Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:17
Δύση: 18:45
Σελ. 19 ημ.
88-278
16ος χρόνος, 5885η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΥΗ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ῾Ιεριχὼ συγκεκλεισμένη καὶ ὠχυρωμένη, καὶ οὐδεὶς ἐξεπορεύετο ἐξ αὐτῆς οὐδὲ εἰσεπορεύετο. 1 Η Ιεριχώ ήτο οχυρωμένη και αι πύλαι αυτής κατάκλειστοι. Κανείς δεν εξήρχετο από αυτήν ούτε και εισήρχετο. 1 Η Ἱεριχὼ ἦταν ὠχυρωμένη καὶ οἱ θύρες τῶν τειχῶν της ἦσαν κατάκλειστες, ἀσφαλισμένες στεγανὰ καὶ ἐφρουροῦντο αὐστηρὰ καὶ κανεὶς δὲν ἔβγαινε οὔτε ἔμπαινε εἰς τὴν πόλιν.
2 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς ᾿Ιησοῦν· ἰδοὺ ἐγὼ παραδίδωμι ὑποχείριόν σοι τὴν ῾Ιεριχὼ καὶ τὸν βασιλέα αὐτῆς τὸν ἐν αὐτῇ, δυνατοὺς ὄντας ἐν ἰσχύϊ· 2 Είπε δε ο Κυριος προς τον Ιησούν· “ιδού εγώ παραδίδω υπό την εξουσίαν σου την Ιεριχώ, τον εις αυτήν ευρισκόμενον βασιλέα της και όλους τους ισχυρούς της πόλεως. 2 Καὶ ὁ Κύριος εἶπεν εἰς τὸν Ἰησοῦν: «Νά· ἐγὼ παραδίδω εἰς τὰ χέρια σου τὴν Ἱεριχὼ καὶ τὸν βασιλιᾶ της, ποὺ εἶναι εἰς αὐτήν, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἰσχυροὶ καὶ γενναῖοι (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Καὶ ὅλους τοὺς ἰσχυροὺς καὶ γενναίους ἄνδρες της).
3 σὺ δὲ περίστησον αὐτῇ τοὺς μαχίμους κύκλῳ, 3 Συ τοποθέτησε κύκλω από αυτήν τους πολεμιστάς. 3 Σὺ δὲ παράταξε γύρω - γύρω ἀπὸ αὐτὴν τοὺς μαχίμους ἄνδρες σου.
4 καὶ ἔσται ὡς ἂν σαλπίσητε τῇ σάλπιγγι, ἀνακραγέτω πᾶς ὁ λαὸς ἅμα· 4 Οταν δε σαλπίσετε με τας ιεράς σάλπιγγας, ας κραυγάση όλος ο λαός συγχρόνως. 4 Καὶ θὰ συμβῇ τοῦτο: Ὅταν θὰ σαλπίσετε μὲ τὶς ἱερὲς σάλπιγγες, ἂς φωνάξῃ ὅλος ὁ λαὸς μαζί, μὲ δυνατὸν ἀλαλαγμόν·
5 καὶ ἀνακραγόντων αὐτῶν πεσεῖται αὐτόματα τὰ τείχη τῆς πόλεως, καὶ εἰσελεύσεται πᾶς ὁ λαὸς ὁρμήσας ἕκαστος κατὰ πρόσωπον εἰς τὴν πόλιν. 5 Και καθ' ον χρόνον θα κραυγάσουν, θα πέσουν μόνα των τα τείχη της πόλεως και όλος ο λαός ορμητικώς θα εισέλθη εις την πόλιν, ο καθένας από το μέρος που ευρίσκεται απέναντί του”. 5 καὶ μόλις ἀκουσθῇ ὁ ἰσχυρὸς αὐτὸς ἀλαλαγμός, θὰ καταρρεύσουν αὐτομάτως, θὰ πέσουν ξαφνικά, μονομιᾶς τὰ τείχη τῆς πόλεως. Τότε θὰ εἰσβάλῃ μὲ ὁρμὴν μέσα εἰς τὴν πόλιν ὅλος ὁ λαός, ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ τὸ μέρος τῆς πόλεως, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ἀπέναντί του».
6 καὶ εἰσῆλθεν ᾿Ιησοῦς ὁ τοῦ Ναυὴ πρὸς τοὺς ἱερεῖς 6 Μετέβη ο Ιησούς του Ναυή προς τους ιερείς 6 Ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ναυῆ, ἐπῆγε πρὸς τοὺς ἱερεῖς,
7 καὶ εἶπεν αὐτοῖς λέγων· παραγγείλατε τῷ λαῷ περιελθεῖν καὶ κυκλῶσαι τὴν πόλιν, καὶ οἱ μάχιμοι παραπορευέσθωσαν ἐνωπλισμένοι ἐναντίον Κυρίου· 7 και είπε προς αυτούς· “παραγγείλατε στον λαόν να περιέλθη και κυκλώση την πόλιν, οι δε μάχιμοι ας πορευθούν ωπλισμένοι εμπρός από την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου. 7 τοὺς ἐμίλησε καὶ τοὺς εἶπε: «Δῶστε παραγγελίαν εἰς τὸν λαὸν νὰ γυρίσῃ τριγύρω καὶ νὰ περικυκλώσῃ τὴν πόλιν καὶ οἱ μάχιμοι ἄνδρες ἂς προχωρήσουν ὡπλισμένοι ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου·
8 καὶ ἑπτὰ ἱερεῖς ἔχοντες ἑπτὰ σάλπιγγας ἱερὰς παρελθέτωσαν ὡσαύτως ἐναντίον τοῦ Κυρίου καὶ σημαινέτωσαν εὐτόνως, καὶ ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης Κυρίου ἐπακολουθείτω· 8 Επτά ιερείς, κρατούντες τας επτά ιεράς σάλπιγγας, ας προπορευθούν επίσης ενώπιον της Κιβωτού του Κυρίου και ας σαλπίσουν με δύναμιν, η δε Κιβωτός της Διαθήκης του Κυρίου ας ακολουθή αυτούς. 8 καὶ ἑπτὰ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι θὰ κρατοῦν ἑπτὰ ἱερὲς σάλπιγγες, ἂς προπορευθοῦν ἐπίσης ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης καὶ ἂς σαλπίζουν ζωηρά, μὲ δύναμιν, ἡ δὲ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης ἂς ἀκολουθῇ ἀπὸ κοντά, πίσω ἀπὸ αὐτούς.
9 οἱ δὲ μάχιμοι παραπορευέσθωσαν ἔμπροσθεν καὶ οἱ ἱερεῖς οἱ οὐραγοῦντες ὀπίσω τῆς κιβωτοῦ τῆς διαθήκης Κυρίου πορευόμενοι σαλπίζοντες. 9 Οι μάχιμοι άνδρες θα προπορεύωνται από την Κιβωτόν, οι δε ιερείς, οι οποίοι θα ακολουθούν όπισθεν από την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου, προχωρούντες θα σαλπίζουν”. 9 Οἱ μάχιμοι ἄνδρες ἂς προχωροῦν ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν Κιβωτὸν ὡπλισμένοι καὶ οἱ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀκολουθοῦν πίσω ἀπὸ τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου, θὰ προχωροῦν σαλπίζοντες συνεχῶς».
10 τῷ δὲ λαῷ ἐνετείλατο ᾿Ιησοῦς λέγων· μὴ βοᾶτε, μηδὲ ἀκουσάτω μηδεὶς τὴν φωνὴν ὑμῶν, ἕως ἂν ἡμέραν διαγγείλῃ αὐτὸς ἀναβοῆσαι, καὶ τότε ἀναβοήσετε. 10 Εις δε τον λαόν ο Ιησούς του Ναυή παρήγγειλε, λέγων· “μη κραυγάσετε· ούτε την φωνήν της ομιλίας σας να ακούση κανείς μέχρι της ημέρας, κατά την οποίαν εγώ ο ίδιος θα παραγγείλω εις σας να φωνάξετε· τότε θα φωνάξετε”. 10 Εἰς δὲ τὸν λαὸν ὁ Ἰησοῦς παρήγγειλε καὶ εἶπε: «Μὴ φωνάζετε, μὴ βγάλετε λέξιν ἀπὸ τὸ στόμα σας καὶ κανεὶς ἂς μὴ ἀκούσῃ καθόλου τὴν φωνήν σας, μέχρι τῆς ἡμέρας ποὺ θὰ σᾶς παραγγείλω ἐγὼ ὁ ἴδιος νὰ φωνάξετε δυνατά· καὶ τότε θὰ φωνάξετε, θὰ ἀλαλάξετε μὲ φωνὴν μεγάλην καὶ ἰσχυράν».
11 καὶ περιελθοῦσα ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης τοῦ Θεοῦ εὐθέως ἀπῆλθεν εἰς τὴν παρεμβολὴν καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ. 11 Η Κιβωτός της Διαθήκης αφού με την συνοδείαν της περιήλθε τα τείχη της πόλεως, μετεφέρθη αμέσως στο στρατόπεδον και παρέμεινεν εκεί κατά την νύκτα. 11 Ἡ δὲ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἐγύρισε τριγύρω ἀπὸ τὴν κατάκλειστη Ἱεριχώ, ἐπέστρεψεν ἀμέσως εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ παρέμεινεν (ἀνεπαύθη) ἐκεῖ τὴν νύκτα.
12 καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ ἀνέστη ᾿Ιησοῦς τὸ πρωΐ, καὶ ᾖραν οἱ ἱερεῖς τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου, 12 Ο Ιησούς κατά την δευτέραν ημέραν ηγέρθη πρωϊ. Οι ιερείς επήραν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου. 12 Καὶ κατὰ τὴν ἑπομένην δευτέραν ἡμέραν ὁ Ἰησοῦς ἐσηκώθη πρωΐ κα οἱ ἱερεῖς ἐπῆραν εἰς τοὺς ὤμους των τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου.
13 καὶ οἱ ἑπτὰ ἱερεῖς οἱ φέροντες τὰς σάλπιγγας τὰς ἑπτὰ προεπορεύοντο ἐναντίον Κυρίου, καὶ μετὰ ταῦτα εἰσεπορεύοντο οἱ μάχιμοι καὶ ὁ λοιπὸς ὄχλος ὄπισθεν τῆς κιβωτοῦ τῆς διαθήκης Κυρίου· καὶ οἱ ἱερεῖς ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι, καὶ ὁ λοιπὸς ὄχλος ἅπας περιεκύκλωσε τὴν πόλιν ἑξάκις ἐγγύθεν 13 Οι δε άλλοι επτά ιερείς, οι οποίοι είχον τας επτά σάλπιγγας, επροπορεύοντο από την Κιβωτόν της Διαθήκης. Κατόπιν ηκολούθουν οι μάχιμοι όπισθεν από την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου και όλος ο άλλος λαός. Οι ιερείς εσάλπισαν με τας ιεράς σάλπιγγας και όλος ο άλλος λαός περιήλθεν εκ του πλησίον την πόλιν εξ φοράς, 13 Καὶ οἱ ἑπτὰ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐκρατοῦσαν τὶς ἑπτὰ ἱερὲς σάλπιγγες, ἐπροχωροῦσαν ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου· ὕστερα ἀκολουθοῦσαν οἱ μάχιμοι ἄνδρες ὡπλισμένοι καὶ ὁ ὑπόλοιπος λαὸς πίσω ἀπὸ τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου· καὶ οἱ ἱερεῖς ἐσάλπισαν μὲ τὶς σάλπιγγες καὶ ὅλος ὁ ἄλλος λαὸς ἐγύρισε τριγύρω ἀπὸ τὴν πόλιν, ἀπὸ πολὺ κοντά, ἕξι φορές·
14 καὶ ἀπῆλθε πάλιν εἰς τὴν παρεμβολήν. οὕτως ἐποίει ἐπὶ ἓξ ἡμέρας. 14 και επέστρεψαν πάλιν στο στρατόπεδον. Ετσι έκαμαν επί εξ ημέρας. 14 καὶ ἐπέστρεψαν πάλιν κατὰ τὴν δευτέραν ἡμέραν εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ Ἰσραὴλ ἡ Κιβωτός, οἱ ἱερεῖς, οἱ μάχιμοι καὶ ὁ λαός. Ἔτσι ἔκαμναν ἐπὶ ἕξι συνεχεῖς ἡμέρες.
15 καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀνέστησαν ὄρθρου καὶ περιήλθοσαν τὴν πόλιν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἑπτάκις· 15 Κατά δε την εβδόμην ημέραν ηγέρθησαν πολύ πρωί και περιήλθαν την πόλιν επτά φοράς κατά την ημέραν εκείνην. 15 Καὶ κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν οἱ Ἰσραηλῖται ἐσηκώθησαν πολὺ πρωΐ, τὴν αὐγὴν καὶ περιῆλθαν τριγύρω ἀπὸ τὴν πόλιν ὅπως καὶ προηγουμένως, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν περιῆλθαν γύρω ἀπὸ τὴν Ἱεριχὼ ἑπτὰ φορές.
16 καὶ ἐγένετο τῇ περιόδῳ τῇ ἑβδόμῃ ἐσάλπισαν οἱ ἱερεῖς, καὶ εἶπεν ᾿Ιησοῦς τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ· κεκράξατε, παρέδωκε γὰρ Κύριος ὑμῖν τὴν πόλιν. 16 Κατά τον έβδομον γύρον οι ιερείς εσάλπισαν, ο δε Ιησούς του Ναυή είπεν στους Ισραηλίτας· “κραυγάσατε, διότι ο Κυριος παρέδωκεν εις σας την πόλιν. 16 Καὶ συνέβη τοῦτο: Κατὰ τὸν ἕβδομον γῦρον ἐσάλπισαν οἱ ἱερεῖς, καὶ τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτες: «Φωνάξετε δυνατά, ἀλαλάξετε, διότι ὁ Κύριος παρέδωκεν εἰς σᾶς τὴν πόλιν».
17 καὶ ἔσται ἡ πόλις ἀνάθεμα, αὐτὴ καὶ πάντα, ὅσα ἐστὶν ἐν αὐτῇ, Κυρίῳ Σαβαώθ· πλὴν Ραὰβ τὴν πόρνην περιποιήσασθε, αὐτὴν καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτῆς. 17 Αυτή η πόλις και όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν θα είναι αφιέρωμα πρυς τον Κυριον Σαβαώθ, πλην της Ραάβ της πόρνης. Αυτήν και όσους άλλους εύρετε εις την οικίαν της, θα ασφαλίσετε και θα περιποιηθήτε. 17 Ἡ πόλις ὁλόκληρος καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτήν, θὰ γίνουν θυσία εἰς τὸν Θεὸν Σαβαώθ, θὰ ἀναθεματισθοῦν, δηλαδὴ πρέπει ὅλα νὰ καταστραφοῦν ὁλοσχερῶς. Μόνον προσέξετε νὰ μὴ φονεύσετε, ἀλλὰ νὰ φυλάξετε καὶ νὰ περιποιηθῆτε Ραὰβ τὴν πόρνην, τὴν ἰδίαν καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν εἰς τὸ σπίτι της.
18 ἀλλὰ ὑμεῖς φυλάξεσθε σφόδρα ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος, μήποτε ἐνθυμηθέντες ὑμεῖς αὐτοὶ λάβητε ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος καὶ ποιήσητε τὴν παρεμβολὴν τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἀνάθεμα καὶ ἐκτρίψητε ἡμᾶς· 18 Σεις όμως προσέξατε πολύ και φυλαχθήτε από το ανάθεμα της πόλεως αυτής, μήπως τυχόν επιθυμήσετε και λάβετε κάτι από όσα θα είναι αφιερωμένα εις τυν Κυριον· και κάμετε ανάθεμα το στρατόπεδον των Ισραηλιτών και γίνετε αιτία να καταστραφώμεν. 18 Σεῖς ὅμως προσέξετε πάρα πολὺ ἀπὸ τὸ ἀνάθεμα εἰς τὸν Θεόν· προσέξετε μὴ τυχὸν ἐπιθυμήσετε καὶ κρατήσετε τίποτε ἀπὸ αὐτά, ποὺ πρέπει νὰ γίνουν ἀνάθεμα εἰς τὸν Θεόν, διότι θὰ μολυνθῆτε καὶ θὰ κάμετε ὅλον τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀναθεματισμένον καὶ ἔτσι θὰ μᾶς καταστρέψετε ἐντελῶς.
19 καὶ πᾶν ἀργύριον ἢ χρυσίον ἢ χαλκὸς ἢ σίδηρος ἅγιον ἔσται τῷ Κυρίῳ, εἰς θησαυρὸν Κυρίου εἰσενεχθήσεται. 19 Δηλαδή όλος ο άργυρος και ο χρυσός και ο χαλκός και ο σίδηρος της πόλεως θα αφιερωθούν στον Κυριον· θα ενταχθούν στον θησαυρόν του Κυρίου”. 19 Ὅλος δὲ ὁ ἄργυρος ἢ ὁ χρυσὸς ἢ ὁ χαλκὸς ἢ ὁ σίδηρος, ποὺ θὰ εὑρεθοῦν εἰς τὴν πόλιν, θὰ εἶναι ἀφιερωμένα εἰς τὸν Κύριον· ὅλα αὐτὰ θὰ συγκεντρωθοῦν καὶ θὰ κατατεθοῦν εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ Κυρίου».
20 καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξιν οἱ ἱερεῖς· ὡς δὲ ἤκουσεν ὁ λαὸς τῶν σαλπίγγων, ἠλάλαξε πᾶς ὁ λαὸς ἅμα ἀλαλαγμῷ μεγάλῳ καὶ ἰσχυρῷ καὶ ἔπεσεν ἅπαν τὸ τεῖχος κύκλῳ, καὶ ἀνέβη πᾶς ὁ λαὸς εἰς τὴν πόλιν. 20 Οι ιερείς εσάλπισαν με τας ιεράς σάλπιγγας. Μολις δε ο λαός ήκουσε τον ήχον των σαλπίγγων όλος μαζή εκραύγασε με αλαλαγμόν μεγάλον και ισχυρόν, και τότε όλα τα τείχη κύκλω από την Ιεριχώ έπεσαν, και όλος ο Ισραηλιτικός λαός εισήλθεν ορμητικώς εις την πόλιν. 20 Καὶ οἱ ἱερεῖς ἐσάλπισαν μὲ τὶς ἱερὲς σάλπιγγες· μόλις δὲ ἄκουσε ὁ λαὸς τὸ σάλπισμα τῶν σαλπίγγων, ἐφώναξε μὲ φωνὴν ἰσχυράν, μὲ μεγάλον ἀλαλαγμόν, ὅλος ὁ λαὸς μαζί· καὶ εὐθὺς κατέρρευσαν μονομιᾶς ὅλα τὰ τείχη, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν ὠχυρωμένη γύρω - γύρω ἡ πόλις, καὶ ὥρμησεν ὅλος ὁ λαὸς καὶ ἀνέβη εἰς τὸν λόφον, ποὺ ἦταν κτισμένη ἡ πόλις, καὶ τὴν ἐκυρίευσε.
21 καὶ ἀνεθεμάτισεν αὐτὴν ᾿Ιησοῦς καὶ ὅσα ἦν ἐν τῇ πόλει ἀπὸ ἀνδρὸς καὶ ἕως γυναικός, ἀπὸ νεανίσκου καὶ ἕως πρεσβύτου καὶ ἕως μόσχου καὶ ὑποζυγίου, ἐν στόματι ρομφαίας. 21 Ο Ιησούς του Ναυή ανεθεμάτισε την πόλιν και παρέδωσεν εις στόμα μαχαίρας όλα όσα εζούσαν εις αυτήν, από ανδρός έως γυναικός, από μικρού έως μεγάλου και από μόσχου έως όνου. 21 Καὶ ὁ Ἰησοῦς παρέδωκεν εἰς ἀνάθεμα, δηλαδὴ εἰς ὁλοσχερῆ καταστροφὴν ὅλα, ὅσα ἦσαν μέσα εἰς τὴν πόλιν· τότε ἔπεσαν σφαζόμενοι μὲ τὴν κόψιν τοῦ μαχαιριοῦ ὅλα τὰ ἔμψυχα ἀπὸ ἀνδρὸς ἕως γυναικός, ἀπὸ μικροῦ ἕως γέροντος καὶ ἕως μοσχαριοῦ καὶ ὅνου.
22 καὶ τοῖς δυσὶ νεανίσκοις τοῖς κατασκοπεύσασιν εἶπεν ᾿Ιησοῦς· εἰσέλθατε εἰς τὴν οἰκίαν τῆς γυναικὸς καὶ ἐξαγάγετε αὐτὴν ἐκεῖθεν καὶ ὅσα ἐστὶν αὐτῇ. 22 Είπε δε στους δύο νεαρούς κατασκόπους· “πηγαίνετε εις την οικίαν της Ραάβ και βγάλετε αυτήν από εκεί και όλους όσοι ευρίσκονται μαζή της”. 22 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς τοὺς δύο νεαροὺς Ἰσραηλῖτες, ποὺ εἶχαν κατασκοπεύσει τὴν Ἱεριχώ: «Πηγαίνετε εἰς τὸ σπίτι τῆς Ραάβ, τῆς γυναίκας ποὺ σᾶς ἐφιλοξένησε καὶ σᾶς ἔκρυψε, καὶ ὁδηγήσετέ την ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι της καὶ ὅλους, ὅσοι εὑρίσκονται μαζί της, ὅπως τῆς εἴχατε ὁρκισθῇ».
23 καὶ εἰσῆλθον οἱ δύο νεανίσκοι οἱ κατασκοπεύσαντες τὴν πόλιν εἰς τὴν οἰκίαν τῆς γυναικὸς καὶ ἐξηγάγοσαν Ραὰβ τὴν πόρνην καὶ τὸν πατέρα αὐτῆς καὶ τὴν μητέρα αὐτῆς καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῆς καὶ τὴν συγγένειαν αὐτῆς καὶ πάντα, ὅσα ἦν αὐτῇ, καὶ κατέστησαν αὐτὴν ἔξω τῆς παρεμβολῆς ᾿Ισραήλ. 23 Οι δύο νεαροί, οι οποίοι είχον κατασκοπεύσει προηγουμένως την πόλιν, εισήλθον εις την οικίαν Ραάβ της πόρνης, έβγαλαν αυτήν και τον πατέρα της και την μητέρα της και τους αδελφούς της, τους συγγενείς της και όσα πράγματα υπήρχον εκεί, και εγκατέστησαν αυτήν και τους ιδικούς της έξω από το στρατόπεδον των Ισραηλιτών. 23 Καὶ οἱ δύο νεαροὶ Ἰσραηλῖτες, ποὺ εἶχαν κατασκοπεύσει τὴν πόλιν, ἐμπῆκαν εἰς τὸ σπίτι τῆς γυναίκας καὶ ὠδήγησαν ἔξω Ραὰβ τὴν πόρνην καὶ τὸν πατέρα της καὶ τὴν μητέρα της καὶ τοὺς ἀδελφούς της καὶ τοὺς συγγενεῖς της καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά της καὶ τοὺς ἐγκατέστησαν ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν, διότι ἦσαν Χαναναῖοι εἰδωλολάτραι.
24 καὶ ἡ πόλις ἐνεπρήσθη ἐν πυρισμῷ σὺν πᾶσι τοῖς ἐν αὐτῇ, πλὴν ἀργυρίου καὶ χρυσίου καὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἔδωκαν εἰς θησαυρὸν Κυρίου εἰσενεχθῆναι. 24 Η δε πόλις επυρπολήθη μαζή με όλα όσα υπήρχον εντός αυτής, πλην του αργύρου, του χρυσού, του χαλκού και του σιδήρου, τα οποία οι Ισραηλίται παρέδωσαν, δια να κατατεθούν ως θησαυρός του Κυρίου. 24 Κατόπιν ἡ πόλις παρεδόθη εἰς τὴν φωτιὰν μὲ ὅλα, ὅσα ὑπῆρχαν εἰς αὐτήν· ἐπυρπολήθησαν ὅλα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἄργυρον καὶ τὸν χρυσὸν καὶ τὸν χαλκὸν καὶ τὸν σίδηρον, τὰ ὁποῖα συνεκέντρωσαν καὶ κατέθεσαν εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ Κυρίου.
25 καὶ Ραὰβ τὴν πόρνην καὶ πάντα τὸν οἶκον αὐτῆς τὸν πατρικὸν ἐζώγρησεν ᾿Ιησοῦς, καὶ κατῴκησεν ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας, διότι ἔκρυψε τοὺς κατασκοπεύσαντας, οὓς ἀπέστειλεν ᾿Ιησοῦς κατασκοπεῦσαι τὴν ῾Ιεριχώ. 25 Την Ραάβ όμως την πόρνην και όλην την πατρικήν της οικογένειαν διετήρησεν εν ζωή ο Ιησούς του Ναυή και εγκατέστησεν αυτούς μεταξύ του ισραηλιτικού λαού μέχρι της ημέρας που γράφονται αυτά. Και τούτο, διότι αυτή έκρυψε και έσωσε τους κατασκόπους, τους οποίους είχεν αποστείλει ο Ιησούς του Ναυη, δια να κατασκοπεύσουν την πόλιν. 25 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἐπροστάτευσε καὶ διετήρησεν εἰς τὴν ζωὴν Ραὰβ τὴν πόρνην καὶ ὅλην τὴν οἰκογένειαν τοῦ πατέρα της, καὶ τοὺς ἐγκατέστησε μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν μέχρι τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές· διότι ἡ Ραὰβ ἐδέχθη μὲ εἰρηνικὲς διαθέσεις καὶ ἔκρυψε τοὺς κατασκόπους, ποὺ ἔστειλεν ὁ Ἰησοῦς νὰ κατασκοπεύσουν τὴν Ἱεριχώ.
26 καὶ ὥρκισεν ᾿Ιησοῦς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐναντίον Κυρίου λέγων· ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς οἰκοδομήσει τὴν πόλιν ἐκείνην· ἐν τῷ προωτοτόκῳ αὐτοῦ θεμελιώσει αὐτὴν καὶ ἐν τῷ ἐλαχίστῳ αὐτοῦ ἐπιστήσει τὰς πύλας αὐτῆς. καὶ οὕτως ἐποίησεν ῾Οζᾶν ὁ ἐκ Βαιθὴλ ἐν τῷ ᾿Αβιρὼν τῷ πρωτοτόκῳ ἐθεμελίωσεν αὐτὴν καὶ ἐν τῷ ἐλαχίστῳ διασωθέντι ἐπέστησε τὰς πύλας αὐτῆς. 26 Ορκον δε αναθέματος έκαμεν ο Ιησούς του Ναυή κατά την ημέραν εκείνην ενώπιον του Κυρίου και είπε· “Κατηραμένος θα είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος θα ανοικοδομήση και θα οχυρώση την πόλιν αυτήν. Αν τολμήση να κάμη κάτι τέτοιο, νεκρόν θα θέση ως θεμέλιον της πόλεως τον πρωτότοκον υιόν του και με το νεκρόν σώμα του μικροτέρου υιού του θα στήση τας πύλας αυτής”. Αυτό έκαμε αλλά και αυτό έπαθε ο Οζάς, ο εκ της Βαιθήλ. Αυτός δια του Αβιρών, του πρωτοτόκου υιού του, εθεμελίωσε την πόλιν και με το μικρό του παιδί που του είχε απομείνει έστησε τας πύλας αυτής. 26 Καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Ἰησοῦς, καθοδηγούμενος ἀπὸ τὸν Θεόν, ἔκαμε τὸν ἑξῆς ὅρκον ἀναθέματος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου: «Καταράμενος νὰ εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸν ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ οἰκοδομήσῃ καὶ θὰ τειχίσῃ τὴν πόλιν ἐκείνην, τὴν Ἱεριχώ· μὲ τὸν θάνατον τοῦ πρωτοτόκου παιδιοῦ του θὰ τὴν θεμελιώσῃ καὶ μὲ τὸν θάνατον τοῦ νεωτέρου παιδιοῦ του θὰ ἀναγερῃ τὶς πύλες της». Αὐτὸ δὲ ἔκαμεν ὁ Ὁζᾶν ἀπὸ τὴν Βαιθὴλ καὶ αὐτὸ ἔπαθε· ὁ Ὁζᾶν τὴν ἐθεμελίωσε μὲ τὸν θάνατον τοῦ πρωτοτόκου παιδιοῦ του Ἀβιρὼν καὶ μὲ τὴν θυσίαν τοῦ μικροτέρου παιδιοῦ, ποὺ τοῦ ἀπέμεινε, ἔστησε τὶς πύλες της·
27 καὶ ἦν Κύριος μετὰ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἦν τὸ ὄνομα αὐτοῦ κατὰ πᾶσαν τὴν γῆν. 27 Ο δε Κυριος ήτο μετά του Ιησού, του οποίου το όνομα έγινε και έμεινε γνωστόν και θαυμαστόν εις όλην την χώραν. 27 Καὶ ὁ Κύριος ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν, τὸ ὄνομα καὶ ἡ φήμη τοῦ ὁποίου εἶχεν ἑξαπλωθῆ καὶ ἐθαυμάζετο εἰς ὅλην τὴν χώραν.