Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν· καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα. 1 Και εισήλθεν πάλιν ο Ιησούς εις την συναγωγήν· ήτο δε εκεί ένας άνθρωπος, που είχε ακίνητο και ξηρό το χέρι του. 1 Καὶ ἐμβῆκε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν. Καὶ ἦτο ἐκεῖ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε ξηρὸν καὶ ἀκίνητον τὸ χέρι του.
2 καὶ παρετήρουν αὐτὸν εἰ τοῖς σάββασι θεραπεύσει αὐτόν, ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. 2 Και κατεσκόπευαν αυτόν οι Φαρισαίοι με μεγάλην προσοχήν, εάν θα τον θεραπεύση κατά την ημέραν του Σαββάτου, δια να έχουν αφορμήν να το κατηγορήσουν. 2 Καὶ τὸν παρηκολούθουν προσεκτικὰ νὰ ἴδουν, ἐὰν θὰ τὸν θεραπεύσῃ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, διὰ νὰ τὸν κατηγορήσουν ὅτι κατέλυε τὸ Σάββατον.
3 καὶ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ἐξηραμμένην ἔχοντι τὴν χεῖρα· Ἔγειρε εἰς τὸ μέσον. 3 Λεγει δε στον άνθρωπον με το ξηρό χέρι· “σήκω και στάσου στο μέσον”. 3 Καὶ λέγει εἰς τὸν ἄνθρωπον, ποὺ εἶχε τὸ ξηρὸν καὶ ἀκίνητον χέρι· Σήκω καὶ στάσου εἰς τὸ μέσον τῆς συναγωγῆς.
4 καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἔξεστιν τοῖς σάββασιν ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι; ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι; οἱ δὲ ἐσιώπων. 4 Και λέγει προς αυτούς· “επιτρέπεται κατά το Σαββατον να κάμη κανείς το καλόν η να κάμη το κακόν; Να σώση την ζωήν του πλησίον που κινδυνεύει η να τον αφήση αβοήθητον και έτσι να γίνη αφορμή του θανάτου του;” Εκείνοι δε εσιωπούσαν. 4 Καὶ τοὺς λέγει· Εἶναι ἐπιτετραμμένον κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος καλὸν καὶ νὰ εὐεργετήσῃ μὲ αὐτὸ τὸν πλησίον του ἢ μπορεῖ νὰ παραλείψῃ τὴν εὐεργεσίαν καὶ ἔτσι νὰ γίνῃ αἴτιος κακοῦ καὶ βλάβης εἰς τὸν πλησίον; Ἐπιτρέπεται κατὰ τὸ Σάββατον νὰ σώσῃ ὁ ἄνθρωπος τὴν ζωὴν τοῦ πλησίον ἢ ἐπιτρέπεται νὰ μὴ τὸν βοηθήσῃ κινδυνεύοντα καὶ ἔτσι ἐμμέσως νὰ τὸν φονεύσῃ; Αὐτοὶ δὲ ἐσιώπων.
5 καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ’ ὀργῆς, συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν, λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· Ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου. καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη. 5 Και αφού περιέφερε γύρω εις αυτούς με οργήν το βλέμμα του, ενώ συγχρόνως τους ελυπείτο ειλικρινώς δια την πώρωσιν της καρδιάς των, λέγει στον άνθρωπον· “άπλωσε το χέρι σου”. Και αμέσως εκείνος το άπλωσε και έγινε πάλιν γερό το χέρι του, όπως το άλλο. 5 Καὶ ἀφοῦ ἔρριψεν ὁ Ἰησοῦς τριγύρω τους βλέμμα, ποὺ ἐφανέρωνε τὴν ἱερὰν ἀγανάκτησίν του, ἐνῶ συγχρόνως ἐλυπεῖτο ἐκ συμπαθείας πρὸς αὐτούς, διότι ἡ καρδία των ἦτο πεπωρωμένη καὶ σκληρὰ καὶ ἐκινδύνευαν νὰ μείνουν ἀδιόρθωτοι, λέγει εἰς τὸν ἄνθρωπον· Ἐξάπλωσε τὸ χέρι σου. Αὐτὸς δέ, μολονότι ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν του ἠμποδίζετο νὰ πράξῃ τοῦτο, ὅμως φανερώνων τὴν πίστιν του κατέβαλε προσπάθειαν καὶ τὸ ἑξάπλωσε. Καὶ ἔγινε πάλιν ὑγιὲς τὸ χέρι του, σὰν τὸ ἄλλο.
6 καὶ ἐξελθόντες οἱ Φαρισαῖοι εὐθέως μετὰ τῶν Ἡρῳδιανῶν συμβούλιον ἐποίουν κατ’ αὐτοῦ, ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσι. 6 Και αφού εβγήκαν οι Φαρισαίοι από την συναγωγήν, έκαμαν αμέσως συμβούλιον μαζή με εκείνους, που ανήκαν στο κόμμα του Ηρώδου, και συνεσκέφθησαν, πως να εξοντώσουν τον Ιησούν. 6 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν συναγωγὴν οἱ Φαρισαῖοι, ἀμέσως ἔκαναν ἐναντιόν του συμβούλιον μὲ τοὺς Ἡρῳδιανούς, ποὺ ἦσαν τὸ κόμμα τοῦ βασιλέως Ἡρῴδου, καὶ συνεσκέφθησαν μὲ ποῖον τρόπον θὰ κατώρθωναν νὰ τὸν ἐξοντώσουν.
7 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησε μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς τὴν θάλασσαν· καὶ πολὺ πλῆθος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἠκολούθησαν αὐτῷ, 7 Και ο Ιησούς ανεχώρησε μαζή με τους μαθητάς του προς την θάλασσαν. Και πολύ πλήθος από την περιοχήν της Γαλιλαίας τον ηκολούθησεν. 7 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησε μὲ τοὺς μαθητάς του πρὸς τὸ μέρος τῆς θαλάσσης, καὶ τὸν ἠκολούθησε πολὺ πλῆθος ἀπὸ τὴν Γαλιλαῖαν,
8 καὶ ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καὶ ἀπὸ τῆς Ἰδουμαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου καὶ οἱ περὶ Τύρον καὶ Σιδῶνα, πλῆθος πολύ, ἀκούσαντες ὅσα ἐποίει, ἦλθον πρὸς αὐτόν. 8 Ακόμη δε και από την Ιουδαίαν και από τα Ιεροσόλυμα και από την Ιδουμαίαν και από τας περιοχάς, που ήσαν πέρα από τον Ιορδάνην, όπως επίσης και αυτοί που κατοικούσαν τα περίχωρα της Τυρου και της Σιδώνος, πλήθος πολύ που είχαν ακούσει τα θαύματα, τα οποία έκανε, ήλθαν προς αυτόν. 8 καὶ ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν, καὶ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ τὴν Ἰδουμαίαν καὶ ἀπὸ τὴν Περαίαν, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν χώραν, ποὺ εἶναι πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην πρὸς ἀνατολὰς αὐτοῦ. Καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦσαν εἰς τὰ περίχωρα τῆς Τύρου καὶ Σιδῶνος πλῆθος πολύ, ποὺ ἤκουσαν τὰς θαυματουργίας ὅσας ἔκανεν, ἦλθον πρὸς αὐτόν.
9 καὶ εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἵνα πλοιάριον προσκαρτερῇ αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἵνα μὴ θλίβωσιν αὐτόν· 9 Και είπε στους μαθητάς του να παραμένη εκεί δι' αυτόν ένα πλοιάριον, ώστε να μπαίνη εις αυτό, όταν η συρροή του λαού είναι μεγάλη, δια να μη τον πιέζουν και τον συνθλίβουν τα πλήθη. 9 Καὶ παρήγγειλεν εἰς τοὺς μαθητάς του λόγῳ τοῦ πλήθους νὰ παραμένῃ ἐκεῖ διαρκῶς δι’ αὐτὸν πλοιάριον διὰ νὰ ἔμβαίνῃ εἰς αὐτό, ὅταν ἡ συρροὴ ἐγίνετο μεγαλυτέρα, ὥστε νὰ μὴ τὸν πιέζουν τὰ πλήθη.
10 πολλοὺς γὰρ ἐθεράπευσεν, ὥστε ἐπιπίπτειν αὐτῷ ἵνα αὐτοῦ ἅψωνται ὅσοι εἶχον μάστιγας· 10 Εμαζεύετο δε τόσον πλήθος, διότι πολλούς εθεράπευσε, ώστε να πίπτουν επάνω του όσοι εβασανίζοντο από ασθενείας, δια να τον εγγίσουν και πάρουν την θεραπείαν. 10 Ἐμαζεύετο δὲ πλῆθος πολύ, διότι πολλοὺς ἐθεράπευσε, ὥστε ἔπιπταν ἐπάνω του ὅσοι εἶχαν ἀσθενείας βασανιστικάς, διὰ νὰ τὸν ἐγγίσουν καὶ εὕρουν ἔτσι τὴν θεραπείαν των.
11 καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα, ὅταν αὐτὸν ἐθεώρουν, προσέπιπτον αὐτῷ καὶ ἔκραζον λέγοντα ὅτι Σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. 11 Και τα πονηρά και ακάθαρτα δαιμόνια, όταν τον αντίκρυζαν έπιπταν με τρόμον εις τα πόδια του, εφώναζαν δυνατά και έλεγον ότι “συ είσαι ο υιός του Θεού”. 11 Καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα καὶ πονηρά, ὅταν τὸν ἔβλεπαν, ἔπιπταν ἐμπρός του καὶ ἐφώναζαν δυνατὰ καὶ ἔλεγαν· ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
12 καὶ πολλὰ ἐπετίμα αὐτοῖς ἵνα μὴ φανερὸν αὐτὸν ποιήσωσι. 12 Και τα επέπληττε αυστηρώς και τα διέτασσε να μη φανερώσουν ότι είναι ο υιός του Θεού. Δεν είχε καμμίαν ανάγκην από την μαρτυρίαν των πονηρών δαιμονίων (τα οποία άλωστε υπέκρυπταν πάντοτε και κάποιον δόλιον σκοπόν). 12 Καὶ πολὺ τὰ ἐπέπληττε, διὰ νὰ μὴ τὸν φανερώσουν, ὅτι αὐτὸς ἦτο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. (Καὶ τοὺς ἀπηγόρευε νὰ φανερώνουν τοῦτο, διότι οὔτε ἦτο ἀκόμη ὁ καιρὸς διὰ νὰ γνωστοποιηθῇ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὁλόκληρος ἡ περὶ τοῦ Χριστοῦ ἀλήθεια, καὶ ἐρεθισθοῦν ἀπὸ αὐτὴν περισσότερον οἱ ἄπιστοι ἐχθροί του, οὔτε οἰ πονηροὶ δαίμονες ἦσαν ἄξιοι νὰ γίνουν κήρυκες αὐτῆς).
13 Καὶ ἀναβαίνει εἰς τὸ ὄρος, καὶ προσκαλεῖται οὓς ἤθελεν αὐτός, καὶ ἀπῆλθον πρὸς αὐτόν. 13 Και ανεβαίνει επάνω στο όρος, προσκαλεί δε εκεί εκείνους τους οποίους αυτός ήθελε και ήλθαν προς αυτόν. 13 Καὶ ἀναβαίνει εἰς κάποιο γειτονικὸ βουνὸ τῆς ὀροσειρᾶς, ποὺ κεῖται πρὸς δυσμὰς τῆς Καπερναούμ, καὶ προσεκάλεσεν ἐκείνους ποὺ ἤθελε καὶ ἐπῆγαν πρὸς αὐτόν.
14 καὶ ἐποίησε δώδεκα, ἵνα ὦσι μετ’ αὐτοῦ καὶ ἵνα ἀποστέλλῃ αὐτοὺς κηρύσσειν 14 Και εξέλεξε δώδεκα, δια να είναι μαζή του και δια να τους στέλλη να κηρύττουν 14 Καὶ ἐξέλεξε δώδεκα μαθητάς, διὰ νὰ εἶναι μαζί του καὶ διὰ νὰ τοὺς ἀποστέλλῃ νὰ κηρύττουν,
15 καὶ ἔχειν ἐξουσίαν θεραπεύειν τὰς νόσους καὶ ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια· 15 και να έχουν εξουσίαν, ώστε να θεραπεύουν τας ασθενείας και να εκδιώκουν τα δαιμόνια. 15 καὶ νὰ ἔχουν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν νὰ θεραπεύουν τὰς ἀσθενείας καὶ νὰ βγάζουν τὰ δαιμόνια.
16 καὶ ἐπέθηκεν ὄνομα τῷ Σίμωνι Πέτρον, 16 Και έβαλε νέον όνομα στον Σιμωνα, το όνομα Πετρος. 16 Καὶ ἔβαλεν εἰς τὸν Σίμωνα νέον ὄνομα καὶ τὸν ὠνόμασε Πέτρον,
17 καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόματα Βοανεργές, ὅ ἐστιν υἱοὶ βροντῆς· 17 Και εξέλεξε τον Ιάκωβον τον υιόν του Ζεβεδαίου και τον Ιωάννην τον αδελφόν του Ιακώβου· και έβαλε εις αυτούς νέα ονόματα Βοαναργές, που σημαίνει υιοί βροντής (και τούτο δια τον ορμητικόν χαρακτήρα των, που παρουσίαζαν ενίοτε). 17 καὶ ἐξέλεξεν ἀκόμη τὸν Ἰάκωβον τὸν υἱὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τὸν Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου καὶ τοὺς ἔβαλεν ὀνόματα Βοανεργές, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν ἑλληνικὴν σημαίνει υἱοὶ βροντῆς (λόγῳ τοῦ χαρακτῆρος των, ποὺ ἐνῷ συνήθως ἦτο ἤρεμος, εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις ἐξέσπα ἔξαφνα σὰν βροντή).
18 καὶ Ἀνδρέαν καὶ Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον καὶ Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ἁλφαίου καὶ Θαδδαῖον καὶ Σίμωνα τὸν Κανανίτην 18 Εξέλεξε ακόμη και τον Ανδρέαν και τον Φιλιππον και τον Βαρθολομαίον και τον Ματθαίον και τον Θωμάν, και τον Ιάκωβον, τον υιόν του Αλφαίου, και τον Κανανίτην, δηλαδή τον Ζηλωτήν. 18 Ἐξέλεξε καὶ τὸν Ἀνδρέαν καὶ τὸν Φίλιππον καὶ τὸν Βαρθολομαῖον καὶ τὸν Ματθαῖον καὶ τὸν Θωμᾶν καὶ τὸν Ἰάκωβον τὸν υἱὸν τοῦ Ἀλφαίου καὶ τὸν Θαδδαῖον, καὶ τὸν Σίμωνα τὸν Κανανίτην, ὄνομα, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν ἑλληνικὴν μεταφράζεται Ζηλωτῆς.
19 καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώτην, ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτόν. 19 Και τον Ιούδαν τον Ισκαριώτην, ο οποίος και τον παρέδωκε αργότερα στους εχθρούς του. 19 Καὶ τὸν Ἰούδαν τὸν Ἰσκαριώτην, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς τοὺς ἐχθρούς του.
20 Καὶ ἔρχονται εἰς οἶκον· καὶ συνέρχεται πάλιν ὄχλος, ὥστε μὴ δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον φαγεῖν. 20 Και έρχονται εις κάποιο σπίτι της Καπερναούμ. Και συγκεντρώνεται πάλιν εκεί λαός πολύς, ώστε να μη μπορούν και να μη ευρίσκουν ευκαιρίαν ούτε ψωμί να φάγουν. 20 Καὶ ἔρχονται εἰς κάποιο σπίτι τῆς Καπερναοὺμ καὶ ἐμαζεύθη πάλιν λαὸς πολύς, ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦν αὐτοὶ οὔτε ἄρτον νὰ φάγουν, διότι καὶ τὸ σπίτι ὁλόκληρον εἶχε καταλάβει ὁ λαὸς καὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν δὲν ἔδιδαν καιρὸν νὰ φάγῃ.
21 καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ’ αὐτοῦ ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν· ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη. 21 Οταν δε ήκουσαν αυτάς τας υπερβολάς στο έργον οι ιδικοί του, δηλαδή οι θεωρούμενοι ως αδελφοί του (οι οποίοι και δεν είχαν πιστεύσει εις αυτόν), εξήλθαν δια να τον πιάσουν και τον περιορίσουν στο σπίτι, διότι ενόμιζαν ότι η τόση υπερβολική προσήλωσις και απασχόλησις στο έργον του είναι αποτέλεσμα ψυχικής διεγέρσεως, και έλεγαν ότι εβγήκεν από τον ευατόν του. 21 Καὶ ὅταν ἤκουσαν οἱ (δικοί του, ὅτι εἶχεν ἀπορροφηθῆ ἀπὸ τὸ ἔργον τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν θαυμάτων μέχρι σημείου, ποὺ νὰ μὴ τρώγῃ, ἐβγῆκαν νὰ τὸν πιάσουν καὶ νὰ τὸν περιορίσουν, διότι ἐνόμιζαν, ὅτι ἡ τόση προσήλωσις εἰς τὸ ἔργον του ἦτο ἀποτέλεσμα ψυχικῆς ἀσθενείας καὶ ἔλεγον, ὅτι εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ διεταράχθη ὁ νοῦς του.
22 καὶ οἱ γραμματεῖς οἱ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καταβάντες ἔλεγον ὅτι Βεελζεβοὺλ ἔχει, καὶ ὅτι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια. 22 Και οι γραμματείς, που είχαν έλθει από την Ιερουσαλήμ, έλεγαν ότι έχει μέσα του τον βελζεβούλ και ότι διώχνει τα δαιμόνια με την συνεργασίαν του άρχοντος των δαιμονίων. 22 Καὶ οἱ γραμματεῖς, ποὺ εἶχαν καταβῆ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἔλεγαν ὅτι ἔχει μέσα του τὸν Βεελζεβοὺλ καὶ ὅτι μὲ τὴν βοήθειαν καὶ συνεργασίαν τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν δαιμονίων βγάζει ἀπὸ τοὺς δαιμονιζομένους τὰ δαιμόνια.
23 καὶ προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς ἔλεγεν αὐτοῖς· Πῶς δύναται σατανᾶς σατανᾶν ἐκβάλλειν; 23 Και αφού επροσκάλεσεν αυτούς ο Ιησούς, τους έλεγε με παραβολάς· “πως είναι δυνατόν ένας σατανάς να διώχνη άλλον σατανάν; 23 Καὶ ἀφοῦ τοὺς προσεκάλεσε, τοὺς ἔλεγε μὲ συγκρίσεις καὶ παραδείγματα· Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἕνας σατανᾶς νὰ βγάζει διὰ τῆς βίας καὶ νὰ διώκῃ ἄλλον σατανᾶν;
24 καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ’ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ βασιλεία ἐκείνη· 24 Εάν ένα βασίλειον χωρισθή εις εχθρικάς παρατάξεις αλληλοπολεμουμένας, δεν είναι δυνατόν να σταθή και να ζήση αυτό το βασίλειον. 24 Καὶ ἐὰν ἕνα βασίλειον χωρισθῇ εἰς κόμματα ἐχθρικά, ὥστε δι’ ἐμφυλίου πολέμου νὰ στραφῇ ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του, δὲν δύναται νὰ σταθῇ τὸ βασίλειον ἐκεῖνο.
25 καὶ ἐὰν οἰκία ἐφ’ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ οἰκία ἐκείνη. 25 Και εάν εις μίαν οικογένειαν διαιρεθούν τα μέλη μεταξύ των και πολεμούν το ένα το άλλο, δεν είναι δυνατόν να σταθή και να ζήση η οικογένεια εκείνη. 25 Καὶ ἐὰν μία οἰκογένεια διαιρεθῇ ἐναντίον τοῦ ἐαυτοῦ της, δὲν δύναται νὰ σταθῇ, ἀλλὰ θὰ διαλυθῇ ἡ οἰκογένεια ἐκείνη.
26 καὶ εἰ ὁ σατανᾶς ἀνέστη ἐφ’ ἑαυτὸν καὶ μεμέρισται, οὐ δύναται σταθῆναι, ἀλλὰ τέλος ἔχει. 26 Και εάν ο σατανάς επανεστάτησε εναντίον του ευατού του, δηλαδή εναντίον των οργάνων του και της εξουσίας του και έχει χωρισθή εις κόμματα, που αλληλοπολεμούνται, δεν ημπορεί να σταθή, αλλά παίρνει τέλος το κράτος του. 26 Καὶ ἐὰν ὁ σατανᾶς ἐσηκώθη κατὰ τῶν ὀργάνων του καὶ ἔχῃ χωρισθῇ εἰς κόμματα, τὰ ὁποῖα πολεμοῦνται μεταξύ των, δὲν δύναται νὰ σταθῇ, ἀλλὰ τελειώνει πλέον ἡ δύναμίς του καὶ τὸ κράτος του.
27 οὐδεὶς δύναται τὰ σκεύη τοῦ ἰσχυροῦ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσαι, ἐὰν μὴ πρῶτον τὸν ἰσχυρὸν δήσῃ, καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει. 27 Κανείς, εάν εισέλθη στο σπίτι του ισχυρού οικοδεσπότου, δεν ημπορεί να αρπάξη τα έπιπλα και τα σκεύη, εάν πρώτον δεν δέση αυτόν τον ισχυρόν και τότε θα διαρπάση το σπίτι του. (Και εγώ δεν θα ημπορούσα να ελευθερώσω από τα χέρια του σατανά τους δαιμονιζομένους, εάν πρώτον δεν ενικούσα και δεν έδενα τον σατανάν). 27 Κανεὶς δὲν μπορεῖ, ὅταν ἔμβῃ εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἰσχυροῦ καὶ δυνατοῦ οἰκοδεσπότου, νὰ ἁρπάσῃ τὰ ἔπιπλα καὶ σκεύη του, ἐὰν δὲν δέσῃ προτήτερα τὸν ἰσχυρόν, καὶ τότε θὰ διαρπάσῃ τὸ σπίτι του. Ἔτσι καὶ ἐγώ, ἐὰν προτήτερα δὲν ἔδενα τὸν σατανᾶν μὲ τὴν κατ’ αὐτοῦ νίκην μου, δὲν θὰ μπορούσα νὰ ἀρπάσω ἀπὸ τὰ χέρια του τοὺς δαιμονιζομένους, ποὺ σὰν ἄψυχα σκεύη διετήρει ὑπὸ τὴν κατοχήν του.
28 Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πάντα ἀφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τὰ ἁμαρτήματα καὶ αἱ βλασφημίαι ὅσας ἐὰν βλασφημήσωσιν· 28 Αληθινά σας λέγω ότι θα συγχωρηθούν στους υιούς των ανθρώπων όλα τα αμαρτήματα και όλαι αι βλασφημίαι, όσας τυχόν ήθελον εκστομίσει. 28 Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ὅλα τὰ ἁμαρτήματα θὰ συγχωρηθοῦν εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, ἐφ’ ὅσον μετανοήσουν οὖτοι. Καὶ αἱ βλασφημίαι, ὅσας τυχὸν θὰ βλασφημήσουν, θὰ συγχωρηθοῦν.
29 ὃς δ’ ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ’ ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως· 29 Εκείνος όμως που από κακότητα ψυχής θα βλασφημήση στο Αγιον Πνεύμα (δηλαδή θα αποδώση τας φανεράς και λυτρωτικάς ενεργείας του Αγίου Πνεύματος στον διάβολον) αυτός δεν έχει άφεσιν στους αιώνας των αιώνων, αλλά είναι ένοχος αιωνίας καταδίκης”. 29 Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ ἀποδώσῃ τὰς φανερὰς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὸ πονηρὸν πνεῦμα καὶ ἀπὸ ἐσωτερικὴν πώρωσιν θὰ συκοφαντήσῃ τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔτσι θὰ βλασφημήσῃ εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, δὲν ἔχει συγχώρησιν οὗτος εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ’ εἶναι ἔνοχος αἰωνίας κατακρίσεως καὶ τιμωρίας.
30 ὅτι ἔλεγον, Πνεῦμα ἀκάθαρτον ἔχει. 30 Είπε δε αυτά ο Ιησούς, διότι εκείνοι τον συκοφαντούσαν ότι έχει ακάθαρτον πνεύμα. 30 Εἶπε δὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Κύριος, διότι ἔλεγον ἐκεῖνοι, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔχει πνεῦμα ἀκάθαρτον καὶ ἐσυκοφάντουν ἀπὸ πώρωσιν καὶ θεληματικὴν τύφλωσιν τὰ ἔργα καὶ θαύματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ τὰ ἀπέδιδον εἰς τὸν διάβολον.
31 ἔρχονται οὖν ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ ἔξω ἑστῶτες ἀπέστειλαν πρὸς αὐτὸν φωνοῦντες αὐτόν. 31 Ερχονται τότε η μητέρα του και αυτοί που ενομίζοντο αδελφοί του και αφού εστάθησαν έξω από το σπίτι, έστειλαν προς αυτόν και τον εφώναξαν να βγη. 31 Ἔρχονται λοιπὸν ἡ μητέρα του καὶ αὐτοί, ποὺ ἐνομίζοντο ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἀδελφοί του, καὶ ἀφοῦ ἐστέκοντο ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔστειλαν εἰς αὐτὸν καὶ τὸν ἐφώναξαν.
32 καὶ ἐκάθητο περὶ αὐτὸν ὄχλος· εἶπον δὲ αὐτῷ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἔξω ζητοῦσί σε. 32 Εκάθητο δε γύρω του πολύς λαός· είπον δε εις αυτόν· “ιδού η μητέρα σου και οι αδελφοί σου σε ζητούν έξω”. 32 Καὶ ἐκάθητο γύρω του πολὺς λαός. Εἶπον δὲ πρὸς αὐτόν· Ἰδού, ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου στέκονται ἀπ’ ἔξω καὶ σὲ ζητοῦν.
33 καὶ ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· Τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἢ οἱ ἀδελφοί μου; 33 Και απάντησε εις αυτούς λέγων· “ποιά είναι η μητέρα μου η ποίοι είναι οι αδελφοί μου;” 33 Καὶ ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς καὶ εἶπε· Ποία εἶναι ἡ μητέρα μου ἢ ποῖοι εἶναι οἱ ἀδελφοί μου;
34 καὶ περιβλεψάμενος κύκλῳ τοὺς περὶ αὐτὸν καθημένους λέγει· Ἴδε ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου· 34 Και αφού περιέφερε ολόγυρα τα μάτια του εις εκείνους που εκάθηντο γύρω του, είπε· “ιδού η μητέρα μου και οι αδελφοί μου. 34 Καὶ ἀφοῦ ἔρριψεν ὁλόγυρα τὰ μάτια του εἰς ἐκείνους, ποὺ ἐκάθηντο τριγύρω ἀπὸ αὐτόν, λέγει· Ἰδοὺ ἡ μητέρα μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου.
35 ὃς γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μήτηρ ἐστί. 35 Διότι εκείνος, ο οποίος θα εφαρμόση το θέλημα του Θεού, αυτός είναι αδελφός μου και αδελφή μου και μητέρα μου”. 35 Εἶναι αὐτοί, καίτοι δὲν ἔχω σαρκικὴν συγγένειαν πρὸς τούτους· διότι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς εἶναι ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μητέρα μου. Καὶ ἡ μητέρα μου ἂν ἠξιώθη νὰ μὲ γεννήσῃ, προτήτερα ὑπῆρξε πιστὴ καὶ ἀφωσιωμενη δούλη τοῦ Θεοῦ καὶ δι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς τὴν ἐξέλεξεν ὡς ὄργανόν του.