Σάββατο, 27 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:34
Δύση: 20:12
Σελ. 19 ημ.
118-248
16ος χρόνος, 5915η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΑΡΙΘΜΟΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 (ΙϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐλάλησε Κορὲ υἱὸς ᾿Ισσάαρ υἱοῦ Καὰθ υἱοῦ Λευὶ καὶ Δαθὰν καὶ ᾿Αβειρὼν υἱοὶ ῾Ελιὰβ καὶ Αὔν υἱὸς Φαλὲθ υἱοῦ Ρουβήν, 1 Ο Κορέ, υιός του Ισσαάρ υιού του Καάθ, υιού του Λευϊ, συνεσκέφθη και συνώμοσε με τον Δαθάν και τον Αβειρών, οι οποίοι ήσαν υιοί του Ελιάβ, και με τον Αυν, υιόν του Φαλέθ υιού του Ρουβήν, 1 Ο Κορέ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰσσάαρ, υἱοῦ τοῦ Καάθ, υἱοῦ τοῦ Λευΐ, καὶ ὁ Δαθὰν καὶ ὁ Ἀβειρών, οἱ υἱοὶ τοῦ Ἐλιάβ, καὶ ὁ Αὔν, ὁ υἱὸς τοῦ Φαλέθ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ρουβήν, ἐσυνωμότησαν
2 καὶ ἀνέστησαν ἔναντι Μωυσῆ, καὶ ἄνδρες τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ πεντήκοντα καὶ διακόσιοι, ἀρχηγοὶ συναγωγῆς, σύγκλητοι βουλῆς καί ἄνδρες ὀνομαστοί, 2 και εστασίασαν εναντίον του Μωϋσέως. Μαζή δε με αυτούς εστασίασαν και διακόσιοι πεντήκοντα από τους Ισραηλίτας, οι οποίοι ήσαν άρχοντες του λαού, εκλεκτά μέλη των συνελεύσεων του λαού, άνδρες με φήμην. 2 καὶ ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τοῦ Μωϋσῆ μαζὶ μὲ διακοσίους πενῆντα ἄνδρες ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλῖτες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἄρχοντες τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ἐπίσημα πρόσωπα, μέλη τῆς βουλῆς τοῦ λαοῦ, ἄνδρες διάσημοι·
3 συνέστησαν ἐπὶ Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν καὶ εἶπαν· ἐχέτω ὑμῖν, ὅτι πᾶσα ἡ συναγωγὴ πάντες ἅγιοι, καὶ ἐν αὐτοῖς Κύριος, καὶ διατί κατανίστασθε ἐπὶ τὴν συναγωγὴν Κυρίου; 3 Αυτοί επαναστάτησαν εναντίον του Μωϋσέως και του Ααρών και είπαν προς αυτούς· “ακούσατε και μάθετε σεις, ότι ο λαός είναι άγιος, και ο Κυριος είναι μαζή με τον λαόν. Διατί, λοιπόν, σεις υψώνετε τον εαυτόν σας απέναντι του λαού και κατακρατείτε την αρχηγίαν;” 3 ὅλοι αὐτοὶ ἑνώθησαν καὶ ἐστασίασαν κατὰ τοῦ Μωϋσῆ καὶ τοῦ Ἀαρών, εἰς τοὺς ὁποίους εἶπαν: «Ἐπροχωρήσατε πάρα πολύ· λοιπὸν ἂς γίνῃ γνωστὸν εἰς σᾶς, ὅτι δὲν εἶσθε μόνον σεῖς ἅγιοι (ἀφιερωμένοι, ξεχωρισμένοι) ἐδῶ· ἅγιοι εἶναι καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς καὶ εἰς ὅλους μας καὶ μαζὶ μὲ ὅλους μας εἶναι ὁ Κύριος. Διατί, Μωϋσῆ καὶ Ἀαρών, ὑψώνετε τὸν ἑαυτόν σας πάνω ἀπὸ τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου, παίρνετε ὅλα τὰ προνόμια καὶ λαμβάνετε μόνοι σας τὴν ἀρχηγίαν τοῦ λαοῦ;»
4 καὶ ἀκούσας Μωυσῆς ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον, 4 Οταν ο Μωϋσής ήκουσεν αυτά, έπεσε με το πρόσωπον κατά γης (προφανώς ένεκα του πόνου του και δια να προσευχηθή μυστικώς προς τον Κυριον). 4 Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἔπεσε κάτω ἐμπρός των μὲ τὸ πρόσωπον καταγῇς, ὡσὰν νὰ ἦταν δοῦλος των, διὰ νὰ προσευχηθῇ καὶ ζητήσῃ τὴν καθοδήγησιν τοῦ Θεοῦ.
5 καὶ ἐλάλησε πρὸς Κορὲ καὶ πρὸς πᾶσαν αὐτοῦ τὴν συναγωγὴν λέγων· ἐπέσκεπται καὶ ἔγνω ὁ Θεὸς τοὺς ὄντας αὐτοῦ καὶ τοὺς ἁγίους, καὶ προσηγάγετο πρὸς ἑαυτόν, καὶ οὓς ἐξελέξατο ἑαυτῷ, προσηγάγετο πρὸς ἑαυτόν. 5 Ωμίλησε προς τον Κορέ και τους στασιαστάς, που τον είχον ακολουθήσει, λέγων· “ο Θεός είναι εκείνος, ο οποίος επεσκέφθη, εγνώρισε και εξέλεξε τους ιδικούς του ανθρώπους ως αφιερωμένους και τους ωδήγησεν εις την υπηρεσίαν του. Αυτούς, τους οποίους εξέλεξε δια τον εαυτόν του, αυτούς οδήγησε και τους κατέστησεν αξίους να τον υπηρετούν. 5 ἀφοῦ ἔμεινε ἔτσι ἀρκετὴν ὥραν, καὶ ἀφοῦ ἐφωτίσθη ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐμίλησε πρὸς τὸν Κορὲ καὶ πρὸς ὅλην τὴν συνοδείαν του καὶ τοὺς εἶπε: « Ὁ Θεὸς ἐπεσκέφθη, ἐδιάλεξε καὶ ὥρισε ἐκείνους ποὺ εἶναι ἰδικοί του καὶ τοὺς ἀφιερωμένους καὶ τοὺς ὠδήγησε κοντά του διὰ νὰ εἶναι ἱερεῖς καὶ λειτουργοί του.
6 τοῦτο ποιήσατε· λάβετε ὑμῖν αὐτοῖς πυρεῖα, Κορὲ καὶ πᾶσα ἡ συναγωγὴ αὐτοῦ, 6 Δια να καταδειχθή όμως, εάν εκείνοι η σεις είσθε οι εκλεκτοί του Θεού, κάμετε τούτο· λάβετε σεις, ο Κορέ και όλοι όσοι τον ακολουθούν, πυροδοχεία, 6 Ἐπειδὴ ὅμως λέγετε ὅτι πρέπει νὰ λάβετε μέρος εἰς τὴν διακονίαν τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου, κάμετε τοῦτο· αὔριον τὸ πρωΐ πάρετε ὅλοι σας θυμιατήρια, ὁ Κορὲ καὶ ὅλη ἡ συνοδεία του,
7 καὶ ἐπίθετε ἐπ' αὐτὰ πῦρ, καὶ ἐπίθετε ἐπ' αὐτὰ θυμίαμα ἔναντι Κυρίου αὔριον· καὶ ἔσται ὁ ἀνήρ, ὃν ἐκλέλεκται Κύριος, οὗτος ἅγιος· ἱκανούσθω ὑμῖν υἱοὶ Λευί. 7 θέσατε εις αυτά πυρ και επάνω στο πυρ θυμίαμα, δια να θυμιάσετε ενώπιον του Κυρίου αύριο. Αυτός δε ο άνθρωπος τον οποίον θα εκλέξη ο Κυριος, δεχόμενος το θυμίαμά του, αυτός θα είναι ο ιερεύς. Ας θεωρηθή αυτό αξιόπιστος και ικανή μαρτυρία προς σας, Λευίται επαναστάται”. 7 καὶ βάλετε εἰς αὐτὰ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ ἐπάνω εἰς τὰ κάρβουνα βάλετε Θυμίαμα καὶ προσφέρετε τὸ Θυμίαμά σας εἰς τὸν Κύριον. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου τὸ θυμίαμα θὰ δεχθῇ ὁ Κύριος, αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον Θὰ ἐκλέξῃ διὰ νὰ εἶναι ὁ πραγματικὸς ἱερεύς του. Ἡ ἀπάντησις αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἂς εἶναι ἀρκετὴ διὰ σᾶς, ἀπόγονοι τοῦ Λευΐ, ποὺ τολμᾶτε νὰ ἐπαναστατῆτε κατὰ τῆς ἀποφάσεως τοῦ Θεοῦ».
8 καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Κορέ· εἰσακούσατέ μου, υἱοὶ Λευί. 8 Είπεν ακόμη ο Μωϋσής προς τον Κορέ και τους ακολούθους του· “ακούσατε τα λόγια μου σεις, που είσθε απόγονοι του Λευι· 8 Ὁ Μωϋσῆς εἶπεν ἀκόμη πρὸς τὸν Κορέ: «Ἀκοῦστε ὅσα θὰ σᾶς εἰπῶ, ἀπόγονοι τοῦ Λευΐ.
9 μὴ μικρόν ἐστι τοῦτο ὑμῖν, ὅτι διέστειλεν ὁ Θεὸς ᾿Ισραὴλ ὑμᾶς ἐκ συναγωγῆς ᾿Ισραὴλ καὶ προσηγάγετο ὑμᾶς πρὸς ἑαυτὸν λειτουργεῖν τὰς λειτουργίας τῆς σκηνῆς Κυρίου καὶ παρίστασθαι ἔναντι τῆς σκηνῆς λατρεύειν αὐτοῖς; 9 μικρόν πράγμα για σας είναι το ότι ο Θεός του Ισραήλ σας εξεχώρισεν από όλον τον λαόν των Ισραηλιτών και σας προσέλαβε δια τον εαυτόν του, ώστε να υπηρετήτε και να προσφέρετε ιεράς υπηρεσίας εις την Σκηνήν του Κυρίου και να παρίστασθε ενώπιον αυτής της Σκηνής και να προσφέρετε λατρευτικάς διαικονίας υπέρ των αδελφών σας; 9 Μικρὸν πρᾶγμα σᾶς φαίνεται, ὅτι δηλαδὴ σᾶς ἐξεχώρισεν ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους Ἰσραηλίτες καὶ σᾶς ἐπῆρε κοντά του διὰ νὰ τὸν ὑπηρετῆτε εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου καὶ νὰ στέκεσθε ἐμπρὸς εἰς τὴν Σκηνὴν καὶ νὰ λατρεύετε τὸν Θεὸν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν σας;
10 καὶ προσηγάγετό σε καὶ πάντας τοὺς ἀδελφούς σου υἱοὺς Λευὶ μετὰ σοῦ καὶ ζητεῖτε καὶ ἱερατεύειν; 10 Είναι μικρόν πράγμα ότι προσέλαβεν ο Θεός σε και μαζή με σε όλους τους αδελφούς σου από την φυλήν Λευί ως υπηρέτας εις την Σκηνήν και ζητείτε τώρα να γίνετε και ιερείς; 10 (Μικρὸν πρᾶγμα σᾶς φαίνεται) ὅτι ὁ Θεὸς ἐπῆρε ἐσὲ τὸν Κορὲ καὶ ὅλους τοὺς ἀδελφούς σου, ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὸν Λευΐ, μαζί (σου) καὶ σᾶς ἔδωκε εἰδικὰ προνόμια, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν οἱ ἄλλες φυλές, καὶ τώρα ἀντὶ νὰ τὸν εὐγνωμονῆτε, ζητεῖτε νὰ γίνετε καὶ ἱερεῖς;
11 οὕτως σὺ καὶ πᾶσα ἡ συναγωγή σου ἡ συνηθροισμένη πρὸς τὸν Θεόν· καὶ ᾿Ααρὼν τίς ἐστιν, ὅτι διαγογγύζετε κατ' αὐτοῦ; 11 Ετσι λοιπόν φέρεσθε συ, Κορέ και οι ομόφρονές σου, οι οποίοι ωργανώσατε συνωμοσίαν εναντίον του Θεού! Τι δε είναι ο Ααρών, εναντίον του οποίου σεις γογγύζετε; Δεν είναι αυτός, που έχει εκλεγή από τον Θεόν;” 11 Καὶ ἔτσι ἐσὺ καὶ ὅλη ἡ συνοδεία σου, ἀντὶ νὰ μένετε εὐχαριστημένοι, παραπονεῖσθε καὶ συνωμοτεῖτε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ· διότι τὶ εἶναι ὁ Ἀαρών, ἐναντίον τοῦ ὁποίου γογγύζετε; Εἶναι ἀρχιερεύς, ποὺ ἔχει ἐκλεγῆ ἀπὸ τὸν Θεόν».
12 καὶ ἀπέστειλε Μωυσῆς καλέσαι Δαθὰν καὶ ᾿Αβειρὼν υἱοὺς ῾Ελιάβ· καὶ εἶπαν· οὐκ ἀναβαίνομεν· 12 Εστειλεν ο Μωϋσής και εκάλεσε τον Δαθάν και τον Αβειρών, τους υιούς του Ελιάβ, και εκείνοι απήντησαν· “δεν ερχόμεθα· 12 Κατόπιν ὁ Μωϋσῆς ἔστειλε νὰ καλέσουν τὸν Δαθὰν καὶ τὸν Ἀβειρών, τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἐλιάβ, διὰ νὰ συζητήσῃ καὶ μαζί των. Αὐτοὶ ὅμως ἀπάντησαν μὲ προκλητικότητα καὶ αὐθάδειαν: «Δὲν ἐρχόμεθα!
13 μὴ μικρὸν τοῦτο, ὅτι ἀνήγαγες ἡμᾶς εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι ἀποκτεῖναι ἡμᾶς ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὅτι κατάρχεις ἡμῶν ἄρχων; 13 μήπως είναι μικρόν αυτό που μας έκαμες, ότι μας έβγαλές από την Αίγυπτον δια να μας οδηγήσης εις γην ρέουσαν γάλα και μέλι, εις δε την πραγματικότητα μας έφερες εις την έρημον, δια να μας θανατώσης; Και θέλεις δια της βίας να καθήσης επάνω μας ως άρχων; 13 Δὲν εἶναι μήπως ἀρκετόν (ἐπρόσθεσαν μὲ εἰρωνείαν) ὅτι μᾶς ἔβγαλες ἀπὸ τὴν εὔφορον Αἴγυπτον καὶ μᾶς ὠδήγησες εἰς τὴν γῆν αὐτήν, ποὺ ἀναβρύζει ἄφθονον γάλα καὶ μέλι, (οὐσιαστικῶς ὅμως) διὰ νὰ μᾶς ἐξολοθρεύσῃς εἰς τὴν ἔρημον; Δεν εἶναι μήπως ἀρκετὸν ὅτι σὺ ἔγινες ἄρχοντας καὶ ἐξουσιαστὴς καὶ ἐμεῖς εἴμεθα δοῦλοι σου;
14 εἰ καὶ εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι εἰσήγαγες ἡμᾶς καὶ ἔδωκας ἡμῖν κλῆρον ἀγροῦ καὶ ἀμπελῶνας, τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ἂν ἐξέκοψας· οὐκ ἀναβαίνομεν. 14 Που είναι η γη η ρέουσα γάλα και μέλι, εις την οποίαν μας εισήγαγες και της οποίας τους αγρούς και τους αμπελώνας μας έδωκες κληρονομίαν; Ασφαλώς προσπαθείς να τυφλώσης τους οφθαλμούς των ανθρώπων τούτων. Ημείς δεν ερχόμεθα”. 14 Ἐὰν νομίζῃς ὅτι μᾶς ἔφερες εἰς εὔφορον γῆν, ποὺ ἀναβρύζει γάλα καὶ μέλι, καὶ ὅτι μᾶς ἐμοίρασες ὡς κληρονομίαν τὰ χωράφια καὶ τὰ ἀμπέλια της, τότε μὲ τὶς ὑποσχέσεις σου μᾶς ἐτύφλωσες κυριολεκτικὰ καὶ ἔβγαλες τὰ μάτια ὅλων μας, διὰ νὰ μὴ βλέπωμεν τὶ εἶχες σκοπὸν νὰ μᾶς κάμῃς καὶ ποὺ ἤθελες νὰ μᾶς ὁδηγήσῃς. Λοιπὸν δεν ἐρχόμεθα!»
15 καὶ ἐβαρυθύμησε Μωυσῆς σφόδρα καὶ εἶπε πρὸς Κύριον· μὴ πρόσχῃς εἰς τὴν θυσίαν αὐτῶν· οὐκ ἐπιθύμημα οὐδενὸς αὐτῶν εἴληφα, οὐδὲ ἐκάκωσα οὐδένα αὐτῶν. 15 Ελυπήθη και επικράνθη πάρα πολύ ο Μωϋσής και είπε προς τον Κυριον· “μη δώσης σημασίαν, Κυριε, και μη δεχθής την θυσίαν θυμιάματος, που θα σου προσφέρουν οι άνθρωποι αυτοί. Εγώ τίποτε δεν επεθύμησα και τίποτε δεν έλαβα από τα πράγματα των ανθρώπων αυτών και κανένα από αυτούς δεν έχω αδικήσει”. 15 Ὁ Μωϋσῆς ἐλυπήθη καὶ ἐπικράνθη πάρα πολὺ καὶ γεμᾶτος παράπονον εἶπε πρὸς τὸν Κύριον: «Μὴ ἀποδεχθῇς τὴν θυσίαν τοῦ θυμιάματος, ποὺ πρόκειται νὰ σοῦ προσφέρουν αὐτοί· δὲν ἐπῆρα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς χρήματα, οὔτε ἄλλο πρᾶγμα ἰδικόν των ἐπεθύμησα· δὲν ἐδολιεύθηκα, οὔτε ἐκακοποίησα κανένα ἀπὸ αὐτούς».
16 καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Κορέ· ἁγίασον τὴν συναγωγήν σου καὶ γίνεσθε ἕτοιμοι ἔναντι Κυρίου σὺ καὶ ᾿Ααρὼν καὶ αὐτοὶ αὔριον. 16 Είπεν ο Μωϋσής προς τον Κορέ· “αύριον πάρε μαζή σου και ξεχώρισε τους ομόφρονάς σου και γίνεσθε έτοιμοι ενώπιον του Κυρίου συ και οι δικοί σου από το ένα μέρος, ο Ααρών δε από το άλλο. 16 Καὶ ὁ Μωϋσῆς εἶπε πρὸς τὸν Κορέ: «Ξεχώρισε τὴν συνοδείαν σου καὶ ἐτοιμάσου καὶ σὺ καὶ ὁ Ἀαρὼν καὶ οἱ ἰδικοί σου νὰ παρουσιασθῆτε ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον αὔριον τὸ πρωΐ.
17 καὶ λάβετε ἕκαστος τὸ πυρεῖον αὐτοῦ καὶ ἐπιθήσετε ἐπ' αὐτὰ θυμίαμα καὶ προσάξετε ἔναντι Κυρίου ἕκαστος τὸ πυρεῖον αὐτοῦ, πεντήκοντα καὶ διακόσια πυρεῖα, καὶ σὺ καὶ ᾿Ααρὼν ἕκαστος τὸ πυρεῖον αὐτοῦ. 17 Ο καθένας σας ας πάρη το πυροδοχείον του και ας θέση εις αυτό θυμίαμα. Θα προσφέρετε ενώπιον του Κυρίου ο καθένας σας το πυροδοχείον του, διακόσια πεντήκοντα πυροδοχεία των ομοφρόνων σου και συ το ιδικόν σου, ο δε Ααρών το ιδικόν του πυροδοχείον”. 17 Καὶ πάρετε ὁ καθένας σας τὸ θυμιατήριόν του καὶ βάλετε εἰς αὐτὰ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ θυμίαμα καὶ φέρετε ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον ὁ καθένας τὸ θυμιατήριόν του, δηλαδὴ διακόσια πενῆντα θυμιατήρια, καὶ σὺ καὶ ὁ Ἀαρών, ὁ καθένας σας τὸ θυμιατήριόν του».
18 καὶ ἔλαβεν ἕκαστος τὸ πυρεῖον αὐτοῦ καὶ ἐπέθηκαν ἐπ' αὐτὰ πῦρ καὶ ἐπέβαλον ἐπ' αὐτὰ θυμίαμα. καὶ ἔστησαν παρὰ τὰς θύρας τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου Μωυσῆς καὶ ᾿Ααρών. 18 Την επομένην ημέραν επήρεν ο καθένας από αυτούς το πυροδοχείον του, έθεσεν εις αυτό πυρ και επάνω στο πυρ το θυμίαμα. Ο Μωϋσής και ο Ααρών εστάθησαν ορθοί πλησίον εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου. 18 Καὶ ἐπῆρεν ὁ καθένας τὸ θυμιατήριόν του καὶ ἔβαλαν εἰς αὐτὰ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὰ ἔβαλαν θυμίαμα καὶ ἐστάθηκαν κοντὰ εἰς τὴν πόρταν τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἀαρών.
19 καὶ ἐπισυνέστησεν ἐπ' αὐτοὺς Κορὲ τὴν πᾶσαν αὐτοῦ συναγωγὴν παρὰ τὴν θύραν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου. καὶ ὤφθη ἡ δόξα Κυρίου πάσῃ τῇ συναγωγῇ. 19 Ο δε Κορέ και οι ομόφρονές του συνεκεντρώθησαν απέναντι αυτών πλησίον εις την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου. Αμέσως δε θεία λάμψις εφάνη εις όλον το πλήθος του Ισραήλ. 19 Καὶ ὁ Κορὲ ἐμάζευσεν ἀπέναντι τοῦ Μωϋσῆ καὶ τοῦ Ἀαρὼν ὅλην τὴν συνοδείαν τῶν ἐπαναστατῶν του κοντὰ εἰς τὴν πόρταν τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου. Ἔξαφνα ὅμως ἐκτυφλωτικὴ λάμψις, ποὺ ἐφανέρωνε τὴν ἔνδοξον δύναμιν τοῦ Κυρίου, ἔκαμε τὴν ἐμφάνισίν της εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν· ὁ Κορὲ καὶ οἱ σύντροφοί του παρέλυσαν ἀπὸ τὸν φόβον των καὶ ἐμποδίσθησαν νὰ θυσιάσουν.
20 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ ᾿Ααρὼν λέγων· 20 Και ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών λέγων· 20 Καὶ ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἰς τὸν Ἀαρὼν καὶ τοὺς εἶπε:
21 ἀποσχίσθητε ἐκ μέσου τῆς συναγωγῆς ταύτης, καὶ ἐξαναλώσω αὐτοὺς εἰσάπαξ. 21 “απομακρυνθήτε μέσα από την συγκέντρωσιν του λαού αυτού, διότι εγώ με ένα μου κτύπημα θα τους εξοντώσω”. 21 «Χωρισθῆτε καὶ φύγετε μακριὰ ἀπὸ τὸν Κορὲ καὶ τὴν συνοδείαν του αὐτὴν καὶ θὰ τοὺς κάψω ὅλους· θὰ τοὺς κάμω στάχτην εὐθὺς ἀμέσως, μιὰ γιὰ πάντα».
22 καὶ ἔπεσαν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ εἶπαν· Θεός, Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός, εἰ ἄνθρωπος εἷς ἥμαρτεν, ἐπὶ πᾶσαν τὴν συναγωγὴν ὀργὴ Κυρίου; 22 Ο Μωϋσής και ο Ααρών έπεσαν με το πρόσωπον κατά γης και είπον· “ω Θεέ ! Συ ο Θεός των πνευμάτων και πάσης σαρκός, εάν ένας μόνον άνθρωπος ημάρτησεν απέναντί σου, θα εξαποστείλης την οργήν σου εναντίον όλης της συναγωγής;” 22 Ἀλλὰ ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἀαρὼν ἔπεσαν κάτω μὲ τὰ πρόσωπα κατὰ γῆς καὶ παρεκάλεσαν τὸν Θεόν: «Ὦ Θεέ, ποὺ εἶσαι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ὁ κριτὴς καὶ ἐξουσιασὴς ὅλων τῶν λογικῶν ὄντων· ὦ Θεὲ τῶν ἀΰλων καὶ ἀσωμάτων πνευμάτων, ποὺ εἶναι εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐκείνων ποὺ φέρουν ὑλικὸν σῶμα καὶ εἶναι ψυχὲς συνδεδεμένες μὲ σάρκα θνητήν, ἐὰν ἁμάρτησε ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Κορέ, θὰ πέσῃ ὁ δίκαιος θυμός σου τοῦ Κυρίου εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν;»
23 καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· 23 Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και είπε· 23 Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ εἶπε:
24 λάλησον τῇ συναγωγῇ λέγων· ἀναχωρήσατε κύκλῳ ἀπὸ τῆς συναγωγῆς Κορέ. 24 “ομίλησε στον λαόν και ειπέ εις αυτούς· Φυγετε και απομακρυνθήτε γύρω από τους συνωμότας του Κορέ”. 24 «Νὰ ὁμιλήσῃς εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς· φύγετε μακριὰ ἀπὸ τὸν Κορὲ καὶ τὴν συνοδείαν τῶν ἐπαναστατῶν του».
25 καὶ ἀνέστη Μωυσῆς καὶ ἐπορεύθη πρὸς Δαθὰν καὶ ᾿Αβειρών, καὶ συνεπορεύθησαν μετ' αὐτοῦ πάντες οἱ πρεσβύτεροι ᾿Ισραήλ. 25 Ηγέρθη ο Μωϋσής, μετέβη προς τον Δαθάν και τον Αβειρών και μαζή με αυτόν επορεύθησαν όλοι οι γεροντώτεροι Ισραηλίται. 25 Ὁ Μωϋσῆς, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν ποὺ ἐπῆρε ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐσηκώθη καὶ ἐπῆγε πρὸς τὸ μέρος ποὺ ἦσαν στημένες οἱ σκηνὲς τοῦ Δαθὰν καὶ τοῦ Ἀβειρών· μαζί του ἐπῆγαν καὶ ὅλοι οἱ γεροντότεροι τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
26 καὶ ἐλάλησε πρὸς τὴν συναγωγὴν λέγων· ἀποσχίσθητε ἀπὸ τῶν σκηνῶν τῶν ἀνθρώπων τῶν σκληρῶν τούτων, καὶ μὴ ἅπτεσθε ἀπὸ πάντων, ὧν ἐστιν αὐτοῖς, μὴ συναπόλησθε ἐν πάσῃ τῇ ἁμαρτίᾳ αὐτῶν. 26 Ο Μωϋσής ωμίλησε προς τον λαόν του Ισραήλ και είπε· “απομακρυνθήτε από τας σκηνάς των σκληρών αυτών ανθρώπων και μη εγγίζετε τίποτε, από όσα πράγματα ανήκουν εις αυτούς, δια να μη καταστραφήτε μαζή των εξ αιτίας της αμαρτίας των”. 26 Ὁ Μωϋσῆς ἐμίλησε πρὸς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ποὺ εὑρίσκετο ἐκεῖ, καὶ εἶπε: «Χωρισθῆτε καὶ φύγετε μακριὰ ἀπὸ τὶς σκηνὲς τῶν ἀνυποτάκτων καὶ κακοήθων αὐτῶν ἀνθρώπων καὶ μὴ ἀκουμβᾶτε σὲ κανένα πρᾶγμα, ποὺ ἀνήκει εἰς αὐτούς, διὰ νὰ μὴ καταστραφῆτε καὶ σεῖς μαζί των, διότι τιμωροῦνται ἕνεκα τῆς ἀποστασίας των».
27 καὶ ἀπέστησαν ἀπὸ τῆς σκηνῆς Κορὲ κύκλῳ· καὶ Δαθὰν καὶ ᾿Αβειρὼν ἐξῆλθον καὶ εἱστήκεισαν παρὰ τὰς θύρας τῶν σκηνῶν αὐτῶν καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν καὶ ἡ ἀποσκευὴ αὐτῶν. 27 Οι Ισραηλίται απεμακρύνθησαν ολόγυρα από την σκηνήν του Κορέ. Ο Δαθάν όμως και ο Αβειρών εβγήκαν από τας σκηνάς των και εστάθησαν εγωϊσταί και πείσμονες εις τας θύρας των σκηνών των αυτοί και αι γυναίκες των και τα τέκνα των και αι αποσκευαί των. 27 Καὶ ἀποτραβήχθηκαν καὶ ἀπεσύρθησαν ὅσοι εὑρίσκοντο γύρω ἀπὸ τὴν σκηνὴν τοῦ Κορέ· ὅμως ὁ Δαθὰν καὶ ὁ Ἀβειρὼν ἐβγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὶς σκηνές των καὶ ἐστάθηκαν ἀσυγκίνητοι, καμαρωτοὶ καὶ θρασεῖς κοντὰ εἰς τὶς πόρτες τῶν σκηνῶν των, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ γυναῖκες των, οἱ υἱοί των καὶ τὰ μικρὰ παιδιά των (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν μὲ ὅλην τὴν συνοδείαν των καὶ τὰ ὑπάρχοντά των).
28 καὶ εἶπε Μωυσῆς· ἐν τούτῳ γνώσεσθε ὅτι Κύριος ἀπέστειλέ με ποιῆσαι πάντα τὰ ἔργα ταῦτα, ὅτι οὐκ ἀπ' ἐμαυτοῦ· 28 Είπεν ο Μωϋσής προς όλους αυτούς· “με όσα θα γίνουν τώρα θα μάθετε ότι ο Κυριος με έστειλε να κάμω αυτά τα έργα, ότι δεν ήλθα από τον εαυτόν μου αυτόκλητος. 28 Καὶ ὁ Μωϋσῆς εἶπε πρὸς αὐτούς: «Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον θὰ μάθετε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ μοῦ ἀνέθεσε νὰ κάμω ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα καὶ ὅτι δὲν ἐπῆρα τὴν ἐξουσίαν μὲ τὸ χέρι μου καὶ αὐθαίρετα·
29 εἰ κατὰ θάνατον πάντων ἀνθρώπων ἀποθανοῦνται οὗτοι, εἰ καὶ κατ' ἐπίσκεψιν πάντων ἀνθρώπων ἐπισκοπὴ ἔσται αὐτῶν, οὐχὶ Κύριος ἀπέσταλκέ με· 29 Εάν ο Δαθάν και ο Αβειρών αποθάνουν φυσιολογικόν θάνατον, όπως όλοι οι άνθρωποι, εάν η επίσκεψις του Κυρίου προς αυτούς είναι όπως και προς όλους τους ανθρώπους, τότε αυτό θα είναι δείγμα, ότι δεν με έχει στείλει ο Κυριος. 29 ἐάν οἰ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀποθάνουν μὲ θάνατον συνηθισμένον, ὅπως ἀποθνήσκουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι· ἢ ἐάν, ὅταν τοὺς ἐπισκεφθῇ ὁ Κύριος, διατηρηθοῦν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς καὶ γλυτώσουν ἀπὸ κάθε κίνδυνον, τοῦτο εἶναι ἀπόδειξις, ὅτι δὲν μὲ ἔστειλεν ὁ Θεὸς καὶ ὅτι ἐγὼ ἐπῆρα τὴν ἐξουσίαν μόνος μου.
30 ἀλλ' ἢ ἐν φάσματι δείξει Κύριος, καὶ ἀνοίξασα ἡ γῆ τὸ στόμα αὐτῆς καταπίεται αὐτοὺς καὶ τοὺς οἴκους αὐτῶν καὶ τὰς σκηνὰς αὐτῶν καὶ πάντα, ὅσα ἐστὶν αὐτοῖς, καὶ καταβήσονται ζῶντες εἰς ᾅδου, καὶ γνώσεσθε, ὅτι παρώξυναν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι τὸν Κύριον. 30 Αλλ' εάν ο Κυριος δείξη θαύμα τρομερόν και ανοίξη η γη το στόμα της και καταπίη αυτούς και τας οικογενείας των και τας σκηνάς των και όλα όσα τους ανήκουν, και καταβούν έτσι εις στιγμήν χρόνου ζωντανοί στον άδην, τότε θα μάθετε καλά ότι οι άνθρωποι αυτοί εξώργισαν τον Κυριον με την επανάστασίν των”. 30 Ἐὰν ὅμὼς ὁ Κύριος ἐνεργήσῃ κάτι μὲ τρόπον πρωτοφανῆ, πρωτάκουστον καὶ μὲ θαῦμα καταπληκτικόν, ἐὰν ἡ γῆ ἀνοίξῃ τὸ στόμα της καὶ καταπιῇ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς καὶ τὶς οἰκογένειές των καὶ τὶς σκηνὲς των καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά των καὶ κατεβοῦν ὅλοι αὐτοὶ ἀμέσως ζωντανοὶ εἰς τὸν ᾅδην, τότε θὰ μάθετε ἀσφαλῶς, ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἐπεριφρόνησαν καὶ ἐξώργισαν τὸν Κύριον».
31 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν πάντας τοὺς λόγους τούτους, ἐρράγη ἡ γῆ ὑποκάτω αὐτῶν, 31 Μολις δε ο Μωϋσής έπαυσε να λέγη τα λόγια αυτά, εσχίσθη η γη κάτω από τα πόδια εκείνων, 31 Μόλις δὲ ἔπαυσε ὁ Μωϋσῆς νὰ λέγῃ τὰ λόγια αὐτά, ἐσχίσθη ἡ γῆ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῶν Δαθὰν καὶ Ἀβειρών·
32 καὶ ἠνοίχθη ἡ γῆ καὶ κατέπιεν αὐτοὺς καὶ τοὺς οἴκους αὐτῶν καὶ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ὄντας μετὰ Κορὲ καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν. 32 ήνοιξεν η γη και κατέπιεν αυτούς και τας οικογενείας των και όλους όσοι ήσαν με τον Κορέ, και τα ζώα των, 32 ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ ἐσχηματίσθη βαθύς, μεγάλος καὶ σκοτεινὸς τάφος, ὁ ὁποῖος ἐκατάπιε ἀμέσως αὐτοὺς καὶ τὶς οἰκογένειές των καὶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶχαν σχέσιν μὲ τὸν Κορέ, καὶ τὰ ζῶα των.
33 καὶ κατέβησαν αὐτοὶ καὶ ὅσα ἐστὶν αὐτῶν ζῶντα εἰς ᾅδου, καὶ ἐκάλυψεν αὐτοὺς ἡ γῆ, καὶ ἀπώλοντο ἐκ μέσου τῆς συναγωγῆς. 33 και κατέβησαν αυτοί, και όσοι άλλοι ήσαν με το μέρος των, ζωντανοί στον άδην, τους εσκέπασεν η γη και εχάθησαν εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού. 33 Ἔτσι κατέβησαν αὐτοὶ καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα καὶ τὰ ζῶα των ζωντανοὶ εἰς τὸν ᾅδην καὶ ἡ γῆ ἔκλεισεν ἀπὸ πάνω τους καὶ τοὺς ἐσκέπασε καὶ ἐχάθησαν ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
34 καὶ πᾶς ᾿Ισραὴλ οἱ κύκλῳ αὐτῶν ἔφυγον ἀπὸ τῆς φωνῆς αὐτῶν, ὅτι λέγοντες· μή ποτε καταπίῃ ἡμᾶς ἡ γῆ. 34 Οι δε άλλοι Ισραηλίται, που ήσαν γύρω και εις απόστασιν από αυτούς, όταν ήκουσαν τας σπαρακτικάς φωνάς εκείνων, ετράπησαν εις φυγήν λέγοντες· “ας φύγωμεν μήπως καταπίη και ημάς η γη” ! 34 Ἐνῷ δὲ ἐφώναζαν καὶ ἐζητοῦσαν βοήθειαν, κανεὶς δεν ἐτολμοῦσε νὰ πλησιάσῃ· διότι ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ποὺ ἦταν γύρω τους, ἀκούοντας τὶς φωνές τους ἐτράπη εἰς φυγὴν καὶ ἔλεγε· «ἂς τρέξωμεν νὰ φύγωμεν, μήπως ἡ γῆ καταπιῃ καὶ ἐμᾶς».
35 καὶ πῦρ ἐξῆλθε παρὰ Κυρίου καὶ κατέφαγε τοὺς πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνδρας τοὺς προσφέροντας τὸ θυμίαμα. 35 Πυρ δε προερχόμενον κατ' ευθείαν από τον Κυριον εξήλθε και κατέφαγε τους διακοσίους πεντήκοντα άνδρας, οι οποίοι προσέφεραν τότε το θυμίαμά των. 35 Τὴν στιγμὴν ποὺ ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ ἐκατάπιε τὸν Λαθάν, τὸν Ἀβειρὼν καὶ τοὺς συντρόφους των, φωτιὰ σὰν ἀστροπελέκι ἔπεσε ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ ἔκαμε κάρβουνον καὶ στάχτην τοὺς διακοσίους πενῆντα ἄνδρες, ποὺ εἶχαν ἐπαναστατήσει μὲ τὸν Κορέ, Δαθὰν καὶ βειρών, οἱ ὁποῖοι ἐκείνην τὴν ὥραν ἐπρόσφεραν τὸ θυμίαμά των.