Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΥΗ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ὤρθρισεν ᾿Ιησοῦς τὸ πρωΐ, καὶ ἀπῇραν ἐκ Σαττὶν καὶ ἤλθοσαν ἕως τοῦ ᾿Ιορδάνου καὶ κατέλυσαν ἐκεῖ πρὸ τοῦ διαβῆναι. 1 Ο Ιησούς του Ναυή εξύπνησε λίαν πρωί και ανεχώρησε μαζή με όλους τους Ισραηλίτας από την Σαττίν, ήλθον έως τον ποταμόν Ιορδάνην, όπου, πριν τον διαβούν, εστάθμευσαν. 1 Τὴν ἄλλην ἡμέραν τῆς ἀφίξεως τῶν κατασκόπων ὁ Ἰησοῦς ἐσηκώθη πολὺ πρωΐ καὶ ἀνεχώρησαν αὐτὸς καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἀπὸ τὴν Σαττὶν καὶ ἦλθαν μέχρι τὸν Ἰορδάνην καὶ ἐστάθμευσαν ἐκεῖ τὸ βράδυ πρὶν τὸν διαβοῦν.
2 καὶ ἐγένετο μετὰ τρεῖς ἡμέρας διῆλθον οἱ γραμματεῖς διὰ τῆς παρεμβολῆς 2 Μετά δε τρεις ημέρας διήρχοντο οι Γραμματείς δια μέσου όλου του στρατοπέδου· 2 Μετὰ τρεῖς ἡμέρες οἱ γραμματεῖς διέτρεξαν καὶ διέσχισαν τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν
3 καὶ ἐνετείλαντο τῷ λαῷ λέγοντες· ὅταν ἴδητε τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ τοὺς ἱερεῖς ἡμῶν καὶ τοὺς Λευίτας αἴροντας αὐτήν, ἀπαρεῖτε ἀπὸ τὸν τόπον ὑμῶν καὶ πορεύσεσθε ὀπίσω αὐτῆς· 3 και έδιδαν στον λαόν την εντολήν· “όταν ίδητε την Κιβωτόν της Διαθήκης Κυρίου του Θεού ημών και τους ιερείς ημών και τους Λευΐτας να την σηκώνουν, δια να την μεταφέρουν, θα ξεκινήσετε από τον τόπον, που ευρίσκεσθε, και θα ακολουθήσετε οπίσω από αυτήν. 3 καὶ ἔδιδαν εἰς τὸν λαὸν τὴν ἀκόλουθον ἐντολήν: «Εὐθὺς μόλις ἰδῆτε τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας καὶ τοὺς ἱερεῖς μας καὶ τοὺς Λευῖτες νὰ τὴν σηκώνουν καὶ νὰ ξεκινοῦν, νὰ ξεκινήσετε καὶ σεῖς ἀπὸ τὸν τόπον ποὺ εἶσθε στρατοπεδευμένοι καὶ νὰ τὴν ἀκολουθήσετε·
4 ἀλλὰ μακρὰν ἔστω ἀνὰ μέσον ὑμῶν καὶ ἐκείνης, ὅσον δισχιλίους πήχεις στήσεσθε· μὴ προσεγγίσητε αὐτῇ, ἵνα ἐπίστησθε τὴν ὁδόν, ἣν πορεύσεσθε αὐτήν· οὐ γὰρ πεπόρευσθε τὴν ὁδὸν ἀπ' ἐχθὲς καὶ τρίτης ἡμέρας. 4 Προσέξατε όμως θα κρατήτε απόστασιν από αυτήν δύο χιλιάδες πήχεις (χίλια περίπου μέτρα). Μη την πλησιάσετε, αλλά θα την παρακολουθήτε από την απόστασιν αυτήν, δια να γνωρίσετε τον δρόμον, που πρέπει να ακολουθήσετε. Διότι αυτόν τον δρόμον ποτέ άλλοτε έως τώρα δεν τον έχετε βαδίσει”. 4 πρέπει ὅμως νὰ ὑπάρχῃ μεταξύ σας καὶ μεταξὺ τῆς Κιβωτοῦ ἀπόστασις περίπου 2.000 πήχεων (=ἕνα χιλιόμετρον)· μὴ τὴν πλησιάσετε περισσότερον, διὰ νὰ γνωρίζετε τὸν δρόμον, τὸν ὁποίαν πρέπει νὰ ἀκολουθήσετε· ἡ Κιβωτὸς θὰ εἶναι ὁ ὁδηγός σας, διότι δὲν ἔχετε περάσει ἀπὸ τὸν δρόμον αὐτὸν ἄλλην φορὰν μέχρι τώρα».
5 καὶ εἶπεν ᾿Ιησοῦς τῷ λαῷ· ἁγνίσασθε εἰς αὔριον, ὅτι αὔριον ποιήσει Κύριος ἐν ὑμῖν θαυμαστά. 5 Είπεν ο Ιησούς του Ναυή προς τον λαόν· “αγνισθήτε δια την αυριανήν ημέραν, διότι αύριον θα κάμη ο Κυριος ενώπιόν σας θαυμαστά έργα”. 5 Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς τὸν λαόν: «Καθαρισθῆτε καὶ ἐγκρατευθῆτε διὰ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν, διότι αὔριον ὁ Κύριος θὰ κάμῃ θαύματα μεταξύ σας».
6 καὶ εἶπεν ᾿Ιησοῦς τοῖς ἱερεῦσιν· ἄρατε τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου καὶ προπορεύεσθε τοῦ λαοῦ. καὶ ᾖραν οἱ ἱερεῖς τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου καὶ ἐπορεύοντο ἔμπροσθεν τοῦ λαοῦ. 6 Εις δε τους ιερείς είπε· “πάρετε την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου και βαδίσατε εμπρός από τον λαόν”. Οι ιερείς έλαβαν την κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου και επορεύοντο εμπρός από τον λαόν. 6 Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς τοὺς ἱερεῖς: «Σηκώσετε τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου καὶ προχωρεῖτε ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν λαόν». Καὶ οἱ ἱερεῖς ἐσήκωσαν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου καὶ ἐπροχωροῦσαν ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν λαόν, ἐπὶ κεφαλῆς του.
7 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς ᾿Ιησοῦν· ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἄρχομαι ὑψῶσαί σε κατενώπιον πάντων υἱῶν ᾿Ισραήλ, ἵνα γνῶσιν ὅτι καθότι ἤμην μετὰ Μωυσῆ, οὕτως ἔσομαι καὶ μετὰ σοῦ. 7 Είπε τότε ο Κυριος προς τον Ιησούν· “από την ημέραν αυτήν θα αρχίσω να σε εξυψώνω και να σε αναδεικνύω ενώπιον όλων των Ισραηλιτών, δια να μάθουν ότι, όπως ήμουν μαζή με τον Μωϋσήν, έτσι θα είμαι και μαζή μέ σέ. 7 Καὶ ὁ Κύριος εἶπεν εἰς τὸν Ἰησοῦν: «Ἀπὸ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ἀρχίζω νὰ σὲ ὑψώνω, νὰ σὲ ἀναδεικνύω καὶ νὰ σὲ δοξάζω ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὥστε νὰ μάθουν ὅλοι, ὅτι ὅπως ἤμουν μαζὶ μὲ τὸν Μωϋσῆν, ἔτσι θὰ εἶμαι καὶ μαζί σου.
8 καὶ νῦν ἔντειλαι τοῖς ἱερεῦσι τοῖς αἴρουσι τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης λέγων· ὡς ἂν εἰσέλθητε ἐπὶ μέρους τοῦ ὕδατος τοῦ ᾿Ιορδάνου, καὶ ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ στήσεσθε. 8 Και τώρα δώσε εντολή στους ιερείς, που μεταφέρουν την Κιβωτόν της Διαθήκης, και είπε προς αυτούς· Οταν φθάσετε εκεί, όπου ρέουν τα ύδατα του Ιορδάνου, και μόλις πατήσετε μέρος τι των υδάτων, σταματήσατε”. 8 Καὶ τώρα δῶσε διαταγὴν εἰς τοὺς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι σηκώνουν καὶ μεταφέρουν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης, καὶ εἰπέ τους: «Εὐθὺς μόλις φθάσετε εἰς τὸ χεῖλος τῆς κοίτης τοῦ Ἰορδάνη καὶ πατήσετε ἕνα μέρος τῶν νερῶν του, θὰ σταματήσετε ἐκεῖ».
9 καὶ εἶπεν ᾿Ιησοῦς τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ· προσαγάγετε ὧδε καὶ ἀκούσατε τὸ ρῆμα Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. 9 Ο Ιησούς του Ναυή είπεν προς τους Ισραηλίτας· “πλησιάσατε εδώ και ακούσατε με προσοχήν τον λόγον Κυρίου του Θεού μας, δια του οποίου προαναγγέλλω σημείον μέγα. 9 Κατόπιν ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν: «Ἐλᾶτε κοντά, πλησιάστε ἐδῶ καὶ ἀκούστε τὰ λόγια Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας.
10 ἐν τούτῳ γνώσεσθε ὅτι Θεὸς ζῶν ἐν ὑμῖν καὶ ὀλοθρεύων ὀλοθρεύσει ἀπὸ προσώπου ἡμῶν τὸν Χαναναῖον καὶ τὸν Χετταῖον καὶ τὸν Φερεζαῖον καὶ τὸν Εὐαῖον καὶ τὸν ᾿Αμορραῖον καὶ τὸν Γεργεσαῖον καὶ τὸν ᾿Ιεβουσαῖον· 10 Δια του σημείου αυτού θα μάθετε και θα πεισθήτε ότι ο ζων Θεός υπάρχει μεταξύ μας· αυτός θα εξολόθρεύση εξ ολοκλήρου ενώπιόν σας τους Χαναναίους και τους Χετταίους και τους Φερεζαίους και τους Ευαίους και τους Αμορραίους και τους Γεργεσαίους και τους Ιεβουσαίους. 10 Μὲ τὸ θαῦμα αὐτὸ θὰ ἐννοήσετε ὅτι μεταξύ σας εἶναι ὁ ζωντανός, ὁ ἀληθινός, ὁ ἀθάνατος Θεὸς καὶ ὅτι αὐτὸς θὰ καταστρέψῃ ὁπωσδήποτε καὶ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπ’ ἐμπρός σας τοὺς Χαναναίους καὶ τοὺς Χετταίους καὶ τοὺς Φερεζαίους καὶ τοὺς Εὐαίους καὶ τοὺς Ἀμορραίους καὶ τοὺς Γεργεσαίους καὶ τοὺς Ἰεβουσαίους.
11 ἰδοὺ ἡ κιβωτὸς διαθήκης Κυρίου πάσης τῆς γῆς διαβαίνει τὸν ᾿Ιορδάνην. 11 Ιδού· η Κιβωτός της Διαθήκης του Κυρίου και Θεού όλης της γης διαβαίνει τώρα τον Ιορδάνην. 11 Νά· ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου ὅλης τῆς γῆς περνᾷ τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην.
12 προχειρίσασθε ὑμῖν δώδεκα ἄνδρας ἀπὸ τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, ἕνα ἀφ' ἑκάστης φυλῆς. 12 Εκλέξατε δώδεκα άνδρας από τους Ισραηλίτας, ένα από κάθε φυλήν. 12 Ἐκλέξετε λοιπὸν καὶ ὁρίσετε δώδεκα ἄνδρες ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες, ἕνα ἀπὸ κάθε φυλήν.
13 καὶ ἔσται ὡς ἂν καταπαύσωσιν οἱ πόδες τῶν ἱερέων τῶν αἰρόντων τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου πάσης τῆς γῆς ἐν τῷ ὕδατι τοῦ ᾿Ιορδάνου, τὸ ὕδωρ τοῦ ᾿Ιορδάνου ἐκλείψει, τὸ δὲ ὕδωρ τὸ καταβαῖνον στήσεται. 13 Αμέσως δε μόλις οι πόδες των ιερέων, οι οποίοι μεταφέρουν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Θεού και Κυρίου πάσης της γης, πατήσουν το ύδωρ του Ιορδάνου, τότε το ύδωρ του Ιορδάνου, που ρέει προς τα κάτω, θα συνεχίση την ροήν του και θα φύγη εντελώς, το δε ύδωρ που έρχεται από βορράν θα σταθή”. 13 Καὶ θὰ συμβῇ τοῦτο· μόλις τὰ πόδια τῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι σηκώνουν καὶ μεταφέρουν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου ὅλης τῆς γῆς, πατήσουν καὶ σταματήσουν εἰς τὸ νερὸν τοῦ Ἰορδάνη, τὸ νερὸν τοῦ Ἰορδάνη, ποὺ κυλᾷ πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὴν Νεκρὰν θάλασσαν, θὰ συνεχίσῃ νὰ τρέχῃ καὶ θὰ ἐξαντληθῇ· τὸ δὲ νερὸν ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ πάνω, ἀπὸ τὸν βορρᾶν, θὰ ἀνακοπῇ, θὰ σταθῇ καὶ θὰ σχηματίσῃ τεῖχος!»
14 καὶ ἀπῇρεν ὁ λαὸς ἐκ τῶν σκηνωμάτων αὐτῶν διαβῆναι τὸν ᾿Ιορδάνην, οἱ δὲ ἱερεῖς ᾔροσαν τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου πρότεροι τοῦ λαοῦ. 14 Ο λαός εβγήκε από τας σκηνάς του, δια να διαβή τον Ιορδάνην. Οι δε ιερείς, οι οποίοι μετέφεραν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου, επορεύοντο εμπρός από τον λαόν. 14 Καὶ ὁ λαὸς ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὶς σκηνές του, διὰ νὰ διαβῇ τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, οἱ δὲ ἱερεῖς ἐσήκωναν καὶ μετέφεραν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου καὶ ἐπροχωροῦσαν ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν λαόν.
15 ὡς δὲ εἰσεπορεύοντο οἱ ἱερεῖς οἱ αἴροντες τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης ἐπὶ τὸν ᾿Ιορδάνην καὶ οἱ πόδες τῶν ἱερέων τῶν αἰρόντων τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου ἐβάφησαν εἰς μέρος τοῦ ὕδατος τοῦ ᾿Ιορδάνου· ὁ δὲ ᾿Ιορδάνης ἐπληροῦτο καθ' ὅλην τὴν κρηπίδα αὐτοῦ ὡσεὶ ἡμέραι θερισμοῦ πυρῶν· 15 Την στιγμήν δε κατά την οποίαν οι ιερείς, οι μεταφέροντες την Κιβωτόν της Διαθήκης, εισήλθον στον Ιορδάνην και οι πόδες αυτών των ιερέων εβράχησαν εις μικρόν τι μέρος του ύδατος του Ιορδάνου, ο δε Ιορδάνης είχε πλημμυρίσει τότε καθ' όλην την κοίτην αυτού, όπως συνήθως συμβαίνει κατά τας ημέρας του θερισμού των σιτηρών, 15 Καὶ εὐθὺς μόλις οἱ ἱερεῖς, ποὺ ἐσήκωναν καὶ μετέφεραν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης, ἔφθασαν εἰς τὸν Ἰορδάνην, καὶ τὰ πόδια τῶν ἱερέων, ποὺ ἐκρατοῦσαν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου, ἐπάτησαν ἕνα μέρος τῶν νερῶν καὶ ἐβράχησαν εἰς τὰ νερὰ τοῦ χείλους (τῆς ὄχθης) τῆς κοίτης τοῦ Ἰορδάνη - ὁ δὲ Ἰορδάνης εἶχε ξεχειλίσει εἰς ὅλον τὸ ὕψος τῆς κοίτης του, ὅπως συμβαίνει συνήθως τὴν ἐποχὴν τοῦ θερισμοῦ τῶν σιταριῶν -
16 καὶ ἔστη τὰ ὕδατα τὰ καταβαίνοντα ἄνωθεν, ἔστη πῆγμα ἓν ἀφεστηκὸς μακρὰν σφόδρα σφοδρῶς ἕως μέρους Καριαθιαρίμ, τὸ δὲ καταβαῖνον κατέβη εἰς τὴν θάλασσαν ῎Αραβα, θάλασσαν ἁλός, ἕως εἰς τὸ τέλος ἐξέλιπε· καὶ ὁ λαὸς εἱστήκει ἀπέναντι ῾Ιεριχώ. 16 εσταμάτησαν τα ύδατα, που κατέβαινον εκ των άνω, εσταμάτησαν σαν ένας εκτεταμένος πάγος εις μεγάλην, πολύ μεγάλην απόστασιν, μέχρι της πόλεως Καριαθιαρίμ, ενώ το άλλο, το κατερχόμενον ύδωρ, κατέβη εις την θάλασσαν του βαθυπέδου Αραβα, την Αλμυράν, την Νεκράν Θαλασσαν, μέχρις ότου εξέλιπε πλήρως. Ο δε λαός κατάπληκτος είχε σταματήσει όρθιος εις την όχθην απέναντι από την Ιεριχώ. 16 ἐσταμάτησαν τὰ νερά, ποὺ κατέβαιναν ἀπὸ πάνω, ἀπὸ τὸν βορρᾶν· ἔγιναν ὡς ἕνα σκληρόν, στερεὸν καὶ ἐκτεταμένον παγόβουνον εἰς πολὺ μεγάλην ἀπόστασιν, μέχρι τῆς θέσεως τῆς πόλεως Καριαθιαρίμ· τὰ δὲ νερά, ποὺ ἐκυλοῦσαν πρὸς τὰ κάτω, ἔτρεξαν πρὸς τὴν θάλασσαν τῆς χαμηλῆς πεδιάδος Ἄραβα, τὴν Ἁλμυρὰν θάλασσαν, δηλαδὴ τὴν Νεκρὰν Θάλασσαν, μέχρις ὅτου ἑξαντλήθηκαν ἐντελῶς. Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐστέκετο ὄρθιος, γεμᾶτος θαυμασμὸν διὰ τὸ μεγάλο θαῦμα, μὲ μέτωπον πρὸς τὴν Ἱεριχώ.
17 καὶ ἔστησαν οἱ ἱερεῖς οἱ αἴροντες τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου ἐπὶ ξηρᾶς ἐν μέσῳ τοῦ ᾿Ιορδάνου· καὶ πάντες οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ διέβαινον διὰ ξηρᾶς, ἕως συνετέλεσε πᾶς ὁ λαὸς διαβαίνων τὸν ᾿Ιορδάνην. 17 Οι ιερείς, οι οποίοι μετέφεραν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου, επροχώρησαν και εστάθησαν στο μέσον της ξηράς κοίτης του Ιορδάνου. Ολοι δε οι Ισραηλίται διέβαινον ως δια ξηράς, μέχρις ότου ολόκληρος ο ισραηλιτικός λαός ετελείωσε διαβαίνων τον Ιορδάνην. 17 Καὶ οἱ ἱερεῖς, ποὺ ἐκρατοῦσαν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου, ἐστάθησαν ἀκίνητοι εἰς τὴν στεγνὴν καὶ ξηρὰν κοίτην, εἰς τὸ μέσον τοῦ Ἰορδάνη· καὶ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται ἐπερνοῦσαν μέσα ἀπὸ τὴν στεγνὴν κοίτην τοῦ ποταμοῦ, μέχρις ὅτου ἐτελείωσε τὴν διάβασίν του ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός.