Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς Καπερναοὺμ δι’ ἡμερῶν καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. 1 Υστερα δε από ολίγας ημέρας, εισήλθε πάλιν ο Κυριος εις την Καπερναούμ και διεδόθη ότι ευρίσκεται εις κάποιο σπίτι. 1 Καὶ ὕστερα ἀπὸ μερικὰς ἡμέρας ἐμβῆκε πάλιν εἰς τὴν Καπερναούμ· καὶ ἔγινε γνωστόν, ὅτι εἶναι εἰς κάποιαν οἰκίαν.
2 καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοὶ, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. 2 Και αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ώστε εγέμισεν η οικία και δεν υπήρχε πλέον τόπος να τους χωρέση ούτε καντά εις την θύραν. Και εδίδασκε εις αυτούς τον λόγον του Θεού. 2 Καὶ ἀμέσως ἐμαζεύθησαν πολλοί, ὥστε ἀφοῦ ἐγέμισεν ἡ οἰκία, νὰ μὴ χωροῦν πλέον τὸν λαὸν οὔτε τὰ πλησίον τῆς θύρας μέρη. Καὶ τοὺς ἐδίδασκε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
3 καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. 3 Και έρχονται προς αυτόν φέροντες ένα παραλυτικόν, τον οποίον εσήκωναν τέσσαρες επάνω εις κρεββάτι. 3 Καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ ἔφεραν κάποιον παραλυτικόν, ποὺ τὸν ἐσήκωναν ἐπάνω εἰς κρεββάτι τέσσαρες.
4 καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον ἐφ’ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. 4 Επειδή δε ένεκα του πολλού πλήθους δεν ήτο δυνατόν να πλησιάσουν τον Κυριον, αφήρεσαν από την στέγην το μέρος εκείνο, κάτω από το οποίον ήτο ο Κυριος, ήνοιξαν τρύπαν και κατέβασαν σιγά το κρεββάτι, όπου ήτο κατάκοιτος ο παραλυτικός. 4 Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἠμποροῦσαν ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους τοῦ λαοῦ νὰ τὸν πλησιάσουν, ἐξεσκέπασαν τὴν σκέπην εἰς τὸ μέρος, ὅπου ὁ Κύριος εὑρίσκετο καί, ἀφοῦ ἤνοιξαν τρῦπαν, ἔρριψαν κάτω σιγὰ τὸ κρεββάτι, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἦτο ἑξαπλωμενος ὁ παραλυτικός.
5 ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. 5 Οταν ο Ιησούς είδε την πίστιν που είχαν, τόσον ο παραλυτικός όσον και εκείνοι που τον έφεραν, λέγει στον παραλυτικόν· “τέκνον, σου συγχωρούνται αι αμαρτίαι, αι οποίαι είναι και αιτία της σωματικής σου ασθενείας”. 5 Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὴν πίστιν, ποὺ εἶχαν καὶ ὁ παραλυτικὸς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἔφεραν, λέγει εἰς τὸν παραλυτικόν, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς ἀνησυχίαν, μήπως αἱ ἁμαρτίαι του γίνουν ἐμπόδιον εἰς τὴν θεραπείαν του· τέκνον, σοῦ ἔχουν συγχωρηθῇ αἱ ἁμαρτίαι σου, αἱ ὁποῖαι εἶναι καὶ ἡ αἰτία τῆς σωματικῆς σου παραλύσεως.
6 ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· 6 Ησαν δε και μερικοί από τους γραμματείς, που εκάθηντο εκεί και εσυλλογίζοντο μέσα των· 6 Ἦσαν δὲ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐκάθηντο ἐκεῖ καὶ διελογίζοντο εἰς τὸ ἐσωτερικόν των καὶ εἰς τὰς διανοίας των·
7 Τί οὗτος οὕτως λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; 7 Διατί αυτός ο άνθρωπος εκστομίζει τέτοιες βλασφημίες; Ποιός ημπορεί να συγχωρή αμαρτίες, ει μη μόνον ένας, δηλαδή ο Θεός; 7 Διατὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὁμιλεῖ ἔτσι καὶ ἐκστομίζει βλασφημίας; Ποῖος ἄλλος ἠμπορεῖ νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίας, παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός;
8 καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς εἶπεν αὐτοῖς· Τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 8 Και αμέσως ο Ιησούς αντελήφθη καθαρώτατα, με την θεία δύναμιν του πνεύματός του, ότι έτσι αυτοί εσκέπτοντο μέσα των και τους είπε· “διατί συλλογίζεσθε τέτοια εις τας καρδίας σας; 8 Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἀντελήφθη ὑπερφυσικῶς μὲ τὸ φωτιζόμενον ἀπὸ τὴν θεότητά του πνεῦμα του, ὅτι αὐτοὶ διαλογίζονται μέσα τους ἔτσι, καὶ τοὺς εἶπε· Διατὶ δέχεσθε καὶ κυκλοφορεῖτε τέτοιους λογισμοὺς μέσα εἰς τὰς καρδίας σας;
9 τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; 9 Τι είναι ευκολώτερον, να είπω στον παραλυτικόν, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου η να είπω, σήκω επάνω υγιής, πάρε το κρεββάτι στον ώμον σου και περιπάτει; Σεις θεωρείτε δυσκολώτερον το δεύτερον. 9 Τί εἶναι εὐκολώτερον, τὸ νὰ εἴπω εἰς τὸν παραλυτικὸν εἶναι συγχωρημέναι αἱ ἁμαρτίαι σου ἢ νὰ τοῦ εἴπω, σήκω καὶ πάρε εἰς τὸν ὦμον σου τὸ κρεββάτι σου καὶ περιπάτει; Σεῖς θεωρεῖτε δυσκολώτερον τὸ τελευταῖον τοῦτο.
10 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας - λέγει τῷ παραλυτικῷ· 10 Δια να μάθετε δε, ότι ο υιός του ανθρώπου έχει εξουσίαν να συγχωρή αμαρτίας εδώ εις την γην-λέγει στον παραλυτικόν· 10 Διὰ νὰ μάθετε λοιπόν, ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, ὁ μοναδικὸς ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητος, ὁ ὁποῖος θὰ ἔλθῃ καὶ πάλιν ἐπὶ τῶν νεφελῶν ὡς Κριτὴς ἔνδοξος, ἔχει ἐξουσίαν νὰ συγχωρῇ ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας - τότε ὁ Κύριος λέγει εἰς τὸν παραλυτικόν·
11 Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. 11 Σε σένα που πιστεύεις λέγω, σήκω επάνω υγιής, πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου”. 11 Εἰς σέ, ποὺ πιστεύεις, ὁμιλῶ· σήκω καὶ πάρε εἰς τὸν ὦμον σου τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε εἰς τὸν οἶκον σου.
12 καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι Οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν. 12 Και αμέσως εσηκώθη, επήρε το κρεββάτι στον ώμον και εβγήκε ενώπιον όλων, ώστε όλοι να καταπλαγούν και να δοξάζουν τον Θεόν λέγοντες ότι “ποτέ δεν είδαμε τέτοια γεγονότα, να συγχωρούνται με ένα λόγον αμαρτίαι και εις πιστοποίησιν της συγχωρήσεως να θεραπεύεται θαυματουργικώς η παράλυσις”. 12 Καὶ ἐσηκώθη ἀμέσως καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τὸ κρεββάτι του ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ σπίτι ἐκεῖνο ἐμπρὸς εἰς ὅλους, ὥστε τὸν εἶδαν μὲ τὰ μάτια των καὶ κατεπλάγησαν ὅλοι καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν λέγοντες, ὅτι ποτὲ ἕως τώρα δὲν εἴδαμεν ἔτσι, παραλυτικὸς μὲ μίαν προσταγὴν νὰ σηκώνεται ἀμέσως ὑγιὴς καὶ νὰ περιπατῇ.
13 Καὶ ἐξῆλθε πάλιν παρὰ τὴν θάλασσαν· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἤρχετο πρὸς αὐτόν, καὶ ἐδίδασκεν αὐτούς. 13 Και εβγήκεν ο Ιησούς από το σπίτι εκείνο πάλιν εις την παραλίαν. Και όλο το πλήθος ήρχετο προς αυτόν και τους εδίδασκε. (Τα θαύματα εγίνοντο εις θεραπείαν των ασθενών που είχαν πίστιν, αλλά και δια να εμπνεύσουν πίστιν και στους άλλους). 13 Καὶ ἐβγῆκε πάλιν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸν οἶκον εἰς τὴν παραλίαν· καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἤρχετο πρὸς αὐτὸν καὶ τοὺς ἐδίδασκε.
14 καὶ παράγων εἶδε Λευῒν τὸν τοῦ Ἁλφαίου, καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ. 14 Καθώς δε επερνούσε είδε τον Λευΐν, τον υιόν του Αλφαίου, να κάθεται στο μέρος όπου εισεπράττοντο οι φόροι και λέγει προς αυτόν· “ακολούθησέ με ως μαθητής μου”. Και εκείνος εσηκώθηκε πράγματι και τον ηκολούθησε. 14 Καὶ καθὼς διέβαινεν, εἶδε τὸν Λευῒν τὸν υἱὸν τοῦ Ἀλφαίου νὰ κάθηται εἰς τὴν τράπεζαν τῆς εἰσπράξεως τῶν φόρων καὶ τοῦ λέγει· Ἀκολούθει με. Καὶ ἐκεῖνος ἐσηκώθη καὶ τὸν ἠκολούθησε.
15 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακεῖσθαι αὐτὸν ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, καὶ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ἦσαν γὰρ πολλοί, καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ. 15 Και συνέβη, όταν εκάθητο εις την τράπεζαν του φαγητού στο σπίτι του Λευϊ, πολλοί τελώναι και άλλοι αμαρτωλοί (όπως περιφρονητικώς τους έλεγαν οι Φαρισαίοι) εκάθηντο μαζή με τον Ιησούν και τους μαθητάς του. Διότι πολλοί ήσαν εκείνοι, που είχαν πληροφορηθή την πρόσκλησιν του Λευϊ και ηκολούθησαν τον Ιησούν στο σπίτι. 15 Καὶ ὅταν αὐτὸς ἦτο καθισμένος εἰς τὴν τράπεζαν τοῦ φαγητοῦ μέσα εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Λευΐ, συνέβη νὰ κάθηνται καὶ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ τοὺς μαθητάς του. Καὶ ἦσαν ἐκεῖ τόσοι, διότι κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσκλήσεως τοῦ Λευῒ παρευρίσκοντο πολλοί, οἱ ὁποῖοι καὶ ἠκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ματθαίου καὶ ἔλαβαν μέρος εἰς τὴν τράπεζαν.
16 καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαίοι ἰδόντες αὐτὸν ἐσθίοντα μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἔλεγον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Τί ὅτι μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει καὶ πίνει; 16 Οι δε γραμματείς και οι Φαρισαίοι, όταν είδαν αυτόν να τρώγη μαζή με τους τελώνας και τους αμαρτωλούς, έλεγαν στους μαθητάς του· “πως εξηγείται, ότι ο διδάσκαλός σας τρώγει και πίνει μαζή με τελώνας και αμαρτωλούς;” 16 Καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ὅταν τὸν εἶδον νὰ τρώγῃ μαζὶ μὲ τοὺς τελώνας καὶ ἁμαρτωλούς, ἔλεγον εἰς τοὺς μαθητάς του· Πῶς συμβαίνει νὰ τρώγῃ καὶ νὰ πίνῃ ὁ διδάσκαλός σας μαζὶ μὲ τοὺς ἁμαρτωλούς;
17 καὶ ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες· οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν. 17 Και όταν ήκουσεν ο Ιησούς αυτούς τους λόγους είπε· “δεν έχουν ανάγκην από ιατρόν οι υγιείς, αλλά οι ασθενείς· δεν ήλθα στον κόσμον, δια να καλέσω εκείνους που φαντάζονται ότι είναι δίκαιοι, αλλά ήλθα να καλέσω εις μετάνοιαν τους αμαρτωλούς”. 17 Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἤκουσε ταῦτα, λέγει εἰς αὐτούς· Δὲν ἔχουν ἀνάγκην ἰατροῦ οἱ ὑγιεῖς, ἀλλ’ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἄσχημα εἰς τὴν ὑγείαν τους. Δὲν ἦλθα εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ καλέσω ἐκείνους, ποὺ ἔχουν τὴν ἰδέαν ὅτι εἶναι δίκαιοι, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἦλθα νὰ καλέσω εἰς μετάνοιαν.
18 Καὶ ἦσαν οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου καὶ οἱ τῶν Φαρισαῖων νηστεύοντες. καὶ ἔρχονται καὶ λέγουσιν αὐτῷ· Διατί οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων νηστεύουσιν, οἱ δὲ σοὶ μαθηταὶ οὐ νηστεύουσι; 18 Οι μαθηταί του Ιωάννου, όπως και οι μαθηταί των Φαρισαίων, ετηρούσαν και όσας άκομα νηστείας είχε καθιερώσει η παράδοσις των πρεσβυτέρων. Ερχονται λοιπόν μερικοί και λέγουν εις αυτόν· “διατί οι μαθηταί του Ιωάννου και οι μαθηταί των Φαρισαίων νηστεύουν, οι δε ιδικοί σου μαθηταί δεν νηστεύουν;” 18 Καὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου, καθὼς καὶ οἱ μαθηταὶ τῶν Φαρισαίων ἐνήστευον τὰς νηστείας, ποὺ εἶχαν ἐπικρατήσει ἀπὸ μόνην τὴν παράδοσιν καὶ συνήθειαν. Καὶ ἔρχονται μερικοὶ καὶ λέγουν εἰς αὐτόν· Διατὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου καὶ τῶν Φαρισαίων νηστεύουν, καὶ τηροῦν τὰς νηστείας, ποὺ μᾶς παρέδωκαν οἱ παλαιοτεροι ραββίνοι, οἱ δὲ ἰδικοί σου μαθηταὶ δὲν νηστεύουν;
19 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος, ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ’ αὐτῶν ἐστι, νηστεύειν; ὅσον χρόνον μεθ’ ἑαυτῶν ἔχουσι τὸν νυμφίον, οὐ δύνανται νηστεύειν. 19 Και είπεν εις αυτούς ο Ιησούς· “μήπως είναι δυνατόν οι καλεσμένοι στον γάμον φίλοι του γαμβρού να νηστεύουν, καθ' ον χρόνον ο γαμβρός ευρίσκεται μαζή των; Οσον καιρόν έχουν μαζή των τον γαμβρόν δεν είναι δυνατόν να νηστεύουν, (διότι η νηστεία είναι και δείγμα πένθους και όχι χαράς). 19 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Μήπως εἶναι δυνατὸν οἱ προσκαλεσμένοι εἰς γάμον φίλοι τοῦ γαμβροῦ, ἐφ’ ὅσον χρόνον ὁ γαμβρὸς εἶναι μαζί των καὶ ἐορτάζεται ὁ γάμος, νὰ πενθοῦν καὶ νὰ νηστεύουν; Ὅσον καιρὸν ἔχουν μαζί τους τὸν γαμβρόν, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ νηστεύουν. Ἔτσι καὶ οἱ μαθηταί μου, ἐφ’ ὅσον ἐγὼ ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας εἶμαι μαζί τους, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πενθοῦν καὶ νὰ νηστεύουν.
20 ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ’ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. 20 Θα έλθουν δε ημέραι, κατά τας οποίας θα πάρουν βιαίως ανάμεσα από αυτούς τον νυμφίον, δηλαδή εμέ τον Διδάσκαλόν των, και τότε θα πενθήσουν και θα νηστεύσουν. 20 Θὰ ἔλθουν ὅμως ἡμέραι, ὅταν θὰ τοὺς πάρουν τὸν νυμφίον, καὶ τότε θὰ νηστεύσουν καὶ θὰ πενθήσουν κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας.
21 οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· εἰ δὲ μήγε, αἴρει τὸ πλήρωμα αὐτοῦ, τὸ καινὸν τοῦ παλαιοῦ, καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται. 21 Κανείς δεν ράπτει επάνω εις ένα παλαιό ένδυμα τεμάχιον από καινούργιο ύφασμα· εάν όμως και το ράψη, τότε το καινούργιο μπάλωμα, που ερράφτηκε στο παλαιό ένδυμα, μαζεύει και κάνει το σχίσιμο του παλαιού πολύ μεγαλύτερο. (Η νέα δηλαδή διδασκαλία μου δεν ημπορεί να υπαχθή στους παλαιούς εξωτερικούς τύπους. Αν κάτι τέτοιο γίνη, και οι τύποι θα φθαρούν και οι διδασκαλία μου θα νοθευθή). 21 Καὶ διὰ νὰ σᾶς ὁμιλήσω καταληπτότερα μὲ κάποιο παράδειγμα, σᾶς λέγω· Κανεὶς δὲν ράπτει ἐπάνω εἰς παλαιὸν ροῦχον ἐμβάλωμα ἀπὸ τεμάχιον ὑφάσματος καινούργιου. Ἐὰν ὅμως δὲν προσέξῃ κανεὶς εἰς αὐτό, τότε τὸ τεμάχιον, ποὺ ἐτέθη ὡς συμπλήρωμά του, μαζεύει καὶ παίρνει ἀπὸ τὸ ροῦχον, τὸ καινούργιον δηλαδὴ ἐμβάλωμα ἀποσπᾷ ἀπὸ τὸ παλαιὸν ροῦχον τὸ μέρος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἶναι αἱ ραφαί, καὶ τὸ σχίσιμον γίνεται χειρότερον. Ἔτσι καὶ ἡ νέα διδασκαλία δὲν εἶναι ὠφέλιμον νὰ προσκολληθῇ ἐπάνω εἰς ἐξωτερικοὺς τύπους, ποὺ ἐπάληωσαν πλέον καὶ εἶναι ἐφθαρμένοι. Διότι καὶ οἱ ἐξωτερικοὶ τύποι θὰ ἀχρηστευθοῦν ἐπιβλαβῶς καὶ ἡ διδασκαλία μου θὰ νοθευθῇ.
22 καὶ οὐδεὶς βάλλει οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μή, ῥήσσει ὁ οἶνος ὁ νέος τοὺς ἀσκούς, καὶ ὁ οἶνος ἐκχεῖται καὶ οἱ ἀσκοί ἀπολοῦνται· ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινούς βλετέον. 22 Και κανείς δεν βάζει μούστον σε παλαιά ασκιά. Εάν δε τυχόν και κάμη κάτι τέτοιο, ο μούστος σπάζει τα ασκιά, έτσι δε και το κρασί χύνεται και τα ασκιά καταστρέφονται. Αλλά πρέπει να βάζη κανείς μούστον εις καινούργια, γέρα ασκιά. (Οι Φαρισαίοι και οι οπαδοί των είναι παλαιά ασκιά, που δεν ημπορούν να ανθέξουν εις την νέαν διδασκαλίαν μου. Αυτήν θα την παραλάβουν οι μαθηταί μου, νέοι και υγιείς κατά την ψυχήν και την καρδίαν). 22 Καὶ κανεὶς δὲν βάζει μοῦστον εἰς παληοὺς ἀσκούς. Εἰ δ’ ἄλλως, σπάζει ὁ μοῦστος τοὺς ἀσκοὺς καὶ ὁ οἶνος χύνεται ἔξω καὶ οἱ ἀσκοὶ θὰ χαθοῦν. Ἀλλὰ πρέπει κανεὶς νὰ βάζῃ μοῦστον εἰς ἀσκοὺς καινούργιους. Ἔτσι καὶ οἱ Φαρισαῖοι μὲ τοὺς ἀκολούθους των εἶναι ἀσκοὶ παλαιοί, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ βαστάσουν τὴν νέαν διδασκαλίαν μου, τὴν ὁποίαν θὰ παραλάβουν οἱ μαθηταί μου, ποὺ ὁμοιάζουν πρὸς νέους ἀσκούς.
23 Καὶ ἐγένετο παραπορεύεσθαι αὐτὸν ἐν τοῖς σάββασι διὰ τῶν σπορίμων, καὶ ἤρξαντο οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὁδὸν ποιεῖν τίλλοντες τοὺς στάχυας. 23 Καποτε, εις ημέραν Σαββάτου, ωδοιπορούσε ο Κυριος ανάμεσα εις σπαρμένα χωράφια και οι μαθηταί του, καθώς ήρχισαν μαζή του να βαδίζουν, εμαδούσαν τα στάχυα και έτρωγαν τους κόκκους. 23 Καὶ συνέβη νὰ βαδίζῃ αὐτὸς ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου, ποὺ ἀνοίγετο μέσα εἰς σπαρμένα χωράφια. Καὶ τὸν δρόμον αὐτὸν ἤρχισαν νὰ τὸν ἀνοίγουν οἱ μαθηταί του, οἱ ὁποῖοι πεινασμένοι ἐμαδοῦσαν καὶ ἔτρωγον τὰ στάχυα διὰ νὰ χορτάσουν.
24 καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγον αὐτῷ· Ἴδε τί ποιοῦσιν ἐν τοῖς σάββασιν ὃ οὐκ ἔξεστι. 24 Και οι Φαρισαίοι έλεγαν εις αυτόν· “κύτταξε, τι κάνουν οι μαθηταί σου εις ημέραν Σαββάτου! Δηλαδή κάνουν εργασίαν, με την οποίαν βεβηλώνεται η σαββατική αργία”. 24 Καὶ οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ἔλεγαν· Κύτταξε, τί κάνουν τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου οἱ μαθηταί σου. Κόπτουν καὶ μαδοῦν στάχυα, ἔργον ποὺ δὲν εἶναι ἐπιτετραμμένον, διότι μὲ αὐτὸ βεβηλώνεται τὸ Σάββατον.
25 καὶ αὐτὸς ἔλεγεν αὐτοῖς· Οὐδέποτε ἀνέγνωτε τί ἐποίησε Δαυῒδ ὅτε χρείαν ἔσχε καὶ ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ; 25 Αλλά και αυτός τους είπε· “δεν εδιαβάσατε ποτέ τι έκαμε ο Δαυΐδ, όταν ευρέθη εις ανάγκην, δηλαδή όταν επείνασε αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζή του; 25 Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε· Δὲν ἀνεγνώσατέ ποτέ, τί ἔκαμεν ὁ Δαβίδ, ὅταν ἔλαβεν ἀνάγκην καὶ ἐπείνασε καὶ αὐτὸς καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἦσαν μαζί του;
26 πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἐπὶ Ἀβιάθαρ ἀρχιερέως καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ τοῖς ἱερεῦσι, καὶ ἔδωκε καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ οὖσι; 26 Πως δηλαδή εισήλθε στον ναόν του Θεού, όταν αρχιερεύς ήτο ο Αβιάθαρ, και έφαγε τους άρτους που ήσαν βαλμένοι ως προσφορά προς τον Θεόν εις την τράπεζαν της προθέσεως; Και τούτο, ενώ είναι γνωστόν, ότι κανείς εκτός των ιερέων δεν επιτρέπεται να φάγη αυτούς; Ο δε Δαυίδ και έφαγε και έδωκε από τους άρτους αυτούς και εις εκείνους, που ήταν μαζή του. Και όμως ο Θεός δεν απεδοκίμασε την πράξιν του”. 26 Πῶς δηλαδὴ ἐμβῆκεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἦτο ἀρχιερεὺς ὁ Ἀβιάθαρ, καὶ ἔφαγε τοὺς ἄρτους, ποὺ ἦσαν βαλμένοι ὡς θυσία εἰς τὸν Θεὸν ἐπάνω εἰς τὴν ἱερὰν τράπεζαν τῆς σκηνῆς, καὶ τοὺς ὁποίους δὲν ἐπιτρέπεται νὰ φάγῃ κανείς, παρὰ μόνον εἰς τοὺς ἱερεῖς εἶναι ἐπιτετραμμένον νὰ τρώγουν αὐτούς, καὶ ἔδωκεν ὁ Δαβὶδ ἀπὸ τοὺς ἄρτους τούτους καὶ εἰς ἐκείνους ποὺ ἦσαν μαζί του; Καὶ ὅμως εἰς τὴν περίστασιν ἐκείνην, οὔτε ὁ Θεὸς ὠργίσθη, οὔτε ἡ Γραφὴ ἀπεδοκίμασε τὴν πρᾶξιν αὐτήν.
27 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον· 27 Εν συνεχεία δε έλεγεν εις αυτούς· “το Σαββατον έχει καθιερωθή, δια να εξυπηρετή και καθοδηγή τον άνθρωπον εις την πνευματικήν του ζωήν και δεν έγινε ο άνθρωπος, δια να είναι δούλος εις ένα ξηρόν και τυπικόν Σαββατον. 27 Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· Ὁ θεσμὸς τοῦ Σαββάτου ἔγινε διὰ τὸν ἄνθρωπον, πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ παιδαγωγηθῇ οὗτος καὶ ὁδηγηθῇ εἰς ἠθικὴν τελειότητα. Καὶ δὲν ἔγινεν ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον, διὰ νὰ δουλεύῃ ὡς φοβισμένος σκλάβος εἰς ἕνα νεκρὸν καὶ ξηρὸν τύπον.
28 ὥστε κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου. 28 Ωστε ο Υιός του ανθρώπου, που ήλθε δια να χειραγωγήση τον άνθρωπον εις ανωτέραν πνευματικήν ζωήν, είναι κύριος και του Σαββάτου και έχει εξουσίαν να τροποποιήση αυτό επί το πνευματικώτερον”. 28 Ἀφοῦ δὲ τὸ Σάββατον ὡρίσθη διὰ νὰ ὑποβοηθήσῃ πρὸς τελειοποίησιν τὸν ἄνθρωπον, βγαίνει τὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ὁ τέλειος καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἐξυψωμένος ἠθικῶς ἀντιπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητος καὶ ποὺ αὐτὸς ὡς Θεὸς ὥρισε τὸν θεσμὸν τοῦ Σαββάτου, εἶναι κύριος καὶ τοῦ Σαββάτου καὶ ἔχει ἐξουσίαν καὶ τὸν θεσμὸν τοῦτον νὰ τροποποιήσῃ. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ ἔκαμαν τώρα οἱ μαθηταί, τὸ ἔκαμαν μὲ τὴν σιωπηρὰν συγκατάθεσιν ἐκείνου, ποὺ εἶναι κύριος τοῦ Σαββάτου.