Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (Ϛ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ εἶδον ὅτι ἤνοιξε τὸ ἀρνίον μίαν ἐκ τῶν ἑπτὰ σφραγίδων· καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ζῴων λέγοντος, ὡς φωνὴ βροντῆς· Ἔρχου. 1 Και είδα, ότι το Αρνίον ήνοιξε πράγματι την πρώτην από τας επτά σφραγίδας. Και ήκουσα το πρώτον από τα τέσσαρα ζώα, που διακονούν στο θέλημα του Θεού, να λέγη με φωνήν ισχυράν, σαν βροντήν· “έλα”. 1 Καὶ εἶδα, ὅταν ἤνοιξε τὸ Ἀρνίον τὴν πρώτην ἀπὸ τὰς ἑπτὰ σφραγῖδας, τὸ πρῶτον ἀπὸ τὰ τέσσερα ζῷα, ποὺ ὡς λειτουργικὰ πνεύματα λαμβάνουν μέρος εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τοῦ θείου σχεδίου, τὸ ἤκουσα νὰ λέγῃ μὲ φωνήν, ποὺ ὠμοίαζε πρὸς βροντήν· Ἔλα.
2 καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος λευκός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ’ αὐτὸν ἔχων τόξον· καὶ ἐδόθη αὐτῷ στέφανος, καὶ ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ. 2 Και είδα· και ιδού ένα κατάλευκο άλογο. Και εκείνος που εκάθητο επάνω εις αυτό, είχε τόξον, σύμβολον της δυνάμεώς του. Και του εδόθη στέφανος, σύμβολον της νίκης του και της βασιλικής εξουσίας του. Και αμέσως μόλις εξήλθε, ήρχισε να νικά και θα εξακολουθή να νικά μέχρι συντελείας των αιώνων. (Η εικών συμβολίζει το κήρυγμα του Ευαγγελίου, το οποίον απ' αρχής νικά και θα νικά το κακόν και τον πονηρόν εις σωτηρίαν των ανθρώπων. Είναι η νίκη, η νικήσσασα τον κόσμον). 2 Καὶ εἶδα, καὶ ἰδοὺ ἕνα ἄλογον ἄσπρο, καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐκάθητο ἀπ’ αὐτοῦ, εἶχε τόξον. Καὶ τοῦ ἐδόθη στέφανος, σύμβολον τῆς νίκης καὶ τῆς βασιλείας του. Καὶ ὁ καβαλλάρης αὐτός, ποὺ ἐξεικόνιζε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἐβγῆκεν ἀμέσως νικητὴς καὶ θὰ ἐξηκολούθει νὰ νικᾷ μέχρι τέλους.
3 Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν δευτέραν, ἤκουσα τοῦ δευτέρου ζῴου λέγοντος· Ἔρχου. 3 Και όταν το Αρνίον ήνοιξε την δευτέραν σφραγίδα, ήκουσα το δεύτερον ζώον να λέγη· “έλα”. 3 Καὶ ὅταν τὸ Ἀρνίον ἤνοιξε τὴν δευτέραν σφραγῖδα, ἤκουσα τὸ δεύτερον ζῷον νὰ λέγῃ· Ἔλα νὰ ἴδῃς.
4 καὶ ἐξῆλθεν ἄλλος ἵππος πυρρός, καὶ τῷ καθημένῳ ἐπ’ αὐτὸν ἐδόθη αὐτῷ λαβεῖν τὴν εἰρήνην ἐκ τῆς γῆς καὶ ἵνα ἀλλήλους σφάξωσι, καὶ ἐδόθη αὐτῷ μάχαιρα μεγάλη. 4 Και εβγήκεν άλλος ίππος κόκκινος, (που συμβολίζει τους αιματηρούς εξωτερικούς και εμφυλίους πολέμους), και εις εκείνον, που εκάθητο επάνω εις αυτόν τον ίππον παρεχωρήθη από τον Θεόν η άδεια, να αφαιρέση την ειρήνην από την γην και να σφαγούν μεταξύ των οι άνθρωποι. Και εδόθη εις αυτόν μάχαιρα μεγάλη (σύμβολον του ολέθρου). 4 Καὶ ἐβγῆκεν ἄλλο ἄλογον κοκκινωπὸν καὶ εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἐκάθητο ἐπ’ αὐτοῦ καὶ ἐξεπροσωπεῖ τὸν πόλεμον, ἐδόθη ἡ ἄδεια ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ πάρῃ τὴν εἰρήνην ἀπὸ τὴν γῆν, καὶ νὰ σφαγοῦν ἀναμεταξύ τους οἱ ἄνθρωποι. Καὶ πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν τοῦ ἐδόθη μάχαιρα μεγάλη.
5 Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν τρίτην, ἤκουσα τοῦ τρίτου ζῴου λέγοντος· Ἔρχου. καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος μέλας, καὶ ὁ καθήμενος ἐπ’ αὐτὸν ἔχων ζυγὸν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ· 5 Και όταν το Αρνίον ήνοιξε την τρίτην σφραγίδα, ήκουσα το τρίτον ζώον να λέγη· “έλα”. Και είδα· και ιδού ένα μαύρο άλογο (που συμβολίζει τας στερήσεις και τους λιμούς) και εκείνος που εκάθητο επάνω του, είχε ζυγαριά στο χέρι του. 5 Καὶ ὅταν τὸ Ἀρνίον ἤνοιξε τὴν τρίτην σφραγῖδα, ἤκουσα τὸ τρίτον ζῷον νὰ λέγῃ· Ἔλα νὰ ἴδῃς. Καὶ εἶδα· καὶ ἰδοὺ ἕνα ἄλογον μαῦρον καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐκάθητο ἐπ’ αὐτοῦ, ἐξεπροσώπει τὴν πεῖναν καὶ τοὺς λιμούς, καὶ εἶχε ζυγαριὰν εἰς τὸ χέρι του.
6 καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ἐν μέσῳ τῶν τεσσάρων ζῴων λέγουσαν· Χοῖνιξ σίτου δηναρίου, καὶ τρεῖς χοίνικες κριθῆς δηναρίου· καὶ τὸ ἔλαιον καὶ τὸν οἶνον μὴ ἀδικήσῃς. 6 Και ήκουσα σαν φωνήν ανάμεσα από τα τέσσαρα ζώα να λέγη· “ένα κιλόν σίτου έφθασε να πωλήται, λόγω του λιμού, ένα δηνάριον και τρία κιλά κριθαριού, ένα δηνάριον. Το έλαιον όμως και τον οίνον μη τα στερήσης· ας τα έχουν με κάποιαν αφθονίαν”. 6 Καὶ ἤκουσα σὰν φωνὴν ἀπὸ τὸ μέσον τῶν τεσσάρων ζώων νὰ λέγῃ· ἕνα κιλὸν σίτου νὰ ὑπερτιμηθῇ λόγῳ τῆς ἐλλείψεως, ὥστε νὰ πωλῆται ἕνα δηνάριον, δηλαδὴ δύο περίπου χρυσᾶς δραχμὰς καὶ τρία κιλὰ κριθαριοῦ ἕνα δηνάριον· καὶ εἰς τὸ ἔλαιον καὶ τὸν οἶνον μὴ φέρῃς στέρησιν, ἀλλ’ ἄφησέ τα ἀφθονώτερα.
7 Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν τετάρτην, ἤκουσα φωνὴν τοῦ τετάρτου ζῴου λέγοντος· Ἔρχου. 7 Και όταν το αρνίον ήνοιξε την τετάρτην σφραγίδα, ήκουσα την φωνήν του τετάρτου ζώου να λέγη· “έλα”. 7 Καὶ ὅταν τὸ Ἀρνίον ἤνοιξε τὴν τετάρτην σφραγῖδα, ἤκουσα τὴν φωνὴν τοῦ τετάρτου ζώου νὰ λέγῃ· Ἔλα νὰ ἴδῃς.
8 καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ ἵππος χλωρός, καὶ ὁ καθήμενος ἐπάνω αὐτοῦ, ὄνομα αὐτῷ ὁ θάνατος, καὶ ὁ ᾅδης ἠκολούθει μετ’ αὐτοῦ· καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἐξουσία ἐπὶ τὸ τέταρτον τῆς γῆς, ἀποκτεῖναι ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν θανάτῳ καὶ ὑπὸ τῶν θηρίων τῆς γῆς. 8 Και είδα· Και ιδού ένα κίτρινο άλογο, (που συμβολίζει τας επιδημίας και το θανατικό) και εκείνος που εκάθητο επάνω εις αυτό, είχεν όνομα του· Ο θάνατος. Και ακολουθούσε μαζή του ο Αδης, δια να μαζεύη τας ψυχάς εκείνων, που θα επέθαιναν. Και παρεχωρήθη εις αυτόν από τον Θεόν η εξουσία επάνω στο τέταρτον των κατοίκων της γης, να τους φονεύση με την μάχαιραν και με τον λιμόν και με το θανατικό και με τα θηρία της γης, που θα κατασπαράξουν μερικούς. 8 Καὶ εἶδα καὶ ἰδοὺ ἕνα ἄλογον κίτρινον καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐκάθητο ἐπ’ αὐτοῦ, ἐξεπροσώπει τὰς μολυσματικὰς ἀσθενείας καὶ ἐπιδημίας, καὶ εἶχεν ὄνομα ὁ θάνατος. Καὶ ἀκολουθοῦσε μαζί του ὁ Ἅδης διὰ νὰ παραλαμβάνῃ τὰς ψυχὰς ἐκείνων, ποὺ θὰ ἀπέθαιναν. Καὶ τοῦ ἐδόθη ἐξουσία ἐπὶ τοῦ τετάρτου τῶν κατοίκων τῆς γῆς, νὰ τοὺς φονεύσῃ μὲ ρομφαίαν καὶ μὲ πεῖναν καὶ μὲ θάνατον καὶ νὰ κατασπαραχθοῦν μερικοὶ ἀπὸ τὰ θηρία τῆς γῆς.
9 Καὶ ὅτε ἤνοιξε τὴν πέμπτην σφραγῖδα, εἶδον ὑποκάτω τοῦ θυσιαστηρίου τὰς ψυχὰς τῶν ἐσφαγμένων διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ ἀρνίου ἣν εἶχον· 9 Και όταν το Αρνίον ήνοιξε την πέμπτην σφραγίδα, είδα κάτω από το ουράνιον θυσιαστήριον τας ψυχάς των μαρτύρων, που είχαν σφαγή κατά τους διωγμούς δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν του Αρνίου, την οποίαν είχαν παραλάβει και εκρατούσαν ως ανεκτίμητον θησαυρόν. 9 Καὶ ὅταν τὸ Ἀρνίον ἤνοιξε τὴν πέμπτην σφραγῖδα, εἶχε γίνει ἐν τῷ μεταξὺ διωγμὸς τῶν Χριστιανῶν ἐπὶ τῆς γῆς, κατὰ τὸν ὁποῖον ἐμαρτύρησαν πολλοί. Καὶ εἶδα κάτω ἀπὸ τὸ οὐράνιον θυσιαστήριον τὰς ψυχὰς ἐκείνων, ποὺ εἰς κάθε ἐποχὴν εἶχαν σφαγῇ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν, τὴν ὁποίαν παρέλαβαν ἀπὸ τὸν Χριστὸν καὶ τὴν ἐκράτησαν στερεά.
10 καὶ ἔκραξαν φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· Ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος καὶ ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις καὶ ἐκδικεῖς τὸ αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν κατοικούντων ἐπὶ τῆς γῆς; 10 Και έκραξαν με φωνήν μεγάλην λέγοντες· “έως πότε, συ Κυριε, ο απόλυτος εξουσιαστής και κυρίαρχος των πάντων, ο άγιος και αληθινός, δεν κάμνεις δικαίαν κρίσιν και δεν παίρνεις εκδίκησιν και δεν επιβάλλεις τιμωρίαν δια το αίμα μας, που εχύθη αδίκως από τους κατοίκους της γης;” 10 Καὶ ἐφώναξαν μὲ μεγάλην φωνὴν καὶ εἶπαν· Ἕως πότε, Κύριε, ποὺ εἶσαι ὁ δεσπότης καὶ κυρίαρχος, ὁ ἅγιος καὶ ἀληθινός, θὰ μακροθυμῆς καὶ δὲν θὰ κάνῃς κρίσιν καὶ δὲν θὰ ζητῇς ἐκδίκησιν καὶ τιμωρίαν διὰ τὸ ἀδικοχυμένον αἷμα μας ἀπὸ τοὺς κατοικοῦντας ἐπὶ τῆς γῆς;
11 καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἑκάστῳ στολὴ λευκή, καὶ ἐρρέθη αὐτοῖς ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρόν, ἕως πληρώσωσι καὶ οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ μέλλοντες ἀποκτέννεσθαι ὡς καὶ αὐτοί. 11 Και εδόθη εις καθένα από αυτούς στολή λευκή, αγγελική (που συμβολίζει τον θρίαμβον και την δόξαν), και ελέχθη εις αυτούς να αναπαυθούν και περιμένουν ολίγον ακόμη χρόνον, έως ότου συμπληρώσουν τον αριθμόν των μαρτύρων και των αγίων οι σύνδουλοί των και οι αδελφοί των, που έμελλον να μαρτυρήσουν και φονευθούν από τους διώκτας, όπως εμαρτύρησαν και αυτοί. 11 Καὶ ἐδόθη εἰς τὸν καθένα τους ἐνδυμασία λευκή, σύμβολον δόξῃς καὶ μακαριότητος, καὶ τοὺς ἐλέχθη νὰ ἀναπαυθοῦν ὀλίγον χρόνον άκόμη ἕως ὅτου συμπληρωθῇ ὁ ὡρισμένος ἀριθμὸς τῶν ἐκλεκτῶν ἀπὸ τοὺς συνδούλους των καὶ ἀδελφούς των, ποὺ ἔμελλον νὰ φονευθοῦν καὶ νὰ μαρτυρήσουν ὅπως ἐμαρτύρησαν καὶ αὐτοί.
12 Καὶ εἶδον ὅτε ἤνοιξε τὴν σφραγῖδα τὴν ἕκτην, καὶ σεισμὸς μέγας ἐγένετο, καὶ ὁ ἥλιος μέλας ἐγένετο ὡς σάκκος τρίχινος, καὶ ἡ σελήνη ὅλη ἐγένετο ὡς αἷμα, 12 Και όταν το Αρνίον ήνοιξε την έκτην σφραγίδα, είδα συνταρακτικά γεγονότα στον φυσικόν κόσμον. Εγινε σεισμός μέγας, που συνεκλόνισε την γην, και ο ήλιος έχασε το φως του, εσκοτίσθη και έγινε μαύρος σαν σάκκος τρίχινος, και όλη η επιφάνεια της σελήνης έγινε κατακόκκινη σαν αίμα. 12 Καὶ εἶδα, ὅταν τὸ Ἀρνίον ἤνοιξε τὴν ἕκτην σφραγῖδα, συνέβησαν θεομηνίαι καὶ ἀναστατώσεις φυσικαὶ μεγάλαι, ποὺ ἐτρόμαζαν τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνθρώπους καὶ ἐσήμαιναν ὅλας τὰς θεομηνίας καὶ τοὺς σεισμούς, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνουν καθ’ ὅλας τὰς ἐποχάς, καὶ θὰ καταλήξουν εἰς τὴν καταστροφήν, ποὺ θὰ προηγηθῇ τῆς ὁριστικῆς καταλύσεως τοῦ κράτους τοῦ ἀντιχρίστου. Καὶ ἔγινε σεισμὸς μεγάλος καὶ ὁ ἥλιος ἐσκοτίσθη καὶ ἔγινε μαῦρος σὰν σάκκος τρίχινος. Καὶ ἡ σελήνη ὁλόκληρος ἐκοκκίνισε σὰν τὸ αἷμα,
13 καὶ οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν, ὡς συκῆ βάλλουσα τοὺς ὀλύνθους αὐτῆς, ὑπὸ ἀνέμου μεγάλου σειομένη, 13 Και τα αστέρια του ουρανού έπεσαν εις την γην, όπως η συκιά, που συγκλονιζομένη από σφοδρόν άνεμον ρίχνει τα άγουρα σύκα της. 13 καὶ οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν, ὅπως ρίπτει ἡ συκῆ τὰ ἄγουρα σῦκα της, ὅταν σείεται ἀπὸ μεγάλον ἄνεμον,
14 καὶ ὁ οὐρανὸς ἀπεχωρίσθη ὡς βιβλίον ἑλισσόμενον, καὶ πᾶν ὄρος καὶ νῆσος ἐκ τῶν τόπων αὐτῶν ἐκινήθησαν· 14 Και ο ουρανός εξέκοψε και εχωρίσθη σαν βιβλίο, που τυλίγεται. Και κάθε όρος και κάθε νήσος μετεκινήθησαν από τον τόπον των. 14 καὶ ὁ οὐρανὸς ἄπλωσε καὶ ἐχωρίσθη σὰν βιβλίον, ποὺ διπλώνεται. Καὶ κάθε βουνὸν καὶ νῆσος μετεκινήθησαν ἀπὸ τὰς θέσεις των.
15 καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ μεγιστᾶνες καὶ οἱ χιλίαρχοι καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ καὶ πᾶς δοῦλος καὶ ἐλεύθερος ἔκρυψαν ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς πέτρας τῶν ὀρέων, 15 Και οι βασιλείς της γης και οι μεγιστάνες και οι άρχοντες των στρατών και οι πλούσιοι και οι ισχυροί και κάθε δούλος και κάθε ελεύθερος έκρυψαν τους εαυτούς των εις τα σπήλαια και ανάμεσα από τις πέτρες των ορέων· 15 Καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ μεγιστᾶνες καὶ οἱ ἀνώτεροι ἀξιωματικοὶ τοῦ στρατοῦ καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς καὶ κάθε δοῦλος καὶ ἐλεύθερος ἔκρυψαν τοὺς ἑαυτούς των εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς πέτρας τῶν βουνῶν,
16 καὶ λέγουσι τοῖς ὄρεσι καὶ ταῖς πέτραις· Πέσατε ἐφ’ ἡμᾶς καὶ κρύψατε ἡμᾶς ἀπὸ προσώπου τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ ἀπὸ τῆς ὀργῆς τοῦ ἀρνίου, 16 και έλεγαν εις τα όρη και στους βράχους· “πέσατε επάνω μας και κρύψατέ μας από το φοβερόν πρόσωπον εκείνου, που κάθεται επάνω στον θρόνον, και από την οργήν του Αρνίου”. 16 καὶ ἔλεγον εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰς πέτρας· Πέσατε ἐπάνω μας καὶ κρύψατέ μας ἀπὸ τὸ φοβερὸν πρόσωπον ἐκείνου, ποὺ κάθεται ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ ἀπὸ τὴν ὀργὴν τοῦ Ἀρνίου.
17 ὅτι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη τῆς ὀργῆς αὐτοῦ, καὶ τίς δύναται σταθῆναι; 17 Διότι ήλθε η μεγάλη ημέρα, που θα εκσπάση και θα εκδηλωθή η οργή αυτού. Και ποιός ημπορεί να σταθή εις τα πόδια του, εμπρός στον δικαίως ωργισμένον Θεόν; (Τα συμβολικά αυτά γεγονότα υποδουλώνουν τας δια μέσου των αιώνων αναστατώσεις της φύσεως και τας θεομηνίας, τα δε τελευταία και συνταρακώτερα όλων υποδηλώνουν εκείνα, που θα προηγηθούν από την Δευτέραν Παρουσίαν του κριτού). 17 Διότι ἦλθεν ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη, ποὺ θὰ ἐκσπάσῃ ἡ ὀργή του. Καὶ ποῖος ἠμπορεῖ νὰ σταθῇ καὶ νὰ τὴν ἀντικρύσῃ;