Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 (ΚΒ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς πάλιν εἶπεν αὐτοῖς ἐν παραβολαῖς λέγων· 1 Και συνεχίσας ο Ιησούς την ομιλίαν του προς τους αρχιερείς και Φαρισαίους, ελάλησε προς αυτούς με παραβολάς πάλιν και είπε· 1 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς πάλιν εἰς αὐτοὺς μὲ παραβολὰς λέγων·
2 Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ. 2 “Η βασιλεία των ουρανών είναι ομοία με βασιλέα, ο οποίος έκαμε μεγαλοπρεπείς γάμους στο παιδί του. 2 Ἠ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὁμοιάζει πρὸς ἄνθρωπον βασιλέα, ποὺ ἔκαμε χαρὲς γάμου διὰ τὸν υἱόν του.
3 καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν. 3 Και έστειλε τους δούλους του να καλέση τους προσκαλεσμένους του στους γάμους, αλλά εκείνοι δεν ήθελαν να έλθουν. 3 Καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους του διὰ νὰ καλέσῃ αὐτούς, ποὺ εἶχαν προσκληθῇ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἤθελαν νὰ ἔλθουν.
4 πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων· εἴπατε τοῖς κεκλημένοις· ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους. 4 Παλιν έστειλε άλλους δούλους λέγων· Ειπέτε στους προσκαλεσμένους· ιδού το συμπόσιον το έχω ετοιμάσει, οι ταύροι μου και τα καλοθρεμμένα θρεφτάρια έχουν σφαγή και όλα είναι έτοιμα. Ελάτε στους γάμους. 4 Πάλιν ἀπέστειλε ἄλλους δούλους λέγων· εἶπατε εἰς τοὺς καλεσμένους· ἰδοὺ ἐτοίμασα τὸ μεσημεριανό μου τραπέζι· οἱ ταῦροι μου καὶ τὰ θρεφτάρια εἶναι σφαγμένα καὶ ὅλα εἶναι ἕτοιμα.Ἔλθετε εἰς τοὺς γάμους.
5 οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὃς μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὃς δὲ εἰς τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ· 5 Αλλ' εκείνοι επεριφρόνησαν την πρόσκλησιν, αδιαφόρησαν και επήγαν άλλος με στο κτήμα του, άλλος δε στο εμπόριόν του. 5 Αὐτοὶ ὅμως ἀδιαφόρησαν καὶ ἔφυγαν, ἄλλος μὲν εἰς τὸ χωράφι του, ἄλλος δὲ εἰς τὴν ἐμπορικήν του ἐπιχείρησιν.
6 οἱ δὲ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν. 6 Οι υπόλοιποι δε, αφού επιασαν τους δούλους, τους ύβρισαν και τους εφόνευσαν. 6 Οἱ δὲ ὑπόλοιποι, ἀφοῦ ἔπιασαν τοὺς δούλους του, ὕβρισαν καὶ ἐφόνευσαν αὐτούς.
7 ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε. 7 Ακούσας δε ο βασιλεύς εκείνος ωργίσθη δια την αχαρακτήριστον συμπεριφοράν των προσκαλεσμένων, έστειλε τα στρατεύματά του, εξωλόθρευσε τους φονείς εκείνους και κατέκαυσε την πόλιν των. 7 Ἀλλ’ ὅταν ἤκουσε ταῦτα ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος, ἐθύμωσε, καὶ ἀφοῦ ἔστειλε τὰ στρατεύματά του, ἐξωλόθρευσε τοὺς φονεῖς ἐκεῖνους καὶ κατέκαυσε τὴν πόλιν τους.(Καὶ τὴν τιμωρίαν αὐτὴν ἔλαβον οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα, τοὺς ὁποίους ὑπονοεῖ ἡ παραβολή).
8 τότε λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοιμός ἐστιν, οἱ δὲ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι· 8 Τοτε λέγει στους δούλους του· Ο μεν γάμος είναι έτοιμος, αλλά οι προσκεκλημένοι δεν ήσαν άξιοι να παρακαθήσουν στο συμπόσιον. 8 Τότε λέγει εἰς τοὺς δούλους του· Τὸ τραπέζι τοῦ γάμου εἶναι ἔτοιμον· οἱ προσκαλεσμένοι ὅμως δὲν ἦσαν ἄξιοι νὰ λάβουν μέρος εἰς αὐτό.
9 πορεύεσθε οὖν ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους. 9 Πηγαίνετε λοιπόν εκεί, όπου βγάζουν οι δρόμοι και ξεχύνονται οι άνθρωποι, και όσους αν βρήτε καλέσατέ τους στους γάμους. 9 Πηγαίνετε λοιπὸν εἰς τὰ σταυροδρόμια καὶ τὰ τρίστρατα καὶ ὅσους τύχῃ νὰ εὕρετε ἐκεῖ, καλέσατέ τους εἰς τοὺς γάμους.
10 καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καὶ ἀγαθούς· καὶ ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων. 10 Εξήλθον οι δούλοι εκείνοι στους δρόμους και συνεκέντρωσαν όλους όσους ευρήκαν καλούς και κακούς· και εγέμισε η μεγάλη αίθουσα του γαμηλίου συμποσίου από συνδαιτημόνας. 10 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τοὺς δρόμους, ἐμάζευσαν ὅλους ὅσους ηὔραν, κακοὺς καὶ καλούς, καὶ ἐγέμισεν η αἴθουσα τοῦ γάμου ἀπὸ ἀνθρώπους, ποῦ ἐκάθησαν εἰς τὸ τραπέζι.(Καὶ αὐτὸ ἐπραγματοποιήθη μὲ τὴν Ἐκκλησίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκλήθησαν καὶ προσῆλθον οἱ εἰδωλολάτραι πιστεύσαντες).
11 εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου· 11 Οταν δε εισήλθεν ο Βασιλεύς να ίδη τους καθισμένους στο συμπόσιον, παρετήρησεν εκεί ένα άνθρωπον, ο όποιος δεν εφορούσε κατάλληλον για γάμον ένδυμα 11 Ὅταν δὲ ἐμβῆκεν ὁ βασιλεὺς διὰ νὰ ἴδη τοὺς καθισμένους εἰς τὸ τραπέζι, εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον, ποῦ δὲν ἐφοροῦσεν ἔνδυμα γάμου.Δὲν εἶχε δηλαδὴ μαζὶ μὲ τὴν πίστιν καὶ τὸν καρπὸν τῆς πίστεως, τουτέστι τὰς ἀρετάς.
12 καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη. 12 και λέγει εις αυτόν· Φιλε, πως εμπήκες εδώ, χωρίς να έχης κατάλληλον ένδυμα γάμου; (Επρεπε να φιλοτιμηθής από την τιμήν που σου έκανα και να προσπαθήσης να βρης ένα τέτοιο ένδυμα). Εκείνος δε έμεινε άφωνος. 12 Καὶ λέγει εἰς αὐτόν· Φίλε, πῶς ἐμβῆκες ἐδῶ, χωρὶς νὰ ἔχῃς ἔνδυμα γάμου; Εὔκολον ἦτο νὰ ἀπευθυνθῇς εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου καὶ νὰ σοῦ προμηθεύσῃ τοιοῦτον.Αὐτὸς δὲ ἀπεστομώθη.
13 τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 13 Τοτε είπε ο βασιλεύς στους υπηρέτας· Δεστε του πόδια και χέρια, πέρτε τον και ρίψατέ τον στο πυκνότατον σκότος· εκεί θα είναι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων. 13 Τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς εἰς τοὺς ὑπηρέτας· Ἀφοῦ τοῦ δέσετε χέρια καὶ πόδια, πάρτε τον καὶ ρίψατέ τον ἔξω εἰς τὸ σκότος τὸ πιὸ βαθύ, ποὺ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.Ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ κλαυθμὸς καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν.
14 πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοὶ, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί. 14 Διότι πολλοί είναι οι προσκεκλημένοι εις την βασιλείαν του Θεού, αλλά ολίγοι είναι οι εκλεκτοί, που δέχονται με ευγνωμοσύνην την πρόσκλησιν και ετοιμάζονται όπως πρέπει”. 14 Διότι πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ὀλίγοι ὅμως εἶναι ἐκλεκτοί, ποὺ ἔχουν τὰς ἀρετάς, καὶ θὰ κληρονομήσουν τὴν βασιλείαν αὐτήν.
15 Τότε πορευθέντες οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον ἔλαβον ὅπως αὐτὸν παγιδεύσωσιν ἐν λόγῳ. 15 Τοτε έφυγαν οι Φαρισαίοι και έκαμαν συμβούλιον και απεφάσισαν να παγιδεύσουν τον Ιησούν με συζήτησιν, που θα άνοιγαν μαζή του. 15 Τότε ἀφοῦ ἐπῆγαν οἱ Φαρισαῖοι εἰς τὸν τόπον τῶν συσκέψεών τους, συνεφώνησαν νὰ τὸν πιάσουν εἰς παγίδα μὲ λόγον.
16 καὶ ἀποστέλλουσιν αὐτῷ τοὺς μαθητὰς αὐτῶν μετὰ τῶν Ἡρῳδιανῶν λέγοντες· Διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ διδάσκεις, καὶ οὐ μέλει σοι περὶ οὐδενός· οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου· 16 Και στέλνουν εις αυτόν τους μαθητάς των μαζή με τους οπαδούς του Ηρώδου, που ήσαν φίλοι των κατακτητών Ρωμαίων, και του είπαν· “διδάκαλε, γνωρίζομεν καλά ότι είσαι φιλαλήθης και ειλικρινής και ότι τον δρόμον του Θεού με κάθεν αλήθειαν διδάσκεις και δεν σε μέλει για τίποτε, διότι δεν αποβλέπεις, πως να φανής ευχάριστος στους ανθρώπους· 16 Καὶ τοῦ ἀποστέλλουν τοὺς μαθητάς των μαζὶ μὲ ἐκεῖνους, ποὺ ἀνῆκον εἰς τὸ κόμμα τοῦ Ἡρῴδου, καὶ τοῦ εἶπαν· Διδάσκαλε, γνωρίζομεν, ὅτι εἶσαι εἰλικρινὴς καὶ ἀληθὴς καὶ διδάσκεις μὲ τὴν ἀλήθειαν καὶ χωρὶς ψέματα τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν σὲ μέλει γιὰ τίποτε· διότι δὲν ἐπηρεάζεσαι ἀπὸ σκέψεις καὶ ἰδέας ἀνθρώπων, οὔτε χαρίζεσαι εἰς πρόσωπα.
17 εἰπὲ οὖν ἡμῖν, τί σοι δοκεῖ; ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ· 17 Πες μας λοιπόν, τι γνώμην έχεις; Επιτρέπεται να πληρώνωμεν φόρον στον Καίσαρα η όχι;” (Η ερώτησις ήτο δολία και πανούργος, διότι εάν έλεγε “ναι” ο Κυριος, θα τον κατήγγελλαν στον λαόν ότι ευνοεί την τυραννικήν κατοχήν των Ρωμαίων· εάν έλεγε “όχι”, θα τον κατήγγελλαν στους Ρωμαίους ως επαναστάτην και εχθρόν του Καίσαρος). 17 Εἰπέ μας λοιπόν, ποίαν γνώμην ἔχεις; Ἐπιτρέπεται ἢ δὲν ἑπιτρέπεται νὰ δώσωμεν κεφαλικὸν φόρον εἰς τὸν Καίσαρα καὶ νὰ ἀναγνωρίσωμεν ἔτσι ὅτι εἴμεθα ὑποτελεῖς καὶ δοῦλοι τοῦ Καίσαρος; Ἐσκόπευαν δὲ οἱ Φαρισαῖοι ἢ νὰ κινήσουν κατ’ αὐτοῦ τὴν ὀργὴν τοῦ πλήθους, ἐὰν ἐπέτρεπε τὴν πληρωμὴν τοῦ φόρου, ἢ νὰ τὸν καταγγείλουν διὰ τῶν Ἠρωδιανῶν ὡς ἐπαναστάτην, ἐὰν ἀπηγόρευε τὴν πληρωμὴν τοῦ φόρου.
18 γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πονηρίαν αὐτῶν εἶπε· Τί με πειράζετε, ὑποκριταί; 18 Αλλ' ο Ιησούς κατενόησεν αμέσως την πονηρία των και είπε· “διατί με πειράζετε υποκριταί; 18 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἀντελήφθη τὴν πονηρίαν τους καὶ εἶπε· διατὶ μὲ ἐκθέτετε εἰς πειρασμόν, ὦ ὑποκριταί;
19 ἐπιδείξατέ μοι τὸ νόμισμα τοῦ κήνσου. οἱ δὲ προσήνεγκαν αὐτῷ δηνάριον. 19 Δείξτε μου το νόμισμα που πληρώνετε ως φόρον”. Εκείνοι δε του έφεραν ένα δηνάριον. 19 Δείξατέ μου τὸ νόμισμα, μὲ τὸ ὁποῖον πληρώνεται ὁ φόρος.Αὐτοὶ δὲ τοῦ ἔφεραν ἕνα δηνάριον, τὸ ὁποῖον ὡς νόμισμα ρωμαϊκὸν ἔφερεν ἐπάνω τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἐπιγραφὴν τοῦ Καίσαρος.
20 καὶ λέγει αὐτοῖς· Τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή; 20 Και λέγει εις αυτούς· “Τινος είναι η εικών αυτή και η επιγραφή;” 20 Καὶ τότε δεικνύων τὸ νόμισμα τοὺς λέγει· Ποίου εἶναι αὐτὴ ἡ εἰκόνα καὶ ἡ ἐπιγραφή;
21 λέγουσιν αὐτῷ· Καίσαρος· τότε λέγει αὐτοῖς· Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. 21 Απήντησαν εις αυτόν· “του Καίσαρος”. Τοτε τους λέγεις· “δώστε, λοιπόν, πίσω στον Καίσαρα, αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα, και στον Θεόν, αυτά που ανήκουν στον Θεόν” 21 Λέγουν εἰς αὐτὸν· τοῦ Καίσαρος.Τότε τοὺς εἶπε· Δώσατε λοιπὸν ὀπίσω εἰς τὸν Καίσαρα ἐκεῖνα, ποῦ ἀνήκουν εἰς τὸν Καίσαρα· καὶ εἰς τὸν Θεὸν δώσατε ἐκεῖνα, ποῦ ἀνήκουν εἰς τὸν Θεόν.Εἰς τὸν Καίσαρα καὶ εἰς τοὺς ἄρχοντας ἀνήκουν οἱ φόροι καὶ ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ὑποταγὴ εἰς τοὺς νόμους, ἐφ’ ὅσον δὲν παραβλάπτουν ταῦτα τὴν εὐσέβειαν.Ἡ ψυχή σας ὅμως καὶ ὁλόκληρον τὸ ἐσωτερικόν σας καὶ ὁ ἑαυτός σας ὅλος ἀνήκουν εἰς τὸν Θεόν.
22 καὶ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν, καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον. 22 Και ακούσαντες έμειναν κατάπληκτοι· άφησαν αυτόν και απήλθαν, χωρίς να τολμήσουν να συνεχίσουν την ζυζήτησιν. 22 Καὶ ὅταν ἤκουσαν τὴν ἀπάντησιν, ἐθαύμασαν καὶ ἀφοῦ τὸν ἄφησαν, ἔφυγαν.
23 Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθον αὐτῷ Σαδδουκαῖοι, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν 23 Την ιδίαν ημέραν προσήλθαν εις αυτόν οι Σαδδουκαίοι, αυτοί οι οποίοι έλεγαν ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών και τον ηρώτησαν 23 Κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν τὸν ἐπλησίασαν οἱ Σαδδουκαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις νεκρῶν, καὶ τὸν ἡρώτησαν
24 λέγοντες· Διδάσκαλε, Μωσῆς εἶπεν, ἐάν τις ἀποθάνῃ μὴ ἔχων τέκνα, ἐπιγαμβρεύσει ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἀναστήσει σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. 24 λέγοντες· “διδάσκαλε ο Μωϋσής είπε, εάν κάποιος πεθάνη, χωρίς να αποκτήση τέκνα, πρέπει ο αδελφός του να νυμφευθή την χήραν εκείνου, δια να φέρη υιόν, ο οποίος κατά τον νόμον θα εθεωρείτο παιδί του αδελφού του. 24 λέγοντες· Διδάσκαλε, ὁ Μωϋσῆς εἶπεν· Ἐὰν κανεὶς ἀποθάνῃ χωρὶς νὰ ἀποκτήσῃ παιδιά, πρέπει νὰ νυμφευθῇ ὁ ἀδελφός του τὴν γυναῖκα του καὶ νὰ γεννήσῃ ἀπόγονον εἰς τὸν ἀδελφόν του.
25 ἦσαν δὲ παρ’ ἡμῖν ἑπτὰ ἀδελφοί· καὶ ὁ πρῶτος γαμήσας ἐτελεύτησε, καὶ μὴ ἔχων σπέρμα ἀφῆκε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ· 25 Ησαν, λοιπόν, μεταξύ μας επτά αδελφοί· και ο πρώτος αφού ενυμφεύθη απέθανε και επειδή δεν απέκτησε τέκνα, αφήκε την γυναίκα του στον αδελφόν του. 25 Ἦσαν δὲ μεταξύ μας ἑπτὰ ἀδελφοί.Καὶ ὁ πρῶτος, ἀφοῦ ἦλθεν εἰς γάμον, ἀπέθανε καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε παιδιά, ἀφῆκε τὴν γυναῖκα του εἰς τὸν ἀδελφόν του·
26 ὁμοίως καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος, ἕως τῶν ἑπτά. 26 Ομοίως και ο δεύτερος και ο τρίτος έως και τον έβδομον, όλοι ενυμφεύθησαν την γυναίκα. 26 Κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος ἐνυμφεύθησαν τὴν αὐτὴν γυναῖκα, μέχρις οὗ καὶ οἱ ἑπτὰ ἔλαβον αὐτήν.
27 ὕστερον δὲ πάντων ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή. 27 Υστερα δε από όλους επέθανε και η γυναίκα. 27 Ὕστερον δὲ ἀπὸ ὅλους ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή.
28 ἐν τῇ οὖν ἀναστάσει τίνος τῶν ἑπτὰ ἔσται ἡ γυνή; πάντες γὰρ ἔσχον αὐτήν. 28 Κατά την ανάστασιν λοιπόν των νεκρών εις ποίον από τους επτά θα ανήκη η γυναίκα; Διότι όλοι είχαν αυτήν ως νόμιμον σύζυγον”. 28 Κατὰ τὴν ἀνάστασιν λοιπὸν ποίου σύζυγος ἐκ τῶν ἑπτὰ θὰ εἶναι ἡ γυνή; Διότι ὅλοι τὴν εἶχαν γυναῖκα.
29 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ· 29 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε εις αυτούς· “πλανάσθε, διότι δεν γνωρίζετε τας Γραφάς ούτε την δύναμιν του Θεού. 29 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Πλανᾶσθε καὶ δὲν γνωρίζετε οὔτε τὰς Γραφάς, αἱ ὁποῖαι δὲν ὑποστηρίζουν ὑλιστικὰς καὶ παχυλὰς ἀντιλήψεις περὶ ἀναστάσεως, ὅπως φαντάζεσθε τὴν ἀνάστασιν σεῖς, αὔτε τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, διὰ τὴν ὁποίαν τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατον ἢ δύσκολον.
30 ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ’ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι. 30 Διότι εις την ανάστασιν ούτε οι άνδρες νυμφεύονται, ούτε οι γυναίκες υπανδρεύονται, αλλά είναι όλοι σαν άγγελοι του Θεού στον ουρανόν. 30 Πλανᾶσθε δὲ καὶ δὲν ἐννοεῖτε τὸ ἀληθὲς νόημα τῶν Γραφῶν, διότι δὲν ξεύρετε, ὅτι εἰς τὴν ἀνάστασιν οὔτε οἱ ἄνδρες ἔρχονται εἰς γάμον, οὔτε αἱ γυναῖκες δίδονται εἰς γάμον, ἀλλ’ εἶναι ὅλοι σὰν ἄγγελοι Θεοῦ εἰς τὸν οὐρανόν.
31 περὶ δὲ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ῥηθὲν ὑμῖν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος, 31 Ως προς δε την ανάστασιν των νεκρών δεν εδιαβάσατε αυτό που σας έχει λεχθή από τον Θεόν, ο οποίος είπε δια τους τρεις πατριάρχας, που είχαν πλέον αποθάνει· 31 Διὰ τὴν ἀνάστασιν δὲ τῶν νεκρῶν δὲν ἀνεγνώσατε ἐκεῖνο, ποῦ σᾶς ἐλέχθη ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος εἰς καιρόν, ποὺ πρὸ πολλοῦ εἶχον ἀποθάνει οἱ τρεῖς πατριάρχαι, εἶπεν·
32 ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων. 32 Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ; Δεν είναι ο Θεός, Θεός νεκρών, που έπαυσαν πλέον να υπάρχουν, αλλά Θεός ζωντανών, όπως είναι και οι πατριάρχαι, οι οποίοι, μολονότι απέθαναν, εξακολουθούν εν τούτοις να ζουν και θα ζουν αιωνίως”.(Και τα είπε αυτά, δια να καταδείξη την χονδροειδή άγνοιαν των Σαδδουκαίων και να καταδικάση την μωράν απιστίαν των). 32 Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; Δὲν εἶναι ὁ Θεός, Θεὸς νεκρῶν, ποὺ κατάντησαν εἰς ἀνυπαρξίαν, ὅπως φαντάζεσθε σεῖς, ἀλλ’ εἶναι Θεὸς ζωντανῶν.Καὶ οἱ πατριάρχαι λοιπόν, μολονότι εἶναι πεθαμένοι, ζοῦν.
33 καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ. 33 Και όταν ήκουσαν τα πλήθη του λαού αυτά, κατελήφθησαν από βαθύν θαυμασμόν δια την διδασκαλίαν του. 33 Καὶ ὅταν ἤκουσαν αὐτὰ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ ἐκυριεύθησαν ἀπὸ ἔκπληξιν καὶ βαθὺν θαυμασμὸν διὰ τὴν διδαχήν του.
34 Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό, 34 Οι δε Φαρισαίοι, όταν ήκουσαν ότι απεστόμωσε τους Σαδδουκαίους, εμαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος, όπου ήτο ο Ιησούς, 34 Οἱ δὲ Φαρισαῖοι, ὅταν ἤκουσαν, ὅτι ἀπεστόμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, ἐμαζεύθησαν εἰς τὸ αὐτὸ μέρος ὅπου ἦτο καὶ ὁ Ἰησοῦς μετὰ τῶν Σαδδουκαίων,
35 καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικὸς, πειράζων αὐτόν καὶ λέγων· 35 και ένας από αυτούς νομοδιδάσκαλος, τον ηρώτησε, με την πονηράν διάθεσιν να τον φέρη εις δύσκολον θέσιν, λέγων· 35 καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς νομοδιδάσκαλος ἠρώτησε δοκιμάζων αὐτόν, σὰν ποίαν ἀπόκρισιν θὰ ἔδιδε, καὶ λέγων·
36 Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; 36 “Διδάσκαλε, ποία είναι η μεγαλυτέρα εντολή μέσα στον νόμον;” 36 Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη μέσα εἰς τὸν νόμον;
37 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· 37 Ο δε Ιησούς απήντησεν εις αυτόν· “να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην την καρδιάν σου και με όλην την ψυχήν σου και με όλην την δοιάνοιάν σου. 37 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπεν· Ὀφείλεις νὰ ἀγαπᾷς Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλην σου τὴν καρδίαν, ὥστε αὐτὸν ἐξ ὁλοκλήρου νὰ ποθῇς, καὶ μὲ ὅλην σου τὴν ψυχήν, ὥστε ὁλόκληρος ἡ θέλησίς σου εἰς αὐτὸν νὰ εἶναι παραδομένη, καὶ μὲ τὸν νοῦν σου ὁλόκληρον, ὥστε αὐτὸν πάντοτε νὰ σκέπτεσαι.
38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 38 Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. 38 Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή.
39 δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 39 Δευτέρα δε εντολή ομοία με αυτήν· να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτόν σου. 39 Δευτέρα δὲ ἐντολὴ ὁμοία πρὸς αὐτὴν εἶναι· Νὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου, ὅπως ἀγαπᾷς τὸν ἑαυτόν σου.
40 ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. 40 Επάνω εις τας δύο αυτάς εντολάς όλος ο νόμος και οι προφήται στηρίζονται”. (Και εις την πονηράν εκείνην ερώτησιν έδωσε την θείαν απάντησίν του”. 40 Εἰς αὐτὰς τὰς δύο ἐντολὰς ὅλος ὁ νόμος καὶ ἡ διδασκαλία τῶν προφητῶν στηρίζονται.
41 Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς 41 Ενώ δε ήσαν συγκεντρωμένοι οι Φαρισαίοι, τους ηρώτησεν ο Ιησούς 41 Ἐνῷ δὲ ἦσαν συναγμένοι οἱ Φαρισαῖοι, τοὺς ἐρώτησεν ὁ Ἰησοῦς
42 λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυῒδ. 42 λέγων· “ποίαν γνώμην έχετε περί του Χριστού; Τινος είναι απόγονος;” Λεγουν εις αυτόν· “είναι απόγονος του Δαυΐδ”. 42 λέγων· Τί ἰδέαν ἔχετε περὶ τοῦ Μεσσίου, ποὺ θὰ ἀναδειχθῇ καὶ θὰ χρισθῇ τοιοῦτος ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεόν; Τίνος ἀπόγονος εἶναι; Λέγουν εἰς αὐτόν· Εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ.
43 λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον καλεῖ αὐτὸν λέγων, 43 Λεγει εις αυτούς· “Εάν είναι ένας απλούς και μόνον απόγονος του Δαυΐδ, πως τότε ο Δαυΐδ, εμπνεόμενος από το Αγιον Πνεύμα, ονομάζει αυτόν Κυριον και Θεόν λέγων, 43 Λέγει εἰς αὐτούς· Πῶς λοιπὸν ὁ Δαβὶδ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὸν ἀποκαλεῖ Κύριον, ὅταν λέγῃ:
44 εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; 44 είπεν ο Κυριος και Θεός στον Κυριον μου και Θεόν, τον Χριστόν, κάθισε εις τα δεξιά μου επί του θρόνου, μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον, επάνω στο οποίον θα πατούν τα πόδια σου; 44 Εἶπεν ὁ Κύριος καὶ Θεὸς εἰς τὸν Κύριόν μου Χριστόν· Κάθησε ἐπὶ τοῦ θρόνου μου εἰς τὰ δεξιά μου, μέχρις ὅτου θέσω τοὺς ἐχθρούς σου σὰν ἄλλο ὑποστήριγμα, ποὺ θὰ ἀκουμποῦν καὶ θὰ πατοῦν ἐπάνω τὰ πόδια σου.Ἀλλ’ οἱ πάπποι ποτὲ δὲν καλοῦν τὰ ἐγγόνια καὶ τρισέγγονα τῶν κυρίους των.Οὔτε στέκει ποτὲ οἱ πρόγονοι νὰ προσφωνοῦν τοὺς ἀπογόνους των κυρίους.
45 εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; 45 Εάν λοιπόν ο Δαυίδ ονομάζει αυτόν Κυριον και Θεόν, πως είναι απλούς απόγονός του, όπως σεις νομίζετε; (Ο Δαυίδ λοιπόν, σύμφωνα με αποκάλυψιν εκ μέρους του Θεού, επίστευσε και προεκήρυξε τον Μεσσίαν, τον κατά σάρκα απόγονόν του, ως Κυριον του και Θεόν). 45 Ἐὰν λοιπὸν ὁ Δαβὶδ τὸν ἀποκαλῇ Κύριον, πῶς εἶναι υἱὸς καὶ ἀπόγονός του; Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν εἶναι μόνον υἱὸς τοῦ Δαβίδ, ἀλλὰ καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς τοιοῦτος εἶναι καὶ κύριος τοῦ Δαβίδ.
46 καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι. 46 Και κανείς δεν ημπόρεσε ούτε λέξιν να απαντήση ούτε ετόλμησε κανείς από εκείνην την ημέραν να ερωτήση πλέον αυτόν. 46 Καὶ κανεὶς δὲν ἠμπόρεσε νὰ τοῦ ἀποκριθῇ οὔτε λέξιν, οὐδὲ ἐτόλμησε κανεὶς ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην νὰ τὸν ἐρωτήσῃ πλέον.