Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΟΥΔΙΘ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο ὡς ἐπαύσατο βοῶσα πρὸς τὸν Θεὸν ᾿Ισραὴλ καὶ συνετέλεσε πάντα τὰ ρήματα ταῦτα, 1 Οταν έπαυσεν η Ιουδίθ να προσεύχεται από βάθους καρδίας προς τον Θεόν του Ισραήλ και ετελείωσεν όλα αυτά τα λόγια, 1 Όταν λοιπὸν ἐτελείωσεν ἡ Ἰουδὶθ τὴν θερμὴ προσευχήν της πρὸς τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ συνεπλήρωσεν ὅλα αὐτά, ποὺ εἶχε νὰ εἴπῃ εἰς τὸν Κύριον,
2 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῆς πτώσεως καὶ ἐκάλεσε τὴν ἅβραν αὐτῆς καὶ κατέβη εἰς τὸν οἶκον, ἐν ᾧ διέτριβεν ἐν αὐτῷ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν σαββάτων καὶ ἐν ταῖς ἑορταῖς αὐτῆς· 2 εσηκώθη από το έδαφος, όπου είχε πέσει πρηνής, εκάλεσε την θεραπαινίδα της και κατέβηκε εις τα διαμερίσματά της, εις τα οποία παρέμενε κατά τας ημέρας των Σαββάτων και κατά τας άλλας εορτάς. 2 ἐσηκώθη ἀπὸ τὸ δάπεδον, ὅπου εἶχε προσπέσει διὰ νὰ προσευχηθῶ. Ἐν συνεχείᾳ ἐκάλεσε τὴν ὑπηρέτριάν της καὶ κατέβη ἀπὸ τὸ δῶμα καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι της, ὅπου ἔμενε κανονικῶς τὰς ἡμέρας τῶν Σαββάτων καὶ κατὰ τὰς ἑορτὰς τῶν Ἰουδαίων.
3 καὶ περιείλατο τὸν σάκκον, ὃν ἐνεδεδύκει, καὶ ἐξεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆς χηρεύσεως αὐτῆς καὶ περιεκλύσατο τὸ σῶμα ὕδατι καὶ ἐχρίσατο μύρῳ παχεῖ καὶ διέταξε τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς αὐτῆς καὶ ἐπέθετο μίτραν ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ ἐνεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆς εὐφροσύνης αὐτῆς, ἐν οἷς ἐστολίζετο ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς Μανασσῆ, 3 Εκεί έβγαλε τον σάκκον, τον οποίον είχεν ενδυθή, έβγάλε τα ενδύματα της χηρείας της, έλουσε το σώμα της με ύδωρ και το ήλειψε με πλούσιον μύρον. Εκτένισε κατά τρόπον ωραίον τας τρίχας της κεφαλής της, έβαλε μανδήλιον επάνω εις αυτήν, εφόρεσε τα εορταστικά ενδύματα της χαράς της, με τα οποία εστολίζετο κατά τας ημέρας που εζούσεν ο άνδρας της ο Μανασσής. 3 Κατόπιν ἔβγαλε τὸν τρίχινον σάκκον, ποὺ ἐφοροῦσε διὰ τὸ πένθος της. Ἔβγαλεν ἐπίσης καὶ τὰ ἄλλα πένθιμα ἐνδύματα τῆς χηρείας της. Ἔλουσεν ἔπειτα μὲ νερὸ τὸ σῶμα της καὶ τὸ ἄλειψε μὲ πλούσιον μύρον. Καὶ ἀφοῦ ἐκτένισε καὶ ἐτακτοποίησε τὰ μαλλιά της, ἔβαλεν εἰς τὸ κεφάλη της ἕνα ἐντυπωσιακὸ κάλυμμα. Ἐφόρεσε δὲ τὰ πιὸ λαμπρά, τὰ ἐορταστικὰ ἐνδύματά της, μὲ τὰ ὁποῖα ἐστολίζετο κατὰ τὸν καιρὸν ποὺ ἐζοῦσεν ὁ σύζυγός της Μανασσῆς.
4 καὶ ἔλαβε σανδάλια εἰς τοὺς πόδας αὐτῆς καὶ περιέθετο τοὺς χλιδῶνας καὶ τὰ ψέλλια καὶ τοὺς δακτυλίους καὶ τὰ ἐνώτια καὶ πάντα τὸν κόσμον αὐτῆς καὶ ἐκαλλωπίσατο σφόδρα εἰς ἀπάτησιν ὀφθαλμῶν ἀνδρῶν, ὅσοι ἂν ἴδωσιν αὐτήν. 4 Εφόρεσε σανδάλια εις τα πόδια της, έβαλε εις τα χέρια της βραχιόλια, δακτυλίδια και τα άλλα κοσμήματα, σκουλαρίκια εις τα αυτιά της και όλον τον στολισμόν της και εκαλλωπίσθη πάρα πολύ, δια να εξαπατήση και αποπλανήση τους οφθαλμούς των ανδρών, όσοι θα την έβλεπον. 4 Ἐφόρεσεν ἐπίσης σανδάλια εἰς τὰ πόδια της καὶ ἔβαλε τὰ βραχιόλια, τὰ στολίδια, τὰ δαχτυλίδια, τὰ σκουλαρίκια καὶ ὅλα τὰ ἄλλα κοσμήματά της. Ἔτσι ἐστολίσθη καὶ ὠμόρφηνε πολύ, διότι ἤθελε νὰ ἐξαπατήσῃ τὰ μάτια τῶν ἀνδρῶν, ποὺ θὰ τὴν ἔβλεπαν.
5 καὶ ἔδωκε τῇ ἅβρᾳ αὐτῆς ἀσκοπυτίνην οἴνου καὶ καψάκην ἐλαίου καὶ πήραν ἐπλήρωσεν ἀλφίτων καὶ παλάθης καὶ ἄρτων καθαρῶν καὶ περιεδίπλωσε πάντα τὰ ἀγγεῖα αὐτῆς καὶ ἐπέθηκεν ἐπ᾿ αὐτῇ. 5 Εδωσεν εις την θεραπαινίδα της ένα ασκί με οίνον και μίαν ύδριαν με λάδι. Εγέμισε με άρτον από κριθήν και με σύκα και με καθαρόν άρτον ένα σάκκον, εδίπλωσεν όλα αυτά εις τας αποσκευάς της και τα εφόρτωσεν εις την θεραπαινίδα της. 5 Ἔδωσε κατόπιν εἰς τὴν ὑπηρέτριάν της ἕνα ἀσκὶ μὲ κρασί, ἕνα δοχεῖον μὲ λάδι καὶ ἐγέμισεν ἕνα σακκὶ μὲ κρίθινα ψωμιά, μὲ τσαπέλα σύκων καὶ μὲ ψωμιὰ ἀπὸ καθαρὸ σιτάρι. Καὶ ἀφοῦ ἐτακτοποίησεν ὅλα τὰ σακκίδια καὶ τὰ δοχεῖα, τὰ ἐφόρτωσεν εἰς τὴν δούλην της.
6 καὶ ἐξήλθοσαν ἐπὶ τὴν πύλην τῆς πόλεως Βαιτυλούα καὶ εὕροσαν ἐφεστῶτας ἐπ᾿ αὐτῆς ᾿Οζίαν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους τῆς πόλεως Χαβρὶν καὶ Χαρμίν. 6 Η Ιουδίθ με την θεραπαινίδα της εξήλθαν εις την πύλην της πόλεως, όπου και συνήντησαν τον Οζίαν και τους πρεσβυτέρους της πόλεως, τον Χαβρίν και Χαρμίν, οι οποίοι και τας επερίμεναν. 6 Μετὰ ταῦτα ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἦλθαν εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως Βαιτυλούας καὶ εὑρῆκαν τὸν Ὀζίαν καὶ τοὺς ἄλλους προεστοὺς τῆς πόλεως, Χαβρὶν καὶ Χαρμίν, νὰ τὰς περιμένουν ἐκεῖ.
7 ὡς δὲ εἶδον αὐτὴν καὶ ἦν ἠλλοιωμένον τὸ πρόσωπον αὐτῆς καὶ τὴν στολὴν μεταβεβληκυῖαν αὐτῆς, καὶ ἐθαύμασαν ἐπὶ τῷ κάλλει αὐτῆς ἐπὶ πολὺ σφόδρα καὶ εἶπαν αὐτῇ· 7 Οταν δε την είδαν με το πρόσωπόν της αλλοιωμένον και ωραιότατον και αλλαγμένην την στολήν της χηρείας της με στολήν λαμπράν, εθαύμασαν την ωραιότητά της πάρα πολύ και της είπαν· 7 Μόλις τὴν εἶδαν οἱ ἄρχοντες καὶ ἐπρόσεξαν ὅτι τὸ πρόσωπόν της εἶχεν ἀλλάξει καὶ εἶχε γίνει πολὺ πιὸ ὠραῖον καὶ ὅτι ἐφοροῦσε διαφορετικήν, λαμπρὰν στολήν, ἐθαύμασαν διὰ τὸ κάλλος της καί, καθὼς τὴν ἀτένιζαν μὲ μεγάλον θαυμασμόν, τῆς εἶπαν:
8 ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν δῴη σε εἰς χάριν καὶ τελειώσαι τὰ ἐπιτηδεύματά σου εἰς γαυρίαμα υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ ὕψωμα ῾Ιερουσαλήμ. καὶ προσεκύνησε τῷ Θεῷ 8 “Ο Θεός, ο Θεός των πατέρων μας ευχόμεθα να σου δώση χάριν, ώστε να φέρης εις πέρας το έργον σου εις έπαινον των Ισραηλιτών και δόξαν της Ιερουσαλήμ”. Αυτή προσεκύνησε τον Θεόν 8 Εἴθε νὰ σοῦ δώσῃ χάριν ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας, καὶ νὰ φέρῃ εἰς πέρας τὰ σχέδιά σου διὰ νὰ δοξασθοῦν οἱ Ἰσραηλῖται καὶ νὰ ἐξυψωθῇ ἡ Ἱερουσαλήμ. Ἡ δὲ Ἰουδὶθ ἐπροσκύνησε τὸν Θεὸν
9 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἐπιτάξατε ἀνοῖξαί μοι τὴν πύλην τῆς πόλεως, καὶ ἐξελεύσομαι εἰς τελείωσιν τῶν λόγων, ὧν ἐλαλήσατε μετ᾿ ἐμοῦ· καὶ συνέταξαν τοῖς νεανίσκοις ἀνοῖξαι αὐτῇ καθότι ἐλάλησε. 9 και τους είπε· “διατάξατε να μου ανοίξουν την πύλην της πόλεως, να εξέλθω και να φέρω εις πέρας τα έργα, δια τα οποία είχατε ομιλήσει μαζή μου”. Εκείνοι διέταξαν τους νεαρούς φρουρούς της θύρας να ανοίξουν εις αυτήν, όπως αυτή είχεν είπει. 9 καὶ εἶπε πρὸς τοὺς ἄρχοντας: Διατάξτε νὰ μοῦ ἀνοίξουν τὴν πύλην τῆς πόλεως, καὶ θὰ βγῶ διὰ να κάμω πρᾶξιν καὶ νὰ ὁλοκληρώσω τὰ ὅσα εἴπατε μαζί μου. Καὶ οἱ ἄρχοντες διέταξαν ἀμέσως τοὺς νέους, ποὺ ἐφρουροῦσαν τὴν πύλην, νὰ τὴν ἀνοίξουν, ὅπως τὸ ἐζήτησεν ἡ Ἰουδίθ.
10 καὶ ἐποίησαν οὕτως. καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιουδίθ, αὐτὴ καὶ ἡ παιδίσκη αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς· ἀπεσκόπευον δὲ αὐτὴν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως ἕως οὗ κατέβη τὸ ὄρος, ἕως διῆλθε τὸν αὐλῶνα καὶ οὐκέτι ἐθεώρουν αὐτήν. 10 Οι νεαροί θυρωροί έκαμαν, όπως διετάχθησαν. Η Ιουδίθ εξήλθεν, αυτή και η θεραπαινίδα της. Οι δε άνδρες της πόλεως Βαιτυλούα την παρετήρουν, μέχρις ότου εκείνη κατέβη το όρος, έφθασεν εις την κοιλάδα, οπότε και δεν την έβλεπον πλέον. 10 Οἱ δὲ φρουροὶ συνεμορφώθησαν πρὸς τὴν διαταγὴν τῶν ἀρχόντων. Καὶ ἐβγῆκεν ἡ Ἰουδίθ, ἔχοντας μαζί της καὶ τὴν ὑπηρέτριάν της. Οἱ δὲ ἄνδρες τῆς πόλεως τὴν παρατηροῦσαν, ἕως ὅτου κατέβη ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ μέχρις ὅτου ἔφθασε καὶ ἐπέρασε μέσα εἰς τὴν κοιλάδα, ὅπου δὲν ἠμποροῦσαν πλέον νὰ τὴν ἰδοῦν.
11 καὶ ἐπορεύοντο ἐν τῷ αὐλῶνι εἰς εὐθεῖαν, καὶ συνήντησεν αὐτῇ προφυλακὴ τῶν ᾿Ασσυρίων. 11 Η Ιουδίθ, συνοδευομένη από την θεραπαινίδα της, εβάδιζεν εις την κοιλάδα κατ' ευθείαν, οπότε την συνήντησε μία προφυλακή των Ασσυρίων. 11 Ἡ δὲ Ἰουδὶθ μὲ τὴν ὑπηρέτριάν της ἐπροχωροῦσαν κατ' εὐθεῖαν μέσα εἰς τὴν κοιλάδα, ἕως ὅτου τοὺς συνήντησε μία ἐμπροσθοφυλακὴ τοῦ στρατοῦ τῶν Ἀσσυρίων.
12 καὶ συνέλαβον αὐτὴν καὶ ἐπηρώτησαν· τίνων εἶ καὶ πόθεν ἔρχῃ καὶ ποῦ πορεύῃ; καὶ εἶπε· θυγάτηρ εἰμὶ τῶν ῾Εβραίων καὶ ἀποδιδράσκω ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι μέλλουσι δίδοσθαι ὑμῖν εἰς κατάβρωμα· 12 Οι άνδρες του φυλακίου τούτου την συνέλαβαν και την ηρώτησαν· “από ποίους είσαι; Από που έρχεσαι; Που πηγαίνεις;” Εκείνη απήντησεν. “Εγώ είμαι κόρη των Εβραίων και εδραπέτευσα από αυτούς, διότι πρόκειται αυτοί να παραδοθούν εις σας εις λεηλασίαν και διαρπαγήν. 12 Οἱ δὲ Ἀσσύριοι στρατιῦται τὴν συνέλαβαν ἀμέσως καὶ τὴν ἐρώτησαν: Ἀπὸ ποίους εἶσαι; Ἀπὸ ποὺ ἔρχεσαι καὶ ποὺ πηγαίνεις; Καὶ ἐκείνη ἀπεκρίθη: Εἶμαι κόρη τῶν Ἑβραίων καὶ ἔχω δραπετεύσει ἀπὸ αὐτούς, διότι πρόκειται συντόμως νὰ σᾶς παραδοθοῦν, ὥστε νὰ τοὺς λεηλατήσετε καὶ τοὺς ἐξοντώσετε.
13 κἀγὼ ἔρχομαι εἰς τὸ πρόσωπον ᾿Ολοφέρνου ἀρχιστρατήγου δυνάμεως ὑμῶν τοῦ ἀναγγεῖλαι ρήματα ἀληθείας καὶ δείξω πρὸ προσώπου αὐτοῦ ὁδόν, καθ᾿ ἣν πορεύσεται καὶ κυριεύσει πάσης τῆς ὀρεινῆς, καὶ οὐ διαφωνήσει τῶν ἀνδρῶν αὐτοῦ σάρξ μία οὐδὲ πνεῦμα ζωῆς. 13 Εγώ έρχομαι, δια να ίδω προσωπικώς τον Ολοφέρνην τον αρχιστράτηγον των δυνάμεων σας, να γνωστοποιήσω εις αυτόν λόγους αληθείας και να φανερώσω ενώπιον του την οδόν, την οποίαν πρέπην να ακολουθήση, δια να καταλάβη όλην την ορεινήν περιοχήν μας, χωρίς από τους άνδρας του στρατού του να πάθη κανείς τίποτε, χωρίς να σβήση ούτε μία ζωη”. 13 Ἔρχομαι δὲ ἐγὼ διὰ νὰ συναντήσω προσωπικῶς τὸν Ὀλοφέρνην, τὸν ἀρχιστράτηγον τῆς στρατιᾶς σας, καὶ νὰ τοῦ εἴπω λόγια ἀληθινὰ καὶ νὰ δείξω ἐμπρός του τὸν δρόμον, ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσῃ διὰ νὰ κυριεύσῃ ὅλην τὴν ὀρεινὴν περιοχήν. Ἐὰν μὲ ἀκούση, δὲν πρόκειται νὰ πάθῃ τίποτε κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄνδρας του καὶ δὲν θὰ σβήσῃ καμμία πνοὴ ζωῆς.
14 ὡς δὲ ἤκουσαν οἱ ἄνδρες τὰ ρήματα αὐτῆς καὶ κατενόησαν τὸ πρόσωπον αὐτῆς —καὶ ἦν ἐναντίον αὐτῶν θαυμάσιον τῷ κάλλει σφόδρα— καὶ εἶπαν πρὸς αὐτήν· 14 Οταν οι άνδρες του φυλακίου εκείνου ήκουσαν αυτούς τους λόγους και παρετήρησαν το πρόσωπόν της- το οποίον εφάνη στους οφθαλμούς των, όπως και ήτο, θαυμάσιον και ωραιότατον- είπαν προς αυτήν· 14 Μόλις ἄκουσαν οἱ Ἀσσύριοι ἄνδρες τὰ λόγια της αὐτὰ καὶ παρετήρησαν τὸ πρόσωπόν της, τὸ ὁποῖον τοὺς ἐφαίνετο ἐξαιρετικὰ θαυμάσιον διὰ τὸ κάλλος του, τῆς εἶπαν;
15 σέσωκας τὴν ψυχήν σου σπεύσασα καταβῆναι εἰς πρόσωπον τοῦ κυρίου ἡμῶν· καὶ νῦν πρόσελθε ἐπὶ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, καὶ ἀφ᾿ ἡμῶν προπέμψουσί σε, ἕως παραδώσουσί σε εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ· 15 “Συ έχεις σώσει τώρα την ζωήν σου, που έσπευσες να έλθης και να παρουσιασθής ενώπιον του κυρίου μας. Τωρα πήγαινε εις την σκηνήν του. Από ημάς θα σε συνοδεύσουν μερικοί, μέχρις ότου σε παραδώσουν εις τα χέρια του. 15 Ἔχεις σώσει τὴν ζωήν σου, μὲ τὸ ὅτι ἔσπευσες καὶ κατέβης διὰ νὰ συναντήσῃς τὸν κύριόν μας. Καὶ τώρα πήγαινε πρὸς τὴν σκηνήν του. Θὰ σὲ συνοδεύσουν μάλιστα μερικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς, ἕως ὅτου σὲ παραδώσουν εἰς τὰ χέρια του.
16 ἐὰν δὲ στῇς ἐναντίον αὐτοῦ, μὴ φοβηθῇς τῇ καρδίᾳ σου, ἀλλὰ ἀνάγγειλον κατὰ τὰ ρήματά σου, καὶ εὖ σε ποιήσει. 16 Οταν δε σταθής ενώπιόν του, μη ταραχθή η καρδία σου, αλλά ανάγγειλε εις αυτόν εκείνα τα οποία είπες, και αυτός θα δειχθή γενναιόδωρος προς σέ”. 16 Ὅταν δὲ σταθῇς ἐμπρός του, μὴ φοβηθῇς καὶ δειλιάσῃ ἡ καρδιά σου, ἀλλὰ μίλησε καὶ φανέρωσε ὅσα ἔχεις νὰ εἴπῃς, μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι θὰ σὲ προσέξῃ καὶ θὰ σοῦ φερθῇ καλά.
17 καὶ ἐπέλεξαν ἐξ αὐτῶν ἄνδρας ἑκατὸν καὶ παρέζευξαν αὐτῇ καὶ τῇ ἅβρᾳ αὐτῆς, καὶ ἤγαγον αὐτὰς ἐπὶ τὴν σκηνὴν ᾿Ολοφέρνου. 17 Εξέλεξαν από την φρουράν των εκατόν άνδρας, έβαλαν εις την άμαξαν αυτήν και την θεραπαινίδα της και έτσι την ωδήγησαν εις την σκηνήν του Ολοφέρνου. 17 Μετὰ ταῦτα ἐδιάλεξαν ἑκατὸν ἄνδρας, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἦσαν εἰς τὴν ἐμπροσθοφυλακήν, καὶ ἀφοῦ ἔζευξαν ἕνα ἅρμα διὰ τὴν Ἰουδὶθ καὶ τὴν δούλην της, τὰς ὡδήγησαν μὲ αὐτὸ εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Ὀλοφέρνους.
18 καὶ ἐγένετο συνδρομὴ πάσῃ τῇ παρεμβολῇ, διεβοήθη γὰρ εἰς τὰ σκηνώματα ἡ παρουσία αὐτῆς· καὶ ἐλθόντες ἐκύκλουν αὐτὴν ὡς εἱστήκει ἔξω τῆς σκηνῆς ᾿Ολοφέρνου, ἕως προσήγγειλαν αὐτῷ περὶ αὐτῆς. 18 Γυρω δε από την σκηνήν του Ολοφέρνου έγινε συρροή ανδρών από όλον το στρατόπεδον, διότι διεδόθη και εγνωστοποιήθη η παρουσία της εις τας σκηνάς των στρατιωτών. Ηλθον, λοιπόν, αυτοί και την περιεκύκλωσαν, καθ' ον χρόνον ήτο ορθία έξω από την σκηνήν του Ολοφέρνου, μέχρις ότου ανήγγειλαν εις εκείνον τα περί αυτής. 18 Ἔτρεξαν δὲ καὶ ἐμαζεύθηκαν ἐκεῖ πολλοὶ ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τῶν Ἀσσυρίων, διότι διεδόθη ἀμέσως εἰς τὰς σκηνὰς ἡ εἴδησις διὰ τὴν παρουσίαν της. Ἔτσι ἦλθαν ἀρκετοὶ στρατιῶται ἐπὶ τόπου, κοντὰ εἰς τὴν Ἰουδίθ, καὶ τὴν περιεκύκλωναν ὅσην ὥραν ἔστεκεν ἔξω ἀπὸ τὴν σκηνὴν τοῦ Ὀλοφέρνους, ἕως ὅτου δηλαδὴ ἀνακοινώσουν εἰς αὐτὸν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἄφιξίν της.
19 καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τῷ κάλλει αὐτῆς καὶ ἐθαύμαζον τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἀπ᾿ αὐτῆς, καὶ εἶπεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· τίς καταφρονήσει τοῦ λαοῦ τούτου, ὃς ἔχει ἐν ἑαυτῷ γυναῖκας τοιαύτας; ὅτι οὐ καλόν ἐστιν ὑπολείπεσθαι ἐξ αὐτῶν ἄνδρα ἕνα, οἳ ἀφεθέντες δυνήσονται κατασοφίσασθαι πᾶσαν τὴν γῆν. 19 Ολοι δε εθαύμαζαν την ωραιότητά της και εξ αιτίας αυτής εθαύμαζαν και τους Ισραηλίτας και έλεγεν ο ένας προς τον άλλον· “ποιός θα ημπορέση να καταφρονήση τον λαόν αυτόν, ο οποίος έχει εις τας τάξστου τέτοιας γυναίκας; Δεν είναι λοιπόν καθόλου καλόν να παραμείνη εις την ζωήν ούτε ένας άνδρας από αυτούς, διότι αυτοί μένοντες ελεύθεροι θα ημπορέσουν να καταδολιευθούν και να υποτάξουν όλην την χώραν”. 19 Ἐθαύμαζαν δὲ διὰ τὴν ὡραιότητά της, καὶ ἐξ αἰτίας της ἐθαύμαζαν καὶ τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ ἔλεγε καθένας πρὸς τὸν πλησίον του: Ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ καταφρονήσῃ τὸν λαὸν αὐτόν, ποὺ ἔχει εἰς τὰς τάξεις του τέτοιες γυναῖκες; Τὰ πράγματα δείχνουν ὅτι δὲν εἶναι σωστὸν νὰ ἀφήσωμεν ζωντανὸν οὔτε ἕνα ἄνδρα ἀπὸ αὐτούς, διότι ἂν ἀφεθοῦν ἐλεύθεροι, θὰ ἠμπορέσουν νὰ τυλίξουν εἰς τὰ δίκτυά των καὶ νὰ ὑποτάξουν ὅλην τὴν γῆν.
20 καὶ ἐξῆλθον οἱ παρακαθεύδοντες ᾿Ολοφέρνῃ καὶ πάντες οἱ θεράποντες αὐτοῦ καὶ εἰσήγαγον αὐτὴν εἰς τὴν σκηνήν. 20 Εβγήκαν οι άνδρες της φρουράς του Ολοφέρνου και όλοι οι δούλοι του και ωδήγησαν την Ιουδίθ εντός της σκηνής. 20 Ἐβγῆκαν δὲ ἀπὸ τὴν σκηνὴν τοῦ Ὀλοφέρνους ὅσοι ἐκοιμῶντο κοντά του, οἱ σωματοφύλακές του δηλαδή, καὶ ὅλοι οἰ δοῦλοι του, καὶ ἔφεραν τὴν Ἰουδὶθ μέσα εἰς τὴν σκηνήν.
21 καὶ ἦν ᾿Ολοφέρνης ἀναπαυόμενος ἐπὶ τῆς κλίνης αὐτοῦ ἐν τῷ κωνωπείῳ, ὃ ἦν ἐκ πορφύρας καὶ χρυσίου καὶ σμαράγδου καὶ λίθων πολυτελῶν καθυφασμένων. 21 Ο Ολοφέρνης ανεπαύετο επάνω εις την κλίνην του, η οποία εσκεπάζετο από κουνουπιέραν, αυτή δε η κουνουπιέρα ήτο κατασκευασμένη από πορφύραν εις την οποίαν είχαν υφανθή χρυσίον, σμάραγδοι και άλλοι πολύτιμοι λίθοι. 21 Ὁ δὲ Ὀλοφέρνης τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἀνεπαύετο εἰς τὸ κρεββάτι του κάτω ἀπὸ μίαν κουνουπιέραν, ποὺ ἦτο φτιαγμένη ἀπὸ πορφύραν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχαν ὑφανθῇ χρυσάφι, σμαράγδι καὶ ἄλλα πολύτιμα πετράδια.
22 καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῷ περὶ αὐτῆς, καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὸ προσκήνιον, καὶ λαμπάδες ἀργυραῖ προάγουσαι αὐτοῦ. 22 Οι της προσωπικής φρουράς του Ολοφρνου ανήγγειλαν εις αυτόν τα περί αυτής. Ο Ολοφέρνης εβγήκεν εις την προ της σκηνής αυλήν, ενώ έμπρος από αυτόν προηγούντο αργυραί λυχνίαι. 22 Τοῦ ἀνήγγειλαν λοιπὸν τὴν ἄφιξιν τῆς Ἰουδὶθ καὶ ἐβγῆκεν αὐτὸς εἰς τὸν χῶρον, ποὺ ἦτο πρὸ τῆς κυρίως σκηνῆς. Ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν Ὀλοφέρνην ἐβάδιζαν δοῦλοι μὲ ἀσημένιες λαμπάδες εἰς τὰ χέρια των.
23 ὡς δὲ ἦλθε κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ᾿Ιουδὶθ καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, ἐθαύμασαν πάντες ἐπὶ τῷ κάλλει τοῦ προσώπου αὐτῆς· καὶ πεσοῦσα ἐπὶ πρόσωπον προσεκύνησεν αὐτῷ, καὶ ἤγειραν αὐτὴν οἱ δοῦλοι αὐτοῦ. 23 Μολις δε η Ιουδίθ παρουσιάσθηκε ενώπιον αυτού και ενώπιον των άλλων υπηρετών του, όλοι εθαύμασαν το κάλλος του προσώπου της. Εκείνη έπεσε με τα πρόσωπον κατά γης και προσεκύνησε τον Ολοφέρνην. Οι δε δούλοι του Ολοφέρνου την εσήκωσαν. 23 Μόλις δὲ ἔφθασεν ἐμπρὸς εἰς τὸν Ὀλοφέρνην καὶ τοὺς δούλους του ἡ Ἰουδίθ, ἔμειναν ὅλοι ἐκστατικοί, γεμᾶτοι θαυμασμὸν διὰ τὸ κάλλος τοῦ προσώπου της. Αὐτὴ δὲ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ τὸν ἐπροσκύνησε. Οἱ δοῦλοι του ὅμως τὴν ἐσήκωσαν ἀμέσως ἐπάνω.