Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ΙΕ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ὃ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὃ καὶ παρελάβετε, ἐν ᾧ καὶ ἑστήκατε, 1 Αδελφοί, σας υπενθυμίζω το Ευαγγέλιον, το οποίον εκήρυξα εις σας και το οποίον σεις παρελάβατε με πίστιν, στο οποίον και στέκεσθε σταθεροί και ακλόνητοι, 1 Σᾶς γνωστοποιῶ δέ, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον ποὺ σᾶς ἐδίδαξα, τὸ ὁποῖον καὶ παρελάβετε, εἰς τὸ ὁποῖον καὶ στέκεσθε ἀπὸ τότε,
2 δι’ οὗ καὶ σῴζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν εἰ κατέχετε, ἐκτὸς εἰ μὴ εἰκῇ ἐπιστεύσατε. 2 δια του οποίου και βαδίζετε ασφαλώς τον δρόμον της σωτηρίας εάν βέβαια το κρατήτε καλά, όπως σας το έχω διδάξει, εκτός εάν ματαίως και ανωφελώς επιστεύσατε. 2 διὰ τοῦ ὁποίου καὶ θὰ σωθῆτε, ἐὰν τὸ κρατῆτε στερεά, ὅπως ἐγὼ σᾶς τὸ ἐκήρυξα, ἐκτὸς ἐὰν μάταια καὶ χωρὶς λόγον ἐπιστεύσατε. Ἐλησμονήσατε ἐν τούτοις μίαν οὐσιώδη ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου μου τούτου.
3 παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις, ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, 3 Διότι εν πρώτοις παρέδωσα εις σας με την διδασκαλίαν μου, αυτό που και εγώ παρέλαβα, ότι δηλαδή ο Χριστός απέθανεν επί του σταυρού δια τας αμαρτίας μας, όπως είχαν προφητεύσει και αι Γραφαί. 3 Διότι μὲ τὴν προφορικήν μου διδασκαλίαν σᾶς παρέδωκα πρῶτον ἐκεῖνο, ποὺ καὶ ἑγὼ παρέλαβον, ὅτι δηλαδὴ ὁ Χριστὸς ἀπέθανε διὰ τὰς ἁμαρτίας μας, σύμφωνα μὲ ὅσα ἐπροφητεύθησαν εἰς τὰς Γραφάς.
4 καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ κατὰ τὰς γραφάς, 4 Και ότι ετάφη και ότι αναστήθηκε κατά την τρίτην ημέραν σύμφωνα με τας Γραφάς, 4 Καὶ ὅτι ἐτάφη καὶ ὅτι ἀνέστη τὴν τρίτην ἡμέραν σύμφωνα μὲ τὰς Γραφάς.
5 καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾷ, εἶτα τοῖς δώδεκα· 5 και ότι παρουσιάσθηκε στον Πετρον, έπειτα στους δώδεκα αποστόλους. 5 Καὶ ὅτι ἐνεφανίσθη μετὰ τὴν Ἀνάστασίν του εἰς τὸν Κηφᾶν, ἔπειτα δὲ εἰς τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους.
6 ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείους μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ καὶ ἐκοιμήθησαν· 6 Υστερα δε παρουσιάσθηκε μια φορά εις πεντακοσίους και πλέον αδελφούς, από τους οποίους οι πλείστοι ζουν και μένουν μέχρι της ημέρας αυτής, μερικοί δε και έχουν αποθάνει. 6 Ἔπειτα ἐνεφανίσθη μίαν φορὰν εἰς περισσοτέρους ἀπὸ πεντακοσίους ἀδελφούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ζοῦν ἕως τώρα οἱ περισσότεροι, μερικοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀπέθαναν.
7 ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ, εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν· 7 Επειτα εφανερώθηκε στον Ιάκωβον, ύστερον εις όλους τους Αποστόλους. 7 Ἔπειτα ἐνεφανίσθη εἰς τὸν Ἰάκωβον, ὕστερον εἰς ὅλους τοὺς Ἀποστόλους.
8 ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί. 8 Τελευταίον δε από όλους σαν σε εξάμβλωμα, σαν σε έμβρυον που γεννήθηκε παράκαιρα, παρουσιασθηκε και εις εμέ. 8 Τελευταῖον δὲ ἀπὸ ὅλους, σὰν εἰς ἔμβρυον ποὺ παράκαιρα ἀπεβλήθη ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του, ἐνεφανίσθη καὶ εἰς ἑμέ.
9 ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὃς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ· 9 Διότι εγώ είμαι ο ελάχιστος από όλους τους Αποστόλους, ο οποίος και δεν είμαι άξιος να λέφγωμαι Απόστολος, διότι κατεδίωξα την Εκκλησίαν του Θεού. 9 Διότι ἑγὼ εἶμαι ὁ πιὸ μικρὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγωμαι Ἀπόστολος, διότι κατεδίωξα τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ.
10 χάριτι δὲ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσότερον αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δὲ, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί. 10 Σημερον δε είμαι αυτό που είμαι, δηλαδή Απόστολος, με την χάριν του Θεού. Και η χάρις του Θεού, που μου εδόθηκε, δεν έγινε και δεν έμεινε άκαρπος. Αλλά περισσότερον από όλους τους άλλους Αποστόλους εκοπίασα στο έργον του Ευαγγελίου, όχι δε εγώ, αλλά η χάρις του Θεού, που είναι μαζή μου. 10 Διὰ τῆς χάριτος δὲ τοῦ Θεοῦ εἶμαι ὅ,τι εἶμαι τώρα, δηλαδὴ Ἀπόστολος ἴσος πρὸς τοὺς ἄλλους. Καὶ ἡ χάρις, τὴν ὁποίαν μοῦ ἔδειξεν ὁ Κύριος, δὲν ἔμεινεν ἄκαρπος καὶ χωρὶς ἀποτελέσματα, ἀλλὰ περισσότερον ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς ἐκοπίασα. Δὲν εἰργάσθην δὲ τὸ ἔργον αὐτὸ ἐγώ, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι μαζί μου καὶ μὲ ἐνίσχυε.
11 εἴτε οὖν ἐγὼ εἴτε ἐκεῖνοι, οὕτω κηρύσσομεν καὶ οὕτως ἐπιστεύσατε. 11 Επομένως είτε εγώ είτε εκείνοι κατά τον ίδιον τρόπον προσφέρομεν στους ανθρώπους το Ευαγγέλιον και το ίδιον Ευαγγέλιον κηρύσσομεν. Ετσι δε και σεις εδεχθήκατε το Ευαγγέλιον και επιστεύσατε. 11 Ἀφοῦ λοιπὸν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους καὶ εἰς ἑμὲ ἐνεφανίσθη ὁ Κύριος καὶ ὅλοι ἀπὸ ἐκεῖνον ἀνεδείχθημεν Ἀπόστολοί του, εἴτε ἑγὼ ἀσκῶ τὸ ἀποστολικὸν ἔργον, εἴτε ἐκεῖνοι, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ τὸ αὐτὸ Εὐαγγέλιον κηρύττομεν ὅλοι, καὶ ὅπως κηρύττομεν ἔτσι καὶ σεῖς ἐπιστεύσατε.
12 Εἰ δὲ Χριστὸς κηρύσσεται ὅτι ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, πῶς λέγουσί τινες ἐν ὑμῖν ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν; 12 Εάν δε από όλους μας κηρύσσεται ότι ο Χριστός έχει αναστηθή, πως μερικοί, αντιλέγοντες στο ομόφωνον κήρυγμα των Αποστόλων, ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών; 12 Ἐὰν δὲ ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἀποστόλους κηρύττεται, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἒκ νεκρῶν, πῶς λέγουν μερικοὶ μεταξύ σας, ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν δὲν ὑπάρχει καὶ ὅτι οἰ πεθαμένοι δὲν θὰ ἀναστηθοῦν;
13 εἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται· 13 Εάν όμως δεν υπάρχη ανάστασις νεκρών, τότε ούτε ο Χριστός έχει αναστηθή. 13 Ἐὰν ἀνάστασις νεκρῶν δὲν ὑπάρχῃ, τότε λοιπὸν οὔτε ὁ Χριστὸς ἀνέστη, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς εἶχε σῶμα σὰν τὸ ἰδικόν μας.
14 εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν. 14 Εάν δε ο Χριστός δεν ανεστήθηκε, τότε είναι αδειανό και χωρίς περιεχόμενο το κήρυγμα μας, κούφια και ανωφελής η πίστις σας. 14 Ἐὰν δὲ ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέστη, εἶναι χωρὶς πραγματικὸν περιεχόμενον καὶ χωρὶς νόημα τὸ κήρυγμά μας, κούφια καὶ χωρὶς οὐσιαστικὸν περιεχόμενον εἶναι καὶ ἡ πίστις σας, ἀφοῦ καὶ τὸ κήρυγμά μας καὶ ἡ πίστις σας θεμέλιον καὶ βάσιν ἔχει τὴν Ἀνάστασίν τοῦ Χριστοῦ.
15 εὑρισκόμεθα δὲ καὶ ψευδομάρτυρες τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐμαρτυρήσαμεν κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι ἤγειρε τὸν Χριστόν, ὃν οὐκ ἤγειρεν, εἴπερ ἄρα νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται· 15 Επί πλέον δε παρουσιαζόμεθα έτσι και αποκαλυπτόμεθα ημείς οι Απόστολοι και ψευδομάρτυρες κατά του Θεού, διότι έδώσαμεν ψευδή μαρτυρίαν δια τον Θεόν, ότι δηλαδή ανέστησε τον Χριστόν, τον οποίον όμως δεν ανέστησε. Και βέβαια δεν θα τον έχη αναστήσει, εάν υποτεθή ότι οι νεκροί δεν ανασταίνονται. 15 Ἐπὶ πλέον ἡμεῖς οἱ Ἀπόστολοι συλλαμβανόμεθα καὶ ψευδομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι δίδομεν μαρτυρίαν ψευδῆ διὰ τὸν Θεόν, διότι ἐμαρτυρήσαμεν εἰς βάρος τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἀνέστησε τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον δὲν ἀνέστησε. Καὶ ἀσφαλῶς δὲν τὸν ἀνέστησεν, ἐὰν ὑποτεθῇ, ὅτι οἱ νεκροὶ δὲν ἀνασταίνονται.
16 εἰ γὰρ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται. 16 Διότι εάν οι νεκροί δεν ανασταίνωνατι, ούτε ούτε ο Χριστός αναστήθηκε. 16 Διότι ἐάν οἰ νεκροὶ δὲν ἀνασταίνωνται, οὔτε ὁ Χριστὸς ἀνέστη.
17 εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν· ἔτι ἐστὲ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν. 17 Εάν δε ο Χριστός δεν έχη αναστηθή, όπως λέγουν μερικοί πλανεμένοι, τότε είναι χωρίς περιεχόμενον και εντελώς ανωφελής η πίστις σας. Είσθε άκομα βυθισμένοι εις τας αμαρτίας σας. 17 Ἐὰν δὲ ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέστη, εἶναι ματαία καὶ κούφια ἀπὸ περιεχόμενον ἡ πίστις σας. Ἀκόμη εἶσθε βυθισμένοι εἰς τὰς ἁμαρτίας σας.
18 ἄρα καὶ οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ ἀπώλοντο. 18 Επομένως και εκείνοι που έχουν πεθάνει με την πίστιν στον Χριστόν εχάθηκαν. 18 Συνεπῶς καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἀπέθαναν μὲ τὴν πίστιν καὶ ἐλπίδα τους εἰς τὸν Χριστόν, ἐχάθησαν.
19 εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν. 19 Εάν δε εις αυτήν την ζωήν έχωμεν ελπίσει δια την σωτηρίαν μας αποκλειστικά και μόνον στον Χριστόν, τότε είμεθα οι περισσότερον από όλους τους ανθρώπους ταλαίπωροι και αξιοδάκρυτοι. 19 Ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς, ἐὰν εἰς τὴν ζωὴν αὐτὴν ἔχωμεν στηρίξει τὰς ἐλπίδας μας μόνον εἰς τὸν Χριστόν, εἴμεθα οἱ περισσότερον ἄθλιοι καὶ ἀξιολύπητοι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
20 Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. 20 Αλλά δεν είμεθα, διότι ο Χριστός όντως έχει αναστηθή εκ των νεκρών. Αναστήθηκε πρώτος από όλους και έγινε η αρχή της αναστάσεως όλων των κοιμηθέντων. 20 Ἀλλ’ ὄχι· δὲν εἴμεθα οἱ ἐλεεινότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Διότι τώρα ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Ὅπως οἱ πρώϊμοι καρποί, ποὺ ὠριμάζουν προτήτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ μᾶς προαναγγέλλουν, ὅτι θὰ ἀκολουθήσῃ καὶ ὁλόκληρος ἡ συγκομιδή, ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ἀνέστη πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ βεβαιώνει μὲ τὴν Ἀνάστασίν του, ὅτι θὰ ἀκολουθήσῃ ἔπειτα ἡ ἀνάστασις καὶ τῶν ἄλλων ἀποθαμένων.
21 ἐπειδὴ γὰρ δι’ ἀνθρώπου ὁ θάνατος, καὶ δι’ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν. 21 Επειδή ακριβώς δια μέσου ανθρώπου, του Αδάμ, που παρέβη την εντολήν, εισήλθεν ο θάνατος στο γένος των ανθρώπων, έτσι και δια μέσου ανθρώπου, του νέου Αδάμ, του Χριστού, θα έλθη η ανάστασις των νεκρών. 21 Περὶ αὐτοῦ δὲν πρέπει νὰ ἀμφιβάλλωμεν. Διότι, ἀφοῦ διὰ μέσου ἀνθρώπου, τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ποὺ παρέβη τὴν θείαν ἐντολήν, ἦλθεν εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος ὁ θάνατος, ἔτσι διὰ μέσου ἀνθρώπου, τοῦ νέου Ἀδὰμ τῆς χάριτος, θὰ ἔλθῃ καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν.
22 ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται. 22 Οπως δηλαδή όλοι οι άνθρωποι εξ αιτίας της καταγωγής και της σχέσεως αυτών με τον Αδάμ αποθνήσκουν, έτσι και δια μέσου της χάριτος και της ενώσεως με τον Χριστόν όλοι θα ζωοποιηθούν. 22 Καθὼς δηλαδὴ ἕνεκα τῆς σχέσεως καὶ ἑνώσεως των μὲ τὸν Ἀδὰμ ὅλοι οἰ ἀπόγονοί του ἀποθνήσκουν, ἔτσι καὶ διὰ μέσου τῆς σχέσεως καὶ ἑνώσεως τῶν μὲ τὸν Χριστὸν ὅλοι θὰ ζωοποιηθοῦν.
23 ἕκαστος δὲ ἐν τῷ ἰδίῳ τάγματι· ἀπαρχὴ Χριστός, ἔπειτα οἱ Χριστοῦ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ· 23 Αλλ' ο καθένας με την σειράν του, πρώτος δηλαδή σαν ένδοξος απαρχή ο Χριστός και έπειτα, κατά την μεγάλην ημέραν της δευτέρας παρουσίας, θα αναστηθούν όσοι ανήκουν στον Χριστόν. (Θα αναστηθούν όλοι ανεξαιρέτως οι νεκροί, αλλά εις αιώνιον και ευφρόσυνον ζωήν πλησίον του Χριστού θα κληθούν όσοι έχουν πιστεύσει και ζήσει κατά το θέλημα του). 23 Ὁ καθένας δὲ εἰς τὸ τάγμα του. Πρῶτος ἀνεστήθη σὰν πρώϊμος καρπὸς καὶ πρωτολοῦβι τῆς ἀναστάσεως ὁ Χριστός. Ἔπειτα ὅσοι ἀνήκουν εἰς τὸν Χριστόν, θὰ ἀναστηθοῦν κατὰ τὴν ἔνδοξον παρουσίαν του.
24 εἶτα τὸ τέλος, ὅταν παραδῷ τὴν βασιλείαν τῷ Θεῷ καὶ πατρί, ὅταν καταργήσῃ πᾶσαν ἀρχὴν καὶ πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν. 24 Υστερα θα έλθη το τέλος. Και τότε θα παραδώση ο Χριστός ως άνθρωπος την μεσσιανικήν βασιλείαν του στον Θεόν και Πατέρα, όταν θα έχη πλέον αχρηστεύσει και καταργήσει κάθε αρχήν και κάθε εξουσίαν και δύναμιν. 24 Ἔπειτα θὰ ἔλθῃ τὸ τέλος, ὅταν τελείωσῃ πλέον τὸ ἀρχιερατικὸν ἔργον τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἔχῃ συντελεσθῇ ἡ θεία οἰκονομία τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Ὁπότε καὶ θὰ παραδώσῃ ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος τὴν βασιλείαν εἰς τὸν Θεόν καὶ Πατέρα. Τότε πλέον θὰ ἔχῃ καταργήσει ὁ Χριστὸς μὲ τὸ βασιλικὸν καὶ ἀρχιερατικὸν ἀξίωμά του κάθε ἀρχὴν καὶ κάθε ἐξουσίαν καὶ δύναμιν. Μέχρι τῆς στιγμῆς ὅμως αὐτῆς θὰ ἀσκῇ τὸ ἀρχιερατικὸν καὶ βασιλικόν του ἀξίωμα.
25 δεῖ γὰρ αὐτὸν βασιλεύειν ἄχρις οὗ ἂν θῇ πάντας τοὺς ἐχθροὺς ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. 25 Διότι πρέπει αυτός να εξακολουθή να βασιλεύη ως Μεσσίας “μέχρι ότου υποτάξη κάτω από τους πόδας του όλους τους εχθρούς του”. 25 Διότι πρέπει αὐτὸς νὰ βασιλεύῃ μέχρις ὅτου θέσῃ ὅλους τοὺς ἐχθροὺς κάτω ἀπὸ τοὺς πόδας του.
26 ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος· 26 Τελευταίος δε εχθρός καταργείται και εξαφανίζεται ο θάνατος 26 Τελευταῖος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἐχθροὺς καταργεῖται καὶ ἐκμηδενίζεται ὁ θάνατος.
27 πάντα γὰρ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. ὅταν δὲ εἴπῃ ὅτι πάντα ὑποτέτακται, δῆλον ὅτι ἐκτὸς τοῦ ὑποτάξαντος αὐτῷ τὰ πάντα. 27 Διότι όπως είναι γραμμένον και εις την Π. Διαθήκην ο Θεός Πατήρ “υπέταξεν υπό τους πόδας του Χριστού Μεσσίου τα πάντα” και αυτόν ακόμην τον θάνατον. Οταν δε ο Πατήρ πη στον Υιόν, ότι όλα πλέον έχουν υποταχθή εις αυτόν, είναι φανερόν ότι εννοεί όλα, εκτός βέβαια του Θεού Πατρός, ο οποίος υπέταξεν στον Χριστόν τα πάντα. 27 Διότι, καθὼς διακηρύττεται εἰς τοὺς ψαλμούς, ὅλα, ἄρα δὲ καὶ τὸν θάνατον, ὑπέταξεν ὁ Πατὴρ κάτω ἀπὸ τοὺς πόδας τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν δὲ ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ εἴπῃ εἰς τὸν Χριστόν, ὅτι ὅλα πλέον ἔχουν ὑποταχθῇ εἰς σέ, θὰ εἶναι φανερὸν ὅτι ἀπὸ τὴν ὑποταγὴν αὐτὴν θὰ ἐξαιρῆται ὁ Θεὸς καὶ Πατήρ, ὁ ὁποῖος ὑπέταξεν εἰς τὸν Χριστὸν τὰ πάντα.
28 ὅταν δὲ ὑποταγῇ αὐτῷ τὰ πάντα, τότε καὶ αὐτὸς ὁ υἱὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα, ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν. 28 Οταν δε όλα υποταχθούν εις αυτόν, τότε και ο Υιός ως άνθρωπος θα υποταχθή εις εκείνον, που του υπέταξε τα πάντα, δια να είναι ο άπειρος Θεός με τον Υιόν και Λογον και με το Αγιον Πνεύμα τα πάντα εις όλους. 28 Ὅταν δὲ ὑποταχθοῦν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς θὰ ἀποθέσῃ πλέον τὸ ἀρχιερατικὸν καὶ βασιλικὸν ἀξίωμα καὶ θὰ ὑποταχθῇ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην του φύσιν εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ὑπέταξεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, διὰ νὰ εἶναι ὁ Θεὸς τὰ πάντα εἰς ὅλους, ὥστε ὁ καθένας νὰ ἀναγνωρίζῃ καὶ νὰ διακηρύττῃ, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ πᾶν δι’ ἐμέ.
29 Ἐπεὶ τί ποιήσουσιν οἱ βαπτιζόμενοι ὑπὲρ τῶν νεκρῶν, εἰ ὅλως νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται; τί καὶ βαπτίζονται ὑπὲρ τῶν νεκρῶν; 29 Εάν άλλως συνέβαινε και οι νεκροί δεν ανασταίνονται, τι θα κάμουν και τι έχουν να κερδήσουν όσοι βαπτίζονται με την πίστιν και την προσδοκίαν να ενωθούν με τους άλλους αποθανόντας πιστούς, τους οποίους πιστεύουν ζώντας εις την εν ουρανοίς Εκκλησίαν, εάν κατά κανένα τρόπον δεν ανασταίνωνται οι νεκροί; (Δια ποίον λόγον και βαπτίζονται, αφού δεν πρόκειται να εισέλθουν εις καμμίαν κοινωνίαν αποθαμμένων, αφού αυτοί δεν ζουν πλέον, όχι μόνον εις την γην, αλλ' ούτε και στους ουρανούς;) 29 Τέτοιο ἔνδοξον μέλλον καὶ τέτοια ἀνάστασις μᾶς περιμένει. Διότι, ἐὰν δὲν ἀνασταίνωνται διόλου οἱ νεκροί, τί θὰ κάμουν καὶ ποίαν ὠφέλειαν θὰ ἔχουν ὅσοι ἀβάπτιστοι μέχρι τῶν τελευταίων των στιγμῶν δέχονται νὰ ὑποστοῦν τὸ βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου καὶ τοῦ αἵματος καὶ θυσιάζουν τὴν ζωήν τους μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ πίστιν, ὅτι θὰ ἐνωθοῦν μὲ τὴν Ἐκκλησίαν τῶν πεθαμένων, οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶναι ζωντανοὶ εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ μίαν ἡμέραν θὰ ἀναστηθοῦν; Πρός τί βαπτίζονται τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος, ἀφοῦ μὲ αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ ἔμβουν εἰς Ἐκκλησίαν, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ζῶντας ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἐμβαίνουν δι’ αὐτοῦ εἰς Ἐκκλησίαν νεκρῶν, ποὺ δὲν θὰ ἀναστηθοῦν ποτέ;
30 τί καὶ ἡμεῖς κινδυνεύομεν πᾶσαν ὥραν; 30 Προς τι και ημείς οι Απόστολοι κάθε ώραν εκτιθέμεθα εις κινδύνους; 30 Πρός τί καὶ ἡμεῖς οἰ Ἀπόστολοι νὰ ἐκθέτωμεν εἰς κίνδυνον τὴν ζωήν μας εἰς κάθε ὥραν;
31 καθ’ ἡμέραν ἀποθνήσκω, νὴ τὴν ὑμετέραν καύχησιν ἣν ἔχω ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. 31 Μα την καύχησιν, που έχω για σας ενώπιον του Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών, κάθε ημέραν αντικρύζω κίνδυνον θανάτου δια το Ευαγγέλιον. 31 Κάθε ἡμέραν ἀντικρύζω κινδύνους τῆς ζωῆς τέτοιους, ποὺ χάνω κάθε ἐλπίδα, ὅτι θὰ ἀποφύγω τὸν θάνατον. Καὶ ἔτσι κατὰ πρόθεσιν πεθαίνω κάθε ἡμέραν, μὰ τὴν καύχησιν, τὴν ὁποίαν ἔχω διὰ σᾶς διὰ μέσου τῆς βοηθείας καὶ χάριτος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας.
32 εἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα ἐν Ἐφέσῳ, τί μοι τὸ ὄφελος; εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν. 32 Εάν, δια να ομιλήσω κατά τον ανθρώπινον τρόπον του σκέπτεσθαι, ηγωνίσθην εις την Εφεσον τον έσχατον αγώνα εναντίον ανθρώπων, που δια την αγριότητα των ωμοίαζον με θηρία, τι ωφελήθηκα από αυτό; Εάν οι νεκροί δεν ανασταίνωνται, τότε ας είπωμεν ο,τι και οι υλισταί, δια τους οποίους κάνει λόγον η Π. Διαθήκη· “ας φάμε, ας πιούμε, διότι αύριο πεθαίνομε”. 32 Ἐὰν ἀπὸ ἐλατήρια καὶ ὑπολογισμούς, ποὺ κάνουν οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν ἐπιγείους τιμὰς καὶ ἀπολαβάς, ἐκινδύνευσα νὰ κατασπαραχθῶ μαχόμενος πρὸς θηρία εἰς τὴν Ἔφεσον, τί ἐκέρδησα ἀπὸ αὐτό; Ἐάν οἰ νεκροὶ δὲν ἀνασταίνωνται, τότε ἂς ἐφαρμόσωμεν ἐκεῖνο, ποὺ λέγουν οἱ ἄπιστοι καὶ ὑλισταί: Ἂς φάγωμεν καὶ ἂς πίωμεν, διότι αὔριον πεθαίνομεν.
33 μὴ πλανᾶσθε· φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί. 33 Μη πλανάσθε με τέτοιες ψευδείς διδασκαλίες και μη λησμονείτε ότι αι κακαί συναναστροφαί διαφθείρουν τα καλά ήθη. 33 Μὴ πλανᾶτε τὸν ἑαυτόν σας μὲ ψέματα. Καὶ μὴ συναναστρέφεσθε μὲ τοὺς παλαιοὺς φίλους, ποὺ εἴχετε ὅταν ἦσθε εἰδωλολάτραι. Μὴ λησμονῆτε, ὅτι διαφθείρουσι τὰ καλὰ ἤθη αἱ κακαὶ συναναστροφαί.
34 ἐκνήψατε δικαίως καὶ μὴ ἁμαρτάνετε· ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι· πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω. 34 Εξυπνήσατε και γρηγορήσατε, όπως είναι δίκαιον και συμφέρον για σας, και αποφεύγετε την αμαρτίαν· διότι μερικοί έχουν άγνοιαν της δυνάμεως του Θεού και αμαρτάνουν χωρίς φόβον. Σας τα λέγω αυτά δια να εντραπήτε. 34 Συνέλθετε εἰς τὸν ἑαυτόν σας, ὅπως εἶναι δίκαιον καὶ συμφέρον σας. Καὶ μὴ ἁμαρτάνετε. Σᾶς κάνω τὴν προτροπὴν αὐτήν, διότι μερικοὶ λόγῳ τῆς ἀπιστίας των εἰς τὴν ἀνάστασιν, ἔχουν ἄγνοιαν τῆς δυνάμεως ἀλλὰ καὶ τῆς δικαιοσύνης καὶ ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Σᾶς ὁμιλῶ ἔτσι διὰ νὰ ἐντραπῆτε.
35 Ἀλλ’ ἐρεῖ τις· πῶς ἐγείρονται οἱ νεκροί; ποίῳ δὲ σώματι ἔρχονται; 35 Αλλ' ίσως θα πη κανείς· πως ανασταίνονται οι νεκροί, με ποίον δε σώμα έρχονται, με αυτό το σώμα που αποσυνετέθη και διελύθη; 35 Ἀλλὰ θὰ προβάλῃ κανεὶς ἔνστασιν καὶ θὰ εἴπῃ: Μὲ ποίαν δύναμιν καὶ μὲ ποῖον τρόπον ἀνασταίνονται οἱ νεκροί; Μὲ ποῖον δὲ σῶμα ἐπανέρχονται οὗτοι εἰς τὴν ζωήν;
36 ἄφρον, σὺ ὃ σπείρεις οὐ ζῳοποιεῖται, ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ· 36 Ανόητε και απερίσκεπτε, διατί αμφιβάλλεις; Εκείνο το οποίον συ σπείρεις, δεν ζωογονείται και δεν καρποφορεί, εάν δεν αποθάνη και δεν αποσυντεθή θαπτόμενον εις την γην. 36 Ἀνόητε, ἐκεῖνο ποὺ σπέρνεις σύ, δὲν λαμβάνει ζωήν, ἐὰν δὲν ἀποθάνῃ καὶ δὲν σαπῇ μέσα εἰς τὴν γῆν.
37 καὶ ὃ σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον, εἰ τύχοι σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν· 37 Και αυτό που σπέρνεις δεν είναι το σώμα, που πρόκειται να φυτρώση και να γίνη από την γην, αλλά σπέρνεις π.χ. ένα γυμνόν και χωρίς φύλλα κόκκον σιταριού η κάποιον από τους άλλους σπόρους. 37 Καὶ αύτὸ ποὺ σπέρνεις δὲν εἶναι τὸ σῶμα ποὺ πρόκειται νὰ φυτρώσῃ, ἀλλὰ σπέρνεις γυμνὸν καὶ χωρὶς φύλλα κόκκον σίτου ἐπὶ παραδείγματι ἢ κάποιου ἄλλου ἀπὸ τοὺς λοιποὺς σπόρους.
38 ὁ δὲ Θεὸς αὐτῷ δίδωσι σῶμα καθὼς ἠθέλησε, καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα. 38 Ο δε Θεός δίδει εις αυτόν τον γυμνόν κόκκον σώμα, σύμφωνα με το θέλημά του, και εις καθένα από τους σπόρους το ιδιαίτερον σώμα. 38 Ὁ Θεὸς δὲ δίδει εἰς τὸν κόκκον αὐτὸν σῶμα, καθὼς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας ἠθέλησε καὶ διέταξε, καὶ εἰς καθένα ἀπὸ τοὺς σπόρους τὸ ἰδιαίτερόν του σῶμα.
39 οὐ πᾶσα σὰρξ ἡ αὐτὴ σάρξ, ἀλλὰ ἄλλη μὲν ἀνθρώπων, ἄλλη δὲ σὰρξ κτηνῶν, ἄλλη δὲ ἰχθύων, ἄλλη δὲ πετεινῶν. 39 Ολαι αι σάρκες δεν είναι η ίδια σάρκα, άλλη μεν είναι η σάρκα των ανθρώπων, άλλη δε η σάρκα των κτηνών, άλλη η σάρκα των ιχθύων και άλλη των πτηνών. 39 Ὅλα ὅσα ἔχουν σάρκα, δὲν ἔχουν τὴν ἰδίαν μορφὴν καὶ τὸ αὐτὸ κρέας ὅλα. Ἀλλ’ ἅλλη μὲν εἶναι ἡ σάρκα τοῦ ἀνθρώπου, ἄλλη δὲ ἡ σάρκα τῶν κτηνῶν, ἄλλη δὲ τῶν ψαριῶν, ἄλλη δὲ τῶν πετεινῶν.
40 καὶ σώματα ἐπουράνια, καὶ σώματα ἐπίγεια· ἀλλ’ ἑτέρα μὲν ἡ τῶν ἐπουρανίων δόξα, ἑτέρα δὲ ἡ τῶν ἐπιγείων. 40 Οπως επίσης υπάρχουν και σώματα επουράνια και σώματα επίγεια, αλλά άλλη μεν είναι η λαμπρότης των επουρανίων και άλλη η των επιγείων. 40 Ὑπάρχουν καὶ σώματα ἐπουράνια καὶ σώματα ἐπίγεια. Ἀλλ’ ἄλλη μὲν εἶναι ἡ λάμψις τῶν ἐπουρανίων, ἄλλη δὲ ἡ λάμψις τῶν ἐπιγείων.
41 ἄλλη δόξα ἡλίου, καὶ ἄλλη δόξα σελήνης, καὶ ἄλλη δόξα ἀστέρων· ἀστὴρ γὰρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ. 41 Αλλη είναι η λάμψις και το μεγαλείον του ηλίου και άλλη είναι η λάμψις της σελήνης και άλλη η λαμπρότης των αστέρων· διότι αστέρι από αστέρι διαφέρει ως προς την λάμψιν. 41 Ἄλλη εἶναι ἡ λάμψις καὶ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου καὶ ἄλλη ἡ λάμψις τῆς σελήνης καὶ ἄλλη ἡ λάμψις τῶν ἀστέρων. Διότι ἄστρον ἀπὸ ἄστρον διαφέρει εἰς τὴν λάμψιν.
42 οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· 42 Ετσι είναι και η ανάστασις των νεκρών σωμάτων. Ριπτεται στον τάφον το νεκρόν σώμα εις κατάστασιν φθοράς και αποσυνθέσεως και ανασταίνεται άφθαρτον. 42 Ἔτσι κατ’ ἀναλογίαν θὰ γίνῃ καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Σπέρνεται τὸ σῶμα εἰς τὸν τάφον εἰς κατάστασιν φθορᾶς. Ἐγείρεται εἰς κατάστασιν ἀφθαρσίας.
43 σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· 43 Ριπτεται στον τάφον δυσειδές και δυσώδες και ανασταίνεται ωραίον και ένδοξον. Σπέρνεται εις κατάστασιν ασθενείας και ανασταίνεται γεμάτο δύναμιν. 43 Σπέρνεται καὶ θάπτεται εἰς κατάστασιν ἀτιμίας καὶ δυσωδίας. Ἐγείρεται εἰς κατάστασιν δόξης. Σπέρνεται εἰς κατάστασιν ἀσθενείας, ἐγείρεται γεμᾶτο δύναμιν.
44 σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν. 44 Σπέρνεται σώμα που εζούσε χάρις εις τας κατωτέρας ζωϊκάς του λειτουργίας και ανασταίνεται σώμα πνευματικόν. Υπάρχει σώμα ψυχικόν, ζωϊκόν, και υπάρχει σώμα πνευματικόν. 44 Σπέρνεται σῶμα, ποὺ ἐζωοποιεῖτο καὶ διευθύνετο ἀπὸ τὰς κατωτέρας ζωϊκὰς τῆς ψυχῆς δυνάμεις. Ἐγείρεται σῶμα, ποὺ θὰ ζωοποιῆται καὶ θὰ διευθύνεται ἀπὸ τὰς πνευματικὰς δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ὑπάρχει σῶμα ζωϊκὸν καὶ ὑπάρχει σῶμα πνευματικόν.
45 οὕτω καὶ γέγραπται· ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν· ὁ ἔσχατος Ἀδὰμ εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν· 45 Ετσι είναι γραμμένο εις την Π.Διαθήκην· “έγινε ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, με ψυχήν ζωντανήν, που ζωογονεί και το σώμα”. Ο νέος Αδάμ, ο Κυριος, είναι πλήρης από το Πνεύμα του Θεού που μεταδίδει πνευματικήν ζωήν. 45 Ἔτσι εἶναι καὶ γραμμένον εἰς τὴν Γένεσιν: Ἔγινεν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, ἐμψυχωμένος μὲ ψυχὴν ζωντανήν, ποὺ δίδει ζωὴν καὶ εἰς τὸ σῶμα. Ὁ ἔσχατος Ἀδάμ, ὁ Κύριος δηλαδή, ποὺ ἐδέχθη ὅλην τὴν παρουσίαν καὶ κατοίκησιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔγινε γεμᾶτος Πνεῦμα, ποὺ μεταδίδει ζωὴν πνευματικήν.
46 ἀλλ’ οὐ πρῶτον τὸ πνευματικὸν, ἀλλὰ τὸ ψυχικόν, ἔπειτα τὸ πνευματικόν. 46 Ομως δεν έγινε πρώτον το πνευματικόν σώμα, αλλά το ψυχικόν, το ζωϊκόν και έπειτα το πνευματικόν. 46 Ἀλλὰ δὲν ἔγινε πρῶτον τὸ πνευματικὸν σῶμα, ἀλλὰ τὸ ζωϊκόν, εἰς τὸ ὁποῖον κυριαρχοῦν αἱ κατώτεροι τῆς ψυχῆς δυνάμεις. Ἔπειτα ἔγινε τὸ πνευματικὸν σῶμα, ποὺ κυβερνᾶται ἀπὸ τὰς ἀνωτέρας δυνάμεις τῆς ψυχῆς, τὰς ἑξαγιαζομένας ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
47 ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ. 47 Ο πρώτος άνθρωπος επλάσθη και προήρχετο από την γην, χωματένιος, ο δεύτερος άνθρωπος είναι ο Κυριος, ο οποίος ως Θεός κατέβηκε από τον ουρανόν και προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν. 47 Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐπλάσθη ἀπὸ τὴν γῆν, χωματένιος. Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος εἶναι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος κατέβη ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ μαζὶ μὲ τὴν θείαν του φύσιν προσέλαβε καὶ τὴν ἀνθρωπίνην.
48 οἷος ὁ χοϊκός, τοιοῦτοι καὶ οἱ χοϊκοί, καὶ οἷος ὁ ἐπουράνιος, τοιοῦτοι καὶ οἱ ἐπουράνιοι. 48 Οποιος ήτο ο χωματένιος, θνητός δηλαδή και φθαρτός, τέτοιοι χωματένιοι είναι και οι απόγονοί του. Και οποιος είναι ο επουράνιος, πνευματικός και άφθαρτος, τέτοιοι θα είναι και οι επουράνιοι, οι πιστοί δηλαδή που αναγεννώνται δι' αυτού εις την νέαν ζωήν. 48 Ὁποῖος ὑπῆρξεν ὁ Ἀδάμ, δηλαδὴ φθαρτὸς καὶ θνητός, τέτοιον εἶναι καὶ οἰ χωματένιοι, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ αὐτόν. Εἶναι λοιπὸν καὶ αὐτοὶ φθαρτοὶ καὶ θνητοί. Καὶ ὁποῖος εἶναι ὁ ἐπουράνιος Κύριος, δηλαδὴ ἄφθαρτος καὶ ἔνδοξος, τέτοιοι θὰ εἶναι καὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἀναγεννῶνται διὰ μέσου αὐτοῦ καὶ γίνονται ἐπουράνιοι.
49 καὶ καθὼς ἐφορέσαμεν τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου. 49 Και όπως επήραμεν επάνω μας και εφορέσαμεν τα ιδιώματα του χωματένιου, έτσι θα φορέσωμε τα ιδιώματα του επουρανίου και θα γίνωμεν εικών αυτού. 49 Καὶ καθὼς ἐφορέσαμεν σὰν ἄλλο ροῦχο τὴν ὁμοιότητα τοῦ χωματένιου, ἤτοι τὴν φθορὰν καὶ τὸν θάνατόν του, ἔτσι θὰ φορέσωμεν καὶ τὴν ὁμοιότητα τοῦ ἐπουρανίου, ἤτοι τὴν ἀνάστασιν, ἀφθαρσίαν καὶ ἀθανασίαν του.
50 Τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα βασιλείαν Θεοῦ κληρονομῆσαι οὐ δύνανται, οὐδὲ ἡ φθορὰ τὴν ἀφθαρσίαν κληρονομεῖ. 50 Με αυτό δε που σας λέγω, αδελφοί, εννοώ ότι η σάρκα και το αίμα, το σαρκικόν δηλαδή και φθαρτόν σώμα μας δεν ημπορεί, όπως είναι σήμερα, να κληρονομήση την βασιλείαν του Θεού, ούτε και η φθορά κληρονομεί ποτέ την αφθαρσίαν. 50 Μὲ αὐτὸ δὲ τὸ τελευταῖον, ποὺ σᾶς εἶπα, ἀδελφοί, ἐννοῶ τοῦτο ὅτι ὀργανισμός, ποὺ σύγκειται ἀπὸ σάρκα καὶ αἷμα, εἶναι φυσικῶς ἀδύνατον νὰ κληρονομήσῃ τὴν πνευματικὴν καὶ ἀθάνατον βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἡ φθορὰ κληρονομεῖ τὴν ἀφθαρσίαν.
51 ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα, 51 Ιδού σας φανερώνω μίαν μυστηριώδη και άγνωστον αλήθειαν· όλοι μεν δεν θα αποθάνωμεν, όλοι όμως, νεκροί και ζώντες, όταν έλθη ο Χριστός, θα αλλάξωμεν σώμα και κατάστασιν. 51 Ἰδοὺ σᾶς λέγω ἀλήθειαν, ποὺ ἦτο ἄγνωστος καὶ μὲ θείαν ἀποκάλυψιν μᾶς ἐφανερώθη. Καὶ ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι ἡ ἐξῆς· Ὅλοι μὲν δὲν θὰ ἀποθάνωμεν. Διότι ὅταν θὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν του, θὰ προλάβῃ εἰς τὴν ζωὴν τὴν γενεὰν ἐκείνην τῶν ἀνθρώπων ποὺ θὰ ζοῦν τότε. Αὐτοὶ λοιπὸν δὲν θὰ ἀποθάνουν. Πλὴν ὅμως ὅλοι, καὶ αὐτοὶ δηλαδὴ ποὺ θὰ ζοῦν τότε καὶ ὅσον θὰ ἔχωμεν ἀποθάνει, θὰ ἀλλάξωμεν σῶμα καὶ θὰ πάρωμεν ἀντὶ τοῦ φθαρτοῦ τὸ ἄφθαρτον.
52 ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα. 52 Και θα γίνη αυτό ακαριαίως, ώσπου να ανοιγοκλείση το βλέφαρον, όταν θα ηχήση η τελευταία σάλπιξ του ουρανού· διότι τότε θα σαλπίση ο άγγελος και οι νεκροί θα αναστηθούν άφθαρτοι. Οσοι δε τότε ζώμεν θα υποστώμεν αμέσως ριζικήν αλλαγήν. 52 Καὶ θὰ γίνῃ ἡ ἀλλαγὴ αὐτή, ὅταν θὰ ἀκουσθῇ ἡ ἐσχάτη ὑπερφυσικὴ σάλπιγγα, εἰς μίαν στιγμήν, ὅσον χρειάζεται κανένας νὰ ἀνοιγοκλείσῃ τὸ βλέφαρόν του. Διότι θὰ σαλπίσῃ ὁ ἄγγελος καὶ οἰ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν ἄφθαρτοι, καὶ ὅσοι θὰ ζῶμεν κατὰ τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου θὰ ἀλλάξωμεν.
53 δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν. 53 Διότι πρέπει αυτό το φθαρτόν σώμα να ενδυθή αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο σώμα να ενδυθή αθανασίαν. 53 Καὶ θὰ ἀλλάξωμεν, διότι πρέπει τὸ φθαρτὸν αὐτὸ σῶμα νὰ ἐνδυθῇ ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν αὐτὸ σῶμα νὰ ἐνδυθῇ ἀθανασίαν.
54 ὅταν δὲ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσηται ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσηται ἀθανασίαν, τότε γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος· κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος. 54 Οταν δε το φθαρτόν τούτο πάρη την αφθαρσίαν, και το θνητόν τούτο πάρη την αθανασίαν, τότε θα γίνη πραγματικότης ο λόγος που είναι γραμμένος εις την Π. Διαθήκην· “κατεποντίσθη, κατενικήθη και εξηφανίσθη εντελώς ο θάνατος”. Δεν υπάρχει πλέον. 54 Ὅταν δὲ ἡ φθαρτὴ αὐτὴ φύσις μας ἐνδυθῇ τὴν ἀφθαρσίαν καὶ ἡ θνητὴ αὐτὴ φύσις μας ἐνδυθῇ τὴν ἀθανασίαν, τότε θὰ πραγματοποιηθῇ ὁ λόγος τοῦ Ἡσαΐου, ποὺ περιέχεται εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν: Ἐξηφανίσθη ὁλότελα ὁ θάνατος καὶ κατενικήθη, ὥστε δὲν φαίνεται πλέον πουθενά.
55 ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; 55 “Που είναι, θάνατε, το φαρμακερό κεντρί σου; Αδη, που είναι η νίκη σου;” 55 Ποὺ εἶναι, θάνατε, τὸ φαρμακερὸν κεντρί σου; Ποὺ εἶναι, ᾅδη, ἡ νίκη σου;
56 τὸ δὲ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία, ἡ δὲ δύναμις τῆς ἁμαρτίας ὁ νόμος. 56 Το δε φαρμακερό κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία, την οποίαν όμως έχει εξουδετερώσει και εξαφανίσει ο Χριστός. Η δε δύναμις της αμαρτίας είναι ο νόμος, διότι χωρίς νόμον δεν νοείται αμαρτία. 56 Δεν ἔχει πλέον ὁ θάνατος κεντρί. Διότι τὸ κεντρὶ τοῦ θανάτου εἶναι ἡ ἁμάρτια. Ἡ δύναμις δὲ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ νόμος. Διότι ἂν δὲν ὑπῆρχε νόμος, δὲν θὰ ἐλογαριάζετο ἡ ἁμαρτία καὶ δὲν θὰ ἠμάρταναν οἱ ἄνθρωποι ἐν γνώσει.
57 τῷ δὲ Θεῷ χάρις τῷ διδόντι ἡμῖν τὸ νῖκος διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. 57 Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο Θεός, ο οποίος δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μας δίδει την νίκην. 57 Ἂς ἀναπέμπεται δὲ εὐχαριστία εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος δίδει εἰς ἡμᾶς τὴν νίκην διὰ μέσου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
58 Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι, περισσεύοντες ἐν τῷ ἔργῳ τοῦ Κυρίου πάντοτε, εἰδότες ὅτι ὁ κόπος ὑμῶν οὐκ ἔστι κενὸς ἐν Κυρίῳ. 58 Ωστε, αδελφοί μου αγαπητοί, στηριχθήτε γέρα εις την μεγάλην αυτήν αλήθειαν περί της βεβαίας αναστάσεώς μας, μένετε ακλόνητοι, πάντοτε πλούσιοι στο έργον του Κυρίου, γνωρίζοντες καλά ότι ο κόπος σας δεν είναι χαμένος ενώπιον του Κυρίου. 58 Ὥστε σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, στερεωθῆτε εἰς τὸ περὶ ἀναστάσεως δόγμα· γίνεσθε ἀμετακίνητοι, μὲ περισσὴν προθυμίαν ἐργαζόμενοι πάντοτε εἰς τὸ ἔργον, τὸ ὁποῖον ὁ Κύριος ζητεῖ. Νὰ γνωρίζετε δέ, ὅτι ὁ κόπος σας δὲν εἶναι χωρὶς καρπὸν καὶ ὠφέλειαν καὶ περὶ τούτου ἐγγυᾶται ὁ σύνδεσμός σας καὶ ἡ ἕνωσίς σας μὲ τὸν Κύριον.