Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Διώκετε τὴν ἀγάπην· ζηλοῦτε δὲ τὰ πνευματικά, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε. 1 Λοιπόν, αγωνίζεσθε, με επιμονήν να αποκτήσετε την αγάπην. Να επιθυμήτε με φλογερόν ζήλον τα πνευματικά χαρίσματα· περισσότερον δε από κάθε άλλον το χάρισμα και την ικανότητα να εξαγγέλλετε το θέλημα και την βουλήν του Θεού στους πιστούς. 1 Αφοῦ λοιπὸν τόσον πολὺ ὑπερέχει ἡ ἀγάπη, ἐπιδιώκετε μὲ ἐπιμονὴν νὰ τὴν ἀποκτήσετε. Νὰ ἐπιθυμῆτε δὲ μὲ ζῆλον τὰ πνευματικὰ χαρίσματα, περισσότερον δὲ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος, διὰ νὰ διδάσκετε τοὺς πιστούς.
2 ὁ γὰρ λαλῶν γλώσσῃ οὐκ ἀνθρώποις λαλεῖ, ἀλλὰ τῷ Θεῷ· οὐδεὶς γὰρ ἀκούει, πνεύματι δὲ λαλεῖ μυστήρια· 2 Διότι εκείνος που ομιλεί ξένας γλώσσας, δεν ομιλεί προς τους ανθρώπους, αφού ως ξενόγλωσσον δεν τον εννοούν, αλλ' ομιλεί προς τον Θεόν· διότι κανείς δεν τον ακούει με ενδιαφέρον, αφού δεν τον καταλαβαίνει, εφ' όσον αυτός με το πνεύμα του, που έχει βέβαια τον φωτισμόν και την χάριν του Αγίου Πνεύματος, λαλεί αγνώστους και μυστηριώδεις αληθείας. 2 Τὸ προφητικὸν χάρισμα εἶναι ἀνώτερον ἀπὸ τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν, ποὺ πολλοὶ ἀπὸ σᾶς ζηλεύουν νὰ τὸ εἶχαν. Διότι ἐκεῖνος, ποὺ ὁμιλεῖ γλώσσας, δὲν ὁμιλεῖ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ πρὸς τὸν Θεόν. Δὲν ὁμιλεῖ δὲ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, διότι κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἀκούουν, δὲν καταλαβαίνει τὰ λεγόμενα, ἀλλὰ μὲ τὴν ψυχήν του, ποὺ διευθύνεται ἀπὸ τὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λαλεῖ αὐτὸς μυστηριώδεις ἀληθείας.
3 ὁ δὲ προφητεύων ἀνθρώποις λαλεῖ οἰκοδομὴν καὶ παράκλησιν καὶ παραμυθίαν. 3 Εκείνος όμως που εξαγγέλει στους ανθρώπους το θέλημα και την βουλήν του Θεού ομιλεί κατά τρόπον ωφέλιμον και οικοδομητικόν και ενθαρρύνει και παρηγορεί τους πιστούς με την διδασκαλίαν του. 3 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ προφητεύει, λέγει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους λόγους, οἱ ὁποῖοι στηρίζουν εἰς τὴν πίστιν καὶ προτρέπουν καὶ ἐνισχύουν εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ παρηγοροῦν εἰς τοὺς πειρασμό.
4 ὁ λαλῶν γλώσσῃ ἑαυτὸν οἰκοδομεῖ, ὁ δὲ προφητεύων ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ. 4 Εκείνος που ομολεί ξένην γλώσσαν, οικοδομείται βέβαι ο ίδιος από τα νοήματά που του εμπνέει το Πνεύμα το Αγιον. Εκείνος όμως που διδάσκει τας αληθείας της πίστεως, οικοδομεί όλο το πλήθος των πιστών, που τον ακούουν. 4 Ἐκεῖνος ποὺ λαλεῖ γλῶσσαν, αἰσθάνεται βέβαια τὴν ἐπενέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία θερμαίνει καὶ ἐμπνέει τὸ ἐσωτερικόν του. Ἀλλ’ ἡ ἐπενέργεια αὐτὴ οἰκοδομεῖ μόνον τὸν ἑαυτόν του. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ προφητεύει καὶ διδάσκει τὰς ἀληθείας τῆς πίστεως, οἰκοδομεῖ ὁλόκληρον σύναξιν πιστῶν.
5 θέλω δὲ πάντας ὑμᾶς λαλεῖν γλώσσαις, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε· μείζων γὰρ ὁ προφητεύων ἢ ὁ λαλῶν γλώσσαις, ἐκτὸς εἰ μὴ διερμηνεύῃ, ἵνα ἡ ἐκκλησία οἰκοδομὴν λάβῃ. 5 Και εγώ βέβαια θέλω να ομιλήτε όλοι σας ξένας γλώσσας, αφού τόσον πολύ το επιθυμείτε. Περισσότερον όμως θέλω να έχετε τον πλούτον της γνώσεως του Αγίου Πνεύματος και να εξαγγέλλετε το θέλημα και την βουλήν του Κυρίου. Διότι από απόψεως πνευματικής οικοδομής και εξυπηρετήσεως των πιστών, είναι ανώτερος εκείνος, που διδάσκει, από εκείνον που ομιλεί ξένας γλώσσας, εκτός εάν ο ίδιος εξηγή όσα λέγει, δια να οικοδομηθή εις την αλήθειαν και την αρετήν η Εκκλησία, οι πιστοί. 5 Ἀφοῦ δὲ τὸ θέλετε σεῖς, τὸ θέλω καὶ ἐγὼ νὰ λαλῆτε ὅλοι σας γλώσσας, περισσότερον ὅμως θέλω νὰ προφητεύετε. Διότι ἀνώτερος ἐξ ἐπόψεως τῆς ὠφελείας ποὺ γίνεται εἰς τοὺς ἀδελφούς, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ προφητεύει καὶ διδάσκει, παρὰ ἐκεῖνος ποὺ λαλεῖ γλώσσας, ἐκτὸς ἐὰν ὁ ἴδιος διερμηνεύῃ καὶ ἐξηγῇ τὰ ὅσα λέγει, ὥστε ἡ σύναξις τῶν πιστῶν κατανοοῦσα τὰ λεγάμενα νὰ λάβῃ οἰκοδομὴν καὶ ὠφέλειαν.
6 νυνὶ δέ, ἀδελφοί, ἐὰν ἔλθω πρὸς ὑμᾶς γλώσσαις λαλῶν, τί ὑμᾶς ὠφελήσω, ἐὰν μὴ ὑμῖν λαλήσω ἢ ἐν ἀποκαλύψει ἢ ἐν γνώσει ἢ ἐν προφητείᾳ ἢ ἐν διδαχῇ; 6 Τωρα όμως αδελφοί, ας υποθέσωμεν ότι έρχομαι προς σας ομιλών ξένας γλώσσας. Τι έχω να σας ωφελήσω, εάν δεν σας ομιλήσω η με αποκάλυψιν Θεού η με γνώσιν που θα γίνη κτήμα σας η με προφητείαν η με διδασκαλίαν οικοδομητικήν; 6 Τώρα ὅμως, ἀδελφοί, ἐὰν ἔλθω πρὸς σᾶς καὶ ὁμιλῶ γλώσσας, ποὺ δὲν τὰς καταλαβαίνετε, τὶ θὰ σᾶς ὠφελήσω, ἐὰν δὲν σᾶς ὁμιλήσω ἡ μὲ ἀποκάλυψιν ἡ μὲ γνῶσιν καταληπτὴν εἰς ὅλους τοὺς πιστοὺς ἡ μὲ προφητείαν ἡ μὲ διδασκαλίαν;
7 ὅμως τὰ ἄψυχα φωνὴν διδόντα, εἴτε αὐλὸς εἴτε κιθάρα, ἐὰν διαστολὴν τοῖς φθόγγοις μὴ διδῷ, πῶς γνωσθήσεται τὸ αὐλούμενον ἢ τὸ κιθαριζόμενον; 7 Ομως τα μουσικά όργανα, που είναι βέβαια άψυχα, όταν βγάζουν ήχον, είτε αυλός είναι είτε κιθάρα, εάν δεν ξεχωρίσουν και εναρμονίσουν τους μουσικούς φθόγγους, πως θα γίνη γνωστόν και κατανοητόν αυτό που παίζει ο αυλός η η κιθάρα; 7 Τὰ ἄψυχα μουσικὰ ὄργανα, καίτοι εἶναι ἄψυχα, ὅμως ὅταν βγάνουν φωνὴν καὶ παράγουν ἦχον, εἴτε αὐλὸς εἶναι τὸ ὄργανον, εἴτε κιθάρα, ἐὰν δὲν δώσουν διάκρισιν εἰς τοὺς ἤχους καὶ δὲν διαχωρίσουν τοὺς τόνους, πῶς θὰ γίνῃ ἀντιληπτὸν τὸ μουσικὸν μέλος, ποὺ παίζεται μὲ τὸν αὐλὸν ἢ μὲ τὴν κιθάραν;
8 καὶ γὰρ ἐὰν ἄδηλον φωνὴν σάλπιγξ δῷ, τίς παρασκευάσεται εἰς πόλεμον; 8 Και εάν πάλιν η πολεμική σάλπιγξ βγάλή φωνήν χωρίς νόημα και σημασίαν, ποιός θα παρασκευασθή εις πόλεμον και θα λάβη μέρος εις την μάχην; 8 Διότι καὶ ἐὰν κάποια σάλπιγγα δώσῃ ἄγνωστον καὶ χωρὶς σημασίαν σάλπισμα, ποῖος θὰ παρασκευαστῇ διὰ νὰ πολεμήσῃ καὶ λάβῃ μέρος εἰς τὴν μάχην;
9 οὕτω καὶ ὑμεῖς διὰ τῆς γλώσσης ἐὰν μὴ εὔσημον λόγον δῶτε, πῶς γνωσθήσεται τὸ λαλούμενον; ἔσεσθε γὰρ εἰς ἀέρα λαλοῦντες. 9 Ετσι και σεις, εάν με την γλώσσαν σας δεν πήτε λόγον, που να έχη νόημα και σημασίαν σαφή και καταληπτήν στους άλλους, πως είναι δυνατόν να εννοηθούν τα λεγόμενά σας; Διότι θα είσθε σαν να ομιλήτε στον αέρα. 9 Ἔτσι καὶ σεῖς μὲ τὸ χάρισμα τῆς γλώσσης, ἐὰν δὲν εἴπετε λόγον σαφῆ καὶ καταληπτόν, πῶς θὰ καταλάβουν οἱ ἄλλοι ἐκεῖνο, ποὺ λέγετε; Θὰ λέγετε χωρὶς καμμίαν ὠφέλειαν, διότι τότε θὰ ὁμιλῆτε εἰς τὸν ἀέρα καὶ θὰ ματαιοπονῆτε.
10 τοσαῦτα εἰ τύχοι γένη φωνῶν ἐστιν ἐν κόσμῳ, καὶ οὐδὲν αὐτῶν ἄφωνον· 10 Υπάρχουν στον κόσμον, και εγώ δεν γνωρίζω πόσα ειδή γλωσσών και κανένα από αυτά δεν είναι χωρίς νόημα, χωρίς σημασίαν. 10 Τόσον πολλὰ ἂν τύχῃ κανεὶς νὰ ξεύρῃ πόσα - εἴδη γλωσσῶν ὑπάρχουν εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ἡ κάθε μία γλῶσσα ἔχει τὴν σημασίαν της καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ξεύρουν, συνεννοοῦνται μὲ αὐτήν.
11 ἐὰν οὖν μὴ εἰδῶ τὴν δύναμιν τῆς φωνῆς, ἔσομαι τῷ λαλοῦντι βάρβαρος καὶ ὁ λαλῶν ἐν ἐμοὶ βάρβαρος. 11 Εάν, λοιπόν, εγώ δεν γνωρίζω την σημασίαν της γλώσσης και δεν εννοώ τα νοήματα που αναπτύσσονται με αυτήν, θα είμαι δια τον ομιλούντα ξενόγλωσσος βάρβαρος, όπως και ο ομιλών την ξένην γλώσσαν θα είναι δι' εμέ βάρβαρος. 11 Ἐὰν λοιπὸν δὲν γνωρίζω τὴν σημασίαν τῆς γλώσσης, θὰ εἶμαι βάρβαρος δι' ἐκεῖνον, ποὺ ὁμιλεῖ τὴν ξένην γλῶσσαν, καθὼς καὶ αὐτὸς ὁ ξενόγλωσσος θὰ εἶναι δι’ ἐμὲ βάρβαρος.
12 οὕτω καὶ ὑμεῖς, ἐπεὶ ζηλωταί ἐστε πνευμάτων, πρὸς τὴν οἰκοδομὴν τῆς ἐκκλησίας ζητεῖτε ἵνα περισσεύητε. 12 Ετσι και σεις, επειδή έχετε ζήλον και επιθυμείτε πολύ να αποκτήσετε πνευματικά χαρίσματα, ζητείτε από τον Θεόν να σας δώση με το παραπάνω εκείνα που βοηθούν και συνεργούν εις την πνευματικήν ωφέλειαν και πρόοδον των πιστών. 12 Ἔτσι καὶ σεῖς, ἀφοῦ μὲ πολὺν ζῆλον ἐπιδιώκετε τὰ πνευματικὰ χαρίσματα, νὰ ζητῆτε νὰ σᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς περίσσια ἐκεῖνα τὰ χαρίσματα ποὺ συντελοῦν εἰς τὸ νὰ οἰκοδομῆται ἡ Ἐκκλησία.
13 Διόπερ ὁ λαλῶν γλώσσῃ προσευχέσθω ἵνα διερμηνεύῃ. 13 Δι' αυτό ακριβώς εκείνος που ομιλεί ξένην γλώσσαν, ας παρακαλή τον Θεόν να του δοθή το χάρισμα, δια να εξηγή και να ερμηνεύη την γλώσσαν αυτήν. 13 Ἀκριβῶς δὲ δι’ αὐτὸ ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει τὸ χάρισμα τοῦ νὰ ὁμιλῇ γλῶσσαν, ἂς προσεύχεται νὰ τοῦ δοθῇ καὶ τὸ χάρισμα τοῦ νὰ διερμηνεύῃ τὴν γλῶσσαν.
14 ἐὰν γὰρ προσεύχωμαι γλώσσῃ, τὸ πνεῦμά μου προσεύχεται, ὁ δὲ νοῦς μου ἄκαρπός ἐστι. 14 Διότι, εάν με το χάρισμα της γλώσσης προσεύχωμαι στον Θεόν, η καρδιά μου και η ψυχή μου, που ευρίσκονται υπό την χάριν του Αγίου Πνεύματος, πλημμυρίζουν από ιερά συναισθήματα και ωφελούνται από την προσευχήν. Η διάνοιά μου όμως μένει στείρα και άκαρπος, διότι δεν κατανοεί και δεν προσφέρει καμμίαν πνευματικήν ωφέλειαν στους άλλους. 14 Διότι, ἐὰν προσεύχωμαι μὲ τὸ χάρισμα τῆς γλώσσης, προσεύχεται μὲν ἡ ψυχή μου, ποὺ εὑρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ Πνεύματος καὶ αἰσθάνεται τὸν ἑαυτόν της ἐνωμένον μὲ τὸ Πνεῦμα, ἀλλ’ ὁ νοῦς μου δὲν κατανοεῖ ἐκεῖνα ποὺ λέγω καὶ συνεπῶς παραμένει ἄκαρπος καὶ χωρὶς ὠφέλειαν.
15 τί οὖν ἐστι; προσεύξομαι τῷ πνεύματι, προσεύξομαι δὲ καὶ τῷ νοΐ· ψαλῶ τῷ πνεύματι, ψαλῶ δὲ καὶ τῷ νοΐ. 15 Τι λοιπόν πρέπει να γίνη επί του προκειμένου; Θα προσευχηθώ με το πνευματικόν χάρισμα, αλλά θα προσευχηθώ και με τον νουν, κατανοών και ερμηνεύων το περιεχόμενον, της προσευχής. Θα ψάλλω με το πνευματικόν χάρισμα της γλώσσης, θα ψάλλω όμως και με τον νουν. 15 Ἢ λοιπὸν εἶναι τὸ ὠφελιμώτερον καὶ τὸ περισσότερον καρποφόρον; Θὰ προσευχηθῶ μὲ τὸ πνευματικὸν χάρισμα, ἀλλὰ θὰ προσευχηθῶ καὶ μὲ τὸν νοῦν, κατανοῶν καὶ ἐξηγῶν τὰ λεγόμενα. Θὰ ψάλω μὲ τὸ πνευματικὸν χάρισμα, θὰ ψάλω ὅμως καὶ μὲ τὸν νοῦν.
16 ἐπεὶ ἐὰν εὐλογήσῃς τῷ πνεύματι, ὁ ἀναπληρῶν τὸν τόπον τοῦ ἰδιώτου πῶς ἐρεῖ τὸ ἀμήν ἐπὶ τῇ σῇ εὐχαριστίᾳ; ἐπειδὴ τί λέγεις οὐκ οἶδε· 16 Διότι εάν δια του πνευματικού σου χαρίσματος δοξολογήσης τον Θεόν εις την ξένην γλώσσαν, τότε εκείνο που έχει την θέσιν του ακροατού, ο απλούς που δεν γνωρίζει την γλώσσαν, πως θα είπη το αμήν δια την ευχαριστίαν σου; Βεβαίως δεν θα το είπη, διότι δεν γνωρίζει τι λέγεις. 16 Καὶ πρέπει νὰ ψάλης καὶ μὲ τὸν νοῦν, μὲ λέξεις δηλαδὴ ποὺ ὅλοι τὰς ἐννοοῦν, διότι, ἐὰν δοξολογήσῃς τὸν Θεόν μὲ τὸ πνευματικὸν χάρισμα τῆς γλώσσης, ποὺ δὲν τὴν ἐννοεῖ κανείς, τότε ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει τὴν θέσιν τοῦ ἀκροατοῦ, πῶς θὰ εἴπῃ τὸ Ἀμὴν διὰ τὴν εὐχαριστίαν σου; Ἀσφαλῶς δὲν θὰ τὸ εἴπῃ, διότι δὲν γνωρίζει τί λέγεις.
17 σὺ μὲν γὰρ καλῶς εὐχαριστεῖς, ἀλλ’ ὁ ἕτερος οὐκ οἰκοδομεῖται. 17 Διότι συ μεν καλά ευχαριστείς τον Θεόν εις την ξένην γλώσσαν· ο άλλος όμως δεν οικοδομείται πνευματικώς. 17 Ἢ ἐμπνευσμένη εὐχαριστία σου λοιπὸν πηγαίνει χαμένη. Διότι σὺ μὲν καλὰ εὐχαριστεῖς τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὁ ἄλλος, ἀφοῦ δὲν νοιώθει τὰ ὅσα λέγεις, δὲν οἰκοδομεῖται πνευματικῶς.
18 εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου, πάντων ὑμῶν μᾶλλον γλώσσαις λαλῶν· 18 Ευχαριστώ τον Θεόν μου, διότι μου έδωσε το χάρισμα να ομιλώ ξένας γλώσσας περισσότερον από όλους σας. 18 Εὐχαριστῶ τὸν Θεόν μου, διότι μου ἔδωκε τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν καὶ ὁμιλῶ γλώσσας περισσότερον ἀπὸ ὅλους σας.
19 ἀλλ’ ἐν ἐκκλησίᾳ θέλω πέντε λόγους διὰ τοῦ νοός μου λαλῆσαι, ἵνα καὶ ἄλλους κατηχήσω, ἢ μυρίους λόγους ἐν γλώσσῃ. 19 Αλλ' εις την σύναξιν των πιστών επιθυμώ και θέλω να πω πέντε σαφή και καθαρά λόγια, που να τα καταλαβαίνη ο ιδικός μου νους και ο νους των άλλων, δια να τους διδάξω την αλήθειαν του Θεού, παρά να είπω χιλιάδας λόγους εις ξένην και άγνωστον δι' αυτούς γλώσσαν. 19 Ἐν τούτοις εἰς τὴν σύναξιν τῶν πιστῶν προτιμῶ νὰ εἴπω πέντε λόγους, ποὺ νὰ τοὺς καταλαβαίνει ὁ νοῦς μου, διὰ νὰ διδάξω καὶ ἄλλους, παρὰ νὰ εἴπω μὲ τὸ χάρισμα τῆς γλώσσης χιλιάδας λόγους, ποὺ δὲν τοὺς νοιώθει κανείς.
20 Ἀδελφοί, μὴ παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν, ἀλλὰ τῇ κακίᾳ νηπιάζετε, ταῖς δὲ φρεσὶ τέλειοι γίνεσθε. 20 Αδελφοί, μη γίνεσθε σαν μικρά παιδιά κατά τον νουν και κατά την σκέψιν, αλλά να γίνεσθε απονήρευτοι και αθώοι σαν τα νήπια κατά την κακίαν. Κατά δε τον νουν και την σύνεσιν και την ορθοφροσύνην να γίνεσθε τέλειοι. 20 Καὶ διὰ νὰ τελειώνω μὲ τὸ ζήτημα αὐτὸ, ἀδελφοί, σᾶς προτρέπω νὰ μὴ συμπεριφέρεσθε σὰν νὰ εἶσθε ἀκόμη παιδιὰ εἰς τὸ μυαλό, ἀνίκανοι νὰ σκεφθῆτε σοβαρὰ καὶ συνετά, ἀλλὰ νὰ γίνεσθε μόνον ὡς πρὸς τὴν κακίαν ἀπονήρευτοι καὶ ἀθῷοι σὰν τὰ νήπια. Εἱς τὰ μυαλὰ ὅμως καὶ τὴν φρόνιμον καὶ συνετὴν σκέψιν φροντίζετε πάντοτε νὰ γίνεσθε τέλειοι ἄνδρες.
21 ἐν τῷ νόμῳ γέγραπται ὅτι ἐν ἑτερογλώσσοις καὶ ἐν χείλεσιν ἑτέροις λαλήσω τῷ λαῷ τούτῳ, καὶ οὐδ’ οὕτως εἰσακούσονταί μου λέγει Κύριος. 21 Εις την Παλαιάν Διαθήκην έχει γραφή, ότι “θα ομιλήσω στον λαόν τούτον, τον ιουδαϊκόν, δια μέσου ανθρώπων που ομιλούν ξένας γλώσσας και με χείλη ξένων λαών, αλλ' ακόμη ούτε με τον τρόπον αυτόν, τον θαυμαστόν και υπερφυσικόν, θα με ακούσουν”, λέγει ο Κυριος. 21 Σκεφθῆτε καὶ τώρα ὠριμώτερα. Εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ἔχει γραφῆ, ὅτι μὲ ἀνθρώπους ποὺ ὁμιλοῦν ξένας γλώσσας καὶ μὲ χείλη ξένων λαῶν θὰ ὁμιλήσω πρὸς τὸν λαὸν αὐτόν, ἀλλ’ οὐδὲ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ μὲ ἀκούσουν, λέγει ὁ Κύριος.
22 ὥστε αἱ γλῶσσαι εἰς σημεῖόν εἰσιν οὐ τοῖς πιστεύουσιν, ἀλλὰ τοῖς ἀπίστοις, ἡ δὲ προφητεία οὐ τοῖς ἀπίστοις, ἀλλὰ τοῖς πιστεύουσιν. 22 Ωστε αι ξέναι γλώσσαι δίδονται δια να είναι υπερφυσικόν σημείον όχι στους πιστεύοντας, αλλ' στους απίστους, μήπως και επιστρέψουν εις την πίστιν. Το δε χάρισμα της προφητείας και διδασκαλίας υπάρχει όχι δια τους απίστους, αλλά δια τους πιστούς, ώστε να προοδεύουν και να ενισχύωνται εις την πνευματικήν ζωήν. 22 Ὥστε αἱ ξέναι γλῶσσαι δίδονται διὰ νὰ εἶναι θαῦμα καὶ ὑπερφυσικὸν σημάδι ὄχι εἰς ἐκείνους ποὺ πιστεύουν, ἀλλ’ εἰς τοὺς ἀπίστους διὰ νὰ παρακινηθοῦν ἀπὸ αὐτὸ καὶ νὰ πιστεύσουν. Ἡ προφητεία ὅμως καὶ τὸ διδακτικὸν χάρισμα δίδεται ὄχι διὰ τοὺς ἀπίστους, ἀλλὰ δι’ ἐκείνους ποὺ πιστεύουν, διὰ νὰ φωτισθοῦν καὶ οἰκοδομηθοῦν περισσότερον.
23 Ἐὰν οὖν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία ὅλη ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ πάντες γλώσσαις λαλῶσιν, εἰσέλθωσι δὲ ἰδιῶται ἢ ἄπιστοι, οὐκ ἐροῦσιν ὅτι μαίνεσθε; 23 Εάν, λοιπόν, συγκεντρωθούν στο αυτό μέρος οι πιστοί και όλοι ομιλούν ξένας γλώσσας, εισέλθουν δε άνθρωποί που δεν έχουν χαρίσματα η είναι και εντελώς άπιστοι, δεν θα πουν ότι είσθε έξαλλοι και τρελλοί; 23 Ἐὰν λοιπὸν συναθροισθῇ εἰς τὸ αὐτὸ μέρος ὁλόκληρος ἡ Ἐκκλησία τῶν πιστῶν καὶ ὅλοι ὁμιλοῦν γλώσσας, ἔμβουν δὲ μέσα ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ξεύρουν τί εἶναι τὰ πνευματικὰ χαρίσματα, ἢ ἄνθρωποι ἄπιστοι, δὲν θὰ εἴπουν, ὅτι ἐπάθατε μανίαν καὶ εἶσθε τρελλοί;
24 ἐὰν δὲ πάντες προφητεύωσιν, εἰσέλθῃ δέ τις ἄπιστος ἢ ἰδιώτης, ἐλέγχεται ὑπὸ πάντων, ἀνακρίνεται ὑπὸ πάντων, 24 Εάν όμως όλοι διδάσκουν με απλότητα και σαφήνειαν, έλθη δε στον τόπον της συγκεντρώσεώς σας ένας άπιστος η κάποιος απλοϊκός χωρίς πνευματικόν χάρισμα, αποκαλύπτεται τότε με τον τρόπον αυτόν από όλους οποίος πράγματι είναι αυτός και ερευνάται η καρδία του από όλους· 24 Ἐὰν ὅμως ὅλοι προφητεύουν, ἔμβῃ δὲ εἰς τὸν τόπον τῆς συνάξεως κάποιος ἄπιστος ἢ κάποιος ποὺ δὲν ἔχει ἰδέαν περὶ χαρισμάτων, φανερώνεται μὲ τὸ προφητικὸν χάρισμα ἀπὸ ὅλους ὅ,τι ἔχει ὁ ξένος αὐτὸς εἰς τὴν καρδίαν του, ἐξετάζεται καὶ ἐρευνᾶται ἀπὸ ὅλους τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ.
25 καὶ οὕτω τὰ κρυπτὰ τῆς καρδίας αὐτοῦ φανερὰ γίνεται· καὶ οὕτω πεσὼν ἐπὶ πρόσωπον προσκυνήσει τῷ Θεῷ, ἀπαγγέλλων ὅτι ὁ Θεὸς ὄντως ἐν ὑμῖν ἐστι. 25 και έτσι τα κρυπτά της καρδίας του γίνονται φανερά· και ως αποτέλεσμα θα έλθη ότι αυτός θα πέση με το πρόσωπον εις την γην, θα προσκυνήση τον Θεόν και θα ομολογήση δημοσία με συναίσθησιν και μετάνοιαν, ότι “πράγματι ο Θεός είναι μεταξύ σας”. 25 Καὶ ἔτσι τὰ ἀπόκρυφα τῆς καρδίας του γίνονται φανερά. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι, ὅτι αὐτός, ἀφοῦ πέσῃ μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, θὰ προσκυνήσῃ τὸν Θεόν καὶ θὰ διακηρύττῃ δημοσίᾳ, ὅτι πραγματικῶς ὑπάρχει μεταξύ σας ὁ Θεός.
26 Τί οὖν ἐστιν, ἀδελφοί; ὅταν συνέρχησθε, ἕκαστος ὑμῶν ψαλμὸν ἔχει, διδαχὴν ἔχει, γλῶσσαν ἔχει, ἀποκάλυψιν ἔχει, ἑρμηνείαν ἔχει· πάντα πρὸς οἰκοδομὴν γινέσθω. 26 Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνη επί του προκειμένου, αδελφοί; Οταν συναθροίζεσθε στον τόπον της λατρείας και της προσευχής, ο καθένας σας η ψαλμόν έχει η διδασκαλίαν έχει η γλώσσαν η κάποιαν αποκάλυψιν η εξήγησιν και ανάλυσιν των θείων λόγων, όλα αυτά τα χαρίσματα του Θεού, ας γίνωνται προς πνευματικήν ωφέλειαν των πιστών. 26 Σύμφωνα λοιπὸν μὲ αὐτά, ποῖον εἶναι τὸ ὠφέλιμον, ἀδελφοί; Ὅταν συναθροίζεσθε πρὸς λατρείαν καὶ κοινὴν προσευχήν, καθένας ἀπὸ σᾶς εἴτε ἔχει ἀπὸ ἔμπνευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ψαλμόν, εἴτε ἔχει διδασκαλίαν οἰκοδομητικήν, εἴτε ἔχει γλῶσσαν, εἴτε ἔχει κάποιαν ἀποκάλυψιν, εἴτε ἔχει χάρισμα νὰ διερμηνεύῃ τὰς γλώσσας, ὅ,τι καὶ ἐὰν ἔχῃ ὁ καθένας, ἂς γίνονται ὅλα πρὸς οἰκοδομὴν τῆς συνάξεως.
27 εἴτε γλώσσῃ τις λαλεῖ, κατὰ δύο ἢ τὸ πλεῖστον τρεῖς, καὶ ἀνὰ μέρος, καὶ εἷς διερμηνευέτω· 27 Εάν μερικοί ομιλούν γλώσσας, ας ομιλούν από δύο η το πολύ τρεις και με την σειράν του ο καθένας· ένας δε ας ερμηνεύη όσα λέγει εκείνος, που ομιλεί εις ξένην γλώσσαν. 27 Εἴτε ὁμιλεῖ κανεὶς γλῶσσαν, ἂς ὁμιλοῦν ἀπὸ δύο ἢ τὸ πολὺ τρεῖς εἰς κάθε σύναξιν, καὶ κατὰ σειρὰν ὁ ἕνας κατόπιν ἀπὸ τὸν ἄλλον. Καὶ ἕνας ἂς διερμηνεύῃ τὰ ὅσα λέγει ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει τὸ χάρισμα τῆς γλώσσης.
28 ἐὰν δὲ μὴ ᾖ διερμηνευτής, σιγάτω ἐν ἐκκλησίᾳ, ἑαυτῷ δὲ λαλείτω καὶ τῷ Θεῷ. 28 Εάν δε δεν υπάρχη διερμηνεύς, τότε αυτός που έχει το χάρισμα της γλώσσης ας σιωπά κατά την σύναξιν. Ας ομιλή δε με τον εαυτόν του και με τον Θεόν. 28 Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπάρχῃ διερμηνεύς, τότε ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει τὸ χάρισμα τῆς γλώσσης, ἂς σιωπᾷ κατὰ τὴν σύναξιν. Ἂς ὁμιλῇ δὲ μὲ τὸν ἑαυτόν του καὶ μὲ τὸν Θεόν, ὥστε μόνος αὐτὸς καὶ ὁ Θεὸς νὰ ἀκούῃ.
29 προφῆται δὲ δύο ἢ τρεῖς λαλείτωσαν, καὶ οἱ ἄλλοι διακρινέτωσαν· 29 Προφήται δε πάλιν δύο η τρεις ας ομιλούν και οι άλλοι ας κρίνουν και ας διακρίνουν, αν ο προφήτης είναι πραγματικός η εάν είναι απατεών. 29 Προφῆται δὲ δύο ἡ τρεῖς ἂς ὁμιλοῦν εἲς κάθε σύναξιν καί οἰ ἄλλοι ἂς ἄκουουν καὶ ἂς διακρινοῦν, ἂν ὁ προφήτης εἶναι ἀληθὴς καὶ ὄχι πλανεμένος καὶ ἀγύρτης.
30 ἐὰν δὲ ἄλλῳ ἀποκαλυφθῇ καθημένῳ, ὁ πρῶτος σιγάτω. 30 Εάν δε εν τω μεταξύ εις άλλον, που κάθεται, αποκαλυφθούν αλήθειαι εκ μέρους του Θεού, ας ομιλήση αυτός και ο πρώτος ας σιωπήση. 30 Ἐὰν δὲ ἐν τῷ μεταξὺ γίνῃ ἀποκάλυψις εἰς ἄλλον ποὺ κάθηται, ὁ πρῶτος ἂς σιωπᾷ.
31 δύνασθε γὰρ καθ’ ἕνα πάντες προφητεύειν, ἵνα πάντες μανθάνωσι καὶ πάντες παρακαλῶνται· 31 Διότι ημπορείτε όλοι σας ο ένας μετά τον άλλον να προφητεύετε και να διδάσκετε, ώστε όλοι να μανθάνουν, και όλοι να παρηγορούνται, να ενισχύωνται εις την πίστιν και την αρετήν. 31 Διότι ἠμπορεῖτε ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου νὰ προφητεύετε καὶ νὰ διδάσκετε ὅλοι, διὰ νὰ μανθάνουν ὅλοι καὶ διὰ νὰ παρηγοροῦνται ὅλοι μὲ ἐκεῖνα ποὺ θὰ λέγουν οἱ περισσότεροι προφῆται.
32 καὶ πνεύματα προφητῶν προφήταις ὑποτάσσεται· 32 Διότι και τα χαρίσματα της προφητείας υποτάσσονται στους προφήτας και έτσι ημπορούν αυτοί να ομιλούν και να σιωπούν, όταν το κρίνουν. 32 Εἶναι δὲ δυνατὸν νὰ σιωπᾷ ὁ ἕνας προφήτης διὰ νὰ δώσῃ τὴν θέσιν του εἰς τὸν ἄλλον. Διότι τὰ χαρίσματα τῆς προφητείας ὑποτάσσονται εἰς τοὺς προφήτας καὶ συνεπῶς οἱπροφῆται, ὅταν θέλουν, ἠμποροῦν νὰ σιωπήσουν.
33 οὐ γάρ ἐστιν ἀκαταστασίας ὁ Θεὸς, ἀλλὰ εἰρήνης. 33 Διότι ο Θεός μας δεν είναι Θεός αταξίας και συγχύσεως, αλλ' ειρήνης και τάξεως. 33 Καὶ ὑποτάσσονται τὰ χαρίσματα τῆς προφητείας, διότι ὁ Θεός, ποὺ τὰ δίδει, δὲν εἶναι Θεὸς ἀταξίας καὶ θορύβου, ἀλλὰ Θεὸς εἰρήνης.
34 Ὡς ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις τῶν ἁγίων, αἱ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις σιγάτωσαν· οὐ γὰρ ἐπιτέτραπται αὐταῖς λαλεῖν, ἀλλ’ ὑποτάσεσθαι, καθὼς καὶ ὁ νόμος λέγει. 34 Κατά την τάξιν δε που επικρατεί εις όλας τας Εκκλησίας των Χριστιανών, αι γυναίκες σας εις τας συγκεντρώσεις των πιστών ας σιωπούν. Διότι δεν είναι επιτετραμμένον εις αυτάς να ομιλούν και να διδάσκουν, αλλά να υποτάσσωνται, όπως και ο νόμος του Θεού λέγει. 34 Σύμφωνα μὲ τὴν τάξιν καὶ εἰρήνην, ποὺ ἐπικρατεῖ εἰς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τῶν Χριστιανῶν, αἱ γυναῖκες σας εἰς τὰς συνάξεις τῶν πιστῶν ἂς σιωποῦν, διότι δὲν ἔχει ἐπιτραπῆ εἰς αὐτὰς νὰ ὁμιλοῦν, ἀλλὰ πρέπει νὰ ὑποτάσσωνται, καθὼς καὶ ὁ νόμος λέγει εἰς τὸ βιβλίον τῆς Γενέσεως.
35 εἰ δέ τι μαθεῖν θέλουσιν, ἐν οἴκῳ τοὺς ἰδίους ἄνδρας ἐπερωτάτωσαν· αἰσχρὸν γάρ ἐστι γυναιξὶν ἐν ἐκκλησίᾳ λαλεῖν. 35 Εάν δε και θέλουν να μάθουν κάτι που δεν γνωρίζουν η κάτι που ελέχθη εις την σύναξιν και δεν το εννόησαν, ας ερωτούν δι' αυτό τους άνδρας των στο σπίτι. Διότι είναι απρεπές και άκοσμον δια τας γυναίκας να ομιλούν και να διδάσκουν εις την σύναξιν των πιστών κατά την ώραν της λατρείας. 35 Ἐὰν δὲ θέλουν νὰ μάθουν κάτι, ποὺ ἐλέχθη εἰς τὴν σύναξιν καὶ δὲν τὸ ἐκατάλαβαν, ἂς ἐρωτοῦν δι’ αὐτὸ εἰς τὸ σπίτι τοὺς ἄνδρας των. Διότι εἶναι ἀπρεπὲς καὶ ἄσχημον εἰς τὰς γυναῖκας νὰ ὁμιλοῦν εἰς τὴν σύναξιν τῶν πιστῶν.
36 ἢ ἀφ’ ὑμῶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθεν, ἢ εἰς ὑμᾶς μόνους κατήντησεν; 36 Αυτό γίνεται εις τας άλλας Εκκλησίας. Η μήπως τυχόν φρονείτε ότι η ιδική σας Εκκλησία είναι αρχαιοτέρα και ανωτέρα από τας άλλας και ότι από σας εβγήκεν ο λόγος του Θεού η αποκλειστικά και μόνον εις σας ελέχθη και έμεινε; 36 Αὐτὸ ἐπικρατεῖ καὶ εἰς τὰς ἄλλας Ἐκκλησίας. Διατὶ δὲν τὸ τηρεῖτε καὶ σεῖς; Ἢ μήπως ἡ Ἐκκλησία σας εἶναι ἡ μητέρα τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν καὶ ἀπὸ σᾶς πρωτοεβγῆκεν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ; Ἢ εἰς σᾶς μόνους ἐκατάντησε καὶ ἐμείνατε οἰ μοναδικοὶ εἰς τὴν οἰκουμένην πιστοί, ὥστε ἀπὸ σᾶς νὰ ἐξαρτᾶται ἡ τακτοποίησις τῆς Ἐκκλησίας;
37 Εἴ τις δοκεῖ προφήτης εἶναι ἢ πνευματικός, ἐπιγινωσκέτω ἃ γράφω ὑμῖν, ὅτι τοῦ Κυρίου εἰσὶν ἐντολαί· 37 Εάν κανείς νομίζη, ότι είναι προφήτης η ότι έχει πνευματικόν χάρισμα, ας προσπαθήση να καταλάβη καλά αυτά, που σας γράφω, διότι είναι εντολαί του Κυρίου και όχι ιδικαί μου. 37 Ἐὰν κανεὶς νομίζῃ, ὅτι εἶναι προφήτης ἢ ὅτι ἔχει χάρισμα πνευματικόν, ἂς φωτισθῇ ἀπὸ τὸ χάρισμά του καὶ ἂς καταλάβῃ καλά, ὅτι ὅσα σᾶς γράφω εἶναι ἐντολαὶ τοῦ Κυρίου.
38 εἰ δέ τις ἀγνοεῖ, ἀγνοείτω. 38 Εάν όμως κανείς επιμένη να τα αγνοή, ας μένη εις την άγνοιάν του και ας δώση λόγον δι' αυτήν. 38 Ἐὰν δὲ κανεὶς ἐπιμένῃ νὰ μὴ μανθάνῃ, ἂς μένῃ εἰς τὴν ἄγνοιαν καὶ ἂς ἔχῃ αὐτὸς τὴν βαρεῖαν εὐθύνην τῆς ἀγνοίας του.
39 Ὥστε, ἀδελφοί, ζηλοῦτε τὸ προφητεύειν, καὶ τὸ λαλεῖν γλώσσαις μὴ κωλύετε· 39 Ωστε, αδελφοί, να επιθυμήτε και να επιδιώκετε με ζήλον το οικοδομητικόν χάρισμα της προφητείας και διδασκαλίας. Αλλά να μη εμποδίζετε και το να ομιλούν ξένας γλώσσας. 39 Ὥστε, ἀδελφοί, ἐπιδιώκετε μὲ ζῆλον τὸ νὰ προφητεύετε, ἀλλὰ μὴ ἐμποδίζετε καὶ τὸ νὰ ὁμιλοῦν γλώσσας.
40 πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω. 40 Ολα να γίνωνται με κοσμιότητα, με ευπρέπειαν και με τάξιν. 40 Ὅλα ἂς γίνονται κόσμια καὶ μὲ τάξιν.