Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Περὶ δὲ τῶν εἰδωλοθύτων, οἴδαμεν ὅτι πάντες γνῶσιν ἔχομεν. 1 Ας ομιλήσω τώρα δι' ένα άλλο θέμα. Δια τα ειδωλόθυτα, δια τα κρέατα δηλαδή που έχουν προσφερθή ως θυσία. Ξερομεν ότι όλοι έχομεν γνώσιν· αυτό εννοείται. 1 Ἐρχομαι τώρα εἰς ἄλλο ζήτημα. Διὰ τὰ κρέατα τῶν ζώων, ποὺ ἔχουν προσφερθῆ θυσία εἰς τὰ εἴδωλα, ἠξεύρομεν, ὅτι ὅλοι ἔχομεν γνῶσιν.
2 ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ. εἰ δέ τις δοκεῖ εἰδέναι τι, οὐδέπω οὐδὲν ἔγνωκε καθὼς δεῖ γνῶναι· 2 Η γνώσις όμως χωρίς την ορθήν πράξιν οδηγεί εις κουφότητα και αλαζονεία, ενώ η αγάπη οικοδομεί και ωφελεί τον πλησίον. Εάν δε κανείς νομίζη ότι γνωρίζει κάτι, αυτός ακόμη δεν έχει γνωρίσει τίποτε, όπως πρέπει να το γνωρίζη εις βάθος και πλάτος. 2 Ἡ γνῶσις γεμίζει τὴν ψυχὴν μὲ φούσκωμα καὶ ἔπαρσιν, ἐνῶ ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ τὸν πλησίον. Τὸ νὰ φουσκώνῃ δὲ κανεὶς διὰ τὴν γνῶσιν του, εἶναι ἀνόητον. Πράγματι, ἐὰν κανεὶς φαντάζεται ὅτι ἠξεύρει κάτι, αὐτὸς δὲν ἔχει γνωρίσει τίποτε ἀκόμη, καθὼς πρέπει νὰ τὸ γνωρίζῃ.
3 εἰ δέ τις ἀγαπᾷ τὸν Θεόν, οὗτος ἔγνωσται ὑπ’ αὐτοῦ. 3 Εάν όμως κανείς αγαπά τον Θεο, αυτός έχει γίνει πολύ γνωστός και οικείος και φίλος του Θεού, και παίρνει από τον Θεόν την αληθινήν γνώσιν. 3 Ἐὰν ὅμως κανεὶς ἀγαπᾷ τὸν Θεόν, αὐτὸς ἔχει γίνει πολὺ στενὸς γνώριμος τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς οἰκεῖος καὶ εὐνοούμενός του φωτίζεται ὑπ’ αὐτοῦ καὶ ὁδηγεῖται εἱς τὴν ἀληθινὴν γνῶσιν.
4 Περὶ τῆς βρώσεως οὖν τῶν εἰδωλοθύτων οἴδαμεν ὅτι οὐδὲν εἴδωλον ἐν κόσμῳ, καὶ ὅτι οὐδεὶς Θεὸς ἕτερος εἰ μὴ εἷς. 4 Λοιπόν εις ο,τι αφορά το αν πρέπει να τρώγωμεν η όχι τα ειδωλόθυτα, γνωρίζομεν, ότι εις την πραγματικότητα κανένα είδωλον δεν υπάρχει στον κόσμον, και ότι κανένας άλλος Θεός δεν υπάρχει, ειμή μόνον ο ένας, ο αληθινός Θεός. 4 Ὡς πρὸς τὸ ζήτημα λοιπὸν τοῦ ἂν πρέπῃ νὰ τρώγωμεν τὰ εἰδωλόθυτα, γνωρίζομεν, ὅτι κανένα εἴδωλον δὲν ἔχει ὕπαρξιν πραγματικὴν εἰς τὸν κόσμον καὶ ὅτι κανένας ἄλλος Θεὸς δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνον ἕνας, ὁ ἀληθινὸς Θεός.
5 καὶ γὰρ εἴπερ εἰσὶ λεγόμενοι θεοὶ εἴτε ἐν οὐρανῷ εἴτε ἐπὶ τῆς γῆς, ὥσπερ εἰσὶ θεοὶ πολλοὶ καὶ κύριοι πολλοί, 5 Διότι και αν μερικοί φαντάζονται, ότι υπάρχουν πολλοί λεγόμενοι θεοί, είτε στον ουρανόν είτε εις την γην-όπως και πράγματι υπάρχουν πολλοί ψευδείς θεοί και πολλοί κύριοι εις την γην, και αυτοί είναι τα πονηρά πνεύματα- 5 Διότι καὶ ἐὰν ὑπάρχουν λεγόμενοι, ἀλλ’ ὄχι καὶ πραγματικοὶ θέοι, εἴτε εἰς τὸν οὐρανὸν εἴτε ἐπὶ τῆς γῆς καθὼς βέβαια ὑπάρχουν ψευδοθεοὶ πολλοὶ καὶ κύριοι πολλοί, καὶ αὐτοὶ εἶναι οἱ δαίμονες, ποὺ κρύπτονται κάτω ἀπὸ τὰ εἴδωλα καὶ τοὺς θεοὺς τῶν ἐθνικῶν
6 ἀλλ’ ἡμῖν εἷς Θεὸς ὁ Πατήρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς εἰς αὐτόν, καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δι’ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς δι’ αὐτοῦ. 6 αλλά δι' ημάς τους Χριστιανούς ένας μόνον Θεός υπάρχει, ο Πατήρ, από τον οποίον προέρχονται και πηγάζουν τα πάντα και δια τον οποίον ημείς όλοι οφείλομεν να ζώμεν και να αποβλέπωμεν ως προς το ύψιστον αγαθόν. Και ένας μόνος Κυριος υπάρχει, ο Ιησούς Χριστός, δια του οποίου έγιναν τα πάντα, δια του οποίου και ημείς εγεννήθημεν και αναγεννήθημεν. 6 δι’ ἠμᾶς ὅμως ὑπάρχει ἕνας Θεός, ὁ Πατήρ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔγιναν τὰ πάντα. Καὶ δι’ αὐτὸν ὀφείλομεν νὰ ζῶμεν καὶ εἰς αὐτὸν ὀφείλομεν νὰ ἀποβλέπωμεν καὶ ἡμεῖς ὡς τελικὸν σκοπὸν τῆς ζωῆς μας. Καὶ ἕνας ὑπάρχει Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν ὅλα καὶ ἡμεῖς ἀνεγεννήθημεν δι’ αὐτοῦ.
7 Ἀλλ’ οὐκ ἐν πᾶσιν ἡ γνῶσις· τινὲς δὲ τῇ συνειδήσει τοῦ εἰδώλου ἕως ἄρτι ὡς εἰδωλόθυτον ἐσθίουσι, καὶ ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται. 7 Αλλ' αυτή η καθαρά και αγία γνώσις δεν υπάρχει εις όλους. Και απόδειξις ότι μερικοί από τους Χριστιανούς έχουν μέσα εις την συνείδησίν των την πεποίθησιν ότι το είδωλον, που ελάτρευαν άλλοτε, είναι πραγματικός Θεός· και τρώγουν έως τώρα ακόμη τα κρέατα, σαν ιεράν θυσίαν, που έχει προσφερθή εις θεούς. Και το αποτέλεσμα είναι ότι η συνείδησίς των, που είναι ακόμη αδύνατος και αδιαφώτιστος, μολύνεται από αυτό που έκαναν και τους ελέγχει. 7 Ἀλλ’ ἐνῷ ὅλοι οἰ Χριστιανοὶ ἔχουν τὴν γνῶσιν, ὅτι ἕνας καὶ μόνος Θεὸς ὑπάρχει, δὲν ἔχουν ὅμως ὅλοι σαφῆ καὶ καθαρὰν τὴν γνῶσιν διὰ τὰ εἰδωλόθυτα. Μερικοὶ δὲ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς μὲ τὸ ἐσωτερικὸν φρόνημα καὶ τὴν συνήθειαν, ὅτι τὸ εἴδωλον, ποὺ ἐλάτρευαν ἄλλοτε, εἶναι πραγματικὴ θεότης, τρώγουν ἀκόμη ἕως τώρα τὰ κρέατα ὡς πραγματικὴν θυσίαν, ποὺ προσεφέρθη εἰς τοὺς θεούς. Καὶ ἡ συνείδησίς των λοιπόν, ἐπειδὴ εἶναι ἀσθενὴς καὶ δὲν ἔχει φωτισθῆ ἀρκετά, μολύνεται καὶ ταράττεται καὶ ἀναστατώνεται δι’ αὐτό, ποὺ ἔκαμαν.
8 βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ· οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύομεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα. 8 Μαθετε, λοιπόν, όλοι ότι το οιανδήποτε φάγητον και τα ειδωλόθυτα, δεν μας δίδουν ηθικήν αξίαν και δεν μας παρουσιάζουν ως εναρέτους και αρεστούς ενώπιον του Θεού. Διότι ούτε εάν φάγωμεν τα ειδωλόθυτα, με την ορθήν πεποίθησιν ότι αυτά είναι κοινά κρέατα, προχωρούμεν και πλεονάζομεν εις αρετήν ούτε εάν δεν φάγωμεν βραδυπορούμεν και καθυστερούμεν εις αυτήν 8 Ἐνῷ δὲ ὁ ἀσθενὴς ἀδελφὸς βλάπτεται, σὺ δὲν ἔχεις νὰ κερδήσῃς τίποτε ἀπὸ τὸ φαγητὸν αὐτό. Δὲν εἶναι τὸ φαγητόν, ποὺ μᾶς παρουσιάζει εὐαρέστους εἰς τὸν Θεόν. Διότι οὔτε ἐὰν φάγωμεν, εὐδοκιμοῦμεν καὶ προοδεύομεν εἰς τὴν ἀρετήν, οὔτε ἐὰν δὲν φάγωμεν, ὑπολειπόμεθα καὶ μένομεν πίσω εἰς αὐτήν.
9 βλέπετε δὲ μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν. 9 Προσέχετε όμως μήπως η εξουσία, που σας δίδει η φωτισμένη σας πίστις να τρώγετε και τα ειδωλόθυτα, γίνη πρόσκομμα στους ασθενείς και αδυνάτους κατά την πίστιν. 9 Προσέχετε ὅμως μήπως τὸ δικαίωμα αὐτό, ποὺ ἔχετε νὰ τρώγετε ἀπὸ ὅλα, ἀκόμη καὶ εἰδωλόθυτα, γίνῃ αἰτία νὰ ἁμαρτήσουν οἱ ἀσθενεῖς κατὰ τὴν πίστιν ἀδελφοί σας.
10 ἐὰν γάρ τις ἴδῃ σε, τὸν ἔχοντα γνῶσιν, ἐν εἰδωλείῳ κατακείμενον, οὐχὶ ἡ συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσθίειν; 10 Διότι εάν κανείς από αυτούς ίδη σε, που έχεις την ορθήν γνώσιν και θεωρείσαι προωδευμένος Χριστιανός, να στρογγυλοκάθεσαι και να τρώγης εις κάποιον τραπέζι ειδωλολατρικού ναού, δεν θα ενισχυθή η συνείδησις αυτού του αδελφού, ο οποίος είναι ασθενής κατά την πίστιν, να τρώγη τα ειδωλόθυτα με θρησκευτικήν ευλάβειαν; 10 Ἑπόμενον δὲ εἶναι νὰ βλαβοῦν σοβαρά οἱ ἀσθενεῖς ἀδελφοί. Διότι, ἐὰν κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς ἴδῃ σέ, ποὺ ἔχεις τὴν ὀρθὴν γνῶσιν, νὰ κάθεσαι στὸ τραπέζι καποιου ναοῦ τῶν εἰδώλων, δὲν θὰ στερεωθῇ ἡ συνείδησίς του, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ἀσθενὴς ἀδελφός, εἰς τὸ νὰ τρώγῃ τὰ εἰδωλόθυτα ὡς κάτι ἱερὸν καὶ εὐλαβείας ἄξιον;
11 καὶ ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει, δι’ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν. 11 Και έτσι θα παρασυρθή πάλιν εις την ειδωλολατρείαν και θα χαθή εξ αιτίας της ιδικς σου φωτισμένης γνώσεως ο ασθενής κατά την πίστιν αδελφός, δια τον οποίον εν τούτοις ο Χριστός εθυσιάσθη επάνω στον σταυρόν. 11 Καὶ θὰ χαθῇ παρασυρόμενος εἰς εἰδωλολατρείαν ὁ ἀδελφός σου, ποὺ εἶναι ἀδύνατος πνευματικῶς, ἐξ αἰτίας τῆς ἰδικῆς σου γνώσεως. Ἀλλὰ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀδελφοῦ σου αὐτοῦ ὁ Χριστὸς ἐθυσίασε τὴν ζωήν του.
12 οὕτω δὲ ἁμαρτάνοντες εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τύπτοντες αὐτῶν τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνετε. 12 Ετσι δε αμαρτάνοντες εναντίον των αδελφών και καταφέροντες κτυπήματα εις την ασθενή συνείδησίν των, αμαρτάνετε ενώπιον του Χριστού, διότι ματαιώνετε το έργον της σωτηρίας των αδελφών. 12 Καὶ ἔτσι διαπράττετε ἁμάρτημα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον βλάπτονται μεγάλως οἱ ἀδελφοί, καὶ δι’ αὐτὸ εἶναι τοῦτο ἁμάρτημα εἰς τοὺς ἀδελφούς. Καὶ πληγώνετε καὶ κτυπᾶτε σκληρὰ τὴν συνείδησίν τους, ἡ ὁποία εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἀδύνατος. Ἀλλ’ ὑποπίπτετε συγχρόνως καὶ εἰς ἁμάρτημα, τὸ ὁποῖον ἀναφέρεται εἰς αὐτὸν τὸν Χριστόν, ποὺ ἀπέθανε διὰ νὰ σώσῃ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτούς.
13 διόπερ εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω. 13 Δι' αυτό εάν το φάγητον γίνεται αφορμή να κλονισθή εις την πίστιν και την χριστιανικήν ζωήν του ο αδελφός μου, δεν θα φάγω ποτέ κανένα είδος κρέατος δια να μη σκανδαλίσω τον αδελφόν μου. (Η θυσία των δικαιωμάτων αποτελεί καθήκον, όταν δι' αυτής προλαμβάνωμεν το σκάνδαλον, υποβοηθούμεν δε εις την αρετήν). 13 Δι’ αὐτὸ δέ, ἐὰν αὐτὸ ποὺ τρώγω γίνεται αἰτία σκανδάλου καὶ ἁμαρτίας εἰς τὸν ἀδελφόν μου, δὲν θὰ φάγω ποτὲ οἰονδήποτε εἶδος κρεάτων, διὰ νὰ μὴ σκανδαλίσω τὸν ἀδελφόν μου. Καὶ ἔρχομαι νὰ σᾶς δείξω, ὅτι διὰ τοὺς ἀσθενεῖς ἀδελφοὺς ἔκαμα καὶ ἑξακολουθῶ νὰ κάνω θυσίας τῶν δικαιωμάτων μου.