύ, Ἀχιώρ, καὶ ὅσοι ἔχετε ἑξαγορασθῆ ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἐφραίμ (δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας), καὶ ἐτόλμησες να μᾶς διδάξῃς σὰν προφήτης μὲ αὐτά, ποὺ εἶπες σήμερα, ὅτι δηλαδὴ δὲν πρέπει νὰ πολεμήσωμεν μὲ τὸ γένος τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἐπειδὴ θὰ τοὺς προστατεύσῃ ὁ Θεός των; Καὶ ποιὸς ἄλλος θεὸς ὑπάρχει ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα; Αὐτός, ὁ κύριός μου, θὰ ἀποστείλῃ τὴν δύναμίν του καὶ θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσῃ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ τοὺς γλυτώσῃ ὁ Θεός των ἀπὸ τὰ χέρια του.
3 ἀλλ᾿ ἡμεῖς οἱ δοῦλοι αὐτοῦ πατάξομεν αὐτοὺς ὡς ἄνθρωπον ἕνα, καὶ οὐχ ὑποστήσονται τὸ κράτος τῶν ἵππων ἡμῶν. 3 Αλλά ημείς, οι δούλοι του Ναδουχοδονόσορος, θα τους κτυπήσωμεν κατά τρόπον εύκολον και εξοντωτικόν, ως εάν είναι ένας μόνον άνθρωπος. Αυτοί δεν θα καταφέρουν καθόλου να φέρουν ούτε την παραμικράν αντίστασιν εις την δύναμιν του ιππικού μας. 3 Ἐμεῖς δέ, οἱ δοῦλοι τοῦ δεσπότου καὶ κυρίου μας, θὰ τοὺς κτυπήσωμεν καὶ θὰ τοὺς φονεύσωμεν ὅλους, σὰν νὰ ἦσαν ἕνας ἄνθρωπος, καὶ δὲν θὰ ἠμπορέσουν νὰ ἀντισταθοῦν εἰς τὴν δύναμιν τοῦ ἱππικοῦ μας.
4 κατακαύσομεν γὰρ αὐτοὺς ἐν αὐτοῖς, καὶ τὰ ὄρη αὐτῶν μεθυσθήσεται ἐν τῷ αἵματι αὐτῶν, καὶ τὰ πεδία αὐτῶν πληρωθήσεται νεκρῶν αὐτῶν, καὶ οὐκ ἀντιστήσεται τὸ ἴχνος τῶν ποδῶν αὐτῶν κατὰ πρόσωπον ἡμῶν, ἀλλὰ ἀπωλείᾳ ἀπολοῦνται, λέγει ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ ὁ κύριος πάσης τῆς γῆς· εἶπε γάρ, οὐ ματαιωθήσεται τὰ ρήματα τῶν λόγων αὐτοῦ. 4 Θα τους κατακαύσωμεν φύρδην μίγδην, τα όρη των θα πλημμυρήσουν και θα μεθύσουν από το αίμα των, αι δε πεδιάδες των θα γεμίσουν από τα νεκρά σώματά των. Ούτε ίχνος από τα πόδια των δεν θα παραμείνη ενώπιόν μας, αλλά όλοι θα καταστραφούν εξ ολοκλήρου. Αυτά λέγει ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ, ο κύριος όλης της οικουμένης. Είπεν, ότι δεν πρόκειται να αποδειχθούν κούφιοι και μάταιοι οι λόγοι του. 4 Θὰ τοὺς κατακαύσωμεν ἐκεῖ, ὅπου κατοικοῦν. Τὰ βουνά των θὰ πιοῦν, σὰν αὐτὸν ποὺ πίνει καὶ μεθᾷ, τὸ αἷμα των, ποὺ θὰ χυθῇ εἰς αὐτά. Οἱ δὲ πεδιάδες των θὰ γεμίσουν ἀπὸ τὰ πτώματά των. Καὶ δὲν θὰ ἠμπορέσουν οὔτε νὰ σταθοῦν εἰς τὰ πόδια των, μόλις μᾶς ἀντικρύσουν, ἀλλὰ θὰ ἐξολοθρευθοῦν ἐντελῶς. Αὐτὸ διατάζει ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ, ὁ κύριος ὅλης τῆς γῆς. Ἐφ’ ὅσον τὸ εἶπε, δὲν πρόκειται ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ νὰ ματαιωθοῦν τὰ παραγγέλματα τῶν διαταγμάτων του.
5 σὺ δὲ ᾿Αχιὼρ μισθωτὲ τοῦ ᾿Αμμών, ὃς ἐλάλησας τοὺς λόγους τούτους ἐν ἡμέρᾳ ἀδικίας σου, οὐκ ὄψει ἔτι τὸ πρόσωπόν μου ἀπὸ τῆς ἡμέρας ταύτης, ἕως οὗ ἐκδικήσω τὸ γένος τῶν ἐξ Αἰγύπτου· 5 Συ δέ, Αχιώρ, μισθωτέ πράκτορ των Αμμωνιτών, ο οποίος κατά την ημέραν αυτήν ετόλμησες να ομιλήσης ενώπιόν μου τους λόγους αυτούς της αδικίας, δεν θα ίδης πλέον το πρόσωπόν μου από την ημέραν αυτήν, μέχρις ότου εγώ τιμωρήσω το γένος των Ισραηλιτών, που εξήλθεν από την Αίγυπτον. 5 Σὺ δέ, Ἀχιώρ, μισθωτὲ τῶν Ἀμμωνιτῶν, ὁ ὁποῖος ἐτόλμησες νὰ εἴπῃς σήμερα τὰ λόγια αὐτά, ποὺ σὲ ἀπέδειξαν ἄδικον καὶ προδότην ἀπέναντί μας, δὲν πρόκειται νὰ ξαναϊδῇς τὸ πρόσωπόν μου ἀπὸ σήμερα καὶ ἕως ὅτου ἐκδικηθῶ καὶ τιμωρήσω τὸ γένος αὐτὸ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐβγῆκεν, ὅπως εἶπες, ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
6 καὶ τότε διελεύσεται ὁ σίδηρος τῆς στρατιᾶς μου καὶ ὁ λαὸς τῶν θεραπόντων μου τὰς πλευράς σου, καὶ πεσῇ ἐν τοῖς τραυματίαις αὐτῶν, ὅταν ἐπιστρέψω. 6 Και τότε όλα τα σιδερένια όπλα του στρατού μου, λόγχαι και ρομφαίαι, θα διαπεράσουν το σώμα σου και το πλήθος των στρατιωτών μου θα σου σπάση τα πλευρά και θα πέσης νεκρός μεταξύ των νεκρών Ισραηλιτών, όταν εγώ επιστρέψω νικητής. 6 Καὶ τότε θὰ τρυπήσουν τὰ πλευρά σου τὰ σιδερένια ὅπλα τῶν στρατιωτῶν μου καὶ θὰ σοῦ τὰ τσακίσουν ἐν συνεχεῖᾳ οἰ δοῦλοί μου, ὥστε νὰ πέσῃς καὶ σὺ ἀνάμεσα εἰς τοὺς πληγωμένους καὶ νεκροὺς Ἰσραηλίτας. Αὐτὰ ὅμως θὰ γίνουν, ὅταν ἐπιστρέψω ἀπὸ τὴν ἐπίθεσίν μου ἐναντίον των.
7 καὶ ἀποκαταστήσουσί σε οἱ δοῦλοί μου εἰς τὴν ὀρεινὴν καὶ θήσουσί σε ἐν μιᾷ τῶν πόλεων τῶν ἀναβάσεων, 7 Επί του παρόντος όμως οι δούλοι μου θα σε μεταφέρουν στο όρος και θα σε περιορίσουν εις μίαν πόλιν επάνω εις τας διαβάσεις αυτάς. 7 Πρὸς τὸ παρὸν οἱ δοῦλοι μου θὰ σὲ μεταφέρουν εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν καὶ θὰ σὲ ἀφήσουν εἰς μίαν ἀπὸ τὰς ὀρεινὰς πόλεις.
8 καὶ οὐκ ἀπολῇ ἕως οὗ ἐξολοθρευθῇς μετ᾿ αὐτῶν. 8 Δεν θα εκτελεσθής, αλλά θα ζήσης, μέχρις ότου εξολοθρευθής μαζή με τους Ισραηλίτας. 8 Δὲν θὰ φονευθῇς δέ, ἕως ὅτου ἔλθῃ ἡ ὤρα νὰ πληρώσῃς, ὅπως σοῦ ἀξίζει καὶ ὅπως σοῦ εἶπα. Τότε θὰ ἐξοντωθῇς καὶ σὺ μαζί των.
9 καὶ εἴπερ ἐλπίζεις τῇ καρδίᾳ σου ὅτι οὐ ληφθήσονται, μὴ συμπεσέτω σου τὸ πρόσωπον· ἐλάλησα, καὶ οὐδὲν διαπεσεῖται τῶν ρημάτων μου. 9 Και μη παίρνης αυτό το ύφος το θλιμμένον, εάν κατά βάθος συ ελπίζεις ότι εκείνοι δεν θα καταληφθούν από εμέ. Είπα και ελάλησα και κανένα από τα λόγια μου δεν θα πέση στο κενόν”. 9 Ἐὰν ὅμως ἐλπίζῃς μέσα εἰς τὴν καρδιάν σου ὅτι αὐτοὶ δὲν πρόκειται νὰ κυριευθοῦν, μὴ κατεβάζῃς μὲ προσποιητὴν λύπην τὸ πρόσωπόν σου. Τὸ εἶπα ἤδη καὶ τίποτε ἀπὸ τὰ λόγια μου δὲν θὰ ματαιωθῇ.
10 καὶ προσέταξεν ᾿Ολοφέρνης τοῖς δούλοις αὐτοῦ, οἳ ἦσαν παρεστηκότες ἐν τῇ σκηνῇ αὐτοῦ, συλλαβεῖν τὸν ᾿Αχιὼρ καὶ ἀποκαταστῆσαι αὐτὸν εἰς Βαιτυλούα καὶ παραδοῦναι εἰς χεῖρας υἱῶν ᾿Ισραήλ. 10 Διέταξεν ο Ολοφέρνης τους δούλους του, οι οποίοι ευρίσκοντο όρθιοι πλησίον εις την σκηνήν του, να συλλάβουν τον Αχιώρ και να οδηγήσουν αυτόν εις Βαιτυλούα, δια να τον παραδώσουν εις τα χέρια των Ισραηλιτών. 10 Καὶ διέταξεν ὁ Ὀλοφέρνης τοὺς δούλους του, ποὺ παρέστεκαν εἰς τὴν σκηνήν του, νὰ συλλάβουν τὸν Ἀχιὼρ καί, ἀφοῦ τὸν μεταφέρουν εἰς τὴν πόλιν Βαιτυλούαν, νὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὰ χέρια τῶν Ἰσραηλιτῶν.
11 καὶ συνέλαβον αὐτὸν οἱ δοῦλοι αὐτοῦ καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἔξω τῆς παρεμβολῆς εἰς τὸ πεδίον καὶ ἀπῇραν ἐκ μέσου τῆς πεδινῆς εἰς τὴν ὀρεινὴν καὶ παρεγένοντο ἐπὶ τὰς πηγάς, αἳ ἦσαν ὑποκάτω Βαιτυλούα. 11 Οι δούλοι του Ολοφέρνου συνέλαβαν πράγματι τον Αχιώρ, τον ωδήγησαν έξω από το στρατόπεδον εις την πεδιάδα, από την πεδιάδα τον ανεβίβασαν στο όρος και έφθασαν εις τας πηγάς, αι οποίαι ευρίσκοντο κάτω από την Βαιτυλούα. 11 Καὶ ἀμέσως οἱ δοῦλοι του συνέλαβαν τὸν Ἀχιὼρ καὶ τὸν ὠδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τῶν Ἀσσυρίων εἰς τὴν πεδιάδα. Καί, ἀφοῦ ἐπέρασαν μέσα ἀπὸ τὴν πεδιάδα, τὸν ἀνέβασαν εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν καὶ ἔφθασαν εἰς τὰς πηγάς, ποὺ ὑπῆρχαν κάτω ἀπὸ τὴν Βαιτυλούαν.
12 καὶ ὡς εἶδαν αὐτοὺς οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους, ἀνέλαβον τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ ἀπῆλθον ἔξω τῆς πόλεως ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους, καὶ πᾶς ἀνὴρ σφενδονήτης διεκράτησαν τὴν ἀνάβασιν αὐτῶν καὶ ἔβαλον ἐν λίθοις ἐπ᾿ αὐτούς. 12 Οταν οι Ισραηλίται, οι άνδρες της πόλεως που ευρίσκοντο εις την κορυφήν του όρους, τους είδαν, επήραν τα όπλα των, βγήκαν έξω από την πόλιν εις την κορυφήν του όρους και οι σφενδονήται κατέλαβον τας διαβάσεις και έρριπτον λίθους εναντίον εκείνων. 12 Μόλις ὅμως τοὺς εἶδαν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως, ποὺ ἦτο εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, ἐπῆραν τὰ ὅπλα των καὶ ἐβγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, εἰς διάφορα σημεῖα εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ. Ὅλοι δὲ οἱ σφενδονῆται τῆς Βαιτυλούας κατέλαβαν τὰς θέσεις των καὶ μὲ τοὺς λίθους, ποὺ ἔρριχναν ἐναντίον των μὲ τὰς σφενδόνας των, τοὺς ἐμπόδιζαν νὰ ἀνεβοῦν.
13 καὶ ὑποδύσαντες ὑποκάτω τοῦ ὄρους ἔδησαν τὸν ᾿Αχιὼρ καὶ ἀφῆκαν ἐρριμμένον ὑπὸ τὴν ρίζαν τοῦ ὄρους καὶ ἀπῴχοντο πρὸς τὸν κύριον αὐτῶν. 13 Οι δούλοι του Ολοφέρνου, που έφεραν συνοδείαν τον Αχιώρ, εισέδυσαν κάτω από παρυφήν του όρους, δια να προφυλαχθούν, έδεσαν εκεί τον Αχιώρ, τον αφήκαν δεμένον στους πρόποδας του όρους και έφυγαν, δια να επανέλθουν στον κύριόν των. 13 Οἱ δὲ δοῦλοι τοῦ Ὀλοφέρνους, ὅταν εἶδαν τὴν ἀντίστασιν τῶν κατοίκων τῆς Βαιτυλούας, ἐσύρθηκαν μὲ προφυλάξεις κάτω ἀπὸ τὸ βουνὸ καί, ἀφοῦ ἔδεσαν τὸν Ἀχιώρ, τὸν ἔρριξαν καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ βουνοῦ καὶ ἔφυγαν πρὸς τὸ στρατόπεδον τοῦ κυρίου των.
14 καταβάντες δὲ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐκ τῆς πόλεως αὐτῶν ἐπέστησαν αὐτῷ καὶ λύσαντες αὐτὸν ἀπήγαγον εἰς τὴν Βαιτυλούα καὶ κατέστησαν αὐτὸν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας τῆς πόλεως αὐτῶν, 14 Οι Ισραηλίται κατέβησαν από την πόλιν των κάτω, συνήντησαν αυτόν, τον έλυσαν και τον ωδήγησαν εις την Βαιτυλούα, όπου και τον παρουσίασαν στους άρχοντας της πόλεως. 14 Οἱ δὲ Ἰσραηλῖται κατέβηκαν ἀπὸ τὴν πόλιν των ἐκεῖ, ὅπου ἦτο ὁ Ἀχιώρ, καὶ τὸν ἐπλησίασαν. Καί, ἀφοῦ τὸν ἔλυσαν, τὸν ἔφεραν εἰς τὴν Βαιτυλούαν καὶ τὸν παρουσίασαν εἰς τοὺς ἄρχοντας τῆς πόλεως των.
15 οἳ ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ᾿Οζίας ὁ τοῦ Μιχὰ ἐκ τῆς φυλῆς Συμεὼν καὶ ᾿Αβρὶς ὁ τοῦ Γοθονιὴλ καὶ Χαρμὶς υἱὸς Μελχιήλ. 15 Αρχοντες δε της πόλεως κατ' εκείνας τας ημέρας ήσαν ο Οζίας, υιός του Μιχά από την φυλήν Συμεών, και ο Αβρίς υιός του Γοθονιήλ και ο Χαρμίς υιός του Μελχιήλ. 15 Ἐκείνην τὴν ἐποχὴν ἄρχοντες τῆς Βαιτυλούας ἦσαν ὁ Ὀζίας, ὁ υἱὸς τοῦ Μιχά, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλὴν Συμεών, καὶ ὁ Ἀβρίς, ὁ υἱὸς τοῦ Γοθονιήλ, καὶ ὁ Χαρμίς, ὁ υἱὸς τοῦ Μελχιήλ.
16 καὶ συνεκάλεσαν πάντας τοὺς πρεσβυτέρους τῆς πόλεως, καὶ συνέδραμον πᾶς νεανίσκος αὐτῶν καὶ αἱ γυναῖκες εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ ἔστησαν τὸν ᾿Αχιὼρ ἐν μέσῳ παντὸς τοῦ λαοῦ αὐτῶν, καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ᾿Οζίας τὸ συμβεβηκός. 16 Οι αρχηγοί αυτοί συνεκάλεσαν τους πρεσβυτέρους της πόλεως εις σύσκεψιν, όπου όμως προσήλθον και οι νέοι Ισραηλίται και αυταί ακόμη αι γυναίκες. Εβαλαν τον Αχιώρ στο μέσον όλου του λαού των και ο Οζίας τον ηρώτησε δια το συμβεβηκός αυτό. 16 Οἱ δὲ ἄρχοντες τῆς Βαιτυλούας ἐκάλεσαν ἀμέσως εἰς σύναξιν τοὺς προεστοὺς τῆς πόλεως. Εἰς τὴν σύναξιν αὐτὴν ἔτρεξαν καὶ ἐπῆραν μέρος καὶ ὅλοι οἱ νέοι, καθὼς καὶ οἱ γυναῖκες τῆς πόλεως. Ἐτοποθέτησαν λοιπὸν εἰς τὸ μέσον ὅλου τοῦ λαοῦ των τὸν Ἀχιὼρ καὶ ὁ Ὀζίας τὸν ἐρώτησε τί ἀκριβῶς συνέβη.
17 καὶ ἀποκριθεὶς ἀπήγγειλεν αὐτοῖς τὰ ρήματα τῆς συνεδρίας ᾿Ολοφέρνου καὶ πάντα τὰ ρήματα, ὅσα ἐλάλησεν ἐν μέσῳ τῶν ἀρχόντων υἱῶν ᾿Ασσούρ, καὶ ὅσα ἐμεγαλορρημόνησεν ᾿Ολοφέρνης εἰς τὸν οἶκον ᾿Ισραήλ. 17 Ο Αχιώρ απεκρίθη και είπεν εις αυτούς, όσα είχαν λεχθή κατά την συνεδρίασιν του Ολοφέρνου και όλους τους λόγους, τους οποίους αυτός είχεν είπει ενώπιον των Ασσυρίων αρχηγών, όπως επίσης και τους αλαζονικούς λόγους του Ολοφέρνου εναντίον των Ισραηλιτών. 17 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἀχιὼρ καὶ ἀνεκοίνωσεν εἰς αὐτοὺς ὅσα ἐλέχθησαν κατὰ τὴν συνεδρίασιν τοῦ Ὀλοφέρνους με τοὺς ἀξιωματουχούς του, καθὼς καὶ ὅσα εἶπεν ὁ Ὀλοφέρνης ἐνώπιον τῶν ἀρχόντων τῶν Ἀσσυρίων, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ ἀλαζονικὰ καὶ ὑβριστικὰ λόγια του ἐναντίον τοῦ λαοῦ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
18 καὶ πεσόντες ὁ λαὸς προσεκύνησαν τῷ Θεῷ καὶ ἐβόησαν λέγοντες· 18 Οι Ισραηλίται έπεσαν με το πρόσωπον κατά γης, προσεκύνησαν τον Θεόν και είπαν· 18 Μόλις τὰ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ Ἰσραηλῖται, ἔπεσαν κατὰ γῆς καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Θεὸν καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν καὶ νὰ λέγουν:
19 Κύριε ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ, κάτιδε ἐπὶ τὰς ὑπερηφανίας αὐτῶν καὶ ἐλέησον τὴν ταπείνωσιν τοῦ γένους ἡμῶν καὶ ἐπίβλεψον ἐπὶ τὸ πρόσωπον τῶν ἡγιασμένων σοι ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ. 19 “Κυριε, συ ο Θεός του ουοανού, ιδέ καλά τας αλαζονείας αυτών των ανθρώπων και ελέησε το ταπεινωμένον και απειλούμενον από αυτούς γένος μας· ρίψε ένα βλέμμα σπλαγχνικόν κατά την ημέραν αυτήν στους ηγιασμένους σου”. 19 Κύριε, ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ, ρίξε τὸ βλέμμα Σου εἰς τοὺς κομπασμοὺς καὶ τὰς ἀλαζονείας των, καὶ σπλαγχνίσου τὸ γένος μας, ποὺ ἔχει ταπεινωθῇ καὶ κινδυνεύει. Στρέψε μὲ εὐμένειαν τὸ πρόσωπόν Σου κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν πρὸς τὰ πρόσωπα ἐκείνων, ποὺ ἔχουν ἑξαγνισθῇ καὶ εἶναι πλέον ἀφωσιωμένοι εἰς Σέ.
20 καὶ παρεκάλεσαν τὸν ᾿Αχιὼρ καὶ ἐπῄνεσαν αὐτὸν σφόδρα. 20 Επειτα από αυτά επαρηγόρησαν τον Αχιώρ και τον επήνεσαν πολύ. 20 Μετὰ ταῦτα παρηγόρησαν τὸν Ἀχιὼρ καὶ τὸν ἐτόνωσαν μὲ λόγια πολὺ ἐπαινετικά.
21 καὶ παρέλαβεν αὐτὸν ᾿Οζίας ἐκ τῆς ἐκκλησίας εἰς οἶκον αὐτοῦ καὶ ἐποίησε πότον τοῖς πρεσβυτέροις, καὶ ἐπεκαλέσαντο τὸν Θεὸν ᾿Ισραὴλ εἰς βοήθειαν ὅλην τὴν νύκτα ἐκείνην. 21 Ο Οζίας τον παρέλαβον από την συγκέντρωσιν εκείνην, τον έφερεν στον οίκον του και παρέθεσε τράπεζαν εις αυτόν και τους πρεσβυτέρους. Ολην δε εκείνην την νύκτα παρακαλούσαν τον Θεόν του Ισραήλ να έλθη εις βοήθειάν των. 21 Τὸν ἐπῆρε δὲ ὁ Ὀζίας ἀπὸ τὴν σύναξιν ἐκείνην καὶ τὸν ἔφερεν εἰς τὸ σπίτι του. Καὶ ἔκαμεν ἐκεῖ συμπόσιον μὲ ὅλους τοὺς προεστούς. Κατόπιν ἱκέτευσαν τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ μὲ προσευχάς, ποὺ διήρκεσαν καθ’ ὅλην τὴν νύκτα ἐκείνην, νὰ τοὺς βοηθήσῃ εἰς τὴν δύσκολον ὥραν των.