Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25 (ΚΕ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Τότε ὁμοιωθήσεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις, αἵτινες λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου. 1 Τοτε η βασιλεία των ουρανών θα είναι ομοία με δέκα παρθένους, αι οποίαι επήραν τους λύχνους των και εβγήκαν εις προϋπάντησιν του νυμφίου, που θα ήρχετο κατά την νύκτα δια να παραλάβη την νύμφην. 1 Τότε, ὅταν δηλαδὴ θὰ ἔλθῃ κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν ὁ Μεσσίας, αὐτὰ ποὺ θὰ συμβοῦν μὲ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, θὰ παρουσιασθοῦν ὅμοια πρὸς ὅσα συνέβησαν εἰς δέκα παρθένους, αἱ ὁποῖαι, ἀφοῦ ἐπῆραν τοὺς λύχνους των, ἐβγῆκαν νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν γαμβρόν, ποὺ θὰ ἤρχετο τὴν νύκτα νὰ παραλάβῃ τὴν νύμφην.
2 πέντε δὲ ἦσαν ἐξ αὐτῶν φρόνιμοι καὶ αἱ πέντε μωραὶ. 2 Πεντε από αυτάς ήσαν φρόνιμοι και αι πέντε μωραί, 2 Πέντε δὲ ἀπὸ αὐτὰς ἦσαν φρόνιμοι καὶ μυαλωμένοι καὶ αἱ πέντε ἦσαν ἀσυλλόγιστοι καὶ ἀνόητοι.
3 αἵτινες μωραὶ λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν οὐκ ἔλαβον μεθ’ ἑαυτῶν ἔλαιον· 3 αι οποίαι μωραί, όταν επήραν μαζή των τους λύχνους, δεν επήραν και λάδι. 3 Καὶ αἱ ἀνόητοι αὐταί, ὅταν ἐπῆραν τοὺς λύχνους των, δὲν ἐπῆραν μαζί τους καὶ λάδι.
4 αἱ δὲ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον ἐν τοῖς ἀγγείοις αὐτῶν μετὰ τῶν λαμπάδων αὐτῶν. 4 Αι φρόνιμοι όμως μαζή με τους αναμμένους λύχνους των επήραν και λάδι εις ιδιαίτερα δοχεία. 4 Αἱ φρόνιμοι ὅμως μαζὶ μὲ τοὺς ἀναμμένους λύχνους των ἐπῆραν καὶ λάδι εἰς τὰ ξεχωριστὰ ἀγγεῖα των.
5 χρονίζοντος δὲ τοῦ νυμφίου ἐνύσταξαν πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον. 5 Επειδή όμως εβράδυνε ο γαμβρός, ενύσταξαν όλαι και εκοιμήθησαν. 5 Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀργοῦσε τὴν νύκτα νὰ ἔλθῃ ὁ γαμβρός, ἐνύσταξαν ὅλαι καὶ ἐκοιμῶντο.
6 μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν· ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ. 6 Κατά δε το μεσονύκτιον ηκούσθη μεγάλη φωνή· “ιδού ο νυμφίος έρχεται, βγήτε να τον υποδεχθήτε”. 6 Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον ἠκούσθη μεγάλη φωνή· Ἰδοὺ ὁ γαμβρὸς ἔρχεται· ἐβγᾶτε νὰ τὸν προϋπαντήσετε.
7 τότε ἠγέρθησαν πᾶσαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι καὶ ἐκόσμησαν τὰς λαμπάδας αὐτῶν. 7 Τοτε εσηκώθησαν όλαι αι παρθένοι και ετακτοποίησαν τους λύχνους των. 7 Τότε ἐσηκώθησαν ὅλαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι καὶ διώρθωσαν τοὺς λύχνους των.
8 αἱ δὲ μωραὶ ταῖς φρονίμοις εἶπον· δότε ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν, ὅτι αἱ λαμπάδες ἡμῶν σβέννυνται. 8 Αι δε μωραί είπαν εις τας φρονίμους· “δώστε μας από το λάδι σας, διότι οι λύχνοι μας σβήνουν”. 8 Αἱ ἀνόητοι δὲ εἶπαν εἰς τὰς φρονίμους· Δώσατέ μας ἀπὸ τὸ λάδι σας, διότι οἱ λύχνοι μας σβήνουν.
9 ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι λέγουσαι· μήποτε οὐκ ἀρκέσῃ ἡμῖν καὶ ὑμῖν· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράσατε ἑαυταῖς. 9 Αι φρόνομοι όμως απήντησαν· “δεν ημπορούμεν να σας δώσωμεν, διότι φοβούμεθα, μήπως δεν φθάση για μας και για σας· πηγαίνετε καλύτερα εις αυτούς που πωλούν και αγοράστε δια λογαριασμόν σας”. 9 Ἀλλ’ αἱ φρόνιμοι ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπαν· Δὲν μποροῦμε νὰ σᾶς δώσωμεν, διότι ὑπάρχει φόβος νὰ μὴ φθάσῃ καὶ δι’ ἡμᾶς καὶ διὰ σᾶς.Πηγαίνετε καλύτερα εἰς ἐκείνους ποὺ πωλοῦν καὶ ἀγοράσατε διὰ τοὺς λύχνους σας.
10 ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι ἦλθεν ὁ νυμφίος, καὶ αἱ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ’ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα. 10 Οταν όμως αυταί επήγαιναν να αγοράσουν, ήλθε ο γαμβρός και αι παρθένοι που ήσαν έτοιμοι με τους λύχνους των, εισήλθαν μαζή του εις την αίθουσαν του γάμου και εκλείσθη η θύρα. 10 Ὅταν ὅμως αὐταὶ ἐπήγαιναν νὰ ἀγοράσουν, ἦλθεν ὁ γαμβρὸς καὶ αἱ ἐτοιμασμέναι παρθένοι ἐμβῆκαν μαζί του εἰς τὴν αἴθουσαν τοῦ γάμου, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα.
11 ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ λοιπαὶ παρθένοι λέγουσαι· κύριε κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν. 11 Υστερα δε έρχονται και αι άλλαι παρθένοι και λέγουν· “Κυριε, Κυριε, άνοιξέ μας”. 11 Ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ λοιπαὶ παρθένοι καὶ ἔλεγαν· Κύριε, κύριε, ἄνοιξέ μας.
12 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. 12 Εκείνος όμως αποκριθείς είπε· “αληθινά σας λέγω δεν σας γνωρίζω”. 12 Αὐτὸς ὅμως ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν· Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ὅτι δὲν σᾶς γνωρίζω.
13 γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται. 13 Λοιπόν να είσθε άγρυπνοι και έτοιμοι, όπως αι φρόνιμοι παρθένοι, διότι δεν γνωρίζετε την ημέρα ούτε την ώραν, κατά την οποίαν ο υιός του ανθρώπου, ο νυμφίος της Εκκλησίας, ο Κυριος και κριτής της οικουμένης, έρχεται. (Δεν γνωρίζεται την ημέραν ούτε την ώραν κατά την οποίαν δια του θανάτου θα φύγετε από τον κόσμον, δια να παρουσιασθήτε με τα έργα σας ενώπιον του υιού του ανθρώπου). 13 Τὸ συμπέρασμα λοιπὸν τῆς παραβολῆς εἶναι, ὅτι πρέπει νὰ εἶσθε προνοητικοί, ἔχοντες πάντοτε τὴν ψυχήν σας λάμπουσαν ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀρετῆς καὶ ἐφωδιασμένην μὲ τὸ ἔλαιον τῆς ἐσωτερικῆς θερμότητος καὶ δυνάμεως, τὸ ὁποῖον ἡ σταθερὰ ἐπικοινωνία σας μὲ τὸν Θεὸν θὰ σᾶς προμηθεύῃ.Οὕτω δὲ νὰ περιμένετε τὸν ἐρχομὸν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ Νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἄγρυπνοι καὶ ἕτοιμοι πάντοτε, διότι δὲν ἠξεύρετε τὴν ἡμέραν οὔτε τὴν ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἔλθῃ, διὰ νὰ εἰσέλθετε μετ’ αὐτοῦ εἰς τὴν εὐφροσύνην καὶ μακαρίαν χαρὰν τῶν γάμων του.
14 Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, 14 Διότι η βασιλεία των ουρανών και η δευτέρα παρουσία του υιού του ανθρώπου ομοιάζει προς ένα άνθρωπον, ο οποίος, προκειμένου να ταξιδεύση, εκάλεσε τους δούλους του και παρέδωκε εις αυτούς όλα τα υπάρχοντά του, επί αποδώσει λογαριασμού. 14 Διὰ νὰ σᾶς εὔρῃ δὲ ὁ Κύριος ἑτοίμους, δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶσθε μόνον προνοητικοὶ καὶ φρόνιμοι, ἀλλὰ καὶ δραστήριοι καὶ ἐπιμελεῖς· διότι ὅπως ἔνας ἄνθρωπος, ποὺ πρόκειται νὰ ταξιδεύσῃ, ἐκάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς παρέδωκε τὰ ὑπάρχοντα του, διὰ νὰ ζητήσῃ ἐν καιρῷ ἀπὸ αὐτοὺς λογαριασμὸν περὶ τῆς διαχειρίσεως των, ἔτσι θὰ εἶναι ὁμοῖα καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις, ποὺ θὰ κάμῃ ὁ Κύριος.
15 καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. 15 Και εις μεν τον ένα έδωκε πέντε τάλαντα, στον άλλον δύο, στον τρίτον ένα, σύμφωνα με την ικανότητά που είχε ο καθένας. Και αμέσως εταξίδευσε εις μακρυνήν χώραν. 15 Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ αὐτὸς ἔδωκεν εἰς ἄλλον μὲν πέντε τάλαντα, εἰς ἄλλον δὲ δύο, εἰς ἄλλον δὲ ἕν· εἰς ἕκαστον ἔδωκε σύμφωνα μὲ τὴν ἱκανότητα, ποὺ εἶχε νὰ ἐμπορευθῇ τὰ ὅσα θὰ τοῦ ἔδιδε.Καὶ ἐταξίδευσεν ἀμέσως.(Μὲ ἄλλας λέξεις ὁ Θεὸς ἐπροίκισε μὲ διάφορα χαρίσματα ἕκαστον ἄνθρωπον, διὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσῃ εἰς τὸ ἀγαθὸν καὶ πρὸς ὠφέλειαν τοῦ πλησίον).
16 πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα· 16 Εκείνος που επήρε τα πέντε τάλαντα, επήγε ειργάσθη με αυτά και εκέρδησε άλλα πέντε τάλαντα. 16 Ἀφοῦ δὲ ἐπῆγεν ἐκεῖνος, ποὺ ἐπῆρε τὰ πέντε τάλαντα, εἰργάσθη μὲ αὐτὰ καὶ ἐκέρδησεν ἄλλα πέντε τάλαντα.
17 ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. 17 Το ίδιο και εκείνος που είχε τα δύο, εκέρδησε άλλα δύο. 17 Τὸ ἴδιο καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐπῆρε τὰ δύο τάλαντα, ἐκέρδησεν ἄλλα δύο.Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ δοῦλοι ἐχρησιμοποίησαν μὲ ἴσον βαθμὸν καλῆς προαιρέσεως καὶ ζήλου τὰς ἱκανότητας καὶ τὰ χαρίσματα, ποὺ τοὺς ἔδωκεν ὁ Θεὸς πρὸς δόξαν αὐτοὺ καὶ ὡφέλειαν τοῦ πλησίον.
18 ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. 18 Εκείνος όμως που επήρε το ένα τάλαντον, επήγε, έσκαψε εις την γην και έκρυψε εκεί τα χρήματα του κυρίου του. (Δεν ήτο κλέπτης και καταχραστής, αλλά αμελής και πονηρός. Δεν κατησώτευσε το τάλαντον, αλλά το αφήκε αχρησιμοποίητον, πράγμα που φανερώνει ασέβειαν και απείθειαν προς τον κύριόν του). 18 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ἐπῆρε τὸ ἕνα τάλαντον, ἐπῆγε καὶ ἔσκαψεν εἰς τὴν γῆν καὶ ἔκρυψεν ἐκεῖ τὸ χρῆμα τοῦ κυρίου του.Δὲν κατεχράσθη δηλαδὴ τὸ τάλαντον, ἀλλ’ ἔδειξεν ἀμέλειαν καὶ δὲν εἰργάσθη νὰ τὸ ἐπαυξήσῃ.
19 μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ’ αὐτῶν λόγον. 19 Υστερα από πολύν χρόνον, ήλθε ο κύριος εκείνων των δούλων και εζήτησε από αυτούς λογαριασμόν. 19 Ὕστερα δὲ ἀπὸ πολὺν χρόνον ἦλθεν ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ ἐλογαριάσθη μαζί τους.
20 καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. 20 Και προσελθών εκείνος ο οποίος είχε πάρει τα πέντε τάλαντα επρόσφερε και άλλα πέντε τάλαντα λέγων· “Κυριε, πέντε τάλαντα μου παρέδωκες. Ιδού άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα με αυτά”. 20 Καὶ ἀφοῦ προσῆλθεν ἐκεῖνος, ποὺ ἐπῆρε τὰ πέντε τάλαντα, ἐπρόσφερεν ἄλλα πέντε τάλαντα καὶ εἶπε· Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ παρέδωκες.Ἰδού, ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα μὲ αὐτά.
21 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 21 Τοτε είπε ο κύριος αυτού· “Εύγε δούλε, αγαθέ και πιστέ! Εις ολίγα υπήρξες πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Είσελθε δια να λάβης μέρος εις την χαράν του Κυρίου σου”. 21 Εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ κύριος του· Εὖγε, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! Εἰς ὀλίγα ἤσουν πιστός, εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω.Ἔμβα μέσα διὰ νὰ ἀπολαύσῃς τὴν αὐτὴν χαρὰν μὲ τὸν κύριον σου.Ἀφοῦ ἐφάνης πιστὸς εἰς τὰ πέντε τάλαντα, ἐλθὲ νὰ γίνῃς συγκύριος εἰς τὴν μεγάλην περιουσίαν μου.Ἐλθὲ νὰ ἀπολαύσῃς τὴν ἀπεριόριστον μακαριότητα τοῦ οὐρανοῦ.
22 προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. 22 Προσελθών δε και εκείνος, που είχε λάβει τα δύο τάλαντα, είπε· “Κυριε, δύο τάλαντα μου παρέδωκες· ιδού άλλα δύο εκέρδησα επάνω εις αυτά”. 22 Πρόσηλθε δὲ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐπῆρε τὰ δύο τάλαντα καὶ εἶπε· Κύριε, δύο τάλαντα μοῦ παρέδωκες.Νά, ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα μὲ αὐτά.
23 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 23 Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος του· “Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ! Εις ολίγα υπήρξες πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Ελα και συ μέσα, δια να απολαύσης την χαρά του Κυρίου σου”. 23 Εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ κύριος του· Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ! Εἰς ὀλίγα ἤσουν πιστός, εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω.Ἔμβα καὶ σὺ μέσα νὰ ἀπολαύσῃς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου.
24 προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· 24 Προσήλθε δε και εκείνος, που είχε λάβει το ένα τάλαντο, και είπε· “Κυριε, σε εγνώρισα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, που θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και μαζεύεις από εκεί όπου δεν εσκόρπισες. 24 Προσῆλθε δὲ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε πάρει τὸ ἕνα τάλαντον καὶ εἶπε· Κύριε, σὲ ἐγνώρισα, ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος σκληρός, ποὺ θερίζεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρες, καὶ μαζεύεις εἰς τὴν ἀποθήκην σου ἀπ’ ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισες καὶ δὲν ἐλίχνισες τὸ ἁλωνισμένον.
25 καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. 25 Και επειδή εφοβήθηκα, επήγα και έκρυψα το τάλαντόν σου μέσα εις την γην. Ιδού έχεις αυτό που σου ανήκει”. 25 Καὶ ἐπειδὴ ἐφοβήθην, ἐπῆγα καὶ ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου μέσα εἰς τὴν γῆν.Νά, ἔχεις τὸ ἰδικόν σου.
26 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! 26 Αποκριθείς δε ο Κυριος αυτού του είπε· “δούλε πονηρέ και οκνηρέ! Εγνώριζες ότι εγώ θερίζω εκεί όπου δεν έσπειρα και μαζεύω από εκεί όπου δεν εσκόρπισα. 26 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ κύριος του καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· κακὲ καὶ τεμπέλη δοῦλε! Ἐγνώριζες, ὅτι θερίζω ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρα, καὶ συνάγω ἀπ’ ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισα εἰς τὸ ἁλῶνι διὰ νὰ λιχνισθῇ εἰς τὸν ἀέρα.
27 ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. 27 Επρεπε λοιπόν συ να καταθέσης τα χρήματά μου στους τραπεζίτας και όταν εγώ θα ερχόμουν, θα έπαιρνα με τον τόκο του αυτό που είναι ιδικόν μου. 27 Ἔπρεπε λοιπὸν σὺ νὰ καταθέσῃς τὸ χρῆμα μου εἰς τοὺς τραπεζίτας, καὶ ὅταν θὰ ἠρχόμην ἐγώ, θὰ ἔπαιρνα μὲ τόκον αὐτό, ποὺ μοῦ ἀνῆκει.
28 ἄρατε οὖν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα· 28 Παρτε, λοιπόν, από αυτόν το τάλαντον και δώστε το εις εκείνον, που έχει τα δέκα τάλαντα. 28 Πάρετε λοιπὸν ἀπὸ αὐτὸν τὸ τάλαντον καὶ δώσατέ το εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει τὰ δέκα τάλαντα.
29 τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται· ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. 29 Διότι εις εκείνον ο οποίος με την εργασίαν και την τιμιότητά του έχει αυξήσει αυτό που του εδόθη, θα του δοθούν και άλλα πολλά με το παραπάνω. Από εκείνον δε που του εδόθησαν μεν χαρίσματα, αλλά δεν τα εκαλλιέργησε, θα του αφαιρεθή, και αυτό που του εδόθη. 29 Διότι εἰς καθένα, ποὺ ἔχει καὶ ηὔξησε μὲ ἐπιμέλειαν καὶ ζῆλον ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἐδόθη, θὰ τοῦ δοθοῦν καὶ ἄλλα καὶ θὰ περισσεύσουν.Ἀπ’ ἐκεῖνον δέ, ποὺ τοῦ ἐδόθησαν μὲν χαρίσματα, ἀλλὰ τὰ παρημέλησε καὶ δὲν τὰ εἰργάσθη, ὥστε νὰ ἔχῃ καὶ αὐτὸς κάτι μὲ τὴν ἰδικήν του ἐργασίαν, καὶ αὐτὸ τὸ ὀλίγον ποὺ τοῦ ἐδόθη καὶ τὸ ἀφῆκεν ἀκαλλιέργητον, θὰ τοῦ τὸ πάρουν.
30 καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 30 Και τον άχρηστον αυτόν πονηρόν δούλον βγάλτε τον από εδώ και ρίξτε τον στο πυκνό σκοτάδι της κολάσεως· εκεί θα είναι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων”. 30 Καὶ τὸν ἄχρηστον δοῦλον βγάλατέ τον ἀπ’ ἐδῶ, καὶ ρίψατέ τον εἰς τὸ πιὸ ἀπομονωμένον καὶ ἀπομακρυσμένον ἀπὸ τὴν βασιλείαν μου σκοτάδι.Ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάψιμον καὶ τὸ τρίξιμον τῶν δοντιῶν.
31 Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ· 31 Οταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου με όλην την δόξαν αυτού και μαζή με αυτόν όλοι οι άγγελοί του, τότε θα καθίση στον θρόνον του, τον λαμπρόν και ένδοξον. 31 Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν δόξαν του καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι θὰ εἶναι μαζί του, τότε θὰ καθήσῃ εἰς θρόνον ἕνδοξον καὶ λαμπρόν.
32 καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, 32 Και θα συναχθούν εμπρός του όλα τα έθνη της γης από της δημιουργίας του Αδάμ μέχρι της συντελείας του κόσμου και θα χωρίση αυτούς μεταξύ των με όσην ευκολίαν χωρίζει ο ποιμήν τα πρόβατα από τα ερίφια. 32 Καὶ θὰ συναχθοῦν ἐμπρός του ὅλα τὰ ἔθνη, ὅλοι δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔζησαν ἀπ’ ἀρχῆς τῆς δημιουργίας μέχρι τέλους τοῦ κόσμου, καὶ θὰ χωρίσῃ αὐτοὺς τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλον, καθὼς καὶ ὁ ποιμὴν χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ γίδια.
33 καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. 33 Και θα θέση τα μεν πρόβατα εις τα δεξιά του τα δε ερίφια εις τα αριστερά. 33 Καὶ θὰ στήσῃ τοὺς μὲν δικαίους, ποὺ εἶναι ἥμεροι σὰν τὰ πρόβατα, εἰς τὰ δεξιά του, τοὺς δὲ ἁμαρτωλούς, ποὺ εἶναι ἀτίθασοι καὶ ἄτακτοι σὰν τὰ γίδια, εἰς τὰ ἀριστερά του.
34 τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· 34 Τοτε θα στραφή ο βασιλεύς εις εκείνους που θα ευρίσκωνται εις τα δεξιά του και θα πη· “ελάτε σεις οι ευλογημένοι του Πατρός μου και κληρονομήσατε την βασιλείαν των ουρανών, η οποία έχει ετοιμασθή για σας από τότε που εθεμελιώνετο ο κόσμος. 34 Τότε θὰ εἶπῃ ὁ βασιλεὺς εἰς ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι εἰς τὰ δεξιά του· Ἐλᾶτε σεῖς, ποὺ εἶσθε εὐλογημένοι ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, λάβετε ὡς κληρονομίαν τὴν βασιλείαν, ποὺ ἔχει ἐτοιμασθῇ διὰ σᾶς, ἀφ’ ὅτου ἐθεμελιώνετο ὁ κόσμος.
35 ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, 35 Διότι επείνασα και μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και με εποτίσατε, ήμουν ξένος που δεν είχα τόπον να μείνω, και με επήρατε στο σπίτι σας. 35 Σᾶς ἀνήκει δὲ ἡ κληρονομία αὐτή, διότι ἐπείνασα καὶ μοῦ ἐδώκατε νὰ φάγω, ἤμουν διψασμένος καὶ μὲ ἐποτίσατε, ξένος ἤμουν καὶ δὲν εἶχα ποὺ νὰ μείνω καὶ μὲ ἐπεριμαζεύσατε εἰς τὸ σπίτι σας,
36 γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με. 36 Ημουν γυμνός και με ενεδύσατε, αρρώστησα και με επισκεφθήκατε, εις την φυλακήν ήμουν και ήλθατε να με ιδήτε”. 36 γυμνὸς ἤμουν καὶ μὲ ἐνεδύσατε, ἀρρώστησα καὶ μὲ ἐπεσκέφθητε, μέσα εἰς φυλακὴν ἤμουν καὶ ἤλθατε νὰ μὲ ἰδῆτε καὶ νὰ μὲ παρηγορήσετε.
37 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; 37 Τοτε θα αποκριθούν προς αυτόν οι δίκαιοι και θα πουν· “Κυριε, πότε σε είδαμε πεινασμένον και σε εθρέψαμε η διψασμένον και σου εδώσαμε νερό; 37 Τότε θὰ ἀποκριθοῦν εἰς αὐτὸν οἱ δίκαιοι καὶ θὰ εἶπουν· Κύριε, πότε σὲ εἴδαμεν πεινασμένον καὶ σὲ ἐθρέψαμεν, ἢ διψασμένον καὶ σοῦ ἐδώκαμεν νὰ πίῃς;
38 πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; 38 Ποτε δε σε είδαμεν ξένον και σε περιμαζέψαμε η γυμνόν και σε ενεδύσαμεν; 38 Πότε δὲ σὲ εἴδαμεν ξένον καὶ σὲ ἐπεριμαζεύσαμεν, ἢ γυμνὸν καὶ σὲ ἐνεδύσαμεν;
39 πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε; 39 Ποτε δε σε είδαμε ασθενή η φυλακισμένον και ήλθαμε εις επίσκεψίν σου;” 39 Πότε δὲ σὲ εἴδαμεν ἄρρωστον ἢ φυλακισμένον καὶ ἤλθαμεν νὰ σὲ ἐπισκεφθῶμεν;
40 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. 40 Και θα αποκριθή εις αυτούς ο βασιλεύς· “Αληθινά σας λέγω, κάθε τι που εκάματε, δια να εξυπηρετήσετε ένα από τους αδελφούς μου, που φαίνονται άσημοι και ελάχιστοι μέσα εις την κοινωνίαν, το εκάματε εις εμέ” (Ο Χριστός, ο βασιλεύς, που είναι ο Υιός του Θεού αλλά και υιός του ανθρώπου, τους πάσχοντας, τους πτωχούς και γυμνούς, αυτούς τους οποίους οι ματαιόδοξοι και υπερήφανοι περιφρονούν, τους θεωρεί αδελφούς του, τέκνα του ουρανίου Πατρός και τους περιβάλλει με όλην του την αγάπην. Δι'αυτό και κάθε βοήθειαν που τους προσφέρεται την θεωρεί ως προσφερομένην εις αυτόν τον ίδιον). 40 Καὶ θὰ ἀποκριθῇ ὁ βασιλεὺς καὶ θὰ τοὺς εἶπῃ· Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ὅτι κάθε τι ποὺ ἐκάματε εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς πτωχοὺς αὐτοὺς ἀδελφούς μου, ποὺ ἐφαίνοντο ἄσημοι καὶ πολὺ μικροί, τὸ ἐκάματε εἰς ἐμέ.
41 Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· 41 Τοτε θα πη και εις εκείνους, που στέκονται εις τα αριστερά του· “φύγετε μακρυά από εμέ σεις οι καταράμενοι και πηγαίνετε στο αιώνιον πυρ, που έχει ετοιμασθή δια τον διάβολον και τους πονηρούς αγγέλους του. 41 Τότε θὰ εἴπῃ καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι εἰς τὰ ἀριστερά του· Σεῖς ποὺ ἀπὸ τὰ ἔργα σας ἐγίνατε καταραμένοι, πηγαίνετε μακρὰν ἀπὸ ἐμὲ εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, ποὺ ἔχει ἐτοιμασθῆ διὰ τὸν διάβολον καὶ τοὺς ἀγγέλους του.
42 ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, 42 Διότι επείνασα και δεν μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και δεν με εποτίσατε. 42 Διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ ἐδώκατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ δὲν μὲ ἐποτίσατε,
43 ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. 43 Ξενος ήμουν και δεν με επήρατε στο σπίτι σας, γυμνός και δεν με ενεδύσατε, άρρωστος και φυλακισμένος και δεν με επισκεφθήκατε”. 43 ξένος ἤμουν καὶ δὲν μὲ ἐπεριμαζεύσατε πρὸς φιλοξενίαν, γυμνὸς καὶ δὲν μὲ ἐνεδύσατε, ἄρρωστος ἤμουν καὶ μέσα εἰς τὴν φυλακὴν καὶ δὲν μὲ ἐπεσκέφθητε.
44 τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; 44 Τοτε θα αποκριθούν και αυτοί λέγοντες, “Κυριε, πότε σε είδαμε πεινασμένο η διψασμένον η ξένον η γυμνόν η ασθενή η φυλακισμένον και δεν σε υπηρετήσαμεν;” 44 Τότε θὰ τοῦ ἀποκριθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ θὰ εἶπουν· Κύριε, πότε σὲ εἴδαμεν νὰ πεινᾷς ἢ νὰ διψᾷς ἢ νὰ εἶσαι ξένος ἢ γυμνὸς ἢ ἀσθενῇς ἢ μέσα εὶς φυλακὴν καὶ δὲν σὲ ὑπηρετήσαμεν;
45 τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. 45 Τοτε θα αποκριθή εις αυτούς και θα είπη· “αλήθεια σας λέγω· εφ' όσον δεν εκάματε τα καλά αυτά εις ένα από αυτούς, που ο κόσμος θεωρεί πολύ μικρούς, ούτε εις εμέ εκάματε”. 45 Τότε θὰ τοὺς ἀποκριθῇ καὶ θὰ εἶπη· Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, κάθε τι ποὺ δὲν ἐκάματε εἰς ἕνα ἀπὸ αὐτούς, τοὺς ὁποίους ὁ κόσμος ἐθεώρει πολὺ μικρούς, οὔτε εἰς ἐμὲ τὸ ἐκάματε.
46 καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. 46 Και θα απέλθουν αυτοί μεν εις την αιωνίαν κόλασιν μαζή με τον διάβολον, οι δε δίκαιοι εις την αιωνίαν ζωήν μαζή με τον Θεόν. (Ετσι η δικαία κρίσις θα έχη γίνει, το δίκαιον θα αποδοθή και η ασάλευτος αποκατάστασις θα πραγματοποιηθή). 46 Καὶ θὰ ἀπέλθουν αὐτοὶ εἰς κόλασιν, ποὺ δὲν θὰ ἔχῃ τέλος, ἀλλὰ θὰ εἶναι αἰώνια, οἱ δὲ δίκαιοι θὰ μεταβοῦν διὰ νὰ ἀπολαύσουν ζωὴν αἰώνιον.