Κυριακή, 06 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:26
Δύση: 19:02
Σελ. 4 ημ.
280-86
16ος χρόνος, 6077η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Α)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. 1 Αρχή του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού, του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού έγινε ο Ιωάννης· 1 Αρχὴ τοῦ χαροποιοῦ μηνύματος περὶ τῆς ἐλεύσεως εἰς τὸν κόσμον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς του Θεοῦ, ἔγινεν ὁ Ἰωάννης.
2 Ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου· 2 σύμφωνα με εκείνο που έχει γραφή στους προφήτας περί του Ιωάννου του Προδρόμου·“Ιδού εγώ, λέγει ο Θεός δια του προφήτου Μαλαχίου, αποστέλλω τον αγγελιοφόρον μου ολίγον ενωρίτερα από σε, ο οποίος και θα προπαρασκευάση την οδόν σου (δηλαδή τας ψυχάς και τας καρδίας των ανθρώπων) δια να σε υποδεχθούν”. 2 Καὶ ἔγινεν ὁ Ἰωάννης ἡ ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου, σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει προφητευθῇ καὶ εἶναι γραμμένον εἰς τοὺς προφήτας· Ἰδού, λέγει ὁ ἐπουράνιος Πατὴρ διὰ τοῦ προφήτου Μαλαχίου εἰς τὸν Μεσσίαν· ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἀπεσταλμένον μου προτήτερα καὶ ἐμπρὸς ἀπὸ σέ, ὁ ὁποῖος θὰ προετοιμάσῃ τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ σὲ ὑποδεχθοῦν ὡς Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴν καὶ ἔτσι θὰ προπαρασκευάσῃ ἐμπρὸς ἀπὸ σὲ τὸν δρόμον, διὰ τοῦ ὁποίου θὰ πλησιάσῃς ὡς διδάσκαλος καὶ Σωτὴρ τοὺς ἀνθρώπους.
3 φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ, 3 Και ο σταλμένος αυτός από τον Θεόν αγγελιοφόρος είναι εκείνος, δια τον οποίον ο προφήτης Ησαΐας είπε· “Φωνή ανθρώπου, ο οποίος βοά εις έρημον· ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου· κάμετε ευθείς τους δρόμους του (ευθύνατε τας καρδίας σας)”. 3 Καὶ ὁ ἀπεσταλμένος αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, περὶ τοῦ ὁποίου προεῖπεν ὁ προφήτης Ἡσαΐας τὰ ἑξῆς: Φωνὴ ἀνθρώπου, ποὺ κράζει εἰς τὴν ἔρημον καὶ λέγει· Ἐτοιμάσατε τὸν δρόμον, διὰ τοῦ ὁποίου θὰ ἔλθῃ πρὸς σᾶς ὁ Κύριος· κάμετε ἴσιους καὶ ὁμαλοὺς τοὺς δρόμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ περάσῃ. Ξερριζώσατε δηλαδὴ ἀπὸ τὰς ψυχάς σας τὰ ἀγκάθια τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καὶ ρίψατε μακρὰν τοὺς λίθους τοῦ ἐγωϊσμοῦ καὶ τῆς πωρώσεως καὶ καθαρίσατε μὲ τὴν μετάνοιαν τὸ ἐσωτερικόν σας, διὰ νὰ δεχθῇ τὸν Κύριον.
4 ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 4 Εγινε δε ο Ιωάννης αρχή κατά την εποχήν εκείνην, βαπτίζων εις την έρημον και κηρύσσων βάπτισμα εις πιστοποίησιν της μετανοίας, δια να λάβουν οι βαπτιζόμενοι την άφεσιν των αμαρτιών, όταν θα εδέχοντο τον ερχόμενον μετ' ολίγον Μεσσίαν. 4 Καὶ ἔγινεν ὁ Ἰωάννης ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου μὲ τὸ νὰ βαπτίζῃ εἰς τὴν ἔρημον καὶ μὲ τὸ νὰ κηρύττῃ βάπτισμα, ποὺ ἔπρεπε νὰ συνοδεύεται μὲ ἐσωτερικὴν μετάνοιαν, πρὸς τὸν σκοπόν του νὰ ἐπιτύχουν οἱ βαπτιζόμενοι τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν τους, τὴν ὁποίαν θὰ τοὺς ἐξησφάλιζεν ὁ μετὰ τὸν Ἰωάννην ἐρχόμενος Μεσσίας.
5 καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. 5 Και επήγαιναν προς αυτόν οι κάτοικοι ολοκλήρου της Ιουδαίας και οι Ιεροσολυμίται και εβαπτίζοντο από αυτόν στον Ιορδάνην ποταμόν, εξομολογούμενοι συγχρόνως τας αμαρτίας των. 5 Καὶ ἐπήγαιναν πρὸς αὐτὸν οἱ κάτοικοι ὁλοκλήρου τῆς Ἰουδαίας καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται καὶ ἐβαπτίζοντο ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου ὅλοι εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, συγχρόνως δὲ ἐξωμολογοῦντο φανερὰ τὰς ἁμαρτίας των.
6 ἦν δὲ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. 6 Εφορούσε δε ο Ιωάννης ένδυμα από τρίχας καμήλου και είχε δερματίνην ζώνην γύρω από την μέσην του και έτρωγε ακρίδες και μέλι άγριον. 6 Σύμφωνος δὲ καθ’ ὅλα πρὸς τὸ κήρυγμά του ἦτο καὶ ὁ ὅλος βίος τοῦ Ἰωάννου καὶ ἡ ὅλη ἐμφάνισίς του. Ἐφόρει ὁ Ἰωάννης ἔνδυμα ὑφασμένον ἀπὸ τρίχας καμήλου καὶ εἶχε ζώνην δερματίνην γύρω ἀπὸ τὴν μέσην του καὶ ἔτρωγε ἀκρίδας, ἀπ’ ἐκείνας ποὺ ἔφερεν ὁ ἄνεμος σὰν σύννεφον ἀπὸ τὴν Ἀραβίαν εἰς τὴν ἔρημον, καὶ μέλι ποὺ μέσα εἰς σχισμὰς πετρῶν ἀποθήκευαν ἄγρια μελίσσια.
7 καὶ ἐκήρυσσε λέγων· Ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. 7 Και εκήρυττε λέγων· “έρχεται ύστερα από εμέ εκείνος που είναι ισχυρότερός μου και του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να σκύψω και να λύσω το λουρί των υποδημάτων του. 7 Καὶ ἐκήρυττε καὶ ἔλεγεν· Ἔρχεται ὕστερα ἀπὸ ἐμὲ ἐκεῖνος, ποὺ λόγῳ τοῦ ἀξιώματός του καὶ τῆς θείας φύσεως του εἶναι δυνατώτερος ἀπὸ ἐμέ, τοῦ ὁποίου ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σκύψω καὶ νὰ τοῦ λύσω ὡς δοῦλος τὸ λωρίον τῶν ὑποδημάτων του.
8 ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ἁγίῳ. 8 Εγώ μεν σας εβάπτισα με νερό, αυτός όμως θα σας βαπτίση με Πνεύμα Αγιον”. 8 Ἐγὼ μὲν σᾶς ἐβάπτισα μὲ νερόν, αὐτὸς ὅμως θὰ σᾶς βαπτίσῃ μὲ Πνεῦμα Ἅγιον, τὸ ὁποῖον θὰ καθαρίσῃ καὶ τὰς ψυχάς σας.
9 Καὶ ἐγένετο ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθη ὑπὸ Ἰωάννου εἰς τὸν Ἰορδάνην. 9 Και κατά τας ημέρας εκείνας ήλθε ο Ιησούς από την Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και εβαπτίσθη από τον Ιωάννην στον Ιορδάνην. 9 Καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας συνέβη νὰ ἔλθῃ ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαῖας. Καὶ ἐβαπτίσθη ἀπὸ τὸν Ἰωάννην εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν.
10 καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον ἐπ’ αὐτόν· 10 Και αμέσως όταν εβγήκε από το νερό, είδε να σχίζωνται οι ουρανοί και το Πνεύμα του Θεού, ωσάν περιστερά, να κατεβαίνη εις αυτόν. 10 Καὶ ὅταν ἀνέβαινεν ἀπὸ τὸ νερὸν τοῦ ποταμοῦ, ἀμέσως τὴν αὐτὴν στιγμὴν εἶδε νὰ σχίζωνται οἱ οὐρανοὶ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον νὰ καταβαίνῃ σὰν περιστερὰ καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω του.
11 καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῶν οὐρανῶν· Σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα. 11 Και ήλθε φωνή από τον ουρανούς, που έλεγε· “συ είσαι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίον εγώ έχω τελείως ευαρεστηθή”. 11 Καὶ ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ἡ ὁποία ἔλεγε· Σὺ εἶσαι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπημένος, εἰς τὸν ὁποῖον εὐηρεστήθην, διότι καὶ ὡς ἄνθρωπος ἀπολύτως ἀναμάρτητος μοῦ ἤρεσες καὶ μὲ εὐχαρίστησες εἰς ὅλα.
12 Καὶ εὐθέως τὸ Πνεῦμα αὐτὸν ἐκβάλλει εἰς τὴν ἔρημον· 12 Και αμέσως το Πνεύμα το Αγιον ωδήγησεν αυτόν εις την έρημον. 12 Καὶ ἀμέσως μετὰ τὸ βάπτισμά του τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μὲ παρακίνησιν ἐσωτερικὴν τὸν ἔβγαλεν εἰς τὴν ἔρημον.
13 καὶ ἦν ἐκεῖ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ σατανᾶ, καὶ ἦν μετὰ τῶν θηρίων, καὶ οἱ ἄγγελοι διηκόνουν αὐτῷ. 13 Και έμεινεν εκεί εις την έρημον σαράντα ημέρας πειραζόμενος από τον Σατανάν, χωρίς ούτε ελάχιστον να υποχωρήση στους πειρασμούς· και ήτο εκεί μαζή με τα θηρία της ερήμου, οι δε άγγελοι του Θεού τον υπηρετούσαν. 13 Καὶ ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον ἐπειράζετο ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἀπὸ τὸν σατανᾶν, ποὺ ματαίως ἐζήτει νὰ τὸν ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὰς ἀφωσιωμένας πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὸ καθῆκον σκέψεις καὶ μελέτας του. Καὶ ἦτο ἐκεῖ κατάμονος μὲ μόνην συντροφιὰν τὰ θηρία τῆς έρήμου. Ἀοράτως ὅμως τὸν ἐσυντρόφευαν οἱ ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν νίκην του κατὰ τοῦ σατανᾶ παρουσιάσθησαν καὶ τὸν ὑπηρέτουν.
14 Μετὰ δὲ τὸ παραδοθῆναι Ἰωάννην ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ 14 Οταν δε ο Ιωάννης συνελήφθη κατά διαταγήν του Ηρώδου Αντίπα και παρεδόθη εις την φυλακήν, ήλθεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν και εκήρυττε το χαρμόσυνον μήνυμα της βασιλείας του Θεού. 14 Ἀφοῦ δὲ παρεδόθη ὁ Ἰωάννης ὑπό του βασιλέως Ἀντίπα εἰς φυλακήν, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ ἐκήρυττε τὸ χαρμόσυνον μήνυμα, ὅτι θὰ ἤρχετο μετ’ ὀλίγον καὶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἡ οὐράνιος βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
15 καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ. 15 Και έλεγεν ότι, “συνεπληρώθη ο ωρισμένος χρόνος και η βασιλεία του Θεού, που θα ιδρυθή από τον Μεσσίαν, έχει πλησιάσει. Μετανοείτε, λοιπόν, και πιστεύετε στο ευαγγέλιον, το οποίον εγώ σας κηρύττω”. 15 Καὶ ἔλεγεν, ὅτι ἔχει συμπληρωθῇ πλέον ὁ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡρισμένος χρόνος διὰ τὸν ἐρχομὸν τοῦ Μεσσίου καὶ ἐπλησίασαν αἱ ἡμέραι, κατὰ τὰς ὁποίας ὁ Μεσσίας μὲ τὴν νέαν πνευματικήν, ἁγίαν καὶ οὐρανίαν ζωήν, ἡ ὁποία θὰ μεταδίδεται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ του, θὰ θεμελιώσῃ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Μετανοεῖτε λοιπὸν καὶ πιστεύετε εἰς τὸ χαρμόσυνον μήνυμα, ὅτι ὁ Μεσσίας ἦλθε καὶ δεχθῆτε αὐτὸν ὡς σωτῆρα σας καὶ λυτρωτήν.
16 Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε Σίμωνα καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τοῦ Σίμωνος, βάλλοντας ἀμφίβληστρον ἐν τῇ θαλάσσῃ· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς· 16 Ενώ δε περιπατούσε κοντά εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε τον Σιμωνα και τον Ανδρέαν, τον αδελφόν του Σιμωνος, οι οποίοι έριπταν το δίκτυον εις την θάλασσαν, διότι ήσαν ψαράδες. 16 Καὶ ἐνῷ ἐπεριπάτει πλησίον τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας, εἶδε τὸν Σίμωνα καὶ τὸν ἀδελφὸν τοῦ Σίμωνος Ἀνδρέαν νὰ ρίπτουν δίκτυον μέσα εἰς τὴν θάλασσαν, διότι ἦσαν ψαράδες καὶ αὐτὸ εἶχον ὡς ἔργον των.
17 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς γενέσθαι ἁλιεῖς ἀνθρώπων. 17 Και είπε προς αυτούς ο Ιησούς· “ελάτε κοντά μου και εγώ θα σας κάμω ικανούς να γίνετε ψαράδες ανθρώπων” (να ελκύετε δηλαδή με το θείον κήρυγμα τους ανθρώπους εις την βασιλείαν του Θεού). 17 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἀκολουθήσατέ με ὡς μαθηταί μου καὶ θὰ σᾶς κάμω νὰ γίνετε ψαράδες ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους μὲ τὸ δίκτυον τοῦ θείου κηρύγματος θὰ ἑλκύετε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
18 καὶ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ. 18 Αμέσως δε εκείνοι (με πίστιν προς τον Διδάσκαλον και ενθουσιασμόν δια το έργον στο οποίον τους εκαλούσε, καίτοι δεν ήσαν ακόμη εις θέσιν να το εννοήσουν) αφήκαν τα δίκτυά των και τον ηκολούθησαν. 18 Καὶ ἀμέσως, ἀφοῦ ἀφῆκαν τὰ δίκτυά των, τὸν ἠκολούθησαν.
19 Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν ὀλίγον εἶδεν Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, καὶ αὐτοὺς ἐν τῷ πλοίῳ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα, 19 Και προχωρήσας ολίγον από εκεί, είδε τον Ιάκωβον τον υιόν του Ζεβεδαίου και τον Ιωάννην τον αδελφόν του, οι οποίοι ήσαν στο πλοίον και ετοίμαζαν τα δίκτυα. 19 Καὶ ὅταν ἐπροχώρησεν ὀλίγον ἀπ’ ἐκεῖ εἶδε τὸν Ἰάκωβον, τὸν υἱὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τὸν Ἰωάννην τὸν ἀδελφόν του, ποὺ ἦσαν καὶ αὐτοὶ μέσα εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἐτοίμαζαν τὰ δίκτυα.
20 καὶ εὐθέως ἐκάλεσεν αὐτούς. καὶ ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ. 20 Και αμέσως τους εκάλεσε. Εκείνοι δε αφήκαν τον πατέρα των Ζεβεδαίον στο πλοίον με τους μισθωτούς εργάτας και τον ηκολούθησαν. 20 Καὶ ἀμέσως τοὺς ἐκάλεσε. Καὶ ἀφῆκαν τὸν πατέρα τους Ζεβεδαῖον μέσα εἰς τὸ πλοῖον μαζὶ μὲ τοὺς μισθωτοὺς ἐργάτας καὶ τὸν ἠκολούθησαν.
21 Καὶ εἰσπορεύονται εἰς Καπερναούμ· καὶ εὐθέως τοῖς σάββασιν εἰσελθὼν εἰς τὴν συναγωγὴν ἐδίδασκε. 21 Και επροχώρησαν και εισήλθαν εις την Καπερναούμ. Και αμέσως κατά την ημέραν του Σαββάτου επήγεν εις την συναγωγήν και εδίδασκε. 21 Καὶ ἐμβαίνουν εἰς τὴν Καπερναούμ. Καὶ ἀμέσως κατὰ τὸ πρῶτον μετὰ τὴν ἄφιξίν του Σάββατον ἐμβῆκεν εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ ἐδίδασκε.
22 καὶ ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς. 22 Και εθαύμαζαν πολύ δια την διδασκαλίαν του, διότι εδίδασκεν ως διδάσκαλος που έχει πρωτοφανή σοφίαν και κύρος και όχι όπως οι Γραμματείς (οι οποίοι εζητούσαν να στηρίξουν την διδασκαλίαν των στο κύρος άλλων αρχαιοτέρων ραββίνων και εδίδασκαν συνήθως επουσιώδη, πολλές φορές δε αντίθετα προς όσα είχαν γραφή από τους Προφήτας). 22 Καὶ ἐθαύμαζον πολὺ διὰ τὴν διδασκαλίαν του, διότι δὲν ἐζήτει νὰ στηρίξῃ ἐκεῖνα ποῦ ἔλεγεν εἰς τὰς μαρτυρίας ἀνεγνωρισμένων ραββίνων, ὅπως ἔκαναν οἱ γραμματεῖς, ἀλλ’ ἐδίδασκεν ὡς διδάσκαλος, ποὺ ἐλάμβανε γνῶσιν τῆς ἀληθείας κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τὴν θεότητά του καὶ ἦτο αὐτὸς ἔγκυρος καὶ αὐθεντικὴ πηγὴ τῆς ἀληθείας.
23 Καὶ ἦν ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ, καὶ ἀνέκραξε 23 Κατά την ώραν δε εκείνην ευρίσκετο εις την συναγωγήν ένας άνθρωπος, ο οποίος είχε κυριευθή από ακάθαρτον πνεύμα και εφώναξε με το στόμα αυτού το πονηρόν πνεύμα 23 Καὶ ἦτο εἰς τὴν συναγωγήν τους ἔνας ἄνθρωπος, ποῦ ἐξουσιάζετο ἀπὸ τὴν δύναμιν πνεύματος ἀκαθάρτου καὶ πονηροῦ. Καὶ ἐφώναξεν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
24 λέγων· Ἔα, τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς; οἶδά σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ. 24 και είπεν· “άφησέ μας· ποιά σχέσις ημπορεί να υπάρχη μεταξύ ημών και σου, Ιησού Ναζαρηνέ; Ηλθες να μας καταδικάσης και να μας ρίψης εις την αιωνίαν απώλειαν; Γνωρίζω ποίος είσαι· είσαι ο κατ' εξοχήν άγιος, ο αφιερωμένος στον Θεόν και το έργον του”. 24 καὶ εἶπεν· Ἄφησέ με· τί κοινὸν ὑπάρχει μεταξὺ ἡμῶν καὶ σοῦ, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; Ἦλθες νὰ μᾶς διώξῃς ἀπὸ αὐτὴν τὴν εὐχάριστον κατοικίαν μας καὶ νὰ μᾶς ἀποπέμψῃς εἰς τὴν ἄβυσσον καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν νὰ μᾶς καταστρέψῃς; Σὲ γνωρίζω ποιὸς εἶσαι. Εἶσαι ὁ Μεσσίας, ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἅγιος, τὸν ὁποῖον καθηγίασε καὶ καθιέρωσεν εἰς τὸ ἔργον αὐτοῦ ὁ Θεός.
25 καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς λέγων· Φιμώθητι καὶ ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ. 25 Και ο Ιησούς επέπληξε αυτό λέγων· “κλείσε το στόμα σου και φύγε αμέσως από τον άνθρωπον αυτόν”. 25 Καὶ τὸν ἐπέπληξεν ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε· Κλεῖσε τὸ στόμα σου καὶ ἔβγα ἀπὸ αὐτόν.
26 καὶ σπαράξαν αὐτὸν τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ κράξαν φωνῇ μεγάλῃ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτοῦ. 26 Και το ακάθαρτον πνεύμα, αφού συνετάραξε τον δαιμονιζόμενον και με το στόμα εκείνου έκραξε και εφώναξε δυνατά, έφυγε από αυτόν. 26 Καὶ ἀφοῦ τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον μὲ σπασμοὺς καὶ τιναγμοὺς τὸν ἔρριψε κάτω καὶ ἔκραξε μὲ μεγάλην φωνήν, έβγῆκεν ἀπὸ αὐτόν.
27 καὶ ἐθαμβήθησαν πάντες, ὥστε συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντας· Τί ἐστι τοῦτο; τὶς ἡ διδαχὴ ἡ καινὴ αὕτη, ὅτι κατ’ ἐξουσίαν καὶ τοῖς πνεύμασι τοῖς ἀκαθάρτοις ἐπιτάσσει, καὶ ὑπακούουσιν αὐτῷ; 27 Και όλοι κατελήφθησαν από μεγάλην έκπληξιν και θαυμασμόν δια το γεγονός, ώστε να συζητούν μεταξύ των και να λέγουν· “τι είναι αυτό το καταπληκτικόν θαύμα, που είδαμε; Ποιά είναι αυτή η νέα πρωτάκουστος διδασκαλία; Διότι αυτός με εξουσίαν και δύναμιν όχι μόνον διδάσκει, αλλά και διατάσσει τα πονηρά πνεύματα και υπακούουν εις αυτόν”! 27 Καὶ κατελήφθησαν ὅλοι ἀπὸ μεγάλην ἔκπληξιν, ὥστε νὰ συζητοῦν μεταξύ τους καὶ νὰ λέγουν· Τί μεγάλο θαῦμα εἶναι αὐτό; Καὶ τί εἶναι ἡ νέα αὐτὴ διδαχή; Πραγματικῶς θαυμαστὰ καὶ πρωτοφανῆ εἶναι ταῦτα. Διότι μὲ ἐξουσίαν καὶ δύναμιν ὄχι μόνον διδάσκει, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ πνεύματα τὰ πονηρὰ καὶ ἀκάθαρτα διατάσσει καὶ τὸν ὑπακούουν.
28 καὶ ἐξῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εὐθὺς πανταχοῦ εἰς ὅλην τὴν περίχωρον τῆς Γαλιλαίας. 28 Και με μεγάλην ταχύτητα εξηπλώθη η φήμη αυτού εις όλα τα περίχωρα της Γαλιλαίας. 28 Γρήγορα δὲ διεδόθη ἡ φήμη του ὡς μεγάλου διδασκάλου καὶ πρωτοφανοῦς θαυματουργοῦ εἰς ὅλα τὰ περίχωρα τῆς Γαλιλαίας.
29 Καὶ εὐθέως ἐκ τῆς συναγωγῆς ἐξελθόντες ἦλθον εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος καὶ Ἀνδρέου μετὰ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. 29 Και αμέσως εβγήκαν από την συναγωγήν και ήλθαν στο σπίτι του Σιμωνος και του Ανδρέου μαζή με τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην. 29 Καὶ ἀμέσως ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ἦλθαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος καὶ τοῦ Ἀνδρέα.
30 ἡ δὲ πενθερὰ Σίμωνος κατέκειτο πυρέσσουσα, καὶ εὐθέως λέγουσιν αὐτῷ περὶ αὐτῆς. 30 Η δε πενθερά του Σιμωνος ήτο κατάκοιτος με πυρετόν. Και αμέσως του άκαμαν λόγον δι' αυτήν. 30 Ἡ πενθερὰ δὲ τοῦ Πέτρου ἦτο κατάκοιτος ἀπὸ πυρετόν. Καὶ ἀμέσως τοῦ εἶπαν δι’ αὐτήν, ὅτι εἶναι ἀσθενής.
31 καὶ προσελθὼν ἤγειρεν αὐτὴν κρατήσας τῆς χειρός αὐτῆς· καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετός εὐθέως, καὶ διηκόνει αὐτοῖς. 31 Και αυτός επλησίασε εις την κλίνην της, την επιασε από το χέρι, την εσήκωσε και αμέσως την αφήκεν ο πυρετός, και εντελώς υγιής τους υπηρετούσεν. 31 Καὶ ἀφοῦ ἐπλησίασεν εἰς τὸ κρεββάτι της, τὴν ἔπιασεν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν ἐσήκωσε. Καὶ ἀμέσως τὴν ἀφῆκεν ὁ πυρετὸς καὶ ἐπειδὴ δὲν ᾐσθάνετο οὐδὲ τὴν παραμικρὰν ἑξάντλησιν, τοὺς ὑπηρέτει.
32 Ὀψίας δὲ γενομένης, ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος, ἔφερον πρὸς αὐτὸν πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας καὶ τοὺς δαιμονιζομένους· 32 Αργά δε το απόγευμα, μετά την δύσιν του ηλίου (όταν πλέον είχε περάσει η αργία του Σαββάτου), έφεραν προς αυτόν όλους τους ασθενείς και τους δαιμονιζομένους. 32 Καὶ ὅταν ἔγινεν ἑσπέρα καὶ ἔδυσεν ὁ ἥλιος, τοῦ ἔφεραν ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς τῆς περιφερείας ἐκείνης καὶ τοὺς κατεχομένους ἀπὸ δαιμόνια.
33 καὶ ἦν ἡ πόλις ὅλη ἐπισυνηγμένη πρὸς τὴν θύραν· 33 Και όλη η πόλις ήτο συγκεντρωμένη έξω από την θύραν της οικίας. 33 Καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως εἶχαν μαζευθῇ πλησίον τῆς θύρας τῆς οἰκίας τοῦ Πέτρου.
34 καὶ ἐθεράπευσε πολλοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις, καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλε, καὶ οὐκ ἤφιε λαλεῖν τὰ δαιμόνια, ὅτι ᾔδεισαν αὐτὸν Χριστὸν εἶναι. 34 Και εθεράπευσε πολλούς, που έπασχαν από διάφορα νοσήματα και πολλά δαιμόνια εξεδίωξε. Δεν άφινε δε τα δαιμόνια να ομιλούν δι' αυτόν, διότι εγνώριζαν ότι αυτός είναι ο Χριστός και δεν ήθελε την μαρτυρίαν των ακαθάρτων πνευμάτων. 34 Καὶ ἐθεράπευσε πολλούς, ποὺ ἔπασχον ἀπὸ διάφορα εἶδη ἀσθενείας, καὶ πολλὰ δαιμόνια ἔβγαλεν ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ αὐτά. Καὶ δὲν ἄφινεν ὁ Ἰησοῦς τὰ δαιμόνια νὰ ὁμιλοῦν, διότι τὸν ἐγνωριζαν, ὅτι εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἐμαρτύρουν περὶ τούτου, εἶτε διὰ νὰ φαίνωνται σύμμαχοι καὶ συνεργάται του, καὶ ὕπουλα νὰ ἐλκύσουν τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ κόσμου, εἶτε καὶ διὰ νὰ προκαλέσουν παράκαιρον συναγερμὸν τοῦ λαοῦ ὑπὲρ τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ θὰ ἐδημιούργει πειρασμοὺς καὶ ἐμπόδια εἰς τὸ ἔργον του.
35 Καὶ πρωῒ ἔννυχα λίαν ἀναστὰς ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον τόπον, κἀκεῖ προσηύχετο. 35 Και πρωϊ-πρωϊ, ενώ ακόμη ήτο νύχτα, εσηκώθη, εβγήκεν από την πόλιν και επροχώρησεν εις έρημον τόπον και εκεί προσηύχετο. 35 Καὶ τὸ πρωῒ πολὺ πρὶν ξημερώσῃ, ὅταν ἀκόμη ἦτο κατασκότεινα, ἀφοῦ ἐσηκώθη, ἐβγῆκε καὶ ἐπῆγεν εἰς τόπον ἔρημον καὶ ἐκεῖ προσηύχετο.
36 καὶ κατεδίωξαν αὐτὸν ὁ Σίμων καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ, 36 Ο δε Σιμων και όσοι ήσαν μαζή με αυτόν έτρεξαν, δια να τον εύρουν. 36 Καὶ ἔτρεξαν κατόπιν του ζητοῦντες νὰ τὸν εὔρουν ὁ Σίμων καὶ οἱ σύντροφοί του.
37 καὶ εὑρόντες αὐτὸν λέγουσιν αὐτῷ ὅτι πάντες σε ζητοῦσι. 37 Και αφού τον ηύραν του λέγουν, ότι “όλοι σε ζητούν εις την πόλιν”. 37 Καὶ ἀφοῦ τὸν ηὗραν, λέγουν εἰς αὐτόν, ὅτι ὅλοι σὲ ζητοῦν. Ἔλα νὰ συνεχίσῃς τὴν ἐπιτυχίαν σου καὶ μὴ ψυχραίνῃς τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ πλήθους.
38 καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἄγωμεν εἰς τὰς ἐχομένας κωμοπόλεις, ἵνα καὶ ἐκεῖ κηρύξω· εἰς τοῦτο γὰρ ἐξελήλυθα. 38 Και εκείνος τους είπεν · “ας υπάγωμεν εις τας γύρω κωμοπόλεις, δια να κηρύξω και εκεί, διότι δι' αυτόν άλλωστε τον σκοπόν εβγήκα από την πόλιν”. 38 Καὶ ἐκεῖνος τοὺς εἶπεν· Ἂς ὑπάγωμεν εἰς τὰ γειτονικὰ μεγαλοχώρια, διὰ νὰ κηρύξω καὶ ἐκεῖ, διότι δι’ αὐτὸ ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἦλθον ἐδῶ, διὰ νὰ συνεχίσω πρὸς τὰ χωρία αὐτὰ τὴν περιοδείαν μου.
39 καὶ ἦν κηρύσσων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν εἰς ὅλην τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὰ δαιμόνια ἐκβάλλων. 39 Και εκήρυσσε κατά συνέχειαν εις τας συναγωγάς των εις όλην την Γαλιλαίαν και εξεδίωκε τα πονηρά πνεύματα από τους δαιμονιζομένους. 39 Καὶ ἐξηκολούθει νὰ κηρύττῃ εἰς τὰς συναγωγάς των εἰς ὅλην τὴν Γαλιλαίαν καὶ νὰ βγάζῃ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοὺς δαιμονιζομένους ποὺ τοῦ ἔφερναν.
40 Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν λεπρὸς παρακαλῶν αὐτὸν καὶ γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων αὐτῷ ὅτι Ἐὰν θέλῃς δύνασαί με καθαρίσαι. 40 Και έρχεται προς αυτόν κάποιος λεπρός, ο οποίος γονατιστός εμπρός του τον παρακαλούσε και του έλεγε ότι “εάν συ θέλης ημπορείς να με καθαρίσης, και να με απαλλάξης από την φοβεράν ασθένειάν μου”. 40 Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν κάποιος λεπρός, ὁ ὁποῖος τὸν παρεκάλει γονατιστὸς ἐμπρός του καὶ τοῦ ἔλεγεν ὅτι, ἐὰν θέλῃς, ἔχεις τὴν δύναμιν νὰ μὲ θεραπεύσῃς καὶ νὰ μὲ καθαρίσῃς ἀπὸ τὰς πληγὰς καὶ τὰ ἐξανθήματα τῆς ἀσθενείας μου.
41 ὁ δὲ Ἰησοῦς σπλαγχνισθεὶς, ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· Θέλω, καθαρίσθητι· 41 Ο δε Ιησούς (βλέπων την μεγάλην πίστιν και την παρρησίαν του ανθρώπου αυτού) τον ευσπλαγχνίσθη, άπλωσε το χέρι, τον ήγγισε και του λέγει· “Θελω· γίνε καθαρός”. 41 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τὸν εὐσπλαγχνίσθη καὶ ἀφοῦ ἄπλωσε τὴν χεῖρα του, τὸν ἤγγισε καὶ τοῦ λέγει· θέλω, καθαρίσου.
42 καὶ εἰπόντος αὐτοῦ εὐθέως ἀπῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ ἡ λέπρα, καὶ ἐκαθαρίσθη. 42 Και αμέσως μόλις ο Ιησούς είπε αυτούς τους λόγους, έφυγε από εκείνον η λέπρα και έγινε τελείως καθαρός και υγιής. 42 Καὶ ὅταν εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τὸ θέλω, καθαρίσου, ἀμέσως τὸν ἄφησεν ἡ λέπρα καὶ ἐκαθαρίσθῃ.
43 καὶ ἐμβριμησάμενος αὐτῷ εὐθέως ἐξέβαλεν αὐτόν καὶ λέγει αὐτῷ· 43 Και αφού του ωμίλησε με έντονον και αυστηρόν ύφος να μη αποκαλύψη αυτόν ως ευεργέτην του, τον έβγαλε έξω από το μέρος, όπου ευρίσκοντο και του είπε· 43 Καὶ ἀφοῦ τοῦ ἀπηγόρευσεν αὐστηρὰ νὰ μὴ διαδώσῃ τὴν θαυματουργικὴν θεραπείαν του, τὸν ἔβγαλεν ἀμέσως ἔξω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ἦσαν καὶ τοῦ εἶπε·
44 Ὅρα μηδενὶ μηδὲν εἴπῃς, ἀλλ’ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου ἃ προσέταξε Μωϋσῆς, εἰς μαρτύριον αὐτοῖς. 44 “πρόσεχε να μη είπης εις κανένα τίποτε, αλλά πήγαινε δείξε τον εαυτόν σου στον ιερέα και πρόσφερε δια τον καθαρισμόν σου από την λέπραν αυτά που διέταξε ο Μωϋσής, ώστε η εξέτασις του ιερέως και η προσφορά του δώρου σου, να χρησιμεύσουν ως μαρτυρία και βεβαίωσις ότι έγινες τελείως υγιής”. 44 Πρόσεξε νὰ μὴ εἴπῃς τίποτε εἰς κανένα· ἀλλὰ πήγαινε, δεῖξε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὸν ἱερέα, καὶ πρόσφερε διὰ τὸν καθαρισμὸν καὶ τὴν θεραπείαν σου ἀπὸ τὴν λέπραν ἐκεῖνα, ποῦ διέταξεν ὁ Μωϋσῆς, διὰ νὰ χρησιμεύσῃ ἡ ἐξέτασίς σου ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ ἡ προσφορὰ τοῦ δώρου σου ὡς μαρτυρία καὶ ἀπόδειξις εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι καὶ σὺ πράγματι ἐθεραπεύθης, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ δὲν ἦλθον διὰ νὰ καταλύσω τὸν νόμον.
45 ὁ δὲ ἐξελθὼν ἤρξατο κηρύσσειν πολλὰ καὶ διαφημίζειν τὸν λόγον, ὥστε μηκέτι αὐτὸν δύνασθαι φανερῶς εἰς πόλιν εἰσελθεῖν, ἀλλ’ ἔξω ἐν ἐρήμοις τόποις ἦν· καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν πάντοθεν. 45 Αλλά εκείνος, μόλις εξήλθε, ήρχισε να διαλαλή πολλά περί του Ιησού και να διαφημίζη το γεγονός, ώστε ο Κυριος να μη ημπορή πλέον να εισέρχεται φανερά εις την πόλιν δια το πλήθος, που τον περιεκύκλωνεν. Αλλά έμεινε έξω εις ερήμους τόπους. Και παρ' όλον τούτο, ήρχοντο προς αυτόν από όλα τα μέρη. 45 Αὐτὸς ὅμως, ὅταν ἐβγῆκεν, ἤρχισε νὰ διακηρύσσῃ πολλὰ περὶ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ διαφημίζῃ τὸ ἱστορικὸν τῆς θεραπείας του, ὥστε ὁ Κύριος νὰ μὴ ἡμπορῇ πλέον φανερὰ νὰ ἔμβη εἰς πόλιν, διότι θὰ προεκαλεῖτο συρροὴ καὶ θορυβώδης διαδήλωσις τοῦ λαοῦ ὑπὲρ αὐτοῦ. Ἀλλ’ ἔμενεν ἔξω εἰς ἐρήμους τόπους καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη.