Τρίτη, 23 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:39
Δύση: 20:09
Πανσέληνος
114-252
16ος χρόνος, 5911η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΥΗ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ εἶπε Κύριος πρὸς ᾿Ιησοῦν· μὴ φοβηθῇς μηδὲ δειλιάσῃς, λάβε μετὰ σοῦ πάντας τοὺς ἄνδρας τοὺς πολεμιστὰς καὶ ἀναστὰς ἀνάβηθι εἰς Γαί· ἰδοὺ δέδωκα εἰς τὰς χεῖράς σου τὸν βασιλέα Γαὶ καὶ τὴν γῆν αὐτοῦ. 1 Είπεν ο Κυριος προς τον Ιησούν· “μη φοβηθής, ούτε και να δειλιάσης. Παρε μαζή σου όλους τους πολεμιστάς άνδρας και ξεκίνα, δια να αναβής εις την Γαι. Ιδού έχω παραδώσει εις τα χέρια σου τον βασιλέα της Γαι και την χώραν του. 1 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν: «Μὴ φοβηθῇς, οὔτε νὰ δειλιάσῃς· πάρε μαζί σου ὅλους τοὺς πολεμιστὰς καὶ, ἀφοῦ σηκωθῇς, προχώρει καὶ ἀνέβα εἰς τὴν πόλιν Γαί. Νά! Ἔχω παραδώσει εἰς τὰ χέρια σου τὸν βασιλιᾶ τῆς Γαὶ καὶ τὴν χώραν του.
2 καὶ ποιήσεις τὴν Γαὶ ὃν τρόπον ἐποίησας τὴν ῾Ιεριχὼ καὶ τὸν βασιλέα αὐτῆς, καὶ τὴν προνομὴν τῶν κτηνῶν προνομεύσεις σεαυτῷ. κατάστησον δὲ σεαυτῷ ἔνεδρα τῇ πόλει εἰς τὰ ὀπίσω. 2 Θα κάμης εναντίον της Γαι, ο,τι εναντίον της Ιεριχούς και του βασιλέως αυτής. Από τα λάφυρα μόνον τα ζώα θα πάρης δια τον εαυτόν σου. Πισω από την πόλιν να στήσης ενέδραν”. 2 Καὶ θὰ κάμῃς εἰς τὴν πόλιν Γαὶ καὶ εἰς τὸν βασιλιᾶ της ὅ,τι ἔκαμες εἰς τὴν Ἱεριχὼ καὶ τὸν βασιλιᾶ της· μὲ τὴν διαφορὰν ὅτι ἀπὸ τὰ λάφυρά της μόνον τὰ κατοικίδια ζῶα της θὰ κρατήσῃς διὰ τὸν ἑαυτόν σου. Στῆσε ἐνέδρες εἰς τὸ πίσω μέρος τῆς πόλεως, τὸ δυτικόν, μεταξὺ Βαιθὴλ καὶ Γαί».
3 καὶ ἀνέστη ᾿Ιησοῦς καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ πολεμιστὴς ὥστε ἀναβῆναι εἰς Γαί. ἐπέλεξε δὲ ᾿Ιησοῦς τριάκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν δυνατοὺς ἐν ἰσχύϊ καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς νυκτός. 3 Εσηκώθη και ητοιμάσθη ο Ιησούς και όλοι οι μάχιμοι άνδρες με αυτόν, δια να αναβούν εις την Γαι. Εξέλεξε δε ο Ιησούς τριάκοντα χιλιάδας γενναίους άνδρας, τους έστειλε κατά την νύκτα, 3 Ὁ Ἰησοῦς καὶ ὅλοι οἱ μάχιμοι ἄνδρες ἐσηκώθηκαν καὶ ἐτοιμάσθηκαν διὰ νὰ προχωρήσουν καὶ νὰ ἀνεβοῦν ἐναντίον τῆς Γαί. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐδιάλεξε τριάντα χιλιάδες ἄνδρες δυνατοὺς καὶ γενναίους καὶ τοὺς ἔστειλεν εἰς τὴν Γαὶ κατὰ τὴν νύκτα.
4 καὶ ἐνετείλατο αὐτοῖς λέγων· ὑμεῖς ἐνεδρεύσατε ὀπίσω τῆς πόλεως· μὴ μακρὰν γίνεσθε ἀπὸ τῆς πόλεως καὶ ἔσεσθε πάντες ἕτοιμοι. 4 και διέταξεν αυτούς λέγων· “σεις θα στήσετε ενέδραν πίσω από την πόλιν, οχι όμως μακράν από αυτήν, και να είσθε όλοι έτοιμοι. 4 Εἰς αὐτοὺς ἔδωσε διαταγὴν καὶ τοὺς εἶπε: «Προσέξετε· σεῖς θὰ στήσετε ἐνέδραν εἰς τὸ πίσω μέρος, τὸ δυτικόν, τῆς πόλεως· ἀλλὰ ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ὅλοι σας νὰ εἶσθε ἕτοιμοι πρὸς ἐπίθεσιν.
5 καὶ ἐγὼ καὶ πάντες οἱ μετ' ἐμοῦ προσάξομεν πρὸς τὴν πόλιν, καὶ ἔσται ὡς ἂν ἐξέλθωσιν οἱ κατοικοῦντες Γαὶ εἰς συνάντησιν ἡμῖν, καθάπερ καὶ πρῴην, καὶ φευξόμεθα ἀπὸ προσώπου αὐτῶν. 5 Εγώ δε και όλοι οι άνδρες, που θα είναι μαζή μου, θα πλησιάσωμεν εις την πόλιν. Οταν δε οι κάτοικοι της Γαι εξέλθουν εναντίον μας, όπως έκαμαν και προηγουμένως, ημείς θα προσποιηθώμεν ότι τρεπόμεθα εις φυγήν από εμπρός των. 5 Ἐγὼ δὲ καὶ ὅλος ὁ στρατός, ποὺ θὰ εἶναι μαζί μου, θὰ πλησιάσωμεν εἰς τὴν πόλιν. Καὶ θὰ συμβῇ τοῦτο: Μόλις οἱ κάτοικοι τῆς Γαὶ βγοῦν διὰ νὰ μᾶς ἐπιτεθοῦν, ὅπως ἔκαμαν τὴν προηγουμένην φοράν, ἐμεῖς θὰ τραπῶμεν δῆθεν εἰς φυγήν, μόλις τοὺς ἀντικρύσωμεν.
6 καὶ ὡς ἂν ἐξέλθωσιν ὀπίσω ἡμῶν, ἀποσπάσομεν αὐτοὺς ἀπὸ τῆς πόλεως, καὶ ἐροῦσι· φεύγουσιν οὗτοι ἀπὸ προσώπου ἡμῶν, ὃν τρόπον καὶ ἔμπροσθεν. 6 Οταν δε εκείνοι εξέλθουν από την πόλιν, δια να μας καταδιώξουν, ημείς θα τους παρασύρωμεν φεύγοντες μακράν από την πόλιν και εκείνοι θα λέγουν· φεύγουν αυτοί από εμπρός μας, όπως και την προηγουμένην φοράν. Ας τους καταδιώξωμεν. 6 Ὅταν ἐκεῖνοι θὰ βγοῦν διὰ νὰ μᾶς καταδιώξουν, ἐμεῖς θὰ τοὺς παρασύρωμεν καὶ θὰ τοὺς ἀποκόψωμεν ἀπὸ τὴν πόλιν, διότι ἐκεῖνοι θὰ μᾶς ἐπιτίθενται καὶ θὰ λέγουν: «Προχωρεῖτε· οἱ Ἰσραηλῖται φεύγουν ἀπ' ἐμπρός μας, ὅπως καὶ τὴν προηγουμένην φοράν».
7 ὑμεῖς δὲ ἐξαναστήσεσθε ἐκ τῆς ἐνέδρας καὶ πορεύσεσθε εἰς τὴν πόλιν. 7 Σεις τότε θα σηκωθήτε από την ενέδραν σας και θα εισέλθετε εις την πόλιν. 7 Ὅταν λοιπὸν ἐκεῖνοι θὰ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν Γαὶ σεῖς θὰ σηκωθῆτε ἀπὸ τὸν τόπον τῆς ἐνέδρας καὶ θὰ μπῆτε εἰς τὴν πόλιν καὶ θὰ τὴν κυριεύσετε.
8 κατὰ τὸ ρῆμα τοῦτο ποιήσετε· ἰδοὺ ἐντέταλμαι ὑμῖν. 8 Οπως σας είπα, έτσι θα κάμετε. Ιδού τι σας διατάσσω”. 8 Σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα, ἔτσι νὰ κάμετε· προσέξετε, τί διαταγὴν σᾶς ἔδωσα!»
9 καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν ἐνέδραν καὶ ἐνεκάθισαν ἀνὰ μέσον Βαιθὴλ καὶ ἀνὰ μέσον Γαί, ἀπὸ θαλάσσης τῆς Γαί. 9 Ο Ιησούς απέστειλεν αυτούς και εκείνοι επορεύθησαν να στήσουν την ενέδραν. Εκρύβησαν μεταξύ των πόλεων Βαιθήλ και Γαι, προς δυσμάς της Γαι. 9 Ὁ Ἰησοῦς ἔστειλε τοὺς τριάντα χιλιάδες ἄνδρες καὶ αὐτοὶ ἐπῆγαν καὶ ἔστησαν ἐνέδραν καὶ ἐκρύφθησαν μεταξὺ τῆς Βαιθὴλ καὶ τῆς Γαί, πρὸς τὰ δυτικὰ τῆς Γαί.
10 καὶ ὀρθρίσας ᾿Ιησοῦς τὸ πρωΐ ἐπεσκέψατο τὸν λαόν· καὶ ἀνέβησαν αὐτὸς καὶ οἱ πρεσβύτεροι κατὰ πρόσωπον τοῦ λαοῦ ἐπὶ Γαί. 10 Ο Ιησούς ηγέρθη λίαν πρωί και επεθεώρησε τον λαόν. Επειτα δε αυτός και οι πρεσβύτεροι προπορευόμενοι του στρατού εβάδισαν κατά της πόλεως Γαι. 10 Ὁ δὲ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἐσηκώθη ἐνωρὶς τὸ πρωΐ τῆς ἑπομένης ἡμέρας, συνεκέντρωσε, ἐπεθεώρησε καὶ ἀρίθμησε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν. Κατόπιν ἐπροχώρησαν καὶ ἀνέβηκαν αὐτὸς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ, ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ στρατοῦ ἐναντίον τῆς πόλεως Γαί.
11 καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ πολεμιστὴς μετ' αὐτοῦ ἀνέβησαν καὶ πορευόμενοι ἦλθον ἐξεναντίας τῆς πόλεως ἀπὸ ἀνατολῶν, 11 Ολος δε ο μάχιμος ισραηλιτικός λαός ανέβαινε μαζή του. Πορευόμενοι δε ήλθον απέναντι της πόλεως Γαι από το ανατολικόν μέρος. 11 Μαζί του ἀνέβηκαν ὅλοι οἱ μάχιμοι ἄνδρες καὶ ἐπροχώρησαν καὶ ἔφθασαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πόλιν, πρὸς τὸ ἀνατολικὸν μέρος, ὅπου ὑπῆρχε κοιλάδα μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῆς Γαί·
12 καὶ τὰ ἔνεδρα τῆς πόλεως ἀπὸ θαλάσσης. 12 Η ενέδρα ευρίσκετο δυτικώς της πόλεως. 12 ἡ δὲ ἐνέδρα, ποὺ ἔστησαν οἱ ἄνδρες του κατὰ τὴν νύκτα, εὑρίσκετο εἰς τὸ δυτικὸν μέρος τῆς πόλεως, μεταξὺ τῆς Γαι καὶ τῆς Βαιθήλ, πρὸς τὰ δυτικὰ τῆς Γαί.
14 καὶ ἐγένετο ὡς εἶδε βασιλεὺς Γαί, ἔσπευσε καὶ ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἐπ' εὐθείας εἰς τὸν πόλεμον, αὐτὸς καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ' αὐτοῦ. καὶ αὐτὸς οὐκ ᾔδει ὅτι ἔνεδρα αὐτῷ ἐστιν ὀπίσω τῆς πόλεως. 14 Οταν ο βασιλεύς της Γαι είδε τον στρατόν του Ισραήλ έσπευσε και εξήλθεν από την πόλιν, δια να επιτεθή εναντίον των κατ' ευθείαν, χωρίς να ασφαλίση τα νώτα του, αυτός και όλος ο λαός που ευρίσκετο μαζή του. Δεν εγνώριζε δε ότι πίσω από την πόλιν είχε στηθή ενέδρα εναντίον του. 13 Τότε συνέβη τοῦτο: Ὅταν εἶδε ὁ βασιλιᾶς τῆς Γαὶ νὰ ἔρχωνται ἐναντίον του οἰ Ἰσραηλῖται, ἔτρεξε γρήγορα καὶ ἐβγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, διὰ νὰ τοὺς ἐπιτεθῇ κατ' εὐθεῖαν, χωρὶς ὅμὼς νὰ ἀσφαλίσῃ τὰ νῶτα του· ἐβγῆκε αὐτὸς καὶ μαζί του ὅλος ὁ λαὸς του. Ὁ δὲ βασιλιᾶς τῆς Γαὶ δὲν ἐγνώριζεν ὅτι πίσω του, εἰς τὸ δυτικὸν μέρος τῆς πόλεως, ὑπάρχει στημένη ἐνέδρα ἐναντίον του.
15 καὶ εἶδε καὶ ἀνεχώρησεν ᾿Ιησοῦς καὶ ᾿Ισραὴλ ἀπὸ προσώπου αὐτῶν. 15 Ο Ιησούς και οι Ισραηλίται πολεμισταί, όταν είδαν εξερχομένους αυτούς, έφυγαν απ' αυτούς, τραπέντες τάχα εις φυγήν. 14 Ὁ Ἰησοῦς καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς στρατός, ποὺ ἦταν μαζί του, ὅταν εἶδαν τοὺς ἐχθροὺς νὰ τοὺς ἐπιτίθενται, ἐπροσποιήθησαν ὅτι ὑποχωροῦν καὶ τρέπονται τάχα εἰς φυγὴν πρὸς τὴν ἔρημον πεδιάδα.
16 καὶ κατεδίωξαν ὀπίσω τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ αὐτοὶ ἀπέστησαν ἀπὸ τῆς πόλεως· 16 Εκείνοι κατεδίωξαν τους Ισραηλίτας και έτσι απεμακρύνθησαν από την πόλιν. 15 Καί οἰ ἐχθροὶ - ὁ βασιλιᾶς τῆς Γαὶ μὲ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς πόλεώς του - κατεδίωξαν τοὺς Ἰσραηλίτες, καὶ ἔτσι οἱ ἐχθροὶ παρεσύρθησαν καὶ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὴν πόλιν·
17 οὐ κατελείφθη οὐδεὶς ἐν τῇ Γαί, ὃς οὐ κατεδίωξεν ὀπίσω ᾿Ισραήλ· καὶ κατέλιπον τὴν πόλιν ἠνεῳγμένην καὶ κατεδίωξαν ὀπίσω ᾿Ισραήλ. 17 Κανείς δεν έμεινεν εις την Γαι, ο οποίος να μη εξήλθεν εις καταδίωξιν των Ισραηλιτών. Εγκατέλειψαν την πόλιν ανοικτήν και αφρούρητον και κατεδίωξαν τους Ισραηλίτας. 16 δὲν ἔμεινε κανένας εἰς τὴν Γαί, ποὺ νὰ μὴ ἐτέθη εἰς καταδίωξιν τῶν Ἰσραηλιτῶν· ἔτσι ἀφῆκαν πίσω τους τὴν πόλιν των ὀρθάνοικτη, ἐντελῶς ἀφύλακτη, διότι ὥρμησαν εἰς καταδίωξιν τῶν Ἰσραηλιτῶν.
18 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς ᾿Ιησοῦν· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου ἐν τῷ γαισῷ τῷ ἐν τῇ χειρί σου ἐπὶ τὴν πόλιν, εἰς γὰρ τὰς χεῖράς σου παραδέδωκα αὐτήν, καὶ τὰ ἔνεδρα ἐξαναστήσονται ἐν τάχει ἐκ τοῦ τόπου αὐτῶν. καὶ ἐξέτεινεν ᾿Ιησοῦς τὴν χεῖρα αὐτοῦ, τὸν γαισόν, ἐπὶ τὴν πόλιν, 18 Είπε τότε ο Κυριος προς τον Ιησούν· “ύψωσε το χέρι σου και τον κοντόν που κρατάς προς το μέρος της πόλεως, διότι παρέδωκα αυτήν εις τα χέρια σου, και οι ενεδρεύοντες στρατιώται θα εγερθούν αμέσως από τον τόπον των και θα ορμήσουν”. Υψωσεν ο Ιησούς το χέρι του και τον κοντόν προς την κατεύθυνσιν της πόλεως. 17 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν: «Ὕψωσε τὸ χέρι σου καὶ μὲ αὐτὸ σήκωσε ψηλὰ τὸν κοντόν (κατ' ἄλλους τὸ ἀκόντιον ἢ τὴν ἀσπίδα), ποὺ κρατεῖς εἰς τὸ χέρι σου, πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς πόλεως Γαί - διότι ἔχω παραδώσει τὴν πόλιν εἰς τὰ χέρια σου - ὥστε οἱ ἄνδρες, ποὺ ἔστησαν τὴν ἐνέδραν, ἀμέσως νὰ σηκωθοῦν γρήγορα ἀπὸ τὸν τόπον, ποὺ εἶναι κρυμμένοι, καὶ νὰ ὁρμήσουν». Καὶ ὁ Ἰησοῦς ὕψωσε τὸ χέρι του καὶ μὲ αὐτὸ τὸν κοντόν (κατ' ἄλλους, τὸ ἀκόντιον ἢ τὴν ἀσπίδα) πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς Γαί.
19 καὶ τὰ ἔνεδρα ἐξανέστησαν ἐν τάχει ἐκ τοῦ τόπου αὐτῶν καὶ ἐξήλθοσαν, ὅτε ἐξέτεινε τὴν χεῖρα, καὶ εἰσήλθοσαν ἐπὶ τὴν πόλιν καὶ κατελάβοντο αὐτὴν καὶ σπεύσαντες ἐνέπρησαν τὴν πόλιν ἐν πυρί. 19 Οι ενεδρεύοντες τότε Ισραηλίται εσηκώθησαν από τον τόπον της ενέδρας των αμέσως μόλις ύψωσε το χέρι του ο Ιησούς, εισήλθον εις την πόλιν, την κατέλαβον και την παρέδωσαν αμέσως στο πυρ. 18 Καὶ οἱ ἄνδρες, ποὺ ἔστησαν τὴν ἐνέδραν, ἀμέσως ἐσηκώθηκαν γρήγορα ἀπὸ τὸν τόπον, ποὺ ἦσαν κρυμμένοι, καὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ ἐκεῖ, μόλις ὕψωσε τὸ χέρι τοῦ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ὥρμησαν μέσα εἰς τὴν πόλιν καὶ τὴν κατέλαβαν καὶ ἀμέσως ἔβαλαν φωτιὰν καὶ ἔκαυσαν τὴν πόλιν.
20 καὶ περιβλέψαντες οἱ κάτοικοι Γαὶ εἰς τὰ ὀπίσω αὐτῶν καὶ ἐθεώρουν καπνὸν ἀναβαίνοντα ἐκ τῆς πόλεως εἰς τὸν οὐρανόν· καὶ οὐκ ἔτι εἶχον ποῦ φύγωσιν ὧδε ἢ ὧδε. 20 Οι κάτοικοι της Γαι όταν έστρεψαν τα βλέματά των προς τα οπίσω, είδον έντρομοι καπνόν να ανεβαίνη από την πόλιν των στον ουρανόν. Και δεν είχον πλέον που να φύγουν από έδω η από εκεί. 19 Ὅταν δὲ οἱ κάτοικοι τῆς Γαὶ ἐγύρισαν πίσω καὶ ἐκύτταξαν, εἶδαν ἔκπληκτοι καπνὸν νὰ ἀνεβαίνῃ ἀπὸ τὴν πόλιν των πρὸς τὸν οὐρανόν· δὲν ἠμποροῦσαν ὅμως πλέον νὰ φύγουν οὔτε πρὸς τὰ ἐδῶ οὔτε πρὸς τὰ ἐκεῖ.
21 καὶ ᾿Ιησοῦς καὶ πᾶς ᾿Ισραὴλ εἶδον ὅτι ἔλαβον τὰ ἔνεδρα τὴν πόλιν καὶ ὅτι ἀνέβη ὁ καπνὸς τῆς πόλεως εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ μεταβαλόμενοι ἐπάταξαν τοὺς ἄνδρας τῆς Γαί. 21 Ο Ιησούς και όλος ο στρατός του Ισραήλ είδον ότι κατέλαβον την πόλιν οι ενεδρεύοντες και ότι ο καπνός από την καιομένην πόλιν ανέβαινεν στον ουρανόν. Εκαμαν μεταβολήν και επετέθησαν εναντίον των ανδρών της Γαι. 20 Τότε ὁ Ἰησοῦς καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς στρατὸς εἶδαν ὅτι οἱ ἄνδρες, ποὺ ἔστησαν τὴν ἐνέδραν, κατέλαβαν τὴν πόλιν, διότι ὁ καπνὸς ἀπὸ τὴν πυρπόλησιν τῆς πόλεως ἀνέβαινε εἰς τὸν οὐρανόν· τότε ἐκεῖνοι ποὺ ἐπροσποιοῦντο ὅτι ὠπισθοχωροῦσαν, ἔκαμαν μεταβολήν, ἐστράφησαν πίσω καὶ ἐπετέθησαν ἐναντίον τῶν ἀνδρῶν τῆς Γαί.
22 καὶ οὗτοι ἐξήλθοσαν ἐκ τῆς πόλεως εἰς συνάντησιν καὶ ἐγενήθησαν ἀνὰ μέσον τῆς παρεμβολῆς, οὗτοι ἐντεῦθεν καὶ οὗτοι ἐντεῦθεν· καὶ ἐπάταξαν αὐτοὺς ἕως τοῦ μὴ καταλειφθῆναι αὐτῶν σεσωσμένον καὶ διαπεφευγότα. 22 Οι ενεδρεύοντες δέ, που κατέλαβον την πόλιν, εξήλθαν από αυτήν εις συνάντησιν των εχθρών και έτσι οι κάτοικοι της Γαι ευρέθησαν ανάμεσα στους δύο στρατούς του Ισραήλ, διότι ούτοι μεν από τους Ισραηλίτας ευρίσκοντο από έδω και οι άλλοι από εκεί. Οι Ισραηλίται εκτύπησαν και εφόνευσαν όλους, μέχρις ότου κανείς δεν εσώθη και κανείς δεν κατώρθωσε να διαφύγη. 21 Καὶ οἱ ἄλλοι στρατιῶται τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ ὥρμησαν κατὰ τῆς Γαί, ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν πόλιν διὰ νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τῶν ἐχθρῶν· ἔτσι οἱ κάτοικοι τῆς Γαὶ εὑρέθησαν μεταξὺ τοῦ στρατοῦ τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ ἐβάλλοντο καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές· διότι ἄλλοι μὲν ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλῖτες εὑρίσκοντο εἰς αὐτὴν τὴν πλευρὰν τῶν κατοίκων τῆς Γαί, ἄλλοι δὲ εἰς τὴν ἄλλην. Καί οἰ Ἰσραηλῖται ἐκτύπησαν καὶ ἐφόνευσαν ὅλους, ὥστε δὲν ἔμεινε κανένας ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς ζωντανός, οὔτε κανεὶς κατόρθωσε νὰ φύγῃ.
23 καὶ τὸν βασιλέα τῆς Γαὶ συνέλαβον ζῶντα καὶ προσήγαγον αὐτὸν πρὸς ᾿Ιησοῦν. 23 Συνέλαβον δε ζώντα και τον βασιλέα της Γαι και τον οδήγησαν ενώπιον του Ιησού. 22 Οἱ Ἰσραηλῖται συνέλαβαν ζωντανὸν τὸν βασιλιᾶ τῆς Γαὶ καὶ τὸν ἔφεραν ἐμπρὸς εἰς τὸν Ἰησοῦν.
24 καὶ ὡς ἐπαύσαντο οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἀποκτείνοντες πάντας τοὺς ἐν τῇ Γαί, τοὺς ἐν τοῖς πεδίοις καὶ ἐν τῷ ὄρει ἐπὶ τῆς καταβάσεως, οὗ κατεδίωξαν αὐτοὺς ἀπ' αὐτῆς εἰς τέλος, καὶ ἐπέστρεψεν ᾿Ιησοῦς εἰς Γαὶ καὶ ἐπάταξεν αὐτὴν ἐν στόματι ρομφαίας. 24 Οταν οι Ισραηλίται ετελείωσαν να φονεύουν όλους τους κατοίκους της Γαι, οι οποίοι ήσαν εις τας πεδιάδας και στο όρος και εις την κατωφέρειαν, όπου και κατεδίωξαν αυτούς εκεί μέχρι τέλους, επέστρεψεν ο Ιησούς εις την Γαι και επέρασεν εν στόματι μαχαίρας όσους είχαν απομείνει εκεί. 23 Ὅταν οἱ Ἰσραηλῖται ἐσταμάτησαν νὰ φονεύουν ὅλους τοὺς κατοίκους, ποὺ εὑρίσκοντο ἔξω ἀπὸ τὴν Γαί, ὅσους ἦσαν εἰς τὶς πεδιάδες, συνέχισαν νὰ καταδιώκουν καὶ ἐκείνους ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὴν ὀρεινὴν κατωφέρειαν, μέχρις ὅτου ἐξωλόθρευσαν ἐντελῶς καὶ ὄλους αὐτούς. Τότε ἐπέστρεψεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαὶ καὶ ἐπέρασεν ὅλους, ὅσοι εὑρίσκοντο εἰς τὴν πόλιν, ἀπὸ τὸ στόμα τῆς μαχαίρας.
25 καὶ ἐγενήθησαν οἱ πεσόντες ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀπὸ ἀνδρὸς καὶ ἕως γυναικὸς δώδεκα χιλιάδες, πάντας τοὺς κατοικοῦντας Γαί, 25 Κατά την ημέραν εκείνην όλοι οι φονευθέντες από ανδρός έως γυναικός, όλοι οι κάτοικοι της Γαι, έφθασαν τας δώδεκα χιλιάδας. 24 Ὅσοι ἐσκοτώθησαν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, συμπεριλαμβανομένων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Γαί, ἔφθασαν τὶς δώδεκα χιλιάδες!
27 πλὴν τῶν κτηνῶν καὶ τῶν σκύλων τῶν ἐν τῇ πόλει, πάντα ἃ ἐπρονόμευσαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ κατὰ πρόσταγμα Κυρίου, ὃν τρόπον συνέταξε Κύριος τῷ ᾿Ιησοῖ. 27 Από όσα υπήρχον εις την πόλιν μόνον τα ζώα και τα λάφυρα επήραν οι Ισραηλίται, τα οποία επήραν ως λείαν πολέμου, σύμφωνα με την εντολήν του Κυρίου, όπως διέταξεν ο Κυριος. 25 Ἀπὸ ὅσα εὑρέθησαν εἰς τὴν πόλιν, μόνον τὰ κατοικίδια ζῶα καὶ τὰ λάφυρα ἐκράτησαν ὡς λείαν πολέμου διὰ τὸν ἑαυτόν των οἱ Ἰσραηλῖται κατ' ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, ὅπως ὁ Κύριος διέταξε τὸν Ἰησοῦν.
28 καὶ ἐνεπύρισεν ᾿Ιησοῦς τὴν πόλιν ἐν πυρί· χῶμα ἀοίκητον εἰς τὸν αἰῶνα ἔθηκεν αὐτὴν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 28 Ο Ιησούς κατέκαυσεν εξ ολοκλήρου την πόλιν. Εις ερείπια και εις χώμα ακατοίκητον μετέβαλεν αυτήν έως σήμερα. 26 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔβαλε φωτιὰν εἰς τὴν πόλιν καὶ τὴν ἔκαυσεν ἐντελῶς. Τὴν μετέβαλεν εἰς μόνιμον σωρὸν ἐρειπίων καὶ τόπον ἀκατοίκητον μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ποὺ γράφονταί οἱ γραμμὲς αὐτές.
29 καὶ τὸν βασιλέα τῆς Γαὶ ἐκρέμασεν ἐπὶ ξύλου διδύμου, καὶ ἦν ἐπὶ τοῦ ξύλου ἕως ἑσπέρας· καὶ ἐπιδύνοντος τοῦ ἡλίου συνέταξεν ᾿Ιησοῦς καὶ καθείλοσαν τὸ σῶμα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ξύλου καὶ ἔρριψαν αὐτὸ εἰς τὸν βόθρον καὶ ἐπέστησαν αὐτῷ σωρὸν λίθων, ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 29 Τον δε βασιλέα της Γαι εκρέμασεν εις διχαλωτόν ξύλον και τον αφήκεν εκεί έως την εσπέραν. Κατά την δύσιν του ηλίου διέταξεν ο Ιησούς και κατεβίβασαν το πτώμα του από το ξύλον, το έρριψαν στον λάκκον και εσώριασαν επάνω εις αυτό λίθους, οι οποίοι και υπάρχουν εκεί μέχρι σήμερα. 27 Καὶ τὸν βασιλιᾶ τῆς Γαὶ τὸν ἐκρέμασεν εἰς ξύλον, ποὺ εἶχε σχῆμα Ταῦ (διχαλωτόν), καὶ τὸν ἀφῆκεν ἐκεῖ κρεμασμένον μέχρι τὸ βράδυ· καὶ κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἔδωκεν ἐντολὴν ὁ Ἰησοῦς καὶ κατέβασαν τὸ σῶμα του ἀπὸ τὸ ξύλον καὶ τὸ ἔρριψαν εἰς λάκκον καὶ ὕψωσαν ἐπάνω του μεγάλον σωρὸν ἀπὸ πέτρες, ὁ ὁποῖος σώζεται ἀκόμη ἐκεῖ μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές.