Κυριακή, 06 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:26
Δύση: 19:02
Σελ. 4 ημ.
280-86
16ος χρόνος, 6077η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ συνάγονται πρὸς αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι καί τινες τῶν γραμματέων ἐλθόντες ἀπὸ Ἱεροσολύμων· 1 Και συνεκεντρώθησαν γύρω από αυτόν οι Φαρισαίοι και μερικοί από τους γραμματείς, που είχαν έλθει από τα Ιεροσόλυμα. 1 Καὶ ἐμαζεύθησαν πλησίον του οἱ Φαρισαῖοι καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς, ποὺ ἦλθαν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα.
2 καὶ ἰδόντες τινὰς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ κοιναῖς χερσί, τοῦτ’ ἔστιν ἀνίπτοις, ἐσθίοντας ἄρτους, ἐμέμψαντο· 2 Οταν δε είδαν μερικούς από τους μαθητάς του να τρώγουν ψωμί με άνιπτα χέρια, μολυσμένα όπως τα θεωρούσαν αυτοί, τους κατέκριναν. 2 Καὶ ὅταν εἶδαν μερικοὺς ἀπὸ τοὺς μαθητάς του νὰ τρώγουν ψωμὶ μὲ χέρια ἀκάθαρτα, τουτέστι μὲ χέρια ποὺ δὲν τὰ εἶχαν νίψει, κατέκριναν καὶ ἐμέμφθησαν τὴν πρᾶξιν.
3 οἱ γὰρ Φαρισαῖοι καὶ πάντες οἱ Ἰουδαῖοι, ἐὰν μὴ πυγμῇ νίψωνται τὰς χεῖρας, οὐκ ἐσθίουσι, κρατοῦντες τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων· 3 Διότι οι Φαρισαίοι και όλοι οι Ιουδαίοι, εάν δεν νίψουν τα χέρια των, δεν τρώγουν. Και το κάνουν αυτό, δια να κρατήσουν την παράδοσιν των πρεσβυτέρων. 3 Τὴν κατέκριναν δέ, διότι οἱ Φαρισαῖοι καὶ ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι, ἐὰν δὲν νίψουν τὰ χέρια των καὶ δὲν καθαρίσουν μὲ τὴν πυγμὴν τοῦ κάθε χεριοῦ τὴν παλάμην καὶ τὰ δάκτυλα τοῦ ἄλλου, δὲν τρώγουν. Καὶ τὸ κάνουν αὐτὸ φυλάττοντες τὴν παράδοσιν τῶν παλαιοτέρων διδασκάλων.
4 καὶ ἀπὸ ἀγορᾶς, ἐὰν μὴ βαπτίσωνται, οὐκ ἐσθίουσι· καὶ ἄλλα πολλά ἐστιν ἃ παρέλαβον κρατεῖν, βαπτισμοὺς ποτηρίων καὶ ξεστῶν καὶ χαλκίων καὶ κλινῶν· 4 Και όταν γυρίσουν στο σπίτι από την αγοράν η από άλλους δημοσίους τόπους, δεν τρώγουν, εάν δεν πλυθούν ολόκληροι. Και άλλα πολλά είναι, που παρέλαβαν από την παράδοσίν των να τα φυλάττουν, όπως είναι το να πλύνουν μέσα σε άφθνο νερό ποτήρια, κανάτια χάλκινα δοχεία, και τα χαμηλά κρεββάτια της τραπεζαρίας επάνω εις τα οποία ξαπλωμένοι έτρωγαν. 4 Καὶ ὅταν ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴν ἀγοράν, δὲν τρώγουν, ἐὰν δὲν βουτηχθοῦν ὁλόκληροι εἰς τὸ νερόν. Καὶ ἄλλα πολλὰ ὑπάρχουν, τὰ ὁποῖα ἐκ παραδόσεως παρέλαβον νὰ φυλάττουν, δηλαδὴ πλύσεις μέσα εἰς ἄφθονον νερὸν ποτηρίων καὶ μεγαλυτέρων ἀγγείων καὶ χαλκωμάτων καὶ καναπέδων τῆς τραπεζαρίας.
5 ἔπειτα ἐπερωτῶσιν αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς· Διατί οὐ περιπατοῦσιν οἱ μαθηταί σου κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων, ἀλλ’ ἀνίπτοις χερσὶν ἐσθίουσι τὸν ἄρτον; 5 Επειτα ερώτησαν τον Κυριον οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς· “διατί οι μαθηταί σου δεν συμμορφώνονται με την παράδοσιν των πρεσβυτέρων, αλλά τρώγουν το ψωμί με άπλυτα χέρια;” 5 Ἔπειτα τὸν ἐρωτοῦν οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς οἱ μαθηταί σου δὲν συμπεριφέρονται σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσιν τῶν παλαιοτέρων διδασκάλων, ἀλλὰ τρώγουν τὸ ψωμὶ μὲ χέρια ἄνιπτα;
6 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι Καλῶς προεφήτευσεν Ἡσαΐας περὶ ὑμῶν τῶν ὑποκριτῶν, ὡς γέγραπται· οὗτος ὁ λαὸς τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ· 6 (Οι Φαρισαίοι επρόσεχαν τους τύπους και όχι την ουσίαν, την εξωτερικήν συμπεριφοράν και όχι την εσωτερικήν αγνότητα, επινοήσεις ανθρώπων και όχι τας εντολάς του Θεού). Αυτός δε απεκρίθη και τους είπε ότι “πολύ ορθά επροφύτευσε για σας τους υποκριτάς ο προφήτης Ησαΐας, όπως έχει γραφή· Αυτός ο λαός με τιμά μόνον, με τα χείλη, ενώ η καρδιά των απέχει πολύ από εμένα. 6 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς, ὅτι καλὰ ἐπροφήτευσεν ὁ Ἡσαΐας διὰ σᾶς τοὺς ὑποκριτάς, καθὼς ἔχει γραφῆ· Αὐτὸς ὁ λαὸς μὲ τὰ χείλη μὲ τιμᾷ, ἡ καρδία τους ὅμως ἀπέχει μακρυὰ ἀπὸ ἐμέ.
7 μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων. 7 Ανώφελα δε και χαμένα με σέβονται, διδάσκοντες διδασκαλίες που είναι εντολαί ανθρώπων και όχι ιδικαί μου. 7 Ψεύτικα δὲ καὶ ἀνώφελα μὲ λατρεύουν, ἐπειδὴ διδάσκουν διδασκαλίας, ποὺ εἶναι παραγγέλματα καὶ ἐντολαὶ ἀνθρώπων καὶ ὄχι ἰδικαί μου.
8 ἀφέντες γὰρ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ κρατεῖτε τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, βαπτισμοὺς ξεστῶν καὶ ποτηρίων, καὶ ἄλλα παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε. 8 Διότι σεις αφήσατε την εντολήν του Θεού και κρατείτε την παράδοσιν των ανθρώπων, δηλαδή πλυσίματα κανατιών και ποτηριών και άλλα πολλά τέτοια και παρόμοια τηρείτε”. 8 Καὶ λέγω, ὅτι ὀρθῶς καὶ ἀληθῶς ἐπροφήτευσε ταῦτα ὁ Ἡσαΐας, διότι ἀφήσατε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ καὶ κρατεῖτε τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, τουτέστι βουτᾶτε εἰς τὸ νερὸν τὰ ἀγγεῖα καὶ τὰ ποτήρια καὶ ἄλλα παρόμοια τέτοια κάνετε πολλά.
9 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Καλῶς ἀθετεῖτε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἵνα τὴν παράδοσιν ὑμῶν τηρήσητε. 9 Και έλεγεν εις αυτούς· “πολύ εύκολα με την ιδέαν ότι καλώς πράττετε, παραβαίνετε την εντολήν του Θεού δια να τηρήσετε την παράδοσί σας. 9 Καὶ τοὺς ἒλεγεν· Ὡραῖα καὶ μὲ πᾶσαν εὐκολίαν παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ φυλάξετε τὴν παράδοσίν σας.
10 Μωϋσῆς γὰρ εἶπε· τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου· καί· ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω· 10 Διότι ο Μωϋσής είπε· τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου· και εκείνος που κακολογεί τον πατέρα η την μητέρα, να καταδικάζεται εις θάνατον. 10 Λέγω δέ, ὅτι παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Μωϋσῆς κατὰ θείαν ἔμπνευσιν καὶ ὁδηγίαν εἶπε· Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου καὶ ἐκεῖνος, ποὺ λέγει κακὸν λόγον ἢ ὕβριν εἰς τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του, πρέπει χωρὶς ἄλλο νὰ θανατώνεται.
11 ὑμεῖς δὲ λέγετε· ἐὰν εἴπῃ ἄνθρωπος τῷ πατρὶ ἢ τῇ μητρί, κορβᾶν, ὅ ἐστι, δῶρον, ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς, 11 Σεις όμως λέγετε· ένας άνθρωπος είναι αδέσμευτος απέναντι των γονέων του, εάν πη στον πατέρα του η την μητέρα του, ότι αυτό που θέλεις να πάρης από εμέ δια την εξυπηρέτησίν σου είναι κορβάν, δηλαδή ιερόν δώρον και αφιέρωμα στον Θεόν. 11 Σεῖς ὅμως λέγετε· ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος εἴπῃ εἰς τὸν πατέρα του ἢ εἰς τὴν μητέρα του· Ἂς εἶναι κορβᾶν, τουτέστι ἂς εἶναι δῶρον καὶ ἀφιέρωμα εἰς τὸν Θεὸν ἐκεῖνο, ποὺ θέλεις νὰ λάβῃς ὡς ὠφέλειαν καὶ βοήθειαν ἀπὸ ἐμέ,
12 καί οὐκέτι ἀφίετε αὐτὸν οὐδὲν ποιῆσαι τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἢ τῇ μητρί αὐτοῦ, 12 Και δεν τον αφίνετε πλέον αυτόν να κάμη τίποτε δια την εξυπηρέτησιν του πατρός του η της μητρός του, όπως διατάσσει ο νόμος του Θεού. 12 θεωρεῖτε τοῦτον δεσμευμένον ἀπὸ τὸ τάξιμον αὐτὸ καὶ δεν τὸν ἀφίνετε πλέον νὰ κάμῃ τίποτε πρὸς ὄφελος καὶ βοήθειαν τοῦ πατρός του ἢ τῆς μητρός του.
13 ἀκυροῦντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ τῇ παραδόσει ὑμῶν ᾗ παρεδώκατε· καὶ παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε. 13 Και έτσι αχρηστεύετε τον λόγον του Θεού με την παράδοσίν σας, την οποίαν έχετε παραδώσει στον λαόν. Και πολλά τέτοια παρόμοια κάνετε”. 13 Καὶ ἀκυρώνετε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν παράδοσίν σας,τὴν ὁποίαν σεῖς οἱ νομοδιδάσκαλοι ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν παρεδώκατε. Καὶ κάνετε πολλὰ σὰν καὶ αὐτό, ποὺ σᾶς εἶπα.
14 Καὶ προσκαλεσάμενος πάντα τὸν ὄχλον ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀκούετέ μου πάντες καὶ συνίετε. 14 Και αφού προσεκάλεσε όλον τον λαόν, έλεγεν εις αυτούς· “ακούστε όλοι αυτό, που θα σας πω και καταλάβετέ το καλά. 14 Καὶ ἀφοῦ προσεκάλεσεν ὅλον τὸν λαόν, τοὺς εἶπεν· Ἀκούσατε ὅλοι αὐτό, ποὺ θὰ εἴπω καὶ προσέξατε νὰ τὸ καταλάβετε.
15 οὐδέν ἐστιν ἔξωθεν τοῦ ἀνθρώπου εἰσπορευόμενον εἰς αὐτὸν ὃ δύναται αὐτόν κοινῶσαι, ἀλλὰ τὰ ἐκπορευόμενά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον. 15 Τιποτε από όσα εισέρχονται απ' έξω ως τροφή στον άνθρωπον δια του σώματος, δεν ημπορεί να κάμη τον άνθρωπον βέβηλον και ακάθαρτον απέναντι του Θεού. Αλλά όσα βγαίνουν από ακάθαρτον καρδίαν, αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπον. 15 Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀπὸ ὅσα παίρνει ἀπ’ ἔξω ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἰσάγει μέσα του διὰ τῆς τροφῆς, τὸ ὁποῖον μπορεῖ νὰ τὸν κάμῃ βέβηλον καὶ θρησκευτικῶς ἀκάθαρτον. Ἀλλ’ ἐκεῖνα, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ αὐτὸν καὶ τὴν μολυσμένην καρδίαν του, ἐκεῖνα εἶναι ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπον ἀκάθαρτον καὶ βέβηλον.
16 εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. 16 Οποιος έχει ανοικτά τα αυτιά της ψυχής του και καλήν διάθεσιν δια να ακούη, ας ακούη”. 16 Ὅποιος ἔχει φωτισμένον νοῦν καὶ αὐτιὰ πνευματικά, ποὺ ἀκούουν μὲ ἐνδιαφέρον καὶ συγχρόνως κατανοοῦν αὐτὰ ποὺ λέγω, ἂς ἀκούῃ.
17 Καὶ ὅτε εἰσῆλθεν εἰς οἶκον ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ τῆς παραβολῆς. 17 Και όταν αφήκε το πλήθος και εμπήκε στο σπίτι, τον ηρώτησαν οι μαθηταί του δια το νόημα της παραβολής αυτής. 17 Καὶ ὅταν ἔφυγεν ἀπὸ τὸ πλῆθος καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι, τὸν ἠρώτησαν οἱ μαθηταὶ διὰ τὴν σημασίαν τοῦ ἀσαφοῦς καὶ δυσκολονοήτου λόγου, ποὺ εἶπε.
18 καὶ λέγει αὐτοῖς· Οὕτω καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; οὔπω νοεῖτε ὅτι πᾶν τὸ ἔξωθεν εἰσπορευόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον οὐ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι; 18 Και λέγει εις αυτούς· “έτσι και σεις σαν τους πολλούς είσθε ανίκανοι ν' αντιληφθήτε το νόημα της παραβολής; Δεν καταλαβαίνετε ότι κάθε τι, που απ' έξω εισάγεται με το στόμα στον άνθρωπον, δεν ημπορεί να τον μολύνη; 18 Καὶ λέγει εἰς αὐτούς· Ἔτσι σὰν τὸ πολὺ πλῆθος εἶσθε καὶ σεῖς ἀνίκανοι νὰ ἐννοήσετε τὴν ἀλήθειαν, ποὺ εἶπα; Δὲν καταλαβαίνετε ἀκόμη, ὅτι κάθε τι, ποὺ ἀπ’ ἔξω εἰσάγεται διὰ τοῦ στόματος μέσα εἰς τὸν ἄνθρωπον, δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸν μολύνῃ καὶ νὰ τὸν κάμῃ βέβηλον θρησκευτικῶς;
19 ὅτι οὐκ εἰσπορεύεται αὐτοῦ εἰς τὴν καρδίαν, ἀλλὰ εἰς τὴν κοιλίαν, καὶ εἰς τὸν ἀφεδρῶνα ἐκπορεύεται, καθαρίζον πάντα τὰ βρώματα. 19 Διότι δεν εισέρχεται εις την καρδίαν του, αλλά εις την κοιλίαν, από όπου το περιττόν και άχρηστον απορρίπτεται στο αφοδευτήριον και αφίνει καθαράς μέσα στον οργανισμόν όλας τας άλλας τροφάς”. 19 Δὲν ἠμπορεῖ δὲ νὰ τὸν κάμῃ βέβηλον, διότι δὲν πηγαίνει τοῦτο μέσα εἰς τὴν καρδίαν καὶ τὸν ἐσωτερικὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ πηγαίνει εἰς τὴν κοιλίαν καὶ τὸ περιττὸν καὶ ἄχρηστον μέρος τοῦ φαγητοῦ ἀποβάλλεται εἰς τὸν κοπρῶνα καὶ ἔτσι ἀφίνει καθαρὰ ὅλα τὰ φαγητά, ποὺ συνεκράτησεν ὁ ὀργανισμός.
20 ἔλεγε δὲ ὅτι Τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον, ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. 20 Ελεγε δε ότι “αυτό που βγαίνει από το εσωτερικόν του ανθρώπου είναι εκείνο, που κάνει μολυσμένον και βέβηλον τον άνθρωπον. 20 Ἔλεγε δὲ ὅτι ἐκεῖνο ποὺ βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖνο μολύνει καὶ κάνει βέβηλον τὸν ἄνθρωπον.
21 ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, 21 Διότι από μέσα από την καρδίαν των ανθρώπων ξεχύνονται αι κακαί σκέψεις και αποφάσεις, μοιχείαι, πορνεία, φόνοι, 21 Διότι ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων βγαίνουν αἱ κακαὶ σκέψεις καὶ ἀποφάσεις, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι,
22 κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη· 22 κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δολιότητες, ηθική παραλυσία και διαστροφή, μάτι μοχθηρόν, βλασφημία, υπερηφάνεια, παραλογισμός και σκοτισμός του νου από την αμαρτίαν. 22 κλοπαί, παντὸς εἴδους ἀδικίαι, ποὺ προέρχονται ἐκ τῆς πλεονεξίας, μοχθηρίαι καὶ κακίαι, ἀπάται, ἠθικὴ παραλυσία καὶ ἀκράτεια, μάτι φθονερὸν καὶ κακόν, βλασφημία, ὑπερηφάνεια, τρέλλα καὶ ἀμυαλοσύνη, ποὺ τὴν γεννᾷ ὁ σκοτισμὸς τῆς ἁμαρτίας.
23 πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. 23 Ολα αυτά τα πονηρά βγαίνουν από το εσωτερικόν και αυτά κάνουν τον άνθρωπον ακάθαρτον απέναντι του Θεού”. 23 Ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ βγαίνουν ἀπὸ μέσα, διότι εἰς τὴν καρδίαν κατ’ ἀρχὰς φυτρώνουν ὡς λογισμοὶ καὶ ἐπιθυμίαι καὶ ἀποφάσεις, καὶ αὐτὰ κάνουν ἀκάθαρτον τὸν ἄνθρωπον.
24 Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἀπῆλθεν εἰς τὰ μεθόρια Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ εἰσελθὼν εἰς οἰκίαν οὐδένα ἤθελε γνῶναι, καὶ οὐκ ἠδυνήθη λαθεῖν. 24 Και από εκεί εξεκίνησε και επήγεν εις τα σύνορα Τυρου και Σιδώνος. Εμπήκε εις ένα σπίτι, όπου θα έμενε και δεν ήθελε κανείς να μάθη ότι ήτο εκεί. Αλλά δεν ημπόρεσε να ξεφύγη από την προσοχήν των ανθρώπων. 24 Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἐσηκώθη καὶ ἐπῆγεν εἰς τὰ σύνορα τῆς Τύρου καὶ Σιδῶνος· καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι, ποὺ ἐξέλεξε πρὸς διαμονὴν του, δὲν ἤθελε νὰ γίνῃ γνωστόν, ὅτι ἦλθεν ἐκεῖ ἄλλα δὲν ἠμπόρεσε νὰ κρυβῇ.
25 ἀκούσασα γὰρ γυνὴ περὶ αὐτοῦ, ἧς εἶχε τὸ θυγάτριον αὐτῆς πνεῦμα ἀκάθαρτον, ἐλθοῦσα προσέπεσε πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ· 25 Διότι όταν ήκουσε δι' αυτόν μία γυναίκα, της οποίας η μικρά κόρη είχε πονηρόν πνεύμα, ήλθε και έπεσε γονατιστή εμπρός εις τα πόδια του. 25 Διότι ὅταν ἤκουσε δι’ αὐτὸν κάποια γυναῖκα, τῆς ὁποίας μικρὰ θυγατέρα εἶχε πνεῦμα ἀκάθαρτον, ἦλθε καὶ ἔπεσε γονατιστὴ ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια του.
26 ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει· καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα τὸ δαιμόνιον ἐκβάλῃ ἐκ τῆς θυγατρὸς αὐτῆς. 26 Αυτή δε η γυναίκα ήτο κατά την μόρφωσιν και την θρησκείαν Ελληνίδα, δηλαδή ειδωλολάτρις, κατά δε την καταγωγήν και την πατρίδα Συροφοινίκισσα. Και παρακαλούσε αυτόν να διώξη το δαιμόνιον από την θυγατέρα της. 26 Ἦτο δὲ ἡ γυναῖκα ἐκείνη Ἐλληνίδα κατὰ τὴν θρησκείαν δηλαδὴ εἰδωλολάτρις, καὶ Συροφοινίκισσα κατὰ τὴν καταγωγὴν καὶ τὴν πατρίδα. Καὶ τὸν παρεκάλει νὰ βγάλῃ ἀπὸ τὴν θυγατέρα της τὸ δαιμόνιον.
27 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· Ἄφες πρῶτον χορτασθῆναι τὰ τέκνα· οὐ γάρ ἐστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ τοῖς κυναρίοις βαλεῖν. 27 Ο δε Ιησούς της είπεν· “άφησε πρώτα να χορτασθούν τα τέκνα του Θεού, δηλαδή οι Ισραηλίται, διότι δεν είναι ορθόν να πάρη κανείς το ψωμί των παιδιών και να το ρίξη εις τα σκυλάκια, δηλαδή στους ειδωλολάτρας”. (Τούτο δε έλεγε, δια να δώση αφορμή εις την Συροφοινίκισσαν να εκδηλώση την μεγάλην της πίστιν και πεισθούν οι μαθηταί, ότι και οι εθνικοί είναι άξιοι των δωρεών του). 27 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τῆς εἶπεν· Ἄφησε πρῶτον νὰ χορτασθοῦν τὰ τέκνα, ὁ ἐκλεκτὸς δηλαδὴ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰσραήλ. Διότι δεν εἶναι σωστὸ νὰ πάρῃ κανεὶς τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ ρίψῃ εἰς τὰ σκυλάκια, εἰς τοὺς ἐθνικοὺς δηλαδὴ καὶ εἰδωλολάτρας.
28 ἡ δὲ ἀπεκρίθη καὶ λέγει αὐτῷ· Ναί, Κύριε· καὶ τὰ κυνάρια ὑποκάτω τῆς τραπέζης ἐσθίουσιν ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν παιδίων. 28 Εκείνη δε απεκρίθη και του είπε· “ναι, Κυριε, εγώ είμαι πράγματι σαν τα σκυλάκια· αλλά και τα σκυλάκια, κάτω από το τραπέζι του φαγητού, τρώγουν από τα ψίχουλα των παιδιών”. 28 Ἐκείνη δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοῦ εἶπε· Ναί, Κύριε· δέχομαι, ὅτι εἶμαι σκυλάκι. Ἀλλὰ καὶ τὰ σκυλάκια κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι τρώγουν ἀπὸ τὰ ψίχουλα τῶν παιδιῶν. Μὲ φθάνει ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὴν τράπεζαν τὴν ἰδικήν σου.
29 καὶ εἶπεν αὐτῇ· Διὰ τοῦτον τὸν λόγον ὕπαγε· ἐξελήλυθε τὸ δαιμόνιον ἐκ τῆς θυγατρός σου. 29 Και είπεν εις αυτήν “δι' αυτόν τον λόγον, που είπες και ο οποίος δείχνει την πίστιν και την ταπείνωσίν σου, πήγαινε στο καλό· το δαιμόνιον έχει πλέον βγη από την θυγατέρα σου”. 29 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτήν· δι’ αὐτὸν τὸν λόγον, ποὺ δεικνύει τὴν ταπείνωσίν σου, τὴν σύνεσίν σου καὶ τὴν πίστιν σου, πήγαγαινε παρηγορημένη καὶ εἰρηνική. Τὸ δαιμόνιον ἔχει βγῆ ἀπὸ τὴν θυγατέρα σου.
30 καὶ ἀπελθοῦσα εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς εὗρε τὸ παιδίον βεβλημένον ἐπὶ τὴν κλίνην καὶ τὸ δαιμόνιον ἐξεληλυθός. 30 Και όταν αυτή επήγε στο σπίτι της, ευρήκε την θυγατέρα της ήσυχη στο κρεββάτι, και το δαιμόνιον πλέον να έχη βγη. 30 Καὶ ὅταν ἐπῆγεν εἰς τὸ σπίτι της, εὗρε τὴν θυγατέρα της ποὺ ἄλλοτε ἦτο ἀνήσυχος καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ὑπνώσῃ, ἐξαπλωμένην ἥσυχα εἰς τὸ κρεββάτι, καὶ τὸ δαιμόνιον, ποὺ τὴν κατεῖχε, νὰ ἔχῃ πλέον βγῆ.
31 Καὶ πάλιν ἐξελθὼν ἐκ τῶν ὁρίων Τύρου καὶ Σιδῶνος ἦλθε πρὸς τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας ἀνὰ μέσον τῶν ὁρίων Δεκαπόλεως. 31 Παλιν δε αφού εβγήκεν ο Ιησούς από τα όρια της Τυρου και της Σιδώνος, ήλθεν κοντά εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας δια μέσου της περιοχής της Δεκαπόλεως. 31 Καὶ πάλιν ἀφοῦ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς Τύρου Σιδῶνος, ἦλθε πρὸς τὴν νοτιοανατολικὴν ἀκρογιαλιὰν τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας διὰ μέσου τῶν συνόρων τῆς Δεκαπόλεως.
32 καὶ φέρουσιν αὐτῷ κωφὸν μογιλάλον καὶ παρακαλοῦσιν αὐτὸν ἵνα ἐπιθῇ αὐτῷ τὴν χεῖρα. 32 Και φέρουν εις αυτόν ένα κωφάλαλον και τον παρακαλούν να βάλη το χέρι του επάνω εις αυτόν. 32 Καὶ φέρουν εἰς αὐτὸν κάποιον κωφόν, ποὺ δὲν ἠδυνατο νὰ ὁμιλήσῃ, καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ βάλῃ ἐπ’ αὐτοῦ τὴν χεῖρα του.
33 καὶ ἀπολαβόμενος αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ὄχλου κατ’ ἰδίαν ἔβαλε τοὺς δακτύλους αὐτοῦ εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ, καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ, 33 Και ο Ιησούς αφού τον επήρε ιδιαιτέρως από τον όχλον, έβαλε τα δάκτυλά του εις τα αυτιά εκείνου και αφού έπτυσε ολίγον στο δάκτυλό του, ήγγισε την γλώσσαν του κωφαλλάλου. 33 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπῆρεν ἀπὸ τὸ πλῆθος ἰδιαιτέρως, διὰ νὰ δώσῃ εἰς τὸν κωφάλαλον νὰ καταλάβῃ, τὶ ἐπρόκειτο νὰ τοῦ κάμῃ, ὥστε νὰ διεγερθῇ ἡ πίστις του, ἡ ὁποία θὰ διηυκόλυνε τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας του, ἔβαλεν ὁ Ἰησοῦς τὰ δάκτυλά του εἰς τὰ αὐτιὰ τοῦ ἀρρώστου καὶ ἀφοῦ ἔπτυσε, μὲ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου του ἀλειμμένον μὲ τὸν σίελον του ἤγγισε τὴν γλῶσσαν τοῦ ἀρώστου.
34 καὶ ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν ἐστέναξε καὶ λέγει αὐτῷ· Ἐφφαθά, ὅ ἐστι διανοίχθητι. 34 Και αφού εσήκωσε τα μάτια στον ουρανόν, εστέναξε (δια τας θλίψεις και στενοχωρίας των ανθρώπων) και του είπε· “εφφαθά”, δηλαδή να ανοιχθή αμέσως η ακοή. 34 Καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανόν, ἐστέναξεν ἐκ συμπαθείας πρὸς τὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐφφαθά, τὸ ὁποῖον μεταφραζόμενον σημαίνει διανοίχθητι.
35 καὶ εὐθέως διηνοίχθησαν αὐτοῦ αἱ ἀκοαί καὶ ἐλύθη ὁ δεσμὸς τῆς γλώσσης αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει ὀρθῶς. 35 Και αμέσως ήνοιξαν πράγματι τα αυτιά του κωφαλάλου και ελύθη το δέσιμον της γλώσσης του και ωμιλούσε με ευκολίαν και ακρίβειαν. 35 Καὶ ἀμέσως ἤνοιξαν τὰ αὐτιά του καὶ ἐλύθη τὸ δέσιμον τῆς γλώσσης του καὶ ὡμίλει καθαρὰ καὶ ἐλεύθερα.
36 καὶ διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ εἴπωσιν· ὅσον δὲ αὐτὸς αὐτοῖς διεστέλλετο, μᾶλλον περισσότερον ἐκήρυσσον. 36 Και παρήγγειλεν εις αυτούς, να μη είπουν εις κανένα τίποτε. Οσον όμως αυτός τους διέτασσε, τόσον και περισσότερον εκείνοι διαλαλούσαν τα θαύματά του. 36 Καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ εἶπουν τίποτε εἰς κανένα διὰ τὸ θαῦμα τοῦτο. Ὅσον ὅμως αὐτὸς ἔδιδε τέτοιες παραγγελίες, τόσον περισσότερον διεκήρυττον ἐκεῖνοι τὰ θαυμαστὰ ἔργα του.
37 καὶ ὑπερπερισσῶς ἐξεπλήσσοντο λέγοντες· Καλῶς πάντα πεποίηκε· καὶ τοὺς κωφοὺς ποιεῖ ἀκούειν καὶ τοὺς ἀλάλους λαλεῖν. 37 Και ο θαυμασμός των ανθρώπων εξεπερνούσε κάθε όριον και έλεγαν· “πολύ καλά όλα τα έχει κάμει· και στους κωφούς δίδει την ακοήν και στους αλάλους την ομιλίαν”. 37 Καὶ ἐθαύμαζεν ὁ κόσμος πάρα πολὺ καὶ ἔλεγαν· Σωστὰ καὶ λαμπρὰ τὰ ἔκαμεν ὅλα. Καὶ εἰς τοὺς κωφοὺς δίνει τὴν ἀκοὴν καὶ τοὺς κάνει νὰ ἀκούουν καὶ εἰς τοὺς ἀλάλους δίνει τὴν δύναμιν νὰ ὁμιλοῦν.