Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΡΙΘΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35 (ΛΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐπὶ δυσμῶν Μωὰβ παρὰ τὸν ᾿Ιορδάνην κατὰ ῾Ιεριχὼ λέγων· 1 Ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν εκεί στο δυτικόν μέρος της χώρας Μωάβ, πλησίον του Ιορδάνου, απέναντι από την Ιεριχώ και είπεν· 1 Ο Κύριος ἐμίλησε πρὸς τὸν Μωϋσῆν εἰς τὸ δυτικὸν μέρος τῆς Μωάβ, κοντὰ εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἱεριχῶ, καὶ εἶπε:
2 σύνταξον τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ καὶ δώσουσι τοῖς Λευίταις ἀπὸ τῶν κλήρων κατασχέσεως αὐτῶν πόλεις κατοικεῖν καὶ τὰ προάστεια τῶν πόλεων κύκλῳ αὐτῶν δώσουσι τοῖς Λευίταις, 2 “διάταξέ τους Ισραηλίτας να παραχωρήσουν στους Λευΐτας από την χώραν της κληρονομίας των, πόλεις προς εγκατάστασίν των· θα δώσουν επίσης εις αυτούς και περιοχήν γύρω από αυτάς τας πόλεις. 2 «Διατάξε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν νὰ δώσουν εἰς τοὺς Λευῖτες ἀπὸ τὴν χώραν, ποὺ κατέχουν ὡς κληρονομίαν, πόλεις διὰ νὰ κατοικήσουν· ἐπίσης νὰ δώσουν εἰς τοὺς Λευῖτες καὶ κάποιαν περιοχὴν γύρω ἀπὸ τὶς πόλεις αὐτές.
3 καὶ ἔσονται αὐτοῖς αἱ πόλεις κατοικεῖν, καὶ τὰ ἀφορίσματα αὐτῶν ἔσται τοῖς κτήνεσιν αὐτῶν καὶ πᾶσι τοῖς τετράποσιν αὐτῶν. 3 Αυταί αι πόλεις θα είναι εις κατοικίαν των Λευϊτών, αι δε καθωρισμέναι περί αυτάς περιοχαί θα είναι δια την βασκήν των ζώων των και δι' όλα τα τετράποδα αυτών. 3 Οἱ πόλεις, ποὺ θὰ τοὺς δώσουν, θὰ εἶναι διὰ τὴν κατοικίαν των, καὶ ἡ γύρω ἀπὸ αὐτὲς περιοχὴ θὰ εἶναι βοσκοτόπια διὰ τὰ κατοικίδια ζῶα των καὶ δι’ ὅλα τὰ (τετράποδα) ζῶα των.
4 καὶ τὰ συγκυροῦντα τῶν πόλεων, ἃς δώσετε τοῖς Λευίταις, ἀπὸ τείχους τῆς πόλεως καὶ ἔξω δισχιλίους πήχεις κύκλῳ· 4 Τα όρια των περί τας πόλεις περιοχών, που θα δώσετε στους Λευΐτας, θα εκτείνωνται γύρω από το τείχος κάθε πόλεως κύκλω χίλια περίπου μέτρα. 4 Ἡ περιοχὴ τῶν πόλεων, τὴν ὁποίαν θὰ δώσετε εἰς τοὺς Λευῖτες, θὰ ἔχῃ ἔκτασιν ἀπὸ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως πρὸς τὰ ἔξω καὶ γύρω - γύρω δύο χιλιάδες πήχεις (περίπου 1.000 μέτρα).
5 καὶ μετρήσεις ἔξω τῆς πόλεως τὸ κλίτος τὸ πρὸς ἀνατολὰς δισχιλίους πήχεις καὶ τὸ κλίτος τὸ πρὸς λίβα δισχιλίους πήχεις καὶ τὸ κλίτος τὸ πρὸς θάλασσαν δισχιλίους πήχεις καὶ τὸ κλίτος τὸ πρὸς βορρᾶν δισχιλίους πήχεις, καὶ ἡ πόλις μέσον τούτου ἔσται ὑμῖν καὶ τὰ ὅμορα τῶν πόλεων. 5 Προς τούτο θα μετρήσης δύο χιλιάδας πήχεις (χίλια περίπου μέτρα) προς το ανατολικόν μέρος της πόλεως, δύο χιλιάδας πήχεις προς το νότιον, δύο χιλιάδας πήχεις προς δυσμάς και δύο χιλιάδας πήχεις προς βορράν. Η περιοχή αυτή, όπως και η πόλις που θα ευρίσκεται στο μέσον αυτής, θα ανήκουν στους Λιευΐτας. 5 Καὶ θὰ μετρήσετε εἰς τὴν ἔξω τῆς πόλεως περιοχὴν πρὸς τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν δύο χιλιάδες πήχεις, καὶ πρὸς τὴν νοτίαν πλευρὰν δύο χιλιάδες πήχεις, καὶ πρὸς τὴν δυτικὴν πλευρὰν δύο χιλιάδες πήχεις, καὶ πρὸς τὴν βορείαν πλευρὰν δύο χιλιάδες πήχεις· καὶ ἡ πόλις, ποὺ θὰ εἶναι εἰς τὸ μέσον (κέντρον) τῆς περιοχῆς αὐτῆς, θὰ ἀνήκῃ εἰς τοὺς Λευῖτες, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ γύρω ἀπὸ αὐτὴν περιοχή.
6 καὶ τὰς πόλεις δώσετε τοῖς Λευίταις, τὰς ἓξ πόλεις τῶν φυγαδευτηρίων, ἃς δώσετε φυγεῖν ἐκεῖ τῷ φονεύσαντι, καὶ πρὸς ταύταις τεσσαράκοντα καὶ δύο πόλεις· 6 Πολεις, τας οποίας θα δώσετε επίσης στους Λευΐτας, θα είναι και αι εξ πόλεις καταφύγια, εις τας οποίας θα παρέχεται άσυλον εις κάθε ακούσιον φονέα, ώστε να καταφεύγη εις αυτάς δι' ασφάλειαν. Και επί πλέον από τας πόλεις αυτάς θα δώσετε άλλας τεσσαράκοντα δύο πόλεις. 6 Μεταξὺ τῶν πόλεων, ποὺ θὰ δώσετε εἰς τοὺς Λευῖτες, θὰ εἶναι καὶ ἕξι πόλεις, ποὺ θὰ χρησιμεύουν ὡς ἄσυλα· τὰ ἄσυλα αὐτὰ θὰ ὁρίσετε ὡς καταφύγια διὰ τὸν ἀκούσιον φονιᾶν, ὥστε νὰ μπορῇ νὰ καταφεύγῃ ἐκεῖ δι' ἀσφάλειαν. Μὲ τὶς ἕξι αὐτὲς πόλεις θὰ δώσετε εἰς τοὺς Λευῖτες καὶ ἄλλες σαράντα δύο πόλεις.
7 πάσας τὰς πόλεις δώσετε τοῖς Λευίταις τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ πόλεις, ταύτας, καὶ τὰ προάστεια αὐτῶν. 7 Ολαι δηλαδή αι πόλεις, τας οποίας μετά των περιοχών αυτών θα δώσετε στους Λευΐτας, θα είναι τεσσαράκοντά οκτώ. 7 Ὥστε ὅλες οἱ πόλεις, ποὺ θὰ δώσετε εἰς τοὺς Λευῖτες, θὰ εἶναι σαράντα ὀκτώ· θὰ δώσετε αὐτές, καθὼς καὶ τὴν γύρω περιοχὴν ὡς βοσκοτόπια.
8 καὶ τὰς πόλεις, ἃς δώσετε ἀπὸ τῆς κατασχέσεως υἱῶν ᾿Ισραήλ, ἀπὸ τῶν τὰ πολλὰ πολλά. καὶ ἀπὸ τῶν ἐλαττόνων ἐλάττω· ἕκαστος κατὰ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ, ἣν κατακληρονομήσουσι δώσουσιν ἀπὸ τῶν πόλεων τοῖς Λευίταις. 8 Αι πόλεις, τας οποίας από την χώραν, που κάθε φυλή κληρονομεί, θα δώσετε στους Λευΐτας, θα είναι πολλαί από τας φυλάς που έλαβον πολλάς πόλεις, και θα είναι ολίγαι, από τας φυλάς που έλαβον ολίγας. Καθε φυλή αναλόγως της εκτάσεως, την οποίαν κληρονομεί θα δώση και τον αριθμόν των πόλεων προς τους Λευΐτας”. 8 Οἱ πόλεις, ποὺ θὰ δώσετε εἰς τοὺς Λευῖτες, θὰ εἶναι ἀπὸ τὴν περιουσίαν ποὺ ἐκληρονόμησεν ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός· ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν πολλὴν ἔκτασιν γῆς, θὰ δώσετε πολλὲς πόλεις· ἐνῷ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν μικρὴν ἔκτασιν γῆς, θὰ δώσετε λίγες πόλεις. Κάθε φυλή, ἀνάλογα μὲ τὴν ἔκτασιν ποὺ θὰ κατέχῃ ὡς κληρονομίαν, θὰ δώσῃ εἰς τοὺς Λευῖτες ἀνάλογον ἀριθμὸν πόλεων».
9 Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· 9 Ωμίλησεν ακόμη ο Κυριος προς τον Μωυσήν λέγων· 9 Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε:
10 λάλησον τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν ᾿Ιορδάνην εἰς γῆν Χαναὰν 10 “Ομίλησε προς τους Ισραηλίτας και ειπέ προς αυτούς· Σεις διαβαίνετε τώρα τον Ιορδάνην, δια να καταλάβετε την χώραν Χαναάν. 10 «Νὰ μιλήσῃς εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ νὰ τοῦ εἰπῇς: Τώρα περνᾶτε τὸν Ἰορδάνην, διὰ νὰ εἰσέλθετε εἰς τὴν γῆν Χαναάν.
11 καὶ διαστελεῖτε ὑμῖν αὐτοῖς πόλεις· φυγαδευτήρια ἔσται ὑμῖν φυγεῖν ἐκεῖ τὸν φονευτήν, πᾶς ὁ πατάξας ψυχὴν ἀκουσίως. 11 Οταν εγκατσοσταθήτε εις αυτήν θα ξεχωρίσετε δια τον εαυτόν σας μερικάς πόλεις, αι οποίαι θα είναι καταφύγια, δια να καταφεύγη εις αυτάς και ευρίσκη ασφάλειαν εκείνος, ο οποίος ακουσίως διέπραξε φόνον. 11 Ὅταν φθάσετε ἐκεῖ, θὰ ξεχωρίσετε διὰ τὸν ἑαυτόν σας ὠρισμένες πόλεις, οἱ ὁποῖες θὰ εἶναι πόλεις - ἄσυλα· ἐκεῖ θὰ καταφεύγῃ δι' ἀσφάλειαν ὁ φονιᾶς, ὁ ὁποῖος ἐσκότωσε κάποιον ἄνθρωπον ἀπὸ ἀπροσεξίαν, χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ.
12 καὶ ἔσονται αἱ πόλεις ὑμῖν φυγαδευτήρια ἀπὸ τοῦ ἀγχιστεύοντος τὸ αἷμα, καὶ οὐ μὴ ἀποθάνῃ ὁ φονεύων ἕως ἂν στῇ ἔναντι τῆς συναγωγῆς εἰς κρίσιν. 12 Αι πόλεις αυταί θα είναι άσυλα, δια να προφυλάξουν τον ακούσιον φονέα από εκδίκησιν συγγενούς του φονευθέντος· εις αυτάς θα διαφεύγη τον θάνατον ο φονεύς και θα μένη ατιμώρητος, έως ότου οδηγηθή ενώπιον του λαού και δικασθή. 12 Οἱ πόλεις αὐτὲς θὰ εἶναι εἰς σᾶς ἄσυλα, διὰ νὰ ἀσφαλίζουν τὸν ἀκούσιον φονιᾶν ἀπὸ τὸν στενώτερον συγγενῆ ἐκείνου ποὺ ἐφονεύθη· ὥστε αὐτὸς ποὺ φονεύει ἀπὸ ἀπροσεξίαν, νὰ μὴ θανατωθῇ, μέχρις ὅτου παρουσιασθῇ ἐμπρὸς εἰς τὴν συναγωγὴν τοῦ λαοῦ (τὴν κοινότητα) καὶ δικασθῇ.
13 καὶ αἱ πόλεις ἃς δώσετε, τὰς ἓξ πόλεις, φυγαδευτήρια ἔσονται ὑμῖν· 13 Αι εξ πόλεις, τας οποίας θα δώσετε ως καταφύγια, θα είναι· 13 Καὶ ἀπὸ τὶς πόλεις ποὺ θὰ δώσετε, οἱ ἕξι θὰ εἶναι πόλεις - καταφύγια, πόλεις - ἄσυλα.
14 τὰς τρεῖς πόλεις δώσετε πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου καὶ τὰς τρεῖς πόλεις δώσετε ἐν γῇ Χαναάν· 14 Αι τρεις από αυτάς θα ευρίσκωνται πέραν από τον Ιορδάνην και αι τρεις άλλαι δυτικώς από τον Ιορδάνην εις την χώραν Χαναάν. 14 Τὶς τρεῖς πόλεις θὰ τὶς δώσετε εἰς τὴν περιοχήν, ποὺ ἐορίσκεται ἀνατολικὰ το·υ Ἰορδάνη, καὶ τὶς ἄλλες τρεῖς θὰ τὶς δώσετε εἰς τὴν περιοχήν, ποὺ εὐρίσκεται εἰς τὴν Χαναάν (δυτικὰ τοῦ Ἰορδάνη).
15 φυγαδεῖον ἔσται τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ, καὶ τῷ προσηλύτῳ καὶ τῷ παροίκῳ τῷ ἐν ὑμῖν ἔσονται αἱ πόλεις αὗται εἰς φυγαδευτήριον, φυγεῖν ἐκεῖ παντὶ πατάξαντι ψυχὴν ἀκουσίως. 15 Καταφύγια θα είναι αυταί αι πόλεις, όχι μόνον δια τους Ισραηλίτας, αλλά και δια τους ξένους, που ευρίσκονται μαζή σας και δια τους παρεπιδημούντας. Αι πόλεις αυταί θα είναι καταφύγια, δια να καταφεύγη και ασφαλίζεται εις αυτάς από κάθε εκδίκησιν ο ακουσίως φονεύσας άνθρωπον. 15 Οἱ πόλεις αὐτὲς θὰ εἶναι καταφύγια τόσον διὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ὅσον καὶ διὰ τὸν προσήλυτον καὶ διὰ τὸν ξένον, ποὺ θὰ εὑρίσκωνται μεταξύ σας. Οἱ πόλεις αὐτὲς θὰ εἶναι δι’ αὐτοὺς καταφύγια, ὥστε νὰ καταφεύγῃ ἐκεῖ καὶ νὰ ἀσφαλίζεται κάθε ἕνας, ὁ ὁποῖος φονεύει ἄνθρωπον ἀπὸ ἀπροσεξίαν, χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ.
16 ἐὰν δὲ ἐν σκεύει σιδήρου πατάξῃ αὐτόν, καὶ τελευτήσῃ, φονευτής ἐστι· θανάτῳ θανατούσθω ὁ φονευτής. 16 Εάν κανείς εκουσίως κτυπήση θανασίμως κάποιον με σιδερένιο ρόπαλον και αποθάνη εκείνος, ο κτυπήσας είναι φονεύς και θα τιμωρηθή δια θανάτου. 16 Ἐὰν ἕνας κτυπήσῃ κάποιον μὲ σιδερένιο ἀντικείμενο ὥστε νὰ ἀποθάνῃ, τότε αὐτὸς ποὺ τὸν ἐκτύπησε θεωρεῖται φονιᾶς· ὁ φονιᾶς αὐτὸς πρέπει νὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον.
17 ἐὰν δὲ ἐν λίθῳ ἐκ χειρός, ἐν ᾧ ἀποθανεῖται ἐν αὐτῷ, πατάξῃ αὐτόν, καὶ ἀποθάνῃ, φονευτής ἐστι· θανάτῳ θανατούσθω ὁ φονευτής. 17 Εάν κτυπήση κάποιον με λίθον και συνεπεία του κτυπήματος αποθάνη ο πληγείς, ο πλήξας αυτόν είναι φονεύς. Με θάνατον θα τιμωρηθή και αυτός ο φονεύς. 17 Ἐὰν τὸν κτυπήσῃ μὲ πέτραν, τὴν ὁποίαν κρατεῖ καὶ μὲ τὴν ὁποίαν θανατώνεται ἄνθρωπος, αὐτὸς δὲ ποὺ ἐκτυπήθη ἀποθάνῃ, τότε ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἐκτύπησε εἶναι φονιᾶς· ὁ φονιᾶς αὐτὸς πρέπει νὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον.
18 ἐὰν δὲ ἐν σκεύει ξυλίνῳ ἐκ χειρός, ἐξ οὗ ἀποθανεῖται ἐν αὐτῷ, πατάξῃ αὐτόν, καὶ ἀποθάνῃ, φονευτής ἐστι· θανάτῳ θανατούσθω ὁ φονευτής. 18 Εάν με ξύλινον σκεύος, που κρατεί εις την χείρα του, κτυπήση κάποιον και εκείνος αποθάνη, είναι φονεύς. Με θάνατον θα τυμωρηθή και ο φονεύς αυτός. 18 Ἐὰν τὸν κτυπήσῃ μὲ ξύλινον ἀντικείμενον, τὸ ὁποῖον κρατεῖ καὶ μὲ τὸ ὁποῖον θανατώνεται ἄνθρωπος, αὐτὸς δὲ ποὺ ἐκτυπήθη ἀποθάνῃ, τότε ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἐκτύπησε εἶναι φονιᾶς· ὁ φονιᾶς αὐτὸς πρέπει νὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον.
19 ὁ ἀγχιστεύων τὸ αἷμα, οὗτος ἀποκτενεῖ τὸν φονεύσαντα· ὅταν συναντήσῃ αὐτῷ, οὗτος ἀποκτενεῖ αὐτόν. 19 Ο συγγενής του φονευθέντος θα φονεύση τον φονέα· θα τον φονεύση, όπου και όταν τον συναντήση. 19 Ὁ στενώτερος συγγενὴς ἐκείνου ποὺ ἐφονεύθη, πρέπει νὰ φονεύσῃ τὸν φονιᾶν μόλις τὸν συναντήσῃ, πρέπει νὰ τὸν φονεύσῃ.
20 ἐὰν δὲ δι' ἔχθραν ὤσῃ αὐτὸν καὶ ἐπιρρίψῃ ἐπ' αὐτὸν πᾶν σκεῦος ἐξ ἐνέδρου, καὶ ἀποθάνῃ, 20 Εάν κανείς από εχθρότητα κινούμενος, σπρώξη κάποιον η ενεδρεύων ρίψη εναντίον του κάποιο αντικείμενον και αποθάνη ο κτυπηθείς, 20 Ἐὰν ἕνας σπρώξῃ κάποιον ἀπὸ μῖσος, ἢ πετάξῃ ἐναντίον τοῦ ὁποιονδήποτε ἀντικείμενον ὕστερα ἀπὸ ἐνέδραν, ποὺ τοῦ ἔστησε, καὶ αὐτὸς ποὺ ἐκτυπήθη ἀποθάνῃ·
21 ἢ διὰ μῆνιν ἐπάταξεν αὐτὸν τῇ χειρί, καὶ ἀποθάνῃ, θανάτῳ θανατούσθω ὁ πατάξας, φονευτής ἐστι· θανάτῳ θανατούσθω ὁ φονεύων· ὁ ἀγχιστεύων τὸ αἷμα ἀποκτενεῖ τὸν φονεύσαντα ἐν τῷ συναντῆσαι αὐτῷ. 21 η δια λόγους οργής κτυπήση αυτόν με το χέρι του και αποθάνη, ο κτυπήσας είναι φονεύς και πρέπει να τιμωρηθή με θάνατον. Ο συγγενής του φονευθέντος θα θανατώση τον φονέα, όταν και όπου τον συναντήση. 21 ἢ τὸν κτυπήσῃ μὲ τὸ χέρι του κινούμενος ἀπὸ ὀργὴν καὶ πάθος, καὶ αὐτὸς ποὺ ἐκτυπήθη ἀποθάνῃ, τότε ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἐκτύπησε πρέπει νὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον, διότι εἶναι φονιᾶς. Αὐτὸς ποὺ φονεύει ἄλλον ἄνθρωπον, πρέπει νὰ τιμωρῆται μὲ θάνατον. Ὁ στενώτερος συγγενὴς ἐκείνου ποὺ ἐφονεύθη πρέπει νὰ φονεύσῃ τὸν φονιᾶν, μόλις τὸν συναντήσῃ.
22 ἐὰν δὲ ἐξάπινα οὐ δι' ἔχθραν ὤσῃ αὐτὸν ἢ ἐπιρρίψῃ ἐπ' αὐτὸν πᾶν σκεῦος οὐκ ἐξ ἐνέδρου 22 Εάν όμως εξ απροσεξίας, όχι από εχθρότητα και μίσος, σπρώξη κανείς κάποιον η ρίψη εναντίον του κάποιο αντικείμενον, όχι πονηρώς ενεδρεύων, 22 Ἐὰν ὅμως τὸν σπρώξῃ ἔξαφνα ἀπὸ ἀπροσεξίαν, χωρὶς ἔχθραν καὶ πάθος· ἢ πετάξῃ ἐναντίον του ὁποιονδήποτε ἀντικείμενον, ὄχι ὕστερα ἀπὸ ἐνέδραν·
23 ἢ παντὶ λίθῳ, ἐν ᾧ ἀποθανεῖται ἐν αὐτῷ, οὐκ εἰδώς, καὶ ἐπιπέσῃ ἐπ' αὐτόν, καὶ ἀποθάνῃ, αὐτὸς δὲ οὐκ ἐχθρὸς αὐτοῦ ἦν, οὐδὲ ζητῶν κακοποιῆσαι αὐτόν, 23 η λίθον, από το πλήγμα του οποίου θα αποθάνη ο κτυπηθείς, αυτά δε γίνουν ασυναισθήτως και ακουσίως, ο δε φονεύς δεν είχε καμμίαν προς εκείνον εχθρότητα και ούτε είχεν επιδιώξει ποτέ να του κάμη κακόν, 23 ἢ τοῦ πετάξῃ ἀπὸ ἀπροσεξίαν κάποιαν πέτραν, μὲ τὴν ὁποίαν θανατώνεται ἄνθρωπος, αὐτὸ δὲ γίνῃ ἀσυναισθήτως καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ, καὶ αὐτὸς ποὺ ἐκτυπήθη ἀποθάνῃ, ἐκεῖνος δὲ ποὺ τὸν ἐσκότωσε δὲν ἦταν ἐχθρός του οὔτε εἶχε σκοπὸν νὰ τοῦ κάμῃ κακόν,
24 καὶ κρινεῖ ἡ συναγωγὴ ἀνὰ μέσον τοῦ πατάξαντος καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ ἀγχιστεύοντος τὸ αἷμα, κατὰ τὰ κρίματα ταῦτα, 24 ο φονεύς αυτός θα κριθή και θα δικασθή υπό του λαού ενώπιον του συγγενούς του φονευθέντος και θα γίνη έρευνα εάν από τας ανωτέρω ελαφρυντικάς συνθήκας έγινεν ο φόνος. 24 τότε ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς (ἢ κοινότητα) θὰ κρίνῃ καὶ θὰ δικάσῃ τὸν φονιᾶν ἐμπρὸς εἰς τὸν συγγενῆ ἐκείνου ποὺ ἐφονεύθη, σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις αὐτές:
25 καὶ ἐξελεῖται ἡ συναγωγὴ τὸν φονεύσαντα ἀπὸ τοῦ ἀγχιστεύοντος τὸ αἷμα, καὶ ἀποκαταστήσουσιν αὐτὸν ἡ συναγωγὴ εἰς τὴν πόλιν τοῦ φυγαδευτηρίου αὐτοῦ, οὗ κατέφυγε, καὶ κατοικήσει ἐκεῖ ἕως ἂν ἀποθάνῃ ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας, ὃν ἔχρισαν αὐτὸν τῷ ἐλαίῳ τῷ ἁγίῳ. 25 Εάν ναι, ο λαός θα αποσπάση από τα χέρια του συγγενούς του φονευθέντος τον φονέα, θα τον οδηγήσουν εις την πόλιν καταφύγιον, όπου είχε και προηγουμένως καταφύγει, δια να ζήση εκεί μέχρι ότου αποθάνη ο αρχιερεύς, τον οποίον έχρισαν με το άγιον έλαιον. 25 Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς (ἢ κοινότητα) θὰ ἐλευθερώσῃ τὸν φονιᾶν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ συγγενοῦς ἐκείνου ποὺ ἀπέθανε καὶ θὰ τὸν στείλῃ πάλιν εἰς τὴν πόλιν - ἄσυλον, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε καταφύγει. Ὁ φονιᾶς θὰ παραμείνῃ εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ θὰ ἀποθάνῃ ὁ μέγας ἀρχιερεύς, τὸν ὁποῖον ἔχρισαν ἀρχιερέα μὲ ἁγιασμένον λάδι.
26 ἐὰν δὲ ἐξόδῳ ἐξέλθῃ ὁ φονεύσας τὰ ὅρια τῆς πόλεως εἰς ἣν κατέφυγεν ἐκεῖ, 26 Εάν όμως ο φονεύς εξέλθη από τα όρια της πόλεως, εις την οποίαν ως προς άσυλον κατέφυγεν, 26 Ἐὰν δὲ ὁ φονιᾶς βγῇ ὀποτεδήποτε, πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατον τοῦ μεγάλου ἀρχιερέως, ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια (τείχη) τῆς πόλεως, εἰς τὴν ὁποίαν κατέφυγε,
27 καὶ εὕρῃ αὐτὸν ὁ ἀγχιστεύων τὸ αἷμα ἔξω τῶν ὁρίων τῆς πόλεως καταφυγῆς αὐτοῦ καὶ φονεύσῃ ὁ ἀγχιστεύων τὸ αἷμα τὸν φονεύσαντα, οὐκ ἔνοχός ἐστιν· 27 και ο συγγενής του φονευθέντος εύρη αυτόν έξω από τα όρια της πόλεως- καταφύγιον και τον φονεύση, δεν θα είναι ένοχος φόνου. 27 καὶ ὁ στενώτερος συγγενὴς ἐκείνου, τὸν ὁποῖον ἐσκότωσε, τὸν συναντήσῃ ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως (τοῦ ἀσύλου του), ὅπου κατέφυγε, καὶ τὸν σκοτώση, τότε αὐτὸς ποὺ τὸν ἐσκότωσε (δηλαδὴ ὁ στενώτερος συγγενὴς τοῦ θύματός του) δεν εἶναι ἔνοχος φόνου.
28 ἐν γὰρ τῇ πόλει τῆς καταφυγῆς κατοικείτω, ἕως ἂν ἀποθάνῃ ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας, καὶ μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν ἱερέα τὸν μέγαν ἐπαναστραφήσεται ὁ φονεύσας εἰς τὴν γῆν τῆς κατασχέσεως αὐτοῦ. 28 Εις την πόλιν καταφύγιον πρέπει να μένη ο φονεύς μέχρι του θανάτου του αρχιερέως. Οταν αποθάνη ο αρχιερεύς, θα επιστρέψη ο φονεύς ελεύθερος εις την πατρίδα του και εις την κληρονομίαν του. 28 Διότι ὁ φονιᾶς πρέπει νὰ παραμένῃ εἰς τὴν πόλιν - ἄσυλον μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ θὰ ἀποθάνῃ ὁ μέγας ἀρχιερεύς. Ὅταν πλέον ἀποθάνῃ ὁ μέγας ἀρχιερεύς, ὁ φονιᾶς θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν πατρίδα του, ἡ ὁποία τοῦ ἐδόθη ὡς κληρονομία.
29 καὶ ἔσται ταῦτα ὑμῖν εἰς δικαίωμα κρίματος εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν ἐν πάσαις ταῖς κατοικίαις ὑμῶν. 29 Αυτά θα είναι και θα ισχύουν δια σας, ως νόμοι αποδόσεως δικαιοσύνης, εις όλους τους απογόνους σας και εις όλας τας περιοχάς, εις τας οποίας θα κατοικήτε. 29 Ἡ διάταξις αὐτὴ θὰ εἶναι διὰ σᾶς ὡς νομικὸν διάταγμα διὰ τὴν ἀπόδοσιν δικαιοσύνης, εἰς ὅλες τὶς γενεές, ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ ἀπὸ σᾶς, εἰς ὅλους τοὺς τόπους τῆς κατοικίας σας.
30 πᾶς πατάξας ψυχήν, διὰ μαρτύρων φονεύσεις τὸν φονεύσαντα, καὶ μάρτυς εἷς οὐ μαρτυρήσει ἐπὶ ψυχὴν ἀποθανεῖν. 30 Καθένας που εφόνευσεν άνθρωπον, θα τιμωρηθή δια θανάτου επί τη βάσει μαρτύρων. Δεν αρκεί η μαρτυρία ενός μάρτυρος, δια να καταδικασθή κανείς εις θάνατον. 30 Ὁποιοσδήποτε σκοτώσῃ ἄνθρωπον, ὁ φονιᾶς αὐτὸς θὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον ὑστέρα ἀπὸ ἀπόφασιν περισσοτέρων τοῦ ἑνὸς μαρτύρων· ἕνας μόνον μάρτυρας δὲν εἶναι ἀρκετός, διὰ νὰ καταδικασθῇ κάποιος εἰς θάνατον.
31 καὶ οὐ λήψεσθε λύτρα περὶ ψυχῆς παρὰτοῦ φονεύσαντος τοῦ ἐνόχου ὄντος ἀναιρεθῆναι· θανάτῳ γὰρ θανατωθήσεται. 31 Δεν θα δεχθήτε χρήματα από τον φονέα προς εξαγοράν της ζωής του, εφόσον είναι ένοχος θανάτου. Αυτός πρέπει να τιμωρηθή δια θανάτου. 31 Ἐκτὸς αὐτοῦ δεν πρέπει νὰ δεχθῆτε χρήματα (λύτρα) ἐκ μέρους τοῦ ἐνόχου φονιᾶ, διὰ νὰ γλυτώσετε τὴν ζωήν του, ἐφ ὅσον αὐτὸς εἶναι ἔνοχος θανάτου· ὁ ἔνοχος θανάτου πρέπει νὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον.
32 οὐ λήψεσθε λύτρα τοῦ φυγεῖν εἰς πόλιν τῶν φυγαδευτηρίων, τοῦ πάλιν κατοικεῖν ἐπὶ τῆς γῆς, ἕως ἂν ἀποθάνῃ ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας. 32 Δεν θα λάβετε επίσης χρήματα, δια να φυγαδεύσετε φονέα εις την πόλι- καταφύγιον η δια να αφήσετε αυτόν να επιστρέψη εις την πατρίδα του, πριν αποθάνη ο αρχιερεύς. 32 Ἀκόμη δὲν πρέπει νὰ δεχθῆτε χρήματα (λύτρα), διὰ νὰ φυγαδεύσετε ἕνα φονιᾶν εἰς τὴν πόλιν - ἄσυλον ἢ διὰ νὰ ἐπιτρέψετε εἰς ἕνα φονιᾶν νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν πόλιν -ἄσυλον καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν πατρίδα του, πρὶν ἀποθάνῃ ὁ μέγας ἀρχιερεύς.
33 καὶ οὐ μὴ φονοκτονήσητε τὴν γῆν, εἰς ἣν ὑμεῖς κατοικεῖτε· τὸ γὰρ αἷμα τοῦτο φονοκτονεῖ τὴν γῆν, καὶ οὐκ ἐξιλασθήσεται ἡ γῆ ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ ἐκχυθέντος ἐπ' αὐτῆς, ἀλλ' ἐπὶ τοῦ αἵματος τοῦ ἐκχέοντος. 33 Εάν τηρήσετε αυτά θα αποφύγετε τους φόνους εις την χώραν, όπου κατοικείτε. Το αδίκως χυνόμενον αίμα πληθύνει τους φόνους εις την χώραν, εφόσον μένει ατιμώρητος ο φονεύς. Και αυτή δεν ημπορεί να εξιλεωθή από το αδίκως χυνόμενον αίμα, ειμή μόνον με το αίμα του φονέως. 33 Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν δὲν θὰ μολύνετε μὲ φόνους τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, εἰς τὴν ὁποίαν κατοικεῖτε· διότι τὸ αἷμα τῶν ἀδίκων αὐτῶν φόνων μολύνει καὶ κηλιδώνει τὴν χώραν. Καὶ ἡ χώρα δὲν καθαρίζεται ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀθώων, ποὺ χύνεται ἐπάνω της, παρὰ μόνον μὲ τὸ αἷμα τοῦ φονιᾶ, ὁ ὁποῖος ἐθανάτωσε ἄνθρωπον.
34 καὶ οὐ μιανεῖτε τὴν γῆν, ἐφ' ἧς κατοικεῖτε ἐπ' αὐτῆς, ἐφ' ἧς ἐγὼ κατασκηνῶ ἐν ὑμῖν· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος κατασκηνῶν ἐν μέσῳ τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ. 34 Δεν θα μολύνετε την χώραν, εις την οποίαν κατοικείτε, και επί της οποίας εν μέσω υμών κατοικώ και εγώ. Εγώ είμαι ο Κυριος, ο οποίος κατοικώ μεταξύ των Ισραηλιτών”. 34 Δὲν θὰ μολύνετε τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, εἰς τὴν ὁποίαν κατοικεῖτε, καὶ εἰς τὴν ὁποίαν κατοικῶ μεταξύ σας καὶ ἐγὼ ὁ Θεός. Διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος κατοικῶ μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ».