Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 (ΚΑ)


 
 

 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι. 1 Και είδα νέον ουρανόν και νέαν γην, διότι ο πρώτος ουρανός και η πρώτη γη, με την ουσίαν και την μορφήν που είχαν, σαν φθαρτοί και άστατοι που ήσαν, έφυγαν. Και η θάλασσα, σύμβολον της χαώδους καταστάσεως που είχεν επικρατήσει εις την οικουμένην εξ αιτίας της αμαρτίας, δεν υπάρχει πλέον. 1 Καὶ εἶδα οὐρανὸν νέον καὶ γῆν νέαν. Διότι ὁ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἔφυγαν καὶ ἡ θάλασσα, ποὺ ἦτο ἄστατος καὶ ταραχώδης καὶ ἐσυμβόλιζε προτήτερα τὸν ἐθνικὸν κόσμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀνεπήδησε τὸ θηρίον, δὲν ὑπάρχει πλέον. Ὅλα ἔχουν γίνει καινούργια.
2 καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἰερουσαλὴμ καινὴν εἶδον καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς. 2 Και είδα την πόλιν την αγίαν, την Ιερουσαλήμ, την θριαμβεύουσαν και ένδοξον Εκκλησίαν, νέαν και αυτήν, να κατεβαίνη από τον ουρανόν, από τον Θεόν, ετοιμασμένη και στολισμένη σαν νύμφη δια τον άνδρα της, τον Χριστόν. 2 Εἶδα καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλήμ, νέαν καὶ αὐτήν, νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, φτιαγμένην ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐτοιμασμένην σὰν νύμφη στολισμένη διὰ τὸν ἄνδρα της, τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
3 καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· Ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ’ αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ’ αὐτῶν ἔσται, 3 Και ήκουσα φωνήν μεγάλην από τον ουρανόν να λέγη “ιδού, αυτή είναι η αιωνία και αληθινή σκηνή, όπου θα συγκατοική ο Θεός με τους δικαίους ανθρώπους. Και θα κατοικήση μαζή με αυτούς, και αυτοί θα είναι λαός ιδικός του και ο ίδιος ο Θεός θα είναι μαζή των. 3 Καὶ ἤκουσα φωνὴν μεγάλην, ποὺ ἔβγαινεν ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ καὶ ἔλεγεν· Ἰδοὺ ἡ ἀληθὴς καὶ ἄφθαρτος καὶ ἀχειροποίητος σκηνή, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ συγκατοικῇ ὁ Θεὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ θὰ κατοικήσῃ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι λαὸς ἰδικός του καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς θὰ εἶναι μαζί τους.
4 καὶ ἐξαλείψει ἀπ’ αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον. 4 Και θα εξαφανίση ο Θεός από τα μάτια των κάθε δάκρυ (διότι δεν θα έχουν πλέον καμμίαν θλίψιν και κανένα πόνον) και ο θάνατος δεν θα υπάρχη πλέον, ούτε πένθος ούτε θρηνώδης κραυγή ούτε πόνος θα υπάρχη πλέον. Διότι αι προηγούμεναι θλίψεις και κακοπάθειαι επέρασαν πλέον δια παντός). 4 Καὶ θὰ ἑξαφανίσῃ κάθε δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια τους καὶ ὁ θάνατος δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγὴ σπαρακτικὴ καὶ λυπηρά, οὔτε πόνος θὰ ὑπάρχῃ πλέον. Διότι ἡ προτητερινὴ θλῖψις καὶ κακοπάθεια τῶν Ἁγίων ἐπέρασαν γιὰ πάντα.
5 Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. καὶ λέγει μοι· Γράψον, ὅτι οὗτοι οἱ λόγοι πιστοὶ καὶ ἀληθινοί εἰσι. 5 Και είπεν ο Θεός, που κάθηται επάνω στον θρόνον· “ιδού, κάμνω τα πάντα νέα”. Και μου είπε· “γράψε αυτά που ήκουσες, διότι οι λόγοι αυτοί είναι αξιόπιστοι και αληθινοί”. 5 Καὶ εἶπεν ὁ Θεός, ποὺ κάθηται ἐπὶ τοῦ θρόνου· Ἰδοὺ ὅλα τὰ κάνω νέα. Καὶ μοῦ εἶπε· Γράψε αὐτὸ ποὺ εἶπα, διότι οἱ λόγοι αὐτοὶ εἶναι ἀξιόπιστοι καὶ ἀληθεῖς.
6 καὶ εἶπέ μοι· Γέγονεν. ἐγώ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν. 6 Και μου είπε· “έχουν γίνει όλα νέα, όπως υπεσχέθην και διέταξα. Εγώ είμαι το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος, που κλείω στον ευατόν μου όλην την δημιουργίαν, την αιτίαν και τον σκοπόν της. Εγώ, εις εκείνον που διψά την δικαιοσύνην, την ειρήνη, την αιωνίαν ζωήν, θα του δώσω δωρεάν από την πηγήν του ύδατος της αιωνίου ζωής. 6 Καὶ μοῦ εἶπεν· Ἔχουν γίνει ὅλα νέα. Ἐγὼ εἶμαι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα, ἡ δημιουργικὴ ἀρχὴ καὶ αἰτία τῆς κτίσεως καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὕψιστος σκοπὸς ὅλων τῶν κτισμάτων. Ἐγὼ εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἐδιψοῦσε κατὰ τὸν ἐπίγειον βίον του τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν εὐτυχίαν, θὰ τοῦ δώσω δωρεὰν ἀπὸ τὴν πηγὴν τοῦ νεροῦ τῆς ἁγίας καὶ μακαρίας ζωῆς μου.
7 ὁ νικῶν, ἔσται αὐτῷ ταῦτα, καὶ ἔσομαι αὐτῷ Θεὸς καὶ αὐτὸς ἔσται μοι υἱός. 7 Ο νικητής στον αγώνα της πίστεως και της αρετής θα αποκτήση τα αγαθά αυτά, και θα είμαι δι' αυτόν Θεός και αυτός θα είναι δι' εμέ υιός. 7 Ὁ νικητὴς θὰ κληρονομήσῃ τὰ ἀγαθά, ποὺ παρέχει τὸ νερὸν αὐτὸ τῆς ζωῆς, καὶ ἐγὼ θὰ εἶμαι δι’ αὐτὸν Θεὸς καὶ αὐτὸς θὰ εἶναι δι’ ἐμὲ υἱός.
8 τοῖς δὲ δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος. 8 Εις δε τους δειλούς, που υπεδουλώθησαν στον αντίχριστον και την αμαρτίαν, και στους απίστους και στους βδελυρούς και ακαθάρτους δια την αποκρουστικήν φαυλότητα των, και στους φονείς και τους πόρνους και τους μάγους και τους ειδωλολάτρας και εις όλους, που υπεδουλώθησαν θεληματικά στο ψεύδος και την κακίαν, επιφυλάσσεται αιώνιος τόπος καταδίκης των μέσα εις την λίμνην, που καίεται ακατάπαυστα με φωτιά και θειάφι. Και αυτός είναι ο δεύτερος θάνατος”, (ο οριστικός δηλαδή και αμετάκλητος χωρισμός των από τον Θεόν και η αιωνία των καταδίκη εις την κόλασιν). 8 Δι’ αὐτοὺς δὲ ποὺ ἐδειλίασαν εἰς τὸν κατὰ τοῦ θηρίου ἀγῶνα καὶ διὰ τοὺς ἀπίστους καὶ δι’ ἐκείνους, ποὺ μὲ τὰ βδελυρὰ καὶ ἀκάθαρτα καὶ παρὰ φύσιν ἁμαρτήματά τοὺς ἔγιναν σιχαμένοι, καὶ διὰ τοὺς φονεῖς καὶ τοὺς πόρνους καὶ τοὺς μάγους καὶ τοὺς εἰδωλολάτρας καὶ δι’ ὅλους ἐν γένει, ποὺ ἠγάπησαν τὸ ψεῦδος τῆς ἁμαρτίας, ἔχει ἐτοιμασθῆ τὸ μέρος καὶ ὁ τόπος των μέσα εἰς τὴν λίμνην, ποὺ βράζει καὶ καίεται μὲ φωτιὰ καὶ μὲ θειάφι. Καὶ ὁ αἰώνιος αὐτὸς χωρισμὸς ἀπὸ ἐμὲ καὶ ἡ ἀτελεύτητος αὐτὴ τιμωρία καὶ βάσανος εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος.
9 Καὶ ἦλθεν εἷς ἐκ τῶν ἑπτὰ ἀγγέλων τῶν ἐχόντων τὰς ἑπτὰ φιάλας, τὰς γεμούσας τῶν ἑπτὰ πληγῶν τῶν ἐσχάτων, καὶ ἐλάλησε μετ’ ἐμοῦ λέγων· Δεῦρο, δείξω σοι τὴν νύμφην τὴν γυναῖκα τοῦ ἀρνίου. 9 Και ήλθεν ένας από τους επτά αγγέλους, που είχαν τας επτά φιάλας τας γεμάτας από τας επτά τελευταίας πληγάς, και ωμίλησε μαζή μου, λέγων. “έλα, να σου δείξω την νύμφην, την γυναίκα του Αρνίου, την θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν”. 9 Καὶ ἦλθεν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἀγγέλους, ποὺ εἶχαν τίς ἑπτὰ φιάλες τίς γεμᾶτες ἀπὸ τὰς ἑπτὰ τελευταίας πληγάς, καὶ (ὁμίλησε μαζί μου καί μου εἶπεν· Ἔλα νὰ σοῦ δείξω τὴν Νύμφην, τὴν γυναῖκα τοῦ Ἀρνίου, τὴν θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν δηλαδή, ποὺ θὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Χριστόν.
10 καὶ ἀπήνεγκέ με ἐν πνεύματι ἐπ’ ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν. καὶ ἔδειξέ μοι τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἰερουσαλὴμ καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, 10 Με επήρε και με μετέφερε με το πνεύμα μου εν εκστάσει εις όρος μέγα και υψηλόν και από εκεί μου έδειξε την πόλιν την αγίαν Ιερουσαλήμ, την βασιλείαν των ουρανών, που είχεν ετοιμάσει ο Θεός, να κατεβαίνη από τον ουρανόν. 10 Καὶ μὲ μετέφερε μὲ τὸ πνεῦμα μου ἐν ἐκστάσει ὄχι εἰς ἔρημον, ποὺ ἦτο ἄλλοτε ἡ Βαβυλών, ἀλλ’ εἰς ὅρος μεγάλο καὶ ὑψηλόν. Διότι μόνον ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ὑψωθῆ πνευματικῶς, ἡμπορεῖ νὰ ἴδῃ καὶ κατανοήσῃ τὰ ἐπουράνια. Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ μοῦ ἔδειξε τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλὴμ νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, κτισμένην ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεόν.
11 ἔχουσαν τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ· ὁ φωστὴρ αὐτῆς ὅμοιος λίθῳ τιμιωτάτῳ, ὡς λίθῳ ἰάσπιδι κρυσταλλίζοντι· 11 Και είχε την απερίγραπτον δόξαν του Θεού. Το φως και η λαμπρότης, που απήστραπτε εις αυτήν, ωμοίαζε με πολυτιμότατον λίθον· ήτο σαν διαμάντι κρυσταλλένιο. 11 Καὶ εἶχε τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν δόξαν, ποὺ τῆς ἔδιδεν ἡ ἐν αὐτῇ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ λάμψις της, ποὺ ἐφώτιζε καὶ ἤστραπτεν, ἦτο ὅμοια πρὸς λίθον πολυτιμότατον. Ἦτο σὰν διαμάντι κρυσταλλένιο.
12 ἔχουσα τεῖχος μέγα καὶ ὑψηλόν, ἔχουσα πυλῶνας δώδεκα, καὶ ἐπὶ τοῖς πυλῶσιν ἀγγέλους δώδεκα, καὶ ὀνόματα ἐπιγεγραμμένα, ἅ ἐστιν ὀνόματα τῶν δώδεκα φυλῶν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ. 12 Και είχεν ολόγυρα μεγάλο και υψηλόν τείχος (δια να συμβολίζεται η απόλυτος πλέον ασφάλειά της), ευρύχωρες και μεγάλες πύλες δώδεκα, κατά τον αριθμόν των δώδεκα φύλων του νέου Ισραήλ της χάριτος, και δώδεκα άγγελοι ήσαν εις τας πύλας αυτάς, επάνω εις τας οποίας είχαν επιγραφή ονόματα, τα ονόματα των δώδεκα φυλών, των απογόνων του Ισραήλ. 12 Καὶ εἶχε τριγύρω τεῖχος μεγάλο καὶ ὑψηλόν, διὰ νὰ τὴν προφυλάττῃ καὶ τὴν ἀσφαλίζῃ, καὶ πόρτες δώδεκα, ὅσαι καὶ αἱ δώδεκα φυλαὶ τοῦ νέου Ἰσραὴλ τῆς χάριτος, καὶ κοντὰ εἰς τίς πόρτες αὐτὲς δώδεκα ἀγγέλους φύλακας καὶ φρουρούς των. Καὶ εἶχαν ἐπιγραφὴ εἰς αὐτὰς ὀνόματα, τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ ὀνόματα τῶν δώδεκα φυλῶν τῶν πνευματικῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραήλ.
13 ἀπ’ ἀνατολῶν πυλῶνες τρεῖς, καὶ ἀπὸ βορρᾶ πυλῶνες τρεῖς, καὶ ἀπὸ νότου πυλῶνες τρεῖς, καὶ ἀπὸ δυσμῶν πυλῶνες τρεῖς. 13 Και υπήρχαν τρεις μεγαλοπρεπείς πύλες εις την ανατολικήν πλευράν του τείχους και τρεις εις την βορείαν και τρεις μεγαλοπρεπείς πύλες εις την νοτίαν και τρεις εις την δυτικήν πλευράν. 13 Καὶ ἦσαν τρεῖς πόρτες εἰς τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν τοῦ τείχους, καὶ τρεῖς πόρτες εἰς τὸ βόρειον μέρος αὐτοῦ, καὶ τρεῖς πόρτες εἰς τὴν νοτίαν πλευράν, καὶ τρεῖς ἀπὸ τὸ δυτικὸν μέρος.
14 καὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως ἔχον θεμελίους δώδεκα, καὶ ἐπ’ αὐτῶν δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου. 14 Και το τείχος της πόλεως είχε δώδεκα θεμέλια, και επάνω εις αυτά ήσαν δώδεκα ονόματα, των δώδεκα Αποστόλων του Αρνίου. 14 Καὶ εἶδα τὸ τεῖχος τῆς πόλεως νὰ ἔχῃ θεμελίους λίθους δώδεκα καὶ ἐπ’ αὐτῶν νὰ εἶναι γραμμένα δώδεκα ὀνόματα, τὰ ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ Ἀρνίου.
15 Καὶ ὁ λαλῶν μετ’ ἐμοῦ εἶχε μέτρον κάλαμον χρυσοῦν, ἵνα μετρήσῃ τὴν πόλιν καὶ τοὺς πυλῶνας αὐτῆς καὶ τὸ τεῖχος αὐτῆς. 15 Και ο άγγελος, που συνωμιλούσε μαζή μου, είχε ως μέτρον ένα χρυσό καλάμι (σύμβολον της δόξης αυτού και της πόλεως), δια να μετρήση την πόλιν και τας πύλας και το τείχος της. 15 Καὶ ὁ ἄγγελος ποὺ ὡμίλει μαζί μου εἶχεν ὡς μέτρον χρυσὸν καλάμι, διὰ νὰ μετρήσῃ μὲ αὐτὸ τὴν πόλιν καὶ τίς πόρτες της καὶ τὸ τεῖχος της.
16 καὶ ἡ πόλις τετράγωνος κεῖται, καὶ τὸ μῆκος αὐτῆς ἴσον καὶ τὸ πλάτος. καὶ ἐμέτρησε τὴν πόλιν τῷ καλάμῳ ἐπὶ σταδίους δώδεκα χιλιάδων· τὸ μῆκος καὶ τὸ πλάτος καὶ τὸ ὕψος αὐτῆς ἴσα ἐστί. 16 Και η πόλις είναι τετράγωνη (σύμβολον της στερεότητός της) και το μήκος της είναι όσον και το πλάτος της. Και εμέτρησε την πόλιν με το χρυσό καλάμι και την ευρήκε να εκτείνεται εις δώδεκα χιλιάδες στάδια (δηλαδή δύο χιλιάδες διακόσια και πλέον χιλιόμετρα). Και το μήκος της και το πλάτος της και το ύψος της είναι ίσα. 16 Καὶ ἡ πόλις εἶναι κτισμένη τετράγωνη, ποὺ συμβολίζει τὴν στερεότητα, τελειότητα καὶ τὸ ἀδιάσειστον αὐτῆς. Καὶ τὸ μάκρος της εἶναι ὅσον καὶ τὸ πλάτος της. Καὶ ἐμέτρησε τὴν πόλιν μὲ τὸ χρυσὸ καλάμι καὶ ἐξετείνετο αὐτὴ εἰς δώδεκα χιλιάδες στάδια, δηλαδὴ εἰς χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα, συμβολικὸς ἀριθμὸς ποὺ σημαίνει τὸ ὑπερβολικὸν μέγεθος καὶ τὴν εὐρυχωρίαν τῆς πόλεως. Καὶ τὸ μάκρος της καὶ τὸ πλάτος της καὶ τὸ ὕψος της εἶναι μεταξύ των ἴσα.
17 καὶ ἐμέτρησε τὸ τεῖχος αὐτῆς ἑκατὸν τεσσαράκοντα τεσσάρων πηχῶν, μέτρον ἀνθρώπου, ὅ ἐστιν ἀγγέλου. 17 Και εμέτρησε το ύψος του τείχους αυτής και ευρήκε τον συμβολικόν αριθμόν εκατόν σαράντα τέσσαρας πήχεις. Μετρημα που έκαμνε ο άγγελος με το συνιθισμένο ανθρώπινον μέτρον. (Η τεραστία έκτασις της λαμπροτάτης αυτής πόλεως μαρτυρεί την άνεσιν και την ανάπαυσιν, που θα έχουν οι κάτοικοί της). 17 Καὶ ἐμέτρησε τὸ τεῖχος αὐτῆς καὶ εἶχεν ὕψος ἑκατὸν τεσσαράκοντα τεσσάρων πήχεων. Δυσανάλογον βέβαια πρὸς τὸ ὕψος τῆς πόλεως, ἀλλ’ ἦτο ἀρκετὸν διὰ νὰ ἀσφαλίζεται ἡ πόλις, ἐξεπίτηδες δὲ χαμηλὸν διὰ νὰ μὴ ἐμποδίζεται ἡ θέα τῆς μεγαλοπρεπείας καὶ τοῦ ὅλου μεγαλείου τῆς πόλεως. Ἐπὶ πλέον ὁ συμβολικὸς καὶ σχηματικὸς αὐτὸς ἀριθμὸς εἶναι ἀριθμός, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν μέτρησιν, ποὺ κάνει ὁ ἄγγελος μὲ μέτρον ἀνθρώπινον.
18 καὶ ἦν ἡ ἐνδόμησις τοῦ τείχους αὐτῆς ἴασπις, καὶ ἡ πόλις χρυσίον καθαρὸν, ὅμοιον ὑάλῳ καθαρῷ. 18 Και το οικοδομικόν υλικόν του τείχους της είναι διαμάντι, και ολόκληρος η πόλις από καθαρό χρυσάφι, που ακτινοβολεί σαν καθαρό γυαλί. 18 Τὸ ὑλικὸν ἐξ ἄλλου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐκτίσθη ἡ πόλις, εἶναι πολυτιμότατον. Ἡ μέχρι τοῦ βάθους οἰκοδομὴ τοῦ τείχους της εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ διαμάντι καὶ ἡ πόλις ἀπὸ χρυσὸν καθαρόν, ποὺ λάμπει σὰν γυαλὶ καθαρόν.
19 οἱ θεμέλιοι τοῦ τείχους τῆς πόλεως παντὶ λίθῳ τιμίῳ κεκοσμημένοι· ὁ θεμέλιος ὁ πρῶτος ἴασπις, ὁ δεύτερος σάπφειρος, ὁ τρίτος χαλκηδών, ὁ τέταρτος σμάραγδος, 19 Τα θεμέλια του τείχους της πόλεως είναι στολισμένα με κάθε πολύτιμον λίθον. Ο πρώτος θεμέλιός της είναι διαμάντι, ο δεύτερος ζαφείρι, ο τρίτος χαλκηδών, ο τέταρτος σμαράγδι, 19 Καὶ τὰ θεμέλια τοῦ τείχους τῆς πόλεως εἶναι στολισμένα μὲ κάθε πολύτιμον λίθον. Ὁ πρῶτος θεμέλιος λίθος εἶναι διαμάντι, ὁ δεύτερος εἶναι ζαφείρι, ὁ τρίτος εἶναι χαλκηδὼν ἢ ἀχάτης, ὁ τέταρτος εἶναι σμαράγδι,
20 ὁ πέμπτος σαρδόνυξ, ὁ ἕκτος σάρδιον, ὁ ἕβδομος χρυσόλιθος, ὁ ὄγδοος βήρυλλος, ὁ ἔνατος τοπάζιον, ὁ δέκατος χρυσόπρασος, ὁ ἑνδέκατος ὑάκινθος, ὁ δωδέκατος ἀμέθυστος. 20 ο πέμπτος σαρδόνυξ (πολύτιμος λίθος με χρώμα καστανοκόκκινον), ο εκτός κοκκινόχρωμος πολύτιμος λίθος, ο έβδομος χρυσόλιθος, ο όγδοος βήρυλλος (θαλασσόχρωμος πολύτιμος λίθος), ο ένατος τοπάζιον (πολύτιμος πρασινωπός λίθος), ο δέκατος χρυσοπράσινος, ο ενδέκατος υάκινθος (όμοιος με ζαφείρι) και ο δωδέκατος κοκκινωπός πολύτιμος αμέθυστος. (Και συμβολίζουν οι πολυτιμότατοι αυτοί λίθοι τας εξαιρέτους αρετάς των αγίων Αποστόλων). 20 ὁ πέμπτος εἶναι σαρδόνυξ, εἶδος πολυτίμου ὅνυχος μὲ χρῶμα καστανάν, ὁ ἕκτος εἶναι ὁ κοκκινωπὸς πολύτιμος λίθος ποὺ ἔβγαινεν εἰς τὰς Σάρδεις, ὁ ἕβδομος εἶναι χρυσολίθος, ὁ ὄγδοος εἶναι βήρυλλος, λίθος πολύτιμος ἔχων τὸ χρῶμα τῆς θαλάσσης, ὁ ἔνατος εἶναι τοπάζιον, πολύτιμος λίθος πράσινος, ὁ δέκατος χρυσοπράσινος, ὁ ἑνδέκατος ὑάκινθος, καὶ ὁ δωδέκατος ὁ κοκκινωπὸς πολύτιμος λίθος ἀμέθυστος. Καὶ συμβολίζουν οἱ πολύτιμοι αὐτοὶ λίθοι τὴν ποικίλην καὶ πάσης ἀξίας ἀνωτέραν ἀρετήν, μὲ τὴν ὁποίαν εἶναι στολισμένοι οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, ποὺ μὲ τὴν διδασκαλίαν τους ἐθεμελίωσαν τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ὡς ἄλλοι λίθοι ζωντανοὶ κατέλαβαν θέσιν θεμελίων εἰς τὴν οὐράνιον Ἱερουσαλήμ.
21 καὶ οἱ δώδεκα πυλῶνες δώδεκα μαργαρῖται· ἀνὰ εἷς ἕκαστος τῶν πυλώνων ἦν ἐξ ἑνὸς μαργαρίτου. καὶ ἡ πλατεῖα τῆς πόλεως χρυσίον καθαρὸν ὡς ὕαλος διαυγής. 21 Και οι δώδεκα πύλες της πόλεως ήσαν δώδεκα τεράστια μαργαριτάρια. Καθε μία από τας πύλας είχε κατασκευασθή από ένα τεράστιο πολυτιμότατο μαργαριτάρι. Και η πλατεία της πόλεως ήτο ολοκάθαρο χρυσάφι, σαν γυαλί διαφανές και ακτινοβόλον. 21 Καὶ οἱ δώδεκα μεγαλοπρεπεῖς πόρτες ἦσαν δώδεκα μαργαριτάρια. Καθεμία ἀπὸ τὶς πόρτες ἦτο φτιαγμένη ἀπὸ ἕνα τεράστιον καὶ πολυτιμότατον μαργαριτάρι. Καὶ ἡ πλατεῖα τῆς πόλεως ἦτο ἀπὸ κατεργασμένον χρυσὸν καθαρὸν σὰν τὸ γυαλὶ τὸ διαφανὲς καὶ στιλπνόν.
22 Καὶ ναὸν οὐκ εἶδον ἐν αὐτῇ· ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ ναὸς αὐτῆς ἐστι, καὶ τὸ ἀρνίον. 22 Και ναόν δεν είδα μέσα εις την πόλιν. Και τούτο, διότι ο Κυριος, ο Θεός ο παντοκράτωρ, και το Αρνίον, είναι ο απειροτέλειος και ζων ναός της πόλεως, ώστε να λατρεύωνται κατ' ευθείαν από τους πιστούς. 22 Καὶ ναὸν δὲν εἶδα μέσα εἰς αὐτήν. Διότι Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ καὶ τὸ Ἀρνίον εἶναι πάντοτε παρόντες καὶ λατρεύονται κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως. Καὶ ἡ παρουσία των αὐτὴ εἶναι ὁ ναὸς τῆς πόλεως.
23 καὶ ἡ πόλις οὐ χρείαν ἔχει τοῦ ἡλίου οὐδὲ τῆς σελήνης ἵνα φαίνωσιν αὐτῇ· ἡ γὰρ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐφώτισεν αὐτήν, καὶ ὁ λύχνος αὐτῆς τὸ ἀρνίον. 23 Και η πόλις δεν είχεν ανάγκην από τον ήλιον ούτε από την σελήνην, δια να την φωτίζουν. Διότι η αποστράπτουσα δόξα του Θεού την επλημμύριζεν στο φως, και ακτινοβόλον λύχνον της έχει το Αρνίον. 23 Καὶ ἡ πόλις δὲν χρειάζεται τὸν ἥλιον οὔτε τὴν σελήνην διὰ νὰ τὴν φωτίζουν. Διότι ἡ ἔνδοξος λαμπρότης τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι φῶς, τὴν ἔκαμε φωτεινὴν καὶ ὡς λύχνον της ἔχει τὸ Ἀρνίον, τὸν Χριστόν, ποὺ εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν.
24 καὶ περιπατήσουσι τὰ ἔθνη διὰ τοῦ φωτὸς αὐτῆς, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς φέρουσι τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν αὐτῶν εἰς αὐτήν, 24 Και τα έθνη, που ήσαν άλλοτε ειδωλολατρικά, πολίται τώρα της βασιλείας του Θεού, θα περιπατήσουν και θα ζήσουν εις την αγίαν πόλιν, φωτιζόμενοι από το θείον της φως. Και οι λυτρωμένοι βασιλείς της γης θα προσφέρουν εις την πόλιν την δόξαν των και το μεγαλείον των. 24 Καὶ αὐτοί, ποὺ ἀνῆκαν ἄλλοτε εἰς διάφορα ἔθνη τῆς γῆς καὶ εἶναι τώρα σεσωσμένοι, θὰ περιπατήσουν φωτιζόμενοι μὲ τὸ θεῖον φῶς τῆς πόλεως. Καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς οἱ κληρονομήσαντες τὴν σωτηρίαν φέρουν τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμήν τους εἰς αὐτήν.
25 καὶ οἱ πυλῶνες αὐτῆς οὐ μὴ κλεισθῶσιν ἡμέρας· νὺξ γὰρ οὐκ ἔσται ἐκεῖ· 25 Και αι πύλαι αυτής δεν θα κλεισθούν ποτέ κατά την ατελείωτον ημέραν της αιωνιότητος, διότι νύκτα και σκότος δεν θα υπάρχουν πλέον εις αυτήν. 25 Καὶ οἱ πόρτες της δὲν θὰ κλεισθοῦν ποτὲ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἀτελείωτου ἡμέρας, διότι νύκτα ἐκεῖ δὲν θὰ εἶναι πλέον.
26 καὶ οἴσουσι τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν τῶν ἐθνῶν εἰς αὐτήν. 26 Και θα προσφέρουν εις αυτήν την δόξαν και το μεγαλείον των εθνών, που έχουν λυτρωθή δια της θυσίας του Χριστού. 26 Καὶ θὰ φέρουν τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν τῶν σωζομένων ἐθνῶν εἰς αὐτήν.
27 καὶ οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτὴν πᾶν κοινὸν καὶ ὁ ποιῶν βδέλυγμα καὶ ψεῦδος, εἰ μὴ οἱ γεγραμμένοι ἐν τῷ βιβλίῳ τῆς ζωῆς τοῦ ἀρνίου. 27 Και δεν θα εισέλθη ποτέ εις αυτήν τίποτε το ακάθαρτον· δεν θα εισέλθη εκείνος που έπραξε βδελυράς πράξεις η ο,τι άλλο υπαγορεύει το ψεύδος της πλάνης και της αμαρτίας. Εις αυτήν θα εισέλθουν μόνον όσοι είναι γραμμένοι στο βιβλίον της ζωής του Αρνίου. 27 Καὶ δὲν θὰ ἔμβῃ κατ’ οὐδένα λόγον εἰς αὐτὴν κάθε ἀκάθαρτον, καθὼς καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἔπραττεν οἰονδήποτε βδελυρὸν ἔργον ἢ πρᾶξιν ἀντίθετον πρὸς τὴν ἀλήθειαν. Κανένας ἁμαρτωλὸς δὲν θὰ ἔμβῃ εἰς αὐτήν, παρὰ μόνον ὅσοι ἔχουν γραφῆ εἰς τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς τοῦ Ἀρνίου.