Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΟΥΔΙΘ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 (ΙϚ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ εἶπεν ᾿Ιουδίθ· ᾿Εξάρχετε τῷ Θεῷ μου ἐν τυμπάνοις, ᾄσατε τῷ Κυρίῳ μου ἐν κυμβάλοις, ἐναρμόσασθε αὐτῷ ψαλμὸν καινόν, ὑψοῦτε καὶ ἐπικαλέσασθε τὸ ὄνομα αὐτοῦ, 1 Ηρχισεν η Ιουδίθ να ψάλλη. “Αρχίσατε, λοιπόν, όλοι να δοξάζετε τον Θεόν μου με ήχους τυμπάνων. Ψαλατε στον Κυριον μου με κύμβαλα, συνθέσατε αρμονικόν νέον ψαλμόν δι' αυτόν. Μεγαλύνατε αυτόν και επικαλεσθήτε το όνομά του. 1 Καὶ ἄρχισε ἡ Ἰουδὶθ νὰ ὑμνολογῇ τὸν Κύριον καὶ νὰ ψάλλῃ: Ἐμπρὸς λοιπόν, δοξολογῆστε τὸν Θεόν μου μὲ τύμπανα, ψάλατε διὰ τὸν Κύριόν μου μὲ κύμβαλα! Συνθέσατε καὶ μελοποιήσατε πρὸς τιμήν Του νέον ψαλμόν. Μεγαλύνατε καὶ ἐπικαλεσθῆτε τὸ Ὄνομά Του.
2 ὅτι Θεὸς συντρίβων πολέμους Κύριος, ὅτι εἰς παρεμβολὰς αὐτοῦ μέσῳ λαοῦ ἐξείλατό με ἐκ χειρὸς τῶν καταδιωκόντων με. 2 Διότι αυτός είναι Θεός Κυριος συντρίβων πολέμους. Αυτός με διεφύλαξεν εν μέσω του εχθρικού στρατοπέδου, αυτός με έβγαλεν από τον εχθρικόν λαόν, από τα χέρια εκείνων που μας κατεδίωκαν. 2 Ὑμνήσατέ Τον, διότι ὁ Κύριος εἶναι ὁ Θεός, ποὺ δίδει τέρμα εἰς τοὺς πολέμους, συντρίβει τοὺς ἐχθροὺς καὶ χαρίζει τὴν νίκην εἰς τοὺς πιστούς. Ψάλατε, διότι μὲ ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὰ χέρια ἐκείνων, ποὺ μὲ κατεδίωκαν, ἐνῷ μάλιστα εὐρισκόμουν εἰς τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον ἐν μέσῳ πολλοῦ λαοῦ, καὶ μὲ ἐπανέφερεν εἰς τὰς αὐλάς Του.
3 ἦλθεν ᾿Ασσοὺρ ἐξ ὀρέων ἀπὸ βορρᾶ, ἦλθεν ἐν μυριάσι δυνάμεως αὐτοῦ, ὧν τὸ πλῆθος αὐτῶν ἐνέφραξε χειμάρρους, καὶ ἡ ἵππος αὐτῶν ἐκάλυψε βουνούς. 3 Ηλθον οι Ασσύριοι από τα όρη του βορρά. Ηλθαν με μυριάδας στρατού. Το πλήθος αυτών εγέμισε τους χειμάρρους, το δε ιππικόν των εσκέπασε τα βουνά. 3 Ἦλθεν ἐναντίον μας ὁ στρατὸς τῶν Ἀσσυρίων ἀπὸ τὰ βουνὰ τοῦ βορρᾶ. Ἦλθε μὲ τὰς μυριάδας τῶν πολεμιστῶν του, τὸ πλῆθος τῶν ὁποίων ἔφραξε τοὺς χειμάρρους, τὸ δὲ ἱππικόν των ἐκάλυψε τὰ βουνά.
4 εἶπεν ἐμπρήσειν τὰ ὅριά μου καὶ τοὺς νεανίσκους μου ἀνελεῖν ἐν ρομφαίᾳ καὶ τὰ θηλάζοντά μου θήσειν εἰς ἔδαφος καὶ τὰ νήπιά μου δώσειν εἰς προνομὴν καὶ τὰς παρθένους μου σκυλεῦσαι. 4 Εσκέφθησαν και απεφάσισαν να πυρπολήσουν την χώραν μου καθ' όλην την έκτασίν της. Να περάσουν εν στόματι ρομφαίας τους νέους του Ισραήλ, να συντρίψουν επί του εδάφους τα θηλάζοντα νήπια, να παραδώσουν εις λεηλασίαν τα μικρά παιδιά και να πάρουν ως δούλας των τας παρθένους μας. 4 Εἶπε μὲ καύχησιν ὁ ἐχθρὸς ὅτι θὰ κατακαύσῃ ὅλην τὴν χώραν μου, θὰ σφάξῃ μὲ ρομφαίαν τοὺς νέους μου, θὰ πετάξῃ εἰς τὸ ἔδαφος καὶ θὰ θανατώσῃ τὰ βρέφη μου ποὺ θηλάζουν. Εἶπεν ὅτι θὰ παραδώσῃ πρὸς λαφυραγώγησιν τὰ νήπιά μου καὶ θὰ πάρῃ σὰν λάφυρα καὶ τὰς παρθένους μου.
5 Κύριος παντοκράτωρ ἠθέτησεν αὐτοὺς ἐν χειρὶ θηλείας. 5 Ο Κυριος όμως ο παντοκράτωρ εματαίωσε και διέλυσεν αυτούς και τους σκοπούς των με το χέρι μιας γυναικός. 5 Ὁ παντοκράτωρ Κύριος ὅμως διέλυσε τὰ σχέδιά των μὲ τὸ χέρι μιᾶς γυναίκας!
6 οὐ γὰρ ὑπέπεσεν ὁ δυνατὸς αὐτῶν ὑπὸ νεανίσκων, οὐδὲ υἱοὶ τιτάνων ἐπάταξαν αὐτόν, οὐδὲ ὑψηλοὶ γίγαντες ἐπέθεντο αὐτῷ, ἀλλὰ ᾿Ιουδὶθ θυγάτηρ Μεραρὶ ἐν κάλλει προσώπου αὐτῆς παρέλυσεν αὐτόν· 6 Διότι ο στρατηγός των δεν έπεσε φονευθείς από νέους άνδρας, ούτε τέκνα των τιτάνων τον εφόνευσαν, ούτε τρομεροί γίγαντες επετέθησαν εναντίον αυτού. Αλλά η Ιουδίθ μόνη, η θυγάτηρ του Μεραρί παρέλυσεν αυτόν με το κάλλος του προσώπου της. 6 Διότι ὁ δυνατὸς ἄνδρας των, ὁ ἀρχιστράτηγός των δηλαδή, δὲν ἔπεσε νεκρὸς κατὰ γῆς κτυπημένος ἀπὸ ἰσχυροὺς νεαροὺς ἄνδρας, οὔτε τὸν ἐφόνευσαν τέκνα τῶν ἰσχυρῶν τιτάνων, οὔτε ἐπίσης ἐπετέθησαν ἐναντίον του οἱ μεγαλόσωμοι γίγαντες, ἀλλὰ τὸν παρέλυσεν ἡ Ἰουδίθ, ἡ κόρη τοῦ Μεραρί, μὲ μόνον ὅπλον της τὸ κάλλος τοῦ προσώπου της.
7 ἐξεδύσατο γὰρ στολὴν χηρεύσεως αὐτῆς εἰς ὕψος τῶν πονούντων ἐν ᾿Ισραήλ, ἠλείψατο τὸ πρόσωπον αὐτῆς ἐν μυρισμῷ 7 Αυτή έβγαλε την στολήν της χηρείας της, δια να συνεργήση εις την νίκην των καταπονημένων και θλιμμένων Ισραηλιτών. Ηλειψε το πρόσωπόν της με ευώδη μύρα, 7 Ἔβγαλε δηλαδὴ τὰ ἐνδύματα τῆς χηρείας της, προκειμένου νὰ ὑψώσῃ καὶ νὰ μεγαλύνῃ τοὺς ταλαιπωρημένους Ἰσραηλίτας, καὶ ἄλειψε τὸ πρόσωπόν της μὲ εὐωδιαστὰ μύρα.
8 καὶ ἐδήσατο τὰς τρίχας αὐτῆς ἐν μίτρᾳ καὶ ἔλαβε στολὴν λινῆν εἰς ἀπάτην αὐτοῦ· 8 έπλεξε τας τρίχας της κεφαλής της και έδεσεν αυτάς με πολύτιμον μανδήλιον, ενεδύθη ακριβή λινήν στολήν, δια να τον εξαπατήση. 8 Ἔδεσεν ἐπίσης τὰ μαλλιά της μὲ ἐντυπωσιακὸν κάλυμμα καὶ ἐφόρεσεν ὡραίαν λινὴν στολὴν διὰ νὰ τὸν ἐξαπατήσῃ.
9 τὸ σανδάλιον αὐτῆς ἥρπασεν ὀφθαλμὸν αὐτοῦ, καὶ τὸ κάλλος αὐτῆς ᾐχμαλώτισε ψυχὴν αὐτοῦ, διῆλθεν ὁ ἀκινάκης τὸν τράχηλον αὐτοῦ. 9 Το σανδάλιόν της είλκυσε και ήρπασε τον οφθαλμόν του, το κάλλος της ηχμαλώτισε την ψυχήν του, αλλά το ξίφος διεπέρασε τον τράχηλόν του. 9 Τὰ ὡραῖα σανδάλια της ἐμαγνήτισαν τὰ μάτιά του καὶ ἡ ὡραιότης της ἐσκλάβωσε τὴν ψυχήν του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διαπεράσῃ καὶ νὰ κόψῃ τὸν λαιμόν του τὸ ξίφος του.
10 ἔφριξαν Πέρσαι τὴν τόλμαν αὐτῆς, καὶ Μῆδοι τὸ θράσος αὐτῆς ἐρράχθησαν. 10 Εφριξαν οι Πέρσαι από την τόλμην αυτής και οι Μηδοι συνετρίβησαν από το μεγάλο της θάρρος. 10 Οἱ Πέρσαι ἔφριξαν καὶ κατετρόμαξαν ἐμπρὸς εἰς τὴν τόλμην της καὶ οἱ Μήδοι ἐκτυπήθηκαν καὶ ἐτσακίσθηκαν ἀπὸ τὸ θάρρος της.
11 τότε ἠλάλαξαν οἱ ταπεινοί μου, καὶ ἐφοβήθησαν οἱ ἀσθενοῦντές μου καὶ ἐπτοήθησαν, ὕψωσαν τὴν φωνὴν αὐτῶν καὶ ἀνετράπησαν. 11 Τοτε έβγαλαν αλαλαγμούς χαράς οι ταπεινωμένοι και τρομαγμένοι αδελφοί μου. Εκείνοι δε ησθένησαν, κατελήφθησαν από φόβον και κατεπτοήθησαν. Εφώναξαν με μεγάλην φωνήν οι Ισραηλίται, εκείνοι δε ετράπησαν εις φυγήν. 11 Τότε ἀλάλαξαν ἀπὸ χαρὰν οἱ θλιμμένοι καὶ ταπεινωμένοι συμπατριῶταί μου καὶ ἐφοβήθηκαν αὐτοί, ποὺ εἶχαν ἑξασθενήσει τὸν λαόν μου, καὶ κατετρόμαξαν. Ἐκραύγασαν καὶ ἔφυγαν πανικόβλητοι.
12 υἱοὶ κορασίων κατεκέντησαν αὐτοὺς καὶ ὡς παῖδας αὐτομολούντων ἐτίτρωσκον αὐτούς, ἀπώλοντο ἐκ παρατάξεως Κυρίου μου. 12 Μικρά παιδιά νεονύμφων κορασίων διετρύπησαν αυτούς με τας λόγχας των, και σαν δούλους αυτοπαραδιδομένους τους εφόνευαν. Εξωλοθρεύθησαν από τον στρατόν του Κυρίου. 12 Παιδιὰ νεαρῶν μητέρων τοὺς ἐκτύπησαν μὲ τὰ βέλη των. Τοὺς ἐκτυποῦσαν δὲ ἀλύπητα, ὅπως γίνεται ὅταν συλλάβουν τοὺς δούλους ποὺ δραπετεύουν ἀπὸ τοὺς κυρίους των διὰ νὰ παραδοθοῦν εἰς τοὺς ἐχθρούς των. Κατετροπώθησαν ἀπὸ τὴν στρατιὰν τοῦ Κυρίου μου.
13 ὑμνήσω τῷ Θεῷ μου ὕμνον καινόν· Κύριε, μέγας εἶ καὶ ἔνδοξος, θαυμαστὸς ἐν ἰσχύϊ, ἀνυπέρβλητος. 13 Δι' όλα αυτά τα θαυμαστά και ένδοξα θέλω να ψάλω ύμνον νέον στον Θεόν μου· Μέγας είσαι, Κυριε, και ένδοξος, θαυμαστός εις την άπειρον δύναμίν σου και ακατάβλητος. 13 Θὰ ὑμνήσω τὸν Θεόν μου μὲ ὕμνον νέον. Κύριέ μου, εἶσαι μέγας καὶ ἔνδοξος, θαυμαστὸς διὰ τὴν δύναμίν Σου, ἀνυπέρβλητος καὶ ἀκαταμάχητος!
14 σοὶ δουλευσάτω πᾶσα ἡ κτίσις σου· ὅτι εἶπας, καὶ ἐγενήθησαν, ἀπέστειλας τὸ πνεῦμά σου, καὶ ᾠκοδόμησε· καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἀντιστήσεται τῇ φωνῇ σου. 14 Ολη η δημιουργία σου, σαν δούλη, ας υπακούη χωρίς αντίρρησιν εις σέ. Διότι συ είπες και εδημιουργήθησαν τα κτίσματά σου. Συ έστειλες το Πνεύμα σου και αυτό έκτισε τον κόσμον. Κανείς δεν είναι δυνατόν να αντισταθή εις την προσταγήν σου. 14 Ἂς δουλεύῃ εἰς Σὲ καὶ ἂς Σὲ ὑπηρετῇ ὅλη ἡ κτίσις, ποὺ εἶναι ἰδική Σου. Διότι Σύ, μὲ τὸ δημιουργικὸν πρόσταγμά Σου, εἶπες καὶ ἐδημιουργήθησαν τὰ πάντα. Ἀπέστειλες τὸ πνεῦμα Σου καὶ ἔκτισε τὸ σύμπαν. Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀντισταθῇ εἰς τὴν φωνήν Σου.
15 ὄρη γὰρ ἐκ θεμελίων σὺν ὕδασι σαλευθήσεται, πέτραι δὲ ἀπὸ προσώπου σου ὡς κηρὸς τακήσονται, ἔτι δὲ τοῖς φοβουμένοις σε, σὺ εὐιλατεύεις αὐτοῖς. 15 Τα όρη συνταράσσονται από τα θεμέλιά των μαζή με τα ύδατά των, οι βράχοι λυώνουν σαν κερί και διαλύονται ενώπιόν σου. Προς εκείνους όμως οι οποίοι σε ευλαβούνται, συ δείχνεις και δίδστο έλεός σου. 15 Μὲ τὸ πρόσταγμά Σου σαλεύονται ἐκ θεμελίων τὰ βουνὰ μὲ τὰ ὕδατά των, οἱ δὲ βράχοι λειώνουν σὰν τὸ κερὶ ἐμπρὸς εἰς τὴν λάμψιν τοῦ προσώπου Σου. Εἰς ὅσους ὅμως ἔχουν σέβας καὶ εὐλάβειαν ἀπέναντί Σου ἐκδηλώνεις τὴν εὐμένειαν καὶ τὸ ἔλεός Σου.
16 ὅτι μικρὸν πᾶσα θυσία εἰς ὀσμὴν εὐωδίας, καὶ ἐλάχιστον πᾶν στέαρ εἰς ὁλοκαύτωμά σοι· ὁ δὲ φοβούμενος τὸν Κύριον μέγας διαπαντός. 16 Μηδαμινή είναι κάθε θυσία, που προσφέρεται ενώπιόν σου ως ευώδες θυμίαμα. Ελάχιστον και ανάξιον λόγου είναι ενώπιόν σου κάθε λίπος, που προσφέρεται ως ολοκαύτωμα. Εκείνος όμως, ο οποίος φοβείται τον Κυριον, είναι με την δύναμιν εκείνου πάντοτε μέγας. 16 Κάθε θυσία, ποὺ προσφέρεται ὡς ὀσμὴ εὐωδίας πρὸς τὸν Κύριον, εἶναι κάτι μικρὸν ἐμπρὸς εἰς τὸ μεγαλεῖον καὶ τὰς εὐεργεσίας Του· καὶ κάθε λίπος, ποὺ καίεται εἰς τὸ θυσιαστήριον, εἶναι ἐλάχιστον. Αὐτὸς δὲ ποὺ φοβεῖται καὶ σέβεται τὸν Κύριον, μεγαλύνεται αἰωνίως.
17 οὐαὶ ἔθνεσιν ἐπανισταμένοις τῷ γένει μου· Κύριος παντοκράτωρ ἐκδικήσει αὐτοὺς ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως δοῦναι πῦρ καὶ σκώληκας εἰς σάρκας αὐτῶν, καὶ κλαύσονται ἐν αἰσθήσει ἕως αἰῶνος. 17 Αλλοίμονον εις τα έθνη, τα οποία επαναστατούν εναντίον του Ισραηλιτικού μου γένους. Κυριος ο παντοκράτωρ θα τους τιμωρήση κατά την ωρισμένην ημέραν της κρίσεώς του. Θα στείλη πυρ να τους κατακαύση, θα στείλη σκώληκας να καταφάγουν τας σάρκας των, ώστε να κλαίουν πάντοτε από τον πόνον του”. 17 Ἀλλοίμονον εἰς τὰ ἔθνη ἐκεῖνα, ποὺ στρέφονται ἐναντίον τοῦ γένους μου. Ὁ ἴδιος ὁ παντοκράτωρ Κύριος θὰ ἐκδικηθῇ τοὺς λαούς των κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως καὶ θὰ στείλῃ φωτιὰν καὶ σκουλήκια διὰ νὰ καταφάγουν τὰς σάρκας των. Τότε θὰ κλαίουν διαρκῶς, διότι θὰ αἰσθάνωνται βαθὺν πόνον αἰωνίως.
18 ῾Ως δὲ ἤλθοσαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ, προσεκύνησαν τῷ Θεῷ. καὶ ἡνίκα ἐκαθαρίσθη ὁ λαός, ἀνήνεγκαν τὰ ὁλοκαυτώματα αὐτῶν καὶ τὰ ἑκούσια αὐτῶν καὶ τὰ δόματα. 18 Επειτα δε οι Ισραηλίται ήλθον εις την Ιερουσαλήμ και προσεκύνησαν τον Θεόν. Αμέσως δε όταν ο λαός εξηγνίσθη, προσέφεραν τα ολοκαυτώματά των. Εξεπλήρωσαν όλα τα ταξίματά των, που είχαν κάμει προς τον Θεόν, και προσέφεραν τα δώρα των. 18 Μόλις δὲ ἦλθαν ἀπὸ τὴν Βαιτυλούαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐπροσκύνησαν τὸν Θεόν. Καὶ ἀφοῦ ἐξηγνίσθη ὁ λαός, προσέφεραν τὰς θυσίας των, ποὺ θὰ ἐκαίοντο ἐντελῶς, καθὼς καὶ τὰς ἄλλας θυσίας, ποὺ ἤθελαν νὰ προσφέρουν ὡς τάματα, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰς ἄλλας προσφοράς των.
19 καὶ ἀνέθηκεν ᾿Ιουδὶθ πάντα τὰ σκεύη ᾿Ολοφέρνου, ὅσα ἔδωκεν ὁ λαὸς αὐτῇ, καὶ τὸ κωνωπεῖον, ὃ ἔλαβεν αὕτη ἐκ τοῦ κοιτῶνος αὐτοῦ, ὡς ἀνάθημα τῷ Θεῷ ἔδωκε. 19 Η Ιουδίθ αφιέρωσεν στον ναόν όλα τα όπλα του Ολοφέρνου, όσα της είχε δώσει ο λαός, και την κουνουπιέρα του, την οποίαν επήρεν η ίδια από τον κοιτώνα του, έδωσεν αυτήν ως αφιέρωμα στον Θεόν. 19 Ἡ δὲ Ἰουδὶθ ἀφιέρωσεν εἰς τὸν Ναὸν ὅλα τὰ σκεύη τοῦ Ὀλοφέρνους, ποὺ τῆς εἶχε δώσει ὁ λαός, καθὼς καὶ τὴν κουνουπιέραν, ποὺ τὴν ἐπῆρε μόνη της ἀπὸ τὸν κοιτῶνα του. Τὰ παρέδωσεν ὅλα ὡς ἀφιέρωμα εἰς τὸν Θεόν.
20 καὶ ἦν ὁ λαὸς εὐφραινόμενος ἐν ῾Ιερουσαλὴμ κατὰ πρόσωπον τῶν ἁγίων ἐπὶ μῆνας τρεῖς, καὶ ᾿Ιουδὶθ μετ᾿ αὐτῶν κατέμεινε. 20 Ολος ο λαός ευρίσκετο εις χαράν και αγαλλίασιν εις την Ιερουσαλήμ ενώπιον του ναού επί τρεις μήνας Κατά την περίοδον αυτήν μαζή των έμενε και η Ιουδίθ. 20 Ἐπὶ τρεῖς δὲ μῆνας ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ εὐφραίνετο ἐκεῖ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐνώπιον τοῦ ἁγίου τόπου τῆς λατρείας τοῦ Κυρίου. Μαζί των ἔμεινεν ἐκεῖ καὶ ἡ Ἰουδίθ.
21 Μετὰ δὲ τὰς ἡμέρας ταύτας ἀνέζευξεν ἕκαστος εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ, καὶ ᾿Ιουδὶθ ἀπῆλθεν εἰς Βαιτυλούα καὶ κατέμεινεν ἐπὶ τῆς ὑπάρξεως αὐτῆς· καὶ ἐγένετο κατὰ τὸν καιρὸν αὐτῆς ἔνδοξος ἐν πάσῃ τῇ γῇ. 21 Οταν επέρασαν αι ημέραι αυταί των τριών μηνών, επανήλθεν ο καθένας από αυτούς στον οίκον του. Και η Ιουδίθ επέστρεψεν εις την Βαιτυλούαν και έμενεν εις την περιουσίαν της. Εγινε δε ονομαστή και ένδοξος κατά τον καιρόν εκείνον εις όλην την χώραν. 21 Μετὰ δὲ τὴν συμπλήρωσιν τῶν τριῶν μηνῶν ἐμάζευσε καθένας τὰ πράγματά του καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον, ποὺ ἦτο ἡ κληρονομία του. Ἔτσι καὶ ἡ Ἰουδὶθ ἐπανῆλθεν εἰς τὴν Βαιτυλούαν καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ, ὅπου εἶχε τὰ ὑπάρχοντά της. Ἔγινε δὲ κατὰ τὴν ἐποχήν της ἔνδοξη καὶ ἑξακουστὴ εἰς ὅλην τὴν γῆν.
22 καὶ πολλοὶ ἐπεθύμησαν αὐτήν, καὶ οὐκ ἔγνω ἀνὴρ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἀπέθανε Μανασσῆς ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ. 22 Πολλοί άνδρες επεθύμησαν και την εζήτησαν ως σύζυγόν των, αλλά κανείς ανήρ δεν την ενυμφεύθη εις όλην της την ζωήν. Αυτή έμεινεν εις την χηρείαν της από την ημέραν, που απέθανεν ο Μανασσής ο σύζυγός της, και είχε προστεθή στον λαόν του. 22 Πολλοὶ δὲ ἄνδρες ἐπεθύμησαν νὰ τὴν ἔχουν σύζυγόν των. Κανεὶς ὅμως δὲν τὴν ἔκαμε γυναῖκα του καθ’ ὅλας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς της, ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ ἀπέθανεν ὁ ἄνδρας της Μανασσῆς καὶ προσετέθη εἰς τοὺς συγγενεῖς του, ποὺ εἶχαν πεθάνει προηγουμένως.
23 καὶ ἦν προβαίνουσα μεγάλη σφόδρα καὶ ἐγήρασεν ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἔτη ἑκατὸν πέντε· καὶ ἀφῆκε τὴν ἅβραν αὐτῆς ἐλευθέραν. καὶ ἀπέθανεν εἰς Βαιτυλούα, καὶ ἔθαψαν αὐτὴν ἐν τῷ σπηλαίῳ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς Μανασσῆ, 23 Αυτή δε επροχώρησε εις πολύ μεγάλην ηλικίαν και εγήρασεν εις ταν οίκον του ανδρός της. Εφθασεν εις την ηλικίαν των εκατόν πέντε ετών. Την θεραπαινίδα της την αφήκεν ελευθέραν. Η Ιουδίθ απέθανε εις την Βαιτυλούαν και την έθαψαν στο σπήλαιον, όπου είχε ταφή και ο σύζυγός της ο Μαννασής. 23 Ἐπερνοῦσαν δὲ τὰ χρόνια καὶ ἐπροχωροῦσε πολὺ ἡ ἡλικία τῆς Ἰουδίθ, ὥσπου ἔφθασεν εἰς βαθειὰ γεράματα εἰς τὸ σπίτι τοῦ συζύγου της. Συνεπλήρωσεν ἑκατὸν πέντε χρόνια ζωῆς. Ἄφησε δὲ ἐλευθέραν τὴν δούλην της, ἡ ὁποία ἦτο μαζί της τότε ποὺ ἐπῆγεν εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Ἀσσυρίων. Καὶ ἀπέθανεν εἰς τὴν Βαιτυλούαν καὶ τὴν ἔθαψαν εἰς τὸ σπήλαιον, ὅπου εἶχε ταφὴ καὶ ὁ σύζυγός της Μανασσῆς.
24 καὶ ἐπένθησεν αὐτὴν οἶκος ᾿Ισραὴλ ἡμέρας ἑπτά. καὶ διεῖλε τὰ ὑπάρχοντα αὐτῆς πρὸ τοῦ ἀποθανεῖν αὐτὴν πᾶσι τοῖς ἔγγιστα Μανασσῆ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς καὶ τοῖς ἔγγιστα τοῦ γένους αὐτῆς. 24 Οι Ισραηλίται επένθησαν επί επτά ημέρας. Προ δε του θανάτου της εμοίρασε τα υπάρχοντά της στους στενούς συγγενείς του ανδρός της, του Μαννασή, και στους στενούς συγγενείς της της ιδικής της οικογενείας. 24 Τὴν ἐπένθησαν δὲ οἱ Ἰσραηλῖται ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας. Πρὶν πεθάνῃ ὅμως, ἐφρόντισε νὰ μοιράσῃ τὰ ὑπάρχοντά της εἰς ὅλους τοὺς συγγενεῖς τοῦ συζύγου της Μανασσῆ καὶ εἰς τοὺς στενοὺς συγγενεῖς τῆς οἰκογενείας της.
25 καὶ οὐκ ἦν ἔτι ὁ ἐκφοβῶν τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἐν ταῖς ἡμέραις ᾿Ιουδὶθ καὶ μετὰ τὸ ἀποθανεῖν αὐτὴν ἡμέρας πολλάς. 25 Καθ' όλας τας ημέρας της ζωής της και επί πολύ χρονικόν διάστημα μετά τον θάνατόν της κανείς δεν ετόλμησε να ενοχλήση και εκφοβίση τους Ισραηλίτας. 25 Ἐν ὅσῳ δὲ ἐζοῦσεν ἡ Ἰουδίθ, κανεὶς δὲν ἀπείλησε τοὺς Ἰσραηλίτας. Ἀλλὰ καὶ ἐπὶ πολὺν καιρὸν μετὰ τὸν θάνατόν της δὲν ἐτόλμησε κανεὶς νὰ στραφῇ καὶ νὰ ἐπιτεθῇ ἐναντίον των.