Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΜΑΚΑΒΑΙΩΝ Δ' - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Διὰ τοῦτό γέ τοι καὶ μειρακίσκοι τῷ τῆς εὐσεβείας λογισμῷ φιλοσοφοῦντες χαλεπωτέρων βασανιστηρίων ἐπεκράτησαν. 1 Δια τούτο ακριβώς και νεαρά ακόμη παλληκάρια, εμπνεόμενα από τον ευσεβή λογισμόν, ενίκησαν πολύ βαρύτερα βασανιστήρια. 1
2 ἐπειδὴ γὰρ κατά τὴν πρώτην πεῖραν ἐνικήθη περιφανῶς ὁ τύραννος μὴ δυνηθεὶς ἀναγκάσαι γέροντα μιαροφαγῆσαι, τότε δὴ σφόδρα περιπαθῶς ἐκέλευσεν ἄλλους ἐκ τῆς ἡλικίας τῶν ῾Εβραίων ἀγαγεῖν, καὶ εἰ μὲν μιαροφαγήσαιεν, ἀπολύειν φαγόντας, εἰ δὲ ἀντιλέγοιεν, πικρότερον βασανίζειν. 2 Επειδή κατά την πρώτην δοκιμήν ενικήθη ολοφάνερα ο τύραννος, αφού δεν ημπόρεσε να εξαναγκάση τον γέροντα εις μιαροφαγίαν, τότε πλέον με πολλήν εμπάθειαν διέταξε να φέρουν εμπρός του άλλους από την τάξιν των Εβραίων· και εάν μεν εδέχοντο να φάγουν από τας μιαράς τροφάς να τους απολύσουν, αφού θα ετρωγαν προηγουμένως. Εάν όμως ανθίσταντο, να τους βασανίζουν σκληρότερα. 2
3 ταῦτα διαταξαμένου τοῦ τυράννου, παρῆσαν ἀγόμενοι μετὰ γηραιᾶς μητρὸς ἑπτὰ ἀδελφοί, καλοί τε καὶ αἰδήμονες καὶ γενναῖοι καὶ ἐν παντὶ χαρίεντες. 3 Επειτα από την διαταγήν αυτήν του τυράννου, ωδηγήθησον εμπρός του συνοδευόμενοι υπό της γηραιάς μητρός των επτά αδελφοί, ωραίοι, σεμνοί, ρωμαλέοι και κοσμημένοι με κάθε χάριν. 3
4 οὓς ἰδὼν ὁ τύραννος καθάπερ ἐν χορῷ περιέχοντας μέσην τὴν μητέρα, ἥσθη ἐπ' αὐτοῖς καὶ τῆς εὐπρεπείας ἐκπλαγεὶς καὶ τῆς εὐγενείας, προσεμειδίασεν αὐτοῖς καὶ πλησίον καλέσας ἔφη. 4 Οταν τους είδεν ο τύραννος να περιβάλλουν στο μέσον την μητέρα των, όπως γίνεται στον χορόν, ησθάνθη ευχαρίστηση και έκπληκτος από την κοσμιότητα και την ευγένειαν εμειδίασε προς αυτούς και, αφού τους εκάλεσε πλησίον του, είπε· 4
5 ὦ νεανίαι, φιλοφρόνως ἐγὼ καθ' ἑνὸς ἑκάστου ὑμῶν θαυμάζω, τὸ κάλλος καὶ τὸ πλῆθος τοσούτων ἀδελφῶν ὑπερτιμῶν, οὐ μόνον συμβουλεύω μὴ μανῆναι τὴν αὐτὴν τῷ προβασανισθέντι γέροντι μανίαν, ἀλλὰ καὶ παρακαλῶ συνείξαντάς μου τῇ συμβουλίᾳ τῆς ἐμῆς ἀπολαῦσαι φιλίας· 5 “παλληκάρια μου, με πολλήν χαράν θαυμάζω τον καθένα από σας. Υπερεκτιμών την ωραιότητα και το πλήθος τόσον πολλών αδελφών, όχι μόνον σας συμβουλεύω να μη παρασυρθήτε από την μανίαν του προηγουμένως βασανισθέντος γέροντος, αλλά και σας προτρέπω να δεχθήτε την συμβουλήν μου και να απολαύσετε την φιλίαν μου. 5
6 δυναίμην δ' ἂν ὥσπερ κολάζειν τοὺς ἀπειθοῦντάς μου τοῖς ἐπιτάγμασιν, οὕτως καὶ εὐεργετεῖν τοὺς εὐπειθοῦντάς μοι. 6 Οπως δε ημπορώ να τιμωρώ εκείνους, που δεικνύουν ανυπακοήν εις τας διαταγάς μου, ετσι ημπορώ και να ευεργετώ εκείνους, οι οποίοι υποτάσσονται εις εμέ. 6
7 πεισθέντες οὖν μοι καὶ ἀρχὰς καὶ ἐπὶ τῶν ἐμῶν πραγμάτων ἡγεμονίας λήψεσθε, ἀρνησάμενοι τὸν πάτριον ὑμῶν τῆς πολιτείας θεσμόν· 7 Εάν, λοιπόν, υπακούσετε εις εμέ, θα λάβετε εις την διοίκησίν μου και αρχάς και αξιώματα, αφού αρνηθήτε τους θεσμούς της πατροπαραδότου πολιτείας σας. 7
8 καὶ μεταλαβόντες ἑλληνικοῦ βίου καὶ μεταδιαιτηθέντες ἐντρυφήσατε ταῖς νεότησιν ὑμῶν· 8 Αφού δε δεχθήτε να ζήσετε σύμφωνα με τον ελληνικόν τρόπον της ζωής και μεταβάλετε τον ιδικόν σας τρόπον ζωής, ημπορείτε να χαρήτε τας απολαύσεις της νεότητός σας. 8
9 ἐπεὶ ἐὰν ὀργίλως με διάθησθε διὰ τῆς ἀπειθείας ὑμῶν, ἀναγκάσετέ με ἐπὶ δειναῖς κολάσεσιν ἕνα ἕκαστον ὑμῶν διὰ τῶν βασάνων ἀπολέσαι. 9 Αν όμως με κάμετε να οργισθώ εναντίον σας εξ αιτίας της ανυπακοής σας, θα με αναγκάσετε να θανατώσω τον καθένα σας με σκληράς τιμωρίας και με βασανιστήρια. 9
10 κατελεήσατε οὖν ἑαυτούς, οὓς καὶ ὁ πολέμιος ἔγωγε καὶ τῆς ἡλικίας καὶ τῆς εὐμορφίας οἰκτείρομαι. 10 Λυπηθήτε, λοιπόν, τον εαυτόν σας, αφού και εγώ ακόμη σας λυπούμαι, εγώ ο διώκτης σας, λόγω της νεότητας και της ωραιότητός σας. 10
11 οὐ διαλογιεῖσθε τοῦτο, ὅτι οὐδὲν ὑμῖν ἀπειθήσασι πλὴν τοῦ μετὰ στρεβλῶν ἀποθανεῖν ἀπόκειται; - 11 Λοιπόν, δεν θα λάβετε υπ' όψιν σας και τούτο, ότι εάν απειθήσετε εις την εντολήν μου τίποτε άλλο δεν σας περιμένει, ειμή μόνον, ο θάνατος με βασανιστήρια;” 11
12 Ταῦτα δὲ λέγων ἐκέλευσεν εἰς τὸ ἔμπροσθεν προτεθεῖναι τὰ βασανιστήρια, ὅπως καὶ διὰ τοῦ φόβου πείσειεν αὐτοὺς μιαροφαγῆσαι. 12 Ενώ δε έλεγεν αυτά διέταξε να εκτεθούν εκεί εμπρός εις αυτούς τα όργανα του βασανισμού, ώστε και δια του φόβου να τους πείση, να φάγουν μολυσμένας τροφάς. 12
13 ὡς δὲ τροχούς τε καὶ ἀρθρέμβολα, στρεβλωτήριά τε καὶ τροχαντῆρας καὶ καταπέλτας καὶ λέβητας, τήγανά τε καὶ δακτυλήθρας καὶ χεῖρας σιδηρᾶς καὶ σφῆνας καὶ τὰ ζώπυρα τοῦ πυρὸς οἱ δορυφόροι προέθεσαν, ὑπολαβὼν ὁ τύραννος ἔφη· 13 Οταν δε οι στρατιώται ετοποθέτησαν εκεί εμπρός τους τροχούς, τα όργανα εξαρθρώσεως των μελών, τα στρεβλωτήρια, τους βασανιστικούς τροχαντήρας, τους καταπέλτας, τας χύτρας, τα τηγάνια, τας δακτυλήθρας, τα σιδερένια χέρια, τας σφήνας, τα εναύσματα του πυρός, ο τύραννος αυτόν τον λόγον είπε· 13
14 μειράκια φοβήθητε, καὶ ἣν σέβεσθε δίκην, ἵλεως ὑμῖν ἔσται δι' ἀνάγκην παρανομήσασιν. 14 “φοβηθήτε, νέοι, και η θεία δίκη, την οποίαν σεις σέβεσθε, θα γίνη ίλεως εις σας, επειδή θα έχετε παραβή τον νόμον λόγω ανάγκης”. 14
15 οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐπαγωγὰ καὶ ὁρῶντες δεινά, οὐ μόνον οὐκ ἐφοβήθησαν, ἀλλὰ καὶ ἀντεφιλοσόφησαν τῷ τυράννῳ καὶ διὰ τῆς εὐλογιστίας τὴν τυραννίδα αὐτοῦ κατέλυσαν. 15 Εκείνοι όμως, αν και ήκουσαν τας προτροπάς και έβλεπαν τα φοβερά βασανιστικά όργανα, όχι μόνον δεν εφοβήθησαν, αλλά και αντέταξαν τας ίδικάς των σοφάς αντιλήψεις στον τύραννον και με την ορθότητα των συλλογισμών των εξεμηδένισαν την τυραννικήν δύναμίν του. 15
16 καί τοι λογισώμεθα· εἰ δειλόψυχοί τινες ἦσαν καὶ ἄνανδροι ἐν αὐτοῖς, ποίοις ἂν ἐχρήσαντο λόγοις; οὐχὶ τούτοις; 16 Ας εξετάσωμεν λοιπόν το γεγονός. Αν ήσαν μερικοί δειλοί κατά την ψυχήν και άνανδροι μεταξύ αυτών, ποίους λόγους θα εχρησιμοποιούσαν; Δεν θα εχρησιμοποιούσαν τους παρακάτω; 16
17 ᾦ τάλανες ἡμεῖς καὶ λίαν ἀνόητοι· βασιλέως ἡμᾶς παρακαλοῦντος καὶ ἐπὶ εὐεργεσίᾳ φωνοῦντος, μὴ πεισθείημεν αὐτῷ, 17 “Ω δυστυχείς και ανόητοι ημείς, αν δεν πεισθώμεν στον βασιλέα, που μας προτρέπει και μας καλεί, δια να μας ευεργετήση, 17
18 εἰ βουλήμασι κενοῖς ἑαυτοὺς εὐφραίνομεν καὶ θανατηφόρον ἀπείθειαν τολμῶμεν; 18 αλλά θελήσωμεν να ευχαριστηθώμεν με ματαίας επιθυμίας και να αναλάβωμεν το τόλμημα θανασίμου ανυπακοής! 18
19 οὐ φοβησόμεθα, ἄνδρες ἀδελφοί, τὰ βασανιστήρια καὶ λογιούμεθα τὰς τῶν βασάνων ἀπειλὰς καὶ φευξόμεθα τὴν κενοδοξίαν ταύτην καὶ ὀλεθροφόρον ἀλαζονείαν; 19 Λοιπόν, αδελφοί, δεν θα φοβηθώμεν τα βασανιστήρια; Δεν θα αναλογισθώμεν τας απειλάς των φοβερών βασάνων; Δεν θα αποφύγωμιεν την κενόδοξον αυτήν και θανατηφόρον αλαζονείαν; 19
20 ἐλεήσωμεν τὰς ἑαυτῶν ἡλικίας καὶ κατοικτείρωμεν τὸ τῆς μητρὸς γῆρας 20 Ας λυπηθώμεν την νεότητά μας και τον σπαραγμόν της γηραιάς μητρός μας 20
21 καὶ ἐνθυμηθῶμεν ὅτι ἀπειθοῦντες τεθνηξόμεθα. 21 και ας λάβωμεν υπ' όψιν, ότι από μίαν τέτοιαν ανυπακοήν μας μας περιμένει ο θάνατος. 21
22 συγγνώσεται δὲ ἡμῖν καὶ ἡ θεία δίκη δι' ἀνάγκην τὸν βασιλέα φοβηθεῖσιν. 22 Ας σημειωθή δε και τούτο, ότι θα μας συγχωρήση η θεία δίκη, διότι εφοβήθημεν τον βασιλέα εκ λόγων ανάγκης. 22
23 τί ἐξάγομεν ἑαυτοὺς τοῦ ἡδίστου βίου καὶ ἐπιστεροῦμεν ἑαυτοὺς τοῦ γλυκέος κόσμου; 23 Διατί απομακρυνόμεθα από την γλυκύτητα της ζωής και στερούμεθα από τον γεμάτον ηδονάς κόσμον; 23
24 μὴ βιαζώμεθα τὴν ἀνάγκην μηδὲ φιλοδοξήσωμεν ἐπὶ τῇ ἑαυτῶν στρέβλῃ. 24 Ας μη προκαλούμεν την βίαν εναντίον μας και ας μη κεντρίσωμεν την κενοδοξίαν μας με αντίτιμον τον βασανισμόν μας. 24
25 οὐδὲ αὐτὸς ὁ νόμος ἀκουσίως ἡμᾶς θανατοῖ φοβηθέντας τὰ βασανιστήρια. 25 Ούτε αυτός ούτος ο Νομος δεν θα μας καταδικάση εις θάνατον, επειδή ημείς ακουσίως εξ αιτίας του φόβου εκείνων των βασανιστηρίων υπεχωρήσαμεν. 25
26 πόθεν ἡμῖν ἡ τοσαύτη ἐντέτηκε φιλονικία καὶ ἡ θανατηφόρος ἀρέσκει καρτερία, παρὸν μετὰ ἀταραξίας ζῆν τῷ βασιλεῖ πεισθέντας; 26 Πως έχει εισχωρήσει έντος ημών η τόσον μεγάλη αγάπη προς νίκην και μας ευχαριστεί η θανατηφόρος καρτερία, ενώ είναι δυνατόν να ζήσωμεν με γαλήνην υπακούοντες στον βασιλέα;” 26
27 ἀλλὰ τούτων οὐδὲν εἶπον οἱ νεανίαι βασανίζεσθαι μέλλοντες οὐδὲ ἐνεθυμήθησαν. 27 Αλλά τίποτε από αυτά δεν είπαν οι νέοι, ενώ επρόκειτο να βασανισθούν, ούτε καν και τα εσκέφθησαν. 27
28 ἦσαν γὰρ περίφρονες τῶν παθῶν καὶ αὐτοκράτορες τῶν ἀλγηδόνων, 28 Ησαν καταφρρνηταί των παθών, κύριοι των πόνων, 28
29 ὥστε ἅμα τῷ παύσασθαι τὸν τύραννον συμβουλεύοντα αὐτοῖς τοῦ μιαροφαγῆσαι, πάντες διὰ μιᾶς φωνῆς ὁμοῦ, ὥσπερ ἀπὸ τῆς αὐτῆς ψυχῆς εἶπον πρὸς αὐτόν. 29 ώστε ευθύς ως έπαυσεν ο τύραννος να τους συμβουλεύη, να γευθούν τα μιαρά φαγητά, όλοι μαζή με μίαν φωνήν, ως εάν ωμιλούσαν από την ιδίαν ψυχήν, είπαν προς αυτόν. 29