Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; 1 Εγώ δεν είμαι Απόστολος όπως και οι άλλοι Απόστολοι; Δεν είμαι ελεύθερος όπως και οι άλλοι Χριστιανοί; Δεν έχω ιδεί και εγώ τον Ιησούν Χριστόν, τον Κυριον μας; Σεις οι Κορίνθιοι δεν είσθε το έργον μου, το οποίον με την χάριν του Κυρίου και εις δόξαν του Κυρίου έχω πραγματοποιήσει; 1 Δὲν εἶμαι Ἀπόστολος μὲ ἴσα δικαιώματα πρὸς τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους; Δὲν εἶμαι ἐλεύθερος ὅπως ὅλοι οἰ Χριστιανοί; Δὲν εἶδα τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον μας; Καὶ δὲν εἶσθε σεῖς τὸ ἔργον, ποὺ μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου συνετέλεσα;
2 εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. 2 Εάν, έστω, δι' άλλους ανθρώπους δεν είμαι Απόστολος, αλλά δια σας οπωσδήποτε είμαι. Μαρτυρία και απόδειξις και επίσημος σφραγίς του αποστολικού μου αξιώματος και έργου είσθε σεις με την χάριν του Κυρίου. 2 Ἐὰν δι’ ἄλλους δὲν εἶμαι Ἀπόστολος, τουλάχιστον ὅμως διὰ σᾶς εἶμαι Ἀπόστολος. Διότι ἡ σφραγῖδα, μὲ τὴν ὁποίαν πιστοποιεῖται ἐπίσημα τὸ ἀποστολικόν μου ἀξίωμα, εἶσθε διὰ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου σεῖς, τοὺς ὁποίους ἑγὼ ὠδήγησα εἰς Χριστόν.
3 ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί. 3 Η απολογία μου εις εκείνους, οι οποίοι μου κάνουν ανάκρισιν και ερευνούν με καχυποψίαν να μάθουν, αν είμαι Απόστολος, είναι αυτή ακριβώς, το έργον που έχω κάμει εις σας. 3 Ἡ ἀπάντησίς μου πρὸς ἐκείνους, ποὺ μὲ ἐξετάζουν, ἐὰν εἶμαι Ἀπόστολος, εἶναι αὐτὴ ποὺ δίδεται ἀπὸ τὴν θείαν αὐτὴν σφραγῖδα.
4 Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; 4 Και, λοιπόν, μήπως εγώ και οι συνεργάται μου δεν έχομεν δικαίωμα να φάγωμεν και να πίωμεν αυτά που μας προσφέρουν οι μαθηταί μας δια την διατροφήν μας; 4 Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι καὶ ἐγὼ Ἀπόστολος σὰν τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, ἐρωτᾷ: Δὲν ἔχομεν ἑγὼ καὶ οἱ συνεργάται μου δικαίωμα νὰ φάγωμεν καὶ νὰ πίωμεν αὐτά, ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ μαθηταί μας;
5 μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; 5 Μηπως δεν έχομεν και ημείς δικαίωμα να έχωμεν μαζή μας ανά τας διαφόρους περιοδείας μας Χριστιανήν αδελφήν, δια να μας υπηρετή, (όπως και οι άλλοι Απόστολοι και οι λεγόμενοι αδελφοί του Κυρίου και ο Κηφάς; 5 Μήπως δὲν ἔχομεν καὶ ἡμεῖς δικαίωμα νὰ περιφέρωμεν εἰς τὰς περιοδείας μας γυναῖκα, Χριστιανὴν ἀδελφήν, διὰ νὰ μᾶς ὑπηρετῇ, καθὼς περιφέρουν τέτοιαν καὶ οἰ λοιποὶ Ἀπόστολοι καὶ οἱ λεγόμενοι ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ ὁ Κηφᾶς;
6 ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι; 6 Η μόνος εγώ και ο Βαρνάβας δεν έχομεν δικαίωμα να εργαζώμεθα βιοποριστικόν έργον, (όπως και οι άλλοι Απόστολοι) και να ζώμεν από τα βοηθήματα, που με αγάπην θα μας προσφέρουν οι μαθηταί μας; 6 Ἢ μήπως μόνος ἐγὼ καὶ ὁ Βαρνάβας δὲν ἔχομεν δικαίωμα νὰ μὴ ἐργαζώμεθα ἐπάγγελμα βιοποριστικόν, διὰ νὰ κερδίζωμεν ἀπὸ αὐτὸ τὰ ἔξοδά μας;
7 τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; ἢ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει; 7 Σας ερωτώ· ποιός ποτέ στρατιώτης παίρνει μέρος εις μίαν εκστρατείαν, εις ένα πόλεμον και πληρώνει ο ίδιος την τροφήν και τον οπλισμόν του; Ποιός φυτεύει αμπέλι και από τον καρπόν αυτού δεν τρώγει; Η ποιός βόσκει ποίμνιον και δεν τρώγει από το γάλα του ποιμνίου; ( Ημείς οι Απόστολοι είμεθα και στρατιώται του Χριστού και εργάται του αμπελώνος του και ποιμένες των λογικών του προβάτων. Σας ερωτώ λοιπόν· είναι λογικόν και νοητόν να μη τρεφώμεθα από το έργον και νοητόν να μη τρεφώμεθα από το έργον μας;) 7 Εἴμεθα στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀγωνιζόμεθα διὰ τὴν ἐξάπλωσιν τῆς βασιλείας του. Ποῖος ποτὲ λαμβάνει μέρος εἰς ἐκστρατείαν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ μὲ ἰδικά του ἔξοδα; Εἴμεθα ἀμπελουργοί, ποὺ καλλιεργοῦμεν τὸ πνευματικὸν ἀμπέλι τοῦ Χριστοῦ. Ποῖος φυτεύει ἀμπέλι καὶ δὲν τρώγει ἀπὸ τὸν καρπόν του; Εἴμεθα πνευματικοὶ ποιμένες καὶ σεῖς εἶσθε τὰ πρόβατά μας. Ποῖος βόσκει ποίμνιον καὶ φροντίζει δι’ αὐτό, καὶ δὲν τρώγει ἀπὸ τὸ γάλα τοῦ ποιμνίου;
8 Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει; 8 Αλλά μήπως αυτά που σας λέγω είναι παρμένα από τας συνηθείας των ανθρώπων μόνο; Η μήπως δεν λέγει τα ίδια και ο μωσαϊκός Νομος; 8 Ἀλλὰ μήπως αὐτὰ ποὺ λέγω εἶναι σύμφωνα μόνον μὲ συνηθείας καὶ παραδείγματα ἀνθρώπινα; Ἢ μήπως δὲν λέγει αὐτὰ καὶ ὃ θεόπνευστος νόμος;
9 ἐν γὰρ τῷ Μωϋσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα. μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; 9 Διότι και στον Νομον του Μωϋσέως έχει γραφή· “δεν θα βάλης φίμωτρον και δεν θα δέσης το στόμα του βωδιού που αλωνίζει”· θα του το αφήσης ελεύθερον να τρώγη και κάτι από τα στάχυα που αλωνίζει. Μηπως ο Θεός σαν Νομοθέτης ενδιαφέρεται δια τα βόδια; 9 Βεβαίως καὶ ὁ νόμος λέγει ταῦτα. Διότι ἔχει γραφῆ εἰς τὸν Μωσαϊκὸν νόμον: Δὲν θὰ κλείσῃς καὶ δὲν θὰ βουλώσῃς τὸ στόμα τοῦ βωδιοῦ, ποὺ ἁλωνίζει. Θὰ ἀφήσης τὸ στόμα του ἐλεύθερον νὰ φάγῃ ἀπὸ τὰ στάχυα, ποὺ κοπιάζει διὰ νὰ τριφθοῦν εἰς τὸ ἀλῶνι. Ἀλλ’ ἐρωτῶ: Μήπως ὁ Θεὸς ὡς νομοθέτης ἐνδιαφέρεται διὰ τὰ βώδια;
10 ἢ δι’ ἡμᾶς πάντως λέγει; δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ’ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ’ ἐλπίδι. 10 Η δεν είναι λογικώτερον να πιστεύσωμεν, μήπως δι' ημάς πάντως δίδη αυτήν την εντολήν; Ναι δι' ημάς το λέγει. Διότι δι' ημάς τους πνευματικούς εργάτας έχει γραφή στον Νομον ότι ο γεωργός με την ελπίδα ότι θα απολαύση και ο ίδιος από την εσοδείαν, οφείλει να οργώνη και να καλλιεργή. Και εκείνος που γεμάτος ελπίδα αλωνίζει οφείλει να μετέχη εις την ελπίδα, ότι θα απολαύση τους καρπούς των κόπων του. 10 Ἢ μήπως ὡρισμένως δι’ ἠμᾶς τοὺς λογικοὺς ἀνθρώπους λέγει καὶ νομοθετεῖ αὐτά; Ναί· δι’ ἡμᾶς λέγει ταῦτα. Διότι δι’ ἡμᾶς τοὺς πνευματικοὺς ἐργάτας καὶ καλλιεργητὰς ἐγράφη, ὅτι ὁ καλλιεργητὴς μὲ ἐλπίδα τοῦ νὰ ἀπολαύσῃ τὴν ἐσοδείαν ὀφείλει νὰ καλλιεργῇ τὴν γῆν, καὶ ἐκεῖνος, ποὺ γεμᾶτος ἐλπίδα ἁλωνίζει, ὀφείλει νὰ μετέχῃ καὶ νὰ ἀπολαμβάνῃ τὸν καρπόν, ποὺ ἤλπιζεν ἀπὸ τὸν ἀγρόν του.
11 Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; 11 Λοιπόν και ημείς οι πνευματικοί εργάται, εάν εσπείραμεν εις σας τον σπόρον της θείας αληθείας και σας μετεδώσαμεν τας πνευματικάς δωρεάς του Θεού, είναι μεγάλο και παράδοξον πράγμα, εάν και ημείς θερίσωμεν και πάρωμεν προς συντήρησιν μας μερικά από τα υλικά αγαθά σας; 11 Καὶ ἡμεῖς σπορεῖς πνευματικοὶ καὶ καλλιεργηταὶ ὑπήρξαμεν μεταξύ σας. Ἐὰν λοιπὸν ἡμεῖς ἐσπείραμεν εἰς τὰς καρδίας σας τὸν πνευματικὸν σπόρον τῆς ἀληθείας καὶ σᾶς μετεδώκαμεν πνευματικὰ χαρίσματα, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα, ἐὰν ἡμεῖς θερίσωμεν ὡς καρπὸν τῆς πνευματικῆς μας αὐτῆς σπορᾶς τὰ σωματικὰ ἀγαθά σας;
12 εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; ἀλλ’ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ. 12 Εάν άλλοι έχουν απέναντί σας αυτό το δικαίωμα, να τρέφωνται δηλαδή από σας, δεν πρέπει πολύ περισσότερον να το έχωμεν ημείς; (Ποίος από σας και ποίος λογικός άνθρωπος θα πη όχι;). Και εν τούτοις ημείς δεν εκάμαμεν χρήσιν αυτών των δικαιωμάτων μας, αλλ' υποφέρομεν αντιθέτως τα πάντα και πείναν και δίψαν και γυμνότητα, δια να μη δώσωμεν ουδέ την παραμικροτέραν δυσκολίαν, ούτε το παραμικρότερον εμπόδιον εις την απρόσκοπον διάδοσιν του Ευαγγελίου του Χριστού. 12 Καὶ ἐὰν ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὰ δικαιώματα, ποὺ τοὺς δίδει ὁ νόμος εἰς σᾶς τοὺς μαθητευομένους, δὲν δικαιούμεθα νὰ χρησιμοποιήσωμεν τὴν ἐξουσίαν αὐτὴν πολὺ περισσότερον ἡμεῖς; Ἀλλ’ ὅμως δὲν ἐκάμαμεν χρῆσιν τῶν δικαιωμάτων μας αὐτῶν. Ἀλλ’ ὑποφέρομεν κάθε εἶδος στερήσεις, διὰ νὰ μὴ παρεμβάλωμεν οὐδὲ τὸ παραμικρὸν ἐμπόδιον εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.
13 οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ τὰ ἱερὰ ἐργαζόμενοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἐσθίουσιν, οἱ τῷ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντες τῷ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται; 13 Δεν γνωρίζετε, ότι αυτοί που υπηρετούν στο ιερόν και υποβοηθούν εις την λατρείαν, όπως είναι οι Λευΐται, τρώγουν και τρέφονται από εκείνα, που προσφέρονται ως θυσία στον ναόν; Οι ιερείς και οι αρχιερείς των Εβραίων, οι οποίοι με ζήλον εργάζονται κοντά στο θυσιαστήριον και προσφέρουν τας θυσίας, δεν μοιράζονται μαζή με το θυσιαστήριον τας θυσίας; 13 Καὶ διὰ νὰ σᾶς φέρω διὰ τὸ δικαίωμα μας αὐτὸ καὶ ἄλλην ἀπόδειξιν ἀπὸ τὴν Γραφήν, σᾶς ἐρωτῶ: Δὲν γνωρίζετε, ὅτι οἱ Λευΐται, ποὺ ὑπηρετοῦν εἰς τὴν λατρείαν τοῦ ἱεροῦ, τρώγουν ἀπὸ τὰ προσφερόμενα εἰς τὸν ναόν; Οἱ ἱερεῖς δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, ποὺ παραμένουν κοντὰ εἰς τὸ θυσιαστήριον, δὲν μοιράζονται μαζὶ μὲ τὸ θυσιαστήριον τὰς θυσίας, ποὺ προσφέρονται εἰς αὐτό;
14 οὕτω καὶ ὁ Κύριος διέταξε τοῖς τὸ εὐαγγέλιον καταγγέλλουσιν ἐκ τοῦ εὐαγγελίου ζῆν. 14 Ετσι και τώρα ο Κυριος έδωσεν εντολήν δι' εκείνους, που κηρύττουν το Ευαγγέλιον της σωτηρίας να ζουν από το Ευαγγέλιον, δηλαδή από τους πιστούς, που δέχονται το ευαγγελικόν κήρυγμα. 14 Καὶ γίνεται αὐτὸ κατὰ διαταγὴν τοῦ Θεοῦ. Ὅπως δὲ τότε ὁ Θεός, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος τώρα διέταξε δι’ ἐκείνους, ποὺ κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιον, νὰ ζοῦν ἀπὸ τὰς συνδρομὰς ἐκείνων, ποὺ ἀκούουν τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα.
15 ἐγὼ δὲ οὐδενὶ ἐχρησάμην τούτων. Οὐκ ἔγραψα δὲ ταῦτα ἵνα οὕτω γένηται ἐν ἐμοί· καλὸν γάρ μοι μᾶλλον ἀποθανεῖν ἤ τὸ καύχημά μου ἵνα τις κενώσῃ. 15 Εγώ όμως δεν έκαμα χρήσιν κανενός από τα δικαιώματα αυτά. Δεν σας τα έγραψα δε αυτά, δια να γίνεται έτσι απ' εδώ και πέρα και εις εμέ, να μου προσφέρωνται δηλαδή από σας όσα χρειάζονται δια την συντήρησίν μου. Διότι εγώ προτιμώ να πεθάνω μάλλον από την στέρησιν και την ταλαιπωρίαν επάνω εις την εργασίαν του Ευαγγελίου, παρά να κάμη κανείς κενόν και άνευ περιεχομένου το καύχημά μου, το ότι δηλαδή κηρύττω το ευαγγέλιον του Χριστού χωρίς να επιβαρύνω κανένα. 15 Ἑγὼ ὅμως δὲν ἔκαμα χρῆσιν κανενὸς ἀπὸ τὰ δικαιώματα αὐτά. Δὲν ἔγραψα δὲ αὐτὰ ποὺ σᾶς γράφω, διὰ νὰ γίνῃ ἔτσι καὶ δι’ ἐμὲ καὶ διὰ νὰ μοῦ δίδονται ἀπὸ σᾶς τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν συντήρησίν μου. Ὄχι· δὲν σᾶς ζητῶ τίποτε. Διότι ἐγὼ προτιμῶ νὰ ἀποθάνω μᾶλλον παρὰ νὰ κάμῃ κανεὶς ἀδειανὸν καὶ χωρὶς βάσιν ἐκείνο, διὰ τὸ ὁποῖον καυχῶμαι. Καὶ τὸ καύχημά μου αὐτὸ εἶναι, ὅτι κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον, χωρὶς νὰ ἐπιβαρύνω κανένα διὰ τὴν συντήρησίν μου.
16 ἐὰν γὰρ εὐαγγελίζωμαι, οὐκ ἔστι μοι καύχημα· ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται· οὐαὶ δέ μοί ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι· 16 Μολονότι και το κηρύττω το Ευαγγέλιον δεν μου δίδει κανένα δικαίωμα να καυχώμαι, διότι το αποστολικόν έργον είναι δι' εμέ ανάγκη και υποχρέωσις, με την οποίαν ο Κυριος με ετίμησε. Αλλοίμονόν μου δε εάν δεν εκπληρώσω αυτήν την αποστολήν και παύσω να κηρύττω το Ευαγγέλιον. 16 Αὐτὸ δὲ εἶναι πραγματικὸν καύχημά μου. Διότι, ἐὰν κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον, τοῦτο δὲν μοῦ δίδει δικαίωμα νὰ καυχῶμαι. Διότι τὸ κήρυγμα εἶναι ἐπιβεβλημένη ἀνάγκη καὶ ὑποχρέωσις εἰς ἐμέ, ἀφοῦ ὁ Κύριος μὲ ἐκάλεσεν εἰς αὐτό. Ἀλλοίμονον δὲ εἰς ἐμέ, ἐὰν ἀθέτων τὴν ὑποχρέωσίν μου αὐτὴν δὲν κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον.
17 εἰ γὰρ ἑκὼν τοῦτο πράσσω, μισθὸν ἔχω· εἰ δὲ ἄκων, οἰκονομίαν πεπίστευμαι. 17 Διότι εάν κάμνω αυτό το έργον από ιδικήν μου καλήν διάθεσιν και πρωτοβουλίαν, χωρίς να μο έχη δοθή από κανένα τέτοια εντολήν, τότε θα είχα το δικαίωμα να ζητώ μισθόν. Εάν όμως το κάμνω όχι από ιδικήν μου πρωτοβουλίαν, αλλ' ως εντολήν, τότε είμαι ένας οικονόμος, στον οποίον ο Κυριος έχει εμπιστευθή την διαχείρησιν αυτής της πνευματικής εξουσίας. 17 Διότι, ἐὰν ἔκανα τὸ κήρυγμα ἀπὸ ἰδικήν μου θέλησιν καὶ πρωτοβουλίαν, χωρὶς νὰ μοῦ εἶναι ἐπιβεβλημένον ἀπὸ τὴν διακονίαν, ποὺ μοῦ ἀνέθεσεν ὁ Κύριος, τότε θὰ εἶχα δικαίωμα νὰ μοῦ δοθῇ μισθός. Ἐὰν ὅμως τὸ κάνω ὄχι ἀπὸ ἰδικήν μου πρωτοβουλίαν, ἀλλὰ διότι μοῦ ἀνετέθη ἡ διακονία αὐτὴ ἀπὸ τὸν Κύριον, τότε μοῦ ἔχει ἐμπιστευθῆ ὁ Κύριος οἰκονομίαν καὶ διαχείρισιν καὶ ὑπηρεσίαν, καὶ ἀλλοίμονόν μου ἐὰν δὲν δειχθῶ πιστὸς δοῦλος καὶ οἰκονόμος.
18 Τίς οὖν μοί ἐστιν ὁ μισθός; ἵνα εὐαγγελιζόμενος ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ μὴ καταχρήσασθαι τῇ ἐξουσίᾳ μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ. 18 Ποίος λοιπόν είναι ο μισθός μου και η καύχησίς μου εις την περίστασιν αυτήν; Είναι αυτός· να κηρύττω το Ευαγγέλιον του Χριστού και ως ανεκτίμητον αξίαν να το προσφέρω στους ακροατάς μου, χωρίς να τους επιβαρύνω με δαπάνας δια την συντήρισίν μου· και έτσι να μη κάμνω καμμίαν απολύτως χρήσιν του δικαιώματος, που μου δίδει αυτό τούτο το Ευαγγέλιον. 18 Ποῖον λοιπὸν ἔργον μένει εἰς ἐμέ, διὰ νὰ μοῦ ἀνήκῃ δι’ αὐτὸ μισθός, καὶ δικαίωμα νὰ καυχῶμαι; Μοῦ μένει τοῦτο· ὅταν κηρύττω τὸ χαρμόσυνον μήνυμα τῆς σωτηρίας, νὰ ἐναποθέσω ὡς πολύτιμον θησαυρὸν εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀκρατῶν τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ ὑποβάλλω αὐτοὺς εἰς δαπάνας καὶ ἔξοδα, ὥστε νὰ μὴ κάμω ὁλότελα χρῆσιν τῆς ἐξουσίας, ποὺ μοῦ παρέχει τὸ εὐαγγέλιον νὰ τρέφωμαι ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς.
19 Ἐλεύθερος γὰρ ὢν ἐκ πάντων πᾶσιν ἐμαυτὸν ἐδούλωσα, ἵνα τοὺς πλείονας κερδήσω· 19 Επί τη ευκαιρία δε πρέπει να σας είπω ότι και άλλας θυσίας έχω κάμει. Διότι αν και ήμουν ελεύθερος από όλους, χωρίς κανένα κύριον επί του εαυτού μου, εν τούτοις έκαμα τον εαυτόν μου δούλον εις όλους, δια να κερδήσω στον Χριστόν τους περισσοτέρους. 19 Ἀλλὰ καὶ ὅλα μου σχεδὸν τὰ δικαιώματα τὰ ἐθυσίασα χάριν τοῦ εὐαγγελίου. Διότι, καίτοι ἤμην ἐλεύθερος ἀπὸ ὅλους, καὶ δὲν ἤμην ὑφιστάμενος εἰς κανένα ἄνθρωπον, ἐν τούτοις εἰς ὅλους ὑπεδούλωσα τὸν ἑαυτόν μου θεληματικῶς, διὰ νὰ κερδήσω τοὺς περισσοτέρους·
20 καὶ ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω· τοῖς ὑπὸ νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον κερδήσω· 20 Και έγινα μεταξύ των Ιουδαίων σαν Ιουδαίος, δια να κερδήσω Ιουδαίους· εις εκείνους που ευρίσκοντο υπό την εξουσίαν του μωσαϊκού Νομου έγινα σαν να ήμουν και εγώ υπό Νομον, δια να κερδήσω τους υπό Νομον. 20 καὶ ἔγινα εἰς τοὺς Ἰουδαίους σὰν Ἰουδαῖος, διὰ νὰ κερδήσω Ἰουδαίους· εἰς ἐκείνους ποὺ εὑρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, ἔγινα σὰν νὰ ἤμην καὶ ἐγὼ ὑπὸ νόμον, διὰ νὰ κερδήσω τοὺς ὑπὸ νόμον.
21 τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μὴ ὢν ἄνομος Θεῷ ἀλλ’ ἔννομος Χριστῷ, ἵνα κερδήσω ἀνόμους· 21 Εις τους εθνικούς που δεν είχαν τον μωσαϊκόν Νομον, έγινα σαν άνομος χωρίς φυσικά ποτέ να παραβώ νόμον Θεού, αλλά ζων σύμφωνα με τον νόμον του Χριστού, δια να κερδήσω τους ανόμους. 21 Εἰς τοὺς ἐθνικούς, ποὺ δὲν εἶχαν ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι νόμον, διὰ νὰ κερδήσω αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν νόμον, ἔγινα σὰν ἄνομος μολονότι δὲν διέπραξα καμμίαν ἀνομίαν ἐνώπιν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ζῶ σύμφωνα μὲ τὸν νόμον ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ.
22 ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω· τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω. 22 Εις τους ασθενείς κατά την πίστιν και την αρετήν Χριστιανούς έγινα κι' εγώ σαν ασθενής, δια να κερδήσω εις Χριστόν τους ασθενείς. Εις όλους έγινα τα πάντα, χωρίς βέβαια να παραβώ ποτέ το θέλημα του Θεού, δια να σώσω με κάθε τίμημα και θυσίαν έστω και μερικούς. 22 Ἔγινα εἰς τοὺς ἀσθενεῖς κατὰ τὴν πίστιν καὶ τὴν γνῶσιν Χριστιανοὺς σὰν ἀσθενής, διὰ νὰ κερδήσω εἰς Χριστὸν τοὺς ἀσθενεῖς. Εἰς ὅλους ἔχω γίνει τὰ πάντα καὶ συγκατέβην πρὸς ὅλους τοὺς χαρακτῆρας, ὥστε μὲ κάθε τρόπον ἀνένοχον νὰ σώσω μερικούς.
23 Τοῦτο δὲ ποιῶ διὰ τὸ εὐαγγέλιον, ἵνα συγκοινωνὸς αὐτοῦ γένωμαι. 23 Αυτό δε το πράττω δια το Ευαγγέλιον του Χριστού, δια να γίνω και εγώ μαζή με τους άλλους πιστούς συμμέτοχος εις την χάριν και τας δωρεάς, που παρέχει. 23 Πράττω δὲ τοῦτο χάριν τοῦ Εὐαγγελίου, διὰ νὰ γίνω μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πιστοὺς σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ ἑγὼ συμμέτοχος εἰς τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα τοῦτο ὑπόσχεται.
24 οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἐν σταδίῳ τρέχοντες πάντες μὲν τρέχουσιν, εἷς δὲ λαμβάνει τὸ βραβεῖον; οὕτω τρέχετε, ἵνα καταλάβητε. 24 Δεν γνωρίζετε τι συμβαίνει με αυτούς που τρέχουν στο στάδιον; Οτι δηλαδή όλοι τρέχουν, ένας όμως παίρνει το βραβείον; Ετσι και σεις, να τρέχετε με ενθουσιασμόν και επιμονήν τον δρόμον της αρετής, δια να κερδήσετε όλοι, και όχι ένας μόνον, το βραβείον. 24 Εἰς στάδιον ἀγώνων πνευματικῶν εὑρισκόμεθα. Δὲν γνωρίζετε, ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ μέσα εἰς στάδιον λαμβάνουν μέρος εἰς τὸ ἀγώνισμα τοῦ δρόμου, ὅλοι μὲν τρέχουν, ἕνας δὲ λαμβάνει τὸ βραβεῖον; Νὰ τρέχετε λοιπὸν καὶ σεῖς καὶ νὰ ἀγωνίζεσθε ἔτσι προσεκτικὰ καὶ ἀκούραστα, διὰ νὰ κερδήσετε τὸ βραβεῖον.
25 πᾶς δὲ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται, ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἵνα φθαρτὸν στέφανον λάβωσιν, ἡμεῖς δὲ ἄφθαρτον, 25 Εχετε δε βέβαια υπ' όψιν σας, ότι κάθε αθλητής εγκρατεύεται από όλα, φαγητά, ποτά, κ.λ.π. εκείνοι μεν δια να πάρουν έναν φθαρτόν στέφανον, ημείς δε δια να πάρωμεν από τον Θεόν τον άφθαρτον στέφανον. 25 Καθένας δὲ ποὺ ἀγωνίζεται, ἐγκρατεύεται εἰς ὅλα, ἀκόμη καὶ εἰς τὴν τροφὴν καὶ εἰς τὸ ποτόν. Καὶ ἐκεῖνοι μὲν ἀγωνίζονται καὶ ἐγκρατεύονται διὰ νὰ λάβουν στέφανον, ποὺ φθείρεται, ἠμεῖς ὅμως ἀγωνιζόμεθα δι' ἄφθαρτον στέφανον.
26 ἐγὼ τοίνυν οὕτω τρέχω, ὡς οὐκ ἀδήλως, οὕτω πυκτεύω, ὡς οὐκ ἀέρα δέρων, 26 Εγώ, λοιπόν, έτσι τρέχω και αγωνίζομαι, όχι εις την τύχην και χωρίς σκοπόν, αλλά με συγκεκριμένον σκοπόν. Ετσι πυγμαχώ προς κάτι ωρισμένον και όχι σαν να γρονθοκοπώ αέρα. 26 Μιμηθῆτε τὸ παράδειγμά μου.Ἐγὼ λοιπὸν τρέχω ἔτσι, ὥστε ξεύρω καλὰ τί ζητῶ, διὰ ποῖον σκοπὸν ἀγωνίζομαι καὶ μὲ ποῖον τρόπον θὰ τὸν ἐπιτύχω. Δὲν παρουσιάζομαι σὰν νὰ πυγμαχῶ γρονθοκοπῶν τὸν ἀέρα καὶ ἀγωνιζόμενος στὰ κούφια.
27 ἀλλ’ ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι. 27 Αλλά ταλαιπωρώ το σώμα μου και το υποβάλλω εις σκληράν πειθαρχίαν και δουλείαν μήπως τυχόν ενώ θα έχω κηρύξει και καλέσει άλλους εις σωτηρίαν, εγώ αποδοκιμασθώ από τον Θεόν. 27 Ἄλλὰ ταλαιπωρῶ τὸ σῶμα μου καὶ τὸ μεταχειρίζομαι ὡς δοῦλον, διὰ νὰ μὴ .ἀποδοκιμασθῶ καὶ ἀποδειχθῶ ἀνάξιος τοῦ βραβείου ἐγὼ ὁ ἴδιος, ποὺ ἐκήρυξα εἰς ἄλλους καὶ μὲ τὴν ἰδικήν μου προτροπὴν καὶ διδασκαλίαν ἔλαβαν αὐτοὶ τὸ βραβεῖον.